Friday, December 23, 2022

Η τιμή της τιμής

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 23-25/12/2022

Α-τιμη κοινωνία... 

Οφείλουμε στον πρώην επίτροπο, πρώην υπουργό, πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, πρώην δήμαρχο, πρώην διπλωμάτη, πρώην ακτιβιστή κατά της διεθνούς ατιμωρησίας, πρώην «κύριο τίποτα» (κατά τον ατυχέστατο παγκάλειο αφορισμό) που τελικά έγινε «τα πάντα όλα», τον Δημήτρη Αβραμόπουλο δηλαδή, την οριστική κατεδάφιση μια ανόητης, όπως αποδεικνύεται, πανάρχαιης δοξασίας: «Η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά σ’ τον που την έχει». Παρότι έχει προηγηθεί και η κυρά Επιστήμη του Θεοτόκη που έμαθε με τον πιο οδυνηρό τρόπο πόσα πήγαινε («ανάθεμα τα τάλαρα!») η τιμή της κόρης της, της Ρήνης, η οποία αφελώς είχε πιστέψει πως «με τα τάλαρα δεν αγοράζεις την αγάπη» και προσπαθούσε να πείσει και τον αγαπημένο της Αντρέα γι’ αυτό, ο Αβραμόπουλος μας έδωσε συγκεκριμένα δεδομένα για το πού κινείται η διεθνής αγορά της τιμής: 5.000 ευρώ τον μήνα μικτά ή 3.750 καθαρά ή 60.000 ευρώ τον χρόνο.

 Και αυτά είναι μάλλον τα κατώφλια της διεθνούς αγοράς τιμής και τιμητικής συμμετοχής σε εθνικά ή διεθνή fora και είναι πιθανό ο πρώην επίτροπος να αισθάνεται πως ο Παντζέρι τον έπιασε κότσο με τα 5.000 μικτά για την τιμητική συμμετοχή του στη ΜΚΟ-πλυντήριο, αν ανακάλυψε ότι η συμμετοχή της Μογκερίνι, της πρώην ύπατης εκπροσώπου της Ε.Ε., τιμολογήθηκε τα διπλά. Και πολύ περισσότερο αν αποφασίσει να συγκρίνει τα 60.000 ευρώ που τιμολογήθηκαν δύο ομιλίες, ένα πάνελ και ένα άρθρο του σε έναν χρόνο για το ανθρωπιστικό έργο της Fight Impunity με όσα παίρνουν ο Μπλερ, ο Ομπάμα, ο Κλίντον, ή ο Μπαρόζο για μια εμφάνιση: 100.000-500.000 δολάρια για μια ωρίτσα, παρακαλώ. Αδικία και κλεψιά, αλλά επειδή ο πρώην «τίποτα, αλλά τα πάντα όλα» έχει και αίσθηση μέτρου και σεμνότητα, δεν το έκανε θέμα. Κι αν δεν είχε γίνει παρακράτηση φόρου, μη νομίζετε, θα τα 'χε δώσει πίσω τα λεφτά. «Πάρ’ τα πίσω, α-τιμε Παντζέρι!» Και θα του 'κανε τη μούρη κρέας. 

Οφείλουμε, λοιπόν, στον πρώην επίτροπο την αποκατάσταση της τάξης. Omnia cum pretio (όλα έχουν την τιμή τους), κατά πως έλεγε ο Γιουβενάλης, το «τιμής ένεκεν» δεν σημαίνει δωρεάν, ο τζάμπας πέθανε από τότε που υπάρχει χρήμα. Κι αν κανείς σάς θυμίσει το μωσαϊκό «τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου», θυμίστε του κι εσείς τι μπορεί να σημαίνει αυτό σε χρήμα ή σε είδος. Δηλαδή, τι μπορεί να κοστίσει η έστω μερική επιστροφή στους υπέργηρους γονείς της στοργής και φροντίδας που μας έδωσαν στα νιάτα και στην ωριμότητά τους... «Α-τιμη κοινωνία που άλλους τους κατεβάζεις και άλλους τους ανεβάζεις στα τάρταρα», που θα 'λεγε κι η Μίτση Κωνσταντάρα. Και σ’ αυτή την εκ λάθους αντιστροφή της πυραμίδας, στη σύγχυση για το πάνω και το κάτω, τα Τάρταρα (τον Τάρταρο, για την ακρίβεια) και τον Ολυμπο, περιγράφεται η διαταραχή που έχει επέλθει στην α-τιμη (άνευ τιμής) κοινωνία από την έλλειψη μιας οργανωμένης αγοράς τιμής. 

Ενα χρηματιστήριο τιμής-ατιμίας. Να, αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε για να αποφεύγουμε τις κακοτοπιές και τη μαύρη αγορά των τιμητικών συμμετοχών, των εθελοντικών συμβολών, της ανιδιοτελούς συνεισφοράς, της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, του ανθρωπισμού και της φιλανθρωπίας. Ας δώσουμε στην τιμή την τιμή που της αξίζει και ας επιτρέψουμε στο αόρατο χέρι της αγοράς να κάνει ξανά το θαύμα του. Κι αν το ολλανδικό χρηματιστήριο ενέργειας, τσατισμένο για το πλαφόν στο αέριο, πάρει των ομματιών του και φύγει από το Αμστερνταμ και την Ε.Ε., επειδή η αγορά μισεί τα κενά, εκεί στη θέση του θα στήσουμε το χρηματιστήριο τιμής: Ανέβηκαν τα futures των τιμητικών συμμετοχών σήμερα… Ανάρπαστα τα συμβόλαια εγκαινίων… Η Κιβωτός του Κόσμου στο χρηματιστήριο του Αμστερνταμ… Ανοίγουν οι προσφορές για τη θέση προέδρου ΜΚΟ για την καταπολέμηση της απάτης των ΜΚΟ. Δεκτοί πρώην πρωθυπουργοί, επίτροποι, CEO. Τιμή εκκίνησης 100.000 ευρώ τον χρόνο. Απογειώθηκαν τα συμβόλαια σιωπής στην αγορά ομερτά… 

Ολα και όλοι έχουν την τιμή τους. Κάτι τέτοιο ίσως υπονοούσε κι ο Μελχιόρ όταν πρόσφερε χρυσό στο θείο βρέφος. Τι να το κάνει το χρυσάφι ένα μωρό; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

«Εφταιξα· μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού· είπε να μου τα δώκεις τα χίλια».

«Και ξαναγοράζεις» του 'πε η Ρήνη πικρά «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!» Κι εβάλθηκε να κλαίει.

«Την αγάπη;» ερώτησε αχνίζοντας· «και δεν την έχω;»

«Οχι!» του αποκρίθηκε «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ' έπαιρνες· πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!».


Κωνσταντίνου Θεοτόκη, «Η τιμή και το χρήμα»


Saturday, December 17, 2022

Η πεφτοσυννεφούλα στη Γιουρολάνδη

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 17-18/12/2022


«Α πα πα! Γίνονται τέτοια πράγματα στις Βρυξέλλες; Κάνουν τέτοια ατοπήματα οι εκλεγμένοι ευρωβουλευτές, οι πρώτοι των πρώτων στη σταυροδοσία; Είναι δυνατόν να λερώνουν τα χέρια τους με βρόμικο πολιτικό χρήμα κομισάριοι, βοηθοί, αξιωματούχοι, γραφειοκράτες, τεχνοκράτες, άνθρωποι με ισχυρά χαρτιά, πτυχία, μεταπτυχιακά, γλωσσομαθείς, που έχουν γυρίσει τον κόσμο, με προϋπηρεσίες σε διάσημες δεξαμενές σκέψης ή σε εταιρείες με αναγνωρίσιμες μπράντες;» 

Ελπίζω όσοι έχουν τέτοιου είδους και τόσο αφελή ερωτήματα να είναι λίγοι. Η οργή επιτρέπεται και δη σε αφθονία, η ισχυρή αντίδραση επιβάλλεται, αλλά η υποκρισία της δήθεν άγνοιας και της τάχα έκπληξης απαγορεύεται. Οι πεφτοσυννεφούλες και οι πεφτοσυννεφάκηδες που ανακάλυψαν πως η Euroland δεν είναι η Νεφελοκοκκυγία που νόμισαν, ας κατέβουν από τα συννεφάκια τους κι ας μας δείξουν τις τσέπες τους. 'Η τις βαλίτσες τους, τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους, τα «πόθεν έσχες» τους, τα Ε9 τους και τις οφσόρ τους, παρακαλώ, τις κανονικές, όχι αυτές στο Κρανίδι. 

Τείνω να συμφωνήσω με την κριτική του ΚΚΕ, ότι «οι ανταγωνισμοί των μεγάλων ομίλων, τα χιλιάδες θεσμοθετημένα λόμπι και η ίδια η Ε.Ε. των μονοπωλίων είναι φυτώρια διαφθοράς». Απλώς ο μηχανισμός από τον οποίο προκύπτει το σχεδόν μοιρολατρικό συμπέρασμα είναι λίγο πιο περίπλοκος. Η διαφθορά, δηλαδή η εξαγορά των εκπροσώπων της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας από τις δυνάμεις της αγοράς και της οικονομικής ισχύος είναι πράγματι ενδημική σε όλα τα κράτη και όλες τις διακρατικές οντότητες του οικουμενικού καπιταλισμού, με όλες τις παραλλαγές του. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλο το δημόσιο χρήμα του κόσμου ντανιάζεται σε τούβλα πορτοκαλί, πράσινα και κίτρινα, μπαίνει σε πλαστικές σακούλες (να δω τι θα γίνει όταν η Ε.Ε. καταργήσει εντελώς το πλαστικό) και αποθηκεύεται στις θυρίδες και τους λογαριασμούς του πολιτικού προσωπικού. Αυτό δεν είναι πολιτικά βιώσιμο και πολύ απλά θα οδηγούσε κάθε σύστημα εξουσίας σε κατάρρευση, πριν καν στεριώσει. Αν όλοι τα παίρνουν από όλους κι όλοι τα δίνουν σε όλους, για να παραχθούν νόμοι και διοικητικές αποφάσεις, το αποτέλεσμα θα ήταν ένα χάος αλληλοαναιρούμενων και αυτοαναιρούμενων κανόνων, που θα διέλυαν στο πιτς φιτίλι κάθε κρατικό Λεβιάθαν. Ακόμη και τον πιο σκληρό, αυταρχικό. 

Ας αρχίσουμε από τα θεμελιώδη. Το βασικό σέρβις που προσφέρουν στα κέντρα οικονομικής ισχύος τα πολιτικά συστήματα σε όλα τα καθωσπρέπει κράτη του κόσμου είναι δωρεάν. Ή, για να το πούμε λαϊκά, περιλαμβάνεται στην τιμή του βασικού πακέτου υπηρεσιών. Τα κόμματα εξουσίας δεν είναι προϊόντα παρθενογένεσης, αλλά εκφραστές των τάξεων και στρωμάτων που κυριαρχούν στο οικονομικό και κοινωνικό στερέωμα. Το ίδιο ισχύει για το πολιτικό προσωπικό, τους αιρετούς, τους γραφειοκράτες και τεχνοκράτες που συγκροτούν τους μηχανισμούς κάθε κράτους. Το φαινόμενο των «περιστρεφόμενων θυρών», δηλαδή της εναλλαγής των ίδιων προσώπων σε κέντρα επιχειρηματικής ή πολιτικής εξουσίας στην Αθήνα, στις Βρυξέλλες ή στη Φρανκφούρτη, δείχνει ότι το σύστημα εξουσίας αντλεί κατά κανόνα τα στελέχη του από την ίδια ταξική επετηρίδα, εμπλουτισμένη με αρκετά ταλαντούχα αστέρια, που ξεφεύγουν από την πλέμπα. Οι εκπρόσωποι, έρημοι κι απρόσωποι, είναι ιδεολογικά και διανοητικά προετοιμασμένοι να προσφέρουν χωρίς εξτραδάκια το βασικό πακέτο υπηρεσιών στις οικονομικές ελίτ. 

Φυσικά, το σύστημα δεν ήταν ούτε μπορεί να είναι ποτέ αρραγές. Πρώτον, γιατί δεν είναι αρραγείς οι ίδιες οι οικονομικές ελίτ, αντιθέτως αναλώνονται εκ φύσεως σε ανελέητο ανταγωνισμό για μεγέθυνση και αύξηση επιρροής. Και, δεύτερον, γιατί οι εκπαιδευμένοι να υπηρετήσουν έναν μηχανισμό απληστίας εκπρόσωποι είναι και οι ίδιοι άπληστοι. Συχνά παραπάνω από το επιτρεπόμενο όριο.

Αυτός είναι και ο λόγος που κάθε κράτος, κάθε διακρατική οντότητα, κάθε εθνικό ή διεθνές σύστημα εξουσίας, για να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή του, είναι υποχρεωμένο να θεσμοθετεί κάποιους στοιχειώδεις κανόνες αυτοσυγκράτησης των άπληστων αιρετών και φυτευτών του εκπροσώπων και να αναπτύσσει μηχανισμούς διαφάνειας στα μάτια των υποτελών του. Γι’ αυτό κι έχουμε πήξει στις ανεξάρτητες αρχές και στις υπηρεσίες εσωτερικού ελέγχου, ένα υπερ-κράτος και ένα υπο-κράτος που αγκαλιάζουν το βασικό κράτος, σαν σάντουιτς. Είναι το τίμημα που πληρώνουν οι ελίτ για να μην εξελιχθεί η δική τους αμοιβαία και παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης σε κατάρρευση της εμπιστοσύνης των υποτελών τάξεων στο κράτος και τους θεσμούς. 

Στις Βρυξέλλες, αυτή η βασική πρακτική αυτοσυντήρησης έχει απογειωθεί. Γι’ αυτό κι οι συννεφούλες και συννεφούληδες της ευρωκρατίας, στην πραγματικότητα, εύκολα θα πιάνονταν στα πράσα «με τη γίδα στην πλάτη», αν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί δούλευαν στο φουλ και, κυρίως, αν δεν υπήρχε η ομερτά των μεγάλων πολιτικών ομάδων και κυβερνήσεων της Ε.Ε. Το χρήμα που συγκεντρώνεται και αναδιανέμεται από το υπερκράτος των Βρυξελλών στα εκατοντάδες -ναι, εκατοντάδες!- θεσμικά όργανα, στα 27 κράτη-μέλη και στις επίσης εκατοντάδες διαχειριστικές αρχές που είναι υποχρεωμένα να διαθέτουν είναι πολύ. Τα περίπου 170 δισ. ευρώ ευρωπαϊκού προϋπολογισμού τον χρόνο, τα σχεδόν 2 τρισ. ευρώ της επταετίας 2021-2027, μαζί με τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, τα σχεδόν 400 δισ. της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής 2023-2027, τα τρισεκατομμύρια ρευστότητας που διαχειρίζεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι από τη μια πλευρά το τίμημα αυτής της πολιτικής ομερτά, αλλά ταυτόχρονα είναι ένας μηχανισμός πελατείας και εκμαυλισμού τόσο των τελικών αποδεκτών του χρήματος όσο και όσων διαμεσολαβούν και φιλτράρουν τη διαδρομή του. Κατά κανόνα, η ευρωκρατία «θα κάνει τα στραβά μάτια» ή δεν θα αντιληφθεί αν το κοινοτικό χρήμα καταλήξει σε λάθος χέρια, σε λάθος σκοπούς. Αλλά αν δεν έπιανε έστω και λίγους πεφτοσυννεφούληδες με τα κλοπιμαία στα χέρια, αν δεν επέβαλλε κάποια πρόστιμα και κυρώσεις σε πρόσωπα ή και ολόκληρα κράτη, το όποιο κύρος έχει απομείνει στην Ε.Ε. θα είχε διαλυθεί στα συννεφάκια της Γιουρολάνδης. 

Να ’στε σίγουροι, λοιπόν. Κι αυτή τη φορά «το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο», όπως όλες τις άλλες. Καμιά δυο πεφτοσυννεφούλες μπορεί να καταλήξουν στη φυλακή. Αρκεί με τα 18 δισ. ευρώ βοήθειας στην Ουκρανία να αγοραστούν τα σωστά όπλα. Αρκεί τα 30 δισ. του μητσοτάκειου «Ελλάδα 2.0» να καταλήξουν στα σωστά χέρια. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

…Η αναμόρφωση πεντακοσίων εκατομμυρίων ατόμων ισοδυναμεί με ηράκλειο άθλο, ο οποίος στο παρελθόν αποδείχθηκε ανέφικτος για καθεστώτα τελείως διαφορετικού τύπου. Επομένως, είναι αμφίβολο κατά πόσο θα τα καταφέρουν οι σημερινοί κηδεμόνες μας. 

Πράγματι, με την ήπια μορφή εξουσίας που ασκεί η Ενωση, πατά το πόδι της σε άγνωστη γη. Είναι, με τη διπλή σημασία της λέξης, χίμαιρα -ουτοπικό πρότζεκτ και συνάμα μυθολογικό τέρας που πασχίζει να επιβάλει με πονηρία και καρτερικότητα τις προθέσεις του, οι οποίες, αν και φιλάνθρωπες, προωθούνται με αυταρχική αδιαλλαξία και πιεστικές μεθόδους διαπαιδαγώγησης. 

Hans Magnus Enzensberger, «Γλυκό τέρας Βρυξέλλες» 


Thursday, December 15, 2022

Ο Μακίθ, η Ντόχα και η μπόχα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 14/12/2022 (Από τη στήλη ΑΝΩ ΚΑΤΩ)

Η Οπερα των 200 δισ. δολαρίων...

Με την εκπάγλου καλλονής ευρωβουλευτή, που συνελήφθη με την αίγα στην πλάτη, όπως και με τον σφίχτη σύντροφό της και με όλους τους αιρετούς ή φυτευτούς λειτουργούς του Ευρωκοινοβουλίου που εμπλέκονται στο QatarGate, κουμπώνει απόλυτα η πιο θρυλική ατάκα του Μπρεχτ από την «Οπερα της πεντάρας»: ο Μάκι Μέσερ (ή Μακίθ ή Μακ ο Μαχαιροβγάλτης) πάει στην κρεμάλα, αλλά λίγο πριν από το μοιραίο, που τελικά δεν επέρχεται, λέει το απαράμιλλο: «Πάω στην κρεμάλα επειδή έκλεψα δυο δεκάρες κι αυτοί που κλέβουν τον ιδρώτα του κοσμάκη θα πεθάνουν στα κρεβάτια τους. Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας; Σκότωσα για να μη με σκοτώσουν κι αυτοί που σκοτώνουν για να κερδίσουν έχουν αγάλματα στις πλατείες». 

Κατ’ αναλογία, και χωρίς την παραμικρή διάθεση να αλαφρύνω τη θέση των φτηνά εξαγορασμένων ευρω-αξιωματούχων, μπορούμε να θέσουμε τα ερωτήματα: τι είναι τα 5-6 εκατομμύρια που -μέχρι στιγμής- κατηγορούνται ότι πήραν για να πουν τον καλό τους λόγο για το αιματηρό Εμιράτο μπροστά στην ίδια τη διοργάνωση του Mundial στο Κατάρ; Τι είναι τα χαρτζιλικάκια για χαλαρότερη βίζα, για μια ευνοϊκή έκθεση ή για δυο λεπτά γλείψιμο στο Ευρωκοινοβούλιο υπέρ του σεϊχη αλ Θανί μπροστά στα 200 δισ. δολάρια που κόστισε το ακριβότερο Mundial της Ιστορίας; Τι είναι το σκάνδαλο Καϊλή μπροστά στο σκάνδαλο Πλατινί, δηλαδή στο ξεπούλημα της διοργάνωσης από τη διεφθαρμένη μέχρι μυελού οστέων ποδοσφαιρική «Διεθνή»; Τι είναι τα στραβά μάτια των ευρωβουλευτών για το εργασιακό μακελειό στο εμιράτο μπροστά στην ολική τυφλότητα των ηγετών, του Σολτς, του Μητσοτάκη κι όλων όσοι έδωσαν γη και ύδωρ για το αέριο του Κατάρ; Τι είναι η δυσωδία της Ντόχα μπροστά στης ευρωπαϊκής νομενκλατούρας την μπόχα; 

Αυτά θα έλεγε ο Μακίθ αν τον συλλάμβαναν στις Βρυξέλλες ή στην Ντόχα. Αλλά αυτή η φορά δεν θα γλίτωνε την κρεμάλα. 


Saturday, December 3, 2022

Θα τον σκεπάσουν, μην τους κρυώσει

 H Εφημερίδα των Συντακτών, 3-4/12/2022

Henri Cartier-Bresson, In a train, Ρουμανία 1975

Υπάρχει ένα παλιό ανέκδοτο, δημοφιλές στα χρόνια των μνημονίων -έκανε σουξέ όταν το είπε κι ο Λαζόπουλος στο Al tsantiri του-, όταν έπεσε μαχαίρι σε μισθούς και συντάξεις, με αποτέλεσμα δόσεις δανείων και λογαριασμοί να στοιβάζονται απλήρωτοι και οι προτεραιότητες των ανθρώπων, ακόμη και οι ηθικές, να αλλάξουν δραματικά: Απατημένος σύζυγος παίρνει τον κολλητό του ως μάρτυρα και πάει στο σπίτι του να πιάσει στα πράσα τη γυναίκα του με τον εραστή της στο κρεβάτι. «Ποιος είσαι συ, ρε;» ρωτάει οργισμένος ο σύζυγος τον εραστή που αποκαλύπτεται κάτω από τα πεταμένα σκεπάσματα. Κι αυτός, με αναιδή ψυχραιμία, απαντά: «Εγώ ποιος είμαι; Είμαι αυτός που πριν από λίγες μέρες έδωσα στη γυναίκα σου 5.000 ευρώ για να εξοφλήσεις την Εφορία σου, αυτός που κάθε μήνα δίνει στη γυναίκα σου 500 ευρώ για το δάνειο του αυτοκινήτου σου, αυτός που κάθε βδομάδα δίνει για τα ψώνια σας και για τα φροντιστήρια των παιδιών σου». «Τι πρέπει να κάνω τώρα;» ρωτάει κατακόκκινος από θυμό ο σύζυγος τον κολλητό του, προδιαθέτοντας για κάτι μεταξύ άγριου ξύλου και φόνου. «Να τον σκεπάσεις να μη σου κρυώσει», απαντά ο κολλητός. 

Μια σεξιστική χροιά την έχει το ανέκδοτο, δεν λέω. Αλλά από την άλλη πλευρά θυμίζει πως μπροστά στα ένστικτα της επιβίωσης ή της απληστίας ηθικές αναστολές και κάστρα αξιών πέφτουν, κατεδαφίζονται. Η ανέχεια είναι πύλη εκπόρνευσης, αλλά και η απληστία δεν πάει πίσω. Αυτή η δεύτερη είναι που με απασχολεί με έναν τρόπο που παραπέμπει στον μεγάλο ένοικο του μεγάρου Μαξίμου. Η μεγάλη απορία μου είναι η εξής: Γιατί ακόμη τον στηρίζουν ή τον ανέχονται οι φυσικοί σύμμαχοί του, παρότι περιδινείται σε μια πρωτοφανή συναστρία φθοράς, σκανδάλων, ανεπάρκειας, ανοησίας, μπούρδας και crap, όπως θα έλεγε ο ίδιος;

Τα ρήγματα στο κοινωνικό μπλοκ που στήριξε με φανατισμό από το 2019 και μετά την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι αμελητέα. Κι αν το πιο κραυγαλέο, επώνυμο και εντυπωσιακό είναι το ρήγμα που άνοιξε το συγκρότημα Μαρινάκη με τη συμβολή του στην καταιγίδα αποκαλύψεων για τις υποκλοπές και τις παρακολουθήσεις, δεν είναι ασήμαντα τα πυρά της «παραδοσιακής» βιομηχανίας για το ενεργειακό κόστος, για παράδειγμα, ή οι τριβές με τους τραπεζίτες για το ποιος θα επωμιστεί την αύξηση του κόστους των δανείων - ή η τεράστια αποσυσπείρωση των μικρομεσαίων που δεν βλέπουν ίχνος σχεδίου για να μη συνθλιβούν μεταξύ πληθωρισμού και αύξησης του κόστους δανεισμού. 

Με λίγα λόγια, η επιχειρηματική ελίτ και οι δορυφόροι της που κινούνται σε ομόκεντρους κύκλους περί αυτήν έχουν προ πολλού χάσει τον ενθουσιασμό, τις μεγάλες προσδοκίες και την εμπιστοσύνη τους στη «Μητσοτάκης Α.Ε.». Αλλά την ίδια στιγμή δεν είναι διατεθειμένοι να προχωρήσουν στο παρασύνθημα: στην αναζήτηση ή ενθάρρυνση μιας εναλλακτικής λύσης διακυβέρνησης. Ξέρετε, με την τεχνογνωσία που απέκτησαν στα χρυσά χρόνια της κραταιάς διαπλοκής ή με τα μεταγενέστερα πειράματα της μνημονιακής εποχής, με τις συγκυβερνήσεις, τους δοτούς πρωθυπουργούς έκτακτης ανάγκης, τους τεχνοκράτες που προσφέρθηκαν να κάνουν πολιτικά και εκλογικά αναίμακτα τη βρομοδουλειά της τρόικας. 

Παρά τον ανταρτοπόλεμο, τις τριβές, τις γκρίνιες ή την ολοφάνερη δυσφορία, η ιθύνουσα τάξη της χώρας, όπως εκφράζεται (καρφώνεται, για την ακρίβεια) από τα μονοφωνικά ΜΜΕ, τους παραμορφωτικούς φακούς των δημοσκοπήσεων ή τα θορυβώδη μανιφέστα των επικεφαλής μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, που αναδίδουν κι έναν αέρα «μπερλουσκονισμού», δεν έχει προς το παρόν αλλάξει επιλογή. Στους λίγους μήνες μέχρι τις εκλογές, με βαριά ή με ελαφριά καρδιά, θα στηρίξει τη «Μητσοτάκης Α.Ε.». 

Γιατί; Γιατί, όπως και ο γενναιόδωρος εραστής του ανεκδότου μας, υπόσχεται ότι θα τους πληρώσει τους ανεξόφλητους λογαριασμούς και τα εκκρεμή χρέη, θα τους χρηματοδοτήσει τα ψώνια και τα φροντιστήρια των επιχειρηματικών τέκνων τους (των εταιρειών τους) στην πράσινη, την ψηφιακή, τη μετα-ρωσική και όλες τις μεταβάσεις της καπιταλιστικής Διεθνούς και της εγχώριας καρικατούρας της. Είναι πολλά τα λεφτά που περιμένουν τη μεγάλη διανομή. Τα 32 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης, τα 26 δισ. του νέου ΕΣΠΑ, τα 9 δισ. της νέας ΚΑΠ στο μεγαλύτερο μέρος τους έχουν τελικό προορισμό τα ταμεία της μεγάλης επιχειρηματικής πελατείας. Ο κυβερνητικός θίασος, που κινείται αδέξια και αποκλειστικά στην ασφάλεια της επικοινωνιακής βιτρίνας και των στημένων παρουσιάσεων, πρέπει να τελειώσει τη δουλειά. Να διασφαλίσει ότι η πίτα της νέας μεγάλης αρπαχτής θα διανεμηθεί εκεί που πρέπει, σ’ αυτούς που πρέπει, μακριά από κακοτοπιές και συστάσεις για επανεξέταση και ανασχεδιασμό του πισσαρίδειου «Ελλάδα 2.0», που με τόση επιμέλεια έχουν σχεδιάσει οι «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει» συμβουλευτικές εταιρείες/ανάδοχοι. 

Γι’ αυτό και τα εκλεκτά μέλη της επιχειρηματικής ελίτ, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενα, θα συγχωρήσουν κάθε γκάφα της, κάθε ατζαμοσύνη, κάθε αθλιότητα, κάθε παράπλευρη απώλεια -της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των παρακολουθήσεων, της παραβίασης δικαιωμάτων- που καθιστά την Ελλάδα δυσώδη εξαίρεση. Θα κρατήσουν την ανάσα τους μέχρι να ολοκληρώσει η «Μητσοτάκης Α.Ε.» και ο CEO της την αδέξια ερωτική πράξη τους. Θα τον σκεπάσουν κιόλας, μην τους κρυώσει. Εχουμε μπροστά μήνες χειμώνα και προεκλογικού οργασμού.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Πάντα ο ίδιος άντρας, κύριε Πρόεδρε - ο ίδιος άντρας κάθε μέρα, με το ίδιο κορμί και την ίδια συμπεριφορά! Κάθε νύχτα, κύριε Πρόεδρε, και στο ίδιο κρεβάτι - να άλλαζε τουλάχιστον το κρεβάτι. Κι αυτό τελικά δεν ήταν πια ζωή, ούτε κάτι που έμοιαζε με ζωή - ήταν κάτι ανάμεσα στο τρώω γιατί πεινάω και κάνω τις δουλειές του σπιτιού… Αν οι άντρες ήξεραν πόσο δύσκολα αντέχεται όλο αυτό! Αν ήξεραν την αηδία που νιώθουμε γι’ αυτούς μέσα μας ακόμη κι όταν κοιμόμαστε στο πλευρό τους! 

Κι εγώ, κύριε Πρόεδρε, δεν είχα άλλη λύση από το να τον σκοτώσω για να είμαι καλά με τη συνείδησή μου και με την Εκκλησία. 

Για τον λόγο αυτό, κύριε Πρόεδρε και κύριοι ένορκοι, σκότωσα τον σύζυγό μου.

Fernando Pessoa, «Σύζυγοι» («Περί Θανάτου και άλλων Μυστηρίων», ανθολόγηση και μετάφραση Μαρίας Παπαδήμα, Gutenberg)













Saturday, November 26, 2022

Black Monday

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 26-27/11/2022


 Μετά την Παρασκευή, έρχεται το Σάββατο. Ακολουθεί η Κυριακή. Ευλογημένο Σαββατοκύριακο της αγίας καθίστρας, για όσους τουλάχιστον διατηρούν αυτή την πολυτέλεια, που θεωρητικά είναι η πλειονότητα. Αν και δεν υπάρχει εγγύηση ότι θα διατηρηθεί εσαεί το ιουδαιοχριστιανικής έμπνευσης πενθήμερο, καθότι το μεν Σάββατο είναι μια σκληρά εργάσιμη μέρα για το λιανεμπόριο της βασικής οικογενειακής τροφοδοσίας, η δε Κυριακή ροκανίζεται από τις επεκτατικές διαθέσεις του μεγάλου, οικουμενικού εμπορίου, που βλέπει την κατανάλωση ως εργοστάσιο συνεχούς πυράς και απεχθάνεται τα κενά. Ποτέ μη λες «ποτέ την Κυριακή», αν μπορείς να πετύχεις, ώστε τις μισές από τις 52 εβδομάδες του χρόνου μερικοί χαλαροί καταναλωτές που αφήνονται στη νωχέλεια της σχόλης να σπαταλήσουν κάτι παραπάνω στο περιττό ή το απέριττο, ξεχνώντας πως, μετά την Κυριακή, έρχεται η Δευτέρα. 

Κι αυτό είναι το πρόβλημα. Μετά την Black Friday και το αναπόφευκτο θύμα της, το καταναλωτικό Σαββατοκύριακο, έρχεται η Black Monday. Για τον μέσο καταναλωτή - μισθωτό - φορολογούμενο είναι κυριολεκτικά black, μαύρη, γιατί έχει μειώσει το εισόδημά του και έχει αυξήσει το χρέος του στη διάρκεια του Χρονικού της (καταν)Αλώσεως. Βλέπετε, ο χρωματικός κώδικας της κατανάλωσης είναι αντίστροφος για τις δυο πλευρές της συναλλαγής. Στην αργκό του αμερικανικού καπιταλισμού, που πήρε την προτεσταντική ηθική και αντέστρεψε το πνεύμα της εγκράτειας σε καταναλωτική επιταγή, η Black Friday σηματοδοτεί την εκκίνηση των χριστουγεννιάτικων αγορών, του καλύτερου μήνα του χρόνου για το ταμείο και το πέρασμα από το «κόκκινο» της αναδουλειάς και των ελλειμμάτων στο «μαύρο» του τρελού τζίρου και του κέρδους. 

Για τον μεσαίο και κάτω καταναλωτή, ωστόσο, ο χρωματικός κώδικας λειτουργεί αντίστροφα: το πορτοφόλι, το ταμείο, ο τραπεζικός λογαριασμός αδειάζουν, γιατί δεν είναι μόνο το εμπόριο που προσβλέπει στο περιεχόμενό τους. Είναι και το κράτος, η εφορία, τα τέλη κυκλοφορίας, οι τραπεζικές δόσεις. Για όλους η Black Friday είναι η εκκίνηση μιας χριστουγεννιάτικης εφόδου στο εισόδημα, στον 13ο μισθό (για όσους διασώζεται) και στα φτωχοεπιδόματα της τσιγκούνικης κρατικής πρόνοιας, που προορισμός τους δεν είναι άλλος από το ταμείο του εμπορίου, του ΓΛΚ και της τράπεζας. Επομένως, για τους ανυποψίαστους μικρομεσαίους Ελληνες καταναλωτές, που εθίζονται πια σε ένα καθαρά αμερικανικής επινόησης έθιμο του εμπορικού κύκλου, όχι πολύ παλιό, περίπου της δεκαετίας του 1960, η Black Friday είναι η εκκίνηση μιας «κόκκινης» περιόδου εισοδηματικής αφαίμαξης, ένας ολόκληρος «Red Month», που, μετά την εξάχνωση της ευφορίας των γιορτών, αποδεικνύεται μήνας της απωλείας. Αν και στον δικό μας χρωματικό κώδικα, που φορτίζουμε αντίθετα από τους Αμερικανούς εμπόρους το κόκκινο και το μαύρο, μπορούμε να μιλήσουμε για έναν εισοδηματικά Μαύρο Μήνα, που ξεκινά από την επερχόμενη Μαύρη Δευτέρα και δεν τον διασώζουν όσα εκατομμύρια κινέζικα λαμπιόνια κι αν φωτίσουν τους δρόμους και τα σπίτια μας. 

Καθώς συμπληρώνονται τέσσερις εβδομάδες διαφημιστικής καταιγίδας Black Friday, στη διάρκεια των οποίων στον αστερισμό των προσφορών και των τρελών αγοραστικών ευκαιριών μπήκαν από τα σμάρτφον και τις ηλεκτρικές κουζίνες μέχρι τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα και τα αυτοκίνητα -«στη Media Markt τα πάντα γίνονται φθηνά. Ακόμα κι οι διαφημίσεις!» διακηρύσσει αποκαλυπτικά η γνωστή αλυσίδα-, θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς το εξής: αφού τόσες μεγάλες πολυεθνικές του λιανεμπορίου και του χονδρεμπορίου, τόσες αλυσίδες λιανικής και τόσα πολυκαταστήματα, μικροκαταστήματα και ηλεκτρονικά καταστήματα είναι διατεθειμένα να ρίξουν τις τιμές τους μέχρι και 80%, όπως υπόσχονται, για λίγες μέρες, γιατί δεν κάνουν μια μικρότερη μείωση τιμών, αλλά μονιμότερη; Αν η «μπλακφραϊντεΐτιδα», όπως διακηρύσσεται, είναι κι ένα μέσο ανάσχεσης του πληθωρισμού και διάσωσης των τζίρων και της ζήτησης, γιατί να εξαντληθεί σε μια ολιγοήμερη αρπαχτή και να μην αποκτήσει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά, με στόχο μια καλύτερη ισορροπία τιμών και ζήτησης; 

Τι λες τώρα, θα μου πείτε. Από πού προκύπτει ότι οι πολυεθνικές της εφοδιαστικής αλυσίδας και τα εγχώρια παρελκόμενά τους θέλουν πράγματι να πέσει ο πληθωρισμός και να υποχωρήσει η ακρίβεια; Γιατί να πέσει ένας πληθωρισμός που έχει απογειώσει την κερδοφορία τους σε επίπεδα που έχουν να δουν εδώ και δεκαετίες; Γιατί να διακοπεί το πάρτι των τρελών υπερκερδών, που δεν μπορούν να αποκτήσουν υλική, χρηματική, ταμειακή υπόσταση, παρά μόνο όταν και ο φτωχότερος καταναλωτής αφήσει στο ταμείο το τελευταίο του σεντ; Απληστοι είναι, αλλά βλάκες δεν είναι. Το «έξυπνο» χρήμα και ειδικά αυτό που ανακυκλώνεται στο λιανεμπόριο και μπαίνει στο καλάθι ή το σπίτι κάθε νοικοκυριού ξέρει πως τα δύσκολα είναι μπροστά. Και, το 2023, η υπερκαταναλωτική Δύση «θα φτύσει το γάλα της μάνας της», όποια κι αν ήταν αυτή. Ακόμη κι αν αποφύγει την ύφεση, ο καταναλωτικός καπιταλισμός των ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών θα δει τη ζήτηση να συρρικνώνεται. Εκατομμύρια μεσαία και φτωχά νοικοκυριά θα κουμπώνονται για να επιβιώσουν και να βγάλουν έναν δύσκολο χειμώνα και ίσως μια ακόμη δυσκολότερη άνοιξη. Τα εισοδήματα θα έχουν υποστεί μια πραγματική μείωση 15%-20%. Η κατανάλωση θα πέσει και η παγκόσμια εφοδιαστική θα στοκάρει αγαθά για την επόμενη Black Friday, επενδύοντας ξανά στη θεωρία του ελατηρίου, που σχεδόν επιβεβαιώθηκε μετά την πανδημία, αν και η εκτίναξή του ανακόπηκε από την ενεργειακή κρίση. 

Αρα; Αρα είναι η ώρα της μεγάλης αρπαχτής. Το «έξυπνο» χρήμα του λιανεμπορίου ενστερνίζεται τη λαϊκή ρήση «η φθήνια τρώει τον παρά». Θέλει να αντλήσει ό,τι μπορεί εδώ και τώρα, με την ψευδαίσθηση της έκπτωσης, της προσφοράς και της μεγάλης ευκαιρίας, γιατί μετά θα ακολουθήσει μια μεγάλη περίοδος αναγκαστικής εγκράτειας. Ακόμη κι ο Μπέζος τού οικουμενικού ηλεκτρονικού σούπερ μάρκετ Amazon, που προληπτικά απολύει κατά χιλιάδες προσωπικό, γιατί ψυχανεμίζεται ότι θα πέσουν αναδουλειές, κάλεσε τα εκατομμύρια πελατών του σε όλο τον κόσμο «να είναι εγκρατείς». Να κρατήσουν κάμποσα από τα μετρητά τους στην άκρη και να διατηρήσουν ζωντανή την επιθυμία της κατανάλωσης για τις επόμενες καλύτερες μέρες. Γιατί ο «αμαζονοποιημένος» κόσμος μας βγάζει πολλά από τις Black Fridays, αλλά οι μέρες που τον διαιωνίζουν είναι οι επόμενες. Οι Black Mondays, Tuesdays, Wednesdays, Thursdays… 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Να θυμάσαι πως τα λεφτά έχουν γόνιμες, αναγεννητικές ιδιότητες. Τα λεφτά γεννούν λεφτά κι αυτά πάλι καινούργια λεφτά και πάει λέγοντας. Τα πέντε σελίνια γίνονται έξι, τα έξι γίνονται επτά και τρεις πένες και ούτω καθεξής, ώσπου γίνονται εκατό λίρες. Οσο πιο πολλά είναι τόσο πιο πολλά παράγει κάθε ανακύκληση κι έτσι τα κέρδη αυξάνουν όλο και πιο γρήγορα. Οποιος σκοτώνει μια γουρούνα, καταστρέφει όλους τους γόνους της ώς τη χιλιοστή γενιά. Οποιος σκοτώνει ένα νόμισμα των πέντε σελινιών, καταστρέφει όλα όσα μπορεί να παραγάγει, ολόκληρους τόνους από λίρες. 

Βενιαμίν Φραγκλίνος, «Συμβουλές προς έναν νέο έμπορο» 

Saturday, November 19, 2022

Το κλίμα στις ταράτσες του Τσαταλχογιούκ

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 19-20/11/2022

Χάζευα προ ημερών, μεταμεσονύχτια, ένα ντοκιμαντέρ στην κρατική τηλεόραση για μια από τις αρχαιότερες νεολιθικές πόλεις που ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του 1960 στο Τσαταλχογιούκ της Μικράς Ασίας, κοντά στο Ικόνιο. Είναι ένας περίπλοκος αγροτικός οικισμός διαδοχικής συγκατοίκησης από το 7100 π.Χ. έως το 5600 π.Χ. Οι αρχαιολόγοι υπολογίζουν ότι μπορεί να κατοικούνταν από περίπου 5.000-7.000 άτομα. Αρα, μιλάμε κυριολεκτικά για μια μικρή πόλη που ανέπτυξε έναν προηγμένο και υψηλής αισθητικής πολιτισμό, αν κρίνει κανείς από τις διασωζόμενες τοιχογραφίες, τα γλυπτά τεχνουργήματα, τις ταφικές συνήθειες (έθαβαν τους νεκρούς τους κάτω από τα σπίτια τους) και τα υπολείμματα της κατανάλωσής τους. 

Το παράδοξο σε αυτό το περίπλοκο οικιστικό συγκρότημα είναι ότι δεν είχε δρόμους, σοκάκια, διαχωριστικούς διαδρόμους ανάμεσα στα μικρά σπίτια. Είναι όλα κτισμένα το ένα κολλητά στο άλλο, σαν τις κυψελίδες μιας κυψέλης μελισσών. Και στο ερώτημα πώς μπαινόβγαιναν οι άνθρωποι στα σπίτια τους, πώς ασκούσαν τις παραγωγικές δραστηριότητές τους έξω από αυτά και πώς απέφευγαν να μετατρέψουν το τεχνητό ενδιαίτημά τους σε έναν βρομερό και δυσώδη σκουπιδότοπο, κατέληξαν στο παράδοξο συμπέρασμα πως όλη η κινητικότητα της μικρής νεολιθικής κοινωνίας γινόταν από τις στέγες. Οι στέγες των μικρών, κολλημένων το ένα στο άλλο σπιτιών σχημάτιζαν μια μεγάλη πλατεία, μια αγορά, μια κοινότητα συνάντησης, παραγωγής, συναλλαγής, αλληλεγγύης και αλληλεξάρτησης. Οι μικρές οπές στις στέγες από όπου οι κάτοικοι έμπαιναν στα σπίτια τους ήταν οι μόνες διαφυγές ιδιωτικότητας σε μια κοινωνία που ζούσε κυρίως «μαζί», στον καθαρό αέρα των ταρατσών, και όπου η αρχή «τα σκουπίδια στην πόρτα του γείτονα», εξ ορισμού και εκ κατασκευής, δεν είχε καμιά τύχη. 

Τόσες χιλιάδες χρόνια πίσω, αλλά τόσες εκατοντάδες χρόνια μπροστά! Οι άνθρωποι του Τσαταλχογιούκ, που δεν ξέρουμε αν, πώς και γιατί η κοινωνία τους καταστράφηκε ή απλώς αφομοιώθηκε από τους επόμενους, ανταγωνιστικούς και ιεραρχικούς πολιτισμούς, μας στέλνουν το μήνυμα ότι δεν υπάρχει τίποτα το μοιραίο και αναπόδραστο, γεννημένο από την ανθρώπινη «φύση» στο δόγμα της «αμοιβαίας καταστροφής» που κυριαρχεί στην ανθρωπότητα των 8 δισεκατομμυρίων. Ούτε ο Χομπς είχε δίκιο (homo homini lupus est), ούτε η εκατέρωθεν πυρηνική απειλή είναι παράγοντας ειρήνης, έστω και μέσω της εξοπλιστικής ισορροπίας τρόμου, ούτε ο πόλεμος είναι πατήρ πάντων (εκτός κι αν εννοούμε απλώς ότι είναι πατήρ πάντων γιατί «τους γ@@@σε τη μάνα»), ούτε η «δημιουργική καταστροφή» είναι προωθητική δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης και της προόδου, ούτε η κλιματική κατάρρευση είναι η εκδίκηση της άβουλης φύσης στην τάχα έμφυτη ανθρώπινη αλαζονεία και απληστία. 

Το Τσαταλχογιούκ των 9.000 χρόνων είναι μια χρονοκάψουλα αλήθειας που θα μπορεί να πέσει σαν βόμβα αφύπνισης στα στρογγυλά τραπέζια του COP27 στο Σαρμ Ελ Σέιχ της Αιγύπτου. Οσο κι αν ο πλούσιος Βορράς προσπαθεί να πείσει τον φτωχό Νότο ότι δεν είναι η ώρα κι η στιγμή να αποκατασταθεί η ιστορική δικαιοσύνη, να τιμωρηθούν τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας και να πληρωθεί το τίμημα της ληστρικής ανισότητας μεταξύ Δύσης και Ανατολής, ο μοναδικός τρόπος για να γίνει ο πλανήτης μια «πλατεία» παραγωγικής κοινοκτημοσύνης και κλιματικής αλληλεγγύης, σαν αυτή που σχημάτιζαν οι ταράτσες της οικιστικής κυψέλης του Τσαταλχογιούκ, είναι μια τεράστια αναδιανομή πλούτου από πάνω προς τα κάτω, από Βορρά προς Νότο, από Δύση προς Ανατολή. Τα λεφτά πράγματι υπάρχουν, και μάλιστα σε ασύλληπτα μεγέθη. Στα 463 τρισ. δολάρια μετριέται ο παγκόσμιος πλούτος και το 46% το κατέχει το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού. Λιγότερο από το ένα χιλιοστό αυτού του πλούτου χρειάζεται για να καταφέρουν οι φτωχότερες χώρες να ακολουθήσουν τις πλουσιότερες στην απομάκρυνση από τον άνθρακα ή τις εκπομπές μεθανίου. Αλλά δεν υπάρχει ούτε μία χώρα, μία κυβέρνηση στον πλανήτη που να τολμά να προτείνει το αυτονόητο: να πάρει με τσαμπουκά αυτό το ασήμαντο χιλιοστό πλούτου για να χρηματοδοτήσει τη συλλογική επιβίωση του φτωχότερου 50% της Γης. 

Ετσι, η υποτιθέμενη κοινή αγωνία για την κλιματική επιβίωση καταλήγει σε έναν κυνικό ηθικό και πολιτικό εκβιασμό των πλουσίων προς τους φτωχότερους: «Τι νόημα έχει να ζητάτε τώρα ιστορική και κοινωνική δικαιοσύνη; Οσο επιμένετε, απλώς επιταχύνετε την πορεία προς τη συλλογική μας καταστροφή». Ετσι, οι πορδές της ισχνής αγελάδας του φτωχού Αφρικανού κτηνοτρόφου ή η κομμένη και θορυβώδης εξάτμιση του Ινδού μοτοσικλετιστή εξομοιώνονται με τους δύο αιώνες βιομηχανικών εκπομπών άνθρακα. Και ο παστρικός Βορράς μπορεί να υποκρίνεται πως έκανε το πράσινο καθήκον του ρίχνοντας και τα σκουπίδια του και το ηθικό ανάθεμα στον καθυστερημένο Νότο. 

Είναι ανατριχιαστική η αναλογία αυτής της ανήθικης επιχειρηματολογίας με το πυρηνικό δόγμα της αμοιβαίας καταστροφής ή με την αξίωση των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών προς τους μισθωτούς να μην απαιτούν αυξήσεις γιατί έτσι τροφοδοτούν τον πληθωρισμό και την ενεργειακή κρίση. Κι είναι εκθαμβωτική η ηθική υπεροχή του μηνύματος που εκπέμπουν οι ενωμένες ταράτσες του Τσαταλχογιούκ των εννιά χιλιετιών. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (7/6/2008)

(Αρκετοί) θεωρούν ότι υπήρχε μια εποχή όπου η αλλοτρίωση και η ανισότητα δεν υπήρχαν, τότε που ο καθένας ήταν ένας κυνηγός-τροφοσυλλέκτης αναρχικός, και ως εκ τούτου πραγματική απελευθέρωση μπορεί αν επέλθει μόνο αν εγκαταλείψουμε τον πολιτισμό και επιστρέψουμε στην Υστερη Παλαιολιθική Εποχή, ή τουλάχιστον στις απαρχές του Σιδήρου. Στην πραγματικότητα τίποτε δεν γνωρίζουμε για τη ζωή στην Παλαιολιθική Εποχή… Αυτό που διακρίνουμε, ωστόσο, είναι μια ατέλειωτη ποικιλία. Υπήρξαν κυνηγετικές-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες με ευγενείς και δούλους, υπάρχουν αγροτικές κοινωνίες που είναι σε μεγάλο βαθμό εξισωτικές… Οι κοινωνίες συνεχώς μεταρρυθμίζονται, κάνουν άλματα μπροστά και πίσω ανάμεσα σ’ αυτά που εμείς θεωρούμε ως διαφορετικά εξελικτικά στάδια.

Δεν νομίζω ότι χάνουμε πολλά αν παραδεχθούμε ότι οι άνθρωποι ποτέ δεν έζησαν πραγματικά στον κήπο της Εδέμ…

David Graeber, «Αποσπάσματα μιας Αναρχικής Ανθρωπολογίας» 


Saturday, November 12, 2022

Τυροπιτούλα απ’ το Ιντεάλ

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 12-13/11/2022

Α, ναι, υπήρχε και η εποχή του
"Αυστηρώς Ακατάλληλον" στην Αθήνα.

Εδώ που τα λέμε, χωριό είναι ακόμη η Αθήνα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Τουλάχιστον στο κέντρο της δύσκολα χάνεται ο μέσος άνθρωπος. Ακόμη και ο μέσος τουρίστας σχετικά εύκολα προσανατολίζεται με τη βοήθεια των οδηγών. Δυο-τρεις οδικοί άξονες είναι αρκετοί για να βρεθείς σε οποιοδήποτε σημείο του ιστορικού αλλά και του ανιστόρητου -ελέω ανελέητου ρίαλ εστέιτ- κέντρου: Συγγρού (ή Ηλιουπόλεως)-Αμαλίας-Πανεπιστημίου-Πατησίων και αντιστρόφως Πατησίων-Σταδίου-Φιλελλήνων-Αμαλίας-Συγγρού (ή Βουλιαγμένης). Βάλε κι αυτόν που έρχεται από τα βόρεια, Κηφισίας-Β. Κωνσταντίνου-Β. Σοφίας, και καθάρισες. Αυτούς τους εύκολα προσβάσιμους οδικούς άξονες, που μέχρι πριν από τρία χρόνια κάπως τσουλάγανε για τα οχήματα και περπατιόντουσαν για τους πεζούς, η τρίτη γενιά Μητσοτάκηδων που έχει καταλάβει την πόλη αποφάσισε να μετατρέψει σε κόλαση μποτιλιαρισμάτων από Στύλους μέχρι Χαυτεία και αντίστροφα. Στο μεταξύ ο Μεγάλος Περίπατος του Κώστα, που την έχει δει Οσμάν και νόμιζε πως θα κάνει την Πανεπιστημίου βουλεβάρτο των Ηλυσίων και την Αθήνα Παρίσι του Νότου, έχει εξελιχθεί σε κάτι μεταξύ μικρού απόπατου και διαδρόμου σύγχυσης. Ωραίο να καθαρίζεις μια ολόκληρη θητεία στον μεγαλύτερο δήμο της χώρας με ένα ατελές μνημείο α-σχημίας. 

Αλλά η αλήθεια είναι πως ο μικρομέγαλος περιπατο(από)πατος είναι αυτό που αναλογεί στην άλωση της Αθήνας από το επιθετικό, τουριστικό-εμπορικό ρίαλ εστέιτ. Το οποίο επιτίθεται με πραγματικό μίσος στην πόλη, τη μορφή της, τις ομορφιές και τις ασχήμιες της, τα τοπόσημά της και τους κατοίκους της. Κάθε πόλη δεν είναι απλώς δρόμοι, έστω και κακά ρυμοτομημένοι, κτίρια, μνημεία, όγκοι από μπετόν, γυαλί κι ατσάλι εναλλασσόμενοι με πομπώδη μνημεία νεοκλασικισμού, που ήρθε και επιβλήθηκε στους Νεοέλληνες μέσω Βαυαρίας, αλλά οι ανυποψίαστοι τουρίστες σπεύδουν και φωτογραφίζονται σε αυτά νομίζοντας ότι είναι δημιουργήματα απογόνων του Φειδία, του Μνησικλή και του Καλλικράτη. Η πόλη είναι οι άνθρωποι, η διαδοχή των γενιών που κατέλαβαν τον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο, είναι οι κάτοικοί της, αυτόχθονες ή έποικοι ή μετανάστες, είναι οι άνθρωποι και οι μνήμες τους από ιστορικά γεγονότα ή μικρές ιδιωτικές στιγμές που έζησαν σε έναν δρόμο, σε ένα εστιατόριο, ένα παγκάκι, μια κινηματογραφική αίθουσα. 

Ο ολετήρας του ρίαλ εστέιτ και της τουριστικής-ξενοδοχειακής άλωσης της Αθήνας οδηγεί σε μια νέα όχι απλώς στεγαστική, αλλά βιοτική για τους κατοίκους της κρίση που θα κάνει την περίοδο της καραμανλικής αντιπαροχής να μοιάζει ρομαντική παρένθεση. Η κυβέρνηση, ενδεχομένως και το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος κι ένας μεγάλος κύκλος επιχειρηματικών συμφερόντων βλέπουν μια τεράστια ευκαιρία κερδοσκοπίας -ή «ανάπτυξης»- στη μετατροπή της Αθήνας από πέρασμα σε τουριστικό προορισμό. Και δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να μετατρέψουν το μεγάλο απόθεμα κτιρίων σε μαγιά μιας αρχιτεκτονικής Βαβέλ κυρίως τουριστικής χρήσης.

Το σαρκαστικό σύνθημα της δεκαετίας του '80 στους τοίχους της πόλης, το «Εξω οι βλάχοι από την Αθήνα» -πολύ πριν μας ξεβλαχέψει ο Κωστόπουλος, που δεν είχε τότε κανένα νόημα αφού αν έφευγαν οι μη γηγενείς, η πόλη θα ξαναγινόταν χωριό 20.000 Γκάγκαρων-, τώρα αποκτά μια απειλητική υπόσταση. Ο τουριστικός ολετήρας μάς απειλεί με εκτοπισμό. 

Τα πήρα στο κρανίο ακούγοντας την είδηση ότι ο ΕΦΚΑ σκοπεύει να δώσει για ξενοδοχείο ή εμπορικό κέντρο το Αστορ και το Ιντεάλ. Κι επειδή τα κτίρια, τα τοπόσημα και οι επωνυμίες είναι κυρίως οι ανθρώπινες μνήμες, θυμήθηκα όταν ήμουν νήπιο ακόμη, δεκαετία ’60, με πόση λαχτάρα περίμενα την «τυροπιτούλα απ’ το Ιντεάλ», από το εστιατόριο που «συγκατοικούσε» με το σινεμά, που έφερνε καμιά φορά ο πατέρας μου γυρίζοντας από το κέντρο της Αθήνας. Αυτή η «τυροπιτούλα» έγινε η αρχή ενός δεσμού με το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, που αργότερα έγινε σινεμά, θέατρο, σχολή, διαδήλωση, οδήγηση, δουλειά, παρέες, σχέσεις. Ο ολετήρας δεν περνά μόνο πάνω από κτίρια, αλλά και από μια εποχή τους και τους ανθρώπους της. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΊΑ 

Εχω ζήσει σε πολλές πόλεις, Μερικές από αυτές -το Σύντνεϋ, τη Νέα Υόρκη- τις αγάπησα πολύ, κι ευχαρίστως θα τις ξανάβλεπα για λίγο, έστω και μια φορά στα πέντε χρόνια. Αλλ’ όση ζωή μού μένει ακόμα, εδώ προπάντων, στην Αθήνα θα 'θελα να ζήσω, κι εδώ, όταν έρθει κάποτε κι εκείνη η ώρα, εδώ να τελειώσω τις μέρες μου. Κι εκτός αν συμβεί τίποτα απρόοπτο, μάλλον έτσι θα γίνει - κάποια στιγμή που ο πληθυσμός της θα πλησιάζει τα πέντε εκατομμύρια, πεντέμισι στην αιχμή της τουριστικής περιόδου. Ως τότε, σκέφτομαι καμιά φορά, δε θα 'χει απομείνει τίποτα από την Αθήνα που αγάπησα. Μα κάτι μέσα μου λέει πως ίσως και να 'χω κι άδικο. Γιατί -εκτός κι αν γίνει κάποια μεγάλη, κοσμογονική αλλαγή- θα μένουν πάντως για πολύ καιρό ακόμα, για πάντα ελπίζω, ο Λόφος του Λυκαβηττού και ο Λόφος του Φιλοπάππου. Ως τότε βέβαια, θα 'χουν «αξιοποιηθεί από κάποια κακόγουστη δημοτική ή κρατική υπηρεσία ή θα 'χουν μαντρωθεί με συρματοπλέγματα. 

Κώστα Ταχτσή, «Η γιαγιά μου η Αθήνα» (1979) 

 


Saturday, November 5, 2022

Το αυγό, η κότα και οι κεντρικοί τραπεζίτες

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 5-6/11/2022





Από τότε που ετέθη το δίλημμα για το αυγό και την κότα, ποιος/ποια/ποιο έκανε ποιον/ποια/ποιο, τρισεκατομμύρια αυγά έχουν γίνει ομελέτα, μάτια, στραπατσάδα, μαγιονέζα, μαρέγκα, κέικ, παγωτό ζαμπαλιόνε ή απλώς κλωσόπουλα. Kαι δισεκατομμύρια κότες και κοτόπουλα έχουν γίνει σούπα, ψητές, κοκκινιστές, κατσιατόρε, τσερκέζικες, πανέ, κοτομπουκιές. Οι ίδιες οι κότες και τα αυγά δεν μπήκαν στο βαθύ οντολογικό δίλημμα για την προέλευσή τους γιατί, όπως θα έλεγε ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν με τον αφοπλιστικό κυνισμό του, ολόκληρη η φιλοσοφία από εποχής Ιώνων μέχρι Βιτγκενστάιν μπορεί να συμπυκνωθεί σε ένα ανθρώπινο ρέψιμο -ή, για να μιλήσουμε με όρους κότας, σε ένα κακάρισμα.
Οι κότες και τα αυγά συνέχισαν να κάνουν την παραγωγική δουλειά τους κι εμείς τη δική μας, εξίσου παραγωγική αν και κανιβαλική. Κι ο κόσμος συνέχισε να πορεύεται και να περιστρέφεται στο στερέωμα του ουρανού όχι σε κύκλους, αλλά σε ελλείψεις που θυμίζουν κάπως το σχήμα του αυγού, χωρίς αυτό να προκαταλαμβάνει την οριστική απάντηση στο δίλημμα για αρχέγονο ον. Ξέρετε, το κοσμικό αυγό από το οποίο προέκυψε τάχα η στραπατσάδα του σύμπαντος.

Το δίλημμα για την κότα και τ’ αυγό ταλαιπωρήθηκε στο πέρασμα των αιώνων και θα μπορούσε να πει κανείς ότι ως είδος και πολιτισμός έχουμε στο μεταξύ χάσει και τ’ αυγά και τα καλάθια. Οπως αποδεικνύει άλλωστε και η έκβαση του κατά Αδωνι έσχατου εγχειρήματος για την οντολογία του πληθωρισμού, το διαβόητο kalathi tou noikokyriou, με το οποίο η μέση και κάτω ελληνική οικογένεια εισέρχεται σε ένα εικονικό πτωχοκομείο στο οποίο όλοι οι στρεσογόνοι δείκτες της οικονομίας αίφνης σταματούν να ανεβοκατεβαίνουν και οι άνθρωποι μπαίνουν σε ένα limbo ελάχιστης ύπαρξης, κλείνονται σε ένα αυγό που τους τρέφει με τα άκρως απαραίτητα, όπως το κλωσόπουλο στ’ αυγό της κότας ή το έμβρυο στη μήτρα της μάνας του. Εξ ου και το γνωστό «αγοράκι/κοριτσάκι ρούφα τ’ αυγό σου», μια εξόχως θρεπτική συμβουλή εφόσον τ’ αυγό δεν έχει σαλμονέλα που μπορεί να σε στείλει στο νοσοκομείο, σπανίως και στον άλλο κόσμο, οπότε πιάσ’ τ’ αυγό και κούρευ’ το.

Σε κάθε περίπτωση, στο πτωχοκομικό αυγό του Αδώνιδος μπορεί να μην έχει καπαμά, ούτε καν με αρνίσια αμελέτητα, αλλά έχει τη στοιχειώδη πρωτεΐνη της επιβίωσης, κωλόχαρτο και σταθερό πληθωρισμό.
Επειδή όλες οι τρολιές και οι πλάκες για τα αυγά στο καλάθι του Αδώνιδος έχουν λεχθεί/γραφτεί κι υποθέτουμε ότι το να σαρκάζεις την ακατάσχετη φλυαρία του υπουργού Ανάπτυξης είναι λίγο-πολύ σαν να κλέβεις εκκλησία, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι το σύνδρομο της σαλμονελικής μπούρδας για το αυγό και την κότα, ή για τον πληθωρισμό και την ύφεση, που είναι η τελευταία εκδοχή του κοσμικού διλήμματος, έχει πιάσει και τα ανώτατα κλιμάκια της παγκόσμιας ηγεσίας. Δηλαδή, τους κεντρικούς τραπεζίτες που κυβερνούν τον κόσμο με το κόστος του χρήματος, τα επιτόκια.

Εδώ και τρεις δεκαετίες
οι κεντρικοί τραπεζίτες κλωσάνε το κοσμικό αυγό του μονεταρισμού. Το ιερό 2% του πληθωρισμού που έχουν ορίσει, άγνωστο γιατί, ως παγκόσμια φυσική σταθερά. Την προηγούμενη δεκαετία ανησυχούσαν ότι το κλωσόπουλο μέσα στ’ αυγό κινδύνευε να πεθάνει, καθώς ο πληθωρισμός είχε γίνει αρνητικός, οι τιμές έπεφταν, αν και ταυτόχρονα η πλειονότητα των ανθρώπων γινόταν φτωχότερη. Επνιξαν σαν ασυγκράτητα κοκόρια το οικονομικό σύμπαν με το κοσμικό τους σπέρμα, ποταμούς φθηνού χρήματος που φυσικά πήγε στις κατάλληλες τσέπες, και φούσκωναν με περηφάνια πως κατάφεραν να επαναφέρουν το κλωσόπουλο στη ζωή, αλλά πάντα μες στ’ αυγό του.

Ξαφνικά, το κλωσόπουλο ξεπέρασε το ιδεώδες μέγεθος ύπαρξης/ανυπαρξίας, το ιερό 2%, τρύπησε το τσόφλι, άρχισε να τους τσιμπά τη σούφρα. Και, να σου πετιέται ένα θηριώδες, πληθωρι(στι)κό κλωσόπουλο 10%, τα χάνουν τα κοκόρια, κότες έγιναν απ’ τον φόβο τους γιατί τους ξέφυγε το θεριό, κι αναγκάστηκαν να επιστρατεύσουν τα μεγάλα μέσα: αυξήσεις επιτοκίων. Οι κότες έγιναν γεράκια.

Αλλά στο μεταξύ, επειδή η επιθετική αύξηση επιτοκίων και η νομισματική σύσφιγξη, δηλαδή το μάζεμα της χρηματικής ρευστότητας που έσπερναν για δέκα χρόνια, είναι κάτι σαν βασεκτομή για τα κοκόρια και στείρωση για τις κότες και κατ’ επέκταση για όλη την οικονομία (δει δη χρημάτων, που ’λεγε κι ο Δημοσθένης), το κοσμικό δίλημμα για το αυγό και την κότα μετατοπίστηκε σε κάτι πιο βιοτικό: ποιος φταίει για την ύφεση που έρχεται κατά πάνω μας με ταχύτητα φωτός; Ο πληθωρισμός που ξέφυγε από τα κοκόρια του χρήματος ή οι αυξήσεις των επιτοκίων με τις οποίες προσπαθούν να τον μειώσουν; Κι αφού τα κοκόρια κι οι κότες των κεντρικών τραπεζών αυξάνουν τα επιτόκια, γιατί δεν μαζεύεται το θεριό που κλωσούσαν τόσα χρόνια, αλλά το μόνο που πετυχαίνουν είναι να δαγκώνουν με ακριβότερο χρήμα όσο από το εισόδημα των φτωχομεσαίων έχει αφήσει ο πληθωρισμός; Μήπως γιατί αυτό είναι ο πραγματικός στόχος τους; Δηλαδή να μειώσουν τις τιμές μέσω μιας δραστικής αμφίπλευρης μείωσης των εισοδημάτων και τελικά της ζήτησης, κι ας πέσει στην ύφεση το παγκόσμιο κοτέτσι;

«Ναι, αλλά εγώ δεν είμαι Πάουελ και η ΕΚΤ δεν είναι Fed», είπε η Λαγκάρντ που έχει δηλώσει «σοφή κουκουβάγια». Αλλο πτηνό αυτό, αλλά όχι πολύ ευφυέστερο από τα κουτορνίθια, με όλο τον σεβασμό για τις κότες που μας ταΐζουν εδώ και χιλιετίες, ενώ οι κουκουβάγιες δεν νομίζω πως μας έχουν προσφέρει τίποτα, εκτός από το να κοσμήσουν νομίσματα. Σε τι, λοιπόν, ακριβώς υποτίθεται πως διαφέρει ο κόκορας της Ουάσινγκτον από την κότα της Φρανκφούρτης, παρακαλώ; Οποιος έχει καταλάβει κερδίζει μια δεκάδα αυγά κι ένα κοτόπουλο ελευθέρας βοσκής. Να την κάνει ταράτσα την Κυριακή.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Στην αρχή υπήρχε Νύχτα και Χάος μοναχά, πλατύς Τάρταρος κι Ερεβος μαύρο. Ούτε αέρας υπήρχε ούτε γη ή ουρανός. Τότε μέσα στου Ερέβους τον κόρφο τον απέραντο, έν’ άσπορο αυγό στην αρχή η μαυροφτέρουγη Νύχτα γεννάει. Κι όταν ήρθε ο καιρός, απ’ τ’ αυγό ο ποθητός πρόβαλε Ερωτας. Είχε στις πλάτες δυο φτερούγες που αστράφταν χρυσές, και γοργά στο στροβίλισμα επέτα του ανέμου. Με το Χάος, που κι αυτό φτερωτό ήταν, κρυφά μες στον Τάρταρο ο Ερωτας σμίγει, και το γένος μας έτσι ξεκλώσησε, αυτό μες στο φως πρωτανέβασε κιόλας.
Αριστοφάνη, «Ορνιθες»

Saturday, October 29, 2022

Η κορυφή του σκατόβουνου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 29-30/10/2022

Υπάρχει το γνωστό ερώτημα που θέτει ο αρχιαπατεών κύριος Πίτσαμ στην «Οπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;». Εχει γίνει κλισέ, αλλά και εδραιωμένο αξίωμα, σχεδόν διακομματικά αποδεκτό, με μόνη διαφοροποίηση ότι όσο δεξιότερα στο πολιτικό φάσμα χρησιμοποιείται τόσο περισσότερο μεταλλάσσεται σε κάτι τύπου: «οι τράπεζες είναι αναγκαίο κακό». Γνωστό το πόσο μας κόστισε και μας κοστίζει ακόμη αυτό το «αναγκαίο κακό».

Ας επεκτείνουμε το ρητορικό ερώτημα του Πίτσαμ στη συγκυρία. Γιατί, «τι είναι σκάνδαλο Πάτση μπροστά στο σκάνδαλο των “κόκκινων” δανείων και της τιτλοποίησής τους;». Τι είναι το σκάνδαλο της αδήλωτης μπίζνας των βουλευτών και των κυβερνητικών αξιωματούχων με τα χρέη των πολιτών μπροστά στην ύπαρξη των εισπρακτικών εταιρειών; Τι είναι το σκάνδαλο των απευθείας αναθέσεων στα εκλεκτά μέλη του γαλάζιου κομματικού μητρώου μπροστά στις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών με χρήματα των φορολογουμένων; Τι είναι το μοίρασμα των δημόσιων επενδύσεων στη λέσχη του εγχώριου παρεΐστικου καπιταλισμού μπροστά στη μετατροπή του ιδιωτικού χρέους των τραπεζών σε δημόσιο χρέος των πολιτών, ζώντων και απογόνων μέχρι τρίτης γενεάς; Τι είναι η διαφθορά μερικών κρατικών αξιωματούχων μπροστά στο σκάνδαλο των τιτλοποιήσεων των «κόκκινων» δανείων; Τι είναι το σκάνδαλο Πάτση μπροστά στο σκάνδαλο του «Ηρακλή»; Τι είναι ένας απατεωνίσκος πολιτευτής μπροστά στην απαλλαγή των τραπεζών από «κόκκινα» δάνεια δεκάδων δισ. με την εγγύηση του Δημοσίου, δηλαδή των φορολογουμένων; Και, τελικά, τι είναι η διασπάθιση 1 εκατ. ευρώ δημόσιου χρήματος μπροστά στην κατάπτωση κρατικών εγγυήσεων 35 δισ. ευρώ, δηλαδή μπροστά στη μετατροπή ακόμη μιας τραπεζικής τρύπας σε κρατικό χρέος;

Καθένα από τα παραπάνω ρητορικά ερωτήματα, που παραλλάσσουν ατέχνως τον Μπρεχτ, θα μπορούσε να είναι μόνον ο τίτλος μιας ξεχωριστής δημοσιογραφικής-ερευνητικής σάγκα για την ιστορία της οικονομικής παρακμής μας ή του μεγάλου πλιάτσικου που συντελείται όχι μόνο στην τριετία (και κάτι) Μητσοτάκη, αλλά εδώ και τουλάχιστον μια τριακονταετία. Ξεκινώντας, δηλαδή, από το μπινγκ μπανγκ του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, που μετέτρεψε τους τραπεζίτες σε ένα υβρίδιο εθνικών ηρώων και σταρ της δημόσιας ζωής, και φτάνοντας στη διάσωσή τους από την κατάρρευση με χρήματα των φορολογουμένων. Και με μια τεράστια μεταφορά πλούτου από κάτω και εντός προς τα πάνω και εκτός χώρας. Οπου το «εκτός χώρας» περιλαμβάνει και τις ευρωπαϊκές τράπεζες που τις γλιτώσαμε από τις ζημιές των ελληνικών ομολόγων και τις εξωχώριες (οφσόρ) εταιρείες στις οποίες η «εθνική» ολιγαρχία πάρκαρε τον λεηλατημένο, αφορολόγητο και ξεπλυμένο πλούτο της.

Εν τη αφελεία του ή μέσα στον απόλυτο κυνισμό του ο Πάτσης, όταν επιχείρησε να αιτιολογήσει τις πραγματικά νόμιμες, αν και απόλυτα ανήθικες, δραστηριότητές του, περιέγραψε με ακρίβεια τα μεγάλα κόλπα του χρηματοπιστωτικού Λεβιάθαν. Που αφού φόρτωσε το σύμπαν με κάθε μορφής καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια, διακοποδάνεια, μετοχοδάνεια, εορτοδάνεια, ακόμη και δανειοδάνεια με πλήρη γνώση και συναίσθηση ότι η πλήρης εξόφλησή τους για ένα σημαντικό μέρος δανειοληπτών μακροπρόθεσμα θα ήταν αδύνατη, στη συνέχεια άρχισε να τα «σπάει». Οπως οι επαγγελματίες μπαταχτσήδες σπάνε τις επιταγές. Ο Πάτσης αφηγήθηκε το πώς οι τράπεζες άρχισαν να πουλάνε τα προβληματικά δάνεια σε δικά τους παιδιά, δικούς τους ανθρώπους, δικές τους εισπρακτικές εταιρείες, αποδεχόμενες να γράψουν ζημιές που μετά απλώς τις μεταβίβασαν στους πολίτες. Αλλά αυτά τα νομίμως ανήθικα πράγματα τα έκαναν με την άδεια της αστυνομίας. Δηλαδή, της εποπτεύουσας πολιτείας και της επιτηρήτριας τράπεζας των τραπεζών, της ΕΚΤ, και της εγχώριας κεντρικής τράπεζας. Το αν σ’ αυτή την αλυσίδα παρεισέφρεε καμιά φορά και κανένας κανονικός μαφιόζος, που εκτός από ενοχλητικά τηλεφωνήματα στους ανυποψίαστους (ή και υποψιασμένους) δανειολήπτες έσπαζε και κανένα δάχτυλο ή πόδι, είναι απλή αστοχία νομιμότητας...

Αλλωστε, αυτό που έγινε σε μικρή κλίμακα τις ωραίες εκείνες μέρες της ευρωευφορίας, τις δεκαετίες 1990 και 2000, όταν οι Πάτσηδες γίνονταν κόρακες-δανειοεισπράκτορες εκατοντάδων εκατομμυρίων, στη μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση εποχή έγινε η εξυγιαντική κανονικότητα του τραπεζικού συστήματος. Με τις τεράστιες τιτλοποιήσεις δανείων των 100 δισ. ευρώ, τις καθωσπρέπει εταιρείες ειδικού σκοπού που ίδρυσαν μόνες ή σε κοινοπραξίες οι τράπεζες για να απαλλαγούν από τα σαπάκια, με τις δεκάδες εταιρείες διαχείρισης, τους σέρβισερ που κάνουν σέρβις στον οικονομικό θάνατο επιχειρήσεων και νοικοκυριών κι ετοιμάζονται για το μεγάλο πλιάτσικο μέσω χιλιάδων πλειστηριασμών. Ομως, αυτό το μεγάλο «σύστημα Πάτση» είναι καθαγιασμένο από τους δανειστές, την ΕΚΤ, την Κομισιόν, το ΔΝΤ, τον ESM και το πολιτικό σύστημα όχι απλώς ως «αναγκαίο κακό», αλλά ως πράξη σωτηρίας των τραπεζών και των αποταμιευτών: «Σας σώζουμε από τους εαυτούς σας», είναι περίπου το μήνυμα του τραπεζοπολιτικού συμπλέγματος, που κινείται μεταξύ Αθηνών, Βρυξελλών και Φρανκφούρτης, προς τους φορολογούμενους - δανειολήπτες - καταθέτες - πολίτες.

Το σκάνδαλο Πάτση είναι λοιπόν η κορυφή ενός παγόβουνου, το οποίο περιέχει την καθωσπρέπει ευρωπαϊκή νομενκλατούρα, τη χρηματοπιστωτική τεχνοκρατία και το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού μας συστήματος. Μόνο που το παγόβουνο δεν περιέχει κυρίως παγωμένο νερό, αλλά σάπιο χρέος. Μπορούμε να το φανταστούμε σαν ένα βουνό από την κόπρο που κανείς Ηρακλής δεν θα το σώσει. Ισα ίσα που αυτός ο «Ηρακλής» είναι συστατικό του σκατόβουνου.

ΚΙΜΠΙ
kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Χρειάστηκε να φτάσει η δεκαετία του 1980 για να αρχίσουν οι εμπορικές τράπεζες να χάνουν την αριστοκρατική και αντιδραστική εικόνα τους και να αποκτούν ένα είδος αίγλης που απειλούσε να ενθαρρύνει μια ανεπαίσθητη (αλλά παρ’ όλα αυτά, κατά τη γνώμη τού Τόμας, άκρως ανθυγιεινή) χροιά κοινής ωφέλειας. Υπεύθυνος γι’ αυτό ήταν, σε κάποιο βαθμό, ο ίδιος. Αναγνωρίζοντας τα τεράστια κέρδη που μπορούσε να αντλήσει ως σύμβουλος της κυβέρνησης στο πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης, έκανε τολμηρά βήματα προκειμένου να εξασφαλίσει η Στιούαρτς* ουσιαστική συμμετοχή σε αυτή την πολυδιαφημισμένη επιχείρηση. Το γλεντούσε με την ψυχή του ν’ αρπάζει αυτές τις μεγάλες κρατικές εταιρείες από τα χέρια των φορολογουμένων και να τις διαμελίζει σε μια μειοψηφία μετόχων που διψούσαν για κέρδη: η ιδέα ότι συνέβαλλε στην αφαίρεση ιδιοκτησίας από τους πολλούς και τη συγκέντρωσή της στα χέρια λίγων τον πλημμύριζε μ’ ένα βαθύ και καθησυχαστικό αίσθημα δικαιοσύνης. Ικανοποιούσε κάτι πρωτόγονο μέσα του.

Τζόναθαν Κόου, «Τι ωραίο πλιάτσικο»

*Επωνυμία τράπεζας

Saturday, October 22, 2022

Οι πρώην, νυν και αεί

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 22-23/10/2022

Παρίσι 1968. Εδώ κι αν βρίσκει κανείς πρώην...

Μεγάλη αναταραχή, αλλά καθόλου θαυμάσια κατάσταση προκλήθηκε από το καίριο σχόλιο της Χριστίνας Κοψίνη «Ο κομματάρχης» («Εφ.Συν.», 14/10/2022), που έθιγε μέσα από μιαν αδιάψευστη πληροφορία την πιο σκοτεινή -και αναπάντητη μέχρι στιγμής από αυτούς που θίγει και αφορά- διάσταση της ανατριχιαστικής υπόθεσης του Κολωνού: πώς ένας άνθρωπος που ενορχήστρωνε και εκτελούσε τόσο φρικτά εγκλήματα εις βάρος ενός παιδιού, στο φως της μέρας, των φωτογραφικών φακών και της επίσημης πολιτικής είχε γίνει πολύτιμος παραγοντίσκος του κυβερνώντος κόμματος, επαρκής να παρέχει τις υπηρεσίες του σε γαλάζιους υποψήφιους πολιτευτές και ήδη εκλεγμένους παράγοντες της κυβέρνησης ή της Αυτοδιοίκησης. 

Ωστόσο, στο παράλληλο σύμπαν των σόσιαλ μίντια -που όσο περνά ο καιρός πείθομαι ότι καλώς αποφεύγω να γίνω μόνιμος κάτοικός του, κι ας κινδυνεύω με εξορία στην ανυπαρξία- γύρω από το σχόλιο της Χρις εξελίχθηκε ένας άλλος «πόλεμος». «Πόλεμος» με βαρείς χαρακτηρισμούς και αμετροεπείς ατάκες για το δικαίωμα ενός εκάστου να φέρει, να απεμπολεί ή απλώς να αποκρύπτει τον τίτλο του «πρώην κνίτη», που αφορούσε το νεανικό πέρασμα από τη μαζικότερη πολιτική οργάνωση νεολαίας της Μεταπολίτευσης, την ΚΝΕ, υποψηφίου της Ν.Δ. (που στο μεταξύ πέρασε και από άλλα κόμματα), ο οποίος είχε μια ατυχή συσχέτιση με τον «γαλάζιο κομματάρχη» του Κολωνού και του δυσώδους blindchat. 

Επειδή οι αντιδράσεις ενός σμήνους ενοίκων του σοσιαλμιντιακού κόσμου, με κρυφές ή φανερές ταυτότητες, θυμίζουν λίγο τη μωσαϊκή εντολή «ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω», που αμφιβάλλω αν ακόμη και οι φανατικοί ορθόδοξοι Εβραίοι την πιστεύουν πια, επιτρέψτε μια δυο παρατηρήσεις ως πρώην κνίτη εμού του ιδίου. 

Ολοι είμαστε πρώην κάτι. Ακόμη κι αυτές οι γραμμές, αυτές οι λέξεις, από την ώρα που τις διαβάσετε, έχουν ήδη γίνει «πρώην». Είμαστε πρώην κνίτες, πρώην ρηγάδες, πρώην μαοϊκοί, πρώην τροτσκιστές, πρώην αναρχικοί, πρώην πανελλαδικάριοι, πρώην πασόκοι, πρώην εαρίτες, πρώην συνασπισμίτες, πρώην συριζαίοι. Οι υπερήλικες της Μεταπολίτευσης, οι μεσήλικες της «αλλαγής», οι ώριμοι της αριστεροδέξιας «κάθαρσης» του ’89, οι νεότεροι της κατάρρευσης του «υπαρκτού», της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, της φενάκης του εκσυγχρονισμού, της αντίδρασης στην παγκοσμιοποίηση, της κρίσης του 2008 και της μνημονιακής κόλασης, όλοι είμαστε ως μέλη, φίλοι ή απλοί οπαδοί και ψηφοφόροι «πρώην κάτι». Οχι μόνο γιατί αλλάξαμε εμείς, αλλά γιατί μπορεί στο μεταξύ να άλλαξε αυτό το «κάτι» που ήμασταν, ή απλώς να αποσυντέθηκε. Πριν από μερικά χρόνια κάποιοι ήταν «ποταμάκια», αλλά το «Ποτάμι» δεν υπάρχει πια, αν και αυτοί μπορούν να επικαλούνται την ιδιότητα του πρώην, όπου κι αν είναι σήμερα, σωστά; Γιατί το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, που λέει και το κλισέ, κι όπως μας δίδαξε ο Ηράκλειτος όλα τα όντα κινούνται κι αλλάζουν συνεχώς ακριβώς σαν το ποτάμι. Ολα τα πλάσματα, νυν και αεί, είναι κάθε στιγμή «πρώην». 

Αλλά αυτή η διαλεκτική της ακατάπαυστης αλλαγής, που έχει κονιορτοποιήσει και ανασυνθέσει το πολιτικό σύστημα, τα κόμματα, τις νεολαίες τους και τις ανθρωπογεωγραφίες τους άπειρες φορές τα τελευταία πενήντα χρόνια, δεν μπορεί να καταργήσει τη διαλεκτική της μνήμης. Η μόνη περιουσία μας είναι η μνήμη. Η ανάμνηση είναι η βάση της γνώσης – και της αυτογνωσίας. Αλλά στην αντίστοιχη αγγλική λέξη re-member (ανα+μέλος) έχει μια ακόμη πιο ισχυρή σημειολογία, γιατί η ανάμνηση γίνεται μια επανασυναρμολόγηση όλων των επιμέρους «πρώην» ιδιοτήτων ενός ατόμου, μιας ομάδας, μιας τάξης, ενός λαού, φυσικά και ενός έθνους. Θυμάμαι όλες τις πολιτικές φάσεις, ιδεολογικά στάδια, κοινωνικά στάτους που πέρασα, σημαίνει τελικά: επανασυναρμολογώ τον εαυτό μου. 

Δικαιούμαι να φέρω υπερηφάνως τον τίτλο του πρώην κνίτη; Φυσικά. Δικαιούμαι να το αποκρύπτω; Φυσικά, πάλι, όλοι έχουν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και της επινόησης του εαυτού τους με αποσιωπήσεις, λίφτινγκ και προσθετικές επεμβάσεις. Στην αγορά της κατασκευής εαυτών, άλλωστε – Instagram, Facebook, LinkedIn, Twitter- ο καθένας μπορεί να φιλοτεχνήσει ένα βιογραφικό εξωραϊσμένο και ευπώλητο, ακόμη και φωτοσόπ στη φάτσα του μπορεί να κάνει, ή να φουσκώσει τα επαγγελματικά και ακαδημαϊκά προσόντα του με τίτλους σπουδών και δεξιοτήτων αποκτημένους με γκρίζες διαδικασίες. Ο καθένας, δηλαδή, μπορεί να φιλοτεχνήσει τη μυθολογία του εαυτού του, όπως άλλωστε τα σύγχρονα έθνη βασίζουν τις συλλογικές συνειδήσεις σε μυθολογίες που δεν πολυαντέχουν στο φως της ιστορικής έρευνας. Αυτό ισχύει προφανώς για κόμματα και πολιτικές συλλογικότητες.

Αλλά η λογοκρισία και αυτολογοκρισία της μνήμης κατά την επανασυναρμολόγηση του εαυτού μας (ή της συλλογικότητας που υπερασπιζόμαστε την καθαρότητά της) προσκρούει στη μνήμη των άλλων. «Ημουν κι εγώ εκεί». «Αλήθεια; Κι εγώ αλλά δεν σε θυμάμαι». Ή: «Εγώ στα ΚΝΑΤ; Ποτέ!». «Εγώ στην κατάληψη του Πολυτεχνείου το ’95; Λάθος κάνεις, με κάποιον με μπερδεύεις». Πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα θυμάται αυτό που θέλουμε να ξεχαστεί για τους εαυτούς μας. Η αναγνώριση της στοιχειώδους κοινής αλήθειας είναι η βάση για να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Εμείς, οι κοινοί θνητοί, δεν έχουμε την ευχέρεια και τα χρήματα να εξαγοράσουμε τη συλλογική μνήμη με ιδρύματα, πολιτιστικά ινστιτούτα, μέγαρα τέχνης, φιλανθρωπικούς οργανισμούς που αγιογραφούν τους Νιάρχους, τους Ωνάσηδες, τους Λάτσηδες, τους Μποδοσάκηδες και το ληστρικό πέρασμά τους από τον δημόσιο πλούτο και τη νεότερη πολιτική Ιστορία της χώρας. Το δικό μας πέρασμα, ιδιαίτερα όσων αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί, ανεξάρτητα από το πόσες «πρώην» κομματικές εντάξεις συνθέτουν αυτή την ιδιότητα, ανεξάρτητα από το πόσες ήττες και οικτρές διαψεύσεις αθροίζει, έχει σημασία να αφήνει ένα ίχνος αλήθειας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Κι αυτό δεν εξαρτάται πάντα από την ετικέτα και την πολιτική ομπρέλα που επιλέγεις. Κάτω από τις ομπρέλες ενίοτε κρύβονται άθλιοι και αθλιότητες. Οπως έλεγε -πάλι- ο σκοτεινός Ηράκλειτος, "Ηθος ανθρώπω δαίμων" (Ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι η μοίρα του). 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Λέει ο Ηράκλειτος ότι τα πάντα κινούνται και τίποτα δεν μένει ακίνητο και παρομοιάζοντας τα όντα με τη ροή του ποταμού λέει ότι δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στον ίδιο ποταμό. 

Πλάτων, Κρατύλος (402α)


Saturday, October 15, 2022

Τι παίζει, τι δεν παίζει με το χρήμα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 15-16/11/2022

Υπάρχει αυτή η διαφήμιση που τρέχει κλιμακωτά εδώ και έναν μήνα σε δόσεις και με το ανάλογο σασπένς μέχρι να αποκαλύψει τι ακριβώς διαφημίζει. Είναι δυο τύποι που παραγγέλνουν καφέ, ο ένας λίγο ψιλοδιανοούμενος και προσεγμένος, ο άλλος πιο χύμα και με μαλλί σαν να σηκώθηκε μόλις από το κρεβάτι, παίρνουν τους καφέδες, «με μετρητά ή κάρτα;» ρωτά η υπάλληλος, ο χύμα κοιτάζει τον φίλο του απορημένος, προφανώς δεν έχει σάλιο ούτε σε μετρητά ούτε σε κάρτα. Αφού προηγήθηκαν μερικές μέρες προβολής του διαφημιστικού σποτ με αναπάντητο το ερώτημα της πωλήτριας, ακολούθησαν και τα αποκαλυπτήρια της πλήρους διαφήμισης: τι παίζει λοιπόν με την πληρωμή των καφέδων; Παίζει payzy, μια εφαρμογή ψηφιακών πληρωμών μέσω κινητού της Cosmote (εδώ κάνω κι εγώ διαφήμιση δωρεάν, αλλά δεν πειράζει, χαλάλι τους). Και μετά η διαφήμιση πλημμυρίζει με εικόνες στις οποίες ο προσεγμένος εξηγεί ότι με το payzy μπορείς να πληρώνεις όλα και όλους με το κινητό, ενώ ο χύμα, μες στην καλή χαρά, ρωτάει αν παίζει να πληρώνει ένα εμπριμέ πουκάμισο που δοκιμάζει, να πληρώνει τους λογαριασμούς ή να στείλει χρήματα στην αδελφή του. Τέσπα, την έχετε δει τη διαφήμιση, η σημειολογία της είναι προφανής, η ανεμελιά των πρωταγωνιστών της κραυγαλέα και το μήνυμά της είναι ότι το κινητό, πέρα απ' όλα τα άλλα, είναι και το πορτοφόλι σας. Δεν είναι άλλωστε ούτε η πρώτη ούτε η μόνη εκδοχή ψηφιακού πορτοφολιού και προφανώς σε πολύ λίγα χρόνια οι κάρτες, πιστωτικές ή χρεωστικές, θα περάσουν στην προϊστορία του χρήματος. 

Αυτό που δεν λέει η διαφήμιση του payzy και δεν μας αποκαλύπτουν οι χαμογελαστοί πρωταγωνιστές της είναι πώς ακριβώς γεμίζει ένα ψηφιακό πορτοφόλι και από πού πηγάζει η ξεγνοιασιά τους για το περιεχόμενό του. Παίζει να πας να πληρώσεις με payzy και να σου απαντήσει ο αθέατος big brother της ταμειακής ότι «δεν παίζει» η πληρωμή γιατί ο κουμπαράς του κινητού δεν έχει επαρκές υπόλοιπο; Παίζει και παραπαίζει, γιατί όσο κι αν οι περισσότεροι από μας έχουμε εξοικειωθεί με την εικόνα του κυριολεκτικά άδειου από χαρτονομίσματα και κέρματα δερμάτινου πορτοφολιού, δηλαδή με την ιδέα της σταδιακής εξαφάνισης του χρήματος στη φυσική μορφή των μετρητών, την ίδια στιγμή ζούμε με την αγωνία του υπολοίπου στην κάρτα κάθε φορά που πλησιάζουμε στο ταμείο του σούπερ μάρκετ ή που περνάμε την κάρτα από το ασύρματο POS του πρατηρίου βενζίνης, όπου ο υπάλληλος σχεδόν δεν ρωτάει πια, ξέρει: «Είκοσι;», «ναι, είκοσι», «να βάλω τη μεσαία που είναι σήμερα προσφορά;», «όχι, όχι, την απλή», γιατί κι ένα λίτρο σε βγάζει κουτσά στραβά για τα επόμενα 20-30 χιλιόμετρα. 

Από άποψη τάιμινγκ, που λέμε και ελληνιστί, το πρόβλημα με το λαμπερό και χαρωπό μήνυμα αυτής και άλλων συναφών διαφημίσεων ή νέων προϊόντων πληρωμής είναι ότι δεν έχουν και πολύ μεγάλη επαφή με την υλική πραγματικότητα της πλειονότητας των ανθρώπων. Το πρόβλημα δεν είναι πόσο εύκολα, ανέπαφα και μαγικά πληρώνεις -αν στο μέλλον π.χ. έχουμε ψηφιακά εμφυτεύματα στον εγκέφαλο θεωρητικά η εντολή πληρωμής θα είναι μια απλή σκέψη-, αλλά το αν έχεις να πληρώσεις. Αν οι λογαριασμοί, τα ενοίκια, οι δανειακές δόσεις, τα κοινόχρηστα αφήνουν κάτι στο συμβατικό, πιστωτικό ή ψηφιακό πορτοφόλι σου για τις υπόλοιπες συναλλαγές και αγορές, τις μεγάλες ανάγκες και τις μικρές πολυτέλειες, τις επιθυμίες ή πράξεις αλληλεγγύης προς συγγενείς και φίλους. Και ακόμη περισσότερο αν ο πληθωρισμός και οι ανατιμήσεις στα αγαθά της επιβίωσης καίνε το περιεχόμενο του φυσικού ή ψηφιακού πορτοφολιού μας πριν καν το βγάλουμε από την τσέπη, την τσάντα ή την οθόνη του κινητού. Προφανώς το πρόβλημα είναι ότι, ανεξαρτήτως μέσου πληρωμής, φέτος και του χρόνου, όπως με τόνους τρομοκρατικούς μάς πληροφορούν τα μέσα στα διαλείμματα της αισιόδοξης διαφημιστικής ροής, θα παγώσουμε, θα σφιχτούμε, θα στερηθούμε, θα εξοικονομήσουμε, θα στενάξουμε, κάποιοι ενδεχομένως και θα πεινάσουμε. 

Ας πούμε ωστόσο ότι αυτό είναι το αυτονόητο, που το καταλαβαίνουν οι πάντες, χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Ωστόσο πίσω από τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του χρήματος στην έσχατη ψηφιακή εκδοχή του και ειδικά στον διαφημιστικό εξωραϊσμό του αναπαράγεται ο ίδιος πανάρχαιος φετιχισμός, που στην εποχή της κυριαρχίας του πιστωτικού συστήματος έχει αποκτήσει διαστάσεις θρησκευτικής πίστης. Τι παίζει με το χρήμα; Από πού πηγάζουν οι ακατάσχετες χρηματορροές; Ποιος γεννάει τα 40 τρισ. δολάρια φυσικού ή πιστωτικού χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία σε όλο τον κόσμο; Ποιος είναι το θεϊκό χέρι που έχει δημιουργήσει το 1 τετράκις εκατομμύρια χρήματος κάθε εκδοχής, από το επενδυμένο χρήμα και τα παράγωγα μέχρι τα μυστικιστικά κρυπτονομίσματα που πλημμυρίζουν τον πλανήτη χλευάζοντας την ανέχεια της πλειονότητας των κατοίκων του; 

Τα ερωτήματα είναι ρητορικά και αν τα θέσει κανείς σε έναν κεντρικό τραπεζίτη ή και σε οποιονδήποτε τραπεζίτη θα πάρει απαντήσεις που θα επιχειρούν να βάλουν τη μεταφυσική του χρήματος σε ορθολογική και τεχνοκρατική συσκευασία. Κατά βάθος όμως πιστεύουν ότι είναι τα δικά τους θεϊκά χέρια που αυξομειώνουν τις παγκόσμιες χρηματορροές ανάλογα με τις επιδόσεις του πληθωρισμού ή του ΑΕΠ. Σαν να έχουν στα κινητά τους μια ψηφιακή εφαρμογή συνδεδεμένη με το άπειρο. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

«Το έγκλημα έγινε.

Εσπασε του παιδιού τον κουμπαρά

Χύθηκαν κάτω τα νομίσματα

Παλιές δεκάρες τρυπημένες στη μέση

Και μεγάλα στιλπνά κέρματα.

Οχι, τίποτα δεν μπορείς πια ν’ αγοράσεις

Τόσα πολλά νομίσματα κι όλα άχρηστα

Τίποτα δεν μπορείς πια ν’ αγοράσεις

Και το παιδί να κλαίει

Κι εσύ τίποτα δεν μπορείς πια ν’ αγοράσεις

Και το παιδί να κλαίει και να ζητά


Τίποτα τίποτα πια».


Μανόλης Αναγνωστάκης, «Η συνέχεια 3»   


Saturday, October 8, 2022

Οι τράπεζες, το μηδέν και το άπειρο

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 8-9/10/2022

 Κανονικά έπρεπε να είμαι ένας από τους πιο ευτυχείς ανθρώπους στον κόσμο. Μπορεί να χρωστάω μικροποσά δεξιά-αριστερά, στην Εφορία, στη ΔΕΗ, σε φίλους και συγγενείς, στο ασφαλιστικό ταμείο μου, αλλά δεν χρωστάω σε τράπεζα (χρωστάει η συμβία μου, βέβαια, για το κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας, αλλά προσποιούμαι ότι δεν με αφορά). Δεν είμαστε «κόκκινοι» οφειλέτες, βρε αδερφέ. Κι επειδή η τράπεζα είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου όταν δεν της χρωστάς, υποτίθεται ότι εγώ μπορώ να πάω σε μια από τις φίλες μου (τράπεζες) και να ζητήσω ένα δάνειο: ξυλοδάνειο, πετρελαιοδάνειο, αεριοδάνειο, πελετοδάνειο, ρευματοδάνειο, κάτι ταπεινό και ελεγχόμενο για να βγάλουμε τον χειμώνα χωρίς να ξεπαγιάσουμε. Θα με κόψει η φίλη μου η τράπεζα, θα δει τους λογαριασμούς με τα τρελά υπόλοιπα -25 ευρώ ο ένας, 0,75 ο άλλος-, θα δει και τα εκκαθαριστικά με το θηριώδες εισόδημα των 14.000 ετησίως και θα πει «πού πας ρε Καραμήτρο», κατά το γνωστό ανέκδοτο, μια και δεν με λένε Καραμήτρο. Αλλά, ακόμη κι αν αποφασίσει η φίλη μου να είναι ευγενής, έχει τον τρόπο της να μου δείξει την έξοδο ασφαλείας. Θέλετε ένα καταναλωτικούλι για να ζεσταθεί το κοκαλάκι σας; Ωραία, με 14,1% ανοιχτής διάρκειας, 11,2% αλλά κυμαινόμενο έναν χρόνο. Να τ’ αφήσω; «Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή, είπε το τίποτε στο κάτι. Κι εκείνο, το ηλίθιο, το 'χαψε» (Δημουλά). 

Αλλά το «κάτι» δεν το χάβει. Και να ήθελε αδυνατεί, γιατί πες ότι κάνεις την αποκοτιά και παίρνεις ένα δάνειο 1.000 ευρώ για πετρέλαιο, σόρι, αλλά γιατί να το ξεπληρώσεις με 140 ευρώ παραπάνω; Ή, για να το πούμε αλλιώς, γιατί το δικό μου χιλιάρικο, αν υποθέσουμε πως μου περισσεύει, ανταμείβεται με 40 λεπτά τον χρόνο όταν το εμπιστευτώ στην τράπεζα, ενώ το χιλιάρικο που μου εμπιστεύεται σαν βαρύ πεπόνι η τράπεζα πληρώνεται με κερατιάτικα 140 ευρώ; Ποιος είναι το τίποτα και ποιος το κάτι σε αυτή την παμπάλαια ολέθρια σχέση; Ποιος είναι κολλημένος στο 0 και ποιος απαιτεί το άπειρο;

Για να γίνω κομματάκι πιο σαφής και συγκεκριμένος, κοιτάξτε τι συμβαίνει τα τελευταία 7 χρόνια προ πληθωριστικής πανδημίας. Με τα επιτόκια της ΕΚΤ κολλημένα στο μηδέν και αρνητικά, οι ελληνικές τράπεζες πλήρωναν τους τολμηρούς αποταμιευτές με μέσα επιτόκια από 0,5% έως 0,05%. Στα ακριβά καταναλωτικά δάνεια και στις πιστωτικές τα επιτόκια ήταν κολλημένα στο 11% και στο 15% κατά μέσο όρο, αντίστοιχα. Ενέσκηψε η συμφορά του πληθωρισμού, που πέρσι τέτοιο καιρό η Φρανκφούρτη τον έβλεπε να σβήνει πριν από τα Χριστούγεννα (μιλάει με τον Αδωνι η Λαγκάρντ, άραγε;) και η ΕΚΤ, που είναι ο ακόμα καλύτερος φίλος των καλύτερων φίλων του ανθρώπου, μπήκε στο τριπάκι της αύξησης των επιτοκίων του ευρώ, γιατί υποτίθεται ότι έτσι θα αποθαρρυνθούν οι άνθρωποι από σπατάλες -ν’ ανάβουν καλοριφέρ, για παράδειγμα-, θα πέσει η ζήτηση, θα πέσει κι ο πληθωρισμός κι όλα καλά. Αυτό ξέρουν ως νομισματική πολιτική, αυτό κάνουν οι κεντρικές τράπεζες, έστω κι αν δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση στην ιστορία τους που να έχει πετύχει αυτή η ηλίθια συνταγή. Το επιτόκιο του ευρώ είναι ήδη στο 1,25%, κατά τα φαινόμενα μέχρι το τέλος του χρόνου μπορεί να το δούμε κοντά στο 3% και οι καλύτερες φίλες του ανθρώπου ετοιμάζονται για πάρτι αυξήσεων στα επιτόκια. Προσέξτε λοιπόν: μέσο επιτόκιο νέων καταθέσεων τον Αύγουστο, μετά τις αυξήσεις της ΕΚΤ, 0,04%. Μέσο επιτόκιο νέων δανείων 4%. Δηλαδή εκατονταπλάσιο! 

Υπάρχει ένα μέγεθος που λέγεται περιθώριο επιτοκίου, δηλαδή το σπρεντ, η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων και δανείων. Η ΕΚΤ και η δική μας κεντροτράπεζα το μετράει στο 3,61% και για τις εγχώριες τράπεζες είναι διπλάσιο από τον μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης. Γιατί; Γιατί έτσι θέλουν, γιατί είναι πιο μάγκισσες, γιατί είναι οι καλύτερες απ’ όλους τους καλύτερους φίλους του ανθρώπου και γιατί θέλουν να βγάλουν εξτραδάκια πάνω από 1 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2023 μόνο από τα έσοδα επιτοκίων. Γιατί τους ανήκουν τα πάντα, γιατί πνίγονται στη ρευστότητα και θέλουν κι άλλη, γιατί όλο το χρήμα του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ, της ΚΑΠ περνάει από τον πάγκο τους, γιατί αν και ιδιωτικές, βρίσκονται σε απόλυτη ώσμωση με όλο το κρατικό και ιδιωτικό χρήμα, όλο το χρήμα του κόσμου, φυσικό ή ψηφιακό, αποκτά υπόσταση μόνο ως πίστωση στους λογαριασμούς τους. Οι τράπεζες είναι το σύμπαν όλων των συναλλαγών και δικαιούνται να βγάζουν κι από τη μύγα ξίγκι. Μας χαρίζουν το 0 και απαιτούν το άπειρο. 

Ω, μα ναι, φυσικά, ακούω ήδη στ’ αυτιά μου τα συνήθη επιχειρήματα για τις προβλέψεις, τα χρήματα που πρέπει να βάζουν στην άκρη οι τράπεζες για κάθε ευρώ που δανείζουν, για τις υποχρεώσεις κεφαλαιακής επάρκειας, για τις καβάτζες που υποχρεούνται να έχουν για να συνεχίσουν να επιτελούν τον «κοινωνικό ρόλο» τους, να προστατεύσουν τις αποταμιεύσεις των ανθρώπων από τον κακό πληθωρισμό. (Με τι τις προστατεύουν; Με μηδενικά επιτόκια; Πλάκα κάνουμε;) Κι όλα τα γνωστά και χιλιοειπωμένα. 

Εντάξει, ας μην κάνουμε μαθήματα τραπεζικής δι’ αρχαρίους εδώ, γιατί το ερώτημα είναι συγκεκριμένο: Γιατί οι ελληνικές τράπεζες να έχουν διπλάσιο επιτοκιακό περιθώριο από τις άλλες της ευρωζώνης; Από πού αντλούν το δικαίωμα να αισχροκερδούν κάτω από τη μύτη της ΕΚΤ, της ΤτΕ κι όλων των ακριβοπληρωμένων εποπτικών αρχών; Γιατί επιβάλλουν στους αποταμιευτές κούρεμα στο ύψος του πληθωρισμού, αλλά απαιτούν από τους δανειζόμενους αμοιβή πάνω από αυτόν; 

Ρητορικά τα ερωτήματα, αλλά μια και μιλάμε για κουρέματα κι ο νους, θέλεις δεν θέλεις, πάει στο μεγάλο κούρεμα, το PSI του 2012, πώς ν’ αφήσει κανείς ασχολίαστη τη φιλοτραπεζική συνηγορία του Αρείου Πάγου σε πρόσφατη απόφαση που απορρίπτει αιτήματα ζημιωμένων ομολογιούχων; Διαβάστε την: «…Εν όψει όλων των περιστάσεων δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το πιστωτικό ίδρυμα, που διέθεσε το κρατικό ομόλογο περαιτέρω σε επενδυτή, υπέχει ευθύνη για τη μεταγενέστερη έλλειψη φερεγγυότητας του εκδότη Ελληνικού Δημοσίου». Ολη η ιστορία της ελληνικής κρίσης χρέους, αλλά ανεστραμμένη με το κεφάλι κάτω, σε 31 λέξεις. Αλήθεια τώρα; Δεν φταίνε οι τράπεζες για την πολλαπλή ελληνική χρεοκοπία; Δεν μας φορτώθηκε το PSI για να προστατευτούν οι γαλλικές, οι γερμανικές και οι άλλες τράπεζες; Δεν πληρώσαμε τη ζημιά των εγχώριων ευαγών ιδρυμάτων με δύο μνημόνια και με τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις με λεφτά των φορολογουμένων; Δεν πληρώνουμε το μεγάλο ξεφόρτωμα των «κόκκινων» δανείων, την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους και την αδάπανη ιδιωτικοποίησή τους με κρατικές εγγυήσεις δεκάδων δισ. ευρώ που οσονούπω θα μας τις φορτώσουν στο κρατικό χρέος; Αλήθεια τώρα, αυτή είναι η δίκαιη ιστορική κρίση των κορυφαίων δικαστών για την οικονομική μας τραγωδία; 

Σχόλια «μηδέν». Θυμός «άπειρος». 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Αγαπητοί θεατές, είναι έθιμο να λέει ο καταδικασμένος σε θάνατο δυο-τρεις τελευταίες κουβέντες, έτσι για να λευτερώσει την ψυχή του και να ταξιδέψει πιο λαφριά στους ουρανούς. Λοιπόν, αξιότιμες κυρίες και δεσποινίδες και κύριοι, όσο και να σας φαίνεται περίεργο, είμαι αθώος. Γιατί τι κακό μπορεί να κάνει σε τούτο τον κόσμο ένας φουκαράς κατεργάρης μπροστά στους μεγαλοκατεργάρηδες της Γης; Πάω στην κρεμάλα επειδή έκλεψα δυο δεκάρες, κι αυτοί που κλέβουν τον ιδρώτα του κοσμάκη θα πεθάνουν στα κρεβάτια τους. Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας; Σκότωσα για να μη με σκοτώσουν, κι αυτοί που σκοτώνουν για να κερδίσουν έχουν αγάλματα στις πλατείες. Με πνίγει το δίκιο μου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Είμαι μικρός και μ’ έφαγε το ανάστημά μου… 

Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Η όπερα της πεντάρας»  


Saturday, October 1, 2022

Καταρράκτης ή best death place

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 1-2/10/2022


Συνέβη κι αυτό. Οχι αφύσικα, αλλά κάπως βιαστικά, απρόσμενα, πρόωρα, βρε αδερφέ. «Καταρράκτης». Κάτι μ’ ενοχλούσε με τα γυαλιά πρεσβυωπίας, κάτι και με της υπερμετρωπίας, βγάλε τα μεν, βάλε τα δε, υπάρχουν και τα πολυεστιακά, δεν λέω, αλλά εγώ είχα βολευτεί μ’ αυτά για χρόνια και αίφνης ξεβολεύτηκα, σε σημείο που να βλέπω και να διαβάζω καλύτερα χωρίς γυαλιά παρά μ’ αυτά. «Μπορεί να είμαι ένα θαύμα της φύσης», σκέφτηκα, «αναίμακτη κι αδάπανη διόρθωση της γήρανσης του φακού, τι καλύτερο;». Ποιος ξέρει, μπορεί το φαινόμενο της αναστροφής να επεκταθεί και σε άλλα πεδία του σώματος όπου ο χρόνος κάνει αμείλικτα τη δουλειά του. Αλλά φευ, όπως νωρίς μ’ επισκέφτηκε η πρεσβυωπία, έτσι κάπως βιαστικά με βρήκε κι ο καταρράκτης. «Καταρράκτης;» είπα μ’ ένα μείγμα θυμού κι απογοήτευσης στον οφθαλμίατρο, αλλά αυτός δεν έβλεπε κανένα λόγο απορίας και αφού έκανε μια σύντομη εξήγηση της φυσιολογίας του φακού, μπήκε κατευθείαν στο ψητό, στις εναλλακτικές διόρθωσης. Μια επεμβασούλα λίγων λεπτών. Φθηνή και ασφαλιστικά καλυπτόμενη. 

Εγώ είχα τα κολλήματά μου, «Μα, γιατί βλέπω καλύτερα χωρίς γυαλιά;», αλλά οι ενοχλητικές απορίες με έφεραν προ απαντήσεων που επέκτειναν την απογοήτευσή μου από το απτό πεδίο της φύσης στο ρευστό τοπίο της ιδεολογικής αμφιβολίας: ο καταρράκτης έπληξε μόνο το αριστερό μάτι, ρίχνοντας στην όραση μια κουρτίνα που στρεβλώνει σχήματα, χρώματα, περιγράμματα, προς το παρόν σε ένα ποσοστό 60%, και προϊόντος του χρόνου στο 70% ή 90%, οπότε, πάπαλα, μόνο φως και σκοτάδι. Αντιθέτως, το πρεσβυωπικό δεξί μάτι, για να αντισταθμίσει την απώλεια του αριστερού, καταβάλλει μια υπερπροσπάθεια προσαρμογής, κάνοντας τη δουλειά και για τα δυο μάτια. Καταλαβαίνετε το υπονοούμενο; Η αριστερή όραση θολώνει, η δεξιά δυναμώνει. Αρα, μήπως διατρέχω τον κίνδυνο να δω με άλλο μάτι τον Κυριάκο, να συμπαθήσω τη Μελόνι, να λατρέψω την κερδοφορία των επιχειρήσεων, να αγαπήσω τους κεντρικούς τραπεζίτες, να χαρώ με κάθε αύξηση επιτοκίων, να διακηρύξω ότι φταίνε οι μισθοί για τον πληθωρισμό, να διαπιστώσω ότι ζούμε ένα αναπτυξιακό θαύμα, να καταλήξω στο συμπέρασμα πως οι φτωχοί φταίνε για τη φτώχεια τους κι οι πλούσιοι ανταμείβονται για τους κόπους και την ευφυΐα τους, να δω την Ελλάδα ως επί γης παράδεισο και τον καπιταλισμό ως την ουτοπία που πάντα γύρευα; Φυσικά, δεν τόλμησα να εκμυστηρευτώ στον οφθαλμίατρο τον φόβο μου, γιατί προφανώς θα με πέταγε έξω – και με το δίκιο του. 

Δεν ξέρω αν η επέμβαση, εκτός από την ισορροπία της όρασης, θα με απαλλάξει κι από την αμφιβολία για τη διαταραγμένη ισορροπία της οπτικής μου για τον κόσμο, από τον κίνδυνο δηλαδή να επιβεβαιώσω το ανόητο κλισέ ότι το γήρας είναι και μια δεξιόστροφη διολίσθηση, μια αναπότρεπτη και τάχα φυσική μετάβαση από την πρόοδο στη συντήρηση, από το κυνήγι της ουτοπίας στον συμβιβασμό και με την πιο ζοφερή δυστοπία. Ευτυχώς, η επιστήμη διαψεύδει αυτή τη γελοία δοξασία. Θα ήθελα να τη διαψεύσω και προσωπικά. Η φιλοδοξία μου ήταν κάθε δεκαετία γήρανσης να γίνομαι ακόμη πιο ριζοσπάστης, ώστε μέχρι τα 120 που σκοπεύω να ζήσω για να εκδικηθώ το ασφαλιστικό σύστημα να έχω εξελιχθεί σε έναν Γαβριά των ψηφιακών οδοφραγμάτων του μέλλοντος. Τι κρίμα που το σώμα δεν υπακούει στις προσδοκίες μας!

Ως εκ τούτου, εφόσον ο καταρράκτης, η οστεοπόρωση, τα τριγλυκερίδια, η πτώση της τεστοστερόνης, η απώλεια μυϊκής μάζας και όλα τα παρελκόμενα της γήρανσης μου πάνε κόντρα, γιατί η φύση είναι σε σατανική συμμαχία με τα αποθεματικά των συνταξιοδοτικών ταμείων, έχω δυο εναλλακτικές: πρώτον, να προστατεύσω από πρεσβυωπία, καταρράκτη, άνοια, Αλτσχάιμερ, αρθριτικά το τοπίο της σκέψης και της φαντασίας, που θεωρητικά μπορούν να χωρέσουν όσο ριζοσπαστισμό θέλετε. Και, δεύτερον, να φροντίσω να ζήσω τα επόμενα 50 –και θεωρητικά συνταξιοδοτούμενα– χρόνια της ζωής μου (είπαμε, έχω υψηλούς στόχους) στην καλύτερη χώρα για να γεράσει κανείς όμορφα. Που δεν είναι η Ελλάδα. Εκπλήσσεται κανείς; Οχι. Αλλά ίσως σας εκπλήξει το εύρημα ότι όχι απλώς δεν είναι η καλύτερη ή από τις καλύτερες, αλλά είναι μια από τις χειρότερες χώρες για να γεράσει κανείς. 

Γιατί, βρε παιδί μου, αυτό το πράγμα; Εχουμε τόσο ήλιο που ακόμη και τον καταρράκτη τον κάνει ανεκτό, τόση θάλασσα, τόσο ωραίο κλίμα, τόσες ομορφιές κι εναλλακτικές σε μια σταλιά τόπο, ε, πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα να είναι η 40ή ανάμεσα σε 44 χώρες του «Παγκόσμιου Δείκτη Συνταξιοδότησης» (ναι, υπάρχει τέτοιος δείκτης και φυσικά τον συντάσσει μια επενδυτική τράπεζα, η Natixis, που προφανώς κάποιες καλές ιδέες αξιοποίησης θα έχει για το κομπόδεμα των σχετικά πιο εύπορων συνταξιούχων), μόλις πάνω από Τουρκία, Κολομβία, Βραζιλία και Ινδία; Κάτω ακόμη και από την Κίνα, αλλά πολύ πιο κάτω και από την Τσεχία, τη Σλοβακία ή την Πορτογαλία (για να μη μιλήσουμε για τους προφανείς πρωταγωνιστές του δείκτη – ξέρετε, Σκανδιναβούς, Ελβετούς κ.λπ.). Μπας κι έχει γίνει κανένα λάθος; Μήπως οι ερευνητές έχουν καταρράκτη στο δεξί μάτι και πρεσβυωπία στο αριστερό (το αντίθετο με μένα, δηλαδή) και δεν διάβασαν σωστά τα στοιχεία; Οχι. Απλώς η Ελλάδα έχει μια καλή επίδοση στους υποδείκτες υγείας και ποιότητας ζωής (ας πούμε, είμαστε γερά σκαριά και το γλεντάμε), αλλά έχει άθλια επίδοση στους δείκτες «Χρηματοδότηση σύνταξης» και «Υλική ευημερία». Με λίγα λόγια, αποτυπώνεται με σχετική ακρίβεια η βίαιη φτωχοποίηση του πληθυσμού έπειτα από μια δεκαετία μνημονιακής «αναμόρφωσης», το πλιάτσικο στην περιουσία των Ταμείων, οι συντάξεις πείνας, ο ηλικιακός ρατσισμός, η αποστέρηση των ηλικιωμένων ακόμη και από τις οικονομίες μιας ζωής, γιατί χρειάστηκε να στηρίξουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους ή απλώς να επιβιώσουν. «Ανάλωση κεφαλαίου», που λέμε. Ισχύει και για το ανθρώπινο κεφάλαιο. 

Υποθέτουμε ότι δεν ήταν στις προθέσεις των συντακτών του δείκτη να κακοκαρδίσουν τους ενοίκους του μητσοτάκειου παράλληλου σύμπαντος, στο οποίο μειώνονται οι ανισότητες αν και αυξάνεται η φτώχεια ή χειροτερεύει η κατάσταση των συνταξιούχων. Εμένα πάντως με βοήθησε η καλή τράπεζα Natixis να βεβαιωθώ ότι ο καταρράκτης δεν έχει επεκταθεί και στον εγκέφαλο. 

Αλήθεια, μια και υπάρχει δείκτης για τις καλύτερες χώρες συνταξιοδότησης, έχει σκεφτεί κανείς να καταρτίσει έναν δείκτη best death places, τα καλύτερα μέρη για να πεθάνει κανείς; Πού θα ήταν άραγε η κατάταξη της Ελλάδας; (Ρωτήστε τον Λύτρα.) 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Με την πρεσβυωπία, Βέρα μου, ο φακός του ματιού σκληραίνει. Χάνει την ελαστικότητα που δίνει στην όραση τη δυνατότητα να προσαρμόζεται γρήγορα από το κοντινό στο μακρινό κι αντίστροφα. Για μας τους πρεσβύωπες, λοιπόν, η όραση διχάζεται. Η σιγουριά της γενικής, μακρινής εικόνας των πραγμάτων αντισταθμίζεται από την αμφιβολία που εγκαθίσταται στην κοντινή, εστιασμένη εικόνα. Αυτό είναι ένα «ο», αλλά μήπως είναι «α»; Εδώ γράφει «ουτοπία», αλλά μήπως γράφει «δυστοπία»; Αλλά, η αμφιβολία, Βέρα μου, δεν είναι κακό πράγμα. Κάθε άλλο. Χωρίς την αμφιβολία δεν παράγεται βεβαιότητα. Επομένως, η δική μας αμφίβολη όραση κι η δική σας βέβαιη και σταθερή, η φρέσκια και καθαρή ματιά της γενιάς σας κι η θολή ματιά της γενιάς των πρεσβυώπων πρέπει να συνεργαστούν για να «ξανασυλλάβουν» τον κόσμο που αλλάζει ταχύτατα, ρευστοποιείται, εξαερώνεται, απο-σχηματίζεται.

ΚΙΜΠΙ, Πρεσβυωπία, από τη στήλη «Γράμματα στην κόρη μου», περιοδικό ΜΟΝΟ, 11/5/2012 (σ.σ.: εντελώς αυτοαναφορική η στήλη σήμερα. Πουλάω εαυτόν κομμάτι κομμάτι). 


Saturday, September 24, 2022

Η κρίση των κρίσεων

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 24-25/9/2022


Εχω, λοιπόν, αυτό το μικρό, αλλά καταπληκτικό προνόμιο. Απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού μου, σε μια πολυκατοικία που έχει σκαρφαλώσει στο βουνό, στον Καρέα, βλέπω ένα μικρό κομμάτι Υμηττού. Αραιά δασωμένου, με ό,τι έχει αφήσει η τελευταία πυρκαγιά. Η πλαγιά που μου είναι ορατή ανάμεσα στους κορμούς των πεύκων έχει γίνει ροζ-μοβ. Γεμάτη κυκλάμινα. Ενα λαμπερό κέντημα πάνω στο καφετί χαλί από πευκοβελόνες και χώμα. Στο μεταξύ, μετά την τελευταία μπόρα, σιώπησε και ο τελευταίος τζίτζικας. Δεν σιώπησε απλώς, ψόφησε, αλλά ας μην το κάνουμε μελό. Αυτή είναι η φύση. Κι είναι παρηγορητικό γιατί κάνει ερήμην μας τη δουλειά της, όπως πάντα. Το φθινόπωρο ήρθε αμετακλήτως, η θερμοκρασία θα πέσει κι άλλο, θα ακολουθήσει ο χειμώνας - βαρύς, ελαφρύς, ποιος ξέρει; Τι να είπαν τα μερομήνια του Αυγούστου, για όποιον τα παίρνει τοις μετρητοίς; Οι εποχές συνεχίζουν τον κύκλο τους, παρά τις διαταραχές που τους έχουμε προκαλέσει. «Λοιπόν», θα ρωτούσε το κυκλάμινο το γραικό (έτσι λέγεται η ποικιλία που ενδημεί στα μέρη μας), αν είχε φωνή, «προς τι ο πανικός για τον χειμώνα που έρχεται; Κι εμείς ίσα που θα σταθούμε στους ισχνούς μίσχους μας μέχρι τον Νοέμβριο βαριά, και μετά πάπαλα, αλλά δεν το κάνουμε θέμα». 

Και δίκιο θα είχε το κυκλάμινο να απορεί και να μας τρολάρει. Κι ακόμη μεγαλύτερο δίκιο θα 'χε ο μακαρίτης ο τζίτζικας, που έχει φωνή και κάπως θα μπορούσε να μας τα ψάλει. Δεν φταίει ο χειμώνας που θα παγώσει η Ευρώπη - για την ακρίβεια, η Ευρώπη, με τις Αλπεις, τα Πυρηναία, τον Ρήνο, τον Δούναβη, τις θάλασσές της και τις πεδιάδες της, δεν θα πάθει τίποτα, οι κάτοικοί της θα παγώσουν. Το φθινόπωρο, ο χειμώνας, η εναλλαγή των εποχών με τους καύσωνες, τους παγετούς τους κι όλες τις ενδιάμεσες καταστάσεις είναι η παρηγορητική υπενθύμιση πως υπάρχει κάτι σταθερό και σχετικά προβλέψιμο στην ανθρώπινη κατάσταση. Αυτό τουλάχιστον συμβαίνει στα μερικές χιλιάδες χρόνια ανθρώπινου πολιτισμού. Το ασταθές και το απρόβλεπτο είναι η δική μας συμβολή στο χάος που αντικρίζουμε με δέος και αδυναμία να το διαχειριστούμε. 

Εδώ το κυκλάμινο μας βγάζει αυθάδικα τη μοβ-ροζ γλώσσα του. «Χαλαρώστε κι απολαύστε τη μητέρα όλων των κρίσεων που έχετε μέχρι τώρα προκαλέσει. Ζείτε την κρίση των κρίσεων»!

Εν μέρει έχει δίκιο το κυκλάμινο - ίσως και ο τζίτζικας. Μέχρι τώρα ακόμη και οι κρίσεις υποτίθεται ότι ακολουθούσαν κάποιους κανόνες, κάποια μοντέλα και σενάρια πρόβλεψης. Είχαμε κρίσεις τεχνολογικού μοντέλου, τις ωδίνες της μετάβασης από τη γεωργία στη βιομηχανία, από τη χειρωναξία στις μηχανές, από τον ατμό στον ηλεκτρισμό, από τον φορντισμό στον αυτοματισμό, από τη βιομηχανική αλυσίδα στην ψηφιακή οικονομία. Είχαμε κρίσεις του επιχειρηματικού και οικονομικού κύκλου, μια σχετικά προβλέψιμη και αναμενόμενη εναλλαγή εκρηκτικής κερδοφορίας και συρρίκνωσης, ανάπτυξης, στασιμότητας και ύφεσης. Είχαμε κρίσεις υπερσυσσώρευσης, φούσκες υλικών ή άυλων αξιών που έσκαγαν με πάταγο σε χρηματιστηριακά κραχ, για να δώσουν τη θέση τους σε έναν νέο κύκλο ανόδου μέχρι το επόμενο κραχ. Είχαμε ακόμη κρίσεις των αγορών, διαταραχές εφοδιασμού ή καθαρής κερδοσκοπίας στο παγκοσμιοποιημένο και πλήρως απελευθερωμένο εμπόριο. Είχαμε εμπορικούς πολέμους, επιθέσεις με δασμούς και αντίποινα προστατευτισμού. Είχαμε κρίσεις νομισματικές, νομίσματα να καταρρέουν με την πρώτη κερδοσκοπική επίθεση ενός τυχοδιώκτη. Είχαμε κρίσεις χρηματοπιστωτικές, κρίσεις τραπεζικές που οι κεντρικές τράπεζες έσπευδαν να αποσοβήσουν με πακτωλούς χρήματος και οι κυβερνήσεις με πανάκριβες διασώσεις με χρήματα των φορολογουμένων. Είχαμε κρίσεις αποπληθωρισμού και κρίσεις πληθωρισμού. Είχαμε κρίσεις γεωπολιτικές, περιφερειακές συγκρούσεις, πολέμους δι’ αντιπροσώπων, ανταγωνισμούς υπερδυνάμεων που πασχίζουν να παραμείνουν ή να γίνουν το κέντρο ισχύος του παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Είχαμε κρίσεις χρέους και χρεοκοπίες, κρατικές και ιδιωτικές, κρίσεις ενεργειακές, κρίσεις εφοδιαστικές, κρίσεις πρώτων υλών, κρίσεις πολιτικές, κρίσεις των συστημάτων διακυβέρνησης, κρίσεις υγειονομικές, κρίσεις επισιτιστικές, κρίσεις κοινωνικές, εκφρασμένες ακόμη και σε κανονικές λαϊκές εξεγέρσεις, που βρήκαν τελικά τοίχο, πνίγηκαν στο αίμα ή στον οδυνηρό συμβιβασμό.

Κουτσά-στραβά επιβιώσαμε σ’ αυτές τις κρίσεις, με τις αλλεπάλληλες μεταλλάξεις τους. Κι αν μιλήσουμε για την τελευταία δεκαπενταετία, για την Ευρώπη και ειδικά για την Ελλάδα, ας πούμε ότι μάθαμε πέντε-έξι πράγματα για τον μηχανισμό των κρίσεων, που δεν είναι φυσικά φαινόμενα, ούτε ήρεμες εναλλαγές εποχών και θερμοκρασιών, αλλά αποτέλεσμα ανθρώπινων ενεργειών: ένα ολέθριο μείγμα απληστίας του πλουσιότερου 1% της ανθρωπότητας και πολιτικού κυνισμού της τεχνοκρατικής ελίτ που κυβερνά χώρες, διακρατικές ενώσεις και διεθνείς οργανισμούς. Οι γκουρού των κρίσεων, οι «κρισιολόγοι», βγήκαν απ’ αυτή τη δεκαπενταετία, εκτός από πολύ πλουσιότεροι από το μοσχοπούλημα των αστοχιών τους, με την πεποίθηση ότι πρόσθεσαν νέα γνώση και νέους κανόνες στο μάνουαλ της διαχείρισης των κρίσεων. Ενα εμβόλιο αντισωμάτων στο ανθρώπινο σώμα, ένα εμβόλιο ποσοτικής χαλάρωσης στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, μια γερή δόση κρατισμού στην αμήχανη ιδιωτική οικονομία και καθαρίσαμε, έτσι; 

Αμ δε που είναι έτσι. Τώρα, αν εμείς -ο καθένας από μας που έχει μπροστά του έναν αγώνα επιβίωσης- έχουμε λόγο να νιώθουμε πιο χαμένοι και φοβισμένοι από ποτέ, οι «κρισιολόγοι» κάθε ειδικότητας πρέπει να πάνε να αυτοκτονήσουν. Δεν θα τους λυπηθούμε κιόλας, αλλά δυστυχώς αφορά εμάς πολύ περισσότερο απ’ αυτούς ότι ζούμε την κρίση των κρίσεων, τη συναστρία των καταστροφών. Υφεση, ανεξέλεγκτος πληθωρισμός, ενεργειακή φτώχεια, μείωση εισοδημάτων, έλλειψη πρώτων υλών, πολιτική αστάθεια, νέες κρίσεις χρέους, χρηματιστηριακά κραχ, νομισματικοί πόλεμοι, πολεμικός καπιταλισμός, στρατιωτικοποίηση, εθνικιστικές εξάρσεις, πυρηνική απειλή που μπορεί να μη μείνει μόνο απειλή, ακόμη κι ένας κανονικός Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος μπαίνει στον χάρτη των προβλέψεων. Αυτή είναι η κρίση των κρίσεων που αχρηστεύει τα εγχειρίδια των «κρισιολόγων» και μοιάζει να μη φτάνει πια για να την περιγράψει η κοινοτοπία της «τέλειας καταιγίδας». 

«Ποια καταιγίδα;» ρωτάει το κυκλάμινο. «Αν είναι σαν την προχθεσινή μπόρα, αντέχω δέκα τέτοιες μέχρι την ημερομηνία λήξης μου, τον Νοέμβριο». 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Διότι ο κάτοικος μιας χώρας έχει τουλάχιστον εννιά χαρακτήρες: έναν επαγγελματικό, έναν εθνικό, έναν κρατικό, έναν ταξικό, έναν γεωγραφικό, έναν φύλου, έναν συνειδητό, έναν ασυνείδητο, κι ίσως κι έναν ιδιωτικό χαρακτήρα. Τους συνενώνει μέσα του, αλλά αυτοί τον διαλύουν, κι έτσι ο ίδιος δεν είναι παρά ένα μικρό αυλάκι, αποτέλεσμα της διάβρωσης από τα πολλά ρυάκια που χύνονται μέσα του, για να ξαναβγούν μετά και να γεμίσουν μαζί με άλλα ρυάκια ένα άλλο αυλάκι. Γι’ αυτό και κάθε κάτοικος αυτής της γης έχει κι έναν δέκατο χαρακτήρα κι αυτός δεν είναι άλλος από τη φαντασίωση απλήρωτων χώρων. Εν τούτοις επιτρέπει στον άνθρωπο τα πάντα, εκτός από ένα: το να παίρνει σοβαρά ό,τι κάνουν οι τουλάχιστον εννέα υπόλοιποι χαρακτήρες του και ό,τι τους συμβαίνει, με άλλα λόγια δεν επιτρέπει αυτό ακριβώς που θα τον γέμιζε. 

Ρόμπερτ Μούζιλ, «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες» (βιβλίο πρώτο)