Η γραμμή της ζωής στην παλάμη μας, είναι μία καμπύλη. Κατά τους χειρομάντες μας αποκαλύπτει την πεπρωμένη διάρκεια ζωής. Σε άλλους, φτάνει μέχρι τη ρίζα του καρπού, την απαρχή της κερκίδας. Αλλων, διακόπτεται απότομα κάπου στο μέσον της σαρκώδους βάσης που αποκαλείται θέναρ. Για τους πρώτους, η καμπύλη υπόσχεται ότι θα είναι κορακοζώητοι. ΟΙ δεύτεροι θα πρέπει να έχουν το νου τους.
Αυτά κατά τους χειρομάντες. Ο μέσος άνθρωπος, πάντως, φαντάζεται τη ζωή του όχι σαν μια δυσοίωνη ρυτίδα, αλλά σαν μια ευθεία γραμμή που αντιστοιχεί σε μια μέση διάρκεια ζωής, ανάλογη με το λεγόμενο προσδόκιμο επιβιώσεως. Οι πιο αισιόδοξοι της δίνουν μια τιμή που υπερβαίνει τα 80 χρόνια, οι πιο ρεαλιστές αντιλαμβάνονται ότι κάπου ανάμεσα στα 74 και τα 79 βρίσκεται η μερίδα ζωής που δικαιούνται, τουλάχιστον αν ζουν στην Ευρώπη ή στην Ελλάδα. Αν, λοιπόν, στο ξεκίνημα της ζωής σας, σας ανέθεταν να διαχειριστείτε αυτή τη νοητή γραμμή, πώς θα τη χωρίζατε; Δεν υπάρχουν και πολλές εναλλακτικές λύσεις.
Υποθέτω ότι ο μέσος νεοέλληνας του 2007 θεωρεί επαρκές να διαθέσει την πρώτη εικοσιπενταετία της ζωής του στην προετοιμασία της κοινωνικής ένταξης. Ν’ αποκτήσει γνώσεις, δεξιότητες, ένα στοιχειώδες σχέδιο ζωής. Η 25ετία αυτή είναι περίπου ανελαστική με βάση τα δεδομένα των εκπαιδευτικών συστημάτων, της αγοράς εργασίας, του κοινωνικού μοντέλου. Θεωρητικά, λοιπόν, το 25ο έτος της ζωής είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης του εργασιακού βίου ο οποίος είναι η επόμενη, λεόντεια και πιο παραγωγική μερίδα ζωής που αντιστοιχεί στο μέσο άνθρωπο. Αλλά, κι αυτή η πρώτη 25ετία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια παραγωγική «μαύρη τρύπα». Το αντίθετο. Στην πραγματικότητα τα βρέφη, τα νήπια, τα παιδιά, οι μαθητές, οι φοιτητές, οι ειδικευόμενοι, οι περιπλανώμενοι άνεργοι νέοι προσφέρουν κοινωνική εργασία. Εισφέρουν στις κοινωνίες ένα πολύτιμο αγαθό χωρίς το οποίο θα βυθίζονταν σε παρακμή και αργό θάνατο. Τις ανανεώνουν, πλουτίζουν τις κουλτούρες τους, τροφοδοτούν με νέα μέλη όλες τις τάξεις και τα στρώματα, από τη βάση έως τις φυσικές ηγεσίες τους, είναι οι βασικοί αποδέκτες των μικρών και μεγάλων τεχνολογικών και πολιτιστικών επαναστάσεων που διατηρούν ζωντανά τα παραγωγικά ανακλαστικά των κοινωνιών. Απ’ την άποψη αυτή, η πρώτη παραγωγική εικοσιπενταετία της ζωής των ανθρώπων θα έπρεπε να είναι αμειβόμενη και ασφαλισμένη. Και είναι, αλλά στα εγχώρια δεδομένα, είναι τρομακτικά υποαμειβόμενη για τη μεγάλη πλειοψηφία των νέων. Και ανασφάλιστη. Το κενό το καλύπτει η οικογενειακή κοινωνική πρόνοια.
Ας διατρέξουμε και το υπόλοιπο της γραμμής της ζωής. Ακολουθεί, λοιπόν, το διάστημα του εργασιακού βίου. Πόσο πρέπει να του διαθέσουμε; Τα ασφαλιστικά μας δεδομένα προβλέπουν κατά μέσο όρο 30-35 χρόνια, με αποκλίσεις προς τα κάτω και προς τα πάνω για μεγάλες κατηγορίες πληθυσμού. Θεωρητικά, ο μέσος άνθρωπος θα προτιμούσε να είναι δραστήριος για πάντα, μέχρι ξαφνικά, απροειδοποίητα, γλυκά να τον αγγίξει ο θάνατος. Η εργασία, όπως και η ιδιοκτησία, μας θυμίζει ότι υπάρχουμε. Το βλέπουμε στους ανθρώπους που διανύουν την τρίτη ηλικία, στους γονείς και στους παππούδες μας. Παρ’ ότι είναι συνταξιούχοι, συνεχίζουν, όσο τους επιτρέπει η σωματική τους ικμάδα, τις δραστηριότητες που έχουν μάθει καλά.Ή, τουλάχιστον μια αξιοπρεπή προσομοίωσή τους. Απόμαχοι οικοδόμοι που βρίσκουν πάντα ένα μερεμέτι που θα γεμίσει τη μέρα τους, αγρότες που καταπονούνται στο ολίγων τετραγωνικών μποστάνι τους, κτηνοτρόφοι που διαθέτουν στα 2-3 ζωντανά τους το χρόνο που άλλοτε διέθεταν στα πολυπληθή κοπάδια τους, δάσκαλοι που διοχετεύουν τα παιδαγωγικά τους αποθέματα στα εγγόνια ή στα γειτονόπουλα, γιατροί, δικηγόροι, επιστήμονες και επώνυμοι κορακοζώητοι πολιτικοί που δίνουν τη γνώση και τη γνώμη τους σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα από τότε που πήραν σύνταξη. Πολλές φορές με ωράρια που είναι αδιανόητα για έναν οικονομικά ενεργό άνθρωπο. Εν όλιγοις, ο μέσος άνθρωπος συμπεριφέρεται σαν να μην θέλει να σταματήσει ποτέ να είναι παραγωγικός. Πέστε, τώρα, στους ίδιους ανθρώπους ότι η εργασία που προσφέρουν ανιδιοτελώς, πέρα από παραγωγικούς καταναγκασμούς, χωρίς αμοιβή και ασφάλιση θα ενταχθεί στον καθ’ εαυτό εργασιακό τους βίο, αμειβόμενη και ασφαλισμένη, παρατείνοντας την συμβατική 35ετία κατά 5-10 χρόνια. Θα σας δαγκώσουν. Θα ξεσηκωθούν κι οι πέτρες. Δεν υπάρχει καμιά γεροντική παραξενιά σ’ αυτό. Αντίθετα, υπάρχει μια απόλυτα νεανική καχυποψία απέναντι σε οποιονδήποτε τρίτο- το κράτος, τους αναλογιστές, τους ασφαλιστικούς φορείς, τους εργοδότες, τους επαγγελματίες συνδικαλιστές- τολμήσει να ανατρέψει τις βασικές προβλέψεις του μικρού σχεδίου που έχει καθένας μας για τη ζωή του. Έστω κι αν στην πραγματικότητα σπάνια αυτό το σχέδιο υλοποιείται στις λεπτομέρειές του είτε γιατί το ανατρέπει ένα απρόοπτο τέλος, είτε γιατί συνήθως ο οπτιμισμός του σχεδίου διαψεύδεται από τον πεσιμισμό της πραγματικότητας.
Ετσι, περνάμε στην τρίτη μεγάλη φέτα από τη γραμμή της ζωής, αυτήν που υποτίθεται καλείται να «ασφαλίσει» το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Από το κατά συνθήκη προσδόκιμο επιβιώσεως ο μέσος άνθρωπος οραματίζεται να αναλογεί στη φέτα αυτή τουλάχιστον μια δεκαπενταετία. Είναι το πιο σύντομο κομμάτι του βίου του. Αντιστοιχεί μόλις στο 20%-25%. Και, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να συρρικνωθεί απογοητευτικά, αφού τρίτη ηλικία είναι τόσο εκτεθειμένη στους βιολογικούς καταναγκασμούς. Αλλά θα έπρεπε να είναι απαλλαγμένο από κοινωνικούς καταναγκασμούς. Αν στη νεότητά του ο άνθρωπος προετοιμάζεται (και τελικά «εργάζεται») χάριν της κοινωνίας, αν στην ωριμότητά του παράγει πλούτο τον οποίο «μοιράζεται» θέλει-δεν θέλει με το κοινωνικό σύνολο (κατά κανόνα με ένα ληστρικό σύστημα διανομής), στην τρίτη φάση της ζωής του υπάρχει χάριν του εαυτού του (και εργάζεται, τεμπελιάζει, καταναλώνει, απολαμβάνει ή μοιράζεται κατά βούληση). Είναι για τον ίδιο λόγο άλλωστε που οι περισσότεροι επώνυμοι κι ανώνυμοι της οικονομικής, πνευματικής και πολιτικής ελίτ, οι οποίοι ουδέποτε είχαν αγωνίες για τα συντάξιμα χρόνια τους, τα όρια ηλικίας και το ύψος της σύνταξής τους, παραμένουν ενεργοί μέχρι βαθέως γήρατος, διαψεύδοντας ιατρικά προγνωστικά και δημογραφικές στατιστικές, αντλώντας απόλαυση από τη μόνη διάσταση που είχε η ζωή γι’ αυτούς: την άσκηση εξουσίας. Αλλά, όλη η ζωή, χωρίς φέτες και διαστήματα, χωρίς κοινωνικούς καταναγκασμούς και προθεσμίες.
Αυτό το ψυχολογικό υπόστρωμα αδυνατούν να κατανοήσουν οι επίδοξοι μεταρρυθμιστές των ασφαλιστικών συστημάτων, οι αναλογιστές, αυτοί που πανικοβάλουν τις κοινωνίες για τη δημογραφική καταστροφή που μας απειλεί, αυτοί που από την ασφάλεια των επαύλεών τους κατακεραυνώνουν τα «ρετιρέ» της εργασίας (επ’ ευκαιρία, δεν τους έχει πει κανείς ότι τα ρετιρέ του χρυσού αιώνα της αντιπαροχής είναι πλέον σε απόλυτη παρακμή; Εξ όσων γνωρίζω, αγοράζονται πλέον μόνο από οικονομικούς μετανάστες). Αδυνατούν να κατανοήσουν ότι τη δύση της ζωής του ο μέσος άνθρωπος δεν έχει την πολυτέλεια να τη διαπραγματευτεί και να τη μοιραστεί με κανένα. Τη θέλει σε ένα πλαίσιο όσο πιο ασφαλές γίνεται- ασφαλές οικονομικά, χρονικά, κοινωνικά. Αλλιώς, τι άλλο νόημα έχει η Κοινωνική Ασφάλεια; Υ.Γ. Μια και ξεκίνησα με χειρομαντεία, επιτρέψτε μου να μαντέψω τι εξέλιξη θα έχει η σύγκρουση της κυβέρνησης με τα «ρετιρέ» της επαγγελματικής μου συντεχνίας. Σε κανα-δυο εβδομάδες βλέπω το σχέδιο ενοποίησης στο «ταμείο επιστημόνων» να αποσύρεται διακριτικά. Κι έπειτα, θα πέσει ασφαλιστική σιγή. Λέτε η όλη υπόθεση να είναι μια κουτοπόνηρη κίνηση μαζικής εξαγοράς των δημοσιογράφων;
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Monday, November 26, 2007
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (24/11/2007)
Μάλιστα, κύριε Γκρέυ, οι θεοί φάνηκαν πολύ καλοί απέναντί σας. Αλλά, ό,τι δίνουν οι θεοί, το παίρνουν γρήγορα πίσω. Μονάχα λίγα χρόνια σας μένουν για να ζήσετε πραγματικά, ολοκληρωτικά, τέλεια. Όταν τα νιάτα σας θα ’χουν φύγει, θα έχουν πάρει μαζί τους και την ομορφιά σας, και τότε θ’ ανακαλύψετε ξαφνικά πως δεν σας απόμειναν περιθώρια θριάμβων, ή θα είσαστε υποχρεωμένος να ικανοποιείστε μ’ εκείνους τους ασήμαντους θριάμβους, που η ανάμνηση του παρελθόντος σας θα τους κάνει να φαίνονται πιο πικροί κι από ήττες. Ο κάθε μήνας που περνάει σας φέρνει κοντά σε κάτι φοβερό. Ο χρόνος σας ζηλεύει και πολεμάει τα κρίνα και τα τριαντάφυλλα της νιότης σας. Θα καταντήσετε χλομός, με μάγουλα βαθουλωμένα και σβησμένα μάτια. Θα υποφέρετε τρομερά…Α! ζήστε τα νιάτα σας τώρα που τα ‘χετε. Μη σκορπάτε το χρυσάφι των ημερών σας, δίνοντας πίστη στα λεγόμενα ανιαρών ανθρώπων, προσπαθώντας να βελτιώσετε τη θέση των απελπισμένων, πετώντας τη ζωή σας στους αμαθείς, τους κοινούς και τους χυδαίους. Πρόκειται γι’ αρρωστημένους στόχους, για ψεύτικα ιδανικά του καιρού μας. Ζήστε!
Οσκαρ Ουάιλντ, «Το πορτρέτο του Ντόεριαν Γκρέυ»
Οσκαρ Ουάιλντ, «Το πορτρέτο του Ντόεριαν Γκρέυ»
Monday, November 19, 2007
Το μέτριο, το λίγο και το τίποτα (17/11/2007)
Εδώ και μήνες το ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο πλημμυρίζει από μηνύματα. Δεκάδες μηνύματα κάθε μέρα. Μηνύματα αγνώστων που ακούνε σε περίεργα ονόματα, όπως Σάρον Τέιτ, Ντέιβιντ Χιουμ, Άνταμ Σμιθ (αναγνωρίσιμα μεν, αλλά δεν έχω το προνόμιο της επικοινωνίας με το υπερπέραν) ή ονόματα που κάτι θυμίζουν, όπως Κρις Πανταζής, Ναόμι Κίντμαν ή Χίλαρι Γουότς. Στην αρχή άνοιγα τα μηνύματα αυτά με αυτάρεσκη ευχαρίστηση και με την ψευδαίσθηση ότι η δημοφιλία μου έχει ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα. Με τον καιρό, κατάλαβα ότι όλοι αυτοί οι άγνωστοι «θαυμαστές» πρόσθεταν επίπονη δουλειά ξεκαθαρίσματος των (λίγων) χρήσιμων μηνυμάτων του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τα (άφθονα) σκουπίδια. Έμαθα κι εγώ τι εστί spam.
Όλοι οι απρόσκλητοι επιστολογράφοι αρχίζουν τα μηνύματά τους, πάντα στα αγγλικά, πάνω-κάτω ως εξής: «Θέλετε ν’ αλλάξετε τη ζωή σας;», ή «Μήπως δεν είστε αρκετά ευτυχισμένος;». Οι απαντήσεις που δίνουν μπορούν στατιστικά να χωριστούν ως εξής: 30% υπόσχονται χρήμα, πολύ χρήμα και 70% σεξ, καλύτερο και αχαλίνωτο σεξ. Στην πρώτη κατηγορία, τα μηνύματα προσφέρουν επενδυτικές ευκαιρίες. Αν, για παράδειγμα, διαθέσεις 100 ευρώ, μπορείς σε λίγους μήνες να τα εκατονταπλασιάσεις με τοποθετήσεις σε περίεργα ομόλογα και μετοχές, ή βοηθώντας να σωθεί η αμύθητη περιουσία ενός εγκλωβισμένου σε μια αφρικανική χώρα με αυταρχικό καθεστώς ή σε κατάσταση εμφυλίου. Στα μηνύματα αυτά, που αναδύουν έντονα οσμή απάτης, δεν δίνω καμία σημασία.
Με απασχολούν έντονα, όμως, τα μηνύματα της δεύτερης κατηγορίας, που υπόσχονται απογείωση της σεξουαλικής ζωής μου. Τα μισά προσφέρουν βιάγκρα και παρεμφερή μαντζούνια σε εξαιρετικές τιμές – και σ’ αυτά δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία. Τα άλλα μισά, όμως; Επίμονα, βασανιστικά, πιεστικά μού προτείνουν μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων που υπόσχονται μεγέθυνση πέους. Εκεί φυτεύεται το σπέρμα της αμφιβολίας. Γιατί πιστεύουν αυτοί οι τύποι ότι μπορεί να μ’ ενδιαφέρει κάτι τέτοιο; Γιατί τόσο συστηματικά, καθημερινά, μου προτείνουν φυτικά εκχυλίσματα, ειδικά επιθέματα, χάπια ή συσκευές που, με εγγύηση επιστροφής χρημάτων, εξασφαλίζουν μεγέθυνση πέους έως και 40%; Τι ξέρουν που δεν ξέρω; Τι έχουν αντιληφθεί που δεν έχω αντιληφθεί εγώ;
Τις ανησυχίες για το μέγεθος τις έχω αφήσει πίσω μου αρκετές δεκαετίες, κάπου στα μέσα της εφηβείας, αλλά αυτά τα ηλίθια μηνύματα αποσταθεροποίησαν την υψηλή αυτοεκτίμησή μου ως προς αυτό. Ρώτησα ακόμη και τη γυναίκα μου (με κοίταξε λοξά, «πώς σου ’ρθε αυτό;»), τελικά με καθησύχασε ότι το μέγεθος το έβρισκε ιδεώδες, κι έτσι δεν υπέκυψα στον πειρασμό να πάρω και το υποδεκάμετρο (Θεέ μου! Πόσο χαμηλά έπεσα). Εξάλλου, υπάρχουν οι παλιές παρηγορητικές φιλοσοφίες που υπογραμμίζουν ότι το μέγεθος δεν είναι το παν, όπως και οι περί μέτρου αντιλήψεις των αρχαίων ημών προγόνων οι οποίοι, παρ’ ότι εμφορούνταν από πανηδονισμό και επαίρονταν ότι είναι sex machines, αγωνίες για το μέγεθος δεν είχαν, όπως προδίδουν τα αποκαλυπτικά γλυπτά που μας παρέδωσαν. Ακόμη κι οι θεοί απεικονίζονταν όχι ιδιαίτερα προικισμένοι…
Ωστόσο, το μικρόβιο έχει εισχωρήσει, τα spam επιμένουν και μαζί με τους ανώνυμους ψηφιακούς επιστολογράφους επιμένουν και οι «θεμελιώδεις αντιλήψεις» της κοινωνικοπολιτικής μας καθημερινότητας, έξω από τα όρια των σεξουαλικών μας εμμονών, ότι η ποσότητα μετράει και αδιαφορεί επιδεικτικά για την ποιότητα. Αίφνης, έχει τη σημασία του με ποιο μέγεθος έχασε ο υπέρβαρος Βενιζέλος από τον λεπτό Παπανδρέου σε μιαν αναμέτρηση που κατά τ’ άλλα ασχολείτο με την ποιότητα.
Υπάρχει, βεβαίως, η καθησυχαστική αντίληψη της διαλεκτικής για μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα, αλλά αυτή ενδεχομένως αφορά καταστάσεις πέρα από τον βιολογικό κύκλο ενός μέσου ανθρώπου που γεννιέται και πεθαίνει με συγκεκριμένα μεγέθη, εκτός αν παραδώσει εαυτόν στα χέρια ενός Μένγκελε…
Πιο ανησυχητική είναι η λατρεία του μεγέθους στο πεδίο της οικονομίας. Το φετίχ της ανάπτυξης έχει καταστεί μονόδρομος για όλες τις εθνικές οικονομίες, όλους τους επιχειρηματικούς ομίλους, κάθε οικονομική μονάδα, ακόμη και το μεμονωμένο νοικοκυριό. Είναι αντικείμενο της ψυχανάλυσης, βεβαίως, να διερευνήσει τη σχέση σεξ και οικονομίας, στύσης και ανάπτυξης, οργασμού και υπεραξίας. Οι ψυχολόγοι βάθους λένε ότι τα αρχέγονα ερωτικά ορμέμφυτα είναι η μόνη άμυνα στην ιδέα (και βεβαιότητα) του θανάτου, αλλά αυτό δεν συναρτάται με το μέγεθος του πέους ή οποιουδήποτε άλλου μέρους του σώματος (αν κινείται, τουλάχιστον, στους μέσους όρους). Αντίστοιχα, η αναπαραγωγική ισχύς μιας οικονομίας αποδεικνύεται από την ικανότητά της να εξασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο ευημερίας στα μέλη της και, θεωρητικά, η παγκόσμια οικονομία και πολλές από τις εθνικές, διαθέτουν πλούτο επαρκή για να εξασφαλίσουν στην πλειοψηφία αυτό το μέρισμα ευημερίας. Αλλά, εδώ υπεισέρχεται το πρόβλημα της κατανομής. Κι επειδή ο οικονομικός μας πολιτισμός αδυνατεί (ή απλώς αρνείται) να λύσει το πρόβλημα της κατανομής, δίνει τη μόνη εναπομένουσα απάντηση: μεγέθυνση. Ακριβώς όπως τα spam για penis enlargement με ματζούνια, επιθέματα και μαγικές συσκευές.
Μεγέθυνση, λοιπόν. Ακούγεται από τα επισημότερα χείλη, είναι η μανιέρα κάθε υπουργού Οικονομίας (μόνον οι κεντρικοί τραπεζίτες, συχνά, εκφράζουν τις αντιρρήσεις τους, φοβούνται την υπερθέρμανση των οικονομιών και βάζουν φρένο στον αναπτυξιακό τους οργασμό. Ποιος ξέρει γιατί. Ίσως έχουν ανατομικά κόμπλεξ). Είναι, επίσης, η μανιέρα κάθε πρωθυπουργού που κλίνει με αυταρέσκεια την «ανάπτυξη» σε όλες τις πτώσεις. Μόλις προ ημερών, ο κ. Καραμανλής, συμμετέχοντας σε εκδήλωση για τη βράβευση επιχειρηματιών με επιδόσεις μεγέθυνσης (οικονομικής, εννοείται), κάλεσε σε μια ευρεία «κοινωνική συμμαχία ενάντια στο μέτριο και το λίγο». Δεν γνωρίζω ποιο είναι το ψυχολογικό υπόστρωμα αυτής της καθολικής απέχθειας για το «μέτριο και στο λίγο», οφείλω όμως να υπενθυμίσω ότι ακόμη κι αν το λίγο είναι κάτι ανεπιθύμητο, το μέτριο συνάδει με τις αντιλήψεις των προγόνων μας: «μέτρον άριστον». Και κανείς δεν μπορεί να τους μεμφθεί ότι μειονέκτησαν σε ανάπτυξη, ευημερία και ακμή.
Είναι αλήθεια ότι ο Καραμανλής, όπως και κάθε ηγέτης οικονομίας του αναπτυγμένου και του αναπτυσσόμενου κόσμου, θα βρει πολλούς πρόθυμους για ένταξη στη «συμμαχία ενάντια στο μέτριο και το λίγο». Άπληστους μικροαστούς, ακόρεστους αεριτζήδες, λούμπεν μεγαλοαστούς. Καθωσπρέπει επενδυτές με μεγάλη όρεξη, επιχειρηματικούς ομίλους με επεκτατικά οράματα, μικρομάγαζα που θέλουν να εξελιχθούν σε αλυσίδες, εθνικούς πρωταθλητές που επιδιώκουν να γίνουν υπερεθνικοί γίγαντες. Αλλά και φτωχοδιάβολους που θέλουν το λίγο που τους αντιστοιχεί να γίνει μέτριο, μικρομεσαίους που φλέγονται να γίνουν γιγαντοτεράστιοι. Πού να τολμήσει κανείς να ψελλίσει σ’ όλους αυτούς ότι το μέγεθος δεν είναι το παν;
Μπορεί, ωστόσο, να τους προειδοποιήσει για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι άλλοι κυνηγοί της υπερμεγέθυνσης και της υπερανάπτυξης, στο πεδίο της libido πλέον. Καλά τα μαντζούνια, αλλά πάντα ελλοχεύουν οι κίνδυνοι του πριαπισμού και της ελεφαντίασης. Και οι δύο είναι σοβαρές παθήσεις που μετατρέπουν την απόλαυση σε φρικτή οδύνη. Στην οικονομία, πριαπισμός και ελεφαντίαση μπορεί να λέγονται αλλιώς: φούσκα, υπερθέρμανση και τελικά κραχ. Μετά το λίγο, το μέτριο, το πολύ και το τεράστιο μπορεί να ακολουθήσει το τίποτα.
Όλοι οι απρόσκλητοι επιστολογράφοι αρχίζουν τα μηνύματά τους, πάντα στα αγγλικά, πάνω-κάτω ως εξής: «Θέλετε ν’ αλλάξετε τη ζωή σας;», ή «Μήπως δεν είστε αρκετά ευτυχισμένος;». Οι απαντήσεις που δίνουν μπορούν στατιστικά να χωριστούν ως εξής: 30% υπόσχονται χρήμα, πολύ χρήμα και 70% σεξ, καλύτερο και αχαλίνωτο σεξ. Στην πρώτη κατηγορία, τα μηνύματα προσφέρουν επενδυτικές ευκαιρίες. Αν, για παράδειγμα, διαθέσεις 100 ευρώ, μπορείς σε λίγους μήνες να τα εκατονταπλασιάσεις με τοποθετήσεις σε περίεργα ομόλογα και μετοχές, ή βοηθώντας να σωθεί η αμύθητη περιουσία ενός εγκλωβισμένου σε μια αφρικανική χώρα με αυταρχικό καθεστώς ή σε κατάσταση εμφυλίου. Στα μηνύματα αυτά, που αναδύουν έντονα οσμή απάτης, δεν δίνω καμία σημασία.
Με απασχολούν έντονα, όμως, τα μηνύματα της δεύτερης κατηγορίας, που υπόσχονται απογείωση της σεξουαλικής ζωής μου. Τα μισά προσφέρουν βιάγκρα και παρεμφερή μαντζούνια σε εξαιρετικές τιμές – και σ’ αυτά δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία. Τα άλλα μισά, όμως; Επίμονα, βασανιστικά, πιεστικά μού προτείνουν μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων που υπόσχονται μεγέθυνση πέους. Εκεί φυτεύεται το σπέρμα της αμφιβολίας. Γιατί πιστεύουν αυτοί οι τύποι ότι μπορεί να μ’ ενδιαφέρει κάτι τέτοιο; Γιατί τόσο συστηματικά, καθημερινά, μου προτείνουν φυτικά εκχυλίσματα, ειδικά επιθέματα, χάπια ή συσκευές που, με εγγύηση επιστροφής χρημάτων, εξασφαλίζουν μεγέθυνση πέους έως και 40%; Τι ξέρουν που δεν ξέρω; Τι έχουν αντιληφθεί που δεν έχω αντιληφθεί εγώ;
Τις ανησυχίες για το μέγεθος τις έχω αφήσει πίσω μου αρκετές δεκαετίες, κάπου στα μέσα της εφηβείας, αλλά αυτά τα ηλίθια μηνύματα αποσταθεροποίησαν την υψηλή αυτοεκτίμησή μου ως προς αυτό. Ρώτησα ακόμη και τη γυναίκα μου (με κοίταξε λοξά, «πώς σου ’ρθε αυτό;»), τελικά με καθησύχασε ότι το μέγεθος το έβρισκε ιδεώδες, κι έτσι δεν υπέκυψα στον πειρασμό να πάρω και το υποδεκάμετρο (Θεέ μου! Πόσο χαμηλά έπεσα). Εξάλλου, υπάρχουν οι παλιές παρηγορητικές φιλοσοφίες που υπογραμμίζουν ότι το μέγεθος δεν είναι το παν, όπως και οι περί μέτρου αντιλήψεις των αρχαίων ημών προγόνων οι οποίοι, παρ’ ότι εμφορούνταν από πανηδονισμό και επαίρονταν ότι είναι sex machines, αγωνίες για το μέγεθος δεν είχαν, όπως προδίδουν τα αποκαλυπτικά γλυπτά που μας παρέδωσαν. Ακόμη κι οι θεοί απεικονίζονταν όχι ιδιαίτερα προικισμένοι…
Ωστόσο, το μικρόβιο έχει εισχωρήσει, τα spam επιμένουν και μαζί με τους ανώνυμους ψηφιακούς επιστολογράφους επιμένουν και οι «θεμελιώδεις αντιλήψεις» της κοινωνικοπολιτικής μας καθημερινότητας, έξω από τα όρια των σεξουαλικών μας εμμονών, ότι η ποσότητα μετράει και αδιαφορεί επιδεικτικά για την ποιότητα. Αίφνης, έχει τη σημασία του με ποιο μέγεθος έχασε ο υπέρβαρος Βενιζέλος από τον λεπτό Παπανδρέου σε μιαν αναμέτρηση που κατά τ’ άλλα ασχολείτο με την ποιότητα.
Υπάρχει, βεβαίως, η καθησυχαστική αντίληψη της διαλεκτικής για μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα, αλλά αυτή ενδεχομένως αφορά καταστάσεις πέρα από τον βιολογικό κύκλο ενός μέσου ανθρώπου που γεννιέται και πεθαίνει με συγκεκριμένα μεγέθη, εκτός αν παραδώσει εαυτόν στα χέρια ενός Μένγκελε…
Πιο ανησυχητική είναι η λατρεία του μεγέθους στο πεδίο της οικονομίας. Το φετίχ της ανάπτυξης έχει καταστεί μονόδρομος για όλες τις εθνικές οικονομίες, όλους τους επιχειρηματικούς ομίλους, κάθε οικονομική μονάδα, ακόμη και το μεμονωμένο νοικοκυριό. Είναι αντικείμενο της ψυχανάλυσης, βεβαίως, να διερευνήσει τη σχέση σεξ και οικονομίας, στύσης και ανάπτυξης, οργασμού και υπεραξίας. Οι ψυχολόγοι βάθους λένε ότι τα αρχέγονα ερωτικά ορμέμφυτα είναι η μόνη άμυνα στην ιδέα (και βεβαιότητα) του θανάτου, αλλά αυτό δεν συναρτάται με το μέγεθος του πέους ή οποιουδήποτε άλλου μέρους του σώματος (αν κινείται, τουλάχιστον, στους μέσους όρους). Αντίστοιχα, η αναπαραγωγική ισχύς μιας οικονομίας αποδεικνύεται από την ικανότητά της να εξασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο ευημερίας στα μέλη της και, θεωρητικά, η παγκόσμια οικονομία και πολλές από τις εθνικές, διαθέτουν πλούτο επαρκή για να εξασφαλίσουν στην πλειοψηφία αυτό το μέρισμα ευημερίας. Αλλά, εδώ υπεισέρχεται το πρόβλημα της κατανομής. Κι επειδή ο οικονομικός μας πολιτισμός αδυνατεί (ή απλώς αρνείται) να λύσει το πρόβλημα της κατανομής, δίνει τη μόνη εναπομένουσα απάντηση: μεγέθυνση. Ακριβώς όπως τα spam για penis enlargement με ματζούνια, επιθέματα και μαγικές συσκευές.
Μεγέθυνση, λοιπόν. Ακούγεται από τα επισημότερα χείλη, είναι η μανιέρα κάθε υπουργού Οικονομίας (μόνον οι κεντρικοί τραπεζίτες, συχνά, εκφράζουν τις αντιρρήσεις τους, φοβούνται την υπερθέρμανση των οικονομιών και βάζουν φρένο στον αναπτυξιακό τους οργασμό. Ποιος ξέρει γιατί. Ίσως έχουν ανατομικά κόμπλεξ). Είναι, επίσης, η μανιέρα κάθε πρωθυπουργού που κλίνει με αυταρέσκεια την «ανάπτυξη» σε όλες τις πτώσεις. Μόλις προ ημερών, ο κ. Καραμανλής, συμμετέχοντας σε εκδήλωση για τη βράβευση επιχειρηματιών με επιδόσεις μεγέθυνσης (οικονομικής, εννοείται), κάλεσε σε μια ευρεία «κοινωνική συμμαχία ενάντια στο μέτριο και το λίγο». Δεν γνωρίζω ποιο είναι το ψυχολογικό υπόστρωμα αυτής της καθολικής απέχθειας για το «μέτριο και στο λίγο», οφείλω όμως να υπενθυμίσω ότι ακόμη κι αν το λίγο είναι κάτι ανεπιθύμητο, το μέτριο συνάδει με τις αντιλήψεις των προγόνων μας: «μέτρον άριστον». Και κανείς δεν μπορεί να τους μεμφθεί ότι μειονέκτησαν σε ανάπτυξη, ευημερία και ακμή.
Είναι αλήθεια ότι ο Καραμανλής, όπως και κάθε ηγέτης οικονομίας του αναπτυγμένου και του αναπτυσσόμενου κόσμου, θα βρει πολλούς πρόθυμους για ένταξη στη «συμμαχία ενάντια στο μέτριο και το λίγο». Άπληστους μικροαστούς, ακόρεστους αεριτζήδες, λούμπεν μεγαλοαστούς. Καθωσπρέπει επενδυτές με μεγάλη όρεξη, επιχειρηματικούς ομίλους με επεκτατικά οράματα, μικρομάγαζα που θέλουν να εξελιχθούν σε αλυσίδες, εθνικούς πρωταθλητές που επιδιώκουν να γίνουν υπερεθνικοί γίγαντες. Αλλά και φτωχοδιάβολους που θέλουν το λίγο που τους αντιστοιχεί να γίνει μέτριο, μικρομεσαίους που φλέγονται να γίνουν γιγαντοτεράστιοι. Πού να τολμήσει κανείς να ψελλίσει σ’ όλους αυτούς ότι το μέγεθος δεν είναι το παν;
Μπορεί, ωστόσο, να τους προειδοποιήσει για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι άλλοι κυνηγοί της υπερμεγέθυνσης και της υπερανάπτυξης, στο πεδίο της libido πλέον. Καλά τα μαντζούνια, αλλά πάντα ελλοχεύουν οι κίνδυνοι του πριαπισμού και της ελεφαντίασης. Και οι δύο είναι σοβαρές παθήσεις που μετατρέπουν την απόλαυση σε φρικτή οδύνη. Στην οικονομία, πριαπισμός και ελεφαντίαση μπορεί να λέγονται αλλιώς: φούσκα, υπερθέρμανση και τελικά κραχ. Μετά το λίγο, το μέτριο, το πολύ και το τεράστιο μπορεί να ακολουθήσει το τίποτα.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (17/11/2007)
…Η ικανότητα τού να είσαι «αποδεκτικός», «παθητικός» είναι προϋπόθεση ελευθερίας: είναι η ικανότητα να βλέπεις τα πράγματα με το δικό τους δικαίωμα, να δοκιμάζεις τη χαρά που περικλείεται σ’ αυτά, την ερωτική ενέργεια της φύσης – μια ενέργεια που πρέπει να απελευθερωθεί. Και η φύση περιμένει την επανάσταση! Αυτή η αποδεκτικότητα είναι η ίδια το έδαφος της δημιουργίας: αντιτίθεται, όχι στην παραγωγικότητα, αλλά στην καταστροφική παραγωγικότητα.
Η τελευταία έχει καταστεί ένα καταφάνερο χαρακτηριστικό της κυριαρχίας του αρσενικού. Εφόσον η «αρσενική αρχή» έχει γίνει κυρίαρχη διανοητική και φυσική δύναμη, μια ελεύθερη κοινωνία θα ήταν η «οριστική άρνηση» αυτής της αρχής – θα ήταν μια θηλυκή κοινωνία… Διακυβεύεται μάλλον η επικράτηση του Έρωτα πάνω στην επιθετικότητα ανδρών και γυναικών…
Χέρμπερτ Μαρκούζε, «Αντεπανάσταση και Εξέγερση»
Η τελευταία έχει καταστεί ένα καταφάνερο χαρακτηριστικό της κυριαρχίας του αρσενικού. Εφόσον η «αρσενική αρχή» έχει γίνει κυρίαρχη διανοητική και φυσική δύναμη, μια ελεύθερη κοινωνία θα ήταν η «οριστική άρνηση» αυτής της αρχής – θα ήταν μια θηλυκή κοινωνία… Διακυβεύεται μάλλον η επικράτηση του Έρωτα πάνω στην επιθετικότητα ανδρών και γυναικών…
Χέρμπερτ Μαρκούζε, «Αντεπανάσταση και Εξέγερση»
Monday, November 12, 2007
Οκτωβριανή νεκρανάσταση (10/11/2007)
Η ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις. Προορισμός της είναι να καταγράφει αποτελέσματα και ενδεχομένως να εικάζει αιτίες. Αλλά, το να «ξαναγράφεις» την ιστορία, κάνοντας μερικές ευφάνταστες υποθέσεις, έχει τη γοητεία του. Είναι ένα είδος παρελθοντολογίας, κατ’ αναλογία προς την επιστημονικά αποδεκτή μελλοντολογία. Ενας ευφάνταστος Βρετανός ιστορικός αναρωτήθηκε τι θα είχε συμβεί αν τη νύχτα της 6ης Νοεμβρίου 1917 ο Λένιν είχε συλληφθεί από αστυνομικούς που τον πέρασαν για μεθυσμένο αλήτη. Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ενδεχομένως, δεν θα είχε συμβεί η «έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα» και οι μπολσεβίκοι θα αναγκάζονταν να συνδιαχειριστούν με άλλους επαναστάτες την εκρηκτική κατάσταση που επικρατούσε στην έτσι κι αλλιώς επαναστατημένη Ρωσία. Θα πρέπει να σκεφτούμε, όμως, κι άλλες συμπτώσεις, εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες που συνθέτουν αυτό που σήμερα είναι ιστορικό δεδομένο. Τι θα είχε συμβεί αν κάθε μια τους είχε μια διαφορετική πλοκή; Αν ο Τρότσκι είχε μείνει στη Νέα Υόρκη, αν ο Στάλιν είχε πεθάνει από αρρώστια στη Σιβηρία, αν... αν…
Πρέπει πάντως να το ομολογήσουμε. Ο κομμουνισμός που προέκυψε στον 20ο αιώνα ως το πιο κοντινό στην ουτοπία, είναι προϊόν μιας ιστορικής σύμπτωσης. Όχι αυτής που περιγράφει ο Βρετανός ιστορικός. Αλλά της πολύ σημαντικότερης: έγινε εξουσία σε λάθος πλευρά του πλανήτη. Μπορούμε να φανταστούμε μια πολύ διαφορετική ισορροπία του κόσμου, αν λίγο μετά τη νίκη των μπολσεβίκων στη Ρωσία, επικρατούσε και η επανάσταση στη Γερμανία, το 1918. Εκεί, θα μπορούσε ευθέως να τεθεί το ερώτημα: μετά τον καπιταλισμό τι; Και μετά την κοινοβουλευτική δημοκρατία, τι άλλο; Η Γερμανία και φυσικά η Γαλλία και η Αγγλία (του Μαρξ ο μεγάλος καημός) ήσαν τα πιο ολοκληρωμένα οικονομικά και κοινωνικά εργαστήρια της ιστορίας. Στη Ρωσία, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής έπρεπε να εφευρεθούν πριν καταργηθούν. Το πρώτο συντελέστηκε με επιτυχία, σε μια ιδιότροπη εκδοχή κρατικού-κομματικού καπιταλισμού. Το δεύτερο, παρέμεινε σε εκκρεμότητα για 80 και πλέον χρόνια. Και στην Κίνα, η εκκρεμότητα αυτή λύνεται οριστικά, καθώς ο καπιταλισμός εισάγεται σε γερές, αλλά ελεγχόμενες δόσεις στο σώμα του 25% του πληθυσμού της γης, υπό τη διεύθυνση ενός Κομμουνιστικού Κόμματος. Μοιάζει σαν η ιστορία να μας κάνει πλάκα.
Εμένα πάντως με γοητεύει μια άλλη ιστορική υπόθεση. Τι θα είχε συμβεί, αν η Οκτωβριανή επανάσταση είχε πετύχει; Γιατί, είναι βέβαιο ότι απέτυχε. Και δεν απέτυχε το 1989, όταν κατέρρεε το Τείχος, δεν απέτυχε όταν ο Γκορμπατσόφ πειραματιζόταν με την περεστρόικα, δεν απέτυχε στις δεκαετίες ’60 και ’70 του Ψυχρού Πολέμου, δεν απέτυχε όταν ο Χρουτσόφ αποκαθήλωσε την προσωπολατρεία του Στάλιν. Δεν απέτυχε όταν ο «πατερούλης» μετέτρεψε την απόλυτη εξουσία του σε τυραννία εναντίον πιστών και απίστων, δεν απέτυχε στη διάρκεια του αντιναζιστικού πολέμου, δεν απέτυχε στο μεσοπόλεμο με τις δίκες της Μόσχας και την εξόντωση της τελευταίας φουρνιάς αυτουργών της επανάστασης, δεν απέτυχε όταν ο Λένιν πειραματιζόταν με τον «σοσιαλισμό της αγοράς» και τη Νέα Οικονομική Πολιτική, δεν απέτυχε όταν πνιγόταν στο αίμα η εξέγερση της Κροστάνδης και καταπνιγόταν κάθε αντιπολίτευση στην πολιτική των μπολσεβίκων. Απέτυχε πολύ νωρίς, σχεδόν στην εκδήλωσή της, όταν στον πυρήνα των μπολσεβίκων άρχισε να υπερτροφεί το σαράκι της εξουσίας.
Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, η ματιά μου πέφτει στη βιβλιοθήκη. Σε μια γωνιά είναι οι μπλε τόμοι των Απάντων του
Λένιν- εγώ δεν τους έχω πετάξει, παρότι δεν ήταν πάντα ανώδυνες και ευχάριστες οι μελετητικές βουτιές στις σελίδες τους, άλλοτε από κομματικό καθήκον κι άλλοτε από παρόρμηση, την εποχή των άγριων νιάτων. Δεν το θεωρώ κουσούρι για τη βιβλιοθήκη μου. Ο Λένιν είναι, λοιπόν, ένας γρίφος. Με τον Στάλιν- του οποίου επίσης μερικοί τόμοι δεν έχουν πεταχτεί, αλλά δεν βρίσκονται και φάτσα-κάρτα- υποτίθεται ότι η ιστορία έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της. Αλλά, ο Λένιν; Απέτυχε ή απλώς ηττήθηκε, μαζί με όλο το οικοδόμημα του αν-ύπαρκτου σοσιαλισμού; Διότι, εδώ έχει γίνει μια ιστορική παρεξήγηση: ο σοσιαλισμός και πολύ περισσότερο ο κομμουνισμός έκλεισαν τη σύντομη ιστορική τους τροχιά στην πρώτη πενταετία- το πολύ δεκαετία- της Οκτωβριανής επανάστασης, του μεγαλύτερου πολιτικού εγχειρήματος των τελευταίων 200 χρόνων. Αυτό που συμβατικά αποκαλείται «κομμουνισμός» ως υπόσταση των σοβιετικών ή μαοϊκων καθεστώτων, στα υπόλοιπα εβδομήντα χρόνια ζωής του δεν ήταν παρά κρατικός καπιταλισμός, και μάλιστα σε μια από τις πιο ληστρικές, εκμεταλλευτικές, αντιπαραγωγικές εκδοχές του. Και πολιτικά, ιδεολογικά μια από τις πιο σκιώδεις, αστυνομικές και καταπιεστικές εκφράσεις του.
Τι θα συνέβαινε, λοιπόν, αν η Οκτωβριανή επανάσταση δεν είχε αποτύχει; Δηλαδή, τι θα είχε συμβεί αν δεν είχαν επικρατήσει οι μεγάλες παρεξηγήσεις γύρω από τέσσερις έννοιες: κόμμα, εξουσία, ιδιοκτησία, πλούτος; Γιατί, η συμβολή των μπολσεβίκων στην γενικευμένη, ιστορική ήττα του πολύχρωμου διεθνούς αντικαπιταλιστικού ρεύματος ήταν ακριβώς αυτή: Υπερεκτίμησαν την πρωτοπορία, λάτρεψαν την εξουσία, παρεξήγησαν την ιδιοκτησία και κατέστειλαν την επιθυμία της ευημερίας.
Πρώτα το κόμμα. Οι «κακές γλώσσες» της ιστορίας λένε ότι ο Λένιν, για τη διαμόρφωση της πολιτικής του πρωτοπορίας, του περίφημου «κόμματος νέου τύπου», κόπιαρε τη δομή της Ανώνυμης Εταιρείας, της τελευταίας εκείνη την εποχή εκδοχής της καπιταλιστικής επιχείρησης. Ηγεμονία της πλειοψηφίας, δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, αποκλεισμός της μειοψηφούσας άποψης και μέρισμα για τους «πιστούς μετόχους» στην εσωκομματική και πολιτική εξουσία. Ποιος ν’ ακούσει την Ροζα Λούξεμπουργκ που ωρυόταν πως «ελευθερία μόνον για τους οπαδούς της κυβέρνησης και τα μέλη του κόμματος, όσο πολυάριθμα κι αν είναι αυτά, δεν είναι ελευθερία». Παραδόξως, το λενινιστικό κομματικό μοντέλο το λάτρεψε σχεδόν κάθε κόμμα εξουσίας έκτοτε.
Επειτα η εξουσία. Η έννοια «σοσιαλιστική ή προλεταριακή εξουσία» είχε νόημα μόνο ως μια σταδιακά αυτοκαταργούμενη εξουσία. Στον αντίποδα αυτής της προσδοκίας, που θα συσπείρωνε όλα τα θύματα κάθε μορφής εξουσίας, το «σοσιαλιστικό» κράτος εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο ογκώδεις, καταθλιπτικούς, γραφειοκρατικούς, καταπιεστικούς μηχανισμούς που έχει γνωρίσει η ιστορία των πολιτικών συστημάτων. Οι μπολσεβίκοι απεμπόλησαν αυτοκτονικά και τα τελευταία ίχνη αντεξουσιασμού τους.
Μετά, η ιδιοκτησία. Η άλλη μεγάλη παρεξήγηση. Οι μπολσεβίκοι δεν πήραν είδηση ότι την ώρα που καταργούσαν απλώς το νομικό κέλυφος της ιδιοκτησίας, ο καπιταλισμός την ακύρωνε διαχέοντάς την στα ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας. Καθιστούσε τους προλετάριους μικροϊδιοκτήτες, μικρομετόχους και τελικά ανυποψίαστους συνενόχους στην αναπαραγωγή και στην ηγεμονία του πιο ανθεκτικού οικονομικού συστήματος της ιστορίας. Ο μέσος καπιταλιστής έπαψε να νοιάζεται αν η πλειοψηφία τωμ μετοχών του βρισκόταν στα χέρια χιλιάδων και εκατομμυρίων αγνώστων του. Του αρκούσε το μάνατζμεντ. Στο σοβιετικό σοσιαλισμό, αντίθετα, οφείλεται το επίτευγμα του αποκλεισμού των προλετάριων από κάθε μορφής ιδιοκτησίας αλλά και από κάθε μορφή ελέγχου. Σε ποιον ανήκε πραγματικά η ιδιοκτησία του κράτους- συλλογικού καπιταλιστή, αποδείχθηκε από την ευκολία με την οποία τα αγαπημένα παιδιά της κομματικής γραφειοκρατίας μεταλλάχτηκαν εν μια νυκτί σε ολιγάρχες και απαλλοτριωτές του κοινωνικού πλούτου.
Τέλος, ο πλούτος. Ο ανύπαρκτος σοσιαλισμός, δανείστηκε κατά ένα παράδοξο τρόπο την ηθική του ασκητικού χριστιανισμού, της απάρνησης της ατομικής ευημερίας. Αποθέωσε τη σημασία του «συλλογικού πλούτου», λάτρεψε την αντίληψη της εθνικής ανάπτυξης, αλλά άφησε επί της ουσίας άθικτο το πρόβλημα της διανομής του πλούτου, της υπεραξίας που αφειδώς χρηματοδοτούσε την ευημερία της νομενκλατούρας, τον κρατικό γιγαντισμό και τους πιο αντικοινωνικούς και αντιπαραγωγικούς τομείς της οικονομίας: από τους εξοπλισμούς μέχρι τις μυστικές υπηρεσίες.
Επίλογος. Ας ελπίσουμε ότι δεν έχει γραφτεί ο επίλογος της ιστορίας. Δεν μας χωράει ο τόπος χωρίς ουτοπία. Κάποια γενιά (τα παιδιά μας; Τα εγγόνια μας;) χωρίς ενοχές και συνενοχές θ’ αναλάβει να ξελασπώσει το μέλλον.
Πρέπει πάντως να το ομολογήσουμε. Ο κομμουνισμός που προέκυψε στον 20ο αιώνα ως το πιο κοντινό στην ουτοπία, είναι προϊόν μιας ιστορικής σύμπτωσης. Όχι αυτής που περιγράφει ο Βρετανός ιστορικός. Αλλά της πολύ σημαντικότερης: έγινε εξουσία σε λάθος πλευρά του πλανήτη. Μπορούμε να φανταστούμε μια πολύ διαφορετική ισορροπία του κόσμου, αν λίγο μετά τη νίκη των μπολσεβίκων στη Ρωσία, επικρατούσε και η επανάσταση στη Γερμανία, το 1918. Εκεί, θα μπορούσε ευθέως να τεθεί το ερώτημα: μετά τον καπιταλισμό τι; Και μετά την κοινοβουλευτική δημοκρατία, τι άλλο; Η Γερμανία και φυσικά η Γαλλία και η Αγγλία (του Μαρξ ο μεγάλος καημός) ήσαν τα πιο ολοκληρωμένα οικονομικά και κοινωνικά εργαστήρια της ιστορίας. Στη Ρωσία, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής έπρεπε να εφευρεθούν πριν καταργηθούν. Το πρώτο συντελέστηκε με επιτυχία, σε μια ιδιότροπη εκδοχή κρατικού-κομματικού καπιταλισμού. Το δεύτερο, παρέμεινε σε εκκρεμότητα για 80 και πλέον χρόνια. Και στην Κίνα, η εκκρεμότητα αυτή λύνεται οριστικά, καθώς ο καπιταλισμός εισάγεται σε γερές, αλλά ελεγχόμενες δόσεις στο σώμα του 25% του πληθυσμού της γης, υπό τη διεύθυνση ενός Κομμουνιστικού Κόμματος. Μοιάζει σαν η ιστορία να μας κάνει πλάκα.
Εμένα πάντως με γοητεύει μια άλλη ιστορική υπόθεση. Τι θα είχε συμβεί, αν η Οκτωβριανή επανάσταση είχε πετύχει; Γιατί, είναι βέβαιο ότι απέτυχε. Και δεν απέτυχε το 1989, όταν κατέρρεε το Τείχος, δεν απέτυχε όταν ο Γκορμπατσόφ πειραματιζόταν με την περεστρόικα, δεν απέτυχε στις δεκαετίες ’60 και ’70 του Ψυχρού Πολέμου, δεν απέτυχε όταν ο Χρουτσόφ αποκαθήλωσε την προσωπολατρεία του Στάλιν. Δεν απέτυχε όταν ο «πατερούλης» μετέτρεψε την απόλυτη εξουσία του σε τυραννία εναντίον πιστών και απίστων, δεν απέτυχε στη διάρκεια του αντιναζιστικού πολέμου, δεν απέτυχε στο μεσοπόλεμο με τις δίκες της Μόσχας και την εξόντωση της τελευταίας φουρνιάς αυτουργών της επανάστασης, δεν απέτυχε όταν ο Λένιν πειραματιζόταν με τον «σοσιαλισμό της αγοράς» και τη Νέα Οικονομική Πολιτική, δεν απέτυχε όταν πνιγόταν στο αίμα η εξέγερση της Κροστάνδης και καταπνιγόταν κάθε αντιπολίτευση στην πολιτική των μπολσεβίκων. Απέτυχε πολύ νωρίς, σχεδόν στην εκδήλωσή της, όταν στον πυρήνα των μπολσεβίκων άρχισε να υπερτροφεί το σαράκι της εξουσίας.
Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, η ματιά μου πέφτει στη βιβλιοθήκη. Σε μια γωνιά είναι οι μπλε τόμοι των Απάντων του
Λένιν- εγώ δεν τους έχω πετάξει, παρότι δεν ήταν πάντα ανώδυνες και ευχάριστες οι μελετητικές βουτιές στις σελίδες τους, άλλοτε από κομματικό καθήκον κι άλλοτε από παρόρμηση, την εποχή των άγριων νιάτων. Δεν το θεωρώ κουσούρι για τη βιβλιοθήκη μου. Ο Λένιν είναι, λοιπόν, ένας γρίφος. Με τον Στάλιν- του οποίου επίσης μερικοί τόμοι δεν έχουν πεταχτεί, αλλά δεν βρίσκονται και φάτσα-κάρτα- υποτίθεται ότι η ιστορία έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της. Αλλά, ο Λένιν; Απέτυχε ή απλώς ηττήθηκε, μαζί με όλο το οικοδόμημα του αν-ύπαρκτου σοσιαλισμού; Διότι, εδώ έχει γίνει μια ιστορική παρεξήγηση: ο σοσιαλισμός και πολύ περισσότερο ο κομμουνισμός έκλεισαν τη σύντομη ιστορική τους τροχιά στην πρώτη πενταετία- το πολύ δεκαετία- της Οκτωβριανής επανάστασης, του μεγαλύτερου πολιτικού εγχειρήματος των τελευταίων 200 χρόνων. Αυτό που συμβατικά αποκαλείται «κομμουνισμός» ως υπόσταση των σοβιετικών ή μαοϊκων καθεστώτων, στα υπόλοιπα εβδομήντα χρόνια ζωής του δεν ήταν παρά κρατικός καπιταλισμός, και μάλιστα σε μια από τις πιο ληστρικές, εκμεταλλευτικές, αντιπαραγωγικές εκδοχές του. Και πολιτικά, ιδεολογικά μια από τις πιο σκιώδεις, αστυνομικές και καταπιεστικές εκφράσεις του.
Τι θα συνέβαινε, λοιπόν, αν η Οκτωβριανή επανάσταση δεν είχε αποτύχει; Δηλαδή, τι θα είχε συμβεί αν δεν είχαν επικρατήσει οι μεγάλες παρεξηγήσεις γύρω από τέσσερις έννοιες: κόμμα, εξουσία, ιδιοκτησία, πλούτος; Γιατί, η συμβολή των μπολσεβίκων στην γενικευμένη, ιστορική ήττα του πολύχρωμου διεθνούς αντικαπιταλιστικού ρεύματος ήταν ακριβώς αυτή: Υπερεκτίμησαν την πρωτοπορία, λάτρεψαν την εξουσία, παρεξήγησαν την ιδιοκτησία και κατέστειλαν την επιθυμία της ευημερίας.
Πρώτα το κόμμα. Οι «κακές γλώσσες» της ιστορίας λένε ότι ο Λένιν, για τη διαμόρφωση της πολιτικής του πρωτοπορίας, του περίφημου «κόμματος νέου τύπου», κόπιαρε τη δομή της Ανώνυμης Εταιρείας, της τελευταίας εκείνη την εποχή εκδοχής της καπιταλιστικής επιχείρησης. Ηγεμονία της πλειοψηφίας, δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, αποκλεισμός της μειοψηφούσας άποψης και μέρισμα για τους «πιστούς μετόχους» στην εσωκομματική και πολιτική εξουσία. Ποιος ν’ ακούσει την Ροζα Λούξεμπουργκ που ωρυόταν πως «ελευθερία μόνον για τους οπαδούς της κυβέρνησης και τα μέλη του κόμματος, όσο πολυάριθμα κι αν είναι αυτά, δεν είναι ελευθερία». Παραδόξως, το λενινιστικό κομματικό μοντέλο το λάτρεψε σχεδόν κάθε κόμμα εξουσίας έκτοτε.
Επειτα η εξουσία. Η έννοια «σοσιαλιστική ή προλεταριακή εξουσία» είχε νόημα μόνο ως μια σταδιακά αυτοκαταργούμενη εξουσία. Στον αντίποδα αυτής της προσδοκίας, που θα συσπείρωνε όλα τα θύματα κάθε μορφής εξουσίας, το «σοσιαλιστικό» κράτος εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο ογκώδεις, καταθλιπτικούς, γραφειοκρατικούς, καταπιεστικούς μηχανισμούς που έχει γνωρίσει η ιστορία των πολιτικών συστημάτων. Οι μπολσεβίκοι απεμπόλησαν αυτοκτονικά και τα τελευταία ίχνη αντεξουσιασμού τους.
Μετά, η ιδιοκτησία. Η άλλη μεγάλη παρεξήγηση. Οι μπολσεβίκοι δεν πήραν είδηση ότι την ώρα που καταργούσαν απλώς το νομικό κέλυφος της ιδιοκτησίας, ο καπιταλισμός την ακύρωνε διαχέοντάς την στα ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας. Καθιστούσε τους προλετάριους μικροϊδιοκτήτες, μικρομετόχους και τελικά ανυποψίαστους συνενόχους στην αναπαραγωγή και στην ηγεμονία του πιο ανθεκτικού οικονομικού συστήματος της ιστορίας. Ο μέσος καπιταλιστής έπαψε να νοιάζεται αν η πλειοψηφία τωμ μετοχών του βρισκόταν στα χέρια χιλιάδων και εκατομμυρίων αγνώστων του. Του αρκούσε το μάνατζμεντ. Στο σοβιετικό σοσιαλισμό, αντίθετα, οφείλεται το επίτευγμα του αποκλεισμού των προλετάριων από κάθε μορφής ιδιοκτησίας αλλά και από κάθε μορφή ελέγχου. Σε ποιον ανήκε πραγματικά η ιδιοκτησία του κράτους- συλλογικού καπιταλιστή, αποδείχθηκε από την ευκολία με την οποία τα αγαπημένα παιδιά της κομματικής γραφειοκρατίας μεταλλάχτηκαν εν μια νυκτί σε ολιγάρχες και απαλλοτριωτές του κοινωνικού πλούτου.
Τέλος, ο πλούτος. Ο ανύπαρκτος σοσιαλισμός, δανείστηκε κατά ένα παράδοξο τρόπο την ηθική του ασκητικού χριστιανισμού, της απάρνησης της ατομικής ευημερίας. Αποθέωσε τη σημασία του «συλλογικού πλούτου», λάτρεψε την αντίληψη της εθνικής ανάπτυξης, αλλά άφησε επί της ουσίας άθικτο το πρόβλημα της διανομής του πλούτου, της υπεραξίας που αφειδώς χρηματοδοτούσε την ευημερία της νομενκλατούρας, τον κρατικό γιγαντισμό και τους πιο αντικοινωνικούς και αντιπαραγωγικούς τομείς της οικονομίας: από τους εξοπλισμούς μέχρι τις μυστικές υπηρεσίες.
Επίλογος. Ας ελπίσουμε ότι δεν έχει γραφτεί ο επίλογος της ιστορίας. Δεν μας χωράει ο τόπος χωρίς ουτοπία. Κάποια γενιά (τα παιδιά μας; Τα εγγόνια μας;) χωρίς ενοχές και συνενοχές θ’ αναλάβει να ξελασπώσει το μέλλον.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (10/11/2007)
...Το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας στη γη καταργείται για πάντα. Η γη δεν μπορεί να πουλιέται, ούτε ν’ αγοράζεται, ούτε να νοικιάζεται ή να υποθηκεύεται, ούτε να απαλλοτριώνεται με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Όλη η γη: η γη που ανήκει στο κράτος, στην αυτοκρατορική οικογένεια, στο στέμμα, στα μοναστήρια, στην εκκλησία, η παραχωρημένη γη, η γη που μεταβιβάζεται κληρονομικά, η γη που ανήκει στην ατομική ιδιοκτησία, στο δημόσιο και στους αγρότες κτλ απαλλοτριώνεται χωρίς αποζημίωση, μετατρέπεται σε παλλαϊκή περιουσία και περνάει στη χρήση όλων αυτών που τη δουλεύουν.
Στα πρόσωπα που ζημιώνονται από την ανατροπή των περιουσιακών τους σχέσεων αναγνωρίζεται μονάχα το δικαίωμα να παίρνουν βοήθημα από το δημόσιο για όσο χρονικό διάστημα χρειάζεται να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες ζωής.
Β. Ι. Λένιν, «»Εισήγηση για το ζήτημα της γης, 8 Νοέμβρη 1917
Στα πρόσωπα που ζημιώνονται από την ανατροπή των περιουσιακών τους σχέσεων αναγνωρίζεται μονάχα το δικαίωμα να παίρνουν βοήθημα από το δημόσιο για όσο χρονικό διάστημα χρειάζεται να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες ζωής.
Β. Ι. Λένιν, «»Εισήγηση για το ζήτημα της γης, 8 Νοέμβρη 1917
Monday, November 5, 2007
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (3/11.2007)
…Στο Λονδίνο, ο καφές ξεφορτώθηκε και καβουρδίστηκε σε υψηλή θερμοκρασία για 13 λεπτά. Πακεταρίστηκε σε συσκευασία με τέσσερις στρώσεις (πολυαιθυλένιο, νάιλον, αλουμίνιο και πολυεστέρα) και στάλθηκε με φορτηγά στην Ελλάδα. Τα τρία στρώματα πλαστικών της συσκευασίας είχαν κατασκευαστεί με πετρέλαιο προερχόμενο από τη Σαουδική Αραβία που μταφέρθηκε με τάνκερ από τη Λουιζιάνα των ΗΠΑ και από εκεί τα πλαστικά εξήχθησαν στη Βρετανία. Το εργοστάσιο πλαστικών της Λουιζιάνα είναι εγκατεστημένο σε μια περιοχή γνωστή και ως «διάδρομος του καρκίνου» και οι περίοικοι κατηγορούν τις βιομηχανίες πως επέλεξαν μια περιοχή όπου διαμένουν κυρίως φτωχοί μαύροι για να αποθέσουν τα τοξικά τους απόβλητα…Το καβούρδισμα του καφέ έγινε με το κάψιμο πετρελαίου της Βόρειας Θάλασσας. Η διύλιση του πετρελαίου έγινε σ’ ένα διυλιστήριο γνωστής πετρελαϊκής εταιρείας (απ’ αυτήν φουλάρει βενζίνη ο κ. Πράσινος). Οι περίοικοι του διυλιστηρίου αυτού διαμαρτύρονται συχνά για τη ρύπανση που προκαλεί και διατείνονται πως οι αναθυμιάσεις του ευθύνονται για τα αυξημένα κρούσματα καρκίνου στην περιοχή…
«Ένα οικολογικό παραμύθι», από την ιστοσελίδα της Greenpeace
«Ένα οικολογικό παραμύθι», από την ιστοσελίδα της Greenpeace
Τέλος πετρελαϊκής εποχής (3/11/2007
Το πετρέλαιο άρχισε να με απασχολεί στο τέλος της εφηβείας μου. Αν θυμάμαι καλά, δεν με είχε κλονίσει τόσο η ίδια η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μόλις ξέσπασε η ιρανική επανάσταση, όσο η τουρκική συμμετοχή στο διαγωνισμό της Γιουβίζιον, όπου η μελαχρινή αοιδός Άιντα Πεκάν τραγουδούσε το μιξο-φρυξο-λύδιο άσμα «Αman Petrol». Μεγάλο σουξέ τότε, το 1980, λόγω επικαιρότητας. Για την επίδοσή του τραγουδιού στο διαγωνισμό δεν θυμάμαι κάτι. Ηταν ακόμη μια πετρελαϊκά αθώα εποχή για τους νεοέλληνες. Οι περισσότεροι δεν διέθεταν αυτοκίνητο, τα καλοριφέρ στις πολυκατοικίες έκαιγαν με αυστηρό ωράριο, οι σόμπες πετρελαίου ζέσταιναν ακόμη αρκετά σπίτια και στα χωριά τα κούτσουρα ήταν η κύρια καύσιμη ύλη για τις στόφες, πριν ξαναγίνουν μόδα τα τζάκια στα μικροαστικά διαμερίσματα των πόλεων. Ακόμη και οι υπουργοί Οικονομίας (Συντονισμού τότε) της χώρας όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα (η οποία, σημειωτέον, δεν είναι καλό καύσιμο), ακόμη και οι διοικητές της ΔΕΗ που χρησιμοποιούσε το πετρέλαιο σαν θαλασσινό νερό, αντιμετώπιζαν τις πετρελαϊκές κρίσεις σαν ένα πρόβλημα εντελώς εξωτικό.
Στο μεταξύ ωριμάσαμε- σιτέψαμε μάλιστα- αποκτήσαμε δύο-τρία αυτοκίνητα ανά οικογένεια, έχουμε αυτόνομη θέρμανση στα σπίτια μας (η «αυτονομία» αυτή είναι ίσως ο σαρκαστικότερος, καθημερινός ευφημισμός της ενεργειακής μας εξάρτησης) και ανακαλύψαμε, εντελώς καθυστερημένα, ότι το καύσιμο του οικονομικού μας πολιτισμού έχει εισχωρήσει σε κάθε συναλλαγή, σε κάθε αθώα ή πονηρή μας απόλαυση. Εγινε ταυτόχρονα το μέσο που συνδέει μια δραστηριότητα ρουτίνας- το γύρισμα του κλειδιού στο αυτοκίνητο, το άναμμα της κουζίνας, το πάτημα του διακόπτη του ασανσέρ- με γεγονότα κοσμοϊστορικά: τον πόλεμο στο Ιράκ, τη γέννηση νέων εθνών και κρατών, γενοκτονίες, γεωπολιτικά εγκλήματα, διπλωματικές αλητείες.
Ακόμη κι αν όλα αυτά μας φαίνονται πολύ συνωμοτικά για να τα εντάξουμε στο παζλ του πετρελαϊκού γρίφου, υπάρχει το πολύ πιο απτό επιχείρημα: ο τρόπος που το καύσιμο της ζωής μας καίει τον ατομικό και συλλογικό πλούτο αλλά και το οξυγόνο που αναπνέουμε.
Υπάρχει μια σχιζοφρενική αντίφαση σ΄αυτές τις δύο τελευταίες διαστάσεις της πετρελαϊκής οικονομίας. Απ’ τη μια πλευρά, όλοι γνωρίζουν και αναγνωρίζουν –ακόμη και η αμερικανική Γερουσία, που ουδείς μπορεί να της καταλογίσει αντιπετρελαϊκά αισθήματα- ότι η βιομηχανία εξόρυξης, διύλισης και μεταφοράς του πετρελαίου, μαζί με όλα τα επενδυτικά κεφάλαια που τζογάρουν στο καύσιμο του πολιτισμού μας, έχουν μετατραπεί στο πιο ληστρικό, επιθετικό και αδίστακτο τμήμα του καπιταλισμού-καζίνο. Και μετατρέπουν σε υπεραξίες την αγωνία για τα πετρελαϊκά αποθέματα. Την ίδια στιγμή, ελάχιστοι πια σ’ αυτό τον πλανήτη δεν έχουν πειστεί ότι το πετρέλαιο και όλα τα παράγωγά του συνδέονται με το ισχυρότερο ενδεχόμενο περιβαλλοντικής καταστροφής, τουλάχιστον από την άποψη της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους. Αλλά, η αγωνία για τις δραματικές αλλαγές στο κλίμα της γης καθόλου δεν συνάδει με την αγωνία για τα πετρελαϊκά αποθέματα. Είναι δυο αλληλοαναιρούμενες αγωνίες. Πρέπει να αποφασίσουμε ποια είναι η σημαντικότερη.
Με όρους οικολογίας βάθους, έχουμε φτάσει στο σημείο μηδέν. Καταναλώνουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος έναν πόρο που δημιουργήθηκε στο υπέδαφος της γης πριν από 400 εκατομμύρια χρόνια. Δισεκατομμύρια τόνοι μικρών και μεγάλων οργανισμών, από πανύψηλα δένδρα μέχρι απειροελάχιστες αμοιβάδες αποσυντέθηκαν κάτω από στρώματα αλατούχου ύδατος για να συνθέσουν το ορυκτό που ρυθμίζει τη ζωή μας. Εχουμε καταφέρει, στα μόλις 150 χρόνια συστηματικής εξόρυξης, να σπαταλήσουμε τουλάχιστον το ένα τρίτο της ποσότητας πετρελαίου που έκρυβαν τα υπόγεια «πηγάδια»: ένα τρισεκατομμύριο βαρέλια. Ισως άλλα δύο τρισεκατομμύρια περιμένουν την άντλησή τους, αλλά το πιθανότερο είναι ότι ένα μικρό μέρος τους θα γίνει τελικά καύσιμο, λόγω ασύμφορης ή τεχνικά αδύνατης εξόρυξης. Αλλά, αν καταφέρουμε και κάψουμε έστω τα μισά τις επόμενες δεκαετίες, θα έχουμε επιτύχει ένα πραγματικό ολοκαύτωμα στην ατμόσφαιρα του πλανήτη. Θα μπορούσε να πει κανείς την κοινοτοπία περί εκδίκησης της φύσης, αλλά είναι πολύ μεταφυσικό για να το υποστηρίξω. Αρκούμαι στην οικονομία της φύσης, που έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία δημιουργικής καταστροφής.
Από κάθε άποψη, λοιπόν, έχει έρθει το τέλος της πετρελαϊκής οικονομίας. Είτε μέσω μιας τελικής ενεργειακής κρίσης που θα καταστρέψει εθνικές οικονομίες και θα βυθίσει στη φτώχεια έθνη και κοινωνίες. Είτε μέσω της περιβαλλοντικής κρίσης, που θα παραγάγει περίπου τα ίδια αποτελέσματα. Παραδόξως, από άποψη χρονοδιαγραμμάτων αυτές οι δύο κρίσεις περίπου ταυτίζονται. Είναι υπόθεση των επόμενων δύο-τριών δεκαετιών. Τότε υπολογίζεται ότι τα τελευταία κοιτάσματα πετρελαίου θα έχουν στερέψει. Τότε, επίσης, υπολογίζεται ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη θα είναι μια εφιαλτική καθημερινότητα.
Η μία λύση είναι να αφήσουμε τα δύο φαινόμενα να εξελιχθούν και να συμπέσουν- αν εξαιρέσει κανείς τη «λεπτομέρεια» της τύχης του ανθρώπινου είδους, το «σύνδρομο» θα αποτελέσει ένα νέο ξεκίνημα για τον ατυχή πλανήτη, που ίσως δώσει την ευκαιρία σε ένα άλλο είδος να τον κυριαρχήσει. Ενδεχομένως στις εξαιρετικά ανθεκτικές κατσαρίδες. Η άλλη λύση είναι να διακόψουμε εδώ και τώρα, στην κορύφωσή της, την «καμπύλη καμπάνας» που, όπως λένε οι ειδικοί της τεχνικής ανάλυσης, ακολουθεί η προσφορά πετρελαίου. Τα περαιτέρω θα είναι αποτέλεσμα της ηλίθιας ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης πετρελαίου- διότι υπάρχει ισορροπία και αποδεικνύει κι αυτή ότι ο περίφημος νόμος που καθορίζει τις τιμές των αγαθών έζησε και πέθανε στον αγνό, εγχειριδιακό καπιταλισμό του Ανταμ Σμιθ. Αφού ο ΟΠΕΚ ανταποκρίνεται με αύξηση της παραγωγής του σε κάθε πίεση των μεγάλων οικονομιών, σε κάθε φόβο για αύξηση της ζήτησης, για βαρύ χειμώνα, για γεωπολιτική αστάθεια, για τυφώνες, τότε γιατί οι traders αγοράζουν σαν τρελοί όλο και ακριβότερα τα πετρελαϊκά συμβόλαια; Προφανώς, όχι από αγωνία για τις ενεργειακές ανάγκες μας.
Είναι δεδομένο ότι στην πλευρά της προσφοράς γίνεται κάθε τι νοητό και αδιανόητο για να εξασφαλιστεί αδιάκοπη ροή καυσίμου μέχρι το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου μας και τον καυστήρα του καλοριφέρ μας. Γίνονται πόλεμοι, αντιτρομοκρατικές εκστρατείες, εμφύλιοι, γενοκτονίες, αφανίζονται οι τελευταίες παρθένες περιοχές του πλανήτη, οι τελευταίοι αρχέγονοι πληθυσμοί που διασώζουν το μυστικό της συμφιλίωσης με τη φύση. Όλα για τις άπληστες ενεργειακές μας ανάγκες.
Μένει να γίνει, λοιπόν, κάτι στην πλευρά της ζήτησης. Μια μικρή επανάσταση, ακήρυχτη κι αθόρυβη, που θα δώσει ένα όσο το δυνατόν ήσυχο τέλος στην πετρελαϊκή εποχή. Ξεχάστε την τιμή του πετρελαίου. Σκεφτείτε απλώς με τι μπορεί να το αντικαταστήσουμε. Λάδι φάλαινας; Σπαρματσέτα; Καυσόξυλα; Υδρογόνο; Ηλιακούς συλλέκτες; Ανεμογεννήτριες; Ισως, αλλά καμιά τεχνολογικά εναλλακτική λύση δεν εξασφαλίζει ότι και ο νέος ενεργειακός πόρος δεν θα γίνει χρηματιστηριακό προϊόν για να μας βάλει σε νέο φαύλο κύκλο. Είναι πολλά τα λεφτά, φίλε μου. Η πετρελαϊκή βιομηχανία γεννήθηκε σε μιαν ανύποπτη εποχή, στο Titusville της Πενσυλβάνια, όχι τόσο χάρη στην εύρεση μιας πρόσφορης τεχνικής εξόρυξης, όσο χάρη στο γεγονός η τιμή του ορυκτού διακυμάνθηκε μέσα σε ελάχιστους μήνες από τα δέκα δολάρια μέχρι τα δέκα σεντς και αντίστροφα. Η οσμή του κέρδους κι όχι του πετρελαίου κινητοποίησε τα μεγάλα αρπακτικά, από τον φιλάνθρωπο Ροκφέλερ μέχρι τον φιλότεχνο Ρότσιλντ. Δεν ήταν το καύσιμο που διαμόρφωσε την τιμή του. Ηταν η τιμή που έκανε το καύσιμο τόσο απαραίτητο σε κάθε αμερικανό και ευρωπαίο πριν ένα αιώνα, σε κάθε κάτοικο του πλανήτη σήμερα. Να είστε σίγουροι, λοιπόν, ότι ο καπιταλισμός-καζίνο μπορεί να κάνει το ίδιο με τον αέρα, το θαλασσινό νερό ή τις ακτίνες του ήλιου.
Τι μένει, λοιπόν, σαν εναλλακτική λύση στα χέρια της αδύναμης πλευράς της ζήτησης, δηλαδή σε μας; Η λύση της ενεργειακής αποχής. Μια παγκόσμια συνωμοσία εγκράτειας για ένα- δύο χρόνια θα βύθιζε το πετρέλαιο στο επίπεδο της «δίκαιης τιμής»- οι ειδικοί την ορίζουν περίπου στα 45 δολάρια. Και θα ωθούσε τους κερδοσκόπους της ενέργειας να αναζητήσουν την επόμενη φιλοσοφική λίθο. Χρειάζεται να αντιπαρατάξει κανείς στο μονόδρομο της ταχύτητας την απόλαυση της βραδύτητας.
Χρειάζεται επίσης μια ισχυρή δόση ηθικής σ’ αυτή την εξέγερση της ζήτησης. Και μια ανεκτή δόση στέρησης. Την αντέχουμε; Ή θα λιποθυμήσουμε στο πρώτο χιλιόμετρο βαδίσματος που θα κάνουμε, αφήνοντας το αυτοκίνητο στο γκαράζ;
Στο μεταξύ ωριμάσαμε- σιτέψαμε μάλιστα- αποκτήσαμε δύο-τρία αυτοκίνητα ανά οικογένεια, έχουμε αυτόνομη θέρμανση στα σπίτια μας (η «αυτονομία» αυτή είναι ίσως ο σαρκαστικότερος, καθημερινός ευφημισμός της ενεργειακής μας εξάρτησης) και ανακαλύψαμε, εντελώς καθυστερημένα, ότι το καύσιμο του οικονομικού μας πολιτισμού έχει εισχωρήσει σε κάθε συναλλαγή, σε κάθε αθώα ή πονηρή μας απόλαυση. Εγινε ταυτόχρονα το μέσο που συνδέει μια δραστηριότητα ρουτίνας- το γύρισμα του κλειδιού στο αυτοκίνητο, το άναμμα της κουζίνας, το πάτημα του διακόπτη του ασανσέρ- με γεγονότα κοσμοϊστορικά: τον πόλεμο στο Ιράκ, τη γέννηση νέων εθνών και κρατών, γενοκτονίες, γεωπολιτικά εγκλήματα, διπλωματικές αλητείες.
Ακόμη κι αν όλα αυτά μας φαίνονται πολύ συνωμοτικά για να τα εντάξουμε στο παζλ του πετρελαϊκού γρίφου, υπάρχει το πολύ πιο απτό επιχείρημα: ο τρόπος που το καύσιμο της ζωής μας καίει τον ατομικό και συλλογικό πλούτο αλλά και το οξυγόνο που αναπνέουμε.
Υπάρχει μια σχιζοφρενική αντίφαση σ΄αυτές τις δύο τελευταίες διαστάσεις της πετρελαϊκής οικονομίας. Απ’ τη μια πλευρά, όλοι γνωρίζουν και αναγνωρίζουν –ακόμη και η αμερικανική Γερουσία, που ουδείς μπορεί να της καταλογίσει αντιπετρελαϊκά αισθήματα- ότι η βιομηχανία εξόρυξης, διύλισης και μεταφοράς του πετρελαίου, μαζί με όλα τα επενδυτικά κεφάλαια που τζογάρουν στο καύσιμο του πολιτισμού μας, έχουν μετατραπεί στο πιο ληστρικό, επιθετικό και αδίστακτο τμήμα του καπιταλισμού-καζίνο. Και μετατρέπουν σε υπεραξίες την αγωνία για τα πετρελαϊκά αποθέματα. Την ίδια στιγμή, ελάχιστοι πια σ’ αυτό τον πλανήτη δεν έχουν πειστεί ότι το πετρέλαιο και όλα τα παράγωγά του συνδέονται με το ισχυρότερο ενδεχόμενο περιβαλλοντικής καταστροφής, τουλάχιστον από την άποψη της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους. Αλλά, η αγωνία για τις δραματικές αλλαγές στο κλίμα της γης καθόλου δεν συνάδει με την αγωνία για τα πετρελαϊκά αποθέματα. Είναι δυο αλληλοαναιρούμενες αγωνίες. Πρέπει να αποφασίσουμε ποια είναι η σημαντικότερη.
Με όρους οικολογίας βάθους, έχουμε φτάσει στο σημείο μηδέν. Καταναλώνουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος έναν πόρο που δημιουργήθηκε στο υπέδαφος της γης πριν από 400 εκατομμύρια χρόνια. Δισεκατομμύρια τόνοι μικρών και μεγάλων οργανισμών, από πανύψηλα δένδρα μέχρι απειροελάχιστες αμοιβάδες αποσυντέθηκαν κάτω από στρώματα αλατούχου ύδατος για να συνθέσουν το ορυκτό που ρυθμίζει τη ζωή μας. Εχουμε καταφέρει, στα μόλις 150 χρόνια συστηματικής εξόρυξης, να σπαταλήσουμε τουλάχιστον το ένα τρίτο της ποσότητας πετρελαίου που έκρυβαν τα υπόγεια «πηγάδια»: ένα τρισεκατομμύριο βαρέλια. Ισως άλλα δύο τρισεκατομμύρια περιμένουν την άντλησή τους, αλλά το πιθανότερο είναι ότι ένα μικρό μέρος τους θα γίνει τελικά καύσιμο, λόγω ασύμφορης ή τεχνικά αδύνατης εξόρυξης. Αλλά, αν καταφέρουμε και κάψουμε έστω τα μισά τις επόμενες δεκαετίες, θα έχουμε επιτύχει ένα πραγματικό ολοκαύτωμα στην ατμόσφαιρα του πλανήτη. Θα μπορούσε να πει κανείς την κοινοτοπία περί εκδίκησης της φύσης, αλλά είναι πολύ μεταφυσικό για να το υποστηρίξω. Αρκούμαι στην οικονομία της φύσης, που έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία δημιουργικής καταστροφής.
Από κάθε άποψη, λοιπόν, έχει έρθει το τέλος της πετρελαϊκής οικονομίας. Είτε μέσω μιας τελικής ενεργειακής κρίσης που θα καταστρέψει εθνικές οικονομίες και θα βυθίσει στη φτώχεια έθνη και κοινωνίες. Είτε μέσω της περιβαλλοντικής κρίσης, που θα παραγάγει περίπου τα ίδια αποτελέσματα. Παραδόξως, από άποψη χρονοδιαγραμμάτων αυτές οι δύο κρίσεις περίπου ταυτίζονται. Είναι υπόθεση των επόμενων δύο-τριών δεκαετιών. Τότε υπολογίζεται ότι τα τελευταία κοιτάσματα πετρελαίου θα έχουν στερέψει. Τότε, επίσης, υπολογίζεται ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη θα είναι μια εφιαλτική καθημερινότητα.
Η μία λύση είναι να αφήσουμε τα δύο φαινόμενα να εξελιχθούν και να συμπέσουν- αν εξαιρέσει κανείς τη «λεπτομέρεια» της τύχης του ανθρώπινου είδους, το «σύνδρομο» θα αποτελέσει ένα νέο ξεκίνημα για τον ατυχή πλανήτη, που ίσως δώσει την ευκαιρία σε ένα άλλο είδος να τον κυριαρχήσει. Ενδεχομένως στις εξαιρετικά ανθεκτικές κατσαρίδες. Η άλλη λύση είναι να διακόψουμε εδώ και τώρα, στην κορύφωσή της, την «καμπύλη καμπάνας» που, όπως λένε οι ειδικοί της τεχνικής ανάλυσης, ακολουθεί η προσφορά πετρελαίου. Τα περαιτέρω θα είναι αποτέλεσμα της ηλίθιας ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης πετρελαίου- διότι υπάρχει ισορροπία και αποδεικνύει κι αυτή ότι ο περίφημος νόμος που καθορίζει τις τιμές των αγαθών έζησε και πέθανε στον αγνό, εγχειριδιακό καπιταλισμό του Ανταμ Σμιθ. Αφού ο ΟΠΕΚ ανταποκρίνεται με αύξηση της παραγωγής του σε κάθε πίεση των μεγάλων οικονομιών, σε κάθε φόβο για αύξηση της ζήτησης, για βαρύ χειμώνα, για γεωπολιτική αστάθεια, για τυφώνες, τότε γιατί οι traders αγοράζουν σαν τρελοί όλο και ακριβότερα τα πετρελαϊκά συμβόλαια; Προφανώς, όχι από αγωνία για τις ενεργειακές ανάγκες μας.
Είναι δεδομένο ότι στην πλευρά της προσφοράς γίνεται κάθε τι νοητό και αδιανόητο για να εξασφαλιστεί αδιάκοπη ροή καυσίμου μέχρι το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου μας και τον καυστήρα του καλοριφέρ μας. Γίνονται πόλεμοι, αντιτρομοκρατικές εκστρατείες, εμφύλιοι, γενοκτονίες, αφανίζονται οι τελευταίες παρθένες περιοχές του πλανήτη, οι τελευταίοι αρχέγονοι πληθυσμοί που διασώζουν το μυστικό της συμφιλίωσης με τη φύση. Όλα για τις άπληστες ενεργειακές μας ανάγκες.
Μένει να γίνει, λοιπόν, κάτι στην πλευρά της ζήτησης. Μια μικρή επανάσταση, ακήρυχτη κι αθόρυβη, που θα δώσει ένα όσο το δυνατόν ήσυχο τέλος στην πετρελαϊκή εποχή. Ξεχάστε την τιμή του πετρελαίου. Σκεφτείτε απλώς με τι μπορεί να το αντικαταστήσουμε. Λάδι φάλαινας; Σπαρματσέτα; Καυσόξυλα; Υδρογόνο; Ηλιακούς συλλέκτες; Ανεμογεννήτριες; Ισως, αλλά καμιά τεχνολογικά εναλλακτική λύση δεν εξασφαλίζει ότι και ο νέος ενεργειακός πόρος δεν θα γίνει χρηματιστηριακό προϊόν για να μας βάλει σε νέο φαύλο κύκλο. Είναι πολλά τα λεφτά, φίλε μου. Η πετρελαϊκή βιομηχανία γεννήθηκε σε μιαν ανύποπτη εποχή, στο Titusville της Πενσυλβάνια, όχι τόσο χάρη στην εύρεση μιας πρόσφορης τεχνικής εξόρυξης, όσο χάρη στο γεγονός η τιμή του ορυκτού διακυμάνθηκε μέσα σε ελάχιστους μήνες από τα δέκα δολάρια μέχρι τα δέκα σεντς και αντίστροφα. Η οσμή του κέρδους κι όχι του πετρελαίου κινητοποίησε τα μεγάλα αρπακτικά, από τον φιλάνθρωπο Ροκφέλερ μέχρι τον φιλότεχνο Ρότσιλντ. Δεν ήταν το καύσιμο που διαμόρφωσε την τιμή του. Ηταν η τιμή που έκανε το καύσιμο τόσο απαραίτητο σε κάθε αμερικανό και ευρωπαίο πριν ένα αιώνα, σε κάθε κάτοικο του πλανήτη σήμερα. Να είστε σίγουροι, λοιπόν, ότι ο καπιταλισμός-καζίνο μπορεί να κάνει το ίδιο με τον αέρα, το θαλασσινό νερό ή τις ακτίνες του ήλιου.
Τι μένει, λοιπόν, σαν εναλλακτική λύση στα χέρια της αδύναμης πλευράς της ζήτησης, δηλαδή σε μας; Η λύση της ενεργειακής αποχής. Μια παγκόσμια συνωμοσία εγκράτειας για ένα- δύο χρόνια θα βύθιζε το πετρέλαιο στο επίπεδο της «δίκαιης τιμής»- οι ειδικοί την ορίζουν περίπου στα 45 δολάρια. Και θα ωθούσε τους κερδοσκόπους της ενέργειας να αναζητήσουν την επόμενη φιλοσοφική λίθο. Χρειάζεται να αντιπαρατάξει κανείς στο μονόδρομο της ταχύτητας την απόλαυση της βραδύτητας.
Χρειάζεται επίσης μια ισχυρή δόση ηθικής σ’ αυτή την εξέγερση της ζήτησης. Και μια ανεκτή δόση στέρησης. Την αντέχουμε; Ή θα λιποθυμήσουμε στο πρώτο χιλιόμετρο βαδίσματος που θα κάνουμε, αφήνοντας το αυτοκίνητο στο γκαράζ;