tag:blogger.com,1999:blog-81045018310668517822024-03-17T20:03:45.217-07:00ΚΙΜΠΙΙστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση. ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.comBlogger851125tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-83275635508874121382024-03-17T03:15:00.000-07:002024-03-17T03:15:55.693-07:00Η ζωή στην πλατφόρμα <p><b>Η Εφημερίδα των Συντακτών, 16-18/3/2024</b></p><table align="center" cellpadding="0" cellspacing="0" class="tr-caption-container" style="margin-left: auto; margin-right: auto;"><tbody><tr><td style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjNVKzZltdQN_f0n4pHdYbuGI6Uihb9zmu2pxjBUTPKvGAhYLwANM6i3B5McxSpd9mhmnr6Bc_UZQY0Ut84EaiFxwG2HKcd0ftJitXA54hdm624EzqRIlfBgo4Z33Tuiexg47L5jsgd_xXxa2Cck_nKCP8PCOk7nxGWVA6cnv4aENN5QhsHy5wpOOq2zKI/s350/theplatform-screenshot-1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: auto; margin-right: auto;"><img border="0" data-original-height="197" data-original-width="350" height="225" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjNVKzZltdQN_f0n4pHdYbuGI6Uihb9zmu2pxjBUTPKvGAhYLwANM6i3B5McxSpd9mhmnr6Bc_UZQY0Ut84EaiFxwG2HKcd0ftJitXA54hdm624EzqRIlfBgo4Z33Tuiexg47L5jsgd_xXxa2Cck_nKCP8PCOk7nxGWVA6cnv4aENN5QhsHy5wpOOq2zKI/w400-h225/theplatform-screenshot-1.jpg" width="400" /></a></td></tr><tr><td class="tr-caption" style="text-align: center;">Μια ιδέα για τη ζωή στην πλατφόρμα στην έσχατη εκδοχή της <br />ίσως δίνει η ισπανική ταινία The Plattform. </td></tr></tbody></table><br /><p><b>Το κινητό μου με ρουφιανεύει ξεδιάντροπα.</b> Δεν ξέρω τι καταλαβαίνουν οι αλγόριθμοι της ατομικής μου επιτήρησης για τα γούστα, τις επιλογές, τις αναζητήσεις και τις συναλλαγές μου μέσω της συσκευής που έχει μετατραπεί σε συμπυκνωτή της ψηφιακής μας ύπαρξης, συνέχεια του χεριού μας και του μυαλού μας, αλλά οι ειδοποιήσεις και ενημερώσεις που μου στέλνει είναι σαν να προορίζονται για κάποιον άλλο. Ή μήπως εγώ έχω γίνει ήδη κάποιος άλλος και απλώς δεν το έχω αντιληφθεί; Παίζει κι αυτό, αν υπολογίσω πόσο έχει αλλάξει η σχέση μου με το κινητό, πόσα levels έχω ανέβει από τότε, δύο δεκαετίες πριν, που διακήρυσσα πως δεν μου χρειάζεται, αφού στο 80% του 24ώρου βρίσκομαι κοντά σε μια συσκευή σταθερού τηλεφώνου, ο νεκρός επικοινωνιακά χρόνος ήταν ελάχιστες ώρες της μέρας. </p><p><b>Αλλά το κινητό μου με ρουφιανεύει παράξενα.</b> Οι ενημερωτικές και ψυχαγωγικές προτάσεις που μου στέλνει η Google αντιστοιχούν σε έναν ανθρωπότυπο που καταναλώνει ίσως και το 50% της μέρας του στην παρακολούθηση σειρών και ταινιών. «Δείτε τρεις ταινιάρες που έχει αυτή τη βδομάδα το Ertflix». «Αυτές οι σειρές στο Netflix θα σας κάνουν να χάσετε τον ύπνο σας». «Υπάρχει κανείς που δεν θα κλάψει με το One Day;» «Ερχεται η 7η σεζόν του Black Mirror». Εσχάτως στις ειδοποιήσεις έχουν προστεθεί μερικές από Amazon Prime, Disney+, ενώ στη smart tv μου, που αν και smart τη χρησιμοποιώ με τον παραδοσιακό χαζό τρόπο, ως κανονική τηλεόραση, με τρομάζει ο αριθμός των πλατφορμών που προσφέρουν σειρές και ταινίες με 2 έως 10 ευρώ τον μήνα. </p><p><b>Βεβαίως ο αλγόριθμος που με επιτηρεί δεν κάνει λάθος. </b>Ξέρει ότι στο κινητό μου έχω εγκατεστημένες τις εφαρμογές δύο πλατφορμών streaming (δωρεάν ή «κλεμμένες» δεν τον πολυνοιάζει) και έχει κρυφοκοιτάξει στις τραπεζικές συναλλαγές μου διαπιστώνοντας ότι πληρώνω κάθε μήνα για μία τρίτη. Με αντιμετωπίζει ως κανονικό χρήστη και με βομβαρδίζει με επιλογές. Υποθέτω ότι αν διέθετα 4 με 5 ώρες τη μέρα στην παρακολούθηση σειρών και ταινιών, το καλάθι των προτάσεων της Google από τα δεκάδες ενημερωτικά σάιτ που διαγκωνίζονται ανελέητα στο clickbait δεν θα περιλάμβανε καν τις λίγες κανονικές ειδήσεις της πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας ή έστω τις γαστρονομικές προτάσεις που περιέχει η προσωποποιημένη λίστα ενημερώσεων.</p><p><b> Ενα πράγμα είναι βεβαίως το χρήμα</b>, τα τεράστια ποσά που παίζονται στην παγκόσμια βιομηχανία της ψηφιακής τηλεθέασης για να αποσπάσουν τον μηνιαίο οβολό εκατοντάδων εκατομμυρίων χρηστών σε όλο τον κόσμο, αλλά ένα άλλο πράγμα, ίσως πιο σημαντικό, είναι η ανθρωπολογική μετάλλαξη που συντελείται μέσα από την απορρόφηση όλο και μεγαλύτερου μέρους του ελεύθερου χρόνου των ανθρώπων, ειδικά των νεότερων, από τη μονοδιάστατη ψυχαγωγία της πλατφόρμας. Αναρωτιέται κανείς αν το «καθήκον» του χρήστη είναι να αναλώσει ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο για να δει απνευστί, με διαλείμματα για φαΐ και τουαλέτα, μια σειρά 8 επεισοδίων, τότε τι χρόνος τού μένει για φυσική, ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία χωρίς τη διαμεσολάβηση της οθόνης και των ακουστικών; Για μια βόλτα, λίγο διάβασμα, κουβέντα γύρω από ένα τραπέζι με κανονικό φαγητό ή απλό χάζεμα σε ένα πάρκο ή σε μια παραλιακή περαντζάδα;</p><p><b>Ολη μας η ζωή οργανώνεται πλέον ως μια διαδοχή συναλλαγών με πλατφόρμες. </b>Μεγαλώνει πια μια γενιά που η μόρφωσή της, οι δεξιότητές της, η εργασία της, η ψυχαγωγία της, η κατανάλωσή της, η σχέση της με την αγορά, το χρήμα, το πιστωτικό σύστημα, το κράτος και όλες τις τυπικά δημόσιες ή ιδιωτικά παρεχόμενες υπηρεσίες του γίνονται μέσω κάποιας πλατφόρμας. Ακόμη και οι σχέσεις της με την πολιτική και την όποια μορφή συλλογικής δράσης μεταφέρονται σταδιακά σε ψηφιακές πλατφόρμες χωρίς ορατή και φυσική ανθρώπινη διαμεσολάβηση. Τα κόμματα γίνονται κι αυτά πλατφόρμες με χρήστες, η ίδια η έννοια του πολίτη μεταλλάσσεται σε κάτι που προσομοιάζει με χρήστη υπηρεσιών ή πελάτη. Και φυσικά η δημόσια έκφραση, ατομική ή συλλογική, η ξεχασμένη παρρησία της κλασικής αθηναϊκής δημοκρατίας, διοχετεύεται στις πλατφόρμες των σόσιαλ μίντια, που λειτουργούν όχι ως φόρουμ, αλλά ως αρένες εκτόνωσης, χωματερές απόψεων και ναρκισσιστικής επίδειξης. </p><p><b>Ο καπιταλισμός της πλατφόρμας </b>δεν είναι απλώς μια διαρθρωτική αλλαγή στον τρόπο παραγωγής της αξίας και απόσπασης της υπεραξίας από τις πολυεθνικές που ελέγχουν τις παγκόσμιες ψηφιακές πλατφόρμες. Ούτε μόνο μια ριζική αλλαγή στη σχέση των μισθωτών/παραγωγών με τους κατόχους των ψηφιακών μέσων παραγωγής και των αλγόριθμων. Εξελίσσεται ραγδαία σε μια βίαιη και δυστοπική αλλαγή σε όλο το πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων και στη σχέση του ατόμου με το κράτος, την αγορά, το κοινωνικό σύνολο. Οι πλατφόρμες δεν εμπορευματοποιούν απλώς κάθε αγαθό, υπηρεσία, φυσικό πόρο και ανθρώπινη ανάγκη. Εμπορευματοποιούν τον χρόνο, την ανθρώπινη βούληση, τις ελευθερίες και τα δικαιώματα ατόμων και ομάδων, τον ίδιο τον τρόπο που είναι οργανωμένες οι σύγχρονες δημοκρατίες. </p><p>Πολίτες πελάτες, εργαζόμενοι πάροχοι υπηρεσιών, καταναλωτές χρήστες. </p><p><b>Παρότι ο καπιταλισμός, </b>το πιο ανθεκτικό και διαρκώς μεταλλασσόμενο σύστημα στην ιστορία της ανθρωπότητας, και ως καπιταλισμός της ψηφιακής πλατφόρμας δεν θα πάψει να λειτουργεί με σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο το κέρδος, το μεγάλο ερώτημα είναι τι είδους ανθρώπινα όντα «παράγει» η έσχατη μετάλλαξή του. Τι θα είναι, πώς θα είναι, πώς θα ζουν τον ελεύθερο και τον εργάσιμο χρόνο τους -αν διασωθεί αυτός ο διαχωρισμός- οι «ουμπεράνθρωποι» του εγγύς μέλλοντός μας; </p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ </b></p><p><i>Η επιλογή που έχουν οι χρήστες είναι απλή όσο είναι και δύσκολη: είτε αποδέχονται το γεγονός ότι η διαδικτυακή τους δραστηριότητα παρακολουθείται από την αγορά, η οποία και την εκμεταλλεύεται, είτε παύουν να χρησιμοποιούν μια σειρά από δημοφιλείς υπηρεσίες και αποκόβονται από ένα τεράστιο τμήμα της διαδικτυακής κοινωνικότητας αναλαμβάνοντας και το αντίστοιχο κοινωνικό και επαγγελματικό κόστος. Σε κάθε περίπτωση κανένας υφιστάμενος κανονισμός δεν μπορεί να τους βοηθήσει σε αυτό το δίλημμα.</i></p><p><i><b>Νίκου Σμυρναίου, «Το ολιγοπώλιο του διαδικτύου. Πώς οι Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft πήραν τον έλεγχο της ψηφιακής μας ζωής» (2018)</b></i></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-13864751373321356542024-03-09T12:21:00.000-08:002024-03-09T12:21:21.313-08:00Ο Τύπος επί των ήλων <p>Η Εφημερίδα των Συντακτών, 8-9/3/2024</p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjyfg3CshzlSU_Qrsi0-2qVS-HZajZ3OGG_HnKW_BCf2CkFnlRhL9SLKhJHBBY7HhBIgat0cSA73JZrglAifHTEiLiVfH_YhtsODGyt2WX0_5TYNuq-kly9Wky7pJaWZ0uyMP13AX7E8O3D7plY7ZoMK0dKBLyG8l9WYUo1nLojDuyikbU8THPtom1uOAw/s700/f0000.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="442" data-original-width="700" height="253" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjyfg3CshzlSU_Qrsi0-2qVS-HZajZ3OGG_HnKW_BCf2CkFnlRhL9SLKhJHBBY7HhBIgat0cSA73JZrglAifHTEiLiVfH_YhtsODGyt2WX0_5TYNuq-kly9Wky7pJaWZ0uyMP13AX7E8O3D7plY7ZoMK0dKBLyG8l9WYUo1nLojDuyikbU8THPtom1uOAw/w400-h253/f0000.jpg" width="400" /></a></div><br /><p><b>Μυρωδιά φρεσκοτυπωμένου χαρτιού.</b> Τα μελάνια πάνω στις πορώδεις σελίδες δεν έχουν ακόμη προλάβει να στεγνώσουν, το πολύ δέκα ώρες από τη στιγμή που βγήκαν από τα πιεστήρια, έγιναν δέματα, φορτώθηκαν στα φορτηγά και πήραν τον δρόμο της διανομής με κάθε μέσο, σε κάθε σημείο της ελληνικής επικράτειας. Ακόμη και σε απομακρυσμένα χωριά που τα έχει ήδη συρρικνώσει η εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση. Οι εφημερίδες φτάνουν, αφήνονται πάνω στα τραπέζια καφενείων για κοινή χρήση και ανάγνωση, μπαίνουν στα σπίτια μαζί με το φρέσκο ψωμί, κυκλοφορούν σε τσάντες ή φοιτητικές κωλότσεπες, ανοίγονται σε λεωφορεία, κρεμιούνται σε περίπτερα με την προειδοποιητική πινακίδα «Απαγορεύεται η λαθρανάγνωση». Που σήμαινε απλώς «αν θες να διαβάσεις, αγόρασε». </p><p><br /></p><p><b>Και πολλοί αγόραζαν.</b> Το 1974, μετά την πτώση της χούντας, έγινε ένα αξιοσημείωτο άλμα στις κυκλοφορίες των εφημερίδων. Πωλούνταν περίπου 600.000 φύλλα τη μέρα, που σημαίνει ότι τουλάχιστον 1,5 εκατ. πολίτες διάβαζαν ή έστω ξεφύλλιζαν μια εφημερίδα. Οταν μετά το 1982 προστέθηκαν και οι παχουλές κυριακάτικες εκδόσεις, η μέση ημερήσια κυκλοφορία εφημερίδων εκτοξεύτηκε πάνω από το 1 εκατ. φύλλα. Το «πικ» καταγράφεται το 2007, οπότε οι μεταλλαγμένες σε μίνι μάρκετ προσφορών κυριακάτικες εκδόσεις πουλούσαν 1,2 εκατ. φύλλα κάθε φορά. Ενας στους τέσσερις κατοίκους αυτής της χώρας έπαιρνε κάτι από την εφημερίδα. Το σώμα με την αρθρογραφία, το σομόν ένθετο, το περιοδικό ποικίλης ύλης, το CD, το DVD, το βιβλίο, το εκπτωτικό κουπόνι, το κραγιόν. Για τους μεσοαστούς και διαβαστερούς μικροαστούς η αγορά και ανάγνωση 3-4 εφημερίδων την Κυριακή μετέτρεπε την κατά Μαρξ «πρωινή προσευχή του αστού» σε μια ολική μαγνητική της πάλης των τάξεων και των τάσεων στην Ελλάδα και στον κόσμο. Οι μιντιάρχες έβαζαν τον τομογράφο και οι δημοσιογράφοι ήταν ακτινοδιαγνώστες. </p><p><br /></p><p><b>Επειτα άρχισε η κατάρρευση.</b> Μέχρι το τέλος των μνημονίων, η μέση κυκλοφορία των καθημερινών πολιτικών εφημερίδων έπεσε κάτω από τα 70.000 φύλλα τη μέρα και των εβδομαδιαίων Σαββάτου και Κυριακής κάτω από τα 200.000 φύλλα. Ετσι, το ενημερωτικό Βig Βang της μεταπολίτευσης, αυτή η έκρηξη ενημέρωσης, ελευθερίας έκφρασης, διακίνησης ιδεών, ανταγωνισμού επιρροής, συγκρούσεων για τον έλεγχο της διακυβέρνησης, της εξουσίας και του δημόσιου χρήματος, κιτρινισμού και διαπλοκής με μικρά και μεγάλα επιχειρηματικά τζάκια, προσγειώθηκε σε ένα μιντιακό limbo: τα μεγάλα εγχώρια ΜΜΕ είναι συγκεντροποιημένα σε λιγότερα χέρια από ποτέ, αλλά η επιρροή τους είναι συρρικνωμένη και αντισταθμίζεται από μια πανσπερμία πηγών πληροφόρησης, υπερπληροφόρησης, παραπληροφόρησης και αποπληροφόρησης, που ελέγχονται από πολυεθνικές πλατφόρμες με έδρα τη Silicon Valley ή την Ιρλανδία. Με λίγα λόγια, οι Ελληνες μιντιάρχες του 2024 λογικά έχουν συναίσθηση ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν την αλγοριθμική πλημμυρίδα των Μασκ, Γκέιτς και Ζούκερμπεργκ. </p><p><br /></p><p><b>Παρ' όλα αυτά το προσπαθούν</b>. Δεν πρόκειται να ξαναδούμε έναν Λαμπράκη σε ρόλο ρυθμιστή του συστήματος, ούτε τους Μπόμπολα, Κόκκαλη, Τεγόπουλο σε ολική επαναφορά, θα πορευτούμε μάλλον με το υπάρχον δυναμικό. Με Αλαφούζους, Βαρδινογιάννη, Κυριακού, σε ελεγχόμενες δόσεις μιντιακής επιρροής, αλλά χωρίς τις επεκτατικές διαθέσεις της δεκαετίας του ’90. Με Μελισσανίδη, Γιαννακόπουλο, Μάρη, Μπακοκαϋμενάκηδες, Φιλιππόπουλο και άλλους να συγκεντρώνουν μικρότερους, αλλά διόλου αμελητέους αστερισμούς μέσων. Αλλά και με το πρωτοφανές για τα δεδομένα της πεντηκονταετίας από τη μεταπολίτευση φαινόμενο ενός τεράστιου ενημερωτικού μονοπωλίου που σε μέγεθος και δυνατότητα επιρροής αντισταθμίζει όλους τους άλλους μαζί. Φυσικά μιλάω για τον Ομιλο του Βαγγέλη Μαρινάκη. </p><p><br /></p><p><b>Είχε ήδη πάρει όλο το βαρύ πυροβολικό του ΔΟΛ</b>, «Βήμα», «Νέα», in.gr, ανάστησε ακόμη και ξεχασμένους τίτλους όπως ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος», ελέγχει τη διανομή μέσω του Αργους, κατέστησε το Mega ένα πλήρως ανταγωνιστικό κανάλι, έχει και το ONE, είναι «μεσοτοιχία» και με έναν μικρότερο μιντιακό όμιλο με δύο τίτλους εφημερίδων, ραδιόφωνο, ιστοσελίδες. Αλλά η αγορά των τίτλων της πτωχευμένης «Ελευθεροτυπίας» κάνει τη μεγάλη διαφορά. Γιατί άραγε θέλει να ενισχύσει την παρουσία του στο πεδίο τής κατά τα λοιπά συρρικνούμενης έντυπης ενημέρωσης με τους τρεις πιο βαρείς τίτλους εφημερίδων της μεταπολίτευσης, που από το 1975 και για τρεις δεκαετίες διαγκωνίζονταν σκληρά στη διεκδίκηση του αντιδεξιού κοινού; Πώς θα συνυπάρξουν τα «ορφανά» του ΔΟΛ, που ακροβατούν κυρίως δίπλα και σπανίως απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη, με μια «Ελευθεροτυπία» που φιλοξενούσε τις πιο ριζοσπαστικές διαστάσεις της μεταπολίτευσης και συνομιλούσε με μια Αριστερά που εκτεινόταν από το ΠΑΣΟΚ μέχρι τις παρυφές της «ένοπλης ανυπακοής»; Και τι αξιοπιστία θα είχε μια «Ελευθεροτυπία» χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά που την έκαναν και οικονομικά ισχυρό πόλο, και ισότιμο συνομιλητή του μιντιακού και πολιτικού συστήματος; </p><p><br /></p><p><b>Προφανώς για τον Β. Μαρινάκη</b> το διακύβευμα μόνο οικονομικό δεν είναι. Ολα όσα έχει δώσει μέχρι σήμερα για τη μιντιακή συλλογή του και τα άλλα αποκτήματά του πέραν της ναυτιλίας είναι τα ναύλα μερικών φορτίων πετρελαίου ή LNG, ακόμη κι αν δεν πρέπει να διασχίσει την επικίνδυνη Ερυθρά. Προφανώς η πρόθεση, έστω κι αν δεν έχει πάρει ακόμη τον χαρακτήρα μιας πλήρως διαμορφωμένης στρατηγικής, είναι να παίξει ρόλο στην ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος, ιδιαίτερα στο πεδίο της κατακερματισμένης και αποδυναμωμένης Αριστεράς και Κεντροαριστεράς. </p><p><br /></p><p><b>Ομως, η προσομοίωση της μεταπολίτευσης</b> είναι πρακτικά αδύνατη. Η ελληνική κοινωνία και οικονομία έχουν ριζικά μετασχηματιστεί. Από τα παλιά επιχειρηματικά τζάκια ελάχιστα απομένουν ενεργά, κυρίως στο Ελντοράντο των δημόσιων έργων και της ενέργειας, τα περισσότερα έχουν υποκατασταθεί από επενδυτικά funds που ελέγχουν το τραπεζικό σύστημα και ό,τι έχει απομείνει ως παραγωγική δραστηριότητα στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Ο Τύπος έπεσε κι αυτός θύμα αυτού του μετασχηματισμού, πληρώνει ακόμη τις χρεοκοπίες και τα φιάσκα των παλιών ιδιοκτητών του. Επομένως, η ανασύσταση του ρόλου του ως μοχλού διαμόρφωσης του πολιτικού συστήματος, ως κυρίαρχου πόλου στην αγορά πολιτικής επιρροής φαίνεται από δύσκολη έως αδύνατη. Τι νόημα έχει να ελέγχεις πέντε ή δέκα εφημερίδες, όταν δεν μπορείς να εξασφαλίσεις μέσω του δικού σου δικτύου διανομής να φτάνουν έστω στο 50% της επικράτειας; Εκτός αν πίσω από την υπερσυγκέντρωση κρύβονται άλλες υψηλές, μπερλουσκονικές φιλοδοξίες. Θα δείξει. </p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ </b></p><p><i>Ο κ. Κ. αντάμωσε τον κ. Βιρ που έκανε πόλεμο στις εφημερίδες. Είμαι ένας μεγάλος εχθρός των εφημερίδων, είπε ο κ. Βιρ, δεν θέλω εφημερίδες. Ο κ. Κ. αποκρίθηκε: Εγώ είμαι ακόμη μεγαλύτερος εχθρός των εφημερίδων. Θέλω άλλες εφημερίδες.</i></p><p><i>Γράψτε μου σ’ ένα χαρτί, είπε ο κ. Κ. στον κ. Βιρ, τι ζητάτε για να μπορούν να εκδίδονται εφημερίδες. Γιατί οι εφημερίδες δεν θα πάψουν να εκδίδονται. Ζητήστε όμως το ελάχιστο. Αν για παράδειγμα ζητούσατε να τις εκδίδουν άνθρωποι που εξαγοράζονται, αυτό θα μου ήταν πιο ευχάριστο από το να ζητάτε αδέκαστους, γιατί αυτούς που εξαγοράζονται θα τους δωροδοκούσα για να βελτιώσουν τις εφημερίδες. Μα κι αν ακόμα ζητάτε αδέκαστους ας αρχίσουμε να ψάχνουμε μπας και τους βρούμε, κι αν πάλι δεν τους βρούμε ας δοκιμάσουμε να τους φτιάξουμε.</i></p><p><i><b>Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Ιστορίες του κ. Κόινερ»</b></i></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-67710514070469642222024-03-02T15:29:00.000-08:002024-03-02T15:29:08.899-08:00Μικραίνω σαν χώρα <div>Η Εφημερίδα των Συντακτών 3-4/3/2024</div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgiu6QWEVQFgkRFkt3stVEmWFCSyP1_809zz1YfFBLPxTpeIIeLm3Vswc7cZLzrTfjo7rbZjTgbF9_bDrdRCHd9PUiC8n_qmAHfr-NM5kZARZG1ie2HbwpmkiWp5UnlhF4G0iRxM8kIrGBTF0KppgzknXQIJRiV3BHAZqkWTXaekV3mbz6EQlR2e_Zb8zE/s1020/23-athina.jpeg.webp" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="575" data-original-width="1020" height="225" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgiu6QWEVQFgkRFkt3stVEmWFCSyP1_809zz1YfFBLPxTpeIIeLm3Vswc7cZLzrTfjo7rbZjTgbF9_bDrdRCHd9PUiC8n_qmAHfr-NM5kZARZG1ie2HbwpmkiWp5UnlhF4G0iRxM8kIrGBTF0KppgzknXQIJRiV3BHAZqkWTXaekV3mbz6EQlR2e_Zb8zE/w400-h225/23-athina.jpeg.webp" width="400" /></a></div><br /><div><br /></div><div><b>Πώς το ’φερε η κουβέντα </b>και προ ημερών αρχίσανε στην εφημερίδα οι μεταξύ αστείου και σοβαρού αναπολήσεις περασμένων δεκαετιών και καθώς συνυπάρχουμε εκεί περίπου 2,5 γενιές ανθρώπων, η παιδική ηλικία των μεγαλύτερων εξ ημών σηκώνει τα αναμενόμενα αστεία, «πες μας τώρα και για τους Βαλκανικούς Πολέμους», «ήσουν και στο Εσκί Σεχίρ;», «στον Γράμμο κρύωνες;». Οχι, τόσο παλιός δεν είμαι, αλλά σε κάποιους η δεκαετία του 1960, που γεννήθηκα κι έζησα ως παιδί, είναι ήδη πολύ μακρινή και εξωτική, όχι μόνο λόγω του ταραχώδους ιστορικού φορτίου της, αλλά και λόγω του ριζικά διαφορετικού κοινωνικού τοπίου της. Και μια που στην έβδομη δεκαετία της ζωής η κοντινή μνήμη κονταίνει κι ασθενεί, αλλά η μακρινή ζωντανεύει και ρέει (δεν ξέρω τι βιολογία έχει αυτό), άρχισα κι εγώ, βοηθούντος του κατά τι μεγαλύτερου Τ., να ανακαλώ εικόνες της παιδικής μου Αθήνας.</div><div><br /></div><div> <b>Μπάνιο στη σκάφη μια φορά τη βδομάδα</b>, στο πλυσταριό, τουαλέτα τούρκικη, για κάποια χρόνια κοινόχρηστη, σκούπισμα με εφημερίδα, ψυγείο πάγου, παγοπώλης που άφηνε την παγοκολόνα στην πόρτα, γαλατάς που άφηνε τα γεμάτα μπουκάλια κι έπαιρνε τα άδεια από τα σκαλιά, ελλιπής παστερίωση και φύλαξη, σκουληκάκια στα έντερα και οδυνηρή φαγούρα, μαγείρεμα στην γκαζιέρα, το ψητό μια φορά τον μήνα στον φούρνο της γειτονιάς, γανωματήδες, καρεκλάδες, παπλωματάδες, τροχιστές μαχαιριών, μανάβηδες με γαϊδουράκι, ακόμη και μικρά κοπάδια πρόβατα μπορεί να βοσκούσαν μέχρι το 1967 σε μεγάλες αλάνες που δεν τις είχε προλάβει η καραμανλική αντιπαροχή στον Νέο Κόσμο και στο Δουργούτι, μια ανάσα από το κέντρο της Αθήνας, η οποία γινόταν ταχύτατα η μεγαλούπολη που εξωραΐζουν οι ταινίες του Φίνου ή του Καραγιάννη. Αν θέλει κανείς μια πιο ρεαλιστική κινηματογραφική εικόνα της αθηναϊκής περιφέρειας, καλύτερα να δει τη «Συνοικία το Ονειρο» του Αλεξανδράκη. </div><div><br /></div><div><b> Παρ’ όλα αυτά, η επαρχία της Αθήνας </b>ήταν ταυτόχρονα ένας μεγάλος, ραγδαία μεταβαλλόμενος και μεγεθυνόμενος κόσμος. Επαιρνες το λεωφορείο, όχι πολύ μακριά από το σπίτι, κι ήσουν σε λίγα λεπτά στο Ζάππειο, στη βουερή Πανεπιστημίου, στην Ομόνοια. Επαιρνες τον ηλεκτρικό και σε τρία τέταρτα ήσουν στο λιμάνι, κι από εκεί με πλοίο στο νησί σου ή στο χωριό σου, κάπου στον Αργολικό, γιατί οδικώς μπορεί να ήθελες κι επτά ώρες για μια διαδρομή 150 χιλιομέτρων, οι εργολάβοι μόλις άρχιζαν το οδικό έπος τους. Επαιρνες το λεωφορείο κάτω από την Ομόνοια και πήγαινες στα ΚΤΕΛ, που κουτσά- στραβά είχαν ένα δίκτυο που σε συνέδεε με τις βασικές πόλεις της Ελλάδας. Οι πιο μπρούκληδες είχαν την πολυτέλεια του «αγοραίου» που τους έπαιρνε από το σπίτι, λίγοι είχαν αυτοκίνητο και ελάχιστοι είχαν μπει σε αεροπλάνο της Ολυμπιακής. </div><div><br /></div><div><b>Πάντως, όλα αυτά σου έδιναν</b> την αίσθηση μιας χώρας που μεγαλώνει, μεγαλώνει εν μέσω πολιτικής ταραχής, σκότους και φόβου, μεγαλώνει εν μέσω σκανδάλων και λεηλασίας, μεγαλώνει ταχύτατα και μέσα από τρομακτικές αντιφάσεις, αυτές που επέτρεπαν να συνυπάρχει στην ίδια πρωτεύουσα ο περιπλανώμενος μανάβης και ο οικοδομικός οργασμός που τη μεγέθυνε καθ’ ύψος, ώστε να χωρέσουν οι εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες που συνέρρεαν εδώ.
Για ένα παιδί που στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 δεν ξεπέρασε το ενάμισι μέτρο, όλα φαίνονταν μεγάλα. Μεγάλωνα σαν χώρα. Οχι βάσει κάποιου πολιτικού σχεδίου, κάποιου μεγαλόπνοου αστικού οράματος -εκ των υστέρων χώνεψα πως το μόνο όραμα της εγχώριας ελίτ ήταν η αρπαχτή, εξ ου και πότε με τον αστυφύλαξ πότε με τον χωροφύλαξ, και με τη χούντα και με τη Μεταπολίτευση και με τη βοθρίλα και με την πράσινη μετάβαση-, αλλά με τον τρόπο που ένας οργανισμός χωρίς σαφή γενετικό προγραμματισμό επεκτείνεται σε όλες τις κατευθύνσεις: αριστερά και δεξιά, πάνω και κάτω, μπροστά και πίσω, ανατολικά και δυτικά, προς τα μέσα και προς τα έξω. </div><div><br /></div><div><b>Ετσι μεγάλωνε όλος ο κόσμος βέβαια</b>, αλλά πού να το ξέρω εγώ, ο κόσμος όλος ήταν ο Νέος Κόσμος, η Αθήνα, ο Αργοσαρωνικός, η Αργολίδα, άντε να έφτανε μέχρι Πάτρα, αλλά αργότερα μεγάλωσε κι άλλο, έφτασε και Λάρισα και Γιάννενα και Θεσσαλονίκη, και μια δεκαετία μετά μέχρι Αλεξανδρούπολη, αλλά όχι με τρένο.
Ο άλλος κόσμος, δυτικότερα της καθ’ ημάς Ανατολής, μεγάλωνε πολύ πιο ραγδαία. Μας τα λέγαν με δόσεις υπερβολής οι μετανάστες συγγενείς ή όσοι σπούδαζαν Γαλλία, Γερμανία ή Ιταλία, κυρίως στην τελευταία, που μάλλον μεγάλωνε βάσει σχεδίου, το οποίο στα παιδικά μου μάτια αποκαλύφθηκε με ένα δώρο από εκεί: ένα τρενάκι που κινούνταν με μπαταρία πάνω σε μια κυκλική τροχιά από ράγες που έπρεπε κάθε φορά να ενώνω με προσοχή -είχε μια αμαξοστοιχία με τρία βαγόνια- κι αυτό ήταν μια ιεροτελεστία, γιατί τα καλά κι ακριβά παιχνίδια απαιτούσαν σεβασμό. </div><div><br /></div><div><b>Αλλά εκείνο που εμένα με εντυπωσίαζε</b> πιο πολύ ήταν η εικόνα στο κουτί, μια πανοραμική φωτογραφία κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού, μάλλον του Μιλάνου, με δεκάδες σιδηροδρομικές γραμμές και αμαξοστοιχίες να έρχονται και να φεύγουν. Κι εκεί άρχισα μάλλον να καταλαβαίνω πως ο τρόπος που μεγάλωνε η χώρα μου είχε μια θεμελιώδη αναπηρία που δεν θα της επέτρεπε ποτέ να μεγαλώσει πραγματικά. Γιατί όταν ρώτησα τον θείο που έφερε το δώρο «πού πάνε όλα αυτά τα τρένα;» μου είπε «παντού, Ρώμη, Νάπολη, Βενετία, πάνε στην Ελβετία, στη Γαλλία, στη Γερμανία», τα τρένα μεγάλωναν την Ιταλία και κάθε μια από αυτές τις χώρες στο μέγεθος της μισής Ευρώπης. Κι ακόμη τις μεγαλώνουν. </div><div><br /></div><div><b> Ισως γι’ αυτό το έγκλημα των Τεμπών</b> είναι το σημαντικότερο τεκμήριο ότι, αντιθέτως απ’ όσα πίστευα μικρός, αυτή η χώρα (ως συνεκδοχή αυτών που την κακοποιούν εδώ και δεκαετίες) πεθαίνει και μας πεθαίνει, μικραίνει και μας μικραίνει με όλους τους δυνατούς τρόπους. Μικραίνει στο μέγεθος των μικρών και μικρόνοων ηγετών της που αδυνατούν σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά να υλοποιήσουν έστω και το 50% του σιδηροδρομικού οράματος του Τρικούπη, θεωρώντας σημαντικότερο εκσυγχρονισμό το να βάλει POS ο πλανόδιος μανάβης και να επιδοτηθούν τα ηλεκτρικά ενοικιαζόμενα του Βασιλάκη, παρά να αποκτήσει η χώρα ένα πλήρες και ασφαλές σιδηροδρομικό δίκτυο που θα τη μεγάλωνε στο μέγεθος της Ευρώπης. Νόμιζα πως μεγάλωνα, αλλά εδώ και έξι δεκαετίες μικραίνω, σαπίζω και πεθαίνω σαν χώρα.
</div><div><br /></div><div><br /></div><div><br /></div><div><b> ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ </b></div><div><br /></div><div> <i>Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ’φαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ. Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Οσο το σκέφτομαι, μου ’ρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ’μαι. Μια γυναίκα… δεν είναι σαν μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απ’ αυτά. Εγώ δεν θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δεν θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δεν μ’ αφήνει να το θέλω, δεν μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή. (… ) Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. </i></div><div><i><br /></i></div><div><i><b> Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σαν χώρα»
</b></i></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-18763095178247724672024-02-24T23:08:00.000-08:002024-02-24T23:08:39.386-08:00Ευτυχόμετρα και δυστυχόμετρα <p>Η Εφημερίδα των Συντακτών, 24-25/2/2024</p><p><br /></p><table align="center" cellpadding="0" cellspacing="0" class="tr-caption-container" style="margin-left: auto; margin-right: auto;"><tbody><tr><td style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi-B3D1XfvtUDkWaBc0wxB1LElky9P0jh38mJsAaYs36__xSiEV6KBcRNnBL2T8YD3PNgZqRwet1cePt9Q8sECKoOOVXbFHeNU1zAx70h35OPSC0h7LL9U6B-0nWw_G8rdlrL5_svnDhftjmWd4JIRxEzkD7z_k7UpGmGgisMI05KI37UGYKubPx4TbFLE/s1100/0_ZAEuO5X5jDhT_zjj.webp" imageanchor="1" style="margin-left: auto; margin-right: auto;"><img border="0" data-original-height="825" data-original-width="1100" height="300" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi-B3D1XfvtUDkWaBc0wxB1LElky9P0jh38mJsAaYs36__xSiEV6KBcRNnBL2T8YD3PNgZqRwet1cePt9Q8sECKoOOVXbFHeNU1zAx70h35OPSC0h7LL9U6B-0nWw_G8rdlrL5_svnDhftjmWd4JIRxEzkD7z_k7UpGmGgisMI05KI37UGYKubPx4TbFLE/w400-h300/0_ZAEuO5X5jDhT_zjj.webp" width="400" /></a></td></tr><tr><td class="tr-caption" style="text-align: center;">Καμιά αντίρρηση. Ο,τι χρειάζομαι είναι λιγότερο χρέος...</td></tr></tbody></table><br /><p><b> Είμαι έτοιμος να συμφωνήσω </b>με τον Μπάμπη (Μιχάλη), που το περασμένο Σάββατο δημοσίευσε στην «Εφ.Συν.» την άκρως ενδιαφέρουσα έρευνα για τις αυτόνομες κοινότητες σε πολλές περιοχές της Γης οι οποίες αποδεικνύουν ότι «τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία» (διαβάστε το: «Εφ.Συν.» 24-25/2/2024). Ή ότι εν πάση περιπτώσει ο βαθμός ικανοποίησης από τη ζωή δεν εξαρτάται από την ποσότητα χρηματικού πλούτου που διαθέτει κανείς. </p><p><b>Είμαι επίσης διατεθειμένος</b> να συμφωνήσω και με τον Τάσο (Τσακίρογλου), που στο αντίστοιχο podcast του (ακούστε το στο efsyn.gr) επαύξησε την προσέγγιση του Μπάμπη, εισφέροντας κι άλλες μελέτες, εμπειρίες και θέσεις που καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Είμαι πρόθυμος να συμφωνήσω ότι πράγματι τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία, αρκεί προηγουμένως να βρεθεί κάποιος να μου πληρώσει τα εξής: τα τέλη κυκλοφορίας που λήγουν σε λίγες μέρες, τους λογαριασμούς της σταθερής και κινητής τηλεφωνίας που εκκρεμούν, τον λογαριασμό της ΔΕΗ (πράσινο τιμολόγιο), που νόμιζα ότι θα έρθει χαμηλότερος αλλά ήρθε 30% πάνω, τις περσινές δόσεις του ΕΝΦΙΑ που είναι ληξιπρόθεσμες και όλο και τσιμπάνε λίγα ευρουλάκια προσαύξησης, τις νέες δόσεις του ΕΝΦΙΑ που ετοιμάζονται να κρεμαστούν στο myAADE (σ.σ. δεν ξέρω αν έχετε αντιληφθεί ότι με τόσα my που διαθέτουμε έχουμε γίνει συνιδιοκτήτες της χώρας), τα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας, τις δόσεις του στεγαστικού δανείου μη γίνει καμιά στραβή και μπουκάρει η τράπεζα στο σπίτι, τα ασφάλιστρα κατοικίας (που δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς μας προσφέρουν), τα ασφάλιστρα του αυτοκινήτου (γι’ αυτά κάτι έχω καταλάβει), ένα στοιχειώδες σέρβις στο σαράβαλο που έχει να δει συνεργείου πρόσωπο τρία χρόνια, τις βενζίνες για να εξασφαλίσουμε τουλάχιστον το πήγαιν'-έλα στη δουλειά, την εξαγορά μερικών πλασματικών χρόνων μπας και καταφέρω να πάρω ποτέ σύνταξη, τα ψώνια του σουπερμάρκετ και της λαϊκής (ως οικογένεια είμαστε πλέον μετριοπαθείς καταναλωτές, δεν είναι πολλά), την αντικατάσταση δύο-τριών ηλεκτρικών συσκευών που τα έχουν φτύσει, τα δίδακτρα για ένα μεταπτυχιακό της κόρης μου (ιδανικά εκτός Ελλάδας, αλλά συμβιβαζόμαστε και με εγχώριο δημόσιο ΑΕΙ) και, τέλος, επειδή ούκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος, ένα μικρό επίδομα αναψυχής ίσα για να καλύπτει την έξοδο του Σαββατοκύριακου (ένα σινεμαδάκι και μια μπίρα, η παιδαγωγική της λιτότητας μας έχει κάνει εγκρατείς) και ένα πενθήμερο διακοπών τον χρόνο. </p><p><b>Ζητάω πολλά; Οχι υποθέτω.</b> Τα στοιχειώδη, αυτά που βασανίζουν τον μέσο άνθρωπο των βιομηχανικών και μεταβιομηχανικών κοινωνιών, του οποίου οι πραγματικές, οι επινοημένες ή επιβεβλημένες ανάγκες του ακολουθούν τον οικονομικό και επιχειρηματικό κύκλο και τη λατρεία της οικονομικής μεγέθυνσης, ανεξάρτητα από τον βαθμό ικανοποίησης και απόλαυσης (αν υποθέσουμε πως αυτά τα δύο είναι συστατικά της «ευτυχίας) που αντλεί από αυτές. </p><p><b>Αυτή η εκθετική οικονομική μεγέθυνση</b>, η ανάπτυξη εντός ή εκτός εισαγωγικών, μετριέται σε χρήμα αενάως αυξανόμενο. Αν όπως μας λέει η Credit Suiss, που έχει το κατά τεκμήριο πιο αξιόπιστο πλουτόμετρο, ο παγκόσμιος πλούτος είναι περίπου 450 τρισ. δολάρια και θα ξεπεράσει τα 600 τρισ. στα επόμενα τρία χρόνια, κανονικά θα έπρεπε όλοι να είμαστε αν όχι ευτυχείς, πάντως λιγότερο δυστυχείς. Αλλά δεν παίζει αυτό, όχι μόνο γιατί τα πολλά λεφτά βρίσκονται στη λάθος πλευρά της Ιστορίας, της κοινωνίας και του πλανήτη. Ούτε μόνο γιατί υπάρχουν πράγματα που το χρηματικό ευτυχόμετρο δεν τα πιάνει –κοινωνικές σχέσεις, ελευθερίες, δικαιώματα, ένα ερωτικό φιλί, ένα παιδικό χάδι, ένα χαλαρό ριγιούνιον με παιδικούς φίλους. Αλλά και γιατί πάνω από το μισό του πληθωρικού παγκόσμιου πλούτου, 307 τρισ. δολάρια σύμφωνα με το ΔΝΤ που κρατάει το δυστυχόμετρο του κόσμου μας, είναι χρέος. Χρέος κρατικό και ιδιωτικό. Και επειδή το χρήμα είναι εξ ορισμού χρέος, η κατοχή του, ανεξαρτήτως ποσότητας, δεν έχει άλλο προορισμό από το να εξοφλά παλιό και να δημιουργεί νέο χρέος (ρωτήστε τις τράπεζες και θα σας το εξηγήσουν), είτε αποτιμάται σε κρατικά και εταιρικά ομόλογα, είτε σε λογαριασμούς και ανεξόφλητες οφειλές σαν αυτές που σας περιέγραψα παραπάνω. </p><p><b>Το χρηματικό ευτυχόμετρο</b> έχει λοιπόν προ πολλού καταστεί κυρίως δυστυχόμετρο. Δηλαδή το χρήμα προφανώς δεν μπορεί να αγοράσει ευτυχία, αλλά ίσως μπορεί να εξαγοράσει ένα μέρος δυστυχίας, να μας απαλλάξει από τις πηγές της καθημερινής δυσφορίας, τα χρέη και τις οφειλές μας. Θεωρητικώς ο άνθρωπος (να εξηγούμαστε: ο μέσος, κανονικός άνθρωπος, όχι ο Μασκ ή ο Μπέζος) που έχει κάποιες προϋποθέσεις να νιώσει ευτυχής, ή να αντλήσει ικανοποίηση από τη ζωή και τις μικρές χαρές της, είναι αυτός που δεν χρωστάει τίποτα και σε κανένα. </p><p>Γι’ αυτό επαναλαμβάνω: Μήπως προσφέρεται κάποιος να εξαγοράσει τα χρέη μου; </p><p><i>ΥΓ. Προφανώς τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία. Κόμματα αγοράζουν όμως;</i></p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ</b></p><p><i>Από τότε που 'φτιαξε ο Θεός την πλάση</i></p><p><i>Ενα πράγμα μου 'φταιξε, μου 'φταιξε, μου 'φταιξε</i></p><p><i>Ο φτωχός ο άνθρωπος τι είχε να περάσει</i></p><p><i><br /></i></p><p><i>Που πανάθεμα το μήλο και την Εύα την μπιρμπίλω</i></p><p><i>Του παράδεισου το τζάμπα μια για πάντα είχε χάσει</i></p><p><i>Κι όπως έχει η βδομάδα τα μερόνυχτα εφτά</i></p><p><i>Η ζωή μας η ρημάδα δε φτουράει χωρίς λεφτά</i></p><p><i><br /></i></p><p><i>Τα λεφτά, τα λεφτά, ποιος τ' ανακάλυψε</i></p><p><i>Τα λεφτά, τα λεφτά, την πορτοφόλα</i></p><p><i>Τα λεφτά, τα λεφτά, και μας παράλειψε</i></p><p><i>Τι παθαίνει ο άνθρωπος με του παρά τη φόλα</i></p><p><i>Τα λεφτά, τα λεφτά, τα εκατομμύρια</i></p><p><i>Τα λεφτά, τα μπερντέ, τα μπικικίνια</i></p><p><i>Τα ψιλά, τα χοντρά, τριάντα αργύρια</i></p><p><i>Στο καζίνο την πατάς εφόσον έχεις γκίνια</i></p><p><i><br /></i></p><p><i>Αμα είσαι στην ανάγκη και διά χειρός Βαράγκη</i></p><p><i>Θα πουλήσεις το τραπέζι και τη σάλα σου</i></p><p><i>Κι άμα τρέχουν οι πιστώσεις και τη μάνα σου θα δώσεις</i></p><p><i>Προκειμένου να γλιτώσεις την κεφάλα σου</i></p><p><i><br /></i></p><p><i><br /></i></p><p><i><b>«Τα λεφτά», Λίνα Νικολακοπούλου, Σταμάτης Κραουνάκης, δίσκος «Σπεράντζα» (1998) </b></i></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-90197044297970770512024-02-17T16:25:00.000-08:002024-02-17T16:25:35.564-08:00To 3% έως 10% <p><b> Η Εφημερίδα των Συντακτών, 17-18/2/2024</b></p><p><br /></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgT1M6t4S8K4WYPEBNCG0s60v_mBIU7yV9EQN88sUqkLjxKanBYrqkXfR7M4SkZfHwAo6HY-v_JI2XLIX1wa4X3dnorWHVIFiI9qvH1UqiaSjZ3nU9_erlcORXD_xI2GXbkJ1YHUQ7Xm0xicNZD4O_spQZpY6B5NXj3spiTS2KQEj7rXFiDKMG0FPlrm6w/s284/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BF%20%CE%BB%CE%AE%CF%88%CE%B7%CF%82.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="177" data-original-width="284" height="249" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgT1M6t4S8K4WYPEBNCG0s60v_mBIU7yV9EQN88sUqkLjxKanBYrqkXfR7M4SkZfHwAo6HY-v_JI2XLIX1wa4X3dnorWHVIFiI9qvH1UqiaSjZ3nU9_erlcORXD_xI2GXbkJ1YHUQ7Xm0xicNZD4O_spQZpY6B5NXj3spiTS2KQEj7rXFiDKMG0FPlrm6w/w400-h249/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BF%20%CE%BB%CE%AE%CF%88%CE%B7%CF%82.jpg" width="400" /></a></div><br /><p><b>Δεν ξέρω αν υπάρχει</b> πραγματικά κάποιος επιστημονικός τρόπος μέτρησης της σεξουαλικής ταυτότητας του πληθυσμού κι αν είναι θεμιτή μια στατιστική αποτύπωση του ποσοστού των ανθρώπων που είναι ή αισθάνονται gay, λεσβίες, αμφιφυλόφιλοι/ες, διεμφυλικοί/ές ή άφυλοι. Οι επιστήμες του φύλου είναι υπόθεση μόλις λίγων δεκαετιών, επομένως έχουν ελάχιστα στοιχεία και δεδομένα από το 200.000 και πλέον ετών χρονικό της ανθρωπότητας (ό,τι κι αν σημαίνει η λέξη) στον πλανήτη ώστε να βγάλουν ασφαλή συμπεράσματα αν κάτι άλλο, εκτός από τους σωματότυπους και τα γεννητικά όργανα γυναικών και αντρών, καθορίζει τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους. </p><p><br /></p><p><b>Το μόνο βέβαιο είναι ότι </b>ένας περίπλοκος μηχανισμός χημείας, βιολογίας, κοινωνικότητας, προτύπων και στερεοτύπων εγκαθιδρύει μεταξύ παιδικής ηλικίας και εφηβείας τη σεξουαλική ταυτότητα κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Κατά την ταπεινή μου γνώμη το δίλημμα «γεννιέσαι ή γίνεσαι» γκέι, στρέιτ, μπάι, τρανς, μη δυαδικό άτομο είναι ψευδές. Ο,τι είναι ο καθένας μας «και γεννιέται και γίνεται», προκύπτει δηλαδή από τη διαρκή διάδραση των γενετικών δεδομένων μας με τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Κι αυτό από την εποχή που ο Δαρβίνος μάς άνοιξε τα μάτια είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Δεν εξελίσσονται μόνο τα είδη εν γένει στο πέρασμα των χιλιετιών. Εξελίσσεται και το κάθε άτομο του είδους στον σύντομο βίο του των λίγων ωρών, μηνών ή ετών, έστω κι αν οι αλλαγές είναι απειροελάχιστες για να καταγραφούν και να είναι αισθητές. </p><p><br /></p><p><b>Σε κάθε περίπτωση </b>ένα ποσοστό του ανθρώπινου πληθυσμού, από τις προϊστορικές κοινωνίες μέχρι σήμερα, είναι δεδομένο ότι μόνιμα ή πρόσκαιρα δεν είναι στρέιτ. Και μόνο το γεγονός ότι οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες επιφύλασσαν τη σκληρή ηθική και ποινική αποδοκιμασία της ομοφυλοφιλίας επιβεβαιώνει απλώς ότι αυτή υπήρχε πάντα και δεν είναι αποτέλεσμα της ορατότητας που της απέδωσαν, με χίλια βάσανα, οι νομοθεσίες και τα κινήματα για τα δικαιώματα των τελευταίων δεκαετιών. </p><p><b>Δεν χρειάζεται άλλωστε</b> να καταφύγει κανείς στις ανεκτικές κοινωνίες της αρχαίας Ελλάδας για να τεκμηριώσει ότι η ομοφυλοφιλία, εναντίον της οποίας δεν υπήρχε τότε ρητή απαγόρευση ή αποδοκιμασία, ουδόλως επηρέασε την κυριαρχία τής τότε πατριαρχικής οικογένειας, με τη γυναίκα στο περιθώριο, στερημένη από βασικά πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Κατά κάποιο τρόπο η ομοφυλοφιλία για κάποια περίοδο έγινε ένα από τα συστατικά της αντρικής επικυριαρχίας και της γυναικείας καταπίεσης. </p><p><br /></p><p><b>Η στατιστική πάντως </b>επιμένει να μετράει ποσοστά. Πόσοι είναι οι ΛΟΑΤΚΙ+ στον γενικό πληθυσμό; Ο μόνος τρόπος καταγραφής είναι ο αυτοπροσδιορισμός, δηλαδή τι απαντά ο καθένας στο ερώτημα «τι είσαι;» σεξουαλικά. Κι εδώ αποτυπώνονται μεγάλες αποκλίσεις από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο. 3% ΛΟΑΤΚΙ+ δηλώνουν στην Ιρλανδία, 14% απαντούν στη Βραζιλία. Αρα δεν φαίνεται να υπάρχει ένας παγκόσμιος μέσος όρος, το περίφημο 10% που επικαλούνται ορισμένοι επιστήμονες. Αλλά τι σημασία έχει ποιο είναι το ακριβές ποσοστό των ανθρώπων που διεκδικούν το αυτονόητο; Δηλαδή να αγνοήσουμε πλήρως τη σεξουαλική ταυτότητά τους και να τους αναγνωρίσουμε σαν αυτό που είναι: άνθρωποι, πολίτες, εργαζόμενοι, παραγωγοί πλούτου, φορολογούμενοι, αριθμοί κοινωνικής ασφάλισης, ΑΦΜ, αριθμοί αστυνομικής ταυτότητας, φυσικά πρόσωπα που υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα που ισχύουν για όλους. </p><p><b>Δεν είμαι βέβαιος</b> ότι χρειαζόταν ένα ξεχωριστό νομοθέτημα για τον γάμο των ομοφύλων και το δικαίωμά τους να κάνουν οικογένεια και παιδιά. Σίγουρα όμως χρειαζόταν να καταργηθούν πολλά νομοθετήματα που καταστρατηγούν εις βάρος των ΛΟΑΤΚΙ+ τα άρθρα 4 και 5 του Συντάγματος τα οποία κατοχυρώνουν την ισότητα και την προσωπική ελευθερία, όπως και το άρθρο 21 που θέτει υπό την προστασία του κράτους την οικογένεια και τον γάμο. Πουθενά δεν λέει το Σύνταγμα ότι προστατεύει μόνο κάποιου συγκεκριμένου τύπου οικογένεια και έναν μοναδικό τύπο γάμου. </p><p><br /></p><p><b>Αλλά καθώς ο νόμος</b> που πέρασε, με τον τρόπο που πέρασε, διέσυρε και εξέθεσε οριζοντίως και καθέτως όλο το πολιτικό και κομματικό σύστημα και όλο το φάσμα Δεξιάς και Αριστεράς, αποκαλύπτοντας ότι τα στερεότυπα για το φύλο, τον γάμο, την οικογένεια, τη γονεϊκότητα, τα παιδιά δεν εκκολάπτονται μόνο στους ναούς του σκοταδισμού, αλλά και στους υποτιθέμενους κληρονόμους του διαφωτισμού, ίσως η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα (που κυρίως δικός της θρίαμβος είναι αυτό που έγινε την Πέμπτη) πρέπει να σκεφτεί κι άλλους τρόπους πίεσης για να επιβάλει την ορατότητά της. Αυτούς που καταλαβαίνει καλύτερα η κοινωνία-αγορά και το κράτος-σουπερμάρκετ.</p><p><br /></p><p><b>Είναι το 3% ή το 10% του πληθυσμού</b>; Ωραία! Είναι επομένως και το 3% ή το 10% του παραγωγικού δυναμικού, το 3% ή το 10% της κατανάλωσης, το 3% έως 10% των φορολογικών εσόδων, το 3% έως 10% των στρατευσίμων, των εργαζόμενων, των επιστημόνων, των επαγγελματιών, των δασκάλων, των αγροτών, των ψηφοφόρων, είναι το 3% έως 10% του παραγόμενου πλούτου, του ΑΕΠ κάθε χώρας. Τι θα συνέβαινε λοιπόν στην οικονομία μιας χώρας αν το 10% των πολιτών που ακρωτηριάζονται τα δικαιώματά τους αποφάσιζε να μεταναστεύσει σε φιλικότερα περιβάλλοντα ή να προχωρήσει σε παραγωγική και φορολογική απεργία; Τι θα συνέβαινε σε μια χώρα αν το 3% έως 10% του ΑΕΠ της γινόταν καπνός, αν η κατανάλωση έπεφτε αντίστοιχα, αν το ίδιο ποσοστό εργατικού δυναμικού έφευγε και τα ταμεία του κράτους άδειαζαν από τα ανάλογα ποσά; </p><p><br /></p><p><b>Ας το σκεφτεί η ΛΟΑΤΚΙ+</b> κοινότητα την επόμενη φορά στο επόμενο δικαίωμα που θα διεκδικήσει. Στον καπιταλισμό η νομική ισότητα των πολιτών επιβάλλεται με όρους αγοράς, είναι δούναι και λαβείν, είναι σαν το ισοζύγιο του κράτους ή μιας επιχείρησης. Αν δίνεις πολύ περισσότερα από όσα παίρνεις, σημαίνει ότι κάποιος σε κλέβει. Και εντάξει, σε επίπεδο κατανομής του πλούτου ας πούμε ότι αυτό είναι η σταθερά του οικονομικού μοντέλου μας μέχρι ανατροπής του (δηλ. μέχρι να αποφασίσουμε να το ανατρέψουμε). Αλλά στο πεδίο της ίσης κατανομής των ατομικών δικαιωμάτων ώς πότε να ανέχεται κανείς την κλοπή; </p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ</b></p><p><i>Εάν είναι αποδεκτό το γεγονός ότι η οικογένεια έχει περάσει διά μέσου τεσσάρων διαδοχικών μορφών, και είναι τώρα σε μια πέμπτη, προβάλλει αμέσως το ερώτημα εάν αυτή η μορφή μπορεί να είναι μόνιμη στο μέλλον. Η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι πως κι αυτή πρέπει να προχωρήσει, όπως και η κοινωνία προχωρεί, και ν’ αλλάξει όπως και η κοινωνία, ακόμη όπως και αυτή άλλαξε στο παρελθόν. Είναι το δημιούργημα του κοινωνικού συστήματος, και θα καθρεφτίζει τον πολιτισμό του. Οπως η μονογαμική οικογένεια έχει βελτιώσει σε μεγάλο βαθμό από τότε το ξεκίνημα του πολιτισμού, και πολύ αισθητά στους σημερνούς χρόνους, μπορούμε να υποθέσουμε τουλάχιστον πως αυτή είναι ικανή για μια ακόμη πιο πέρα βελτίωση, μέχρι να επιτευχθεί η ισότητα των φύλων. Η μονογαμική οικογένεια μελλοντικά θα καταλήξει ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνίας, αναλαβαίνοντας τη συνεχή πρόοδο του πολιτισμού, αλλά είναι αδύνατον να προείπουμε τη φύση της διαδόχου της.</i></p><p><b><i><br /></i></b></p><p><b><i>Lewis Henry Morgan, «Η αρχαία κοινωνία» (1877) </i></b></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-59075405624949290252024-02-10T15:58:00.000-08:002024-02-10T15:58:18.989-08:00Πέρα στο πέρα campus… <p><b> Η Εφημερίδα των Συντακτών, 10-11/2/2023</b></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgMrGGBnFqVcctJfzYuI2KVSkrqlXs0yBBRdN_4WUtLJJ3PE-_lWv9-9vE28uA39eXKksjsnSqTAuBWdndZbzATjkfO3SWyiO_TguIhE-RcFKAmtP7HvfIO5ns9sAavdCK_t7RUdp0Ocusw0WrQJjfZxn9dK57VahrF5G0nV_LIhhzyzqopWnzn1pybZKo/s639/4406825959_cf02548606_z.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="426" data-original-width="639" height="266" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgMrGGBnFqVcctJfzYuI2KVSkrqlXs0yBBRdN_4WUtLJJ3PE-_lWv9-9vE28uA39eXKksjsnSqTAuBWdndZbzATjkfO3SWyiO_TguIhE-RcFKAmtP7HvfIO5ns9sAavdCK_t7RUdp0Ocusw0WrQJjfZxn9dK57VahrF5G0nV_LIhhzyzqopWnzn1pybZKo/w400-h266/4406825959_cf02548606_z.jpg" width="400" /></a></div><br /><p><b>Το θυμάστε το τραγουδάκι </b>«πέρα στους πέρα κάμπους», που το έχει κάνει και ωραία διασκευή ο Κηλαηδόνης; Παλιό, παραδοσιακό, από τη Ρόδο, δημιουργός του πιθανά κάποιος Σταμάτης Χατζηδάκης για τον οποίο δεν ξέρω περισσότερα. Μεταπολεμικά το έκανε διάσημο η εκτέλεση με τον Γούναρη κι έγινε από τα δημοφιλέστερα παραδοσιακά τραγούδια, που μάλιστα διδασκόταν στα σχολειά και τραγουδιόταν από τις παιδικές χορωδίες. Ακούγεται ευχάριστο, χαρούμενο, περιπαικτικό, αλλά αν προσέξει κανείς τους στίχους του, θα αντιληφθεί ότι δεν περιγράφει απλώς ένα αθώο, τρυφερό φλερτ στην εκκλησιά ενός μοναστηριού ανάμεσα σε έναν νεαρό (πιθανότατα) άνδρα και μια κοπελιά που η ομορφιά της κάνει την εκκλησία να λάμπει, αλλά μια ιστορία κακοποίησης. Διότι, τι απαντά η κοπελιά στον άνδρα που τη ρωτά από πού είναι; Οτι είναι από τον μαχαλά, έχει δυο παιδιά και γέρο άνδρα, αλλά με σκληρή καρδιά, που «ολημερίς τη δέρνει». Και μάλιστα με ιδιαίτερο σαδισμό τής δίνει «βαρύ σταμνί και κοντό σκοινί» για να αργήσει να γεμίσει νερό και να έχει αφορμή να την ξαναδείρει. «Τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλα / τριαλαλαλαλααλαλαλαλαλαλαλα», κλείνει η τελευταία στροφή του τραγουδιού, και αναρωτιέμαι αν τα παιδάκια των σχολικών χορωδιών, που κλείνανε με χαρωπό ρυθμό αυτή την ιστορία, αντιλαμβάνονταν τη σκληρότητά της ή τη θεωρούσαν αστεία. Ή πολύ οικεία, στην περίπτωση που η ενδοσυζυγική βία ήταν η καθημερινότητα και της δικής τους οικογένειας στους πέρα κάμπους ή στις πέρα πόλεις. </p><p><b>Εντάξει, ομολογώ ότι η ιστορία</b> της κακοποιούμενης κοπελιάς που ζητούσε παρηγοριά σε εκκλησιά μοναστηριού στους πέρα κάμπους, που δεν ξέρουμε πού ακριβώς βρίσκονται, και που ο δημιουργός της είχε την ευαισθησία να τη διασώσει, και να την καταγγείλει τραγουδιστικά σε μια εποχή που η κακοποίηση ήταν μια κανονικότητα, είναι το πρόσχημα για να περάσουμε σε μια άλλη ιστορία πολιτικής κακοποίησης που συντελείται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οχι στους πέρα κάμπους, αλλά στα… υπερπέραν campus(es) που και καλά θα γίνουν στην Ελλάδα. Ητοι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Που φυσικά δεν πρόκειται να αναπτυχθούν σε τίποτα κάμπους, αλλά πιθανότατα, όταν και αν γίνουν, θα στριμωχτούν σε πολυκατοικίες και γραφεία στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, άντε και της Πάτρας ή του Ηρακλείου. Γιατί οι υποψήφιοι ακαδημαϊκοί επενδυτές, που βιάζεται να εξυπηρετήσει η Μητσοτάκης Α.Ε., μιαν αρπαχτή θέλουν να κάνουν οι άνθρωποι. Να κακοποιήσουν και οικονομικά την επιθυμία και την ανάγκη κάθε ελληνικής οικογένειας να δώσει στα παιδιά της πιστοποιημένα γνωστικά εφόδια και πτυχία τα οποία θα βεβαιώνουν ότι μπορούν να κάνουν εκείνη ή την άλλη δουλειά. </p><p><b>Κατ’ αρχάς, ας μιλήσουμε </b>για την κακοποίηση των λέξεων. Για την οποία δεν φταίει κανείς, φταίει μόνο η ετυμολογία, που έχει το ακατολόγιστο. Οι γλώσσες είναι ζωντανοί οργανισμοί και ακολουθούν τη ζωντάνια των αέναα μετακινούμενων ανθρώπων εδώ και χιλιετίες, από Βορρά σε Νότο, από Ανατολή σε Δύση, από το κρύο στη ζέστη, από την απελπισία στην ελπίδα. Campus στα λατινικά σημαίνει το ίσιωμα, η πεδιάδα, το λιβάδι, που είναι ιδανικό πεδίο για τη σύγκρουση στρατών, αλλά και για την ανάπτυξη συγκροτημάτων που θα στεγάσουν πανεπιστήμια, γνώση, έρευνα, καινοτομία, εκπαίδευση. Φυσικά και για καλλιέργειες. Ετσι προκύπτουν οι αντιφατικές εκ πρώτης όψεως έννοιες του campus και των παραγώγων του. Εν αρχή ην ο κάμπος, φυτεμένος και πράσινος συνήθως· έπειτα είναι η «σαμπάνια», ο καμπανίτης οίνος που βγαίνει από τους αμπελώνες συγκεκριμένης περιοχής της Γαλλίας, και η καμπάνα των εκκλησιών, και η καμπάνια, και το κάμπινγκ, ο campio, που είναι ο μαχητής, ο στρατιώτης, αλλά και ο champion, o πρωταθλητής, εξ ου και όλα τα τσάμπιονς λιγκ της χώρας, της Ευρώπης και του κόσμου, αλλά από την ίδια ρίζα φύτρωσε και το γερμανικό Kampf, αγώνας, από το οποίο προέκυψε και το κακόφημο «Mein Kampf» του Χίτλερ. </p><p><b>Η λέξη campus, λοιπόν</b>, ταξίδεψε σε όλους τους πέρα κάμπους της υφηλίου, πριν αποκτήσει αυτή την ειδική διάσταση του πανεπιστημιακού campus, το οποίο κουβαλάει όλη την παράδοση του ανθρωπισμού και του διαφωτισμού, έχοντας περάσει από τους κάμπους της Φλωρεντίας και της Τοσκάνης, της Κόρδοβας, της Ζυρίχης ή της Οξφόρδης. Το βασικό συνεκτικό στοιχείο αυτής της παράδοσης, σχεδόν χιλίων ετών, ήταν ότι η ακαδημαϊκή εκπαίδευση, στην οποία οφείλουμε τη διανοητική και τεχνολογική πρόοδο που απολαμβάνουμε σήμερα, έπρεπε να είναι απερίσπαστη από οικονομικούς καταναγκασμούς, χωρίς απαίτηση ανταπόδοσης, άρα δημόσια, έστω κι αν οι χρηματοδότες της για κάποιο διάστημα δεν ήταν το κράτος, αλλά ζάπλουτοι ιδιώτες που διέθεταν τις άφθονες υπεραξίες τους χωρίς να απαιτούν τα λεφτά τους πίσω. </p><p><b>Γι’ αυτό και σε όλο τον κόσμο</b>, ακόμη και στους πιο σκληρούς καπιταλισμούς του πλανήτη, τα δημόσια πανεπιστήμια είναι ο κανόνας, και τα ιδιωτικά η εξαίρεση. Η επιχειρηματική ελίτ διεθνώς είναι πρόθυμη να ενθαρρύνει τη μαζική παραγωγή εκπαιδευμένων εγκεφάλων και δεξιοτεχνών, από τους οποίους θα αντλήσει τεχνοκράτες, στελέχη, εξειδικευμένο δυναμικό, σχεδιαστές του μέλλοντος ή ειδικούς της κοινωνικής μηχανικής. Επομένως, το ενδιαφέρον των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων δεν είναι να στήσουν δικά τους πανεπιστημιακά μαγαζιά για να βγάλουν λεφτά από τα δίδακτρα, αλλά να επηρεάσουν, και μέσω χρηματοδοτήσεων, την εκπαιδευτική πολιτική των δημόσιων πανεπιστημίων. Αυτό συντελείται εδώ και δεκαετίες στα μεγάλα πανεπιστημιακά κέντρα του κόσμου (ΗΠΑ, Αγγλία), πράγμα που δεν έχει καμιά σχέση με τα εκπαιδευτικά «μίνι μάρκετ» που θέλει να ανοίξει εδώ η Μητσοτάκης Α.Ε. </p><p><b>Για να μιλήσουμε επί της ουσίας</b>: κατά την ταπεινή εκτίμησή μου, η βασική ιδέα του κυβερνητικού σχεδίου είναι να μεταφερθεί ένα μεγάλο μέρος του ετήσιου τζίρου των 2 δισ. ευρώ και πλέον που δαπανούν οι ελληνικές οικογένειες για την προετοιμασία των υποψηφίων-παιδιών τους στα ΑΕΙ από τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα στα δίδακτρα των εκπαιδευτικών μίνι μάρκετ, δηλαδή στα ιδιωτικά πανεπιστήμια που είναι έτοιμοι να χρηματοδοτήσουν κάποιοι επιχειρηματικοί και επενδυτικοί όμιλοι, με σαφώς κερδοσκοπικές φιλοδοξίες. Αναζητήστε τους κυρίως στις κατασκευές και στην υγεία, στις οποίες οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές διαθέτουν τα απαιτούμενα παρελκόμενα. Η Μητσοτάκης Α.Ε. προσφέρει το κίνητρο στους υποψήφιους πελάτες τους: αντί να χαλάνε τα λεφτά τους σε ακριβά φροντιστήρια και ιδιαίτερα για να πιάσουν τις ψηλές βάσεις εισαγωγής, μπορούν να τα διαθέσουν για τα δίδακτρα των ιδιωτικών ΑΕΙ, όπου θα εγγράφονται και με την ελάχιστη βάση. Και η αριστεία, ας πάει να βολοδέρνει στους πέρα κάμπους. </p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ </b></p><p><i>…Οταν ο Μάρβιν έφτασε, του ανακοίνωσε, όπως ήταν αναμενόμενο, ότι η προσφορά του είχε γίνει δεκτή και εξέφρασε την ευχή περισσότερα μέλη του διδακτικού προσωπικού να ήταν παρομοίως ικανά να συνδράμουν το πανεπιστήμιο. Το Χάρβαρντ ήταν ευλογημένο να έχει πολλές δυνατότητες, αλλά είχε και πολλές ανάγκες. </i></p><p><i>Ο Μάρβιν είπε ότι σίγουρα θα λάμβανε υπόψη οποιεσδήποτε ευκαιρίες και ανάγκες. </i></p><p><i>Εκείνο το βράδυ ο Μάρβιν κοίταξε πάλι τις εκτυπώσεις του υπολογιστή του με τους υπολογισμούς του ΔΑΠ (σ.σ. Δείκτης Ανορθολογικών Προσδοκιών) για τις επενδύσεις του Χάρβαρντ. Ως αντίκτυπος του κραχ του 1987, υπήρχε ακόμη ένα μικρό περιθώριο ενίσχυσης του πεσιμισμού. Σκέφθηκε αν θα έπρεπε να μοιραστεί με το πανεπιστήμιο το διόλου ευκαταφρόνητο κέρδος που θα είχε εντέλει από την πώληση των πρότερων χρεογράφων του, αλλά αποφάσισε ότι προς το παρόν δεν θα το έκανε. </i></p><p><i><br /></i></p><p><i><b>John Kenneth Galbraith, "Ενας καθηγητής Οικονομικών του Χάρβαρντ"</b></i></p>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-37242894766944851122024-02-04T01:01:00.000-08:002024-02-04T01:01:16.708-08:00Στοχαστικά τοπία, αστόχαστοι άνθρωποι <p><b> Η Εφημερίδα των Συντακτών 3-4/2/2024</b></p><table align="center" cellpadding="0" cellspacing="0" class="tr-caption-container" style="margin-left: auto; margin-right: auto;"><tbody><tr><td style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi_N__AnzGqotFd8SnSoQ37kWPqiCUGTfdzRNZQzxd9K-5_o54HlbeW2NIJlc28UzErZiRkLi46_CQmECaVp2i0za9vWRwv8cEOyrUS7mv75MG0_dNaJYSANPnjzh_K_fFxU2M1ASI6YnqP5r2_AnZsLTLubWVJbCbbFy2qJ5kb5wr_-YLflV-2zEupBmk/s1600/Wi-PpO2g%20%20%20%20%20%20%20.jpeg" imageanchor="1" style="margin-left: auto; margin-right: auto;"><img border="0" data-original-height="1072" data-original-width="1600" height="268" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi_N__AnzGqotFd8SnSoQ37kWPqiCUGTfdzRNZQzxd9K-5_o54HlbeW2NIJlc28UzErZiRkLi46_CQmECaVp2i0za9vWRwv8cEOyrUS7mv75MG0_dNaJYSANPnjzh_K_fFxU2M1ASI6YnqP5r2_AnZsLTLubWVJbCbbFy2qJ5kb5wr_-YLflV-2zEupBmk/w400-h268/Wi-PpO2g%20%20%20%20%20%20%20.jpeg" width="400" /></a></td></tr><tr><td class="tr-caption" style="text-align: center;">"Απειλή". Κλ. Δίγκα, 2023</td></tr></tbody></table><br /><p><b>Σ’ αυτή τη στήλη,</b> που για είκοσι και πλέον χρόνια αυτοπροσδιορίζεται ως οικονομικό/παραοικονομικό ή αντιοικονομικό χρονογράφημα, έχουν αξιοποιηθεί (ή κακοποιηθεί) σχεδόν όλες οι καλές τέχνες, με εξαίρεση ίσως τη μουσική, μια και δεν έχει βρεθεί τρόπος να «τραγουδήσει» το χαρτί, εκτός κι αν με QRCode προτείνει κανείς το σάουντρακ κάθε κειμένου. Ο κινηματογράφος είναι το συνηθέστερο καταφύγιο, η λογοτεχνία και το θέατρο ακολουθούν, σπανιότερη είναι η προσφυγή στις άλλες τέχνες, ενδεχομένως λόγω ελλιπούς εξοικείωσης του γράφοντος με τους κανόνες τους. </p><p><b>Η ζωγραφική, για ποικίλους λόγους</b>, μου έχει γλιτώσει, αλλά τις λίγες φορές που παρεισέφρησε στη στήλη τα κίνητρα ήταν μεροληπτικά. Και για την ακρίβεια τα προκάλεσαν οι εκθέσεις της εξαδέλφης Κλεοπάτρας Δίγκα, με την οποία τον συγγενικό δεσμό τον ζεστάναμε αργά και σχεδόν συμπτωματικά. Η Παρή Σπίνου τής έκανε μια εξαιρετική συνέντευξη («Εφ.Συν.», Νησίδες, 20/1/2024) για την τελευταία έκθεσή της, οπότε παραπέμπω εκεί για το καλλιτεχνικό σκέλος της τελευταίας δουλειάς της, όπως και στην Πινακοθήκη Βογιατζόγλου στη Νέα Ιωνία, μέχρι 19/2. </p><p><b>Την Κλεοπάτρα την εντόπισα </b>πρώτη φορά ως έφηβος στα 1975, είχε σχεδιάσει το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου του Μικρούτσικου «Πολιτικά τραγούδια», τότε τα εξώφυλλα των δίσκων βινιλίου είχαν μια βαρύτητα, συμπλήρωναν παραστατικά την όλη εμπειρία. Εκ των υστέρων ανακάλυψα ότι τον πάταγο τον είχε κάνει τρία χρόνια νωρίτερα, επί χούντας, το 1972, με τη συμμετοχή έργων της στην έκθεση των «Πέντε νέων ρεαλιστών» (Βαλαβανίδης, Δίγκα, Κατζουράκης, Μπότσογλου, Ψυχοπαίδης), μια κριτική ρεαλιστική ματιά στη σύγχρονη πραγματικότητα, με το πολιτικό και ιδεολογικό σχόλιό τους υπόρρητο ή και ρητά διατυπωμένο στο μανιφέστο τους για τη «λειτουργία του έργου τέχνης», που είχε κυκλοφορήσει έναν χρόνο πριν. </p><p><b>Στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν </b>από τότε, η εξαδέλφη Κλεοπάτρα διέτρεξε μια υπερδραστήρια πορεία με επτά εκθέσεις και αντίστοιχες ζωγραφικές καταβυθίσεις στην «ανθρώπινη κατάσταση», που αφήνουν μια απορία για το πώς προήλθαν από τον χρωστήρα του ίδιου καλλιτέχνη, τρία βιβλία, σκηνογραφίες, εκπαιδευτικό έργο στα εικαστικά εργαστήρια Καλαμάτας και Πάτρας και σταθερό κοινωνικό και πολιτικό ακτιβισμό. Ο διαρκής ζωγραφικός αναστοχασμός της δεν την απομονώνει στο εργαστήριό της. Είναι παρούσα, ευαίσθητη, ανήσυχη σε ό,τι συμβαίνει. Είτε στη Ν. Φιλαδέλφεια/Χαλκηδόνα, που είναι η βάση της, είτε στη Λευκάδα, που είναι για δεκαετίες η θετή πατρίδα της. Ισως αυτή η περιπλάνηση είναι συστατικό του προσφυγικού DNA της (οι γιαγιάδες μας, αδερφές, ήρθαν από τη Σμύρνη). </p><p><b>Αυτή η περιπλάνηση καταλήγει </b>στα «Στοχαστικά τοπία» της. Στοχάζονται τα τοπία; Θέλουν να μας πουν κάτι τ’ αγριόχορτα που γεμίζουν κάθε κενό εδάφους που μένει απάτητο από τις ρόδες των αυτοκινήτων ή τα βήματα των ανθρώπων; Μας ψελλίζει κάτι ο ουρανός ή η θάλασσα που τα μπλε τους συναντιούνται στη γραμμή του ορίζοντα; Εχουν φωνή τα θαλασσόκρινα που βρίσκουν τρόπο να ριζώσουν στην παχιά άμμο της παραλίας; Πού βρήκε η Δίγκα τόσα στοχαστικά, άδεια από ανθρώπινη παρουσία, τοπία, σε μια Λευκάδα που κάθε καλοκαίρι βουλιάζει από πλήθη τουριστικής απληστίας; Τα τοπία δεν στοχάζονται, αλλά ίσως οι άνθρωποι που τα αντικρίζουν στους μικρούς και μεγάλους πίνακες της Κλεοπάτρας, με τους ίδιους εντελώς απόντες από το πλαίσιό τους, στοχαστούν και αναστοχαστούν για όσα αστόχαστα προκαλούν στα τοπία. </p><p><b>Πρώτη παρατήρηση, λοιπόν</b>: τα ανθρώπινα σώματα, τόσο πανταχού παρόντα στα πενήντα και πλέον χρόνια ζωγραφικής της Δίγκα, ξαφνικά «εξορίζονται» από αυτήν. Αφήνονται μόνο μερικά ίχνη τους. Τα μονοπάτια που έχουν ανοιχτεί από τα αδιάκοπα πήγαινε-έλα στις παραλίες της Λευκάδας, μια πινακίδα «for sale» σε ένα οριοθετημένο παραθαλάσσιο οικόπεδο, τα τσιμεντένια υπολείμματα ενός εγκαταλειμμένου τουριστικού περιπτέρου που σιγά σιγά καταπίνονται από την άπληστη βλάστηση και, το πιο χαρακτηριστικό, το αχνό, διάφανο σχεδίασμα ενός ξενοδοχείου που τοποθετείται στο κέντρο ενός παραθαλάσσιου «στοχαστικού τοπίου» με τίτλο: «Απειλή». Αλλά ποιος απειλείται πραγματικά; Το τοπίο που θα εξαφανιστεί πίσω από το πράγματι σχεδιαζόμενο τεράστιο τουριστικό συγκρότημα κοντά στο Κάστρο της Λευκάδας; Ή το τουριστικό θηρίο, που ακόμη κι αν γίνει, κάποια στιγμή θα παρακμάσει και το τοπίο με τον έναν τον άλλον τρόπο θα το καταπιεί, όπως τις τεράστιες αρχαίες πόλεις που μόλις τώρα ανακαλύπτονται κάτω από την πυκνή ζούγκλα του Αμαζονίου; </p><p><b>Δεύτερη παρατήρηση</b>: τα στοχαστικά τοπία της Κλεοπάτρας δεν είναι προϊόντα αναχωρητισμού ή απόφασης φυγής από τις κριτικές απεικονίσεις της ανθρώπινης κατάστασης, πολιτικής, κοινωνικής, ιδεολογικής, σωματικής, που κυριαρχούσαν μέχρι τώρα στη ζωγραφική της. Είναι το αποτέλεσμα αφ' ενός μιας περιόδου «εγκλεισμού» στην αγαπημένη της Λευκάδα στη διάρκεια της πανδημίας και των λοκντάουν και αφ' ετέρου μιας μικρής «εξέγερσης» της τοπικής κοινωνίας (Λευκαδιτών και… Λευκαδολατρών) εναντίον του σχεδίου ιδιωτικής εταιρείας να αναπτύξει τεράστιο τουριστικό συγκρότημα και να ιδιωτικοποιήσει την περιοχή του Κάστρου και της παραλίας του. Η «Εφ.Συν.» έχει καταγράψει αυτόν τον αγώνα, που κλιμακώθηκε με αγωγές και εξώδικα εκφοβισμού, και οφείλω να ομολογήσω ότι η Κλεοπάτρα, που ήταν αφοσιωμένο κομμάτι της τεράστιας κινητοποίησης, ήταν το κεντρί, ο οίστρος των ρεπορτάζ που δημοσιεύσαμε από το 2022 και μετά. Ο εκκωφαντικός, λοιπόν, στοχασμός των Λευκαδιτών για την υπεράσπιση της βόλτας τους, της αμμουδιάς τους, της παραλίας τους από την ισοπεδωτική τουριστική ανάπτυξη, στη ζωγραφική της Δίγκα μεταμορφώθηκε σε έναν σιωπηρό στοχασμό του ίδιου του λευκαδίτικου τοπίου που λέει στους χρήστες του: «Δείτε με, απολαύστε με, σεβαστείτε με, στοχαστείτε με, αστόχαστοι άνθρωποι, για να με βρουν και τα παιδιά και τα εγγόνια και τα δισέγγονά σας». </p><p><b>Αλλά, το λέει πολύ καλύτερα</b> η εξαδέλφη Κλεό, περιγράφοντας τη γέννηση της νέας ζωγραφικής δέσμευσής της με τη φύση: «<i>Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, βγαίνοντας βρεγμένη από τη θάλασσα, ρίχτηκα πάνω στη ζεματιστή άμμο. Δίπλα μου άνθιζε ένα μοναχικό θαλασσόκρινο. Αλλο δίπλα του μαραμένο, άλλο είχε δέσει κάψα για του χρόνου. Τη χάραξα με το χέρι. Μέσα της είχε τρεις σπόρους, τυλιγμένος ο καθένας μ’ ένα σπογγώδες σώμα. Το ζούληξα κι ήταν γεμάτο νερό. Δέος. Τότε είχα το πρώτο κοσμικό θρησκευτικό συναίσθημα. Εγώ, μια άθεη. Γύρισα ανάσκελα, πάνω μου ο ουρανός, κάτω εγώ. Συλλαμβάνω το Σύμπαν εμπειρικά. Είμαι κομμάτι από το άγνωστο χάος. Αγνωστο χάος το μέσα στο σώμα μου. Είμαι κομμάτι του. Ξύπνησε μέσα μου ένας βαθύς σεβασμός για ό,τι με περιβάλλει και μια υποχρέωση: να το αφήσω όπως το βρήκα. Ολα είχαν αλλάξει πια</i>».</p><p>Ολα έχουν αλλάξει πια. Η αστόχαστη υπερανάπτυξη, ακόμη και κάτω από το πράσινο καμουφλάζ της, απειλεί το εύθραυστο ενδιαίτημα της ανθρωπότητας. Στη μικροκλίμακα της Λευκάδας ή στη μεγάλη του πλανήτη. Τα τοπία επιβάλλουν στοχασμό. Και δράση. Εντός και εκτός κάδρου. </p><p>ΚΙΜΠΙ </p><p>Kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.gr</p><p><br /></p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ </b></p><p><i>Πού χρόνος πια! Φαγώνεται. Πού χρόνος για κήπια, κληματαριές κι ασβεστώματα! Κι όμως, τα θυμάμαι. Αλλοτε τα είχα δει. Υπήρχαν όταν στα δώδεκα είχα περάσει με το τρένο για την Ολυμπία. Πάντα τα έφερνα στο μυαλό μου, όλα αυτά τα χρόνια, με τον τρόπο που γράφει τις εντυπώσεις ένα παιδί. Τους κήπους με τις πασχαλιές και τα τριαντάφυλλα, που ξεχείλιζαν από χρώματα μέσα στο μεσημεριάτικο φως στις μάντρες. Νόμιζα πως θα ήταν πάντα εκεί. Μοιάζει να βαριούνται την ίδια τους τη ζωή οι άνθρωποι και το κέρδος της να έχει μετατοπιστεί.</i></p><p><b><i>Κλεοπάτρα Δίγκα, «Θέση 44, Παράθυρο»</i></b></p><p><br /></p>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-24738897262074345922024-01-28T02:45:00.000-08:002024-01-28T02:45:05.400-08:00Το στραβό το κλίμα και ποιος το πληρώνει <p><b> Η Εφημερίδα των Συντακτών, 26-27/1/2024</b></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhPxpR1NomayLxmrkVCMRpBW_KTo6htaC4MR0mVr6rB4wT0BqpslrOU8czF1sxRNAS1TXw2CpGVSZoBAKxxIenVrgjMcTevLiR-HcEScx-XUT0nkCm17S5jo3nJryB6IsGuK04unBRQT-rx0m-qnRF4hzyH0zpIGxuzDCcmodVQjUom5TXd5KV_clkcHUA/s1280/electric-car-3415325_1280.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="960" data-original-width="1280" height="300" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhPxpR1NomayLxmrkVCMRpBW_KTo6htaC4MR0mVr6rB4wT0BqpslrOU8czF1sxRNAS1TXw2CpGVSZoBAKxxIenVrgjMcTevLiR-HcEScx-XUT0nkCm17S5jo3nJryB6IsGuK04unBRQT-rx0m-qnRF4hzyH0zpIGxuzDCcmodVQjUom5TXd5KV_clkcHUA/w400-h300/electric-car-3415325_1280.jpg" width="400" /></a></div><br /><p><br /></p><p><b>Παρότι όλοι, και τα 8 δισ. διπόδων</b>, ελλόγων όντων, είμαστε επιβάτες του διαστημόπλοιου Γη, και θεωρητικά έχουμε όλοι τούς ίδιους λόγους να ανησυχούμε για την πορεία του προς την κλιματική καταστροφή, ταυτοχρόνως αρκετοί (και μάλλον οι περισσότεροι) έχουμε κάθε λόγο να είμαστε καχύποπτοι για το πόσο ειλικρινής και πραγματικά αποτελεσματική είναι η πράσινη φλυαρία και μεταστροφή της παγκόσμιας πολιτικής και επιχειρηματικής ηγεσίας. </p><p><br /></p><p><b>Για παράδειγμα, οι Γερμανοί,</b> οι Γάλλοι, οι Ολλανδοί αγρότες που βγήκαν κατά χιλιάδες στους δρόμους, στις πλατείες και στις εθνικές οδούς, με τα τρακτέρ τους ή και χωρίς αυτά, χλευάζονται συχνά για τη χαμηλή περιβαλλοντική συνείδηση και ευαισθησία τους, γιατί επιμένουν οι αγελάδες και τα γουρούνια τους να πέρδονται ασυστόλως εκλύοντας μεγάλες ποσότητες μεθανίου, ή να εξουθενώνουν τη γη τους με εντατικές μονοκαλλιέργειες και πολλά λιπάσματα, την ώρα που αρκετοί κλιματικά ευσυνείδητοι συμπολίτες τους φροντίζουν το περιβάλλον επιλέγοντας να κυκλοφορούν με τα ηλεκτρικά Tesla τους, καταναλώνοντας μόλις 20 κιλοβατώρες ανά 100 χιλιόμετρα, με μηδενικές εκπομπές. </p><p><br /></p><p><b>Το πώς αγοράζει κανείς ένα Tesla</b> ή ένα άλλο ηλεκτρικό αυτοκίνητο, ένα Citroen, ένα Toyota ή μια ηλεκτρική Lotus με μόλις 95.000 ευρώ είναι ένα άλλο ζήτημα, που οι φαιοπράσινοι εγκέφαλοι του πλανήτη αποφεύγουν να σχολιάσουν, επιλέγοντας να επιβραβεύσουν την περιβαλλοντική συνείδηση και συμπεριφορά. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα των 30.000 και 50.000 ευρώ, εκτός του ότι επιδοτείται η αγορά τους, απαλλάσσονται από τα τέλη κυκλοφορίας, ενώ ένα συμβατικό, ρυπογόνο βενζινοκίνητο εικοσαετίας εμπορικής αξίας 1.000 ευρώ στην καλύτερη, πληρώνει 200 ή 300 ευρώ, αναλόγως κυβισμού. </p><p><br /></p><p><b>Το ερώτημα, ποιοι μπορούν</b> και πώς μπορούν να πάρουν ένα «καθαρό» ηλεκτρικό αυτοκίνητο φυσικά και δεν τίθεται στην πράσινη φλυαρία κι έτσι η παιδαγωγική αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», που θεωρείται εδώ και δεκαετίες ο δικαιότερος κανόνας για την κατανομή του κόστους αποτροπής της κλιματικής κρίσης, διολισθαίνει στον μόνο σταθερό κανόνα του καπιταλιστικού μας πολιτισμού εδώ και αιώνες: «ο φτωχότερος πληρώνει τα περισσότερα». Ισχύει σε πλανητικό επίπεδο, εφαρμόζεται και εντός κάθε χώρας, όπου το κόστος της λεγόμενης πράσινης μετάβασης κατανέμεται ως ανεστραμμένη πυραμίδα του πλούτου. Τα πολλά τα πληρώνουν οι πολλοί που παίρνουν τα λίγα. Δηλαδή τα φτωχότερα νοικοκυριά, με τα βρόμικα παλιά αυτοκίνητα ή τις ενεργοβόρες συσκευές που δεν τολμούν να αντικαταστήσουν. Ρίξτε μια προσεκτική ματιά στους λογαριασμούς ρεύματος και στις «ρυθμιζόμενες χρεώσεις» τους για τις οποίες πέφτει «μούγκα» και θα καταλάβετε τι εννοώ. </p><p><br /></p><p><b>Δεν είχαμε, βέβαια, την αυταπάτη</b> ότι η λεγόμενη πράσινη μετάβαση θα γίνει με όρους κοινωνικής και ιστορικής δικαιοσύνης. Οτι δηλαδή τα πλούσια, βιομηχανικά έθνη του 19ου και 20ου αιώνα θα πληρώσουν περισσότερο από τις χώρες και περιοχές του πλανήτη στις οποίες έχουν διώξει τις πιο ρυπογόνες παραγωγικές δραστηριότητες. Ούτε ότι σε κάθε χώρα οι πλουσιότεροι ή οι επιχειρήσεις που διαγκωνίζονται για να εξασφαλίσουν «πιστοποιητικά» περιβαλλοντικής και κοινωνικής υπευθυνότητας, βεβαιώσεις ESG και βραβεία χαμηλού ή μηδενικού αποτυπώματος θα κληθούν να αναλάβουν το μεγαλύτερο κόστος του «πρασινίσματος». Θα περιμέναμε ωστόσο να μη μας δουλεύουν ψιλό γαζί. </p><p><br /></p><p><b>Διάβασα μια είδηση που μου έκανε «κλικ». </b>Στην Κίνα, όπου κυκλοφορούν τα μισά ηλεκτρικά αυτοκίνητα του κόσμου, 20 εκατ. ηλεκτρικά και υβριδικά οχήματα αναμένεται να καταναλώσουν φέτος 52 τεραβατώρες ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω των δημόσιων σταθμών φόρτισης, ποσότητα που θα ξεπεράσει κατά τι τη συνολική κατανάλωση ηλεκτρισμού στην Ελλάδα. Πέρσι ξεπέρασαν την κατανάλωση της Ιρλανδίας και υποθέτουμε πως σε ένα ή δυο χρόνια, όταν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα της Κίνας θα έχουν φτάσει τα 30 εκατ., η κατανάλωση ηλεκτρισμού θα έχει φτάσει τη συνολική μιας Ισπανίας ή μιας Ιταλίας. Πόσα ορυκτά καύσιμα καταναλώθηκαν για να παραχθεί αυτή η ενέργεια; Γιατί αποκλείουμε να προήλθε όλη από φωτοβολταϊκά ή ανεμογεννήτριες. Πόσα αέρια εκλύθηκαν στην ατμόσφαιρα για να φορτιστούν τα καθαρά ηλεκτρικά αυτοκίνητα; Και πόσα εκλύθηκαν για να παραχθούν τα μέταλλά τους, να εξορυχθούν τα σπάνια στοιχεία των μπαταριών τους, ακόμη και για να «παραχθούν» τα κρυπτονομίσματα με τα οποία μερικά από αυτά τα αυτοκίνητα πληρώθηκαν; </p><p><br /></p><p><b>Κανείς δεν δίνει λογαριασμό στον μεγάλο λογαριασμό</b>. Η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας είναι αυτή τη στιγμή λίγο πάνω από τις 25.000 τεραβατώρες. Προς το παρόν τα ηλεκτρικά οχήματα δεν ξεπερνούν τα 50 εκατ. σε όλο τον κόσμο και απορροφούν ένα απειρολάχιστο -προς το παρόν- ποσοστό της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας. Αλλά, τι θα γίνει όταν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα αντικαταστήσουν σταδιακά ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος των 1,5 δισ. συμβατικών οχημάτων που κυκλοφορούν στον πλανήτη; Πόσες τεραβατώρες θα απαιτούν 500 εκατ. ηλεκτρικά αυτοκίνητα, 1 δισ. ηλεκτρικά αυτοκίνητα, όταν τα ρυπογόνα συμβατικά, με τις μηχανούλες εσωτερικής καύσης τους, τεθούν υπό διωγμόν; Σε πόσες Ελλάδες ή Ιρλανδίες θα αντιστοιχεί η φόρτισή τους, πόσα ορυκτά καύσιμα θα έχουν καεί για να καλυφθούν οι ανάγκες τους σε ηλεκτρισμό; Διότι, υποθέτει κανείς, είναι απίθανο στην επόμενη δεκαετία, ακόμη και εικοσαετία, να έχει εξασφαλιστεί η κάλυψη της παραγωγής ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές σε ποσοστό πάνω από 50% παγκοσμίως. Ισως αυτό εξηγεί, άλλωστε, την αυτοπεποίθηση του πετρελαϊκού καρτέλ ότι η ζήτηση για πετρέλαιο και αέριο θα είναι σταθερή και την επόμενη εικοσαετία. Κι αυτό επίσης εξηγεί γιατί με τόση άνεση οι παγκόσμιες διασκέψεις για το κλίμα (COP 28, COP 29 κοκ) κάθε χρόνο περιπλανώνται από τη μια πετρελαιοπαραγωγό χώρα στην άλλη, και χρηματοδοτούνται και διευθύνονται από γνήσιους πετρελαιάδες. Κι αυτό επιπλέον εξηγεί γιατί, παρά το γεγονός ότι το μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή αυξάνεται γρήγορα (πάνω από το 30%), οι εκπομπές αερίων στην ατμόσφαιρα από την ηλεκτροπαραγωγή μένουν εδώ και μια δεκαετία σταθερές, αν όχι και αυξανόμενες. </p><p><br /></p><p><b>Η τεχνοκρατία της πράσινης μετάβασης, </b>με λίγα λόγια, βασίζεται σε μια πλάνη, αν όχι και απάτη. Οχι μόνο ως προς το ποιος/ποιοι φέρουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για την κλιματική κρίση, όχι μόνο για το ποιος/ποιοι θα πληρώσουν το μεγαλύτερο κόστος γι’ αυτή τη μετάβαση, αλλά και για το αν οι λύσεις που προτείνουν ως μονόδρομο έχουν πράγματι ευεργετική επίδραση στην κλιματική κρίση και σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τις τσέπες τους, την κερδοφορία τους, τα stock option τους. Ητανε στραβό το κλίμα (όχι το κλήμα), το τρώει κι η πράσινη μετάβαση...</p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ</b></p><p><i>Εχουμε μια τεράστια επένδυση σε εγκαταστάσεις για κινητήρες εσωτερικής καύσης, κιβώτια ταχυτήτων και άξονες και δεν βλέπω να τις πετάμε μόνο και μόνο επειδή το ηλεκτρικό αυτοκίνητο δεν εκπέμπει καυσαέρια.</i></p><p><b><i>Χένρι Φορντ ΙΙ (1917-1987) </i></b></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-73195048709233170092024-01-20T13:42:00.000-08:002024-01-20T13:42:07.703-08:00Οι φάσεις της ζωής και η αφασία της πολιτικής <p><b>Η Εφημερίδα των Συντακτών, 19-20/1/2024</b></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhmWnxbCBSxXT-XMh8TpBKVbous__Xkg3kDw1KW411pAE7NavrzrY6VeXeIX1r0BZFskFeI9Gf0o8IKFYvEATNnfX9VMO_dFf2ni3IQSTYO5-dRX8jYxIVMPCT7VGeGNJ1XNtMZU99p1_oRe765DfPpfrebuUO84gjlmJVltyOg_G5YJpoKBrayfuYYV9o/s1080/orxom.1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="737" data-original-width="1080" height="272" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhmWnxbCBSxXT-XMh8TpBKVbous__Xkg3kDw1KW411pAE7NavrzrY6VeXeIX1r0BZFskFeI9Gf0o8IKFYvEATNnfX9VMO_dFf2ni3IQSTYO5-dRX8jYxIVMPCT7VGeGNJ1XNtMZU99p1_oRe765DfPpfrebuUO84gjlmJVltyOg_G5YJpoKBrayfuYYV9o/w400-h272/orxom.1.jpg" width="400" /></a></div><br /><p><b> Στην ταινία του Θόδωρου Μαραγκού</b> «Μάθε παιδί μου γράμματα» (1981), ο Δημοσθένης (ο μακαρίτης Κώστας Τσάκωνας) κάνει την ανασκόπηση της ζωής του με τη θρυλική ατάκα: «Εξι χρόνια στο Δημοτικό. Εξι χρόνια στο Γυμνάσιο, δώδεκα. Εξι χρόνια στο Πολυτεχνείο, δεκαοχτώ. Εξι χρόνια στο εξωτερικό, είκοσι τέσσερα. Και έξι χρόνια μέχρι που να πάω σχολείο, τριάντα. Μέχρι τα τριάντα έξι που είμαι, ακόμα άλλα έξι χρόνια. Πού πήγανε; Τι γίνανε έξι χρόνια;»</p><p><b> Προφανώς ο νυν υπουργός Παιδείας </b>Κυριάκος Πιερρακάκης, γεννημένος το 1983, δύο χρόνια αφότου η ταινία έκανε πάταγο, με πάνω από 320.000 εισιτήρια, δεν την έχει δει. Ή κι αν την έχει δει αδυνατεί να συλλάβει το νόημά της. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγήσει κανείς την ευκολία με την οποία απεφάνθη, μιλώντας σε φόρουμ για την τεχνητή νοημοσύνη, ότι «η ζωή τριών φάσεων έχει τελειώσει». Οπου τρεις φάσεις της ζωής, ο παραδοσιακός διαχωρισμός μεταξύ μάθησης, εργασίας και συνταξιοδότησης. </p><p><b>Ο συλλογισμός του υπουργού είναι απλός:</b> η τεχνολογία είναι ο βασικός επιταχυντής των εξελίξεων στην παραγωγική διαδικασία, τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα θα ζήσουν πάνω από 100 χρόνια και θα χρειαστούν δεξιότητες για δουλειές κι επαγγέλματα που δεν υπάρχουν ακόμη, άρα το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να προσαρμοστεί σ’ αυτή την προοπτική. Δεν μας εξήγησε ο υπουργός πόσες και ποιες είναι οι φάσεις της νέου τύπου ζωής που πρέπει να τρέξει πίσω από τον επιταχυντή τεχνολογία. Υποθέτουμε ότι εννοεί μια επιμήκυνση της μαθησιακής φάσης, με βαθιά διείσδυσή της στην εργασιακή φάση (χοντρικά αυτό που λέμε διά βίου μάθηση), ένα θόλωμα ή και εξαφάνιση των ορίων μεταξύ εκπαίδευσης και απασχόλησης, και επίσης μια ακόμη μεγαλύτερη επιμήκυνση της εργασιακής φάσης, με μετάθεση της συνταξιοδότησης όλο και πλησιέστερα στο νέο προσδόκιμο επιβίωσης, τα 100 χρόνια και κάτι που υπολογίζει -και σωστά- ο υπουργός. Οι Γερμανοί τεχνοκράτες θεωρούν θέμα χρόνου τη μετάθεση του ορίου συνταξιοδότησης στα 70 και κάτι. </p><p><b><br /></b></p><p><b>Αν ο Τσάκωνας ζούσε, ως Δημοσθένης </b>του «Μάθε παιδί μου γράμματα», θα ήταν σήμερα 80 και κάτι και θα είχε να αντιμετωπίσει μια πιο δύσκολη αριθμητική: «6 χρόνια στο Δημοτικό, 6 χρόνια στο Γυμνάσιο/Λύκειο, 6 χρόνια στο Πανεπιστήμιο, 6 χρόνια στα μεταπτυχιακά, 6 χρόνια στην επανακατάρτιση, 16 στη διά βίου εκπαίδευση, 22 στην πλήρη απασχόληση, 74 μαζί με τα 6 πριν πάω σχολείο. Μέχρι τα 80 που είμαι, μένουν άλλα 6, αλλά ακόμη δεν έχω πάρει σύνταξη. Πού πήγαν τα άλλα έξι;» Κι αυτό αν υποθέσουμε ότι θα του έλειπαν μόνο έξι. Είναι απίθανο ο κ. Πιερρακάκης να μπορούσε να του λύσει την απορία για το πού και πώς κατακερματίστηκε και χάθηκε μια ολόκληρη «φάση ζωής». </p><p><b>Η διαπίστωση του υπουργού Παιδείας</b> πως η ζωή των τριών φάσεων έχει τελειώσει δεν έχει την παραμικρή χρησιμότητα. Αν είχε ζήσει ως ενήλικας στη δεκαετία του ’80 θα είχε την ευκαιρία να καταλάβει ότι τέτοια κανονικότητα δεν υπήρξε ποτέ, τουλάχιστον όχι για τη μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας. Ολες οι φάσεις της ζωής είχαν χάσματα, ρήγματα, απότομες διακοπές. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν άβατο για τα φτωχότερα στρώματα, άρα η μαθησιακή φάση διακοπτόταν για τους περισσότερους το πολύ στα 16 χρόνια, κι αμέσως μετά ανοιγόταν μπροστά τους η αχανής εργασιακή φάση, που μπορεί να είχε κρίσεις, ανεργία και τεχνολογικά σοκ. </p><p><b>Α ναι, η τεχνολογία ήταν πάντα</b> επιταχυντής, κύριε Πιερρακάκη, δεν έγινε τώρα λόγω ψηφιακής μετάβασης. Αν ζούσε στη δεκαετία του ’80 ο υπουργός, ίσως είχε την εμπειρία της αποβιομηχάνισης, της παρακμής της κλωστοϋφαντουργίας, των λουκέτων στα λιγοστά δείγματα εγχώριας βαριάς βιομηχανίας που άφηναν κατά δεκάδες χιλιάδες εργάτες άνεργους, οι οποίοι έπρεπε να γίνουν κάτι άλλο: υπάλληλοι δήμων, να πάνε στις κατασκευές, στο εμπόριο, στον τουρισμό, στις υπηρεσίες. Κι όσοι ήταν μεγαλύτεροι και δεν είχαν το περιθώριο της επανακατάρτισης, συσσωρεύονταν στον προθάλαμο του συνταξιοδοτικού συστήματος, με τα όρια ηλικίας να ακροβατούν μεταξύ του χαμηλού προσδόκιμου ζωής -μόλις 75 το 1980- και της πρόωρης απόσυρσης των περιττών από την αγορά εργασίας. </p><p><b>Ας ρωτήσει ο υπουργός Παιδείας </b>τους επιζώντες του Μεγάλου Πολέμου ή της μεταπολεμικής περιόδου τι περιλάμβαναν οι τρεις φάσεις της ζωής τους: θανάτους, απώλειες, εξορίες, αποκλεισμούς από το εκπαιδευτικό σύστημα ή την αγορά εργασίας, πιστοποιητικά φρονημάτων, μετανάστευση, εσωτερική κι εξωτερική, τρένα που μετέφεραν τους ανθρώπους στο Σαρλερουά ή στη Στουτγάρδη, πλοία που τους άδειαζαν στο Σίδνεϊ ή στη Νέα Υόρκη, με μια βαλίτσα και μηδενικές δεξιότητες. Κάποιοι δεν ξέραν να γράφουν τ’ όνομά τους. </p><p><b>Κι αν αυτό του φαίνεται </b>πολύ μακρινό, εξωτικό και ξεχασμένο, ας ρωτήσει τη γενιά των μνημονίων σε ποια φάση ζωής εντάσσει τα δέκα και πλέον χαμένα χρόνια της χρεοκοπημένης οικονομίας και της φτωχοποιημένης κοινωνίας. Δέκα χρόνια που συγχώνευσαν για εφήβους, ενήλικες και υπερήλικες τις τρεις φάσεις της ζωής σε μία: τη φάση της απόγνωσης και του μεγάλου θυμού, που σχεδόν εξάλειψε το χάσμα των γενεών, αφού σχεδόν όλοι βουτήχτηκαν στον ίδιο σκατόλακκο. </p><p><b>Φυσικά και έρχεται το νέο,</b> μεγάλο τεχνολογικό σοκ. Η αυτοματοποίηση της παραγωγής και η τεχνητή νοημοσύνη αχρηστεύουν μαζικά δεξιότητες και επαγγέλματα. Ακόμη και το ΔΝΤ «ανησυχεί» για τα εκατοντάδες εκατομμύρια θέσεις εργασίας που θα καταργηθούν όσο οι πολυεθνικοί όμιλοι ενσωματώνουν τεχνολογικές δυνατότητες που υποκαθιστούν ακόμη και τη σκέψη, τη φαντασία και την ανθρώπινη επινοητικότητα. Κανονικά θα έπρεπε όλοι να πανηγυρίζουμε γι’ αυτή την εξέλιξη, που υπόσχεται απαλλαγή από βαριές και βαρετές εργασίες. Μια δίκαιη και ορθολογική κατανομή των δυνατοτήτων της τεχνητής νοημοσύνης φέρνει δραματική μείωση της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας. Δουλειά μιας ώρας θα μπορούσε να αντιστοιχεί στα εξοντωτικά 16ωρα της πρωταρχικής συσσώρευσης του 18ου αιώνα ή στα 10ωρα του βιομηχανικού έπους του 19ου και του 20ού, που παρήγαν μαζικά πρώτες ύλες, αγαθά και πτώματα. Ξέρουμε, όμως, ότι για πολλές δεκαετίες αυτό δεν θα συμβεί. Η απαλλοτρίωση της τεχνητής νοημοσύνης από τους μεγάλους άρπαγες μετασχηματίζει τις τρεις φάσεις της ζωής σε σκοτεινά επεισόδια του «Μαύρου Καθρέφτη». Και ο υπουργός Παιδείας απλώς μας προπονεί γι’ αυτά, μας τα παρουσιάζει ως μοιραία και μη αναστρέψιμα δεδομένα. </p><p><b>Αλλά δουλειά της πολιτικής και των πολιτικών</b>, δουλειά των τεχνοκρατών της διακυβέρνησης δεν είναι να διαπιστώνουν αυτά που ήδη ξέρουμε και καταλαβαίνουμε. Δουλειά τους είναι να αποτρέπουν, να φρενάρουν ή να επιταχύνουν τις κινήσεις και αποφάσεις των χιλιάδων επιταχυντών της τεχνολογίας, που αποφασίζουν για πάρτη τους, με βάση τους κερδοσκοπικούς στόχους τους, μετατρέποντας τα θαύματα της ανθρώπινης διάνοιας σε τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις. Η αφασία της πολιτικής είναι η χειρότερη απειλή για τις φάσεις της ζωής, είτε είναι τρεις είτε δεκατρείς.</p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ</b></p><p><b>ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ</b>:<i> HAL, παρά την τεράστια ευφυΐα σου, απογοητεύεσαι ποτέ από την εξάρτησή σου από τους ανθρώπους για την εκτέλεση των πράξεών σου;</i></p><p><b>HAL 9000:</b> <i>Ούτε στο παραμικρό. Μου αρέσει να δουλεύω με ανθρώπους. Εχω μια δημιουργική σχέση με τον δρα Πουλ και τον δρα Μπάουμαν. Οι αρμοδιότητες της αποστολής μου εκτείνονται σε όλη τη λειτουργία του διαστημόπλοιου και έτσι είμαι συνεχώς απασχολημένος. Χρησιμοποιώ τον εαυτό μου στον μέγιστο δυνατό βαθμό, κι αυτό είναι το μόνο που νομίζω ότι κάθε συνειδητή οντότητα ελπίζει να κάνει.</i></p><p><i><b>Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Αρθουρ Κλαρκ. «2001, Οδύσσεια του Διαστήματος»</b></i></p>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-53267953639857043852024-01-13T15:59:00.000-08:002024-01-13T15:59:36.081-08:00Η Μπέλα Μπάξτερ στο Αουσβιτς <p><b>Η Εφημερίδα των Συντακτών, 13-14/1/2024</b></p><p><br /></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEht1PpcasXy1zyEDnZr_JMbEx-nWtKz6M4FGouxXUydTFO0V2UFJF956ApalSU3zQi_Pf_fRaKJ-0mD4v25TPjABGb5ro4APrqUNzMJ283G6gbrYZxQU3zDABBqbxWnacoNJl7xd_W8aD5hLD1dg1WdsNyDh-Wdy-_QoWMAnxOAIlRSpbXLyFdBwVLxOps/s800/The-Zone-of-Interest-11.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="500" data-original-width="800" height="250" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEht1PpcasXy1zyEDnZr_JMbEx-nWtKz6M4FGouxXUydTFO0V2UFJF956ApalSU3zQi_Pf_fRaKJ-0mD4v25TPjABGb5ro4APrqUNzMJ283G6gbrYZxQU3zDABBqbxWnacoNJl7xd_W8aD5hLD1dg1WdsNyDh-Wdy-_QoWMAnxOAIlRSpbXLyFdBwVLxOps/w400-h250/The-Zone-of-Interest-11.jpg" width="400" /></a></div><p><br /></p><p><b> Στις εορταστικές και μεθεόρτιες</b> μαζώξεις φίλων και συγγενών δεν έλειψαν και κάποιες σiνεφίλ συζητήσεις, με τις αισθητικές και ιδεολογικές διαφωνίες αναπόφευκτες, για τα δυο κινηματογραφικά γεγονότα των ημερών: τα «Χαμένα κορμιά» του Γιώργου Λάνθιμου και τη «Ζώνη ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ. </p><p>Εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχει το παραμικρό σημείο επαφής ανάμεσα στις δυο ταινίες, εκτός από το γεγονός ότι για διαφορετικούς λόγους και οι δυο έχουν πάμπολλες διακρίσεις και βραβεύσεις στα κινηματογραφικά φεστιβάλ. Σε όλα τα άλλα διαφέρουν. </p><p><b>Η πρώτη είναι μια κωμωδία</b> πυκνής δράσης και σαρκασμού, στην οποία τα πάντα λέγονται και δείχνονται στη στιλπνή, άλλοτε ασπρόμαυρη άλλοτε εκτυφλωτικά έγχρωμη εικόνα της οθόνης. Η δεύτερη είναι μια περίπλοκη οπτικοακουστική εμπειρία, της οποίας η ιστορία που αφηγείται ή υπονοεί εκτυλίσσεται εντός και κυρίως εκτός κινηματογραφικού κάδρου. Η πρώτη είναι η συναρπαστική, σουρεαλιστική περιπλάνηση της Μπέλα Μπάξτερ από τον ψυχρό ευρωπαϊκό Βορρά στον ζεστό μεσογειακό Νότο και, αντίστροφα, μια εκρηκτική εναλλαγή τοπίων, χρωμάτων και συναισθημάτων. Η δεύτερη εξαντλείται σε μερικές δεκάδες στρέμματα κήπων, αλσυλίων και ενός μικρού ποταμού που περιβάλλει το ειδυλλιακό ενδιαίτημα της οικογένειας του διοικητή του μεγαλύτερου ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης και του πιο «παραγωγικού» εργοστασίου θανάτου, του Ρούντολφ Ες (του διοικητή, όχι του στρατηγού). Η ταινία του Λάνθιμου (και το βιβλίο του Αλιστερ Γκρέι) μπορεί να «διαβαστεί» σαν μια ελλειπτική ανασκόπηση της ατελούς πορείας της ανθρωπότητας προς τη χειραφέτηση από τη σκοπιά της γυναίκας. Η ταινία του Γκλέιζερ φωτίζει, αντιθέτως, τη βύθιση της ανθρωπότητας στο πιο ζοφερό σημείο της ιστορίας της. </p><p><b>Δείτε τις ταινίες</b>, δεν θα πω πολλές λεπτομέρειες. Αλλωστε για το «Poor Things» έχουν γραφτεί τόσα που είναι σαν να έχουν δει την ταινία κι αυτοί που δεν την έχουν δει. Αντίθετα, για τη «Ζώνη ενδιαφέροντος» όσα έχουν γραφτεί και λεχθεί είναι μάλλον αδύνατο να υποκαταστήσουν την εμπειρία της θέασης. Η συσχέτιση των δυο ταινιών δεν είναι απαραίτητη, πιθανότατα είναι εντελώς άσχετες μεταξύ τους και η επιχείρηση διασταύρωσης δεν υπηρετεί τίποτα άλλο εκτός από τη δική μου διαστροφή. </p><p><b>Υπάρχει λοιπόν κάτι κοινό</b> ανάμεσα στις δυο ταινίες; Ναι, θα έλεγα εγώ. Είναι η διαχείριση του ανθρώπινου σώματος ως αναλώσιμου υλικού. Η Μπέλα Μπάξτερ είναι το κατασκεύασμα ενός ιδιοφυούς επιστήμονα, ενός ακόμη ημίτρελου Φρανκενστάιν, που και ο ίδιος είναι το τερατώδες αποτέλεσμα πειραμάτων του πατέρα του στο σώμα του, «στο όνομα της επιστήμης, της προόδου και της ανάπτυξης». Μόνο που το «σώμα» Μπέλα Μπάξτερ, αφού περνάει όλα τα στάδια της κατά Φρόιντ (ή Πιαζέ) ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης (στοματικό, πρωκτικό, φαλλικό κ.λπ.), ανακαλύπτει την ελευθερία της βούλησης, της επιλογής και της αυτοδιάθεσής της. Ακόμη κι όταν διαθέτει το σώμα της ως εμπόρευμα, δηλαδή εκπορνεύεται μαθαίνοντας ότι το χρήμα είναι πολύ ισχυρότερο μέσο από τον πόθο στη σεξουαλική συναλλαγή, το κάνει με όρους αυτοκυριαρχίας. Η Μπέλα Μπάξτερ γίνεται κύρια του σώματός της, έστω κι αν είναι προϊόν μιας τερατώδους συναρμολόγησης. </p><p><b>Στη «Ζώνη ενδιαφέροντος» </b>τα ανθρώπινα σώματα που πρωταγωνιστούν στα κινηματογραφικά κάδρα, ο διοικητής του Αουσβιτς Ρ. Ες, η γυναίκα του Χέντγουικ, τα παιδιά τους, το υπηρετικό προσωπικό (Εβραίοι κρατούμενοι) που τους ταΐζει, τους καθαρίζει, που περιποιείται το σπίτι, τους κήπους, τα παρτέρια με τα λουλούδια και τα κηπευτικά, όλα όσα συνθέτουν τον μικρό τους παράδεισο, έχουν σχεδόν πάντα τα βλέμματα αποστραμμένα από το «εργοστάσιο σωμάτων» που δουλεύει ακατάπαυστα ακριβώς πίσω από την αυλή τους. </p><p><b>Οταν «ο μπαμπάς πάει στη δουλειά»</b> και τα παιδιά ετοιμάζονται για το σχολείο ή παίζουν στον κήπο, βλέπουμε στο βάθος, πίσω από φράχτες και μάντρες, καμινάδες να εκλύουν ακατάπαυστα το προϊόν της «μαζικής ανάλωσης σωμάτων» από τους θαλάμους αερίων. Στο συγκρότημα Αουσβιτς εξοντώθηκαν με το αέριο Zyklon B πάνω από 1 εκατομμύριο άνθρωποι. Ο ίδιος ο Ες, στη δίκη του λίγο πριν καταδικαστεί σε θάνατο και απαγχονιστεί μπροστά στον οικογενειακό του «παράδεισο», ανέλαβε την «ευθύνη» για 2,5 και όχι 3,5 εκατ. θανάτους όπως του απέδιδαν, στα στρατόπεδα που διοίκησε ή επόπτευσε. Η αφοσίωσή του στην ακρίβεια για την παραγωγικότητα στα εργοστάσια «ανάλωσης σωμάτων» μας αφήνει άφωνους, αν και στην ταινία «η δουλειά του μπαμπά και συζύγου» σπάνια επηρεάζει την ήρεμη καθημερινότητα. </p><p><b>Αν εξαιρέσει κανείς μερικά στιγμιότυπα</b> –τη συζήτηση με τους μηχανικούς της κατασκευαστικής εταιρείας που παρουσιάζουν στον «διοικητή» τα σχέδια επέκτασης των θαλάμων αερίων ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα σε θανάτους και να λυθεί το «πρόβλημα» της ταχύτερης καύσης των σωμάτων, τα απόμακρα ουρλιαχτά που ταράζουν τον ύπνο της πεθεράς, μη εξοικειωμένης από τις οχλήσεις ενός «εργοστασίου συνεχούς πυράς», τον πανικό του πατέρα όταν βρίσκει ένα μπουκάλι Zyklon στο ήσυχο ποταμάκι που βουτάνε τα παιδιά του και ο ίδιος ψαρεύει, την ένταση που προκαλεί η ξαφνική μετάθεσή του και την ανακούφιση που διαδέχεται τη θριαμβική επιστροφή του ως καταλληλότερου για τη «δουλειά», την απειλή που εκτοξεύει η οικοδέσποινα στην απρόσεκτη υπηρέτρια πως «θα ζητήσει από τον άντρα της να σκορπίσει τη στάχτη της σε όλη την Πολωνία»– όλα κυλούν ήρεμα στο περιποιημένο σπίτι της οικογένειας Ες. Στα 100 λεπτά και κάτι της ταινίας δεν βλέπουμε κανέναν θάνατο live. Ακούμε μόνο τον μακρινό απόηχο εκατοντάδων χιλιάδων θανάτων. Αυτοί που ζουν και δρουν εντός του κινηματογραφικού κάδρου ξέρουν τι γίνεται έξω από αυτό και όχι απλώς το αποδέχονται απαθώς, αλλά το θεωρούν προϋπόθεση του ευτυχούς βίου τους. Αλλά κι εμείς ξέρουμε τι γίνεται εκτός κάδρου. Για την ακρίβεια, ξέρουμε πως ό,τι βλέπουμε στερείται νοήματος. Το νόημα υπάρχει σε αυτό που δεν βλέπουμε, σε αυτό που ξέρουμε ότι γίνεται, αλλά προσποιούμαστε ότι δεν μας αφορά ή είναι τόσο μακρινό που είναι αδύνατο να το αποτρέψουμε ή να επιδράσουμε σε αυτό. Στη μηχανή εξόντωσης εκατομμυρίων σωμάτων. </p><p><b>Ανάμεσα στα αόρατα, εξαερούμενα σώματα </b>του Αουσβιτς και το «αυτοκυρίαρχο» σώμα της Μπέλα Μπάξτερ, ανάμεσα στα «χαμένα κορμιά» του Ολοκαυτώματος και το απελευθερωμένο κορμί του «Poor Things» υπάρχει μια υπόρρητη συνομιλία, πέρα και πάνω από τις προθέσεις των δημιουργών τους. Ευτυχώς για την Μπέλα Μπάξτερ, έζησε απλώς σε ένα παραμύθι και σχεδόν μισό αιώνα πριν από τον Ες. Αν είχε συγχρονιστεί με αυτόν και εκατομμύρια συμπατριώτες του, είναι βέβαιο ότι θα είχε οδηγηθεί στο Αουσβιτς, με ένα μαύρο τρίγωνο στο πανωφόρι της. </p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ</b> </p><p><i>…Ο εικοστός αιώνας έχει δημιουργήσει μια κατηγορία ανθρώπων που ήταν πραγματικά απόκληροι, που πάντως δεν ανήκαν σε καμία διεθνώς αναγνωρισμένη κοινότητα, τους πρόσφυγες και τους ανιθαγενείς, που στην πράξη δεν μπορούν να θεωρηθούν πολιτικά υπεύθυνοι για οτιδήποτε. Από πολιτική άποψη, ανεξάρτητα από τον ομαδικό ή ατομικό τους χαρακτήρα, είναι οι απολύτως αθώοι· και είναι ακριβώς αυτή η απόλυτη αθωότητα που τους καταδικάζει σε μια θέση έξω, όπως λέμε, από την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Εάν υπάρχει αυτό που αποκαλούμε συλλογική, δηλαδή έμμεση, ενοχή, αυτή θα αντιστοιχούσε στην περίπτωση της συλλογικής, δηλαδή της έμμεσης, αθωότητας. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι άνθρωποι είναι οι μόνοι που δεν ευθύνονται για τίποτα· και, παρότι αντιλαμβανόμαστε συνήθως την ευθύνη, ιδιαίτερα τη συλλογική ευθύνη, ως ένα βάρος, ακόμη και ως ένα είδος τιμωρίας, πιστεύω ότι μπορεί να δειχθεί πως το τίμημα που πληρώνεται για τη συλλογική μη-ευθύνη είναι κατά πολύ υψηλότερο.</i></p><p><i><br /></i></p><p><i><b>Χάνα Αρεντ, «Collective Responsibility» («Συλλογική ευθύνη», Schocken Books, Νέα Υόρκη, 2003, σε μετάφραση Δημήτρη Καψάλη, από τον ιστότοπο https://www.respublica.gr)</b></i></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-44013872540678091852024-01-06T13:40:00.000-08:002024-01-06T13:40:58.339-08:00Ακρίβεια εναντίον πληθωρισμού, αλήθεια εναντίον μούφας <p>Η Εφημερίδα των Συντακτών, 5-7/1/2024</p><p><br /></p><table align="center" cellpadding="0" cellspacing="0" class="tr-caption-container" style="margin-left: auto; margin-right: auto;"><tbody><tr><td style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEifWYFyb4QRtbpN0g4WuakJE7ZMx9wxM0N5KjJZNwJAwX_flSPs9lR5PQm_SasVYCGaoouyxhdyRWx7IkWf5yDrpzk9G1SYuUhSxCFFwTfFfyxd84msLLLNzAk7P7Ojbm09z3IeLy0Jb49Qj2Bgh_OOLYJ_u4lFdIy6mrGkuKRAQ0MQ7D8zkZE6bmv3xYA/s630/egyptmarket.webp" imageanchor="1" style="margin-left: auto; margin-right: auto;"><img border="0" data-original-height="420" data-original-width="630" height="266" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEifWYFyb4QRtbpN0g4WuakJE7ZMx9wxM0N5KjJZNwJAwX_flSPs9lR5PQm_SasVYCGaoouyxhdyRWx7IkWf5yDrpzk9G1SYuUhSxCFFwTfFfyxd84msLLLNzAk7P7Ojbm09z3IeLy0Jb49Qj2Bgh_OOLYJ_u4lFdIy6mrGkuKRAQ0MQ7D8zkZE6bmv3xYA/w400-h266/egyptmarket.webp" width="400" /></a></td></tr><tr><td class="tr-caption" style="text-align: center;">Πάντως, επάρκεια στην αγορά υπάρχει.</td></tr></tbody></table><p><b> Τώρα που οι καταναλωτές,</b> ξεπαραδιασμένοι από τη λιτή ευωχία και γαστριμαργία των γιορτών, επιστρέφουν στην άπληστη ρουτίνα των οφειλών, με τις δόσεις της Εφορίας, του ΕΝΦΙΑ, των τραπεζικών δανείων, τα τέλη κυκλοφορίας και τα νέα, «φθηνά» τιμολόγια ρεύματος να περιμένουν να πάρουν το αίμα τους πίσω μέχρι τα τέλη Φλεβάρη, ίσως έχει ενδιαφέρον να παραλλάξουμε τη σαρκαστική παροιμία της μνημονιακής εποχής: «Γιατί στο τέλος του μισθού μένει τόσος μήνας;». Και η παραλλαγή που προτείνω είναι η εξής: «Γιατί στο τέλος του πληθωρισμού μένει τόση ακρίβεια;»</p><p><b>Η πληθωριστική κρίση</b> της τελευταίας διετίας, εκτός του ότι άδειασε τις τσέπες δισεκατομμυρίων ανθρώπων και γέμισε τα ταμεία μερικών χιλιάδων επιχειρηματικών ομίλων και των ιδιοκτητών τους (πληθωρισμός κερδών, για να μην ξεχνιόμαστε, ονομάστηκε το φαινόμενο ακόμη και από τους καθωσπρέπει κεντρικούς τραπεζίτες), αποκάλυψε κάτι μυστηριώδες: ο πληθωρισμός μπορεί να φεύγει, αλλά η ακρίβεια να μένει. Το στατιστικό μέγεθος που μετρούν οι κυβερνήσεις και οι «ανεξάρτητες» (και αυτές!) στατιστικές αρχές μπορεί να συρρικνώνεται, αλλά οι τιμές να μένουν εκεί που αναρριχήθηκαν ή και να αυξάνονται. Με λίγα λόγια, άλλο πληθωρισμός και άλλο ακρίβεια. </p><p><b>Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα </b>τον Νοέμβριο έκλεισε μόλις στο 3%, από το διψήφιο ποσοστό που είχε εκτοξευτεί πριν από δύο χρόνια. Αλλά αυτό δεν μας κατέστησε κατά τι πλουσιότερους ή εν πάση περιπτώσει πιο «βιώσιμους». Αυτό που αποκαλείται τελευταία από Αμερικανούς αναλυτές «λαϊκός πληθωρισμός» (people’s inflation), δηλαδή οι τιμές των βασικών αγαθών και υπηρεσιών για τροφή και στέγαση, εξακολουθεί και ξεκοκαλίζει τουλάχιστον το 50% του μέσου εισοδήματος μισθωτών και άλλων βιοποριζόμενων με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Δεν θέλει και καμιά σοφία, ούτε ειδική επιστημονική γνώση να καταλάβει κανείς το γιατί. Ας πάρουμε το απλούστερο παράδειγμα. Την τιμή του ψωμιού, του χωριάτικου, τύπου 70%, που λένε. Το 2021 η ταπεινή φραντζολίτσα στον φούρνο ετιμάτο περίπου 80 λεπτά. Σήμερα δεν τη βρίσκεις κάτω από 1,20. Η ΕΛΣΤΑΤ μπορεί να μετράει τον ετήσιο πληθωρισμό του ψωμιού στο 10% ή 15%, αλλά η πραγματική ανατίμησή του από το 2021 είναι 50%. Πόσο αυξήθηκε ο μέσος μισθός το ίδιο διάστημα; Ακόμη και με βάση τους φτιασιδωμένους κυβερνητικούς υπολογισμούς, η συνολική αύξησή του από το 2019 δεν ξεπερνά το 13%. Το ίδιο μετράει άλλωστε η ΕΛΣΤΑΤ για το μέσο διαθέσιμο εισόδημα: αύξηση 13,4% στην τετραετία. Αν βάλεις δίπλα και τον στατιστικό πληθωρισμό της ίδιας περιόδου, περίπου 14,5%, βγαίνει μία η άλλη. Βολικό, έτσι; Αλλά τι σχέση έχει αυτό το ποσοστό με τις αθροιστικές ανατιμήσεις 50% έως 100% στο ψωμί, στο λάδι, στα φρούτα, στα λαχανικά, στα ζυμαρικά, στο γάλα, στα νοίκια, στο ρεύμα, αλλά και στο ίδιο το χρήμα (το κόστος δανεισμού), δηλαδή σε όλα αυτά από τα οποία εξαρτάται η επιβίωση των ανθρώπων; Καμία. </p><p><b>Ετσι, την ώρα που οι κεντρικοί τραπεζίτες</b> βαυκαλίζονται ότι με τις αυξήσεις επιτοκίων τιθασεύουν το τέρας, επαναφέρουν τον πληθωρισμό όλο και πιο κοντά στον ιερό στόχο του 2% και διατηρούν την ευρωστία των νομισμάτων τους στις αγορές, τα δικά μας νομίσματα και χαρτονομίσματα, σε φυσική ή άυλη εκδοχή, είναι σκοροφαγωμένα, πληθωριστικά και με υπονομευμένη αγοραστική δύναμη. Γιατί σημασία δεν έχει ποια είναι η τιμή ενός αγαθού, αλλά αν μπορείς να το αγοράσεις με τα λεφτά που έχεις στην τσέπη ή στην πιστωτική σου. Αν η στατιστική, η οικονομική και νομισματική πολιτική προσγειώνονταν στο επίπεδο των φτωχότερων και μέσων νοικοκυριών θα σταματούσαν να μετράνε το μυστικιστικό και ανώφελο για την πλειονότητα μέγεθος και θα μετρούσαν τα δύο άλλα, που αποτυπώνουν την ταξική άβυσσο του οικονομικού πολιτισμού μας: τον «λαϊκό πληθωρισμό» και τον «πληθωρισμό των κερδών». </p><p><b>Η προσήλωση της πολιτικής</b>, οικονομικής και τεχνοκρατικής ελίτ στον στατιστικό πληθωρισμό είναι ένα απατηλό τρικ που οδηγεί σε ακραίες πλάνες. Ας πάρουμε δύο παραδείγματα. Στην Αργεντινή του φασίζοντος Μιλέι ο πληθωρισμός είναι 161% και στην Τουρκία του Ερντογάν 64%. Στο Νότιο Σουδάν ο πληθωρισμός είναι αρνητικός, -3,3% κατέγραψε η τελευταία μέτρηση, αλλά δεν βγήκαν να πανηγυρίσουν από χαρά οι 10,5 εκατ. κάτοικοί του, που ζουν με κατά κεφαλήν ΑΕΠ 1.700 δολάρια τον χρόνο. Ο πληθωρισμός πράγματι διαβρώνει το εισόδημα των ανθρώπων, το ίδιο και η εξασθένηση του εθνικού νομίσματος, όχι όμως ως στατιστικό μέγεθος, αλλά ως πραγματική μείωση της αγοραστικής δύναμης και των μισθών τους. Ο αρνητικός πληθωρισμός (αποπληθωρισμός) του Ν. Σουδάν δεν καθιστά τους κατοίκους του 50 φορές πλουσιότερους από τους Αργεντίνους ή 20 φορές από τους Τούρκους. </p><p><b>Αλλωστε, για να μην πάμε τόσο μακριά</b>, σε άλλες ηπείρους, ας ρίξουμε μια ματιά στα νέα τιμολόγια ρεύματος, που η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τη «φθήνια» τους, λέει και έχουμε φάει τόσους λωτούς που δεν θυμόμαστε ούτε ότι τους φάγαμε. Μετά τη διετία τρόμου με τη ρήτρα αναπροσαρμογής και τις αναγκαστικές κρατικές επιδοτήσεις, έσκασαν μύτη τιμολόγια περίπου 14 λεπτά την κιλοβατώρα (στα πράσινα). Σαμπάνιες! Οι πάροχοι ανακοίνωσαν χρεώσεις κάτω από τις αναμενόμενες. «Σ’ ευχαριστώ, ω εταιρεία, εν αφθονία μού παρέχεις σπίτι, τροφή και κιλοβατώρες!». Η πρώην δημόσια ΔΕΗ λίγο φθηνότερη, οι βασικοί ανταγωνιστές της ελάχιστα ακριβότεροι, άρα πρέπει να κάνουμε τουμπεκί, γιατί και ο πληθωρισμός του ρεύματος ελέγχεται. Πλάκα μάς κάνουν; Το αληθινό μέτρο, όμως, είναι το εξής: Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019, η υπό κατάρρευση (κατά Χατζηδάκη) ΔΕΗ χρέωνε 9,4 λεπτά την κιλοβατώρα και 7 το νυχτερινό. Πόση αύξηση είναι μέχρι τα 14 λεπτά; 35%; Περίπου. Τόσο, λοιπόν, πρέπει να πέσουν κι οι τιμές του ρεύματος για να καταλάβει ο μέσος άνθρωπος ότι έπεσε και ο «πληθωρισμός της ενέργειας». Κι άλλο τόσο και περισσότερο πρέπει να ψαλιδιστεί ο «πληθωρισμός των κερδών», που τελικά αποδεικνύεται η βασική, αν όχι η μόνη εκδοχή πληθωρισμού, όπως αποδεικνύει το πάρτι κερδοφορίας και μερισμάτων στους μετόχους, που με τη μέγιστη αλαζονεία προβάλλουν από τρίμηνο σε τρίμηνο οι επιχειρηματικοί όμιλοι που έχουν τον έλεγχο της πείνας και της επιβίωσής μας. </p><p><b>Ο πληθωρισμός μάς έκανε γενικά φτωχότερους, </b>αλλά μας έκανε λίγο πλουσιότερους σε γνώση και κατανόηση. Μάθαμε τουλάχιστον να ξεχωρίζουμε τον πληθωρισμό από την ακρίβεια και την αλήθεια από τη μούφα. </p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ</b></p><p><i>Λέγεται ότι ο Λένιν δήλωσε ότι ο καλύτερος τρόπος για να καταστραφεί το καπιταλιστικό σύστημα ήταν να ευτελιστεί το νόμισμα. Με μια συνεχή διαδικασία πληθωρισμού, οι κυβερνήσεις μπορούν να δημεύουν, κρυφά και απαρατήρητα, ένα σημαντικό μέρος του πλούτου των πολιτών τους. Με αυτή τη μέθοδο όχι μόνο κατάσχουν πλούτο, αλλά τον κατάσχουν αυθαίρετα. Και, ενώ αυτή η διαδικασία εξαθλιώνει τους πολλούς, στην πραγματικότητα καθιστά πλουσιότερους ορισμένους. Η θέα αυτής της αυθαίρετης αναδιανομής του πλούτου πλήττει όχι μόνο την ασφάλεια, αλλά και την εμπιστοσύνη στην ισότητα της υπάρχουσας διανομής του πλούτου. Εκείνοι στους οποίους το σύστημα φέρνει απροσδόκητα κέρδη, πολύ πέρα από τις προσδοκίες ή τις επιθυμίες τους, γίνονται «κερδοσκόποι», που είναι το αντικείμενο του μίσους της αστικής τάξης, την οποία ο πληθωρισμός εξαθλιώνει όχι λιγότερο από το προλεταριάτο. Καθώς ο πληθωρισμός προχωρά και η πραγματική αξία του νομίσματος ανεβοκατεβαίνει βίαια από μήνα σε μήνα, όλες οι σταθερές σχέσεις μεταξύ οφειλετών και πιστωτών, που αποτελούν το απόλυτο θεμέλιο του καπιταλισμού, διαταράσσονται τόσο πολύ που σχεδόν χάνουν το νόημά τους. Και η διαδικασία της απόκτησης πλούτου εκφυλίζεται σε τζόγο και λαχειοφόρο αγορά. </i></p><p><i><b>Τζον Μέιναρντ Κέινς, «Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης»</b></i></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-55834825734135488712023-12-31T05:58:00.000-08:002023-12-31T05:58:22.472-08:00Σας αδικήσαμε, κύριε Σόιμπλε<p><b>Η Εφημερίδα των Συντακτών 30-31/12/2023</b></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgS8PBUuXrMDplTEtTqyNwNRRGnc5W7_PxQ6svyjRHKCcRa_5UJaLzQJqdv8w_U5-zStp8-E8i1Rwg5te7j4V82_8UT6c68wBPfNzeZrdL1Jb_8l_I8SU1n8X9bx5Y6hKhkrAaZZ13oVfPSpNj5BSZpcxODS0pl5rRUSdlPQw3yGa3kRMEC3rk1u1s_i5c/s1024/6770840937_d9e8601bce_b.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="731" data-original-width="1024" height="285" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgS8PBUuXrMDplTEtTqyNwNRRGnc5W7_PxQ6svyjRHKCcRa_5UJaLzQJqdv8w_U5-zStp8-E8i1Rwg5te7j4V82_8UT6c68wBPfNzeZrdL1Jb_8l_I8SU1n8X9bx5Y6hKhkrAaZZ13oVfPSpNj5BSZpcxODS0pl5rRUSdlPQw3yGa3kRMEC3rk1u1s_i5c/w400-h285/6770840937_d9e8601bce_b.jpg" width="400" /></a></div><br /><p><span style="background-color: white; color: #333333; font-family: "Helvetica Neue", Helvetica, Arial, sans-serif; font-size: 14px;"><b>Το πιστεύω αυτό που λέω στον τίτλο για τον μακαρίτη</b>, καταχρηστικώς αποκαλούμενο «κύριο», αν και μόλις αποδημήσαντα. Τον αδικήσαμε με όλους τους δυνατούς τρόπους. Και εξακολουθούμε να τον αδικούμε, αποκαλύπτοντας ένα τρομακτικό έλλειμμα κατανόησης για το πέρασμά του από την ιστορία της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για το πολιτικό, ταξικό και ιδεολογικό φορτίο αυτού του περάσματος. Τον αδίκησε, βέβαια, και το γεγονός ότι η οκταετία της θητείας του ως υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας και άτυπου «τσάρου» της ευρωζώνης ταυτίζεται με τον κλονισμό που προκάλεσε στην Ε.Ε. η χρηματοπιστωτική κρίση και με την τιμωρία των μνημονίων, πρωτίστως στην Ελλάδα, δευτερευόντως στην Ιρλανδία και τον λοιπό ευρωπαϊκό Νότο.</span></p><div id="showObjObjectDialog_text" style="background-color: white; box-sizing: border-box; color: #333333; font-family: "Helvetica Neue", Helvetica, Arial, sans-serif; font-size: 14px;"><b>Διαβάζοντας τις διακηρύξεις απέχθειας και χαιρεκακίας</b> για τον θάνατο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στα σόσιαλ μίντια, παρακολουθώντας την αμετροέπεια των χαρακτηρισμών με τους οποίους τον λούζουν χιλιάδες άνθρωποι (αν και οφείλω να ομολογήσω ότι ουκ ολίγες φορές κατέφυγα κι εγώ σε εύκολους χαρακτηρισμούς - έδινε, βλέπετε, πολλές αφορμές ο μακαρίτης), διαπιστώνω με ανησυχία ότι μάλλον δεν καταλάβαμε και πολλά πράγματα για το τι μας συνέβη από το 2010 και μετά. Φυσικά ο Σόιμπλε, όπως και η άσπονδη φίλη του Ανγκελα Μέρκελ, ήταν βασικός συντελεστής όσων μας συνέβησαν, αλλά όχι με τον τρόπο κι όχι για τους λόγους που ίσως νομίζουμε. Εχουμε και λέμε, λοιπόν:<br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><b>• Ο Σόιμπλε δεν ήταν ένας κυνικός διώκτης</b> των αδύναμων χωρών και των φτωχών τάξεων, αλλά ένας αδιάλλακτος εκπρόσωπος της γερμανικής επιχειρηματικής ελίτ και της επιβολής της ισχύος της εντός και εκτός Ευρώπης. Αν το δεύτερο προϋπέθετε το πρώτο, είναι υπόθεση συγκυρίας. Αν ο μακαρίτης τύχαινε να είναι υπουργός Οικονομικών τη δεκαετία του 1990 ή του 2000 είναι εξαιρετικά πιθανό να υποστήριζε με θέρμη τον φθηνό δανεισμό προς την Ελλάδα και τον χαρτοπόλεμο εορτοδανείων και διακοποδανείων προς το πόπολο, εφόσον αυτό διευκόλυνε τη διείσδυση των γερμανικών τραπεζών σ’ αυτή τη βαλκανική κόγχη της Ε.Ε. και τις πωλήσεις αυτοκινήτων made in Germany.<br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><b>• Ο μακαρίτης δεν ήταν ούτε εκ γενετής λάτρης της λιτότητας </b>ούτε οπαδός της ελευθερίας των αγορών. Ηταν ένα γνήσιο ιδεολογικό και πολιτικό προϊόν της «σχολής του Φράιμπουργκ» (όπου γεννήθηκε και σπούδασε) και του ορντολιμπεραλισμού, του «φιλελευθερισμού με κανόνες», που είναι το θεμέλιο διακυβέρνησης της Γερμανίας μετά τον πόλεμο. Ο Σόιμπλε δεν ήταν ποτέ νεοφιλελεύθερος ούτε σκληρός μονεταριστής και επέδρασε μαζί με όλη τη γερμανική Χριστιανοδημοκρατία και το μεγαλύτερο μέρος της Σοσιαλδημοκρατίας ώστε ο γερμανικός «κανόνας» οικονομικής διακυβέρνησης να γίνει και ευρωπαϊκός κανόνας. Και το πέτυχε. Πεμπτουσία του, το πανηλίθιο (κατά Ρομάνο Πρόντι) Σύμφωνο Σταθερότητας για τα όρια ελλείμματος και χρέους, που μένει γερμανικό (και εν τέλει «σοϊμπλικό), παρά την πολλοστή μεταρρύθμισή του.<br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><b>• Ο Σόιμπλε ήταν ακραιφνής πολέμιος </b>και ταυτόχρονα μεγάλος προωθητής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οσο αντιφατικό κι αν φαίνεται αυτό, αποδεικνύεται από την ακολουθία των γεγονότων στη διάρκεια της κρίσης χρέους, που συνέπεσε με τη θητεία του. Με απόλυτο κριτήριο την υπεράσπιση της τάξης του και της γερμανικής ηγεμονίας στην Ε.Ε., φρέναρε με πάθος κάθε προσπάθεια επίσπευσης της οικονομικής ενοποίησης (μεταξύ άλλων, της περίφημης τραπεζικής ένωσης), πριν σιγουρευτεί ότι οι γερμανικές τράπεζες είναι ώριμες να την αφομοιώσουν. Κι έγινε ακραίος φεντεραλιστής όταν αντιλήφθηκε τον κίνδυνο αυτοδιάλυσης της Ε.Ε. και της ευρωζώνης μέσα στον θεσμικό χυλό στον οποίο κινούνταν, επινοώντας την πολιτική απάτη του μονομερούς GRexit. Η απειλή αποπομπής της Ελλάδας από την Ε.Ε. και την ευρωζώνη το 2015 καταγράφεται ως η κορυφαία στιγμή ενότητας 27 χωρών της Ε.Ε. (και της Βρετανίας, που αποχώρησε μετά τρία χρόνια) ενάντια στην 28η, και όλων των θεσμικών τους οργάνων (Συμβουλίου, Ευρωκοινοβουλίου, Επιτροπής, ΕΚΤ) γύρω από ένα κραυγαλέο ψεύδος. Για το οποίο ουδείς, ούτε ο Γιούνκερ που υποστήριξε δημόσια την ύπαρξη μιας μυστηριώδους (και άφαντης μέχρι σήμερα) μελέτης 1.000 σελίδων περί αποπομπής από το ευρώ, έχει λογοδοτήσει. Κι αυτή η κορυφαία στιγμή ευρωπαϊκής ενότητας έχει τη σφραγίδα του μακαρίτη.<br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><b>• Ο Σόιμπλε δεν ήταν εχθρός της Ελλάδας.</b> Απλώς είδε έγκαιρα σ’ αυτήν το ιδεώδες πειραματόζωο, το κατάλληλο δομικό υλικό για τη μετάλλαξη της ευρωζώνης από ένα ακυβέρνητο συνονθύλευμα, με μόνα συνεκτικά υλικά το ευρώ και την «ανεξάρτητη» Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε μια κανονική ένωση που θα διαθέτει όχι μόνο νομισματική, αλλά και πολιτική κυριαρχία σε κάθε κράτος-μέλος. Το γεγονός ότι αυτό κόστισε στην Ελλάδα κοινωνική δυστυχία, οικονομική εξαθλίωση, κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και πλήρη αναδόμηση του πολιτικού συστήματος ήταν απλώς παράπλευρη απώλεια. Πόλεμος χωρίς θυσίες δεν νοείται. Στον μακαρίτη (ή και σε αυτόν), πάντως, οφείλεται το ότι σήμερα η ευρωζώνη διαθέτει αυστηρούς κανόνες οικονομικής διακυβέρνησης που ξεκινούν από την έγκριση κάθε εθνικού προϋπολογισμού από τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και φτάνουν στη μακρόχρονη οικονομική επιτήρηση κάθε χώρας που έχει δανειστεί από το ευρωπαϊκό «ΔΝΤ», τον ESM. Με λίγα λόγια, στον Σόιμπλε οφείλουμε ότι τα έκτακτα και εξωθεσμικά «μνημόνια» που επιβλήθηκαν βίαια στην Ελλάδα έχουν γίνει θεσμική κανονικότητα για κάθε κράτος-μέλος της Ε.Ε.<br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><b>• Τέλος, είναι καθαρή παρεξήγηση η εντύπωση </b>πως ο Σόιμπλε ήταν πολέμιος κάθε προσπάθειας αμοιβαιοποίησης των κρατικών χρεών στην Ε.Ε. Ηταν πράγματι αλλεργικός σε κάθε απόπειρα μεταφοράς του χρέους των άλλων στη Γερμανία, ενδεχομένως και σε μερικές ακόμη χώρες-οικονομικούς δορυφόρους της. Αλλά ως αφοσιωμένος εκπρόσωπος της επιχειρηματικής ολιγαρχίας και του ιδιότυπου κρατικού καπιταλισμού της χώρας του, είχε εγκαίρως μεριμνήσει από το 2011 (ως άτυπος «τσάρος» του Ecofin και του άτυπου Eurogroup) να θεσπιστεί η Γενική Ρήτρα Διαφυγής από το κατά τα λοιπά απαραβίαστο Σύμφωνο Σταθερότητας, που για τέσσερα συναπτά έτη από την πανδημία και μετά έδωσε αφενός στη Γερμανία τη δυνατότητα να φουσκώσει κατά το δοκούν το χρέος της και αφετέρου στην Ε.Ε. να προβεί στο απονενοημένο διάβημα του κοινού δανεισμού του Ταμείου Ανάκαμψης για 800 δισεκατομμυριάκια. Φυσικά, η γερμανική προνοητικότητα, με τη σφραγίδα Μέρκελ και Σόιμπλε, είχε εξοπλίσει ήδη από το 2007 με τα κατάλληλα ερμηνευτικά παραθυράκια το «σύνταγμα» της Ε.Ε., τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Κι αυτά τα παράθυρα επέτρεψαν αυτό που διακηρύχτηκε ως αδιανόητο υπέρ της Ελλάδας το 2010 και τα κατοπινά πέτρινα χρόνια, να γίνει αυτονόητο υπέρ της Γερμανίας και της Ε.Ε. το 2020.<br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><b>Τον αδικήσαμε τον μακαρίτη</b> τον Βόλφγκανγκ. Και ιδιαίτερα όσοι θεωρούν αδιανόητη τη ζωή χωρίς ευρώ και εκτός ευρωζώνης θα πρέπει να σκέφτονται διπλά τα εις βάρος του αναθέματα. Αυτό που θεωρούν παράδεισό τους ή, εν πάση περιπτώσει, βιώσιμο ενδιαίτημα, είναι (και) δικό του δημιούργημα. Κι αυτός θα στέκεται για πολύ ακόμη ως αρχάγγελος στην πύλη του. Ή ως ο Αϊ-Βασίλης του.<br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ</b><br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><i>Η Ιστορία μάς δείχνει πολλά πράγματα. Δείχνει γιατί το «Πάτερ Ημών» περιλαμβάνει την παράκληση: «Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν». Στην εποχή μου, οι διατριβές γράφονταν με το χέρι ή δακτυλογραφούνταν στη γραφομηχανή. Στο παρελθόν έπρεπε να βουτηχτείς στη λογοτεχνία, να βρεις τα βιβλία και να εντοπίσεις τα αποσπάσματα. Σήμερα κάνεις «κλικ» στη Wikipedia ή στο Google και έχεις όλα όσα χρειάζεσαι. Αυτό μάλλον καθιστά πιο δύσκολο το να αντισταθείς στον πειρασμό.<br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><b>Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, συνέντευξη στο Spiegel, 19/11/2011</b></i><br style="box-sizing: border-box;" /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-62972174391177992872023-12-25T00:44:00.000-08:002023-12-25T00:44:45.019-08:00Η κ. Ευφορία στο χάος του σούπερ μάρκετ <p><b> Η Εφημερίδα των Συντακτών, 23-26/12/2023</b></p><p><br /></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhvn0Q-OzbxIVNmR12MV7Lcyc6133R_nSIsbfPTASsPXOGmFy90kddfuos0Qwnb5ZFj_a19Fm0HP5mCr4BGu44v6uYpcGQcGwuIB5J0mPXjVp9nYNo_NVMliuor3pfFGlf3eZ6_Ej62Lk3MYSxhc1Jre72fXf9Urpio-zTsf7rw7jb2UuSB2tlYByB_YwU/s271/foto.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="186" data-original-width="271" height="275" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhvn0Q-OzbxIVNmR12MV7Lcyc6133R_nSIsbfPTASsPXOGmFy90kddfuos0Qwnb5ZFj_a19Fm0HP5mCr4BGu44v6uYpcGQcGwuIB5J0mPXjVp9nYNo_NVMliuor3pfFGlf3eZ6_Ej62Lk3MYSxhc1Jre72fXf9Urpio-zTsf7rw7jb2UuSB2tlYByB_YwU/w400-h275/foto.jpg" width="400" /></a></div><p><br /></p><p><b>Η κ. Ευφορία πάντοτε ένιωθε </b>μεγάλη δυσφορία σχεδόν για τα πάντα, αλλά πολύ περισσότερο για το όνομά της. Υπήρχαν ένα σωρό ονόματα με πρώτο συνθετικό το «ευ», Ευφροσύνη, Ευσταθία, Ευθυμία, Ευτυχία, ορισμένα από αυτά ήταν και καθωσπρέπει χριστιανικά ονόματα, αλλά Ευφορία; Ποιου είδους συνωμοσία εις βάρος της είχαν στο κεφάλι τους ο διανοούμενος νονός της, που ποτέ δεν τον χώνεψε, και οι αφελείς γονείς της που συμφώνησαν; Κι ο τρελός παπάς που τη βάφτισε γιατί το δέχτηκε; Ηξερε καμιά αγία, οσία ή μάρτυρα που κάηκε στην πυρά για την πίστη της με τέτοιο όνομα; Ετσι, για σχεδόν εφτά δεκαετίες σήκωνε το όνομά της σαν σταυρό μαρτυρίου. Οι φιλότιμες προσπάθειες να το περιορίσει ως τυπική αναγραφή στην ταυτότητα και να επιβάλει σε όλους να την αποκαλούν απλώς «Εφη» δεν έπιασαν, όλοι επέμειναν να τη φωνάζουν Ευφορία, ακόμη και οι εγγονές της, αν και σε καμιά δεν δόθηκε το όνομά της, που υποτίθεται πως άρεσε και στα παιδιά της. Αν τους άρεσε, γιατί δεν το έδωσαν; </p><p><b>Φυσικά και την ενοχλούσε επιπλέον </b>και η συνήχηση με την «εφορία», ανεξαρτήτως φορολογικού συστήματος, μειώσεων ή αυξήσεων στους φόρους. Ολοι έκαναν ένα χοντρό ή διακριτικό αστείο με το όνομά της, «εσείς υποθέτουμε πως ποτέ δεν χρωστάτε στην εφορία, αυτή σας χρωστάει, έτσι;». Κρυάδες! Αλλά το κυριότερο ήταν ότι στο πέρασμα των χρόνων σχεδόν ποτέ δεν ένιωσε, με κάποια διάρκεια, λίγο από αυτό που υποτίθεται ότι εκφράζει το όνομά της. Το αντίθετο. Η δυσφορία ήταν αυτό που κυριαρχούσε. Οχι με την οικογένειά της, τον άντρα της, τα παιδιά και τα εγγόνια της που της έδωσαν αρκετές χαρές, αλλά με αυτό που λέμε «βίο». Ο «βίος» της, εξαρτημένος τόσο πολύ από το πενιχρό βιος της, κινήθηκε πάντα σε κλίμακες στέρησης και συνετής εγκράτειας. </p><p><b>Ως εκ τούτου, η εβδομαδιαία επίσκεψη</b> στο σούπερ μάρκετ, από τότε που ήταν εργαζόμενη, μητέρα και νοικοκυρά, μέχρι τώρα, που είναι συνταξιούχος, χήρα και γιαγιά, ήταν πάντα μια καλά προετοιμασμένη και υπολογισμένη επιχείρηση. Ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για τις αγορές των γιορτών και του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, που πάντα είχε έναν βαθμό συγκρατημένης υπερβολής και λιτής πολυτέλειας. Συν τοις άλλοις, η συγκέντρωση της μεγάλης οικογένειας (τα παιδιά της, ο γαμπρός, η νύφη, τα εγγόνια της και η αδελφή της, που είναι μόνη και πάντα την καλεί), συνήθως τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, επέβαλλε και την επιπλέον μέριμνα να καλυφθούν οι γαστριμαργικές ιδιοτροπίες περίπου δέκα ανθρώπων. Ο ένας δεν τρώει χοιρινό, της άλλης της μυρίζει το αρνί, η μεγάλη εγγονή σιχαίνεται το τυρί κ.ο.κ. Αλλά κανείς δεν έπρεπε να μείνει νηστικός και παραπονεμένος στο τραπέζι. Επομένως, το χρονικό της εορταστικής καταναλώσεως απαιτούσε μια καλά καταρτισμένη λίστα αγορών. </p><p><b> Με τη λίστα στα χέρια</b> και το μεγάλο καρότσι ως τεθωρακισμένο ιδιωτικής χρήσεως, η κ. Ευφορία, γεμάτη δυσφορία, αρχίζει την εκστρατεία της στους μεγάλους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ. Ξεκινά από τα κρέατα, όπου τα πράγματα είναι σαφή. Είδος και τιμή. Ούτε κόκκινα, ούτε κίτρινα, ούτε πολύχρωμα ταμπελάκια. Απλώς, όλα είναι ακριβότερα τουλάχιστον 15% από πέρσι. Δεν θα πάρει γαλοπούλα, οι μισοί δεν την τρώνε, ίσως ένα κοκοράκι «αλανιάρικο» (11 ευρώ το κιλό!). Μήπως καλύτερα ένα ρολό κοτόπουλο, που το τρώνε και τα μικρά (10 το κιλό); Ενα χεράκι αρνί (11,5 το κιλό), για χοιρινό καλύτερα να πάρει μερικές μπριζόλες λαιμού, εννοείται Ολλανδίας, είναι 30% φτηνότερες από τα ντόπια. Πάει το πρώτο ογδοντάρι, αλλά χαλάλι, Χριστούγεννα είναι. </p><p><b>Στα τυριά, με τον αριθμό προτεραιότητας</b> στο χέρι, αρχίζει το μπέρδεμα. Αυτά τα κόκκινα ταμπελάκια με τη «μόνιμη μείωση τιμής 5%» σαν να χορεύουν από τη μια μέρα στην άλλη πάνω στα μπαστούνια και τα κεφάλια με τις γραβιέρες και τα κίτρινα τυριά. Κι έπειτα, είναι και οι προσφορές «μείον 20%», κι αυτές σε κιτρινοκόκκινα ταμπελάκια, και παραδίπλα άλλα ταμπελάκια για τυριά που μπαίνουν στο «καλάθι» του νοικοκυριού. «Αυτό το γκούντα που το δίνετε μειωμένο 5%, την περασμένη εβδομάδα το πήρα 5,90 και τώρα το έχετε 6,20, πού είναι η μείωση;» διαμαρτύρεται η κυρία που προηγείται της κ. Ευφορίας. «Μήπως πήρατε άλλη μάρκα;» απαντά ο υπάλληλος στα τυριά, και αμέσως μετά ρωτά τη συνάδελφό του «ρε συ, αυτό το κόκκινο ταμπελάκι πού πάει; Στο έμενταλ ή στο ένταμ;» κι αυτή συμβουλεύεται αμέσως τη λίστα. «Ούτε στο ένα ούτε στο άλλο, στη μοτσαρέλα, δίπλα», του λέει. Η κ. Ευφορία είναι αποφασισμένη να αποφύγει αυτή τη δοκιμασία. Ο,τι γράφει η λίστα της, ό,τι παίρνει πάντα. Κι όσο πάει. </p><p><b>Στα αλλαντικά δεν θα σταθεί πολύ,</b> μισό κιλό λουκάνικο με πράσο για μεζέ (μείον 1,5 ευρώ, διαφημίζει το ταμπελάκι, αλλά ποιος θυμάται την αρχική τιμή της περασμένης βδομάδας;) και δέκα φέτες ζαμπόν για το σουφλέ ζυμαρικών - αρέσει στα μικρά. Μπαίνει στον πειρασμό να πάρει μια συσκευασία με την ένδειξη «προϊόν κοντά στην ημερομηνία λήξης», μισή τιμή, αλλά κάνει πίσω και ζητά να της κόψουν από εκείνο με την προσφορά «μείον 20%». </p><p><b>Επειτα αρχίζει η οδύσσεια</b> της περιήγησης στις λεωφόρους του σούπερ μάρκετ. Η κ. Ευφορία πρέπει να βάζει και να βγάζει διαρκώς τα γυαλιά της μεταξύ της λίστας της και των πολύχρωμων ετικετών στα ράφια με τα προϊόντα. Κόκκινο ταμπελάκι «μόνιμης μείωσης τιμής» στο ένα πακέτο με φαρφάλες, «καλάθι νοικοκυριού» στο παραδίπλα, «στα 2 το 1 δώρο» στο από κάτω ράφι, «μείον 50%, προϊόν κοντά στην ημερομηνία λήξης» στο παρακάτω. «Δυο πακέτα ζυμαρικά θέλω να πάρω και οι τιμές τους έχουν γίνει σαν τη ρήτρα αναπροσαρμογής», μονολογεί η κ. Ευφορία. Και ο διπλανός της περιπλανώμενος καταναλωτής γελάει, γελάει κι η ίδια ικανοποιημένη με το αστειάκι της, κι αυτή είναι η πρώτη ελάχιστη στιγμή ευφορίας στη μισή και κάτι ώρα αγοραστικής δυσφορίας που έχει περάσει.</p><p><b> Στα κρασιά και τα αναψυκτικά </b>τα πράγματα είναι λιγότερο περίπλοκα, αλλά στα απορρυπαντικά και τα καθαριστικά γίνεται της κολάσεως. Αυτή η κόλαση είναι ο παράδεισος της ετικέτας. Ετικέτες Αδωνη, ετικέτες Σκρέκα, ετικέτες των εταιρειών, ετικέτες του σούπερ μάρκετ. «Δύο στην τιμή του ενός», βλέπει η κ. Ευφορία στο υγρό πιάτων που σταθερά παίρνει, αλλά όταν βλέπει την τελική τιμή καταλαβαίνει το τρικ. «Την περασμένη βδομάδα το είχατε 2,98 το ένα, τώρα λέτε στα 2 το 1 δώρο, αλλά με 4 ευρώ», λέει στην πλησιέστερη υπάλληλο που γονατισμένη τροφοδοτεί τα ράφια. Αυτή σηκώνει τους ώμους δηλώνοντας άγνοια. Η κ. Ευφορία δεν είναι τύπος που θα τα βάλει με υπάλληλο - κι η ίδια άλλωστε έχει για δεκαετίες δουλέψει ως πωλήτρια με εργοδότες που έκαναν παιχνίδι με τις τιμές, αλλά είναι η πρώτη φορά που καταλαβαίνει, παρά τα λιγοστά αγγλικά της, τι εστί shrinkflation και πόσο δαιμόνιες έχουν γίνει οι πρακτικές των εταιρειών για να βγάλουν από τη μύγα ξίγκι. Αλλά δεν θα το λύσει τώρα το ζήτημα, χρονιάρες μέρες.</p><p><b> Στο ταμείο, ωστόσο, όταν διαπίστωσε </b>ότι το οικογενειακό τραπέζι ρούφηξε σχεδόν το 25% της σύνταξής της, η κ. Ευφορία έπεσε σε πιο κυνικές σκέψεις. «Του χρόνου θα τους τραπεζώσω με ντελίβερι, θα έρθει πιο φτηνά. Και σ’ όποιον αρέσει».</p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ </b></p><p><i> «Πώς να μην εξάπτομαι», είπε ο θείος, «αφού ζω σ’ έναν κόσμο γεμάτο ηλιθίους; Ακούς εκεί… Καλά Χριστούγεννα! Να τα βράσω τα Καλά Χριστούγεννα! Και τι είναι για σένα τα Χριστούγεννα; Να σου πω εγώ; Μια εποχή που πληρώνεις λογαριασμούς χωρίς να ’χεις λεφτά! Μια εποχή που σου φορτώνει ένα χρόνο στην πλάτη, αλλά δεν σε κάνει ούτε μια ώρα πλουσιότερο! Μια εποχή που ανοίγεις τα λογιστικά σου βιβλία, κι από τους δώδεκα μήνες του χρόνου που πέρασε, βγάζεις παθητικό και στους δώδεκα! Αν ήταν στο χέρι μου», συνέχισε οργισμένος ο Σκρουτζ, «θα έβραζα μαζί με την πουτίγκα τον κάθε ανόητο που παίρνει τους δρόμους και εύχεται Καλά Χριστούγεννα δεξιά κι αριστερά, κι έπειτα θα τον έθαβα με μια σφήνα από γκι στην καρδιά!»</i></p><p><i><b>Τσαρλς Ντίκενς, «Ο ύμνος των Χριστουγέννων»</b></i></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-40066992638844303902023-12-16T08:47:00.000-08:002023-12-16T08:47:19.953-08:00Μικρή ανασκόπηση ενός αιώνα <p><b> Η Εφημερίδα των Συντακτών 16-17/12/2023</b></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhSlHO5vazWQkwDGp9KFaYAdwUYeC4FMI9r2AoqZdYUCjgFq61EoZXlVDhvf1Jbfl_zx8HTR1TjErq20BQ_oUaEpGDWaGZ2enHaIRYoN64j8eVGBtirmUcDcGFwzCPe6NNxhXGoYZ-qEwOQRvLCDlA0NsR0k373Vcxz-cyrYZUPoZjGY9RvC88Y7rfp0NE/s819/Limni_Kremaston,_Greece_2.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="614" data-original-width="819" height="300" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhSlHO5vazWQkwDGp9KFaYAdwUYeC4FMI9r2AoqZdYUCjgFq61EoZXlVDhvf1Jbfl_zx8HTR1TjErq20BQ_oUaEpGDWaGZ2enHaIRYoN64j8eVGBtirmUcDcGFwzCPe6NNxhXGoYZ-qEwOQRvLCDlA0NsR0k373Vcxz-cyrYZUPoZjGY9RvC88Y7rfp0NE/w400-h300/Limni_Kremaston,_Greece_2.jpg" width="400" /></a></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><br /></div><p><b>«Μονό ή διπλό τάφο πήρατε;».</b> «Διπλό». «Ωραία, είναι 180 ευρώ». </p><p><b>Αυτές οι λίγες λέξεις</b> μιας σύντομης συναλλαγής στο δημοτικό κατάστημα δήμου της Αιτωλοακαρνανίας (είχαν προηγηθεί τα συλλυπητήρια, στους μικρούς τόπους τα νέα διαδίδονται αστραπιαία) είναι ο τυπικός επίλογος μιας ζωής σχεδόν ενός αιώνα. Είχαν προηγηθεί το σύντομο πέρασμα από το κρεβάτι του νοσοκομείου, η ληξιαρχική πράξη θανάτου, η κηδεία, η ταφή, ο καφές στο καφενείο του χωριού, το τραπέζι της παρηγοριάς σε συγγενείς και φίλους, ό,τι εν πάση περιπτώσει απαιτεί το κλείσιμο των λογαριασμών ενός ανθρώπου στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου.</p><p><b> Ολοι είχαν έναν καλό λόγο</b> να πουν για τον εκλιπόντα, που έφυγε «πλήρης ημερών», αν και δεν ξέρω πώς μετριέται η «πληρότητα». Θεωρητικά ο Γ. που πέθανε στα 96 του χρόνια ξεγέλασε στατιστικές, προσδόκιμα επιβίωσης, συνταξιοδοτικά συστήματα. Το ισοζύγιο ζωής - θανάτου του πρέπει να θεωρηθεί πλεονασματικό. Εξ ου και το κλισέ: «Τα χρόνια του να πάρετε. Και την υγεία του». Ακριβές το δεύτερο. Ο Γ. δεν επιβάρυνε παρά ελάχιστα το σύστημα υγείας. Ενα ολιγοήμερο πέρασμα από το νοσοκομείο, το πρώτο και τελευταίο της ζωής του, μερικά χάπια πίεσης, μια εγχείρηση καταρράκτη και κάποιες επισκέψεις στον γιατρό για τα βασικά. </p><p><b>«Τα χρόνια του να πάρουμε»</b>. Ως ποσότητα ήταν πράγματι χορταστικά. Αλλά ως ποιότητα; Εχει αναλογιστεί κανείς τι ακριβώς έχει ζήσει ένας άνθρωπος που γεννήθηκε το 1928 και πέθανε στα τέλη του 2023; Τι σοκ, τι δοκιμασίες ατομικές και συλλογικές, τι κρίσεις, τι απώλειες, τι ανατροπές επιφύλασσε κάθε χρονιά στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, του Μεγάλου Πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου, της μετεμφυλιακής ανωμαλίας, της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης, της χούντας, της μεταπολίτευσης, του ευρωπαϊσμού, του εκσυγχρονισμού, της αναπτυξιακής φενάκης, της κρατικής χρεοκοπίας, των μνημονίων, της πανδημίας και των νέων κρίσεων; Πώς εξατομικεύτηκε και συμπυκνώθηκε η ταραγμένη εκατονταετία στη ζωή του ίδιου και των δικών του; </p><p><b>Καθώς είχα την τύχη </b>να γίνω κομμάτι της ζωής του σχεδόν αιωνόβιου Γ. (ως σώγαμπρος, κατά το κλισέ), μπορώ να πω ότι από τα σπαράγματα των γλαφυρών αφηγήσεων που, με τη βαριά και χωρίς πολλά φωνήεντα ντοπιολαλιά, μου διέθεσε κάπως μπορώ να ανασυνθέσω στιγμιότυπα από τη σύντομη ιστορία του αιώνα που έζησε. Οι ιστορίες των εκατομμυρίων αφανών είναι η αφανής ιστορία της χώρας. </p><p><b>Ο Γ. γεννήθηκε και μεγάλωσε</b> σε ένα χωριό της ορεινής Ευρυτανίας. Κτηνοτρόφοι κι αγρότες η οικογένεια κι όλο του το σόι. Γίδια, πρόβατα, άλογα, χωράφια για κριθάρια, στάρια, όσπρια η περιουσία τους. Σκληροί και παγεροί οι χειμώνες τους, με πολλή δουλειά τα καλοκαίρια τους, τα σπίτια τους πέτρινα, στενόχωρα αλλά πάντα φιλόξενα για κάθε περαστικό, συγγενή ή φίλο. Λίγα γράμματα κατάφερε να μάθει στις λίγες τάξεις του Δημοτικού που πήγε. Υστερα τον άρπαξε η ανάγκη της ζωής και των ζώων. Είχε ταλέντο στη βοσκή και στη φροντίδα τους, οι τέσσερις πρώτες δεκαετίες της ζωής του ήταν αφιερωμένες στα κοπάδια του που τάιζαν τον ίδιο κι όλη την οικογένεια, την παλιά της παιδικής και εφηβικής ηλικίας και την καινούργια, της ενήλικης. Παρά τις στερήσεις και τις ελλείψεις που επιφύλασσε η ξεχασμένη από το κράτος ορεινή Ευρυτανία, θα ήταν μάλλον ευτυχισμένος αν έκλεινε τον κύκλο της ζωής του εκεί ως κτηνοτρόφος, έστω κι αν χρειαζόταν δέκα ώρες δρόμος με τα μουλάρια ή τα πόδια για να βρεθεί στο πλησιέστερο νοσοκομείο, στο Αγρίνιο, αν παρίστατο ανάγκη. Στον Εμφύλιο επιστρατεύτηκε, τρία χρόνια πέρασε είτε μαγειρεύοντας για τους συστρατιώτες του, είτε ακολουθώντας αποσπάσματα που έψαχναν να ξετρυπώσουν από τις κρύπτες τους τούς τελευταίους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού. Ακολούθησε μια δεκαετία σχετικά ήρεμης, αν και στερημένης βουκολικής ζωής, πάντρεψε αδερφές και αδερφούς, παντρεύτηκε κι ο ίδιος, τα δυο πρώτα του παιδιά η γυναίκα του τα γέννησε στο σπίτι ή στο χωράφι, αδιανόητη η μεταφορά σε μαιευτήριο. </p><p><b>Υστερα, ήρθε το σοκ της ανάπτυξης</b>. Τα υδροηλεκτρικά έργα, το φράξιμο των νερών του Αχελώου, κάτω από τα οποία χρειάστηκε να πνιγούν ολόκληρα χωριά, περιουσίες, σπίτια, χωράφια και ζωές. Ο Γ. μάς αφηγούνταν συχνά απίστευτες ιστορίες βίας που συνόδευσαν τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις όχι μόνο των ιδιοκτησιών, αλλά ολόκληρων των ζωών των κτηνοτροφικών οικογενειών που ξαφνικά έπρεπε να τα παρατήσουν όλα, να ξεριζωθούν από τον τόπο τους, να γίνουν μετανάστες στην ίδια την πατρίδα τους, να αλλάξουν επαγγέλματα και τρόπους επιβίωσης. Ο εξηλεκτρισμός και ο παραγωγικός εκσυγχρονισμός, για τον οποίο επαίρονται οι ηγεσίες της μεταπολεμικής Ελλάδας, είναι μια ιστορία ασύλληπτης οικονομικής και κοινωνικής βίας, την οποία προφανώς αγνοεί ο χρυσοπληρωμένος πρόεδρος της ιδιωτικής σήμερα ΔΕΗ. </p><p><b>Στα τέλη της δεκαετίας του 1960</b> ο Γ., η οικογένειά του και εκατοντάδες φιλικές και συγγενικές οικογένειες μετανάστευσαν κοντά στο Αγρίνιο. Οι αποζημιώσεις για τα απαλλοτριωμένα κτήματα και για τα ξεπαστρεμένα κοπάδια ασήμαντες. Τους παραχώρησαν κάτι απομακρυσμένα ρυζοχώραφα και οικόπεδα, υποτίθεται για να χτίσουν τα νέα σπίτια τους. Αλλά κι αυτό ακόμη απαγορευόταν. Νύχτα προσπαθούσαν να στήσουν με τσιμεντόλιθους και τσίγκινες στέγες πρόχειρα παραπήγματα, γιατί τη μέρα έρχονταν Πολεοδομία και Αστυνομία και τα γκρέμιζαν. Πού θα ζούσαν, πώς θα ζούσαν, ζευγάρι με τρία μικρά παιδιά; Λεπτομέρεια άνευ σημασίας για το αναπτυξιακό έπος.</p><p><b> Κι έτσι, ο βοσκός Γ. </b>αναγκάστηκε στα 40 και κάτι να γίνει εργάτης στα οδικά έργα και καπνοκαλλιεργητής. Να μάθει τι σημαίνουν τα κλεμμένα ένσημα, τα πετσοκομμένα από τους εργολάβους μεροκάματα, να ανακαλύψει τι σημαίνει εργατικό ατύχημα μέσα στην αποπνικτική γαλαρία, τι σημαίνει απεργία και συνδικάτο. Να μάθει ακόμη τι σημαίνει παζάρι με τον καπνέμπορα που ψάχνει ευκαιρία να κλέψει στο ζύγι ή στην τιμή, να δει τα ανήλικα παιδιά του να δουλεύουν στα καπνά, να ανταγωνίζονται ποιο θα αρμαθιάσει πιο γρήγορα τα καπνόφυλλα, να ζει με την αγωνία της καλής σοδειάς ή μιας καταστροφής από τις αναποδιές του καιρού. Να μάθει τι σημαίνει στεγαστικό δάνειο, δόσεις, αποταμίευση, χρέη, φευγιό των παιδιών στην Αθήνα, περικοπές στη σύνταξη έπειτα από 45 χρόνια δουλειάς, επιβίωση με φτωχοεπιδόματα, αιματηρή οικονομία για χαρτζιλικώματα των εγγονιών. Να συνηθίσει τις πρόωρες απώλειες, τους θανάτους συγγενών και φίλων που μεταμόρφωσαν τη ρούγα των «ξενομεριτών» από τα πλημμυρισμένα χωριά της Ευρυτανίας σε έναν σχεδόν έρημο πια από ανθρώπους δρόμο...</p><p><b>Τα χρόνια του να πάρουμε</b>. Αλλά χωρίς τα βάσανά του, γίνεται; Μάλλον δεν γίνεται. </p><p>ΚΙΜΠΙ </p><p>kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com </p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ </b></p><p><i>Αλλες βολές στέκεται αμ’ πάν’ στο καραούλι και παραφυλάει. Και σα με βλέπει να χαζοψάχνομαι, έρχεται και μου δείχνει το καρτελάκι με το νούμερο. Τάχατες άμα θες τίποτα, σήκωσε αυτό. Δεν τα μπορώ ’γώ αυτά τα πράγματα. Και τι είμαστε δηλαδής για να ’χουμε νούμερα; Εδώ ακόμη και τα ζωντανά έχνε ονόματα και μ’ αυτά τα φωνάζουμε, όχι με το δύο και με το τρία. Μωρέ, δεν πάει στο διάολο λέω ’γώ, το παλιοκέρατο το βερνικωμένο. Ούλο έτσι κάμει και πληρώνεται κι αμ’ πάν’ γι’ αυτή τη δλεια. Για να κάθεται με σκωμένο τ’ αφρύδι ψηλά στο σκαμνί και να το παίζει καμπόσος. Αλλο πράγμα απ’ αυτό δεν κάμει και σταγόνα ιδρώτα δεν έχει η μασκάλη του. Τι να πω; Αμα τ’ αρέσει αυτή η δλεια, να την έχει να τη χαίρεται. Αλλά ξέρω ’γώ από ποιους είναι αυτός. Απ’ αυνούς που τους αρέσει να παιδεύνε τον κοσμάκη. Τον κάθε καψερό π’ άφησε το κονάκι του κι ήρθε απ’ την άλλη άκρη της γης να βγάλει το ψωμάκι του. Εμένα πάντως σ’ εργοστάσιο μου ’παν ότι θα πιάσω δλεια, όχι σε κάτεργο. </i></p><p><i><b>Κώστα Μπαρμπάτση, «Λυκοχαβιά και άλλες ιστορίες»</b></i></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-231417867001579752023-12-03T00:47:00.000-08:002023-12-03T00:47:31.937-08:00Το πράσινο μίλι <p><b>Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2-3/12/2023</b></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiJK2IuBIpDqOuB5yNC367vfs8hjM4xMCGcLF1TGZkkpPjGwE9SvoWXLE7Rh58D1T_NmATrBP1Bm2dEAYRtpDDpm0D-F4OcNVr_yJPXFYJ-n9Ozb0x1S4DQJiCgkunUcbOrRVUTPoh3-USeotLlky264NJBfaCrhdGbznIovuJNUXCpsSrbN13V-27ILCI/s681/PM10_.png" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="387" data-original-width="681" height="228" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiJK2IuBIpDqOuB5yNC367vfs8hjM4xMCGcLF1TGZkkpPjGwE9SvoWXLE7Rh58D1T_NmATrBP1Bm2dEAYRtpDDpm0D-F4OcNVr_yJPXFYJ-n9Ozb0x1S4DQJiCgkunUcbOrRVUTPoh3-USeotLlky264NJBfaCrhdGbznIovuJNUXCpsSrbN13V-27ILCI/w400-h228/PM10_.png" width="400" /></a></div><br /><p><b>Είμαι ένας βαρύς ρυπαντής του περιβάλλοντος.</b> Το αυτοκίνητο που κυκλοφορώ, εικοσαετίας και βάλε, παλιάς τεχνολογίας, καίει τ’ άντερά του και προφανώς εκπέμπει τα ανάλογα. Το περιβαλλοντικό μου αποτύπωμα είναι βαθύ και ελάχιστα με εξιλεώνει η φιλότιμη προσπάθεια ανακύκλωσης συσκευασιών στους υπό εξαφάνιση μπλε κάδους, που ούτως ή άλλως καταλήγουν κυρίως στις παραδοσιακές χωματερές. Εκτός κι αν μεσολαβήσει κάποιο οικονομικό θαύμα ή κάποιος ελεήμων ευεργέτης, πιθανότατα με το ίδιο αυτοκίνητο θα τη βγάλω μέχρι να απαγορευτεί η κυκλοφορία του ή να μου αφαιρεθεί το δίπλωμα, λόγω ηλικίας. Μέχρι τότε θα είμαι ένας βαρύς ρυπαντής του περιβάλλοντος, και κάθε φορά που οδηγώ θα απολαμβάνω το γουργούρισμα μιας γηραιάς μηχανής εσωτερικής καύσης και τον κραδασμό που προκαλεί σε ένα αμάξωμα που οι αρμοί του χαλαρώνουν όλο και περισσότερο. </p><p><b>Στις Β. Αμαλίας, Β. Σοφίας, Πανεπιστημίου, Σταδίου</b>, που μας κληροδοτεί μόνιμα μποτιλιαρισμένες ο απερχόμενος δήμαρχος (και λόγω του περιπατητικού του τραγέλαφου) έχω την ευκαιρία στα φανάρια να δω μπρος, πίσω, δεξιά κι αριστερά μου αρκετούς συνενόχους στο μικρό, κοινό περιβαλλοντικό μας έγκλημα. Μικρές και μεγάλες γηραιές γκρανκάσες γουργουρίζουν στο ρελαντί εκλύοντας τα δέοντα. Δεν νομίζω, βεβαίως, ότι είναι λιγότερο ένοχες από τα 200.000 καινούργια αυτοκίνητα που μπαίνουν σε κυκλοφορία κάθε χρόνο, από τότε που «ήρθε η ανάπτυξη» του Κυριάκου. Μιλάμε για έναν τζίρο πάνω από 4 δισ. ευρώ. Πού βρίσκεται όλο αυτό το χρήμα; </p><p><b>Παρατηρώ τους κώλους των αυτοκινήτων. </b>Οι εξατμίσεις στα νέα μοντέλα εξαφανίζονται όλο και περισσότερο πίσω από μάσκες και προφυλακτήρες, μαζί με τις εκπομπές που είναι πια αόρατες. Σπάνια βλέπεις πια τολύπες γκρι ή μαύρου ατμού που κάποτε έκαναν τη ρύπανση ορατή, σε κάθε επιδεικτική γκαζιά ή ακόμη και στο ρελαντί ενός κακοσυντηρημένου αυτοκινήτου που «έκαιγε λάδια». Πάντως, αν τις παρατηρήσεις καλά, οι εξατμίσεις είναι εκεί, τεκμήρια της περιβαλλοντικής συνενοχής, μαζί με το παρηγορητικό γουργούρισμα των μηχανών. </p><p><b>Σε κάποια αυτοκίνητα δεν βλέπω εξάτμιση.</b> Πού διάολο είναι κρυμμένη; Κι ο θόρυβος της μηχανής τους δεν είναι γουργούρισμα, ένα ανεπαίσθητο ζουζούνισμα ακούγεται, σαν να πετάει κουνούπι, σφήκα το πολύ. Είναι συνήθως ογκώδη και ψηλά. Απαστράπτοντα. Είναι ηλεκτρικά. Φυσικά και δεν έχουν εξάτμιση, ηλίθιε! Αν εξαιρέσεις το συμπαθητικό κουβαδάκι της Σιτροέν, δεν υπάρχει κανένα μοντέλο κάτω από 30.000 ευρώ και τα πιο ευπώλητα κινούνται στα 50.000 ευρώ και πάνω. Πέντε χρόνια δουλειάς αμειβόμενου με τον κατώτατο μισθό. Η κρατική επιδότηση δεν βελτιώνει ιδιαίτερα την κατάσταση, αν και απλώς επιβεβαιώνει την υποψία ότι η «πράσινη συμφωνία» που με τόση περιβαλλοντική περηφάνια προωθεί η Ε.Ε., ενθαρρύνοντας και τις επιδοτήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων, είναι υπόθεση των πλουσίων και των υπερπλουσίων. Δεν ξεπερνούν τα 10.000 τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που αγοράζονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, 5% βαριά το μερίδιο αγοράς στο σύνολο των πωλήσεων Ι.Χ. Η περιβαλλοντική υπευθυνότητα είναι υπόθεση του πλουσιότερου 5% με 10% του πληθυσμού, που μπορεί να φτιάξει και τη μονάδα φόρτισης στην άνετη μονοκατοικία του, αντί να περιμένει το κράτος και τις εταιρείες να αναπτύξουν επαρκές δίκτυο φορτιστών, αντίστοιχο των (ή εντός των) βενζινάδικων. Οπως έλεγε και μια από τις ηρωίδες των «Παράσιτων» του Μπο Τζουν Χο, «αν είχα όλα αυτά τα χρήματα, θα ήμουν κι εγώ καλή. Κι ακόμη καλύτερη. Το χρήμα είναι σαν το ηλεκτρικό σίδερο. Ισιώνει όλες τις τσαλακωματιές». Σωστά. Τι σημασία έχει αν είσαι εταιρεία εξόρυξης πετρελαίου και αερίου, άρα τροφοδότης όλων των ρύπων που εκπέμπουν καθημερινά δισεκατομμύρια αυτοκίνητα με κινητήρες βενζίνης ή πετρελαίου; Σημασία έχει πως διαθέτεις αρκετό πλούτο για να ενορχηστρώσεις εσύ την πράσινη μετάβαση, τον ρυθμό, τη χωροταξία και το ταξικό πρωτόκολλο της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Και ναι, ως εκ τούτου, ο επικεφαλής της κρατικής εταιρείας πετρελαίου των Εμιράτων είναι ο καταλληλότερος για πρόεδρος της φετινής Διάσκεψης για το Κλίμα, της COP28. </p><p><b>Το χρήμα όχι μόνο ισιώνει τις τσαλακωματιές</b>, αλλά μετατρέπει τους κατεξοχήν ενόχους της κλιματικής κρίσης σε «στρατηγούς» της υποτιθέμενης αποτροπής της. Τα θύματά της, οι φτωχοδιάβολοι του Τρίτου Κόσμου που δεν έχουν ιδέα για πράσινες μεταβάσεις και συμφωνίες και επιβιώνουν ως ανυποψίαστοι ρυπαντές του περιβάλλοντος, είναι υποχρεωμένοι να διανύσουν το «πράσινο μίλι» προς την καταστροφή των ενδιαιτημάτων και των χωρών τους με το στίγμα των ενόχων και καταδικασμένων. Ακριβώς όπως ο αθώος Τζον Κόφι διέσχισε το τελευταίο πράσινο μίλι του μέχρι την ηλεκτρική καρέκλα, στην ταινία του Φρανκ Τάραμποτ και στο μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ. </p><p><b>Σύμπτωση καθαρή το γεγονός</b> ότι εκεί η πράσινη διαδρομή προς τον θάνατο καταλήγει σε μια περιβαλλοντικά καθαρή διαδικασία εκτέλεσης. Ηλεκτρική, χωρίς εκλύσεις, εκπομπές και εκκρίματα. Αν εξαιρέσει κανείς τις ανεπαίσθητες ποσότητες διοξειδίου από καμένη ανθρώπινη σάρκα, όταν ο δήμιος θέλει να «παίξει» με την επιθανάτια αγωνία του καταδικασμένου (στην ταινία υπάρχει μια τέτοια σαδιστική απόκλιση), η ηλεκτρική καρέκλα μπορεί να συγκαταλεγεί στις τεχνολογίες πράσινης μετάβασης. Ιδιαίτερα αν διασφαλίζει ότι το ρεύμα που διοχετεύεται στο σώμα του μελλοθάνατου προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Δεν ξέρω αν θα το δούμε κι αυτό. Φυλακές μελλοθάνατων και θαλάμους εκτέλεσης πιστοποιημένα για το χαμηλό περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα. </p><p><b>Καθώς η ανθρωπότητα διασχίζει</b> το πράσινο μίλι της προς την κλιματική κατάρρευση και οι ηγεσίες των κυβερνήσεων και των πολυεθνικών υποδύονται πως κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για την αποτρέψουν, όπως τώρα καλή ώρα στο Ντουμπάι, σε ακόμη μια ρυπαρή παγκόσμια σύνοδο αντι-ρύπανσης (COP28), έχει σημασία να πάμε μερικά βήματα πίσω. Στη στιγμή που οι πλούσιοι, οι πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ του πλανήτη μετατοπίστηκαν από την πεισματική άρνηση της κλιματικής κρίσης και το ανελέητο λόμπινγκ εις βάρος της επιστημονικής τεκμηρίωσής της στην ανακάλυψη επενδυτικών και κερδοσκοπικών ευκαιριών στην υποτιθέμενη προσπάθεια της αποτροπής της. Τα αιτήματα και οι προειδοποιήσεις των κινημάτων, των υπανάπτυκτων χωρών που έβλεπαν τη γη τους να αποψιλώνεται, των φτωχότερων στρωμάτων που υπέστησαν τις πρώτες σαρωτικές εκδηλώσεις της κλιματικής κρίσης «απαλλοτριώθηκαν» από τους πάνω και εκτράπηκαν στο αντίθετό τους ή σε κάτι που υποδύεται το πράσινο. Η υπόθεση της κλιματικής κρίσης, αντί να ανατίθεται στους θύτες της, πρέπει να ανακτηθεί από τα θύματά της. Ειδάλλως, διασχίζουμε απλώς το πράσινο μίλι - και με γοργά βήματα. </p><p>ΚΙΜΠΙ </p><p>kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com </p><p><br /></p><p>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ </p><p><i>Θα 'θελα να 'μουν πράσινος, πράσινα να μιλούσα</i></p><p><i>πράσινα να κοιμόμουνα, πράσινα να ξυπνούσα</i></p><p><i><br /></i></p><p><i>Στα πράσινά μου όνειρα πράσινα μουρμουρίζω</i></p><p><i>πρασίνισες, αγάπη μου, και δε σ' αναγνωρίζω</i></p><p><i><br /></i></p><p><i>Ελα να πρασινίσουμε και πράσινα να σμίξουμε</i></p><p><i>κι από την πρασινάδα μας θα φάει κι η γελάδα μας</i></p><p><i><br /></i></p><p><i>θα 'θελα να 'σουν πράσινη, πράσινα να φιλούσες</i></p><p><i>πράσινα να με αγάπαγες, πράσινα να ρωτούσες</i></p><p><i><br /></i></p><p><i>Γιατί δεν είσαι πράσινος, γαλάζιε έρωτά μου,</i></p><p><i>και πρασινίζεις κόκκινα στη μαύρη αγκαλιά μου;</i></p><p><i><br /></i></p><p><i><b>Γιάννη Κακουλίδη, Χάρρυ Κλυνν, «Το πράσινο τραγούδι» (δίσκος «Πατάτες», 1981) </b></i></p><p><br /></p>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-3444087139482099272023-11-25T08:32:00.000-08:002023-11-25T08:32:54.841-08:00 Η 15ετία της πολιτικής Black Friday<p><span style="color: #333333; font-family: Helvetica Neue, Helvetica, Arial, sans-serif;"><span style="background-color: white; font-size: 14px;"><b>Efsyn.gr, 25/11/2023</b></span></span></p><p><span style="color: #333333; font-family: Helvetica Neue, Helvetica, Arial, sans-serif;"></span></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><span style="color: #333333; font-family: Helvetica Neue, Helvetica, Arial, sans-serif;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgjcZZZV_LQ45pc41h0LefAvVLDTkOZhHjo2kA5dcwUUr67tIdE7pKTH5anUmTSEvrgYRmbUy2yJ5tWhrTQpLwkQlaHwfO_4-NL-dP77Zn7EGvgcYew93sK0o2vwLJk6AAAVOapKSEwzSB2sBQ0cyjthCcxfVxWFa-jWVVIBlJVd74ABjE_VNlO5M07nIk/s852/Crowd_filling_up_for_No_-Oxi_campaign_rally_in_Athens,_July_3,_2015_b.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="640" data-original-width="852" height="300" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgjcZZZV_LQ45pc41h0LefAvVLDTkOZhHjo2kA5dcwUUr67tIdE7pKTH5anUmTSEvrgYRmbUy2yJ5tWhrTQpLwkQlaHwfO_4-NL-dP77Zn7EGvgcYew93sK0o2vwLJk6AAAVOapKSEwzSB2sBQ0cyjthCcxfVxWFa-jWVVIBlJVd74ABjE_VNlO5M07nIk/w400-h300/Crowd_filling_up_for_No_-Oxi_campaign_rally_in_Athens,_July_3,_2015_b.jpg" width="400" /></a></span></div><span style="background-color: white; color: #333333; font-family: "Helvetica Neue", Helvetica, Arial, sans-serif; font-size: 14px;"><p><span style="background-color: white; color: #333333; font-family: "Helvetica Neue", Helvetica, Arial, sans-serif; font-size: 14px;"><br /></span></p><b>Επί της ουσίας</b> δεν είχε τόσο άδικο ο Μητσοτάκης να παρομοιάσει τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ και τη διάσπασή του με εκπτώσεις Black Friday. Οσο άκομψο, κρύο και αγενές κι αν ήταν το σκονάκι που του πασάρανε, άλλο τόσο περιγράφει μια μακρόχρονη κατάσταση στο πολιτικό και κομματικό σύστημα. Μια κατάσταση όχι ακριβώς εκπτώσεων, με τη έννοια του κουρέματος της αρχικής ονομαστικής τιμής ενός αγαθού, αλλά μιας γενικής έκπτωσης της πολιτικής και της επιδραστικότητας του κομματικού ανταγωνισμού στη διακυβέρνηση της χώρας, των χωρών, του κόσμου. Η Black Friday της πολιτικής και των κομμάτων έχει διάρκεια τουλάχιστον 15 ετών και δεν έχει αφήσει χωρίς εκπτώσεις και κουρέματα κανένα κόμμα. Ούτε τη Ν.Δ. του καθησυχασμένου στον θρίαμβό του Μητσοτάκη.</span><p></p><div id="showObjObjectDialog_text" style="background-color: white; box-sizing: border-box; color: #333333; font-family: "Helvetica Neue", Helvetica, Arial, sans-serif; font-size: 14px;"><b>Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο</b> και δεν είναι κυρίως πολιτικό. Θα τοποθετούσα (με μεγάλο βαθμό αυθαιρεσίας, ομολογώ) την απαρχή του φαινομένου στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και σε όσα την ακολούθησαν. Η κρίση αυτή κατεδάφισε βεβαιότητες και εφησυχασμούς δεκαετιών. Εφερε τα τότε κόμματα εξουσίας μπροστά σε πρωτοφανή διλήμματα, που κανένα «μάνιουαλ» διακυβέρνησης, νεοφιλελεύθερο ή νεοκεϊνσιανό, δεξιό ή σοσιαλδημοκρατικό, δεν είχε προβλέψει. Κι αυτά τα διλήμματα διαπέρασαν όλο τον οικουμενικό καπιταλισμό. Από την αμερικανική μητρόπολή του μέχρι την αλαφιασμένη Ευρώπη. Προσπαθήστε να θυμηθείτε ποιοι ήταν αστέρες της διεθνούς πολιτικής πριν από 15 χρόνια και πού βρίσκονται σήμερα. Οχι απλώς γιατί γεράσανε και αποσύρθηκαν. Αλλά γιατί χάσανε και διασύρθηκαν.<br style="box-sizing: border-box;" /><b><br style="box-sizing: border-box;" />Η χρηματοπιστωτική κρίση </b>και η κρίση χρέους που την ακολούθησε άλλαξε ριζικά το οικονομικό παράδειγμα. Ειδικά στην Ευρωπαϊκή Ενωση, που με πειραματόζωο κυρίως την Ελλάδα και δευτερευόντως τις άλλες μνημονιακές χώρες, θεσμοθέτησε το πιο ακραίο μείγμα «ορντολιμπεραλισμού»: πλήρης απορρύθμιση της οικονομίας και των αγορών, αλλά με κρατικό αυταρχισμό και άνωθεν/έξωθεν ρύθμιση. Τα τρία μνημόνια με τα οποία μετασχηματίστηκε βίαια η παραγωγική βάση και η κοινωνία της Ελλάδας είναι η πεμπτουσία αυτού του μείγματος.<br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><b>Το πολιτικό προσωπικό </b>και τα κόμματα που κλήθηκαν να διαχειριστούν τα πρωτοφανή μέτρα και την αναστολή της κρατικής κυριαρχίας στο όνομα του δανεισμού και της αποτροπής της κρατικής χρεοκοπίας, χρεοκόπησαν τα ίδια, το ένα μετά το άλλο. Η περίφημη «εσωτερική υποτίμηση» που επέβαλαν στην ελληνική οικονομία ΔΝΤ, Ε.Ε. και ΕΚΤ για το κομματικό σύστημα της χώρας, μεταφράστηκε σε μια Black Friday διαρκείας, στην οποία οι εκπτώσεις έφτασαν ακόμη και το 100%. Πού είναι το ΛΑΟΣ, η ΔΗΜΑΡ και οι ΑΝ.ΕΛΛ. που έγιναν κυβερνητικοί εταίροι των μνημονιακών κυβερνήσεων; Πού πήγε το ΠΑΣΟΚ του 44% το 2009; Πώς βυθίστηκε η Ν.Δ. στο εκλογικό ναδίρ του 18,8% τον Μάιο του 2012; Πού πήγε το 10% της Χρυσής Αυγής στις ευρωεκλογές του 2014; Πού πήγε το πρόθυμο «Ποτάμι» και ο ηγέτης του; Ποια ήταν η τύχη της ΛΑΕ του 2015, του ΜέΡΑ25 τα επόμενα χρόνια; Τι απέγινε ο κραταιός δικομματισμός της Μεταπολίτευσης; Και γιατί ο ατελής δικομματισμός τής μετά το 2015 περιόδου όχι απλώς έμεινε ατελής, αλλά κατέληξε στην ηγεμονία Μητσοτάκη και στον κατακερματισμό που τον πλαισιώνει στα αριστερά και στα δεξιά του;<br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><b>Στις 13 εκλογικές αναμετρήσεις</b> που μεσολάβησαν από το 2008 μέχρι σήμερα –και οι εκλογές είναι μόνο μία ένδειξη αυτού που έχει συντελεστεί– εκατομμύρια πολίτες διέτρεξαν όλο το πολιτικό φάσμα, από την άκρα Δεξιά μέχρι την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Οι μεταπηδήσεις τους από το ένα κόμμα στο άλλο ήταν το θυμικό αποτύπωμα των βίαιων αλλαγών που γίνονταν στη ζωή τους. Σχεδόν ο μισός οικονομικά ενεργός πληθυσμός βρέθηκε για κάποια περίοδο σε κατάσταση ανεργίας, που έφτασε στο 30%. Μικρές και μεγάλες περιουσίες αλλάξανε χέρια. Οικογένειες έχασαν τα σπίτια τους ή ζουν εδώ και χρόνια με την αγωνία του πλειστηριασμού και τους εκβιασμούς του εισπράκτορα. Μικροεπιχειρηματίες έχασαν τα μαγαζιά τους και τις μικρές ή μεγάλες πολυτέλειες που τους είχε χαρίσει η περίοδος της πιστοληπτικής αμεριμνησίας. Νέοι άνθρωποι εγκατέλειψαν την Ελλάδα αναζητώντας δουλειά στο εξωτερικό. Η φτώχεια εισέβαλε βίαια ακόμη και στα άλλοτε ευημερούντα μεσαία στρώματα. Η παραγωγική και επιχειρηματική βάση της χώρας άλλαξε χέρια. Αλλοτε κραταιοί όμιλοι, ιδιωτικοί και κρατικοί, ελέγχονται από νέα και κυρίως ξένα «τζάκια». Και ο καπιταλισμός της πλατφόρμας γέμισε ταχύτατα τα μεγάλα κενά που άφησε πίσω του ο μνημονιακός, άναρχος οικονομικός μετασχηματισμός της χώρας.<br style="box-sizing: border-box;" /><b><br style="box-sizing: border-box;" />Δεν συνέβη μόνο στην Ελλάδα</b>, σε αναλογίες καταγράφηκαν ανάλογες τεκτονικές αλλαγές κυρίως στον ευρωπαϊκό Νότο (Ιταλία, Ισπανία είναι ίσως τα εγγύτερα παραδείγματα), αλλά μόνο εδώ έγιναν τόσο βίαια, εκτεταμένα και αγκάλιασαν (ασφυκτικά έως θανάσιμα) τη μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας. Η οποία πέρασε από τεράστιες πολιτικές μεταπτώσεις: από τους αγανακτισμένους του 2011, στις μεγάλες προσδοκίες του 2014 και του 2015. Από την κορύφωση του δημοψηφίσματος, στην προσγείωση του τρίτου μνημονίου. Από την περίοδο «τσάι και συμπάθεια» με την Αριστερά, στο πείραμα με το σκληρό νεοφιλελεύθερο πρότζεκτ του Μητσοτάκη. Κανένα κόμμα, καμιά πολιτική δύναμη, ούτε καν η Ν.Δ. του τροπαιούχου Κυριάκου, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι στη διάρκεια αυτής της δεκαπενταετίας διέθετε μια κοινωνική συμμαχία με συνοχή και αντοχή στις μνημονιακές και μεταμνημονιακές «κακουχίες». Με εξαίρεση την «ανακαινισμένη» επιχειρηματική ελίτ, που πλέει πια σε πελάγη κερδοφορίας και αναπτυξιακής ανάτασης και έχει κάνει τις βασικές πολιτικές επιλογές της, όλα τα άλλα κοινωνικά στρώματα απλώς επιπλέουν σε πελάγη ρευστότητας. Η σχέση τους με την πολιτική έχει γίνει περιστασιακή, συγκυριακή, οι προσδοκίες χαμηλές, οι ιδεολογικές ταυτίσεις όλο και πιο χαλαρές, η αίσθηση ότι η διακυβέρνηση της χώρας ούτως ή άλλως είναι στον αυτόματο πιλότο και ότι οι προγραμματικές διαφορές ανάμεσα στα κόμματα γίνονται όλο και πιο επουσιώδεις είναι διάχυτη.<br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><b>Αυτή πάνω κάτω είναι η βάση της πολιτικής Black Friday</b>, που επιφέρει εκπτώσεις-σοκ στις τιμές όλου του κομματικού συστήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η έσχατη διάσπασή του, η θεαματική συρρίκνωση της επιρροής του είναι συμπτώματα της μακράς περιόδου εκπτώσεων που επιβάλλουν οι απογοητευμένοι και αποθαρρημένοι «καταναλωτές» της πολιτικής και υιοθετεί με παράδοξη προθυμία το μάρκετινγκ του κομματικού μας σύμπαντος. Αλλά σε αυτό το σκηνικό κανείς σ’ αυτό το σύμπαν δεν μπορεί να νιώθει ασφαλής. Ούτε η Ν.Δ. Η αίσθηση πως κανείς και τίποτα δεν απειλεί την ηγεμονία της μπορεί ταχύτατα να αποδειχτεί πλάνη. Εστω κι αν η επόμενη απειλή μπορεί να έρθει από τα ακροδεξιά της.</div><div id="showObjObjectDialog_text" style="background-color: white; box-sizing: border-box; color: #333333; font-family: "Helvetica Neue", Helvetica, Arial, sans-serif; font-size: 14px;"><br style="box-sizing: border-box;" /><br /></div><div id="showObjObjectDialog_text" style="background-color: white; box-sizing: border-box; color: #333333; font-family: "Helvetica Neue", Helvetica, Arial, sans-serif; font-size: 14px;"><br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ</b></div><div id="showObjObjectDialog_text" style="background-color: white; box-sizing: border-box; color: #333333; font-family: "Helvetica Neue", Helvetica, Arial, sans-serif; font-size: 14px;"><b><br /></b></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjqGnR2ynnyTqMs0ULPWAV_SIcUUXLGC7a4-Qnd6kUvNz5zZx3HMsMbG6fUdgnXSmydCcUXrWrNS0qi1o7mfA6ghZVjbbL39ZXgczVw4N2qSj2FK8CKh37QQG-74qa61EmF8EDIz-ltW2J2vn2Pwr2S3kKD8jbZSs30rm76OMJD4w9xi8ltQGO79WNRAmI/s1280/thefallofthehouseofusher-review-blogroll-1695409889439.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="720" data-original-width="1280" height="225" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjqGnR2ynnyTqMs0ULPWAV_SIcUUXLGC7a4-Qnd6kUvNz5zZx3HMsMbG6fUdgnXSmydCcUXrWrNS0qi1o7mfA6ghZVjbbL39ZXgczVw4N2qSj2FK8CKh37QQG-74qa61EmF8EDIz-ltW2J2vn2Pwr2S3kKD8jbZSs30rm76OMJD4w9xi8ltQGO79WNRAmI/w400-h225/thefallofthehouseofusher-review-blogroll-1695409889439.jpg" width="400" /></a></div><br /><div id="showObjObjectDialog_text" style="background-color: white; box-sizing: border-box; color: #333333; font-family: "Helvetica Neue", Helvetica, Arial, sans-serif; font-size: 14px;"><br style="box-sizing: border-box;" /><i>Μαντλίν Ασερ: …Οι άντρες, συντριβάνια σπέρματος, κι οι γυναίκες, εργοστάσια που βγάζουν τι; Ενα εξαθλιωμένο εργατικό δυναμικό, που μόνο εργάζεται και ξοδεύει τα λιγοστά που βγάζει καταναλώνοντας. Και τι τους διδάσκουμε να θέλουν; Απιαστα σπίτια. Αμάξια που δηλητηριάζουν τον αέρα. Πλαστικά μιας χρήσης, ρούχα που φτιάχνονται από νηστικά παιδιά σε χώρες του τρίτου κόσμου, και τα θέλουν τόσο πολύ, που ικετεύουν γι’ αυτά, ουρλιάζουν γι’ αυτά, επιμένουν γι’ αυτά. Και το πρόβλημα είμαστε εμείς; Αυτά τα γαμημένα τέρατα, αυτοί οι γαμημένοι καταναλωτές, τα γαμημένα στόματα. Δείχνουν λες και εμείς είμαστε το πρόβλημα. Εκείνοι μας εφηύραν.<br style="box-sizing: border-box;" /><br style="box-sizing: border-box;" /><b>Μάικ Φλάναγκαν, «Η πτώση του οίκου των Ασερ» (η σειρά στο Netflix)</b></i><b><br style="box-sizing: border-box;" /></b><br style="box-sizing: border-box;" />Υ,Γ, Η στήλη ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ αυτό το σαββατοκύριακο μόνο στην ηλεκτρονική έκδοση της "ΕφΣυν", λόγω συνωστισμού ύλης στην έντυπη.</div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-5805623696431081922023-11-12T00:55:00.000-08:002023-11-12T00:55:54.925-08:00Η εικαζόμενη συναίνεση και τα λύτρα του Predator <p><b><i>Η Εφημερίδα των Συντακτών, 11-12/11/2023</i></b></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjvKvnKHomESfyFbMKaKUrtWy70nqGWaGqNHvjg1p2fO2U7KC40QAV24P0JsoSsOw-xt1RAmuZfSvq0mAmGwlfvypYjAmnleuHBjPVtbhGGEX5-ngRT510CEu1afraoXpM38CAwR7aARHPyoWhS_IiI3n9qwZDE9TxMg5hyphenhyphenNALfapfV9srue1VJpqDD2Rw/s300/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BF%20%CE%BB%CE%AE%CF%88%CE%B7%CF%82.png" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="168" data-original-width="300" height="224" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjvKvnKHomESfyFbMKaKUrtWy70nqGWaGqNHvjg1p2fO2U7KC40QAV24P0JsoSsOw-xt1RAmuZfSvq0mAmGwlfvypYjAmnleuHBjPVtbhGGEX5-ngRT510CEu1afraoXpM38CAwR7aARHPyoWhS_IiI3n9qwZDE9TxMg5hyphenhyphenNALfapfV9srue1VJpqDD2Rw/w400-h224/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BF%20%CE%BB%CE%AE%CF%88%CE%B7%CF%82.png" width="400" /></a></div><p><b> Στην ταινία «How to have sex» </b>της Βρετανίδας Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ, που παίζεται εδώ και δύο εβδομάδες στους κινηματογράφους, μια παρέα τριών κοριτσιών από τη Βρετανία, στο κατώφλι της τυπικής ενηλικίωσης, έρχονται στην Ελλάδα, στα Μάλια της Κρήτης, για διακοπές και ξεσάλωμα. Το ξεσάλωμα περιλαμβάνει τα πάντα (όχι απαραίτητα ήλιο και θάλασσα): αλκοόλ, ουσίες, πάρτι και χορό μέχρι τελικής πτώσης, γνωριμίες και σεξ. Σεξ με οποιονδήποτε τους αρέσει ή δεν τους αρέσει, αλλά προσφέρεται. Σεξ, όχι απαραίτητα για την έλξη, την επιθυμία, την απόλαυση, αλλά για την επιβεβλημένη εμπειρία που θα τις εισαγάγει στον κόσμο των ενηλίκων. Κάτι σαν δοκιμασία μύησης που επιτρέπει την ένταξη σε ομάδες και κύκλους συνομιλήκων, όπου το στάτους, η δημοφιλία και η αποδοχή καθεμιάς/καθενός είναι ευθέως ανάλογη με τον αριθμό εμπειριών που έχει συλλέξει. Η Τάρα, κεντρική φιγούρα της ιστορίας, μπαίνει με ένα μείγμα δισταγμού, καταναγκασμού και αποφασιστικότητας στη δοκιμασία της ερωτικής μύησης, αλλά η εμπειρία είναι τραυματική, το λεπτό σύνορο μεταξύ συγκατάθεσης και κακοποίησης παραβιάζεται από τον τυχαίο και θεωρητικά εμπειρότερο παρτενέρ της που εκλαμβάνει τη σιωπή, την απουσία ενός «όχι», μιας κραυγής, μιας βίαιης απώθησης ως συναίνεση. </p><p><b>Πάνω στο θολό πεδίο </b>της εικαζόμενης συναίνεσης συντελούνται καθημερινά μικρά και μεγάλα εγκλήματα. Και η αναφορά στην ταινία είναι ένα πρόσχημα, μια αφορμή για να μπούμε σε μια μαζική παραβίαση του ορίου της συγκατάθεσης που συντελείται εδώ και πολλά χρόνια εις βάρος δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν στον κόσμο του Ιντερνετ και των σόσιαλ μίντια. Είναι εντυπωσιακό το πώς η προστασία που υποτίθεται ότι θέλησαν να μας παράσχουν οι παρεμβάσεις των κρατικών και ρυθμιστικών αρχών, εθνικών ή διεθνών, από απειλούμενες παραβιάσεις της ιδιωτικότητας, των προσωπικών δεδομένων μας, του δικαιώματος να λέμε «όχι» σε μια επιθετική ή παραπλανητική συμπεριφορά των κυρίαρχων του Διαδικτύου, έχει μετατραπεί στο ακριβώς αντίθετό της. Σε μια ολοκληρωτική έκθεσή μας σε αλγοριθμικές πρακτικές που εικάζουν τη συναίνεσή μας. </p><p><b>Στη δεκαετία του 2000,</b> όταν επιβλήθηκαν οι πρώτες ευρωπαϊκές οδηγίες προστασίας των προσωπικών δεδομένων, χιλιάδες επιχειρήσεις γέμισαν τα έντυπα με υποχρεωτικές καταχωρίσεις δηλώσεων συμμόρφωσης στους νέους κανόνες. Κι έτσι, υποτίθεται ότι καθάρισαν, θεσμοθετήθηκαν και οι ανάλογες ανεξάρτητες αρχές επιτήρησης, κι όλοι υποδυόμαστε ότι τα προσωπικά μας δεδομένα είναι ασφαλή. Οποιαδήποτε χρήση τους είχε την «εικαζόμενη συναίνεσή» μας, έστω κι αν αυτή ήταν ένα απλό «τικάρισμα» σε ένα έντυπο ανάμεσα σε δεκάδες που απαιτούσαν την υπογραφή μας. </p><p><b>Με τον καιρό</b> και την ιλιγγιώδη ανάπτυξη των ψηφιακών εφαρμογών, η γραφειοκρατία της εικαζόμενης συναίνεσης κατέστη σχεδόν περιττή. Τα προσωπικά δεδομένα μας ήταν διαθέσιμα, άθελά μας, σε δεκάδες άλλες εφαρμογές που συλλέγονταν σε τεράστιες βάσεις δεδομένων, διαθέσιμες και για πώληση σε πολλούς ενδιαφερόμενους. Και τα δεδομένα μας δεν ήταν τόσο το «όνομα, διεύθυνση, τηλέφωνο», όσο οι συνήθειες, τα γούστα, τα ενδιαφέροντα, οι ιδιοτροπίες μας, το ίχνος των οποίων αφήναμε κατά την καθημερινή περιπλάνησή μας στον ωκεανό του διαδικτύου. </p><p><b>Οταν κι αυτό ξεπέρασε </b>ένα ανεκτό επίπεδο ενόχλησης και επικινδυνότητας, ήρθαν το δεύτερο και το τρίτο κύμα ρύθμισης αυτής ανεξέλεγκτης αγοράς συλλογής προσωπικών ενδιαφερόντων (όχι μόνο δεδομένων πλέον). Ηρθαν νέοι κανόνες από την Ε.Ε., υποτιθέμενο τελευταίο οχυρό στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, και τότε εκατομμύρια ιστότοποι ενημέρωσης, ψυχαγωγίας ή εμπορικών συναλλαγών πλημμύρισαν με cookies, που χωρίς την ενεργοποίησή τους, πάντα με βάση την «εικαζόμενη συναίνεσή» μας, είναι αδύνατη η πλοήγηση σε αυτές ή η τουλάχιστον η χρήση όλων των δυνατοτήτων τους. Αναρωτηθείτε: πόσες φορές τη μέρα πατάτε «αποδοχή» στο μήνυμα κάθε ιστοσελίδας που σας προειδοποιεί για τη χρήση cookies; Και πόσες φορές αποφεύγετε τη «μερική αποδοχή», γιατί πρέπει να διαβάσετε έναν σκασμό ακατανόητες τεχνικές λεπτομέρειες; Ολη η «εικαζόμενη συναίνεση» για να κάνετε απλώς τη δουλειά σας τελειώνει με ένα απλό κλικ. Ακολουθεί ένας βομβαρδισμός χρήσιμων ή άχρηστων διαφημιστικών μηνυμάτων, ενίοτε στα όρια του διανοητικού βιασμού, αλλά τι να κάνουμε, αυτή η εικαζόμενη συναίνεση ταΐζει όχι μόνο τις GAFAM, τους άρχοντες του ίντερνετ, αλλά και χιλιάδες μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις που σιτίζονται από τα διαφημιστικά ψιχία που τους κατανέμουν οι κολοσσοί. Ετσι, άλλο έναν προστατευτικό μηχανισμό, με τη βούλα της Ε.Ε., οι μάγοι των αλγορίθμων τον μετέτρεψαν σε ολετήρα της ιδιωτικότητας. </p><p><b>Το τελευταίο επεισόδιο</b> της ψηφιακής μας περιπέτειας γράφεται τις μέρες αυτές, με τον εκβιασμό που ασκεί ο Ζούκερμπεργκ της Meta, του Φου Μπου, του Ινσταγκραμ και των λοιπών μέσων κοινωνικής υποδούλωσης σε εκατομμύρια Ευρωπαίους χρήστες τους. Εγραψε ο Γ. Μπαζαίος το εξαιρετικά κατατοπιστικό «Χαράτσι ή… παρακολούθηση» («Εφ.Συν.» 10/11/2023), αλλά όσοι είναι χρήστες των σόσιαλ θα έχουν ήδη διαπιστώσει τον (εκ)βιασμό: ή συναινείτε στη χρήση των δεδομένων σας για τον βομβαρδισμό σας για εξατομικευμένες διαφημίσεις ή πληρώνετε για χρήση του Φου Μπου και του Ινστραγκραμ χωρίς αυτές. Είναι ένας προκλητικός σαρκασμός της υποτιθέμενης απόπειρας της Ε.Ε. να βάλει φρένο στην ανεξέλεγκτη επεξεργασία των δεδομένων και της συμπεριφοράς μας στα σόλιαλ από την πολυεθνική, αλλά ως βασίλειο ελεύθερης αγοράς, που δεν επέτρεψε να μπει πλαφόν ούτε στο ρεύμα στη χειρότερη ενεργειακή κρίση της ιστορίας της, αποκλείεται η Ε.Ε. να πει όχι στο «δικαίωμα» του Ζούκερμπεργκ να τιμολογεί όσο θέλει τη ρητή άρνηση συναίνεσης στον προσωποποιημένο διαφημιστικό «βιασμό» μας. Τα 10 ή 15 ευρώ που ζητάει τον μήνα είναι τα λύτρα για την ελευθερία από την επιτήρηση, την παρακολούθηση, τον εμπορικό χαφιεδισμό. </p><p><b>Το επόμενο βήμα θα είναι</b> οι έμποροι της επιτήρησης και των λογισμικών παρακολούθησης, των Predator, Pegasus και λοιπών, να ζητούν αμοιβή μη παγίδευσης των επικοινωνιών μας. Αρνηση καταβολής θα αποτελεί εικαζόμενη συναίνεση. </p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ </b></p><p><i>Ο ανθρώπινος νους δεν είναι, όπως το ChatGPT και τα παρόμοια του, μια βαρετή στατιστική μηχανή για την αντιστοίχιση μοτίβων, που συλλέγει εκατοντάδες terabyte δεδομένων και προεκθέτει την πιο πιθανή απάντηση συνομιλίας ή την πιο πιθανή απάντηση σε μια επιστημονική ερώτηση. Αντίθετα, το ανθρώπινο μυαλό είναι ένα εκπληκτικά αποτελεσματικό και κομψό σύστημα που λειτουργεί με μικρές ποσότητες πληροφοριών. Επιδιώκει να μη συμπεράνει ωμούς συσχετισμούς μεταξύ των δεδομένων αλλά να δημιουργήσει εξηγήσεις […] Ας σταματήσουμε να το αποκαλούμε (σ.σ. το ChatGPT) «Τεχνητή Νοημοσύνη» και ας το ονομάσουμε αυτό που είναι: «λογισμικό λογοκλοπής». Μη δημιουργείτε τίποτα, αντιγράψτε υπάρχοντα έργα από υπάρχοντες καλλιτέχνες και αλλάξτε το αρκετά για να ξεφύγετε από τους νόμους περί πνευματικών δικαιωμάτων. </i></p><p><i><b>Νόαμ Τσόμσκι, «Η ψευδής προσδοκία του ChatGPT», New York Times, 8/3/2023</b></i></p>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-80157307235663089742023-11-04T14:40:00.002-07:002023-11-04T14:40:43.104-07:00Οι τράπεζες ως στρατηγικοί κακοπληρωτές <p><b>Η Εφημερίδα των Συντακτών, 4-5/11/2023</b></p><p><br /></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiNAXpR8KM8XfiN7v1aDQceKTDIlfbqvSkPuAV1wCvP8lkXjiEnxRiIYCND9Mmtqp7juukYpXINnLahpiS9mcxyAsexe4490LV-DyFSLmxp4OtmDZMQzUqjbBKIP8XfUkBIEoOVJQMISjDnTlPdz7ktZGNtLL-eOyfTy4Wzw0PLbrvbuDGuPgu0Q-61cIM/s518/atm5.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="355" data-original-width="518" height="274" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiNAXpR8KM8XfiN7v1aDQceKTDIlfbqvSkPuAV1wCvP8lkXjiEnxRiIYCND9Mmtqp7juukYpXINnLahpiS9mcxyAsexe4490LV-DyFSLmxp4OtmDZMQzUqjbBKIP8XfUkBIEoOVJQMISjDnTlPdz7ktZGNtLL-eOyfTy4Wzw0PLbrvbuDGuPgu0Q-61cIM/w400-h274/atm5.jpg" width="400" /></a></div><p><b>Οι αριθμοί δεν λένε πάντα την αλήθεια </b>ή δεν λένε όλη την αλήθεια, αλλά μερικές φορές είναι η μοναδική ένδειξη για να καταλάβουμε πού πατάμε και πού βαδίζουμε. Εχουμε και λέμε λοιπόν: βγαίνουν οι διοικήσεις των τραπεζών η μια μετά την άλλη και ανακοινώνουν περιχαρείς αυξήσεις εσόδων από τόκους και προμήθειες 50% και πάνω, αντίστοιχες αυξήσεις κερδών και θηριώδεις μειώσεις των «κόκκινων» δανείων που μένουν στα χαρτοφυλάκιά τους, ξεφορτώνοντας τα σαπάκια στα φαντ και στους σέρβισερς που θα κάνουν τη λοιπή βρομοδουλειά. Προαναγγέλλουν επίσης, και κάποιες ήδη το έχουν κάνει, την πλήρη επανιδιωτικοποίησή τους, με την περίφημη αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), δηλαδή την πώληση κοψοχρονιά των μεριδίων που έχει το Δημόσιο στις τράπεζες για τα σχεδόν 50 δισ. ευρώ που έβαλε από το 2011 και μετά για τις ανακεφαλαιοποιήσεις τους, δηλαδή τη διάσωσή τους. Το παρουσιάζουν δε αυτό ως μια μείζονα δική τους επιτυχία, λες και τα χρήματα που έβαλε το Δημόσιο και θα πληρωθούν μέχρι τελευταίου σεντ από τους φορολογούμενους μέχρι και το 2060 μ.Χ. κόπηκαν από το περίφημο λεφτόδενδρο, που δεν υπάρχει για κανέναν άλλο πλην του χρηματοπιστωτικού Λεβιάθαν. </p><p><b>Τι μας κόστισαν τα τρία κύματα ανακεφαλαιοποίησης </b>των τραπεζών, εκτός από τον πόνο και την καταστροφή που μοίρασαν γενναιόδωρα στην ελληνική κοινωνία, μαζί με τους λοιπούς μνημονιακούς ολετήρες; Τυπικά περίπου 46 δισ. ευρώ, αλλά καθώς έρχεται η ώρα της απο-κεφαλαιοποίησης (αποεπένδυσης) για το Δημόσιο, πρέπει να δούμε τι θα μείνει στο κρατικό ταμείο. Ειδικά όταν συναλλάσσεσαι με τράπεζες και το τελευταίο ευρώ μετράει, σωστά; Σκεφτείτε ότι μπορεί να έχετε έναν ξεχασμένο λογαριασμό από εποχής δραχμής, για παράδειγμα, με ένα υπόλοιπο 90 λεπτών και η καλή τράπεζα να εξακολουθεί να σας στέλνει ενημερώσεις και προειδοποιήσεις απενεργοποίησής του, τόσο λεπτολόγες είναι. Ερχονται λοιπόν δύο αναλυτές του ΚΕΠΕ, που δεν το λες και «δεξαμενή» της μαρξιστικής σκέψης, και κάνουν τον πρώτο αδρό υπολογισμό: α) τα 46 δισ. ευρώ που έχει βάλει το Δημόσιο στις τράπεζες ισοδυναμούν με το 170% των ιδίων κεφαλαίων τους, πράγμα που τις καθιστά «οιονεί Δημόσιο» (θου Κύριε…), β) με βάση τη σημερινή κεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών, η πλήρης πώληση των μεριδίων του Δημοσίου σε αυτές το αργότερο μέχρι το 2025 θα φέρει ζημιά πάνω από 40 δισ. ευρώ, μια και τα έσοδα που θα μείνουν στο κρατικό ταμείο δεν θα ξεπερνούν τα 4 δισ. ευρώ, γ) με βάση τη διεθνή εμπειρία και πρακτική στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο απολογισμός αυτής της καταστροφής πρέπει να γίνει δημόσια και με πλήρη διαφάνεια. Ακόμη και στις ΗΠΑ, που έδωσαν πολλαπλάσια για να σώσουν όσες τράπεζες δεν άφησαν να χρεοκοπήσουν (σχεδόν 700 δισ. δολάρια), στο τέλος έμεινε κι ένα κέρδος 45 δισ. δολαρίων για το Δημόσιο.</p><p><b>Δεν έχω την παραμικρή ελπίδα και προσδοκία </b>ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, οι ίδιες οι τράπεζες και οι επόπτες τους στη Φρανκφούρτη ή στην Αθήνα, που ζουν τον μύθο του ελληνικού success story, θα μπουν στον κόπο του απολογισμού και καταλογισμού για τη ζημιά που υφίσταται το Δημόσιο, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και διασπάθιση δημόσιου χρήματος για την οποία κάποιος/κάποιοι θα έπρεπε να πληρώσουν (εκτός από τους μλκς που θα ξεπληρώνουμε το χρέος). Αλλά αν αυτή είναι μια ηθικά και πολιτικά αποδεκτή συναλλαγή για τον τραπεζικό μας πολιτισμό, δηλαδή το κράτος να δανείζει τις τράπεζες με 46 δισ. και να αποδέχεται τη διαγραφή του 90% της αξίωσής του, ότι δηλαδή με 3-4 δισ. ευρώ πάει, ξόφλησαν οι τράπεζες, γιατί να μην καταστεί αυτό κανόνας και για τα δάνεια των «κόκκινων» δανειοληπτών; Από τα περίπου 100 δισ. «σαπάκια», έναντι των οποίων οι ίδιες οι τράπεζες και τα αντ’ αυτών γεράκια κυνηγάνε νοικοκυριά και περιουσίες, με 10 δισ. ευρώ θα καθάριζαν όλοι, σωστά; Τίμια εξήγηση δεν είναι; Εξάλλου, δεν είναι κρίμα οι αγαπημένες μας τράπεζες, που βλέπουν δολιότητα και σκοτεινούς σχεδιασμούς πίσω από κάθε αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων, να κολλήσουν τη ρετσινιά των κατεξοχήν στρατηγικών κακοπληρωτών της οικονομικής μπανανίας μας; </p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ </b></p><p><i>Ληστέψανε την τράπεζα</i></p><p><i>και τι με νοιάζει εμένα</i></p><p><i>δεν είμαι με κανέναν.</i></p><p><i>Σου λέω καλά της κάνανε</i></p><p><i>γιατί μας προκαλούσε...</i></p><p><i>γεμάτη εκατομμύρια, </i></p><p><i>ενώ κι ο Θεός πεινούσε!</i></p><p><i><br /></i></p><p><i>Περαστικοί, αδιάφορα,</i></p><p><i>εκάτσαν κι εκοιτούσαν.</i></p><p><i>Του διευθυντή της οι κοιλιές,</i></p><p><i>κι αυτούς τους ενοχλούσαν.</i></p><p><i><br /></i></p><p><i>Κάποιος πανικοβλήθηκε</i></p><p><i>μπας κι ήτανε ο γυιος του</i></p><p><i>κι ο ιδρωμένος λογιστής,</i></p><p><i>μπας κι ήταν ανεψιός του</i></p><p><i>κι όσο για τον ταμία</i></p><p><i>που πήγε ν' αμυνθεί,</i></p><p><i>όταν αναρωτήθηκε </i></p><p><i>για ποιον και το γιατί,</i></p><p><i>«στα τέτοια μου» ψιθύρισε</i></p><p><i>και γέμισε τις τσάντες.</i></p><p><i><br /></i></p><p><i><b>Παύλος Σιδηρόπουλος, «Αντε... και καλή τύχη μάγκες!»</b></i></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-76705858785796209232023-10-28T12:47:00.003-07:002023-10-28T12:47:51.340-07:00Λαγκάρντ, με θέα Ακρόπολη <p><b><i> Η Εφημερίδα των Συντακτών, 27-29/10/2023</i></b></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh3ce5B3CqSc1W4WYIAOa8eIHH7aGBPC6iewnxuLyVdgPAULQq9lZpz8NWYlH3RjNkuH5TKwdo5iLzyjGo48gG-Pom-7kQwg1fi4H51u0Y42Yd2-f-3L7lOjuoM-WTGdtZXYOCH9TV8ZTOK8w50bvR78_LZhGw1eOY2UwqQE-hOzu4-m_LDuTWGuBuArsQ/s3500/YORW6429.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="2333" data-original-width="3500" height="266" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh3ce5B3CqSc1W4WYIAOa8eIHH7aGBPC6iewnxuLyVdgPAULQq9lZpz8NWYlH3RjNkuH5TKwdo5iLzyjGo48gG-Pom-7kQwg1fi4H51u0Y42Yd2-f-3L7lOjuoM-WTGdtZXYOCH9TV8ZTOK8w50bvR78_LZhGw1eOY2UwqQE-hOzu4-m_LDuTWGuBuArsQ/w400-h266/YORW6429.jpg" width="400" /></a></div><br /><p><b>Η Εδουάρδου Λω είναι ένας μικρός δρόμος</b> στο κέντρο της Αθήνας, όχι πάνω από 100 μέτρα, μεταξύ Σταδίου και Πανεπιστημίου. Πολυσύχναστος, μια και τα αυτοκίνητα που ανεβαίνουν τη Σταδίου προς Σύνταγμα, στο φανάρι της Λω μπορούν να στρίψουν αριστερά για να ξαναβγούν Πανεπιστημίου προς Ομόνοια. Για τουλάχιστον μία εβδομάδα ήταν κλειστή. Ασπροκόκκινες λουρίδες δέθηκαν στην είσοδο και στην έξοδό της. Περιπολικά και μηχανές της αστυνομίας εγκαταστάθηκαν, μαζί με τα πληρώματά τους που επί ώρες έπιναν καφέ, μιλούσαν ή χάζευαν στα κινητά τους και σήκωναν τις λουρίδες για να περάσουν μεγάλα οχήματα που εκφόρτωναν ογκώδη αντικείμενα και μηχανήματα. Ή για να σταθμεύσουν ογκώδεις μαύρες λιμουζίνες με σκούρα τζάμια μπροστά στο ανακαινισμένο ξενοδοχείο NYX Esperia. </p><p><b>Η Εδουάρδου Λω, συνέχεια της Χρήστου Λαδά,</b> όπου κάποτε δέσποζε το αρχηγείο του κραταιού ΔΟΛ, και της Σίνα, που οριοθετεί εξ ανατολών την Αθηναϊκή Τριλογία (Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Βιβλιοθήκη), είναι η μία πλευρά του κεντρικού κτιρίου της Τράπεζας της Ελλάδος που καταλαμβάνει ολόκληρο το τετράγωνο μεταξύ Πανεπιστημίου, Ομήρου, Σταδίου και Λω. Λιτό, κλασικίζον, με δωρικούς κίονες στην είσοδό του, είναι χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό δείγμα του Μεσοπολέμου στο κέντρο της Αθήνας. Κατά κάποιο τρόπο αποπνέει νομισματική κυριαρχία, αυτήν που κάποτε πράγματι είχαν κράτη και κεντρικές τράπεζες, πολύ πριν το ευρώ υπάρξει ως ιδέα. </p><p><b>Το κτίριο ήταν αρχικά τετραώροφο</b>, αλλά στη δεκαετία του ’80 απέκτησε και το πανωσήκωμά του. Αν και τυπικά πενταώροφο, το τελικό ύψος του υπερβαίνει αυτό μιας δεκαώροφης πολυκατοικίας. Νομίζω και του NYX Esperia, που είναι κι αυτό δεκαώροφο. Η ταράτσα του κτιρίου της ΤτΕ, που είναι διαμορφωμένη ως επισκέψιμο αίθριο, έχει πιάτο ολόκληρη την Αθήνα: Ακρόπολη, Φιλοπάππου, Λυκαβηττό, Πάρνηθα, Πεντέλη, Υμηττό, Αργοσαρωνικό, Σύνταγμα, Βουλή, Ζάππειο, Τριλογία… Αν δεν έχεις υψοφοβία, μπορείς να δεις κάτω, λοξά απέναντι, και το καμένο συγκρότημα των κινηματογράφων Αττικόν και Απόλλων, που χάσκει ακόμη ως μνημείο της μνημονιακής καταστροφής. </p><p><b>Στην ταράτσα του κεντρικού κτιρίου </b>της ΤτΕ ανέβηκαν και φωτογραφήθηκαν οι κεντρικοί τραπεζίτες που συνθέτουν την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία συνεδρίασε στην Αθήνα Τετάρτη και Πέμπτη (25 και 26 Οκτωβρίου). Κι έτσι ελύθη το μυστήριο της αποκλεισμένης και φρουρούμενης επί μία εβδομάδα Εδουάρδου Λω. Μια σύναξη κεντροτραπεζιτών της ευρωζώνης στην Αθήνα, σε κτίριο μάλιστα που βρίσκεται έναντι ενός ισραηλινών συμφερόντων ξενοδοχείου, προφανώς απαιτεί αυξημένα μέτρα ασφαλείας, την ώρα που στη Γάζα εξελίσσεται μια κανονική γενοκτονία εις βάρος των Παλαιστινίων. </p><p><b>Στην ίδια ταράτσα με θέα την Ακρόπολη </b>βγήκαν και οι κλασικές οικογενειακές φωτογραφίας της σύναξης. Οι κεντρικοί τραπεζίτες φωτογραφήθηκαν, εξίσου γελαστοί «γεράκια» και «περιστέρια» της νομισματικής πολιτικής, οπαδοί της συνέχισης των αυξήσεων στα επιτόκια μέχρι τελικής πτώσης, και «ρεαλιστές» που αναγνωρίζουν ότι καθώς συνεχίζεται η ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή δεν μας παίρνει να συνεχιστεί αυτό, εκτός αν θέλουμε μια γερή ύφεση στην ευρωζώνη. Το ίδιο γελαστοί, ο οικοδεσπότης Γιάννης Στουρνάρας και η Κριστίν Λαγκάρντ φωτογραφήθηκαν με φόντο έναν αττικό ουρανό με αραιή νέφωση και μια κυματίζουσα ελληνική σημαία. Η πρόεδρος της ΕΚΤ έχει δει πολλές πρωτεύουσες και πολλούς ουρανούς σε όλο τον κόσμο, αλλά οπωσδήποτε ο αττικός ουρανός κάπως ισχυρότερο αποτύπωμα πρέπει να έχει αφήσει στη μνήμη της. Ολη της η θητεία ως διευθύντριας του ΔΝΤ είχε πολλή Ελλάδα, πολλή κρίση χρέους, πολλές αντιπαραθέσεις με την ηγεσία της Ε.Ε. </p><p><b>Λογικά θα θυμάται ότι λίγα μέτρα</b> πιο κάτω από αυτό τον «Ολυμπο» της νομισματικής κυριαρχίας, στο άλλο κτίριο της ΤτΕ, στην Αμερικής, είχε εγκαταστήσει το αυτί και το μάτι του ΔΝΤ στην Ελλάδα, τον φοβερό και τρομερό Μπομπ Τράα που σχεδόν μία δεκαετία έλυνε κι έδενε στη χώρα: παράγγελνε νομοσχέδια, έκοβε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα, συνέτασσε προϋπολογισμούς και γενικώς είχε εξελιχθεί σε συνεκδοχή και των τριών εξουσιών ενός κυρίαρχου κράτους, που φυσικά είχε χάσει κάθε κυριαρχία. Εννοείται, έδινε και λογαριασμό στον προϊστάμενό του, τον Τόμσεν, αλλά και στο αφεντικό του, τη Λαγκάρντ, που μια-δυο φορές πρέπει να είχε επισκεφθεί και το «στρατηγείο» της στο αθηναϊκό προτεκτοράτο, στον 6ο όροφο του κτιρίου της ΤτΕ στην Αμερικής. </p><p><b>Αλλά αυτό το γραφείο δεν είχε θέα Ακρόπολη</b>. Η θέα και ο καθαρός αέρας αλλάζουν τη ματιά των ανθρώπων. Από την πολυθρόνα του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον η Λαγκάρντ δεν έβλεπε καμιά ευκαιρία βιωσιμότητας στο ελληνικό χρέος (αυτός δεν ήταν ο μόνιμος καβγάς με τη Μέρκελ και τον Ντράγκι;). Χρειάστηκε να περάσει στη Φρανκφούρτη, στον θρόνο της ΕΚΤ, για να τα δει όλα πιο καθαρά. Και ο αθηναϊκός αέρας, ο αττικός ουρανός, η θέα στην Ακρόπολη τη βοήθησαν ακόμη περισσότερο για να δει ένα τεράστιο success story στην Ελλάδα του Μητσοτάκη, στην Αθήνα που «έγινε μια πολύ ζωντανή πόλη σε λίγα χρόνια» (στον ηττημένο Μπακογιάννη πήγαινε αυτό;), στο αίφνης βιώσιμο ελληνικό χρέος των 405 δισ. ευρώ, στην επενδυτική βαθμίδα, στη σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία που χρειάζεται για να μη στραβώσει η δουλειά, στο «efharisto Yannis» για το καλωσόρισμα και την πανοραμική θέα. </p><p><b>Αυτό το πέρασμα της ηγεσίας της ΕΚΤ </b>από την Αθήνα μετά πολλά χρόνια είχε τον συμβολισμό του. Μοιάζει λίγο με επιθεώρηση λόχου («στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σας» ή «πρόεδρέ μου, ιδού το οικόπεδό σας»), ή με εξέταση πεδίου μάχης μετά έναν μακρόχρονο (δημοσιονομικό και νομισματικό) βομβαρδισμό. «Ε, δεν πάθανε και τίποτε», ίσως είναι το συμπέρασμα των κεντρικών τραπεζιτών από όσα είδαν από ψηλά ή από χαμηλά, σε ένα αθηναϊκό κέντρο όπου δύσκολα ξεχωρίζουν τα πλήθη των ντόπιων και των τουριστών. </p><p><b>Το σόου τέλειωσε.</b> Η Εδουάρδου Λω ξαναδόθηκε στην κυκλοφορία. Η δημοτική αστυνομία θα κάνει τα στραβά μάτια για τα μαύρα SUV του ξενοδοχείου NYX Esperia που εξακολουθούν να καταλαμβάνουν θέσεις «ελεγχόμενης στάθμευσης», ενώ θα κόβει κλήσεις σε όλες τις υπόλοιπες. Εν τω μεταξύ, έχει απομακρυνθεί προ πολλού και ο παράξενος, άστεγος «ερημίτης» της Εδουάρδου Λω, που κουρνιασμένος σε μια εσοχή του θηριώδους κτιρίου της ΤτΕ χτυπούσε συχνά πυκνά τις σωληνώσεις του, σαν καμπάνες συναγερμού και αφύπνισης. Η Τράπεζα έβαλε κάγκελα και του έκανε «έξωση» από το στέκι του. Κάπου αλλού στην περιοχή έχει βρει στέκι και χτυπάει τις «καμπάνες» του. Ακούγονται, αν και κανείς δεν τον ακούει. </p><p><b><br /></b></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ </b></p><p><i>…Κατά τη διάρκεια της πανδημίας η ΕΚΤ διευκρίνισε τη στήριξη που πρόσφερε στην Ε.Ε. ανακοινώνοντας ότι η πολιτική της οφείλει στο εξής να εξασφαλίζει καλές συνθήκες χρηματοδότησης των κρατών-μελών. Η ερμηνεία της εντολής της εσωτερικά, από την ίδια την ΕΚΤ, έδωσε λαβή σε πολλές επιθέσεις, ενώ δεν παύει να τροφοδοτεί συζητήσεις και στοιχήματα στον χώρο του Τύπου αλλά και στους χρηματοπιστωτικούς κύκλους. Για τις τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα = η ερμηνεία ακόμη και των μικρότερων λέξεων που προφέρονται και γράφονται από τους κεντρικούς τραπεζίτες έχει γίνει πια κανονικό επάγγελμα (πρόκειται για τους παρατηρητές της ΕΚΤ - ECB watchers). </i></p><p><i><br /></i></p><p><i><b>Eric Monnet, «Κεντρικές τράπεζες, κράτος πρόνοιας και δημοκρατία» </b></i></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-66191492409213583222023-10-21T15:54:00.000-07:002023-10-21T15:54:06.586-07:00Η φυσική βλακεία του κεφαλαίου <p><b>Η Εφημερίδα των Συντακτών, 21-22/10/2023</b></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjV5EwkpjBWowISMmEBhp2y1gQfg1TL9U-3zSKak4XFaBBlvOIRkxpJPSEaU_05_kxZ5jNmWQZ2iZiUIyuTBdMdljhQckADyCMGVrdN3mwSbmSppqscU1nmoNCyPd3cqMCsA2xtaSaPvAOarlIvOdqg1ushRHW9MHrvPinUjls9rkZQDq6QWlfTzgHBRzU/s597/robotics_01_597px.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="398" data-original-width="597" height="266" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjV5EwkpjBWowISMmEBhp2y1gQfg1TL9U-3zSKak4XFaBBlvOIRkxpJPSEaU_05_kxZ5jNmWQZ2iZiUIyuTBdMdljhQckADyCMGVrdN3mwSbmSppqscU1nmoNCyPd3cqMCsA2xtaSaPvAOarlIvOdqg1ushRHW9MHrvPinUjls9rkZQDq6QWlfTzgHBRzU/w400-h266/robotics_01_597px.jpg" width="400" /></a></div><p><br /></p><p><b> Στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της εφημερίδας </b>φτάνουν σχεδόν καθημερινά μηνύματα νέων ανθρώπων που αναζητούν δουλειά ως δημοσιογράφοι, γραφίστες ή σελιδοποιοί. Επισυνάπτουν τα βιογραφικά τους, επιμελημένα και καλά φορμαρισμένα, και δείγμα της δουλειάς τους. Εχουν αποφοιτήσει από πανεπιστημιακές σχολές ή δημόσια και ιδιωτικά ΙΕΚ, αλλά στην περιγραφή τής μέχρι τώρα εμπειρίας τους αντιλαμβάνεται κανείς ότι έχει προηγηθεί μια εργασιακή περιπλάνηση στην οποία τα μίντια είναι η εξαίρεση, ο κανόνας είναι η πώληση, η εστίαση, τα κολ σέντερ. Ντρέπομαι που δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε στη μικρή προσδοκία τους να έχουν μια ευκαιρία σε μια συνεταιριστική εφημερίδα/ιστοσελίδα. Συχνά έχω την παρόρμηση να απαντήσω σε μία/έναν προς μία/έναν, ώστε να μην είναι το αναπάντητο μήνυμά τους μια συντριβή της ελπίδας και λαχτάρας για δουλειά. Τουλάχιστον όχι από μας. </p><p><b>Συμβαίνει φυσικά σε όλες τις δουλειές</b>, σε όλους τους κλάδους, σε όλες τις επιχειρήσεις. Κατακλύζονται από βιογραφικά νέων ανθρώπων με καλά προσόντα και συνήθως με απείρως πιο αναπτυγμένες ψηφιακές δεξιότητες από αυτούς που κατέχουν τις ήδη κατειλημμένες θέσεις εργασίας. Κινητικότητα υπάρχει, δεν μπορεί να πει κανείς, να είναι καλά και οι κρατικές επιδοτήσεις θέσεων εργασίας. Αλλά η πραγματική βασική τάση είναι να μειώνονται οι κανονικές θέσεις πλήρους απασχόλησης στους περισσότερους κλάδους, Και ο μοχλός είναι η λεγόμενη ψηφιοποίηση και η χρήση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης που υποκαθιστούν φυσικούς εργαζόμενους. Ισως το πιο ευρύ παράδειγμα στην Ελλάδα, που εξακολουθεί να εξαρτάται πολύ από μπετά και τουρισμό, είναι οι ανακεφαλαιοποιημένες με χρήματα των φορολογουμένων τράπεζες. Μέσα σε πέντε χρόνια έχουν μειώσει το προσωπικό τους κατά 10.000 και πλέον άτομα, μεταφέροντας όλο και μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών στην ηλεκτρονική τραπεζική και μετατρέποντας τους πολίτες σε πελάτες του εαυτού τους. Ψηφιακό σελφ σέρβις. </p><p><b>Αν η ψηφιακή υποκατάσταση μιας θέσης εργασίας</b> σε τράπεζα φαίνεται εύκολη υπόθεση, αν το ίδιο συμβαίνει σε τεράστια κλίμακα στη βιομηχανία ή στα λοτζίστικ, όπου τα ρομπότ έχουν διαταχθεί ήδη στις νέες, ανέπαφες αλυσίδες παραγωγής, αναρωτιέται κανείς πώς η τεχνητή νοημοσύνη θα μπει σε δουλειές σαν τη δική μας, τη δημοσιογραφία. Εχει ήδη μπει με πολλούς τρόπους, αλλά το ερώτημα είναι αν μπορεί πράγματι να υποκαταστήσει τον συντάκτη ενός κειμένου. Κάναμε το πείραμα, παραγγείλαμε ένα θέμα σε σύστημα τύπου chatbot και το αποτέλεσμα δεν ήταν και για πέταμα. Με λίγη επεξεργασία θα μπορούσε να ξεγελάσει έναν φορτωμένο στη δουλειά αρχισυντάκτη. Αλλά στην πράξη ο ψηφιακός κειμενογράφος/ρεπόρτερ δεν θα ξεπερνούσε σε ποιότητα τα κυβερνητικά non paper που αναπαράγονται αμάσητα ή τις κραυγαλέα φιλτραρισμένες πληροφορίες που μεταδίδουν τα εγχώρια και παγκόσμια ενημερωτικά μονοπώλια. Κανένα chatbot δεν μπορούσε να παραγάγει τη βραβευμένη έρευνα για το ναυάγιο της Πύλου ή τη διεθνή έρευνα για τις υποκλοπές. Καμιά τεχνητή νοημοσύνη δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη φυσική ανθρώπινη βούληση που απαιτεί μια έρευνα υψηλού ρίσκου, η οποία ενοχλεί τα κέντρα εξουσίας και ισχύος. </p><p><b>Φυσικά η ζημιά μπορεί να γίνει </b>και μάλιστα σε τεράστια κλίμακα. Δηλαδή η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να καταργήσει κατά δεκάδες εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε κάθε κλάδο δραστηριότητας. Αυτό θα έπρεπε να είναι πηγή χαράς και ελπίδας για την ανθρωπότητα. Γιατί η ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης στην παραγωγική διαδικασία αυξάνει τόσο ιλιγγιωδώς την παραγωγικότητα της εργασίας των φυσικών ανθρώπων, που επιτρέπει να δουλεύουν λιγότερο από ποτέ, παράγοντας επίσης περισσότερο από ποτέ πλούτο. Η AI είναι το κορυφαίο επίτευγμα της συλλογικής ανθρώπινης διάνοιας που επιτρέπει (και) τεχνικά το «πέρασμα από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας». Μιλάει κανείς γι’ αυτό; Μιλάει για δραστική μείωση των ωρών εργασίας με ταυτόχρονη αύξηση των αμοιβών; Φυσικά όχι, γιατί οι απαλλοτριωτές της συλλογικής διάνοιας, οι κάτοχοι της ΑΙ, προτιμούν να την περιβάλλουν με τη μεταφυσική αχλύ που ενσπείρει φόβο και δέος στους ανθρώπους, λες και οι αλγόριθμοι που βρίσκονται πίσω από τις χιλιάδες εφαρμογές και κινούν τα ρομπότ έχουν μια βούληση άλλη από αυτή των κατασκευαστών τους ή πολύ περισσότερο των ιδιοκτητών τους. Δεν διώχνει το web banking τους τραπεζοϋπαλλήλους, αλλά οι τραπεζίτες. Δεν απολύουν τα ρομπότ τους εργαζόμενους της Amazon, αλλά ο Μπέζος. Γιατί για τους ανθρώπους που ελέγχουν την παγκόσμια παραγωγική και εφοδιαστική αλυσίδα, στην υλική και την άυλη οικονομία, η τεχνητή νοημοσύνη είναι ταυτόχρονα μέσο εκτόξευσης της κερδοφορίας τους και απαλλαγής από το απεχθές βάρος της εργασίας με όλα τα ενοχλητικά παρελκόμενά της: αμοιβές, δικαιώματα, συνδικάτα. </p><p><b>Από αυτή την άποψη η ΑΙ,</b> απαλλαγμένη από κάθε μυστικιστικό περιτύλιγμα (σ.σ. όχι, τα ρομπότ δεν θα εξεγερθούν κατά των ανθρώπων, εκτός αν οι ιδιοκτήτες τους τα προγραμματίσουν γι’ αυτό), είναι το νέο μεγάλο πεδίο σύγκρουσης κεφαλαίου και εργασίας. Οχι μόνο για να ελεγχθεί ο ρυθμός ενσωμάτωσής της στην παραγωγή ώστε να αποφευχθεί η βίαιη και μαζική καταστροφή θέσεων εργασίας, αλλά και για να διεκδικηθούν τα οφέλη της σε χρόνο (λιγότερες ώρες εργασίας) και σε χρήμα (αυξήσεις αμοιβών). </p><p><b>Η ΑΙ ξαναφέρνει στο επίκεντρο</b> το θέμα της διανομής του πλούτου. Από τους τεχνολάγνους γράφεται συχνά ότι «η τεχνητή νοημοσύνη πρόκειται να εξελιχθεί στον μεγαλύτερο δημιουργό πλούτου στην ιστορία της ανθρωπότητας, υλικού και πνευματικού». Αλλά δεν υπάρχει μεγαλύτερη φυσική βλακεία από όση περιέχει αυτή η φράση. Οι άνθρωποι, τα εκατομμύρια επιστημόνων, τεχνικών, εργαζόμενων, ακόμη και ανυποψίαστων χρηστών των ψηφιακών εφαρμογών, παραμένουν οι μόνοι παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου, έστω κι αν για τη δημιουργία του δεν μεσολαβεί ένα ξύλινο αλέτρι, μια ατμοκίνητη ή ηλεκτροκίνητη μηχανή, αλλά ένα περίπλοκο λογισμικό, κι αυτό φτιαγμένο από τους ίδιους. </p><p><b>Σε τελική ανάλυση </b>το πρόβλημα δεν είναι να αποτρέψουμε την τεχνητή νοημοσύνη και τις απελευθερωτικές για την ανθρωπότητα εφαρμογές της, αλλά να απαλλαγούμε από τη φυσική -και (αυτό)καταστροφική- βλακεία του κεφαλαίου. </p><p>ΚΙΜΠΙ </p><p>Kibi2g@yahoo.gr , kibi-blog.blogspot.com </p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ</b></p><p><i>Σκεπτόμενες μηχανές δεν υπήρξαν, δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρξουν. Μπορεί να χρησιμοποιούμε την ενεργητική φωνή όταν λέμε ότι το ρομπότ κίνησε το χέρι του ή σκότωσε τον εχθρό, αλλά αυτό δεν μεταφράζεται σε ενεργητική διάθεση: το ρομπότ δεν κάνει τίποτα επειδή το «αποφάσισε», απλά λειτουργεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σύμφωνα με το λογισμικό που σχεδιάστηκε και εγκαταστάθηκε από τους κατασκευαστές του, ανθρώπους με σάρκα και οστά, με σκέψη και βούληση…</i></p><p><i><b>Πέτρου Παπακωνσταντίνου, «Ανθρωποι και ρομπότ» </b></i></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-90624271724883901142023-10-14T06:49:00.002-07:002023-10-14T06:49:55.322-07:00Das Kapital <p><b><i>Η Εφημερίδα των Συντακτών 14-15/10/2023</i></b></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjBeu2E4qh0Z9nvzPLvdYIw24E29aHJVaFgRIWVVLmXkDnuP__ye5VRsCDknj90htUpncjasTY_AMCvB3mJa_ZFHoPzcaNTJq7gASUHbP2rnzCuX9trpDybqGOT4eDiEQQOx1JQHv7qewbvuhrFOPc4JLU0vtJ1gBbfTCiDoogExkUbdcw02p_Zg35YcpE/s800/14816570107_6122f1d663_c.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="531" data-original-width="800" height="265" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjBeu2E4qh0Z9nvzPLvdYIw24E29aHJVaFgRIWVVLmXkDnuP__ye5VRsCDknj90htUpncjasTY_AMCvB3mJa_ZFHoPzcaNTJq7gASUHbP2rnzCuX9trpDybqGOT4eDiEQQOx1JQHv7qewbvuhrFOPc4JLU0vtJ1gBbfTCiDoogExkUbdcw02p_Zg35YcpE/w400-h265/14816570107_6122f1d663_c.jpg" width="400" /></a></div><br /><p><span style="background-color: white; color: #666666; font-family: "Sorts Mill Goudy", serif; font-size: 16.8px;"><b>Με τον κίνδυνο να θεωρηθώ εμμονικός </b>(που παίζει και να είμαι) επανέρχομαι για τρίτη φορά μέσα σε λίγες μέρες (προηγήθηκε ένα «ΑΝΩ ΚΑΤΩ» και ένα podcast) στο «τρέντι» θέμα των ημερών: το Κεφάλαιο. Εντάξει, για να είμαστε ακριβείς και ειλικρινείς, ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έχει προ πολλού πάψει να «δαιμονοποιεί το κεφάλαιο» και το έχει ποικιλοτρόπως αποδείξει και ως κυβέρνηση και ως αντιπολίτευση («δεν δαιμονοποιούμε την υγιή επιχειρηματικότητα», έλεγε συχνά πυκνά και ο απελθών πρόεδρός του), αλλά η αφοπλιστική ειλικρίνεια με την οποία το διακήρυξε ο νέος πρόεδρός του ακριβώς μέσα στο «γήπεδο» του εγχωρίου κεφαλαίου, στη συνέλευση του ΣΕΒ, ήταν κάτι άλλο. </span></p><p><span style="background-color: white; color: #666666; font-family: "Sorts Mill Goudy", serif; font-size: 16.8px;"><b>Προσωπικά ένιωσα να μου πατάνε</b> δυνατά τον κάλο. Ή, εντάξει, επειδή δεν έχω κάλους να μου δίνουν μια δυνατή κλοτσιά ξέρετε πού. Με το κεφάλαιο ως έννοια έχουμε όλοι, εκόντες άκοντες, μια σχέση διανοητική και υλική ταυτόχρονα. Αυτοπροσδιοριζόμαστε απέναντί του, δίπλα του, στην περίμετρό του ή και εντός του, έστω κι αν το τελευταίο είναι απλώς φαντασίωση ή επιθυμία των «γουοναμπί» κεφάλαιο. </span></p><p><span style="background-color: white; color: #666666; font-family: "Sorts Mill Goudy", serif; font-size: 16.8px;"><b>Αλλά λίγο πολύ όλοι, </b>από τους βαρεμένους συνωμοσιολόγους που τα αποδίδουν όλα σε ορδές ελοχίμ και νεφελίμ που ζουν ακόμη ανάμεσά μας, μέχρι τους οργανικούς και μη διανοούμενους που ρουφάνε φανατικά ό,τι έχει γραφεί ως πολιτική οικονομία εδώ και τρεις αιώνες, συγκλίνουν στο ότι το κεφάλαιο είναι η δύναμη που κυβερνά τον κόσμο. Είτε παίρνει τη μορφή συσσωρευμένου χρήματος, είτε των άυλων χρεογράφων και των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, είτε τη μορφή της επιρροής που ασκεί ο Μασκ με έναν χρησμό του στο «Χ» (πρώην τουίτερ) ή ο εγχώριος φαρμακοβιομήχανος με ένα εποχούμενο υβριστικό μανιφέστο του στο tik tok, το κεφάλαιο είναι η δύναμη που καταλαμβάνει κάθε σφαίρα της ζωής μας, συχνά πέρα και πάνω από τις προθέσεις και τις στρατηγικές των ίδιων των εκατομμυρίων κατόχων του. </span></p><p><span style="background-color: white; color: #666666; font-family: "Sorts Mill Goudy", serif; font-size: 16.8px;"><b>Αλλά, την επίσημη απο-δαιμονοποίηση </b>του κεφαλαίου την παίρνω προσωπικά. Σκέφτομαι τις δεκαετίες που σπατάλησε ο θείος Κάρολος στη βιβλιοθήκη του Λονδίνου, βασανιζόμενος από τις δοθιήνες που έκαναν αφόρητο το να κάθεται σε καρέκλα, διαβάζοντας ισολογισμούς, εκθέσεις, Ρικάρντο, Σμιθ, κοινοβουλευτικά πρακτικά, κινήσεις μετοχών, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Σέξπιρ, νομοθετικά κείμενα, ιστορικά τεκμήρια, προσπαθώντας να αξιοποιήσει τη σοφία αιώνων στην κατανόηση της πιο καταλυτικής και συνάμα δαιμονικής δύναμης της εποχής του. Αν διαβάσει κανείς, έστω και διαγωνίως ή αποσπασματικά, «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ, που παραμένει μέχρι σήμερα η σημαντικότερη και πληρέστερη «αξονική τομογραφία» του καπιταλισμού, είναι απίθανο να μείνει με την εντύπωση ότι θα έρθει η στιγμή που το κεφάλαιο θα απαλλαγεί από τις καταστροφικές (και αυτοκαταστροφικές) και ανήθικες διαστάσεις του και θα συμφιλιωθεί με τον σταθερό αντίπαλό του, την εργασία. Αυτή η αντίθεση αποκλείεται να ξεπεραστεί ανώδυνα κι αναίμακτα, έστω κι αν περάσουν δεκαετίες και αιώνες, κι εμείς οι φιλολογούντες για τον καπιταλισμό έχουμε γίνει πια σκόνη του χρόνου. </span></p><p><span style="background-color: white; color: #666666; font-family: "Sorts Mill Goudy", serif; font-size: 16.8px;"><b>Αλλά αυτό που ανέφερα στην αρχή</b>, πως ήταν σαν να μου πατάνε τον κάλο, εξομολογούμαι ότι αφορά τη σχεδόν φετιχιστική (μήπως και δαιμονική;) σχέση που έχω αναπτύξει από τα εφηβικά μου χρόνια με «Το Κεφάλαιο», σαν απτό, υλικό αντικείμενο. Το Das Kapital. Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν εξελισσόταν το big bang της διακίνησης ιδεών και εκδόσεων και απαγορευμένα μέχρι τότε βιβλία πλημμύριζαν πάγκους και ράφια βιβλιοπωλείων, θυμάμαι να παίρνω στα χέρια μου και να ξεφυλλίζω τους δυο πρώτους ογκώδεις τόμους του Κεφαλαίου (σε μετάφραση Παναγιώτη Μαυρομμάτη, που δεν αναφέρεται), σε φθηνή χαρτόδετη έκδοση του 1953, του εκδοτικού οίκου «Νέα Ελλάδα». Η μετάφραση, όπως αναφέρει η εισαγωγή, έγινε «με απόφαση της 2ης Ολομέλειας της Κ.Ε. του ΚΚΕ», που φυσικά ήταν παράνομο, και η εκτύπωση έγινε στο Βουκουρέστι, σε 5.000 αντίτυπα. Το γεγονός ότι μέχρι και το 1978, οπότε βγήκε και ο τρίτος τόμος του Κεφαλαίου (από τη «Σύγχρονη Εποχή», με επίσημη πια αναφορά του μεταφραστή) τα αντίτυπα αυτά εξακολουθούσαν να είναι τα μόνα που διακινούνταν στην Ελλάδα, σημαίνει ότι «Το Κεφάλαιο» στα ελληνικά δεν έγινε και ανάρπαστο. Ούτε, άλλωστε, η πολύ λογοτεχνική και δημοτικιστική μετάφραση του Σκουριώτη είχε καλύτερη τύχη. </span></p><p><span style="background-color: white; color: #666666; font-family: "Sorts Mill Goudy", serif; font-size: 16.8px;"><b>Για λόγους που δεν μπορώ να εξηγήσω</b>, αυτούς τους δυο τόμους του Κεφαλαίου τους αντιμετώπιζα ως πολύτιμο απόκτημα. Μαζί με άλλα ημιπαράνομα για το συντηρητικό σπίτι μου αποκτήματα, τους έκρυβα κάτω από το στρώμα (μαλακό, από αφρολέξ) του κρεβατιού. Είναι απορίας άξιο πώς κοιμόμουν εκεί, με τους σκληρούς και ακανόνιστους όγκους των βιβλίων να μου πιέζουν την πλάτη. Αλλά, όταν είσαι 15 αυτά δεν έχουν σημασία. </span></p><p><span style="background-color: white; color: #666666; font-family: "Sorts Mill Goudy", serif; font-size: 16.8px;"><b>Εχω τα ίδια αντίτυπα ακόμη στη βιβλιοθήκη μου.</b> Τα εξώφυλλα έχουν σκιστεί, οι σελίδες τους είναι κιτρινισμένες, τσακισμένες. Τα ξεφυλλίζω και βλέπω υπογραμμίσεις και σημειώσεις σχεδόν πενήντα ετών. Προσπαθώ να θυμηθώ τι εντύπωση είχε κάνει στον έφηβο που ήμουν κάποτε κάθε συγκεκριμένο απόσπασμα. Πρέπει να με είχε συναρπάσει ο φετιχισμός του εμπορεύματος, να με είχε δυσκολέψει η απόλυτη και η σχετική υπεραξία και να με είχε σοκάρει το κεφάλαιο για την πρωταρχική συσσώρευση. Μετά πολλές δεκαετίες είδα αυτό ακριβώς το κεφάλαιο του Κεφαλαίου να γίνεται θεατρική παράσταση, με τη Ρούλα Πατεράκη να διαβάζει για σχεδόν μιάμιση ώρα αποσπάσματα (αλλά σε μετάφραση Θανάση Γκιούρα, πια), με τις βαμπιρικές περιγραφές για την παιδική εργασία στα ανθρακωρυχεία και τα κλωστήρια της Αγγλίας να διακόπτονται από τον σαρκασμό: «Ω, γλυκό μου κεφάλαιο!», και φόντο μια ασπρόμαυρη οπτική σύνθεση του Θανάση Ρεντζή που περνούσε σαν συρμός της Ιστορίας σε μια οθόνη και σκιτσάριζε ζοφερά το έπος του βιομηχανικού καπιταλισμού. </span></p><p><span style="background-color: white; color: #666666; font-family: "Sorts Mill Goudy", serif; font-size: 16.8px;"><b>Η γοητεία που μου είχε ασκήσει </b>το κείμενο του Μαρξ μένει ανεξίτηλη. Ο χρόνος που είχα αφιερώσει στα επιπόλαια ή στα πιο συστηματικά διαβάσματά του τότε και αργότερα είναι ένα κερδισμένος χρόνος. Από τότε, νιώθω ότι καταλαβαίνω τον υλικό κόσμο μας κι όσα συμβαίνουν σ’ αυτόν. Μου είναι αδιάφορο αν κάποιοι θεωρούν ότι φόρεσα παραμορφωτικούς φακούς. Και, όχι, αυτή τη φορά δεν θα βάλω απόσπασμα από «Το Κεφάλαιο» στις «ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ». Θα βάλω Κακουλίδη- Κραουνάκη. </span></p><p><br /></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ </b></i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Τώρα που ’ρθαν όλα τούμπα</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Μια Ελλάδα κωλοτούμπα</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Ελα απάνω μου κι ακούμπα</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Τώρα που ’ρθαν όλα σκούρα</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Ο καθένας μια φιγούρα</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Ο καθένας μια καμπούρα</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i><br /></i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Τώρα που ’ρθε κούφια η ώρα</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Εποχή θανατηφόρα</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Καραγκιόζη μου προχώρα</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Ηρωά μου</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Φόρα επάνω σου</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Τα όνειρά μου λατρεμένη μου σκιά</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i><br /></i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Κρεμασμένο σε καλούμπα</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Πέταγα πάνω απ’ τη Τρούμπα</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Ελα απάνω μου κι ακούμπα</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Κρεμασμένο στα φεγγάρια</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Σ’ είδα σκλάβα στα παζάρια</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i>Να σε παίζουνε στα ζάρια</i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i><br /></i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i><br /></i></span></span></p><p><span style="color: #666666; font-family: Sorts Mill Goudy, serif;"><span style="background-color: white; font-size: 16.8px;"><i><b>Γιάννη Κακουλίδη, «Κωλοτούμπα» (Σταμάτη Κραουνάκη, «Τα τραγούδια του Καραγκιόζη», 1996)</b></i></span></span></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-36757421777157947922023-10-07T10:56:00.000-07:002023-10-07T10:56:28.278-07:00Σασμός στη γη της ελιάς <p>Η Εφημερίδα των Συντακτών 7-8/10/2023</p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjIdcLIdR757DtZSeBeh-A_uAJs21BDbXCPn-XXdrNJ8Vg1wIzKd40Kqzh1zxYcPBT0o8qf3mU2GbL5LGdEew7pYSEvnjU3QRKylpP_xPEjVXKgL-BV_VMd7qux4oF7OJokRkcweUhZuIC5qq9Tq3lzMmjCA5Uw0z4JyzbHNyvdHJNtA6-Yc-US6M02c7U/s1024/2857699230_371f167e50_b.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="768" data-original-width="1024" height="300" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjIdcLIdR757DtZSeBeh-A_uAJs21BDbXCPn-XXdrNJ8Vg1wIzKd40Kqzh1zxYcPBT0o8qf3mU2GbL5LGdEew7pYSEvnjU3QRKylpP_xPEjVXKgL-BV_VMd7qux4oF7OJokRkcweUhZuIC5qq9Tq3lzMmjCA5Uw0z4JyzbHNyvdHJNtA6-Yc-US6M02c7U/w400-h300/2857699230_371f167e50_b.jpg" width="400" /></a></div><br /><p><b>Ενδεχομένως αυτό είναι και μια δίκαιη τιμωρία.</b> Ας πάει το λάδι, το παλιόλαδο που πάντα ήταν τόσο δεδομένο και αυτονόητο σχεδόν σαν το νερό, στα 15 ευρώ το λίτρο και στα 200 ευρώ ο τενεκές. Αλλά, πρέπει κι εσύ να σκεφτείς, δεν φέρθηκες εντάξει. Είχες 50 ρίζες ελιές, δυο-τρία στρέμματα (απαξίωσες έστω και να τα μετρήσεις σωστά), ξέχασες σχεδόν και πού πέφτει το χωράφι, επικλινές, κακοτράχαλο και λογγωμένο, και η μόνη σου μέριμνα εδώ και δεκαετίες ήταν να το δηλώνεις «βοσκοτόπι» στο Ε9, μην και επιβαρυνθεί ο ΕΝΦΙΑ, αν και την εποχή που έρρεαν οι επιδοτήσεις, φτάνοντας και σε μη «κατ’ επάγγελμα αγρότες», έσπευδες να κάνεις ακριβώς το αντίθετο: και την έκταση την ξεχείλωνες κατά ένα-δυο στρέμματα, και τα δέντρα τα πολλαπλασίαζες στις δηλώσεις που συσσωρεύονταν στα κοινοτικά γραφεία του χωριού. </p><p><b>Επειτα, έχοντας γίνει πια ένας κανονικός αστός,</b> άνθρωπος της πόλης που έχεις αποκόψει και τις τελευταίες ρίζες με το χωριό, παράτησες το χωράφι στην τύχη του, στη φροντίδα του «Αλβανού», που άπλωσε αυτός καινούργιες ρίζες εκεί, έχοντας αποκόψει τις δικές του, από όποια «Αλβανία» του κόσμου κι αν είχε έρθει. Ποιος τις κλάδευε, τις λίπαινε, τις ξελόγγωνε, τις μάζευε τις ελιές δεν σε ένοιαζε, σου αρκούσαν οι δυο-τρεις τενεκέδες λάδι που έρχονταν με το ταξί κάθε χρόνο, ή χρόνο παρά χρόνο, ως ανταμοιβή. Τις λίγες φορές που πήρες άδεια από τη δουλειά για το εθνικό σπορ της ελαιοσυγκομιδής και πράγματι πήγες στο χωριό, την έβγαζες στο καφενείο με καφέ και τσίπουρα. Ο «Αλβανός» μαζί με μερικούς ακόμη «Αλβανούς» από την Ασία ή από τους κοντινούς καταυλισμούς Τσιγγάνων έκαναν τη δουλειά. </p><p><b>Μπορεί λοιπόν όλο αυτό να είναι κάποιας μορφής απονομή δικαιοσύνης</b>. Κι αν το καλοσκεφτείς είναι πολύ παράξενο, γιατί δεν σου έλειψαν οι ισχυρές δόσεις εθνικής μυθολογίας στις πέντε έξι δεκαετίες της ζωής σου για την πολυτιμότητα της ελιάς: η Αθηνά να κερδίζει τον Ποσειδώνα στον αγώνα για την Αθήνα χαρίζοντάς της ένα ελαιόδεντρο. Ο Ομηρος να σκηνοθετεί την προετοιμασία εξόντωσης των μνηστήρων από τον Οδυσσέα και τον Τηλέμαχο κάτω από μια ιερή ελιά. Ο κότινος από κλαδιά ελιάς των ολυμπιονικών. Ο Παλαμάς και ο ποιητικός μονόλογος «είμαι η ελιά η τιμημένη» που τον μάθαινες απέξω στο Δημοτικό σχεδόν σαν δεύτερο εθνικό ύμνο. </p><p><b>Και ύστερα ήρθαν οι νεωτερικές και μετανεωτερικές </b>αναγνώσεις της ελαιώδους εθνικής μυθολογίας: ο Κολλάτος («Οι ελιές», 1964) που γράφει (και σκηνοθετεί αργότερα) πώς τρία αδέρφια σπρώχνουν την ανύπαντρη και «άσχημη» αδερφή τους στο κρεβάτι ενός μεθυσμένου για να την ξεφορτωθούν χωρίς προίκα, «γιατί οι ελιές δεν φεύγουν από την οικογένεια». Η «ανακάλυψη» της μεσογειακής διατροφής που στο κέντρο της μπαίνει το ελαιόλαδο. Η απάτη της «φραπελιάς» διά πάσαν νόσον, που ευτυχώς αποκαλύφθηκε εγκαίρως και δεν θρηνήσαμε θύματα. Και η άλλη, η ακόμη μεγαλύτερη απάτη του ελαιόλαδου που μπήκε σε αριθμημένα συλλεκτικά μπουκάλια και σε λακαρισμένες ξύλινες κασετίνες για να πουλιέται στα Harrods ή στα Εμιράτα 200 έως 1.000 ευρώ το μπουκάλι. </p><p><b>Οταν το πρωτοδιάβασες αυτό στην αρχή γέλασες</b>, αλλά μετά έκανες ένα μπακαλίστικο υπολογισμό για το πόσα λεφτά μπορεί να έχεις χάσει από τις 50 ρίζες ελιές που έχεις ξεχάσει και πού πέφτουν. Λες ο «Αλβανός» να πλουτίζει εις βάρος σου; Μετά σκέφτεσαι πιο ψύχραιμα και λες πως αν δεν ήταν κι αυτοί οι προκομμένοι άνθρωποι, τα χωριά θα είχαν ερημώσει εντελώς, τα χωράφια θα είχαν ξαναγίνει δάσος. Αλλά πάλι αναρωτιέσαι: πού πάει όλη αυτή η παραγωγή, πού πουλιούνται οι 400.000 τόνοι λάδι τον χρόνο, γιατί δεν έχουμε γίνει ένα από τα πλουσιότερα έθνη της Μεσογείου; Μας το παίρνει το λάδι η ιταλική μαφία; </p><p><b>Σκέφτηκες μαφία και πήγε ο νους σου </b>στις δύο πιο δημοφιλείς τηλεοπτικές σαπουνόπερες και ολίγον αγροτο-βουκολικά δράματα, τον «Σασμό» και τη «Γη της Ελιάς». Ποιο είναι το καλύτερο λάδι, της Κρήτης ή της Μάνης; Αλλά επειδή εκεί, στις δύο τηλεοπτικές περιοχές, με φόντο τα λιοστάσια, τα χωράφια και τ’ αμπέλια γίνονται τα πάντα -φόνοι, απαγωγές, ληστείες, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, βιασμοί-, αναρωτιέσαι γιατί οι παραγωγοί και οι ευφάνταστοι σεναριογράφοι δεν έχουν σκεφτεί να περιστρέψουν την πλοκή στο απόλυτο έγκλημα της εποχής: την κλοπή ελαιολάδου. Κι όλα τα συναφή εγκλήματα, από τη νοθεία μέχρι την καταπάτηση ιδιοκτησίας. Θα γίνει χαμός! </p><p><br /></p><p><b>Γελάς με τη σκέψη.</b> Αν και δεν έχεις δει στην πραγματικότητα τις σειρές και δεν έχεις ιδέα τι και πώς διαδραματίζεται (εδώ που τα λέμε και οι δημιουργοί δεν έχουν ιδέα πού το πάνε), κάποιες φευγαλέες ματιές σε σκηνές οι οποίες εξελίσσονται σε λιοστάσια που θυμίζουν κήπους των Βερσαλλιών και ελαιοτριβεία που μοιάζουν με μικροβιολογικά εργαστήρια σε κάνουν να γελάς. Κάτι θυμάσαι κι εσύ από συγκομιδή, με τα χτένια να περνούν απ’ τα κλαδιά και τους πρασινόμαυρους καρπούς να κυλάνε στα λιόπανα, τις σκάλες πάνω στα δέντρα για να φτάσεις τα ψηλά κλαριά, τότε που η μέση και το σώμα σου αψηφούσε τη βαρύτητα και τις δισκοκοίλες. </p><p><b>Ας πρόσεχες</b>. Κι εσύ κι όλοι οι χιλιάδες κάτοχοι των 140 εκατομμυρίων ελαιοδένδρων που η ύπαρξή τους εξαντλείται σε μια δήλωση κτηματογράφησης και ένα Ε9. Η αγορά με το αόρατο χέρι της, που περνάει πάνω από χωράφια, ελαιοτριβεία, εργοστάσια εμφιάλωσης, αποθήκες λαδιού και μετατρέπει σε χρυσό αυτό που άλλοτε ήταν ο ελάχιστος πόρος των φτωχών, αποδίδει τη σκληρή δικαιοσύνη της απογειώνοντας την τιμή του λαδιού και εκτινάσσοντας στη στρατόσφαιρα το κέρδος της γαιοπροσόδου. Θα πεις το λάδι λαδάκι, είναι το κλισέ τον ημερών, της εποχής του νέου καπιταλιστικού φεουδαλισμού που μετατρέπει την τροφή στο απόλυτο πεδίο κερδοσκοπίας. </p><p><b>Αν μπορούσες να γυρίσεις τον χρόνο πίσω,</b> ίσως επανεξέταζες τη σχέση του με τη γη, μ’ αυτά τα ταπεινά χωράφια που κληρονόμησες. Ισως ένας κάποιος σασμός με τη γη της ελιάς, για λίγες μέρες κάθε χρόνο, με τις αυτοσχέδιες κολεκτίβες φίλων και συγγενών που τη μια μέρα μάζευαν στου Ηλία, την άλλη στου Πάνου, την τρίτη στης Μαρίας, που ήταν και μονάχη της, τα παιδιά της μετανάστες, ίσως ένας τέτοιος σασμός συμφιλίωνε κάπως την πόλη με το χωριό, την αστική υπερανάπτυξη με την αγροτο-κτηνοτροφική παραγωγή, τον μικροαστό που έγινες στη μητρόπολη με το επαρχιωτόπουλο που κατά βάθος πάντα ήσουν. </p><p><br /></p><p><i><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ</b></i></p><p><i>Είμαι του ήλιου η θυγατέρα</i></p><p><i>Η πιο απ’ όλες χαϊδευτή</i></p><p><i>Χρόνια η αγάπη του πατέρα</i></p><p><i>Σ' αυτό τον κόσμο με κρατεί</i></p><p><i>Οσο να πέσω νεκρωμένη</i></p><p><i>Αυτόν το μάτι μου ζητεί.</i></p><p><i>Είμ’ η ελιά η τιμημένη</i></p><p><i><br /></i></p><p><i>Οπου και αν λάχει κατοικία</i></p><p><i>Δε μ’ απολείπουν οι καρποί.</i></p><p><i>Ως τα βαθιά μου γηρατειά,</i></p><p><i>Δεν βρίσκω στην δουλειά ντροπή.</i></p><p><i>Μ’ έχει ο θεός ευλογημένη,</i></p><p><i>Και είμαι γεμάτη προκοπή.</i></p><p><i>Είμ’ η ελιά η τιμημένη.</i></p><p><i>.....................</i></p><p><i>Και φως πραότατο χαρίζω</i></p><p><i>Εγώ στην άγρια τη νύχτα.</i></p><p><i>Τον πλούτο πια δεν τον φωτίζω,</i></p><p><i>Συ μ’ ευλογείς φτωχολογιά.</i></p><p><i>Κι αν απ’ τον άνθρωπο διωγμένη,</i></p><p><i>Μα φέγγω μπρος στην Παναγιά.</i></p><p><i>Είμ’ η ελιά η τιμημένη.</i></p><p><i><br /></i></p><p><i><b>Κωστής Παλαμάς, «Η ελιά» (1882) </b></i></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-32228576154444872023-09-30T11:24:00.000-07:002023-09-30T11:24:13.136-07:00Πιπέρι στο στόμα του φορομπήχτη…<p><b>Η Εφημερίδα των Συντακτών 30/9-1/10/2023</b></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgTN6q-NeydW2GeI3VrdrW1mtze5xCrCWIY9vVifvcLqJWRUUHM7bQS1Xo_px89mouNEetF_2u_B-d_CWR8f587qDReAQLodqGRFdze56swK9XjC5eYGm_eLWDVtroRwt99C2EdDhEDI8WODXXCDxm5YTcDjg0UUy_wDM6EWHIrL1YJgRixds-OkbnER3k/s800/till_receipts.preview.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="532" data-original-width="800" height="266" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgTN6q-NeydW2GeI3VrdrW1mtze5xCrCWIY9vVifvcLqJWRUUHM7bQS1Xo_px89mouNEetF_2u_B-d_CWR8f587qDReAQLodqGRFdze56swK9XjC5eYGm_eLWDVtroRwt99C2EdDhEDI8WODXXCDxm5YTcDjg0UUy_wDM6EWHIrL1YJgRixds-OkbnER3k/w400-h266/till_receipts.preview.jpg" width="400" /></a></div><p><b> Ανάμεσα στα όσα ζοφερά συμβαίνουν</b> εδώ κι έναν μήνα, από τη στιγμή που οι πρώτες (χοντρές είναι η αλήθεια) σταγόνες της βροχής σκοτώσανε το καλοκαίρι και μαζί κάμποσες περιοχές της Θεσσαλίας κι όχι μόνο, ανάμεσα στα όσα εξωτικά συντελούνται μεταξύ Κουμουνδούρου και Κουκακίου, έγινε και κάτι που μας επιτρέπει να γελάσει τ’ αχείλι μας. Η κυβέρνηση έπαθε… Κατρούγκαλο. Και για να μην αδικώ τον παλιό συμφοιτητή και σύντροφο, που στο κάτω κάτω δεν είπε και τίποτα φοβερά παράδοξο τις παραμονές των εκλογών, όταν εκστόμισε την κουβέντα πως οι εισφορές των επαγγελματιών είναι χαμηλές, αφήνουν τρύπες στον ΕΦΚΑ και ίσως πρέπει να αυξηθούν (σ.σ. όποιος πιστεύει ότι ο περιούσιος μικρομεσαίος λαός εισφέρει τα δέοντα στην κοινωνική ασφάλιση, ας κάνει ένα βήμα μπροστά με τον κίνδυνο να πέσει στη συνταξιοδοτική άβυσσο της προσεχούς δεκαετίας), θα πω ότι η κυβέρνηση έπαθε Θεοχάρη. </p><p><b>Ως γνωστόν αυτό έπαθε ό</b>ταν ο υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών άφησε την αμυδρή υπόνοια επανεξέτασης των συντελεστών φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών. Πιπέρι στο στόμα του φορομπήχτη έσπευσαν να βάλουν διαδοχικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που δεν τον λες και γαλαντόμο στα φορολογικά. </p><p><b>Και αφού ο «σούπερμαν» Χατζηδάκης</b>, που όλα τα σφάζει, διαβεβαιώνει ότι δεν παίζει αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τον συμπαθή λαό των μικρομεσαίων, που θεωρητικά έδωσε μεγάλο μέρος της εκλογικής νίκης στον Μητσοτάκη, οι ελευθεροεπαγγελματίες υποτίθεται πως μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι. Δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν καμιά φορολογική επιβάρυνση, καμιά δυσάρεστη έκπληξη. Πιπέρι στο στόμα του φορομπήχτη. </p><p><b>Αλλά χλωμό το βλέπω </b>να έχει αυτό αποτέλεσμα, ακόμη κι αν κάψει γλώσσες πολλών υπουργών. Διότι έχει προηγηθεί η μελίρρυτος γλώσσα Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη, όπου σαν Μωυσής που μόλις κατέβηκε από το Σινά έφερε μαζί του έναν δεκάλογο εντολών υπαγορευμένο απευθείας από τον θεό της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ο ευφημισμός των δέκα φορολογικών εντολών είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής, από την οποία υποτίθεται ότι η κυβέρνηση ελπίζει να φέρει τα επιπλέον έσοδα που χρειάζονται για να καλύψει τις τεράστιες τρύπες που άνοιξαν οι καταστροφές στη Θεσσαλία και αλλού.</p><p><b>Ημουνα νιος και γέρασα</b>, η πάταξη της φοροδιαφυγής και η περίφημη διεύρυνση της φορολογικής βάσης είναι το Ελντοράντο στο οποίο δεκάδες οικονομικοί υπουργοί έχουν αφήσει τα πολιτικά κόκαλά τους και από υστεροφημία μηδέν. Εκτός από πιπέρι στο στόμα, οι φορομπήχτες υπουργοί, ακόμη κι όταν επιβάλλουν έναν δίκαιο φόρο (σπάνιο πράγμα), τιμωρούνται με πολιτική εξορία ή δυσμενή μετάθεση. </p><p><b>Η φοροδιαφυγή είναι υπαρκτή</b>, ποιος έχει αμφιβολία γι’ αυτό; Μετρημένη με ακρίβεια δεν είναι και τα νούμερα που παίζουν δεξιά κι αριστερά από μάλλον κομπογιαννίτικες έρευνες, κάτι μεταξύ 15 και 20 δισ. τον χρόνο, μάλλον δεν πρέπει να τα παίρνουμε τοις μετρητοίς. Αν στα 50 με 55 δισ. ευρώ φορολογικά έσοδα τον χρόνο, κυρίως από έμμεση φορολογία και δευτερευόντως από φορολογία εισοδήματος, προσθέταμε άλλα 15 δισ. με την πολυπόθητη «πάταξη», θεωρητικά θα ήμασταν πασάδες. Αλλά το ερώτημα στο οποίο φοβάται να απαντήσει ευθέως η κυβέρνηση και οι οικονομικοί υπουργοί, ακόμη κι όταν περάσει η επήρεια του καυτού πιπεριού, είναι ποιος φοροδιαφεύγει. Ποια είναι η ταξική ακτινογραφία των φοροφυγάδων ή, για να είμαστε ακριβείς, αυτών που αποκρύπτουν έσοδα και εισοδήματα; Πάλι στο γνωστά με τους υδραυλικούς και τους γιατρούς που δεν κόβουν αποδείξεις θα πέσουμε; </p><p><b>Για να λέμε τα πράγματα</b> με τ’ όνομά τους: φοροδιαφεύγουν αυτοί που μπορούν και φοροαποφεύγουν αυτοί που η φορολογική νομοθεσία τούς δίνει τη δυνατότητα να το κάνουν. Προφανώς δεν είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, άρα ο κλήρος πέφτει στις λοιπές συμπαθείς και αντιπαθείς τάξεις που έσοδό τους είναι ο πακτωλός της δημόσιας και ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης. Χρήμα του μισθωτού, του συνταξιούχου και μερικών ακόμη ομάδων που έχει φορολογηθεί ήδη στην πηγή (παρακράτηση), όταν μπαίνει στο μίξερ της κατανάλωσης έχει την ευκαιρία να αποφύγει το δεύτερο επίπεδο φορολόγησης (ΦΠΑ, έμμεσοι φόροι) χάρη σε μια υποτίθεται αμοιβαία επωφελή συναλλαγή με τη μη κοπή απόδειξης που αντισταθμίζεται με μείωση τιμής για το προϊόν ή την υπηρεσία. Τρίχες, καμιά αμοιβαιότητα δεν υπάρχει σε αυτό, δεν είναι win win φοροδιαφυγή, αλλά ουσιαστικά επιστροφή του φορολογικού βάρους στον καταναλωτή, τελικά στους μισθωτούς και συνταξιούχους που παραμένουν οι μόνοι σταθεροί και δεδομένοι αιμοδότες του κρατικού ταμείου. Γνωστά αυτά, είναι η καθημερινότητα των περισσότερων από μας. </p><p><b>Κι αν αντιτείνει κανείς</b> ότι αυτός ο μηχανισμός φοροδιαφυγής ρίχνει όλο το ανάθεμα στους μικρομεσαίους, που στο κάτω κάτω δεν είναι και όλοι ζάμπλουτοι, πρέπει να επισημάνουμε ότι η φοροδιαφυγή της απόδειξης που δεν κόβεται έχει συνενόχους και στα πιο υψηλά οικονομικά κλιμάκια. Γιατί από κάπου πρέπει να ήρθε το προϊόν που πουλήθηκε χωρίς απόδειξη. Με κάποια τιμολόγια μπήκε στο μαγαζί ή μήπως, ούτε τιμολόγια υπάρχουν; (Ρητορικό το ερώτημα, αφού είναι γνωστό ότι η ανθούσα βιομηχανία πλαστών και εικονικών τιμολογίων είναι ο βασικός τροφοδότης των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών στο Δημόσιο που μένουν απλήρωτα ή περιμένουν υπομονετικά τη διαγραφή τους από τα διοικητικά δικαστήρια και τις ίδιες τις φορολογικές αρχές.) </p><p><b>Επί της ουσίας η κυβέρνηση </b>κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της. Θέλει να τα πάρει από μικρομεσαίους και ελευθεροεπαγγελματίες, που προφανώς έχουν τα περισσότερα εκτός φορολογητέας ύλης έσοδα, αλλά χωρίς να το πει ευθέως. Θα ήθελε να τους στριμώξει μέσω υψηλότερων συντελεστών, εφόσον η πλειονότητα εξακολουθούν να δηλώνουν εισοδήματα πένητα, αλλά δεν τολμά να τους προγκήξει. Οι μηχανισμοί αποτροπής της φοροδιαφυγής, με τη διασύνδεση όλων των συναλλαγών από την προμήθεια μέχρι την τελική πώληση (ας γίνει, καμιά αντίρρηση), είναι μια επινόηση για να αυξηθεί η φορολόγηση του περιούσιου μεσαίου λαού χωρίς να αυξηθούν οι συντελεστές. Αλλά θα αποδώσει, αν αποδώσει, σε βάθος χρόνων εκτός τρέχοντος εκλογικού κύκλου. Ως τότε τα μισθωτά υποζύγια θα πληρώνουν τον φορο- πολιτικό τρόμο της κυβέρνησης και όλων των κυβερνητικών κομμάτων, μη και στάξει η ουρά του γαϊδάρου. </p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ </b></p><p><i>«Κανένας πολίτης δεν εξαιρείται από την τιμίαν υποχρέωσιν του να συνεισφέρῃ κατά την δύναμιν και τα πλούτη του τα εις δημοσίας ανάγκας δοσίματα».</i></p><p><i><b>Ρήγας Φεραίος, «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων νήσων και της Βλαχομπογδανίας» </b></i></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-83603235404163683112023-09-23T13:02:00.000-07:002023-09-23T13:02:17.623-07:00Το κομματικό χρηματιστήριο <p><b><i>Η Εφημερίδα των Συντακτών 23-24/9/2023</i></b></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiv31GnHEJ9JvsTYV9n5UzphIWYfhxskhbhhBJSTPKRGPrLHuEaBwLEFC8NwhN3B1YfsGFGUwBm-X3DvpEJsyNEupFBKGJB_VDWyoLblyaZR7JfnAQpD0pMQ4kJ0RTExiCyHUyccvGnVvdaxT_vBNZxvjnerduoxKhAF8Wd3y5_LOzMzS1HyAnyR3JboKI/s600/oura-nd.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="375" data-original-width="600" height="250" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiv31GnHEJ9JvsTYV9n5UzphIWYfhxskhbhhBJSTPKRGPrLHuEaBwLEFC8NwhN3B1YfsGFGUwBm-X3DvpEJsyNEupFBKGJB_VDWyoLblyaZR7JfnAQpD0pMQ4kJ0RTExiCyHUyccvGnVvdaxT_vBNZxvjnerduoxKhAF8Wd3y5_LOzMzS1HyAnyR3JboKI/w400-h250/oura-nd.jpg" width="400" /></a></div><p><br /></p><p><b> Προσπαθώ να βρω ένα αξιοπρεπές</b> πρόσχημα για να δικαιολογήσω την παρουσία αυτού του κειμένου της στήλης στις οικονομικές σελίδες της «Εφ.Συν.». Δυσκολάκι, γιατί παρότι όλα στην εποχή μας δένουνε γλυκά (ή θεόπικρα) και η ώσμωση οικονομίας και πολιτικής είναι προφανέστερη από ποτέ, φαίνεται πλεονασμός ένα μυριοστό κείμενο για τα τεκταινόμενα στον ΣΥΡΙΖΑ. </p><p><b>Ισως το πιο εύστοχο σχόλιο</b> που συνδέει αυτά τα τεκταινόμενα με την οικονομία έχει διατυπωθεί από αρθρογράφο του capital.gr (τον Κ. Στούπα, στις 19/9/2023) που χαρακτήρισε τις εξελίξεις και την υποψηφιότητα Κασσελάκη ως «επιθετική εξαγορά του ΣΥΡΙΖΑ». Το πήρε copy paste ο Αδωνις Γεωργιάδης και το αναπαρήγαγε τηλεοπτικά την ίδια κιόλας μέρα της ανάρτησης, υποψιάζομαι χωρίς καν να σεβαστεί την «πνευματική ιδιοκτησία» του ευρήματος. </p><p><b>Τεχνικά, πράγματι, ο όρος περιγράφει </b>αρκετά πιστά αυτό που γίνεται στον ΣΥΡΙΖΑ, όσο κι αν προσβάλλει μέλη και στελέχη του που βρίσκονται σ’ αυτόν με τις προσδοκίες, τις διαψεύσεις, τις ελπίδες, τις διαφωνίες τους, αλλά και με μια ελάχιστη αφοσίωση και δέσμευση. Στις εισηγμένες μετοχικές εταιρείες, που η πλειονότητα των μετοχών τους είναι διεσπαρμένες σε χιλιάδες, ακόμη και εκατομμύρια μικρομετόχους, αλλά η εξουσία ασκείται από μια μειοψηφία βασικών μετόχων οι οποίοι φυτεύουν τους εκλεκτούς μανατζαρέους τους στη διοίκησή της, εμφανίζεται ένας μεγαλοεπενδυτής και προτείνει στους μικρομετόχους να εξαγοράσει τις μετοχές τους σε καλύτερη τιμή, για να απαλλάξει την εταιρεία από την καχεξία και να την απογειώσει. Φυσικά, έχει κάποιους κανόνες όλο αυτό (επιτροπές κεφαλαιαγοράς, προθεσμίες, υποχρεώσεις δημοσιότητας κ.λπ.), αλλά σε αδρές γραμμές αυτή είναι η διαδικασία. </p><p><b>Αλλοτε πετυχαίνει και επιβιώνει</b>, όπως με τη Vodafone που «κατάπιε» τη γερμανική Mannesmann πριν από 24 χρόνια, άλλοτε εξελίσσεται σε φιάσκο. Οπως έγινε το 2000 με την AOL και την Time Warner, το ντιλ των 165 δισ. δολαρίων, που έπεσε πάνω στην κρίση της τεχνολογικής φούσκας και χρειάστηκαν εννιά χρόνια και ζημιές δεκάδων δισ. δολαρίων μέχρι να ξαναχωρίσουν τα τσανάκια τους. Η τύχη των εκατομμυρίων μικρομετόχων που θα γίνονταν πλουσιότεροι από την «εξαγορά της χιλιετίας» αγνοείται. </p><p><b>Οι αντιστοιχίες είναι προφανείς, </b>αλλά η μεταφορά μετοχικής κουλτούρας στα κόμματα δεν είναι πρωτοφανής. Για να είμαστε ακριβείς, τις συνθήκες «επιθετικής εξαγοράς» στον ΣΥΡΙΖΑ δεν τις έφερε ο Στέφανος Κασσελάκης με την επιχειρηματική κουλτούρα του και την εμπειρία του από την Αγρια Δύση του καπιταλισμού. Ολα τα κόμματα της Μεταπολίτευσης, αυτά που ακόμη και το Σύνταγμα ορίζει ως αναπόσπαστους θεσμούς της δημοκρατίας, από συλλογικοί μηχανισμοί με τα μέλη τους, τις τοπικές και κλαδικές οργανώσεις τους, με ιεραρχική δομή και αιρετά θεσμικά όργανα από τη βάση μέχρι την κορυφή τους, μετατράπηκαν σταδιακά σε «κόμματα των δύο ευρώ και των δύο ωρών». Αυτό μόνο προϋποθέτει η συμμετοχή καθενός πολίτη που από πεποίθηση, συμπάθεια, χόμπι ή απλώς για πλάκα ψηφίζει την εκλογή του ηγέτη τους. Ξεκίνησε το 2004 από το ΠΑΣΟΚ του ενός εκατομμυρίου «μελών και φίλων» που εξέλεξαν τον ΓΑΠ και έγινε μοναδικός τρόπος εκλογής των αρχηγών όλων των κομμάτων διακυβέρνησης. </p><p><b>Αυτό που πλασαρίστηκε</b> ως ο πλέον δημοκρατικός τρόπος ανάδειξης ηγετών είναι στην πραγματικότητα ο τρόπος κατάλυσης κάθε ίχνους εσωκομματικής δημοκρατίας που απέμενε στα κόμματα. Ηταν ο τρόπος που οι αρχηγοί τους έκαναν την «επιθετική εξαγορά» των κομμάτων τους, υποβαθμίζοντας ή εξουδετερώνοντας εντελώς όλα τα άλλα αιρετά όργανα, από τους γραμματείς τοπικών ή περιφερειακών οργανώσεων, μέχρι Κεντρικές Επιτροπές, ακόμη και τα κατά τεκμήριο κορυφαία όργανα, τα συνέδρια, που είναι πλέον διακοσμητικά στοιχεία. Δεν είναι απλώς ότι όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα (με εξαίρεση το ΚΚΕ που διατηρεί την κάθετη οργανωτική λειτουργία που είχε πάντα –«δημοκρατικός συγκεντρωτισμός»– και τα κόμματα-διάττοντες αστέρες της Βουλής) έχουν γίνει αρχηγικά, άρα απολύτως συγκεντρωτικά, με τους λοιπούς συντελεστές τους σε απλούς γνωμοδοτικούς ρόλους. Είναι ότι οι υποψήφιοι αρχηγοί τους έχουν το δικαίωμα και την ευχέρεια να αλλάζουν κάθε φορά τον «λαό», το εκλογικό σώμα που τους αναδεικνύει. Αρα, να αλλάζουν κατά βούληση (ή καθ’ υπόδειξη) όλη την ταξική, ιδεολογική και πολιτική οικοσκευή του κόμματος-Α.Ε. για να προσελκύσουν έναν διαφορετικό «λαό» που θα τους αναδείξει. </p><p><b>Θεωρητικά, από το 2004 </b>που έχει εγκαινιαστεί αυτή η διαδικασία εκλογής κομματικών αρχηγών, έχουν περάσει από τις εκλογικές διαδικασίες της Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ πάνω από 3 εκατομμύρια πολίτες. Τίποτε δεν αποκλείει οι εκλογείς του Παπανδρέου, ή ένα μέρος τους, να έγιναν αργότερα εκλογείς του Σαμαρά, της Φώφης Γεννηματά, του Μητσοτάκη, του Ανδρουλάκη, του Τσίπρα. Φυσικά και δεν απαγορεύεται να αλλάζει κανείς στρατόπεδα και προτιμήσεις. Αλλά τι σημαίνει για την εσωτερική ζωή των κομμάτων ότι σε ένα «δεξιό» κόμμα εκλέγει τον αρχηγό του ένα «αριστερό» εκλογικό σώμα και αντίστροφα, με όλες τις ενδιάμεσες παραλλαγές; Τι σημαίνει για τα κόμματα ότι οι υποψήφιοι αρχηγοί τους που ζητούν την εκλογή τους από τον «λαό» έχουν ουσιαστικά τη δυνατότητα να εκλέξουν προηγουμένως αυτοί τον «λαό» που θα τους εκλέξει; </p><p><b>Σημαίνει την αυτοκατάργησή τους. </b>Σημαίνει τη μετατροπή τους σε πολιτικούς και ιδεολογικούς χυλούς που ετεροκαθορίζονται. Σημαίνει τη μετατροπή τους σε κόμματα «μετόχων», κατόχων μιας «μετοχής» που αντιστοιχεί στο δικαίωμα εκλογής του αρχηγού μία φορά στα 2 ή 3 χρόνια. Σημαίνει ότι μπορεί κανείς να είναι κάτοχος «μετοχών» πολλών κομμάτων και το μόνο που απομένει για να μετατρέψει το κομματικό σύστημα σε ένα κανονικό χρηματιστήριο είναι να επιτραπεί η αγοραπωλησία ή η ανταλλαγή μετοχών. Ακόμη και το δικαίωμα αγοράς περισσότερων της μιας μετοχών σε κάθε κόμμα. Σημαίνει την απόλυτη παρακμή του κομματικού συστήματος, την οριστική αποκοπή του από την παράδοση των ταξικών αναφορών που εγκαινιάστηκε το 1789. </p><p><b>Ενδεχομένως αυτό είναι μια μοιραία εξέλιξη</b> στην εποχή των ραγδαίων μετασχηματισμών στην κοινωνία και την οικονομία, στην εποχή της απόλυτης σύγχυσης για την ταξική, ιδεολογική, πολιτική ταυτότητα ατόμων και στρωμάτων (τι πιο χαρακτηριστικό από τις ανοησίες για το ποιοι συγκροτούν τη «μεσαία τάξη»;), για το τι είναι «αριστερό» και τι «δεξιό». Τα κόμματα, ως μηχανισμοί εκπροσώπησης και συλλογικής συμμετοχής στη διαπάλη για την εξουσία (ή απλώς τη διακυβέρνηση), ίσως έχουν προ πολλού κλείσει τον κύκλο τους. Αλλά αυτό που επιχειρείται να καλύψει το κενό τους σε αυτή τη μεταβατική εποχή (μού είναι απεχθείς όλοι οι νεολογισμοί με πρώτο συνθετικό το «μετα-»: μετα-πολιτική, μετα-δημοκρατία κ.λπ.) μου προκαλεί τρόμο. Και θα ’πρεπε να προκαλεί τρόμο και σε όποιον, ανεξαρτήτως ένταξης, θεωρεί ότι η ανάπηρη, προβληματική, αστική, κοινοβουλευτική δημοκρατία, με όλο τον ξεχαρβαλωμένο εξοπλισμό της (κόμματα, συνδικάτα, εκλογές κ.ά.) είναι –μέχρι να εφευρεθεί κάτι άλλο– ελάχιστος όρος επιβίωσης των υποτελών τάξεων στον ύστατο ολοκληρωτικό καπιταλισμό της εποχής. Που δεν έχει τίποτε «μετα-». Είναι το ίδιο άγριος και μοβόρος με το «πριν» της πρωταρχικής συσσώρευσης ή της βιομηχανικής εποποιίας. </p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ</b></p><p><i>Αρκετοί θεωρούν πως η εμπειρία κάποιου στις επιχειρήσεις είναι αρκετή για να κυβερνήσει μια χώρα. Τούτο είναι λάθος. Μια επιχείρηση λειτουργεί συγκεντρωτικά γιατί αυτός που τη διοικεί έχει απόλυτη εξουσία να αξιολογήσει, να προσλάβει ή να απολύσει... Σε μια χώρα όμως δεν μπορεί κάποιος να απολύσει και να εξαφανίσει αυτούς που διαφωνούν με τις επιλογές του. Στην πολιτική κάποιος οφείλει να είναι συμπεριληπτικός και να διοικεί με τη συναίνεση των πολιτικών αντιπάλων. Για τον λόγο αυτό πρέπει να συνθέτει συνεχώς κοινωνικές και πολιτικές πλειοψηφίες για τα ζητήματα που τον ενδιαφέρουν να προωθήσει.</i></p><p><i><b>Κώστας Στούπας, «Η επιθετική εξαγορά του ΣΥΡΙΖΑ» (capital.gr, 19/9/2023)</b></i></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8104501831066851782.post-81320418225024541062023-09-17T02:39:00.002-07:002023-09-17T02:39:32.490-07:00Αγορά αλληλεγγύης <p><b> Η Εφημερίδα των Συντακτών 16-17/9/2023</b></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjj6U7gvEeFgvGAUhPwayqpWc5OPeHLr9cRwRGVjHix1BHdcL9wANc63sApWw3SsOKeafOvGyBk41egSrfxJzCJlHL_00PUzhPg3vg_u4mfGb4GaWv_rxkdDPrg0zE9NC-0veg0Wf0ucnu0ZyOf429a4N8MAtF7wKwJh8F4J6EsB8FTQsGXOII_t4rWqew/s1080/375987936_694129009420475_6574532682856336810_n.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="810" data-original-width="1080" height="300" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjj6U7gvEeFgvGAUhPwayqpWc5OPeHLr9cRwRGVjHix1BHdcL9wANc63sApWw3SsOKeafOvGyBk41egSrfxJzCJlHL_00PUzhPg3vg_u4mfGb4GaWv_rxkdDPrg0zE9NC-0veg0Wf0ucnu0ZyOf429a4N8MAtF7wKwJh8F4J6EsB8FTQsGXOII_t4rWqew/w400-h300/375987936_694129009420475_6574532682856336810_n.jpg" width="400" /></a></div><br /><p><b>Εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες άνθρωποι </b>βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή στους τόπους της μεγάλης πλημμύρας, δίπλα στους εγκλωβισμένους των πλημμυρισμένων χωριών του κάμπου. Δεν τους κάλεσε κανείς, δεν τους ρώτησε κανείς: «θέλετε, μπορείτε;». Βούτηξαν στα βρομόνερα ώς τον λαιμό, πήραν γερόντους στους ώμους, βόηθησαν παιδιά να βγουν με ασφάλεια σε στεγνό έδαφος, μετέφεραν ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης, μαγείρεψαν χιλιάδες μερίδες φαγητό για τους ξεσπιτωμένους. Το έκαναν οργανωμένα ή εντελώς αυθόρμητα, μερικές φορές χαοτικά. Συνεργάστηκαν με τις λιγοστές και ασυντόνιστες δυνάμεις του κρατικού μηχανισμού, τις υποκατέστησαν πλήρως όπου αυτές ήταν απούσες και δεν ήταν λίγες οι φορές που αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία, ίσως και εχθρότητα όπου ήταν παρούσες. Δεν έβγαλαν ανακοινώσεις και ηχηρά καλέσματα, δεν βγήκαν γι’ αυτές/αυτούς δελτία Τύπου με ευχαριστήρια από υπουργούς και κρατικούς αξιωματούχους. Ισως δεν άκουσαν κι ένα «ευχαριστώ» από όσους βοήθησαν. Δεν είναι η πλειονότητα, αυτή παρακολούθησε την τραγωδία από τις οθόνες της τηλεόρασης και του υπολογιστή. Αλλά είναι αρκετοί για να δείξουν ότι ο ατομικισμός, η αγριότητα του νεοφιλελευθερισμού, ο ανταγωνισμός, το πνεύμα Θάτσερ («Δεν υπάρχει κοινωνία…»), αλλά και η πονηριά του εξαγορασμένου «εθελοντισμού» δεν έχει σκοτώσει τα γονίδια της κοινότητας και της ανθρώπινης συνύπαρξης. Αυτοί είναι οι άνθρωποι της αλληλεγγύης που δεν περιμένει ανταπόδοση και δεν είναι οργανωμένη σε μια καθωσπρέπει αγορά. </p><p><b>Υπάρχει όμως και η καθωσπρέπει αγορά αλληλεγγύης.</b> Η αλληλεγγύη που διατυμπανίζεται, που παρέχεται οργανωμένα, που συνοδεύεται από δελτία Τύπου και φωτογραφίες που κατακλύζουν τα δημοσιογραφικά μέιλ, από συναντήσεις στα γραφεία υπουργών και απαραίτητα ακολουθείται από τις δημόσιες δηλώσεις ευγνωμοσύνης για τη γενναιόδωρη προσφορά. Υπάρχει η αλληλεγγύη της ένωσης των εφοπλιστών, που συζήτησε με τον Χατζηδάκη το πώς θα συνεισφέρει στην αντιμετώπιση της τραγωδίας στη Θεσσαλία, και η αλληλεγγύη της ένωσης των τραπεζιτών, που εισφέρει από το υστέρημά της τα πρώτα 50 εκατομμύρια ευρώ. Υπάρχει η αλληλεγγύη των διαχειριστών των «κόκκινων» δανείων, που κάνουν την καρδιά τους πέτρα και αναστέλλουν για λίγο τους πλειστηριασμούς ακινήτων στην πλημμυροπαθή περιφέρεια (αν και πολλοί ιδιοκτήτες ενυπόθηκων και πλημμυρισμένων ακινήτων ευχαρίστως θα τους έλεγαν «πάρτε το, πάρτε και το σπίτι και το χωράφι, εμείς δεν ξαναγυρνάμε εκεί, το χωριό μας δεν υπάρχει πια»). Υπάρχει η αλληλεγγύη της ασφαλιστικής αγοράς, που διαβεβαιώνει ότι θα κάνει τη δουλειά της και θα αποδείξει σε τι ακριβώς χρησιμεύουν τα 5 δισ. ευρώ τον χρόνο που πληρώνουμε για κάθε είδους κίνδυνο. Υπάρχει η αλληλεγγύη των αλυσίδων σούπερ μάρκετ που προσφέρουν εκπτώσεις στα καταστήματά τους στην περιοχή και ξεστοκάρουν τις αποθήκες τους από προϊόντα μακράς διαρκείας κοντά στη λήξη τους. Και φυσικά υπάρχει η εμφιαλωμένη αλληλεγγύη των νερουλάδων που στέλνουν στους πλημμυροπαθείς ένα ελάχιστο μέρος από το νερό που έτσι κι αλλιώς ανήκει σε όλους, δηλαδή το δικό τους νερό, το νερό που γίνεται πόσιμο όταν πέφτει στα βουνά, τροφοδοτεί πηγές και ποτάμια και τελικά εγκλωβίζεται σε δίκτυα και σε πλαστικά (ή χάρτινα, αν είναι στο Μαξίμου) μπουκάλια, αλλά μας πνίγει ή μας δηλητηριάζει όταν σπάει φράγματα και διαλύει δίκτυα. </p><p><b>Ο καθένας μπορεί να καταλάβει </b>ότι η οργανωμένη αγορά αλληλεγγύης, διοχετευμένη σε προγράμματα και απολογισμούς Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, αποτυπωμένη σε δείκτες ESG (Περιβάλλον, Κοινωνική Ευθύνη, Διακυβέρνηση) και βαθμολογίες βιωσιμότητας, είναι μια αγορά που περιμένει ανταπόδοση. Είτε από το κράτος και τις κυβερνήσεις, σε χρήμα ή σε είδος, είτε από τις άλλες αγορές, τις αγορές μετοχών, ομολόγων, εμπορευμάτων. Δεν πηγάζει από κάποια ανθρώπινη παρόρμηση, αλλά από τους σχεδιαστές εταιρικής στρατηγικής και τους συντάκτες των εταιρικών ισολογισμών, που πλέον έχουν έναν διακριτό και ποσοτικοποιημένο κωδικό στο ενεργητικό και το παθητικό τους. Είναι μια αλληλεγγύη εμφιαλωμένη και συσκευασμένη, ένα κανονικό προϊόν που πουλιέται και αγοράζεται. </p><p><b>Αν υπήρχε αληθινή ανθρώπινη παρόρμηση</b> στην αγορά αλληλεγγύης και ανάληψη πραγματικού κόστους συμπαράστασης, υπάρχουν πολύ πιο απλά και αποτελεσματικά πράγματα να κάνουν οι γενναιόδωρες επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, οι τράπεζες να καταργήσουν τις ακριβές προμήθειές τους, ή να μηδενίσουν τα επιτόκια δανεισμού και να αυξήσουν αυτά των αποταμιεύσεων. Να παραιτηθούν κι αυτές και οι servicers από το «δικαίωμα» πλειστηριασμών και κατασχέσεων. Οι λιανεμπορικές επιχειρήσεις να παγώσουν τις τιμές και να μηδενίσουν το εμπορικό κέρδος τους. Οι εφοπλιστές να παρέχουν δωρεάν ένα μέρος από τις τεράστιες ποσότητες πετρελαίου που μεταφέρουν σε όλον τον πλανήτη, οι ενεργειακές να μειώσουν τα τιμολόγια ρεύματος και τα διυλιστήρια να ελαχιστοποιήσουν το περιθώριο διύλισης για να πέσουν οι τιμές των καυσίμων. Και, κυρίως, με το μεγάλο ειδικό βάρος τους να αποτρέψουν να μετατραπεί η τραγωδία σε ένα πάρτι κερδοσκοπίας πάνω από ερείπια και πτώματα. Αλλά, με τι μούτρα θα έβγαιναν μετά στις αγορές, πώς να εμφανιστούν στους μετόχους και τους επενδυτές που αδημονούν για μερίσματα και υπεραποδόσεις; </p><p><b>Ανάμεσα στην οργανωμένη και επώνυμη αγορά αλληλεγγύης </b>και την αλληλεγγύη των ανωνύμων υποβόσκει προφανώς ένας ανταγωνισμός, μπροστά στα μάτια των ευεργετούμενων. Ελπίζει κανείς ότι στους ξεσπιτωμένους του Κάμπου η πρόχειρα μαγειρεμένη σε ένα καζάνι στο ύπαιθρο μερίδα φαγητού, σερβιρισμένη σε πλαστικό δοχείο μιας χρήσης, μετράει πιο πολύ από την εκκωφαντική πλειοδοσία γενναιοδωρίας με μερικές δεκάδες εκατομμύρια που είναι άγνωστο αν και πότε θα φτάσουν στους αποδέκτες τους. </p><p><br /></p><p><b>ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ </b></p><p><i>Πέθανες –κι έγινες και συ: ο καλός,</i></p><p><i>Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.</i></p><p><i>Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,</i></p><p><i>Εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.</i></p><p><i>Α, ρε Λαβρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν, </i></p><p><i>Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα,</i></p><p><i>Κοιμού εν ειρήνη, δεν θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω </i></p><p><i><br /></i></p><p><i><b>Μανώλη Αναγνωστάκη, «Επιτύμβιον» («Ο Στόχος») </b></i></p><div><br /></div>ΚΙΜΠΙhttp://www.blogger.com/profile/17175203852030400869noreply@blogger.com0