Saturday, January 29, 2022

Η Ελπίδα της Μήδειας

Εφημερίδα των Συντακτών, 20-30/2/2022

Οι ερασιτέχνες μετεωρολόγοι που βαφτίζουν τα χαμηλά βαρομετρικά, τους αντικυκλώνες και κάθε ιδιοτροπία της γήινης ατμόσφαιρας, πρέπει να προσέξουν τους συνειρμούς που προκαλούν. Πέρσι τέτοιον καιρό ήταν η «Μήδεια». Το όνομά της εκπέμπει κάτι απεχθές και αποκρουστικό. Εδώ που τα λέμε, τα παιδιά της σκότωσε η Μήδεια, δεν πάρκαρε παράνομα ώστε να καθαρίσει με μια κλήση. Αλλά πάλι, όσοι καταλαβαίνουν λίγο καλύτερα τον Ευριπίδη ίσως έχουν αντιληφθεί ότι κατά βάθος η παιδοκτονία δεν ήταν πράξη εκδίκησης, αλλά ελπίδας. Ελπίδας να ξανατραβήξει η Μήδεια την προσοχή του Ιάσονα. Να ’ταν αυτό το υπονοούμενο των Weathermen πίσω από την ονοματοδοσία του τελευταίου χιονιά; Μια πονηρή αντίστιξη για την Ελπίδα της Μήδειας, για την ευχή το περσινό μπάχαλο να είναι παρακαταθήκη για την αποφυγή επανάληψής του, και μάλιστα στο τετράγωνο; Δεν τους το ’χω, παρ’ όλα αυτά αυτή η σκηνοθετημένη σύμπτωση αποδεικνύεται βολική για να μιλήσουμε για την ολέθρια διασταύρωση κράτους και ιδιωτικού υπερκράτους (ή βαθέος κράτους ή παρακράτους, διαλέχτε) στο ολισθηρό οδόστρωμα των δημοσίων αγαθών και του δημοσίου συμφέροντος. 

Η διανομή ρόλων, βάσει της κραταιάς ιδεο-μυθολογίας των τελευταίων τριάντα ετών, είναι σαφής. Το κράτος –το γραφειοκρατικό, κομματοκρατούμενο, διεφθαρμένο, δυσκίνητο, σπάταλο κράτος– είναι η μοχθηρή Μήδεια που συστηματικά σκοτώνει τα παιδιά της. Η μόνη τους Ελπίδα είναι η λαμπερή, ευέλικτη, τσαχπίνικη ιδιωτική πρωτοβουλία, οι εθνικοί εργολάβοι και προμηθευτές –ενίοτε αποκαλούμενοι και νταβατζήδες, ακόμη και από υπεράνω αριστερής καχυποψίας δεξιούς πρωθυπουργούς–, στους οποίους ανατίθεται με το αζημίωτο η επιμελητεία της οικογένειας, δηλαδή η άσκηση κρατικής πολιτικής. Το μότο του νεοφιλελεύθερου εσμού προς το εργολαβικό καρτέλ ήταν σαφές: «Είσαι η Ελπίδα μας, πήδα μας, πήδα μας!» Οπερ και εγένετο.

 Το δίλημμα περί του «τις πταίει» για το μπάχαλο της «Ελπίδας», το Δημόσιο ή οι ιδιώτες που τους έχει ανατεθεί να κάνουν τη δουλειά του Δημοσίου, είναι ψευδές, παραπλανητικό και βλακώδες. Και κατά βάση ανυπόστατο. Η σύμφυση κράτους και επιχειρηματικών ομίλων έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι διαχωριστικές γραμμές τους να γίνονται διακριτές μόνο όταν τίθεται το θέμα της αστικής και της ποινικής ευθύνης απέναντι στους πολίτες/πελάτες. Δηλαδή, το ζήτημα των αποζημιώσεων και της φυλακής. Κι αυτό μόνον όταν δεν έχουν προβλεφθεί στις συμβάσεις και στη νομοθεσία οι κατάλληλες ρήτρες «ανωτέρας βίας» ή ασυλίας έναντι διώξεων. 

Ακόμη και από το σόου της αμοιβαίας επίρριψης ευθυνών μεταξύ Αρκτικής Οδού και υπουργείου Πολιτικής Ανασφάλειας οι πολίτες/πελάτες είχαν την ευκαιρία να αποκτήσουν μια πολύ διδακτική εικόνα για την ώσμωση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για την ιδιωτικοποίηση του κράτους. Μάθαμε, λοιπόν, για συσκέψεις στις οποίες συνομιλούν ως ισότιμοι συνδιαχειριστές της εξουσίας οι κρατικοί παράγοντες, αιρετοί ή φυτευτοί, και οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών οδών δημοσίας χρήσεως που αποκαλούνται κατ’ ευφημισμόν πια εθνικές οδοί και δημόσιοι αυτοκινητόδρομοι. Μάθαμε ότι ο λόγος ενός υπουργού, κατά συνθήκη ανθρώπου που έχει εξουσιοδοτηθεί να ασκεί κρατική κυριαρχία, έχει την ίδια βαρύτητα –ή ελαφρότητα– με τον λόγο ενός εντεταλμένου συμβούλου ενός επιχειρηματικού ομίλου. Μάθαμε ότι οι αποφάσεις από τις οποίες εξαρτάται η δημόσια ασφάλεια, ατομική και συλλογική, λαμβάνονται από ανθρώπους και καρτέλ εξουσίας που πρέπει να συμβιβάζουν κάθε φορά τα αντιφατικά και συγκρουόμενα συμφέροντά τους. Οι μεν το πολιτικό κόστος μιας διοικητικής απόφασης, οι δε την επίπτωσή της στα έσοδα και στα κέρδη τους. Σε τελική, έστω και ακραία, ανάλυση, η ζωή κι ο θάνατος του καθενός μας ζυγίζεται στην παλάντζα αυτών των συμφερόντων. 

Στην περίπτωση των εθνικών οδών αποκαλύπτονται οι μεγάλες παρενέργειες της ιδιωτικοποίησης του κράτους και των πιο ζωτικών λειτουργιών του, ιδιαίτερα αυτών που γίνονται αισθητές στην καθημερινότητα των πολιτών/πελατών. Καθώς το πρόσχημα του κατασκευαστικού κόστους έχει προ πολλού καταρριφθεί –μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα έχουν αποδειχθεί οι ΣΔΙΤ και οι συμβάσεις παραχώρησης– και το πρόσχημα της ιδιωτικής αποτελεσματικότητας θάφτηκε στα χιόνια, το εθνικό οδικό δίκτυο γίνεται πεδίο άρσης της κρατικής κυριαρχίας. Οι εθνικές οδοί είναι ιδιωτικές οδοί, τμήματα της επικράτειας της χώρας που έχουν εκχωρηθεί σε ιδιωτικούς ομίλους. Το αντίτιμο του διοδίου που πληρώνει κάθε πολίτης/πελάτης για τη διέλευσή του, δεν είναι απλώς τίμημα για παροχή υπηρεσιών. Είναι η βίζα για την είσοδο σε ένα κράτος Ι.Χ., το διαβατήριο για τη διέλευση από το ένα φέουδο στο άλλο. Είναι αμοιβή για άσκηση παράλληλης, ιδιωτικής κυριαρχίας στο οδόστρωμα και σε όσους το πατούν. Εστω και με ημερομηνία λήξης ή με αλλαγές φρουράς και αναδόχου. 

Αλλά αυτή η παράλληλη κυριαρχία έχει τις πλάτες της κεντρικής και επίσημης. Δεν ήταν νομοτελειακή και αναπόδραστη. Είναι προϊόν πολιτικών αποφάσεων, εξαγορών, διαφθοράς, ιδεοληψίας και μιας βαθύτατης πολιτικο-οικονομικής διαπλοκής. Η οποία γέννησε ένα σύστημα εξουσίας, με ενιαία επετηρίδα στελεχών όπου συνυπάρχουν πολιτικά τζάκια και οικονομικές φαμίλιες και εναλλάσσονται με ευχέρεια στους ρόλους των πολιτικών και των μάνατζερ. Το project είναι κοινό και μακρόπνοο, ενίοτε οι συντελεστές του πλακώνονται και μεταξύ τους, άλλοτε για την προμήθεια, άλλοτε για το πολιτικό κόστος και άλλοτε –καλή ώρα– για τις αστικές και ποινικές ευθύνες. Μην παραμυθιάζεστε, δεν υπάρχει πλευρά που έχει δίκιο και λέει αλήθεια. Κι είναι εντελώς ανόητο να διαλέγουμε εμείς, τα θύματα της τερατώδους ώσμωσης, πλευρά. 

Αν μπορεί να βγει κάτι καλό από την ολέθρια συνάντηση Μήδειας και Ελπίδας, είναι να ξεμπερδεύουμε με την απάτη του κράτους Ι.Χ. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Και πάλι εσκεπάστηκε ο κόσμος από χιόνι,

και τρεις ημέρες έχουμε τον ήλιο να ιδούμε,

και δίχως άλλο ο Ρωμηός μονάχος του μαλώνει…

Με θολωμένο ουρανό δεν θέλουμε να ζούμε.

Εμείς εσυνηθίσαμε εδώ εις την Ελλάδα

να κλείνουμε τα μάτια μας απ’ την πολλή λιακάδα


Ας έχουν μαύρες συννεφιές στη Λόντρα, στο Παρίσι,

ας έχουν πάγους, κρύσταλλα, βοριά, χαλάζι, χιόνι,

μέσα στη λάσπη ο Ρωμηός δεν ειμπορεί να ζήσει,

δεν θέλει το παπούτσι του ποτέ του να λασπώνει.

Ολίγος ήλιος κι ουρανός παντού ξαστερωμένος,

ιδού το μόνο όνειρο για το πτωχό μας γένος.


Γεωργίου Σουρή, «Χιόνια και ήλιος»


Saturday, January 22, 2022

Με βιάζουν σαν χώρα

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 22-23/1/2022

Ο βιασμός της Ηλέκτρας ("Ο Θίασος", 1975)

Η ιστορία της Γεωργίας Μ., ανεξάρτητα από την έκβαση της εισαγγελικής έρευνας και την τελική, δικαστική και τελεσίδικη εκδοχή αλήθειας, μπορεί να διαβαστεί κι αλλιώς: ως μια συνεκδοχή της κατάστασής μας ως κοινωνίας. Ως μια ανακεφαλαίωση της μεταπολεμικής ιστορίας μας. Ισως και όλης της ιστορίας μας ως «έθνους» 200 ετών. Ως μια αλληγορία του επαναλαμβανόμενου, οδυνηρού και σταθερά ατιμώρητου συλλογικού βιασμού μας. Του βιασμού μας ως κράτους προτεκτοράτου, ως υποτελών μιας αρπακτικής, άπληστης και ανίκανης ολιγαρχίας, ως υπηκόων ενός οικογενειοκρατικού, διεφθαρμένου και ανήθικου συστήματος εξουσίας, ως θυμάτων συστηματικής πλάνης, χειραγώγησης και εξαπάτησης από ένα πολιτικό σύστημα που τάζει παράδεισο και προσφέρει μόνο κόλαση. 

Διαβάζοντας τις αφηγήσεις για το τι συνέβη στη Θεσσαλονίκη την Πρωτοχρονιά, άγνωστο γιατί, ανακάλεσα μια εμβληματική σκηνή από τον επικό «Θίασο» του Αγγελόπουλου. Στην ταινία, ως γνωστόν, δεν υπάρχει κάποια γραμμική αποτύπωση του ιστορικού χρόνου, αλλά καταλαβαίνουμε πως βρισκόμαστε στην αρχή του Εμφυλίου. Είναι Απόκριες, από μακριά ακούγονται μουσικές και τραγούδια από αποκριάτικα πάρτι. Η ασάλευτη κάμερα του Αγγελόπουλου μας δείχνει τον διάδρομο του επαρχιακού φτηνού πανδοχείου που μένει το μπουλούκι των ηθοποιών του θιάσου- καμιά σχέση με σουίτες πεντάστερου-, ακούμε τους θορύβους της βίαιης αρπαγής μιας γυναίκας και ύστερα βλέπουμε τέσσερις ασφαλίτες με σχεδόν πανομοιότυπες γκαμπαρντίνες, καπέλα και πρόσωπα καλυμμένα με αποκριάτικες μουτσούνες να σέρνουν την Ηλέκτρα (Εύα Κοταμανίδου) στη σκοτεινή σάλα ενός καφενείου. Την ακινητοποιούν στο πάτωμα, οπότε ένας πέμπτος ασφαλίτης, με ίδια αμφίεση και μουτσούνα, τη βιάζει -ακούμε την οδύνη της- ρωτώντας την: «Πού είναι; Πού είναι;» «Στο βουνό… στο βουνό» είναι οι φράσεις που καταφέρνει να ψελλίσει η Ηλέκτρα ανάμεσα στις σιγανές κραυγές πόνου για τον αδελφό της Ορέστη, γιατί αυτόν ψάχνουν οι ασφαλίτες. Cut. Επόμενη σκηνή, ο μονόλογος της Ηλέκτρας. Για τον Δεκέμβρη, τις πλάνες, τις αυταπάτες, τις απάτες, την προδοσία κι όλα όσα κατέληξαν στον Εμφύλιο. Η μεταπολεμική ιστορία της χώρας ξεκινά με έναν βιασμό. Ακολούθησαν πολλοί αλλεπάλληλοι βιασμοί. Αλλοι σε σουίτες πεντάστερων ξενοδοχείων. Αλλά οι περισσότεροι σε βρόμικες αποθήκες, δρόμους και πεζοδρόμια. 

Οι πολιτικοί, οικονομικοί, κοινωνικοί και στρατιωτικοί νικητές της τελευταίας αναμέτρησης ανέπτυξαν μια νοσηρή νοοτροπία ληστρικής ιδιοκτησίας πάνω στο σώμα της χώρας. Μια αρρωστημένη κουλτούρα βιασμού του ανθρώπινου και φυσικού κεφαλαίου της. Παλιά και νέα τζάκια, απόγονοι μαυραγοριτών, καταληψίες του εθνικού πλούτου, βιαστές των φυσικών πόρων της χώρας, μικροί και μεγάλοι άρπαγες της γης, του υπεδάφους, των κάμπων, των βουνών, των δασών, των ακτών, των θαλασσών, με τη βοήθεια ενός πρόθυμου συστήματος εξουσίας -που κινήθηκε με άνεση από το αυταρχικό κράτος, την αστυνομοκρατία και τη στρατοκρατία στη φασιστική δικτατορία και ύστερα ξεπλύθηκε στην κοινοβουλευτική δημοκρατία- αυτοανακηρύχθηκαν σε ιδιοκτήτες του κοινωνικού σώματος. Το λεηλάτησαν με κάθε δυνατό τρόπο. Με διωγμό και με εκμαυλισμό. Με βία και με γοητεία. Με χαστούκια και με χάδια. Με εξορία και με εγκλωβισμό. Με μετανάστευση και με αστικοποίηση. Με φτωχοποίηση και με νεοπλουτισμό. Με στέρηση και με απληστία. Με προλεταριοποίηση και με μικροαστισμό. Με λιτότητα και με υπερχρέωση. Με εκσυγχρονισμό και με προγονοπληξία. Με ευρωπαϊσμό και με πατριδοκαπηλία. 

Μπορούμε να ανακεφαλαιώσουμε τις μεταπολεμικές δεκαετίες αυτής της χώρας ως μια διαδοχή αποτρόπαιων βιασμών της από τα «κακομαθημένα πλουσιόπαιδα» που αναδείχτηκαν ιδιοκτήτες της υπό την αιγίδα των διεθνών μαστροπών της. Το γεγονός ότι συχνά η έλλειψη αντίδρασης της κοινωνικής πλειοψηφίας απέπνεε «την εικαζόμενη συναίνεση του θύματος» δεν αναιρεί το έγκλημα. Οι αποικιοκρατικές συμβάσεις εκχώρησης του εθνικού πλούτου στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ήταν ένας βάναυσος βιασμός. Η αναπτυξιακή απάτη της χούντας ήταν ένας βιασμός. Ο καραμανλικός «εξευρωπαϊσμός» ήταν ένας βιασμός. Η αποβιομηχάνιση και η μαζική εγκατάλειψη των προβληματικών επιχειρήσεων από τους ιδιοκτήτες τους ήταν ένας βιασμός. Η εκρηκτική επέκταση του πιστωτικού συστήματος και το ανελέητο φόρτωμα των ανυποψίαστων ιθαγενών με δάνεια και κάρτες ήταν βιασμός. Ο μαζικός εκμαυλισμός του πλήθους στη μετοχική κερδοσκοπία και η απάτη του Χρηματιστηρίου ήταν ένας βιασμός. Η βίαιη και χωρίς πραγματικές προϋποθέσεις ένταξη στο ευρώ ήταν ένας βιασμός. Η επίπλαστη ανάπτυξη της δεκαετίας του 2000 ήταν ένας βιασμός. Η υπερχρέωση και η στοχοποίηση της χώρας από αγορές και δανειστές ήταν ένας βιασμός. Η χρεοκοπία, τα μνημόνια, η εσωτερική υποτίμηση, η μαζική φτωχοποίηση του πληθυσμού, η τεράστια ανεργία που προκάλεσαν, η ιδιωτικοποίηση όλης της δημόσιας περιουσίας, η κατάλυση της κυριαρχίας της χώρας από μια εξωθεσμική τρόικα, η αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος, οι δοτοί πρωθυπουργοί, οι βάναυσες παρεμβάσεις, οι εκβιασμοί της κοινωνίας στο σκίρτημα χειραφέτησής της στο δημοψήφισμα του 2015… Πέρα από τον στόμφο των λέξεων και των επιθέτων, όλη η προηγούμενη δεκαετία ήταν μια συρροή οδυνηρών βιασμών, με φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς το ίδιο συνονθύλευμα πολιτικών και οικονομικών τζακιών που χειρίζεται τη χώρα σαν άβουλο σκεύος ηδονής. 

Με βιάζουν σαν χώρα. Ακόμη και τώρα που μιλάμε είναι σε εξέλιξη ο συλλογικός βιασμός μας, ο βιασμός της αντοχής, της ανοχής, της κοινής λογικής. Κι είναι άξιο απορίας πώς δεν έχουμε ακόμη βρει το σθένος ως κοινωνία να πούμε «όχι», να αντισταθούμε σωματικά και ψυχικά και τελικά να ευνουχίσουμε επιτέλους πολιτικά τους βιαστές μας. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

«Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ’φαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ. Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Οσο το σκέφτομαι, μου ʼρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ʼμαι. Μια γυναίκα… δεν είναι σα μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απʼ αυτά. Εγώ δε θέλω να ʼμαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δε θέλω να είμʼ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ʼθελα να ζήσω, θα ʼθελα να μπορούσα να ζήσω, θα ʼμουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μʼ αφήνει να το θέλω, δε μʼ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή».

Δημήτρης Δημητριάδης, «Πεθαίνω σαν χώρα»  


Saturday, January 15, 2022

Η μεγάααααλη αύξηση του Κυριάκου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 15-16/1/2021

Προσεχώς δίπλα σας...


Μισθός, τιμή και κέρδος,
το θέμα μας σήμερα. Οχι, φίλοι μου, δεν προτίθεμαι να επαναλάβω τον άθλο του θείου Κάρολου, που σε τρεις-τέσσερις ώρες, πίσω στο μακρινό 1865, εξήγησε τον μηχανισμό του βιομηχανικού καπιταλισμού και το κοινωνικό ισοζύγιο μεταξύ διεκδικήσεων για μισθολογικές αυξήσεις, υπεραξίας και τιμάριθμου. Απλώς διαπιστώνω με άγρια χαρά πως τόσοι πολλοί και τόσο ετερόκλητοι στα κίνητρα και στις αντιλήψεις τους άνθρωποι έχουν βαλθεί να επιβεβαιώσουν τον Μαρξ. Από βλακεία, από θεία επιφοίτηση, από κυνισμό; Θα σας γελάσω, αλλά δεν έχει και τόση σημασία.

Αίφνης, ο γενναιόδωρος Μωυσής, αν και εκ γενετής βουτηγμένος στη μαρμίτα του νεοφιλελεύθερου φίλτρου, προανήγγειλε μεγάαααααλη αύξηση του κατώτατου μισθού. Πόσο μεγάααααλη, φιλαράκο (και μην πάει ο νους σας στα σεξιστικά υπονοούμενα), 6%, 7%, 10%; Πριν καταπιαστούμε με το μέτρημα, αξίζει να αναγνωρίσουμε ότι ο Μητσοτάκης, που δεν κάνει αυτό που του καταλογίζουν έμμετρα οι δεκάδες χιλιάδες στιχοπλόκοι που ανταποκρίνονται στο χάσταγκ #δικό_σας_συνάδελφοι, αναγγέλλοντας αύξηση μισθών, αναγνώρισε ότι δεν φταίνε αυτοί για τον πληθωρισμό. Κάτι είναι κι αυτό, ένα μικρό βήμα για τον Κυριάκο, ένα μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα, έστω κι αν το κίνητρο είναι η προεκλογική κωλοσφιξούρα. Αλλά μια πραγματικά μεγάαααλη αύξηση του κατώτατου μισθού θα σήμαινε τουλάχιστον ένα 20%, δηλαδή μια αποκατάσταση στα επίπεδα του 2010, όταν ο (προσαρμοσμένος στον τρέχοντα πληθωρισμό) βασικός μισθός είχε πιάσει το πικ του, τα 892 ευρώ, 150 ευρώ πάνω από τον ισχύοντα σήμερα. Αλλά ο #δικό_σας_συνάδελφοι νομίζει ότι θα μας ξεπετάξει με τρία κουλούρια τη μέρα, αντί του ενός. Αν τα έκανε καφέδες τουλάχιστον (2,50 ευρώ έκαστος, πλέον) κάτι θα γινόταν.


Ο Μωυσής, βεβαίως, έρχεται ως μετά Χριστόν προφήτης. Γιατί αυτό που μίζερα πάει να πουλήσει ως γενναιοδωρία είναι μια αναπόφευκτη παγκόσμια τάση, ένας μονόδρομος ακόμη και γι’ αυτούς που οραματίζονται τον ιδανικό άμισθο, αδάπανο και άσιτο εργάτη και υπάλληλο. Ακόμη και στη Μέκκα του σύγχρονου καπιταλισμού, στις ΗΠΑ, οι Μπάφετ, οι Μπέζος, οι Γκέιτς και οι Μασκ των πολυεθνικών αυτοκρατοριών βλέπουν να απειλείται το κολοσσιαίο επίτευγμά τους: ο συμβιβασμός και η εξοικείωση των έμμισθων υπηκόων τους με τις ελάχιστες απαιτήσεις επιβίωσης. Στη δυσκολία να βρουν εργαζόμενους σε εξειδικευμένες ή μη θέσεις εργασίας, αναγκάζονται να απαντήσουν με αύξηση ωρομισθίου και ημερομισθίου. Δεν ξέρουμε αν πράγματι αυτό που αποκαλείται «Μεγάλη Παραίτηση» και περιγράφεται ως εγκατάλειψη των κακοπληρωμένων και χαμηλής ειδίκευσης θέσεων εργασίας από νέους εργαζόμενους με υψηλά προσόντα και δεξιότητες είναι κάποιου είδους υπόρρητη, άτυπη ταξική εξέγερση ή απλώς επιλογή επιβίωσης και αυτοσυντήρησης. Εχει σημασία όμως ότι αναγκάζει επιχειρήσεις και πολιτικές αρχές σε αύξηση των βασικών μισθών. Οι Αμερικανοί διπλασιάζουν τα ωρομίσθια, Κυριάκο μου, και οι Γερμανοί πάνε για αυξήσεις 18%. Ερχεσαι τελευταίος και καταϊδρωμένος.

Ο,τι λάβουμε καλόν είναι, θα πείτε. Αλλά αν πρόκειται να μετρήσουμε πραγματικά πόσο μεγάααααλη αύξηση χρειάζονται οι μισθοί, θα βάλουμε στον λογαριασμό όλα τα νούμερα της συνάρτησης. Πρώτον, το πετσόκομμα του βασικού μισθού κατά 20% εν μιά νυκτί, τις τρομερές μέρες των μνημονίων. Δεύτερον, το «μέρισμα ανάπτυξης» που αντιστοιχεί στους μισθωτούς σκλάβους από τη θηριώδη (λέμε τώρα) αύξηση του ΑΕΠ που υπόσχεται φέτος η γαλαντόμα κυβέρνηση. Τρίτον, την αύξηση του «εισαγόμενου» πληθωρισμού (το λένε και το υπογραμμίζουν με κάθε ευκαιρία, λες και στην Ελλάδα δεν υπάρχει αγορά και έχει αίφνης παγώσει ο ελεύθερος ανταγωνισμός ή νόμος προσφοράς - ζήτησης). Αλλά, επειδή από το φοβερό μέγεθος που καλείται πληθωρισμός ουδόλως μας ενδιαφέρει η αύξηση των Rolex και των Vacheron Constantin που βρίσκονται σε τρομακτική έλλειψη ρίχνοντας σε βαθιά μελαγχολία και στέρηση τους CEO της εγχωρίας κλεπτοκρατίας, θα κρατήσουμε τον πληθωρισμό της επιβίωσης: το ρεύμα, το αέριο, το ψωμί, το γάλα, το κρέας, τα φρούτα, τα λαχανικά, τα κωλόχαρτα. Τα ελάχιστα που επιτρέπουν να ζούμε σαν άνθρωποι του 21ου αιώνα, και καταγράφουν ανατιμήσεις 10% έως 100% (και μετά τις επιδοτήσεις του Μωυσή). Τέταρτον, θα βάλουμε στον λογαριασμό και την αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων. Σόρι, αλλά αν ισχύουν όσα λένε για την απογείωση των τζίρων τους, των κερδών και των EBIDTA τους, όπως μας πρήζουν με τα τρίμηνα, εννιάμηνα και ετήσια αποτελέσματα, κι αν τους περισσεύουν και τόσα για φιλανθρωπία, εταιρική κοινωνική ευθύνη και τα συναφή, αν η αισιοδοξία που αποπνέουν για το κυριάκειο αναπτυξιακό άλμα έχει βάση, ας σκάσουν και καμιά σοβαρή αύξηση στους μισθούς.

Ομως, επειδή ο #δικός_σας_συνάδελφοι
μπορεί να έχει πρόβλημα με το μέτρημα, ας αφήσει τους ενδιαφερόμενους να αποφασίσουν για το πόσο μεγάααααλη αύξηση μισθών χρειάζεται. Ας αφήσει εργαζόμενους και εργοδότες, τους κοινωνικούς εταίρους, άμα τε και ταξικούς αντιπάλους, να παζαρέψουν, να συγκρουστούν, να αναμετρηθούν, να συμβιβαστούν για το πού πρέπει και μπορούν να πάνε οι μισθοί. Συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις λέγεται το σπορ, αν σας θυμίζει κάτι.
\


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

(Την εργατική τάξη...) δεν πρέπει, λοιπόν, να την απορροφάει αποκλειστικά ο αναπόφευκτος αυτός κλεφτοπόλεμος, που ξεπηδάει ολοένα από τους ακατάπαυστους σφετερισμούς του κεφαλαίου, ή τις μεταβολές στην αγορά. Πρέπει να καταλάβει πως, παρ’ όλες τις αθλιότητες που της επιβάλλει, το τωρινό σύστημα γεννάει ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές που είναι απαραίτητες για μια οικονομική ανοικοδόμηση της κοινωνίας. Αντί για το συντηρητικό ρητό: «Ενα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαια εργάσιμη μέρα» θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: «Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας».

Καρλ Μαρξ, «Μισθός, τιμή και κέρδος» (1865)

Saturday, January 8, 2022

Ο Λεβιάθαν στην εντατική

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 8-9/1/2022


Στην αρχή της πανδημίας, ακόμη και οι ακραιφνείς αντικρατιστές, από τους νεοφιλελεύθερους μέχρι τους αντεξουσιαστές, αποδέχθηκαν με φανερή ή κρυφή ανακούφιση την αφύπνιση του Λεβιάθαν, του τεχνητού θεού του κράτους, που ποτέ στην σύγχρονη ιστορία δεν ήταν τόσο κοντά στη γλαφυρή, προ τρεισήμισι αιώνων, περιγραφή του Χομπς για τη γέννηση του απεχθούς στην όψη αλλά τόσο αναγκαίου στην κόψη τέρατος. Καλοδεχούμενοι οι μεγάλοι περιορισμοί στην ελευθερία κίνησης (λοκντάουν), καλοδεχούμενο το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας, ευπρόσδεκτες και οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις στις ελεύθερες αγορές και ακόμη πιο ευπρόσδεκτοι οι κρουνοί χρήματος, άφθονου χρήματος, χρήματος από το ελικόπτερο, από το διάστημα, από τα έγκατα της Γης ή από τα βάθη των ωκεανών. Καλές και οι κρατικές ενισχύσεις και πάγκαλο το άνοιγμα του Πρυτανείου σε όλους όσοι έχαναν μισθούς, αμοιβές και τζίρους. Και άριστη – δεν το συζητάμε αυτό– η τοποθέτηση της οικονομικής ορθοδοξίας των μηδενικών ελλειμμάτων και της δημοσιονομικής λιτότητας στη βαθιά κατάψυξη, μέχρι νεωτέρας. 

Αυτή η αναβάπτιση του παρηκμασμένου Λεβιάθαν στα νάματα του κράτους έκτακτης ανάγκης και στον συναγερμό του οικουμενικού, πλανητικού κινδύνου (κάτι σαν εισβολή αιμοβόρων εξωγήινων), που έφερε σε αναγκαστικό συντονισμό πολιτικές ηγεσίες κάθε απόχρωσης και κάθε βαθμού αυταρχικότητας ή δημοκρατικότητας, θα μπορούσε να είναι η ευκαιρία μιας ανανέωσης του αραχνιασμένου κοινωνικού συμβολαίου. Ενα φρεσκάρισμα της συμφωνίας κυρίαρχου και υπηκόων, με την απαλλαγή της από τους καταχρηστικούς όρους και τις ρήτρες αναπροσαρμογής που της φόρτωσαν δεκαετίες νεοφιλελεύθερων και μονεταριστικών πειραμάτων. Μια ανανέωση της εμπιστοσύνης που έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα από τη μετατροπή του Λεβιάθαν σε λάφυρο των οικονομικών ελίτ, σε λεία των σαρκοβόρων αγορών, σε παραμάγαζο των κλεπτοκρατών που υποδύονται τις κυβερνήσεις και τα συστήματα διακυβέρνησης.

Η ευκαιρία χάθηκε. Αν ανακεφαλαιώσουμε τη διετή διαχείριση της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης –τη διαχείριση του πρώτου πραγματικά παγκόσμιου γεγονότος στην ιστορία της ανθρωπότητας–, θα καταλήξουμε στο θλιβερό συμπέρασμα ότι μια εκ πρώτης όψεως μονοδιάστατη και μονοσήμαντη κρίση, στην οποία τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο θα είχε η επιστήμη, το μικροσκόπιο και η βιολογία, στα χέρια του Λεβιάθαν εξελίχθηκε σε μια καθολική κρίση. Δεν υπάρχει σφαίρα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής που να μην έχει περιέλθει σε κατάσταση κρίσης. Από τα συστήματα υγείας μέχρι την εφοδιαστική αλυσίδα. Από τις τιμές των αγαθών μέχρι την αγορά εργασίας. Και από την ενεργειακή αγορά μέχρι τις γεωπολιτικές ισορροπίες της Γηραιάς Ηπείρου και όλου του πλανήτη. 

Δεν ήταν αναπόφευκτο να συμβεί αυτό. Ο Λεβιάθαν οδήγησε τον πλανήτη και τον εαυτό του στην εντατική γιατί στη θέση του ορθολογισμού της επιστήμης, με όλες τις βεβαιότητες και όλες τις αμφιβολίες της, έβαλε την κοινωνική μηχανική ως απόλυτο, σχεδόν μοναδικό εργαλείο αντιμετώπισης της κρίσης. Με αλλοπρόσαλλες επινοήσεις περιορισμών και απελευθερώσεων της κοινωνικής δραστηριότητας. Με σκοτσέζικα λουτρά λοκντάουν και πλήρους ασυδοσίας. Με απότομα κλεισίματα και αιφνιδιαστικά ανοίγματα της οικονομίας, Με εκρήξεις αισιοδοξίας περί τέλους της πανδημίας και βυθίσεις απαισιοδοξίας και κινδυνολογίας για ατέλειωτες μεταλλάξεις του κορονοϊού. 

Αλλά οι ιοί δεν καταλαβαίνουν από τη μεταφυσική του Λεβιάθαν. Τους είναι αδιάφορος ο βολονταρισμός και ο τυχοδιωκτισμός των πολιτικών ελίτ, οι αγωνίες τους για τους εκλογικούς κύκλους και τις ισορροπίες της εξουσίας. Στην εντατική η ζωή καθενός κρέμεται από ένα κουμπί. Ακόμη και η ζωή του Λεβιάθαν. Γιατί ακόμη και ο Χομπς τον αποκαλεί θεό, αλλά δεν παραλείπει να μας θυμίσει ότι είναι θνητός. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

[...] Αφού γίνει αυτό, το πλήθος που ενοποιείται έτσι σε ένα πρόσωπο ονομάζεται Πολιτική Κοινότητα και στα λατινικά civitas. Ιδού, λοιπόν, η γένεση εκείνου του μεγάλου Λεβιάθαν, ή μάλλον (για να μιλήσουμε με μεγαλύτερο σεβασμό) εκείνου του θνητού θεού, στον οποίο οφείλουμε, ύστερα από τον αθάνατο Θεό, την ειρήνη και την διαφέντεψή μας.

Τόμας Χομπς, «Λεβιάθαν, ή Υλη, Μορφή και Εξουσία μιας Εκκλησιαστικής και Λαϊκής Πολιτικής Κοινότητας»