«Εγώ από Ελλάδα δεν περνάω ούτε να με σταυρώσετε!», φώναξε αγανακτισμένος ο Santa Claus, ή Saint Nicholas, ή Περ Νοέλ, ή Παπά Νατάλε, ή Σίντερ Κλάας, ή Λαμ Κουνγκ Κουνγκ ή Αϊ- Βασίλης, ο άνθρωπος με τα εκατοντάδες πρόσωπα που ενσαρκώνει τις προσδοκίες εκατομμυρίων παιδιών, εφήβων και ενηλίκων να αποκτήσουν κάτι τζάμπα. Δηλαδή, χωρίς να το αγοράσουν ή χωρίς αυτός που τους το δωρίζει να έχει μια ειδική, ηθική ή υλική, υποχρέωση απέναντί τους ως νονός, θείος, μπαμπάς, παππούς, προμηθευτής του Δημοσίου, μιζαδόρος, λαμόγιο, φοροφυγάς, εισφοροφυγάς, Αγιορείτης ηγούμενος κ.λπ. Μάταια τα ξωτικά προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι ο κανονισμός δεν επιτρέπει εξαιρέσεις ούτε για χώρες που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. «Δεν είναι δυνατό να αφήσετε 3.000.000 ελληνόπουλα χωρίς δώρο», τόλμησε να ξεστομίσει ο Νιλς, που δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη συμπάθεια σ’ όλα αυτά τα σκασμένα που κατακλύζουν το εργοστάσιο με γράμματα και ζητάνε ό,τι τους κατέβει: το καινούργιο iphone, το τελευταίο play station, τη Barbie ειδική φρουρό με πλήρη εξάρτυση, ένα εξοχικό στη Μύκονο, να παρατήσει ο μπαμπάς την γκόμενα και να γυρίσει σπίτι, τη σπασμένη τζαμαρία κι όλο το εξαφανισμένο στοκ στο μαγαζί της μαμάς, να πάρει η ΑΕΚ πρωτάθλημα και μια πιστωτική κάρτα χωρίς όριο και με μηδενικό επιτόκιο. «Τι μου λες; Κι αν μου πετάξουν μολότοφ στα γένια και γίνω παρανάλωμα; Αν μου ρίξουν γιαούρτια κι αυγά στη στολή; Αν μου κάψουν το έλκηθρο; Αν μου χτυπήσουν τον Ρούντολφ;», αντέτεινε αλλόφρων ο Santa, κι αμέσως έριξε μια τρυφερή ματιά στον αγαπημένο του τάρανδο, ο οποίος τού ανταπέδωσε μια μάλλον άγρια ματιά, αναλογιζόμενος τα δεκάδες χρόνια εργασίας που έχει ρίξει για λίγο άχυρο.
Στο εργαστήριο του Αϊ-Βασίλη επικρατούσε πραγματικός πανικός, μια και ποτέ μέχρι τώρα δεν έχει παραλειφθεί ολόκληρη χώρα από τη διανομή των δώρων, μηδέ εξαιρουμένων του Σουδάν, όπου τα παιδιά πεθαίνουν για μια χούφτα στάρι, του Αφγανιστάν, όπου απ’ τα δέκα βασικό τους παιχνίδι είναι το καλάζνικοφ, ή της Ινδίας και του Πακιστάν, όπου τα παιδιά παίζουν τουλάχιστον δέκα ώρες τη μέρα με τ’ αδράχτια και τους αργαλειούς για να εξασφαλίζουν αδιάκοπη παραγωγή χαλιών για το λεπτό γούστο των κατοίκων της Δύσης. Τα τηλέφωνα στο εργαστήριο χτυπούσαν αδιάκοπα, επίμονα, με μιαν αίσθηση κατεπείγοντος. «Santa, ο σπόνσορας», φώναξε κάποια στιγμή ο Νιλς και ο Αϊ-Βασίλης, απρόθυμος να απαντήσει σ’ όλες τις άλλες κλήσεις διαμαρτυρίας, τσακίστηκε να πάρει το ακουστικό. «Κοιτάξτε, Santa», ακούστηκε αυστηρή από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής η επικεφαλής του Global Marketing της Coca Cola Company, «ξέρετε καλά ότι μας οφείλετε την ύπαρξή σας. Δεν δικαιούστε να στερήσετε από κανένα παιδί τη χαρά, ούτε δικαιούστε να διακινδυνεύσετε μια αγορά μας από τους υπερβολικούς σας φόβους. Έχουμε αντιμετωπίσει καταστάσεις που δεν έχετε διανοηθεί, έχουμε αλώσει το Σιδηρούν Παραπέτασμα, την Κίνα, μας λατρεύουν ακόμη και οι Ταλιμπάν, έχουμε γίνει η μόνη πηγή ενυδάτωσης σε περιοχές όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν για μια σταγόνα νερό. Δεν νομίζετε ότι είναι λίγο υπερβολικό να τα καταστρέψετε όλα για μερικές μολότοφ και λίγες πέτρες;». Ο Santa επιστράτευσε όλη του την ψυχραιμία και όλα του τα επιχειρήματα. «Μα, στο κάτω κάτω, τι δουλειά έχω εγώ εκεί; Εκεί είναι Ανατολή. Και περιμένουν κάποιον Αϊ-Βασίλη. Εμένα δεν με λένε Βασίλη!». «Santa!», ακούστηκε αυστηρή η φωνή στο τηλέφωνο.
Ο πανζουρλισμός συνεχίστηκε στο εργαστήριο, τα ξωτικά πηγαινοέρχονταν πανικόβλητα, η γραμμή παραγωγής δούλευε ασταμάτητα, χάρη στην εργάσιμη εβδομάδα των 168 ωρών -χωρίς opt out- που είχε επιβάλει ο Santa κατόπιν υποδείξεως του σπόνσορα, επικαλούμενος τον κίνδυνο ντόμινο πτωχεύσεων στον Αρκτικό Κύκλο, μετά την κατάρρευση της Ισλανδίας. Στα επόμενα τηλεφωνήματα που ο Santa ήταν αδύνατο να αποφύγει ήταν κατά σειράν:
Πρώτον, ο Ζοζέ Μπαρόζο – «θέτετε σε κίνδυνο τη στρατηγική της Λισσαβώνας, Santa, ξέρετε πόσα περιμένουμε από την αγοραστική κίνηση των γιορτών; Ξέρετε πού μπορεί να πέσει ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Ευρωζώνη; Αφήστε που εκείνος ο Σαρκοζί καραδοκεί. Θα κρατικοποιήσει όλο το Ροβανιέμι!», ψέλλισε με αγωνία ο πρόεδρος της Κομισιόν.
Δεύτερον, ο Ντομινίκ Στρος Καν – «άκου, παππού, έχω πληροφορίες ότι ξημεροβραδιάζεσαι στο Internet και παρακολουθείς πολύ indymedia. Μην τα δένεις κι όλα κόμπο, δεν γίνεται και η έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα. Εμένα δεν με χαλάει να προσθέσω άλλη μια χρεοκοπημένη χώρα στη συλλογή μου, αλλά τι θα γίνει αν παρασυρθούν όλα τα Βαλκάνια και η Νοτιανατολική Ευρώπη;», του είπε ο πρόεδρος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Τρίτον, ο Νικολά Σαρκοζί – «Santa, πόσο χαίρομαι που σ’ ακούω! Δεν πιστεύω να κωλώσεις μπροστά σε μερικά κωλόπαιδα; Πνίξ’ τους στα δώρα και στην κατανάλωση και θα δεις πώς θα στρώσουν. Με την ευκαιρία, εκείνο το κολιέ με τα μαργαριτάρια South Sea το βρήκες για την Κάρλα μου;», του είπε ο Γάλλος πρόεδρος.
Τέταρτον, ο Γιώργος Αλογοσκούφης – «μου καταστρέφεις τον προϋπολογισμό, Αϊ-Βασίλη («δεν με λένε Βασίλη!», διαμαρτυρήθηκε ο Santa), ούτε τέσσερις μέρες δεν είναι ψηφισμένος. Θα έχεις ό,τι θέλεις, και τον στρατό θα κατεβάσουμε για να κάνεις με ασφάλεια τη δουλειά σου. Έχε μου εμπιστοσύνη, το ελέγχουμε», είπε ο Έλληνας υπουργός Οικονομίας.
Πέμπτον, ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθήνας – «Santa, σε έχουμε κάνει φίρμα εδώ στην Ελλάδα, δεν θα βρεις βιτρίνα χωρίς τη φάτσα σου, αρκεί να είναι στη θέση της, βέβαια. Σε εκλιπαρώ, το 30% του τζίρου μας το κάνουμε τώρα – αν δεν έλθεις, χαθήκαμε. Θα γεμίσει η Βουκουρεστίου Κινέζους και Αιθίοπες!».
Έκτον, ο Βασίλης Τσιατούρας – «παίζεται το κεφάλι μου, Άγιε. Θα έχεις τα πάντα, και ειδικούς φρουρούς και ΜΑΤ και περιπολικά και αύρες («μα, το έλκηθρό μου είναι ιπτάμενο», αντέτεινε ο Santa Claus), θα σου ’χουμε και ελικόπτερα και F16, αν είναι απαραίτητο», διαβεβαίωνε με απόγνωση ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ.
Έβδομον, ο Αλέξης Τσίπρας -«κι εγώ παιδί υπήρξα, φίλε, ξέρω τι σημαίνει να περιμένεις δώρο… Μη νομίζεις, ακόμη και ανάμεσα στα παιδιά με τις κουκούλες θα βρεις πολλά να σε περιμένουν», προσπάθησε να τον πείσει ο πρόεδρος του ΣΥΝ.
Όγδοη, η Αλέκα Παπαρήγα – «εμείς, κύριε, δεν έχουμε καμιά διάθεση να συντηρήσουμε τον αντιδραστικό μύθο που εκπροσωπείτε και δώρα δεν θέλουμε από κανέναν. Αλλά δεν πρέπει να υποχωρήσεις στον εκβιασμό των σκοτεινών κύκλων που κρύβονται πίσω από τις κουκούλες. Και θέλουμε να έρθεις για ν’ αποδειχθεί ότι ένας άγιος δεν σώζει τη λαϊκή κατανάλωση», είπε η γραμματέας του ΚΚΕ.
Παρέλασαν πολλοί από την τηλεφωνική γραμμή του Αϊ-Βασίλη, η πίεση ήταν ασφυκτική, οι εγγυήσεις ασφάλειας φαίνονταν επαρκείς, ο Santa υποχώρησε εν ονόματι της κοινωνικής ειρήνης, της πνευματικής ισορροπίας των ευάλωτων σε καινά δαιμόνια ελληνόπουλων, της καταναλωτικής ευημερίας, της αποκατάστασης του εμπορικού τζίρου και της καπιταλιστικής σταθερότητας.
Τη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, όσοι από τους Έλληνες είχαν την υπομονή να προσηλώσουν για αρκετή ώρα το βλέμμα τους στον ουρανό, έβλεπαν το εξής παράδοξο θέαμα: ένα ιπτάμενο έλκηθρο πλαισιωμένο από ελικόπτερα της Αστυνομίας, διμοιρίες ειδικών φρουρών και ΜΑΤ με πλήρη εξάρτυση αλλά εφοδιασμένους με ατομικές πτητικές μηχανές να ίπτανται σαν τάγματα σιδερόφρακτων αγγέλων, σχηματισμούς μαχητικών αεροσκαφών να ολοκληρώνουν την παράξενη πομπή και τον ίδιο τον Αϊ-Βασίλη, με περιβολή άνδρα των ΜΑΤ και ασκεπή, χωρίς τον κόκκινο σκούφο του για να μη θεωρηθεί ότι αβαντάρει τις κουκούλες, η χρήση των οποίων άλλωστε μετ’ ου πολύ θα γινόταν κακούργημα («Santa Cop», τον χλεύαζε ο Ρούντολφ). Ανάμεσα στα τραγούδια, τα κάλαντα, τα αποχαιρετιστήρια στον παλιό χρόνο, τις ευχές και τα χρόνια πολλά που ζέσταιναν την ατμόσφαιρα στα σπίτια και τους δρόμους της Αθήνας, ακούστηκε φυσικά και η πρωτοχρονιάτικη εκδοχή του συνθήματος των ημερών: «Ο Αϊ-Βασίλης όλους μάς ενώνει, μπάτσοι, γουρούνια δολοφόνοι».
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Sunday, December 28, 2008
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (27/12/2008)
Πόση ώρα τώρα προσπαθείς να συνδεθείς
Και σε πετάει έξω ο υπολογιστής
Στον ξύπνιο κόσμο έξω απ’ το λογισμικό
Πως βρέθηκες ξανά εδώ.
Που σου χτυπάν την πόρτα νάνοι και παιδιά
Και ψέλνουν με βιασύνη την αρχιχρονιά
Κι εσύ που τόσο θα ’θελες να ξεχαστείς
Προφταίνεις κάτι να ευχηθείς.
Μα είν’ αλήθεια πως ο χρόνος
Ό,τι παίρνει, το παίρνει για πάντα
Κι είν’ αλήθεια πως μετά τα τριάντα
Είναι δύσκολο να κάνεις αρχή.
Κι είν’ αλήθεια πως και φέτος
το φλουρί θα το βρούνε οι άλλοι
και για σένα θα μείνει μονάχα η κραιπάλη
κι ο ύπνος το πρωί.
Μα κάποιος στρώνει τσόχα,
κάποιος πλάι στο φως
Κοιτάει να πέσει έγκαιρα ο γενικός
Και κάποιος γράφει σε CD μια συλλογή
Και κάποιος ντύνεται να βγει.
Κι εσύ που πελαγώνεις και παραπατάς
Και στο τηλέφωνο ποτέ δεν απαντάς
Ανοίγεις το παράθυρό σου και κοιτάς
Και σκέφτεσαι κι εσύ να πας.
Γιατί ο χρόνος δεν υπάρχει.
Γιατί ο χρόνος είσαι εσύ και οι άλλοι.
Και κανείς δε γνωρίζει η ζωή πού θα βγάλει.
Κι όλο αυτό είναι μια μεγάλη γιορτή.
Κι όποιος είπε «και του χρόνου»
θα εννοεί πως δεν τελειώσαμε φέτος.
Ευτυχές και στο χέρι μας το νέο έτος
Και πες το μου κι εσύ.
Φοίβου Δεληβοριά, «Και του χρόνου»
Και σε πετάει έξω ο υπολογιστής
Στον ξύπνιο κόσμο έξω απ’ το λογισμικό
Πως βρέθηκες ξανά εδώ.
Που σου χτυπάν την πόρτα νάνοι και παιδιά
Και ψέλνουν με βιασύνη την αρχιχρονιά
Κι εσύ που τόσο θα ’θελες να ξεχαστείς
Προφταίνεις κάτι να ευχηθείς.
Μα είν’ αλήθεια πως ο χρόνος
Ό,τι παίρνει, το παίρνει για πάντα
Κι είν’ αλήθεια πως μετά τα τριάντα
Είναι δύσκολο να κάνεις αρχή.
Κι είν’ αλήθεια πως και φέτος
το φλουρί θα το βρούνε οι άλλοι
και για σένα θα μείνει μονάχα η κραιπάλη
κι ο ύπνος το πρωί.
Μα κάποιος στρώνει τσόχα,
κάποιος πλάι στο φως
Κοιτάει να πέσει έγκαιρα ο γενικός
Και κάποιος γράφει σε CD μια συλλογή
Και κάποιος ντύνεται να βγει.
Κι εσύ που πελαγώνεις και παραπατάς
Και στο τηλέφωνο ποτέ δεν απαντάς
Ανοίγεις το παράθυρό σου και κοιτάς
Και σκέφτεσαι κι εσύ να πας.
Γιατί ο χρόνος δεν υπάρχει.
Γιατί ο χρόνος είσαι εσύ και οι άλλοι.
Και κανείς δε γνωρίζει η ζωή πού θα βγάλει.
Κι όλο αυτό είναι μια μεγάλη γιορτή.
Κι όποιος είπε «και του χρόνου»
θα εννοεί πως δεν τελειώσαμε φέτος.
Ευτυχές και στο χέρι μας το νέο έτος
Και πες το μου κι εσύ.
Φοίβου Δεληβοριά, «Και του χρόνου»
Sunday, December 21, 2008
Η εποχή της μετάνοιας (2012/2008)
Τελικώς, αποδείχθηκε ότι η ώσμωση κράτους και μοναστικής κοινωνίας είχε βαθύτατη επίδραση σε όλους τους πρωταγωνιστές της ελλαδικής μεσαιοχώρας. Μπορεί να μην έγιναν όλοι κάτοχοι ακινήτου στο ιερό real estate, κατακλύστηκαν όμως από βαθύτατο πνεύμα μετάνοιας. Όλοι θεωρούσαν εαυτούς εξ ορισμού αμαρτωλούς και η συγγνώμη τους, σε όλες τις φραστικές παραλλαγές, αντικατέστησε την «καλημέρα», την «καλησπέρα» και όλους τους άλλους χαιρετισμούς. Ήταν τέτοια η επίδραση της δημόσιας ομολογίας λάθους του πρωθυπουργού, ώστε ακόμη και η Εκκλησία αποφάσισε να αλλάξει τους κανόνες των μυστηρίων, καθιστώντας την εξομολόγηση δημόσια.
Ο κόσμος κυκλοφορούσε στις γειτονιές, στις δουλειές, στην αγορά, και κάθε φορά που διασταυρώνονταν δύο και πλέον άτομα, ο χώρος πλημμύριζε από φράσεις όπως, «ήμαρτον, αδελφέ», συγγνώμη, mea culpa, maxima culpa, μετά συγχωρήσεως, σόρι, εξκιούζμι, μετανοώ… Οι πιο εκδηλωτικοί, δε, είχαν υιοθετήσει πλήρως το τελετουργικό των πιστών και των μοναχών και ξεκινούσαν τη μέρα τους τουλάχιστον με είκοσι βαθιές μετάνοιες μπροστά στα εικονίσματα ή στον Άγνωστο Στρατιώτη, που είχε μετατραπεί σε δημοφιλή χώρο δημόσιων εξομολογήσεων και αυτοτιμωρίας. Από τους πιο φανατικούς της μετάνοιας δεν έλειψε και το φαινόμενο, όποτε αισθάνονταν την ψυχή τους βαριά, γιατί όλο και κάποια πουστιά θα είχαν κάνει, να προσέρχονται στην εργασία τους μπουσουλώντας, όπως οι ταμένοι στην Παναγία της Τήνου. Εννοείται ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο προσέρχονταν στη Βουλή καθημερινώς οι εθνοπατέρες, ιδίως της κυβερνώσας παράταξης, που ήθελαν να αντιγράψουν πιστά το δημόσιο παράδειγμα του αρχηγού τους. Οι ζηλωτές εξ αυτών (που περίμεναν μ’ αγωνία τον ανασχηματισμό), κατά τον κοινοβουλευτικό έλεγχο προέβαιναν σε αυτομαστίγωμα μέχρι αίματος.
Ήταν τόση η εδραίωση της μετάνοιας ως μοναδικής στάσης για όλους τους κατά τεκμήριο ενόχους, ώστε το υπουργείο Οικονομίας διέκοψε την καμπάνια για την εμπέδωση φορολογικής συνείδησης, αφού τα εκατομμύρια νεοελλήνων φοροφυγάδων συνέρρεαν στις ΔΟΥ όλης της χώρας με δάκρυα στα μάτια και ομολογούσαν λεπτομερώς τα εισοδήματα που έχουν αποκρύψει. Κι όταν κατέρρεαν μετανοημένοι στα γκισέ της εφορίας, συμπλήρωναν - εννοείται- ότι είναι συντετριμμένοι για το γεγονός ότι δεν μπορούν να πληρώσουν ούτε ευρώ στο κράτος καθότι και τις λίγες καβάντζες από τα «μαύρα» που έχουν διασώσει τα φυλάνε για την ύφεση. Και, ω της εκπλήξεως, οι ελεγκτές της εφορίας ουδόλως τους επέπλητταν για τη δημόσια ομολογημένη παρανομία τους, ει μη μόνον κατακλύζονταν από αντίστοιχα κύματα ειλικρίνειας και αποκάλυπταν λεπτομερώς τις μίζες που έπαιρναν από τους φοροφυγάδες. Άλλωστε, ο ίδιος ο υπουργός Οικονομίας πέτυχε την παμψηφεί έγκριση του πιο ψευδούς προϋπολογισμού της ελληνικής ιστορίας, ομολογώντας συγκινημένος ότι ούτε ο ίδιος ξέρει αν και με πόσο έλλειμμα θα κλείσει.
Η ηθική επανάσταση που συντελούνταν δεν άφησε κανένα τομέα της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής ανεπηρέαστο. Ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε αναβαθμίστηκε σε άγιο πρώτης τάξεως και η ημέρα εορτής του καθιερώθηκε ως επίσημη αργία του κράτους. Οι ιστορικοί μελετητές, μάλιστα, φρόντισαν να αναδιφήσουν ακόμη και του αγίου τη δημόσια ομολογία και μετάνοια για το γεγονός ότι αφάνισε τους τελευταίους Εβραίους και ειδωλολάτρες της Πελοποννήσου. Αγαπημένο ρητό της μεσαιοχώρας έγινε το «αμαρτία ομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία», το οποίο και αναρτήθηκε ακόμη και στις αίθουσες των δικαστηρίων όπου προσέρχονταν αυθορμήτως όλοι οι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου και αποκάλυπταν ενόρκως τα εγκλήματα και αδικήματά τους. Η δουλειά των δικαστών, εννοείται, διευκολύνθηκε αφάνταστα, αφού περιορίστηκε στο να ακούνε τη δημόσια εξομολόγηση των αυτο-κατηγορουμένων, το δε ποινολόγιο εφαρμοζόταν ως επί το πλείστον επιτόπου. Για τα βαρύτερα αδικήματα οι ποινές έφταναν τις διακόσιες μετάνοιες εντός της δικαστικής αιθούσης, τα ελαφρύτερα τιμωρούνταν με πενήντα μετάνοιες και κάτω, εκτελούμενες κατ’ οίκον. Έτσι βρήκε λύση και το πρόβλημα της συμφόρησης των φυλακών που εντός ελαχίστων μηνών άδειασαν χωρίς να χρειαστεί να εφαρμοστεί η τελευταία μεταρρύθμιση Χατζηγάκη.
Ριζικές αλλαγές επήλθαν στα ήθη και τα έθιμα της μεσαιοχώρας (λέξη που απαγορεύτηκε εν τω μεταξύ ως προσωνύμιο της Ελλάδας, αφού -όπως αποκάλυψε ο ΟΤΕ με καμπάνια του- μέσος άνθρωπος δεν υπάρχει, άρα μούφα και ο μεσαίος χώρος και οι μέσες λύσεις και οι μέσες άκρες και ό,τι άλλο μέσο υπάρχει, εκτός από το μέσο που χρειάζεται για να κάνει κανείς τη δουλειά του στο Δημόσιο). Απαγορεύτηκαν, λοιπόν, φράσεις όπως «από τότε που βγήκε η συγγνώμη χάθηκε το φιλότιμο», ενώ λογοκρίθηκε ως πολιτικά μη ορθή και η φράση του Μέτερνιχ «είναι χειρότερο από έγκλημα, είναι λάθος», αφού και το έγκλημα και το λάθος ομολογούμενα εκμηδενίζονταν. Ομοίως απαλείφθηκε από τη συλλογική μνήμη η αρχή «μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται», αφού πλέον οι έμποροι και οι υπάλληλοί τους ομολογούσαν επιτόπου ότι η αναγραφόμενη τιμή περιλαμβάνει και την ποσόστωση αισχροκέρδειας και όλα τα «καπέλα» προμηθευτών, μεσαζόντων και λοιπών υγιών, πλην εκ προοιμίου μετανοούντων, επιχειρηματικών δυνάμεων. Ήταν δε τόσος ο μετανοητικός ζήλος της επιχειρηματικής τάξης, ώστε κατόπιν εισηγήσεων των ενώσεών τους, το υπουργείο Ανάπτυξης καθιέρωσε στις συσκευασίες των προϊόντων ευδιάκριτες αναγραφές του τύπου «η τελική τιμή του προϊόντος περιλαμβάνει υπερτιμολογήσεις, υπερκοστολογήσεις και υπερκέρδη 50%», όπως τα τσιγάρα αναγράφουν ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο, βλάπτει τη στύση ή επιταχύνει τη γήρανση, αλλά οι καπνιστές τα καπνίζουν με την ικανοποίηση ότι αυτοί που τους σκοτώνουν είναι τουλάχιστον απολύτως ειλικρινείς μαζί τους.
Εκείνοι που υπερέβησαν εαυτούς ήσαν οι τραπεζίτες. Αφού ομολόγησαν, διά του συλλογικού τους οργάνου και κατά μόνας, ότι με τα υπερκέρδη των προηγούμενων ετών έχουν εξασφαλίσει και τα τρισέγγονά τους ακόμη κι αν η ύφεση κρατήσει μισό αιώνα, αποφάσισαν να διαφημίζουν τα προϊόντα καταθέσεων και χορηγήσεων, θυμίζοντας με ζωηρά γράμματα ότι δανείζονται με 3% αλλά δανείζουν με 17%, ακόμη κι αν ο πληθωρισμός πέσει στο 0% και το βασικό επιτόκιο γίνει αρνητικό. Οι πιο τολμηροί αποφάσισαν να αποκαλούν ευθέως τους πελάτες θύματά τους, ενώ τα περίφημα ψιλά γράμματα των δανειακών συμβάσεων έγιναν χοντρά, συνοδευόμενα από τις λέξεις «σόρι», «ήμαρτον» και τα συναφή. Σε μια έσχατη πράξη μετάνοιας μια τράπεζα αποφάσισε να διαφημιστεί με ατάκες του Σάιλοκ από τον σαιξπηρικό «Έμπορο της Βενετίας», γλαφυρά τσιτάτα του Μαρξ για τον παρασιτικό χαρακτήρα της πίστης και αποφθέγματα του Μωάμεθ από το Κοράνι για την τοκογλυφία.
Συγκινητικές στιγμές μετάνοιας εκτυλίσσονταν στους υπεράκτιους παραδείσους, απ’ όπου τα εξορισμένα golden boys της κρίσης, οι χρυσοκάνθαροι των πυραμίδων και των τοξικών ομολόγων ομολογούσαν σε tele-conference από τις λαβυρινθώδεις επαύλεις τους με τις 36 τουαλέτες και τις 7 εσωτερικές πισίνες πόσα εκατομμύρια ευρώ έχει ενθυλακώσει έκαστος μέχρι να εξοκείλουν στην ξέρα του κραχ το σκάφος του καπιταλισμού.
Όταν ο πολιτισμός της μετάνοιας παγκοσμιοποιήθηκε- καθότι ό,τι συνέβαινε πλέον στη μεσαιοχώρα εξελισσόταν σε διεθνές ντόμινο, είτε εξέγερση ήταν είτε σκάνδαλο- ακόμη και οι κεντρικοί τραπεζίτες ομολόγησαν περίλυποι πως ουδέποτε υπήρξαν χρήσιμοι σε κάτι, πως δεν έχουν ιδέα για το πώς λειτουργεί αυτό το πολύπλοκο σύστημα, για το οποίο μέχρι πρότινος διαβεβαίωναν ότι είναι ακλόνητο. Κι οι πετρελαιάδες ομολόγησαν ότι χρηματοδοτούν αφειδώς κάθε προσπάθεια υπονόμευσης της πράσινης ενέργειας και πως οι ίδιοι προκάλεσαν το ράλι των τιμών, αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσαν να μετατρέψουν τον Περσικό σε Καραϊβική. Και οι διανοούμενοι και οι ιστορικοί όλου του κόσμου αποφάσισαν να βάλουν βαθιά στις επόμενες γενιές το πνεύμα της μετάνοιας, ξαναγράφοντας την ιστορία στο πνεύμα της ομολογίας και της συγχώρεσης. Έτσι, τα παιδιά μάθαιναν ότι ο Ηρώδης επισκέφθηκε μία προς μία τις οικογένειες των 5.000 βρεφών που έσφαξε, εκλιπαρώντας για τη συγγνώμη τους. Και το ίδιο συνέβαινε με τον Χίτλερ, του οποίου ανακαλύφθηκε η διαθήκη-μετάνοια για τα εκατομμύρια θύματά του, Εβραίους, κομμουνιστές, Τσιγγάνους, ομοφυλόφιλους, στους οποίους προσέφερε ως συγγνώμη την αυτοκτονία του από τύψεις.
Και συνέβησαν κι άλλα τρυφερά, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, κοιτίδα πλέον όχι μόνο της δημοκρατίας αλλά και της μετάνοιας, με τον Κορκονέα να σύρεται στα πόδια της μητέρας του Αλέξη, τον Κούγια να ζητάει συγγνώμη από τη Βατίδου και τους τηλεθεατές για τις ανοησίες με τις οποίες έχει φάει τον χρόνο τους, τον Εφραίμ να ομολογεί στο πανελλήνιο πώς έστησε τη μεγαλύτερη απάτη των τελευταίων χρόνων, τους αστυνομικούς να αγκαλιάζονται με τους κουκουλοφόρους και να αλληλοσυγχωρούνται βουρκωμένοι - όχι από τα δακρυγόνα-, και όλο τον θίασο της δημόσιας ζωής να χτυπάει τα κεφάλια του μέχρι αίματος στο Τείχος των Δακρύων που ο δήμαρχος Κακλαμάνης έστησε στο Σύνταγμα, μνημείο μετάνοιας, το οποίο αντικατέστησε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, όπως και το «Ολαρία-ολαρά» του Σαββόπουλου αντικατέστησε τα κάλαντα...
Ο κόσμος κυκλοφορούσε στις γειτονιές, στις δουλειές, στην αγορά, και κάθε φορά που διασταυρώνονταν δύο και πλέον άτομα, ο χώρος πλημμύριζε από φράσεις όπως, «ήμαρτον, αδελφέ», συγγνώμη, mea culpa, maxima culpa, μετά συγχωρήσεως, σόρι, εξκιούζμι, μετανοώ… Οι πιο εκδηλωτικοί, δε, είχαν υιοθετήσει πλήρως το τελετουργικό των πιστών και των μοναχών και ξεκινούσαν τη μέρα τους τουλάχιστον με είκοσι βαθιές μετάνοιες μπροστά στα εικονίσματα ή στον Άγνωστο Στρατιώτη, που είχε μετατραπεί σε δημοφιλή χώρο δημόσιων εξομολογήσεων και αυτοτιμωρίας. Από τους πιο φανατικούς της μετάνοιας δεν έλειψε και το φαινόμενο, όποτε αισθάνονταν την ψυχή τους βαριά, γιατί όλο και κάποια πουστιά θα είχαν κάνει, να προσέρχονται στην εργασία τους μπουσουλώντας, όπως οι ταμένοι στην Παναγία της Τήνου. Εννοείται ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο προσέρχονταν στη Βουλή καθημερινώς οι εθνοπατέρες, ιδίως της κυβερνώσας παράταξης, που ήθελαν να αντιγράψουν πιστά το δημόσιο παράδειγμα του αρχηγού τους. Οι ζηλωτές εξ αυτών (που περίμεναν μ’ αγωνία τον ανασχηματισμό), κατά τον κοινοβουλευτικό έλεγχο προέβαιναν σε αυτομαστίγωμα μέχρι αίματος.
Ήταν τόση η εδραίωση της μετάνοιας ως μοναδικής στάσης για όλους τους κατά τεκμήριο ενόχους, ώστε το υπουργείο Οικονομίας διέκοψε την καμπάνια για την εμπέδωση φορολογικής συνείδησης, αφού τα εκατομμύρια νεοελλήνων φοροφυγάδων συνέρρεαν στις ΔΟΥ όλης της χώρας με δάκρυα στα μάτια και ομολογούσαν λεπτομερώς τα εισοδήματα που έχουν αποκρύψει. Κι όταν κατέρρεαν μετανοημένοι στα γκισέ της εφορίας, συμπλήρωναν - εννοείται- ότι είναι συντετριμμένοι για το γεγονός ότι δεν μπορούν να πληρώσουν ούτε ευρώ στο κράτος καθότι και τις λίγες καβάντζες από τα «μαύρα» που έχουν διασώσει τα φυλάνε για την ύφεση. Και, ω της εκπλήξεως, οι ελεγκτές της εφορίας ουδόλως τους επέπλητταν για τη δημόσια ομολογημένη παρανομία τους, ει μη μόνον κατακλύζονταν από αντίστοιχα κύματα ειλικρίνειας και αποκάλυπταν λεπτομερώς τις μίζες που έπαιρναν από τους φοροφυγάδες. Άλλωστε, ο ίδιος ο υπουργός Οικονομίας πέτυχε την παμψηφεί έγκριση του πιο ψευδούς προϋπολογισμού της ελληνικής ιστορίας, ομολογώντας συγκινημένος ότι ούτε ο ίδιος ξέρει αν και με πόσο έλλειμμα θα κλείσει.
Η ηθική επανάσταση που συντελούνταν δεν άφησε κανένα τομέα της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής ανεπηρέαστο. Ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε αναβαθμίστηκε σε άγιο πρώτης τάξεως και η ημέρα εορτής του καθιερώθηκε ως επίσημη αργία του κράτους. Οι ιστορικοί μελετητές, μάλιστα, φρόντισαν να αναδιφήσουν ακόμη και του αγίου τη δημόσια ομολογία και μετάνοια για το γεγονός ότι αφάνισε τους τελευταίους Εβραίους και ειδωλολάτρες της Πελοποννήσου. Αγαπημένο ρητό της μεσαιοχώρας έγινε το «αμαρτία ομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία», το οποίο και αναρτήθηκε ακόμη και στις αίθουσες των δικαστηρίων όπου προσέρχονταν αυθορμήτως όλοι οι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου και αποκάλυπταν ενόρκως τα εγκλήματα και αδικήματά τους. Η δουλειά των δικαστών, εννοείται, διευκολύνθηκε αφάνταστα, αφού περιορίστηκε στο να ακούνε τη δημόσια εξομολόγηση των αυτο-κατηγορουμένων, το δε ποινολόγιο εφαρμοζόταν ως επί το πλείστον επιτόπου. Για τα βαρύτερα αδικήματα οι ποινές έφταναν τις διακόσιες μετάνοιες εντός της δικαστικής αιθούσης, τα ελαφρύτερα τιμωρούνταν με πενήντα μετάνοιες και κάτω, εκτελούμενες κατ’ οίκον. Έτσι βρήκε λύση και το πρόβλημα της συμφόρησης των φυλακών που εντός ελαχίστων μηνών άδειασαν χωρίς να χρειαστεί να εφαρμοστεί η τελευταία μεταρρύθμιση Χατζηγάκη.
Ριζικές αλλαγές επήλθαν στα ήθη και τα έθιμα της μεσαιοχώρας (λέξη που απαγορεύτηκε εν τω μεταξύ ως προσωνύμιο της Ελλάδας, αφού -όπως αποκάλυψε ο ΟΤΕ με καμπάνια του- μέσος άνθρωπος δεν υπάρχει, άρα μούφα και ο μεσαίος χώρος και οι μέσες λύσεις και οι μέσες άκρες και ό,τι άλλο μέσο υπάρχει, εκτός από το μέσο που χρειάζεται για να κάνει κανείς τη δουλειά του στο Δημόσιο). Απαγορεύτηκαν, λοιπόν, φράσεις όπως «από τότε που βγήκε η συγγνώμη χάθηκε το φιλότιμο», ενώ λογοκρίθηκε ως πολιτικά μη ορθή και η φράση του Μέτερνιχ «είναι χειρότερο από έγκλημα, είναι λάθος», αφού και το έγκλημα και το λάθος ομολογούμενα εκμηδενίζονταν. Ομοίως απαλείφθηκε από τη συλλογική μνήμη η αρχή «μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται», αφού πλέον οι έμποροι και οι υπάλληλοί τους ομολογούσαν επιτόπου ότι η αναγραφόμενη τιμή περιλαμβάνει και την ποσόστωση αισχροκέρδειας και όλα τα «καπέλα» προμηθευτών, μεσαζόντων και λοιπών υγιών, πλην εκ προοιμίου μετανοούντων, επιχειρηματικών δυνάμεων. Ήταν δε τόσος ο μετανοητικός ζήλος της επιχειρηματικής τάξης, ώστε κατόπιν εισηγήσεων των ενώσεών τους, το υπουργείο Ανάπτυξης καθιέρωσε στις συσκευασίες των προϊόντων ευδιάκριτες αναγραφές του τύπου «η τελική τιμή του προϊόντος περιλαμβάνει υπερτιμολογήσεις, υπερκοστολογήσεις και υπερκέρδη 50%», όπως τα τσιγάρα αναγράφουν ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο, βλάπτει τη στύση ή επιταχύνει τη γήρανση, αλλά οι καπνιστές τα καπνίζουν με την ικανοποίηση ότι αυτοί που τους σκοτώνουν είναι τουλάχιστον απολύτως ειλικρινείς μαζί τους.
Εκείνοι που υπερέβησαν εαυτούς ήσαν οι τραπεζίτες. Αφού ομολόγησαν, διά του συλλογικού τους οργάνου και κατά μόνας, ότι με τα υπερκέρδη των προηγούμενων ετών έχουν εξασφαλίσει και τα τρισέγγονά τους ακόμη κι αν η ύφεση κρατήσει μισό αιώνα, αποφάσισαν να διαφημίζουν τα προϊόντα καταθέσεων και χορηγήσεων, θυμίζοντας με ζωηρά γράμματα ότι δανείζονται με 3% αλλά δανείζουν με 17%, ακόμη κι αν ο πληθωρισμός πέσει στο 0% και το βασικό επιτόκιο γίνει αρνητικό. Οι πιο τολμηροί αποφάσισαν να αποκαλούν ευθέως τους πελάτες θύματά τους, ενώ τα περίφημα ψιλά γράμματα των δανειακών συμβάσεων έγιναν χοντρά, συνοδευόμενα από τις λέξεις «σόρι», «ήμαρτον» και τα συναφή. Σε μια έσχατη πράξη μετάνοιας μια τράπεζα αποφάσισε να διαφημιστεί με ατάκες του Σάιλοκ από τον σαιξπηρικό «Έμπορο της Βενετίας», γλαφυρά τσιτάτα του Μαρξ για τον παρασιτικό χαρακτήρα της πίστης και αποφθέγματα του Μωάμεθ από το Κοράνι για την τοκογλυφία.
Συγκινητικές στιγμές μετάνοιας εκτυλίσσονταν στους υπεράκτιους παραδείσους, απ’ όπου τα εξορισμένα golden boys της κρίσης, οι χρυσοκάνθαροι των πυραμίδων και των τοξικών ομολόγων ομολογούσαν σε tele-conference από τις λαβυρινθώδεις επαύλεις τους με τις 36 τουαλέτες και τις 7 εσωτερικές πισίνες πόσα εκατομμύρια ευρώ έχει ενθυλακώσει έκαστος μέχρι να εξοκείλουν στην ξέρα του κραχ το σκάφος του καπιταλισμού.
Όταν ο πολιτισμός της μετάνοιας παγκοσμιοποιήθηκε- καθότι ό,τι συνέβαινε πλέον στη μεσαιοχώρα εξελισσόταν σε διεθνές ντόμινο, είτε εξέγερση ήταν είτε σκάνδαλο- ακόμη και οι κεντρικοί τραπεζίτες ομολόγησαν περίλυποι πως ουδέποτε υπήρξαν χρήσιμοι σε κάτι, πως δεν έχουν ιδέα για το πώς λειτουργεί αυτό το πολύπλοκο σύστημα, για το οποίο μέχρι πρότινος διαβεβαίωναν ότι είναι ακλόνητο. Κι οι πετρελαιάδες ομολόγησαν ότι χρηματοδοτούν αφειδώς κάθε προσπάθεια υπονόμευσης της πράσινης ενέργειας και πως οι ίδιοι προκάλεσαν το ράλι των τιμών, αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσαν να μετατρέψουν τον Περσικό σε Καραϊβική. Και οι διανοούμενοι και οι ιστορικοί όλου του κόσμου αποφάσισαν να βάλουν βαθιά στις επόμενες γενιές το πνεύμα της μετάνοιας, ξαναγράφοντας την ιστορία στο πνεύμα της ομολογίας και της συγχώρεσης. Έτσι, τα παιδιά μάθαιναν ότι ο Ηρώδης επισκέφθηκε μία προς μία τις οικογένειες των 5.000 βρεφών που έσφαξε, εκλιπαρώντας για τη συγγνώμη τους. Και το ίδιο συνέβαινε με τον Χίτλερ, του οποίου ανακαλύφθηκε η διαθήκη-μετάνοια για τα εκατομμύρια θύματά του, Εβραίους, κομμουνιστές, Τσιγγάνους, ομοφυλόφιλους, στους οποίους προσέφερε ως συγγνώμη την αυτοκτονία του από τύψεις.
Και συνέβησαν κι άλλα τρυφερά, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, κοιτίδα πλέον όχι μόνο της δημοκρατίας αλλά και της μετάνοιας, με τον Κορκονέα να σύρεται στα πόδια της μητέρας του Αλέξη, τον Κούγια να ζητάει συγγνώμη από τη Βατίδου και τους τηλεθεατές για τις ανοησίες με τις οποίες έχει φάει τον χρόνο τους, τον Εφραίμ να ομολογεί στο πανελλήνιο πώς έστησε τη μεγαλύτερη απάτη των τελευταίων χρόνων, τους αστυνομικούς να αγκαλιάζονται με τους κουκουλοφόρους και να αλληλοσυγχωρούνται βουρκωμένοι - όχι από τα δακρυγόνα-, και όλο τον θίασο της δημόσιας ζωής να χτυπάει τα κεφάλια του μέχρι αίματος στο Τείχος των Δακρύων που ο δήμαρχος Κακλαμάνης έστησε στο Σύνταγμα, μνημείο μετάνοιας, το οποίο αντικατέστησε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, όπως και το «Ολαρία-ολαρά» του Σαββόπουλου αντικατέστησε τα κάλαντα...
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (20/12/2008)
(Μια υπόθεση συγγνώμης από την ειδησεογραφία)
Μέσα στο τσαντάκι της, είχε σχεδόν τα πάντα: βιβλιάρια καταθέσεων, κάρτες ανάληψης, ταυτότητα, σήματα τελών κυκλοφορίας των αυτοκινήτων της οικογένειας, και αρκετά χρήματα, που ξεπερνούσαν συνολικά τα 3.500 ευρώ… Το τσαντάκι εξαφανίστηκε χωρίς να το αντιληφθεί αμέσως... Την επόμενη μέρα, απευθύνθηκε στην Αστυνομία, η οποία και κατέγραψε το γεγονός. Η πίκρα της μεγάλη: Όχι μόνο για τα σήματα των τελών κυκλοφορίας που είχε πληρώσει το πρωινό εκείνης της ημέρας, αλλά και για τα χρήματα. Τα μισά περίπου από αυτά τής τα είχαν δώσει οι ένοικοι της πολυκατοικίας της για να πληρώσει το πετρέλαιο. Τώρα θα έπρεπε να καλύψει η ίδια από την τσέπη της τα κλεμμένα χρήματα των ενοίκων. Η περιπέτειά της δεν τελείωσε, όμως, εκεί. Πέντε ημέρες μετά την κλοπή, ένα παιδί μπήκε στο γαλακτοπωλείο και της άφησε μια μικρή τσάντα, λέγοντάς της ότι του την έδωσε ένας κύριος για να την παραδώσει στην ίδια! Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, και λόγω δουλειάς δεν την άνοιξε. Όταν την άνοιξε όμως, την περίμενε μια ευχάριστη, μικρή έκπληξη. Μέσα στην τσάντα, υπήρχαν όλα τα κλεμμένα είδη, εκτός από τα 3.500 ευρώ. Και ένα σημείωμα συγγνώμης: «Λυπάμαι παρά πολύ. Τα έχω μεγάλη ανάγκη αυτά τα χρήματα».
Από την εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγώνας», 13 Δεκεμβρίου 2008
Μέσα στο τσαντάκι της, είχε σχεδόν τα πάντα: βιβλιάρια καταθέσεων, κάρτες ανάληψης, ταυτότητα, σήματα τελών κυκλοφορίας των αυτοκινήτων της οικογένειας, και αρκετά χρήματα, που ξεπερνούσαν συνολικά τα 3.500 ευρώ… Το τσαντάκι εξαφανίστηκε χωρίς να το αντιληφθεί αμέσως... Την επόμενη μέρα, απευθύνθηκε στην Αστυνομία, η οποία και κατέγραψε το γεγονός. Η πίκρα της μεγάλη: Όχι μόνο για τα σήματα των τελών κυκλοφορίας που είχε πληρώσει το πρωινό εκείνης της ημέρας, αλλά και για τα χρήματα. Τα μισά περίπου από αυτά τής τα είχαν δώσει οι ένοικοι της πολυκατοικίας της για να πληρώσει το πετρέλαιο. Τώρα θα έπρεπε να καλύψει η ίδια από την τσέπη της τα κλεμμένα χρήματα των ενοίκων. Η περιπέτειά της δεν τελείωσε, όμως, εκεί. Πέντε ημέρες μετά την κλοπή, ένα παιδί μπήκε στο γαλακτοπωλείο και της άφησε μια μικρή τσάντα, λέγοντάς της ότι του την έδωσε ένας κύριος για να την παραδώσει στην ίδια! Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, και λόγω δουλειάς δεν την άνοιξε. Όταν την άνοιξε όμως, την περίμενε μια ευχάριστη, μικρή έκπληξη. Μέσα στην τσάντα, υπήρχαν όλα τα κλεμμένα είδη, εκτός από τα 3.500 ευρώ. Και ένα σημείωμα συγγνώμης: «Λυπάμαι παρά πολύ. Τα έχω μεγάλη ανάγκη αυτά τα χρήματα».
Από την εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγώνας», 13 Δεκεμβρίου 2008
Sunday, December 14, 2008
Μπάχαλο! (13/12/2008)
(Η Rodia μου υποδεικνύει να βάλω ετικέτα-tag. Λυπάμαι, ως ψηφιακά ημι-αναλφάβητος το μόνο που έχω μάθει είναι να βάζω στο blog τα κείμενα που δημοσιεύω κάθε Σάββατο στον "Κόσμο του Επενδυτή". Δεν γνωρίζω καν πώς να απαντήσω, έστω από ευγένεια, στα λίγα σχόλια. Θα χρειαστώ ειδικό φροντιστήριο. Επιφυλάσσομαι...)
Είμαστε σίγουροι για το τι ακριβώς μας συνέβη; Προφανώς όχι. Όλοι κινούνται και εκφράζονται με μια αμφιθυμία. Λογικό είναι. Ακόμη κι ο μικροϊδιοκτήτης, που θρηνεί τα λεηλατημένα ράφια του μαγαζιού του, τα αποκαϊδια της χριστουγεννιάτικης βιτρίνας του, τις προσδοκίες να γεμίσει το ταμείο του από την αγοραστική ευφορία των ημερών, κρατάει μια πισινή. Ίσως το παιδί του είναι ανάμεσα σ’ αυτούς, τους άλλους, τους παράξενους, τους απροσδόκητα πολλούς που δεν χρειάζονται πια κουκούλες κι αχρήστεψαν τα δημοσιογραφικά κλισέ: γνωστοί-άγνωστοι, κουκουλοφόροι, νεαροί, άτομα… Πώς ακριβώς να τους αποκαλέσουμε πια; Το λεξικό δεν βοηθάει. Πάρε τηλέφωνο την Πυροσβεστική, φώναξε την Αστυνομία (πού είναι, τι κάνουν, γιατί παρακολουθούν απαθείς;), και το παιδί; Πού είναι το παιδί; Αν την έχει κάνει κοπάνα απ’ το φροντιστήριο; Γιατί δεν απαντάει στο κινητό; Θεέ μου, έχουμε το χάος στο ίδιο μας το σπίτι! Τα ύστερα του κόσμου…
Αλλά, κανείς δεν δικαιούται να προσποιείται τον έκπληκτο. Όχι μόνο γιατί είναι πια ένας ώριμος νοικοκύρης, με κοιλίτσα, σπίτι, εξοχικό, δύο αυτοκίνητα, πιστωτική και χωρίς καμιά διάθεση να διακινδυνεύσει τα κεκτημένα της ενυπόθηκης ευημερίας του. Αλλά γιατί στην πραγματικότητα εδώ και χρόνια, δεκαετίες ίσως, έχει βρεθεί στην ανάλογη ψυχολογία. Πόσες φορές έχετε σκεφτεί να τα κάνετε μπάχαλο; Στο γκισέ της εφορίας ή της τράπεζας, στη βιτρίνα με τις προκλητικά απλησίαστες τιμές, στο γραμματοκιβώτιο που σας υπενθυμίζει αρκετές φορές τον μήνα ότι η τράπεζα είναι ο καλύτερός σας φίλος, ο μόνος που αλληλογραφεί συχνά για να σας υπενθυμίζει τις δόσεις σας; Πόσες φορές σάς έχει συγκρατήσει συγγενής ή φίλος από το να τα κάνετε μπάχαλο; Στο δημόσιο νοσοκομείο που δεν έχει κρεβάτι για την άρρωστη μάνα σας, στο γραφείο του μεγαλογιατρού που περιμένει να του μετρήσετε μερικά χιλιάρικα πριν μπει στο χειρουργείο για να τη σώσει; Στα γραφεία της εταιρείας που σας δείχνει την έξοδο γιατί είστε μεγάλος και πολύ ακριβός πια για τη δουλειά που κάνετε; Στην εθνική οδό γιατί η σοδειά σας μένει απούλητη ή πρέπει να τη δώσετε κοψοχρονιά στους μεσάζοντες; Στο κατάστημα πλειστηριασμών όπου βγαίνει στο σφυρί το αυτοκίνητο, το σπίτι ή το κτήμα σας για μια απλήρωτη δόση; Ομολογήστε το! Έχετε βρεθεί πολλές φορές στην ίδια θέση, στην ίδια ψυχολογία, ένα κλικ πριν σηκώσετε την πετρούλα σας… Ή και κάτι ακόμη πιο επικίνδυνο. Αλλά συγκρατείστε. Και τι σας συγκρατεί; Δεν είναι τόσο η φιλοσοφική σας προσήλωση στη νομιμότητα, η ιδεολογική αποστροφή για την αυτοδικία, όσο ο φόβος μήπως χάσετε και όσα σάς απομένουν.
«Μπάχαλο την έκαναν την Αθήνα!». Και τι ήταν η Αθήνα πριν; «Διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι»; Τι ήταν η χώρα πριν; Τι ήταν η κοινωνία των νεοελλήνων, αενάως μετεωριζόμενη μεταξύ εκμαυλιστικού «εκσυγχρονισμού» και τριτοκοσμικής υστέρησης; Σε ποιον απ’ όλους τους θεσμούς του κρατικού Λεβιάθαν δεν ταιριάζει η λέξη «μπάχαλο»; Στη δημόσια διοίκηση που λειτουργεί μόνο με δόντι και γρηγορόσημο; Στην Αστυνομία που υποθάλπει ένα φασίζον παρακράτος νταήδων; Στο Κοινοβούλιο που θυμίζει πουκάμισο αδειανό της παρηκμασμένης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας; Στα κόμματα που εξαντλούν την ύπαρξή τους στις στροφές του εκλογικού κύκλου; Στην Εκκλησία που πρωτοστατεί στην πρωτοφανή λεηλασία της δημόσιας περιουσίας; Στα ασφαλιστικά ταμεία που έπαιξαν κορόνα-γράμματα στην τυχοδιωκτική κερδοσκοπία τις συνταξιοδοτικές προσδοκίες εκατομμυρίων ανθρώπων; Στους μηχανισμούς προστασίας του περιβάλλοντος που, όταν δεν το παραδίδουν στις μπουλντόζες, το αφήνουν στο έλεος της φωτιάς; Πόσο πιο «μπάχαλο» μπορούσε να γίνει μια χώρα απ’ όσο έγινε το καλοκαίρι του 2007 η Ελλάδα, με τον μισό δασικό της πλούτο στάχτη και σχεδόν 100 νεκρούς; Άκλαυτοι πήγαν…
Κι έπειτα από το μπάχαλο, το πλιάτσικο. Ναι, ναι, τους είδαμε τους μπαχαλάκηδες, τους φτωχοδιάβολους αλλοδαπούς να μπαίνουν στα σπασμένα μαγαζιά και να σηκώνουν ό,τι χωράνε οι τσέπες τους, οι χούφτες κι οι αγκαλιές τους. Αλλά ας υποδείξει κάποιος ένα πεδίο παραγωγής και επίδειξης πλούτου που να μην έχει γίνει αντικείμενο άγριου πλιάτσικου. Πόσα δισεκατομμύρια άλλαξαν χέρια την εποχή του χρηματιστηριακού παροξυσμού; Πώς χαρακτηρίζεται, αν όχι πλιάτσικο, η μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου υπέρ κατεργαραίων το 1999; Πόσα δισεκατομμύρια ασφαλιστικού πλούτου γίνονται καπνός από την εισφοροδιαφυγή, στην οποία πρωτοστατεί ακόμη και το κράτος-εργοδότης; Πόση δημόσια περιουσία -γη, επιχειρήσεις, υπηρεσίες- πέρασε για ψιχία στα χέρια ιδιωτών στις δεκαετίες των αποκρατικοποιήσεων; Πόσες χιλιάδες στρέμματα δημόσιας γης παίζονται στο ιερό real estate ή στο real estate των εμπρηστών, των καταπατητών και των νεόπλουτων που έχουν μετατρέψει τις θάλασσες σε ιδιωτικές πισίνες και τα δάση σε ιδιωτικούς κήπους τους; Πόσα εκατομμύρια ευρώ αλλάζουν τσέπες σε κάθε κερδοσκοπική «επίθεση» στην κατανάλωση, σε κάθε ληστρική αύξηση ή επιτοκίου; Και πόσα τρισεκατομμύρια ευρώ ή δολάρια ενθυλακώνουν οι τυχοδιώκτες της διεθνούς κρίσης, οδηγώντας επιχειρήσεις, περιοχές, ακόμη και χώρες στη χρεοκοπία; Αυτό το πανθομολογούμενο πλιάτσικο εις βάρος των εθνικών οικονομιών και κοινωνιών ποια κάμερα ασφαλείας το κατέγραψε και ποια Δικαιοσύνη θα το τιμωρήσει;
Τα ερωτήματα είναι μάλλον κοινότοπα, το ίδιο και η απαντήσεις τους. Προσφέρονται για λαϊκή ρητορεία, για καπηλεία της κοινωνικής δυσφορίας, για διαχείριση του λαϊκού ενστίκτου. Κι ο Καρατζαφέρης αντικαπιταλιστής είναι πλέον, κι ο Σαρκοζί το ίδιο, όλοι αντικαπιταλιστές είμαστε, αλλά τι υπάρχει πέρα από τη ρητορική; Ξαναζεσταμένο φαγητό. Ένας πολιτικός πολτός που διαχειρίζεται καταδικασμένες στην αποτυχία πολιτικές, αδέξιες ταχυδακτυλουργίες, λογιστικό εξωραϊσμό μιας πραγματικότητας που έρχεται κατά πάνω μας αμείλικτη, με ανοικτή την προοπτική μιας πτώχευσης. Πτώχευσης καθολικής, ως κοινωνία, ως εθνική οικονομία, ως οικονομικός πολιτισμός. Αυτό που η επίσημη πολιτική προσπαθεί να κρύψει πίσω από τη φλυαρία φαίνεται ότι το είχαν μυριστεί πολλοί, προ πολλού. Τώρα όλοι το αναγνωρίζουν: για πρώτη φορά στα μεταπολεμικά χρόνια, μια ολόκληρη γενιά αντιμετωπίζει την προοπτική να ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη. Τα παιδιά μας προετοιμάζονται να ζήσουν χειρότερα από εμάς, τους γονείς τους. Η εξηκονταετής γραμμή της προόδου, για πρώτη φορά, σπάει, στρέφεται στην κάθοδο. Οι σημερινοί δεκαεξάρηδες, ακόμη και οι γόνοι των μεσαίων στρωμάτων που «έχουν τον τρόπο τους», οδηγούνται μέσα από ένα μαραθώνιο σπουδών και εξειδίκευσης σε ένα οικονομικό και εργασιακό περιβάλλον με δικαιώματα ανάπηρα. Τους τα έχουμε πει ήδη όλα: θα δουλεύουν περισσότερο, με υψηλότερα προσόντα, αλλά με λιγότερα δικαιώματα. Θα διαγκωνίζονται για μια θέση εργασίας και για αποδοχές που θα είναι στάσιμες, υπό τη διαρκή αίρεση του οικονομικού κύκλου. Θα δουλεύουν μέχρι τα γεράματά τους κι ίσως δεν πάρουν ποτέ σύνταξη για να διασώσουν τα ασφαλιστικά συστήματα από την κατάρρευση. Δύσκολα θα γίνουν μικροϊδιοκτήτες, ίσως δεν αποκτήσουν ποτέ δική τους περιουσία, αν δεν βρουν κάτι από τους γονείς τους, που -έστω με τη στέρηση, την παραοικονομία ή τη μικροαπατεωνιά- έκαναν το κουμάντο τους. Θα ωριμάσουν σ’ έναν κόσμο εξαιρετικά ασταθή κι ανασφαλή, ίσως χωρίς παγκόσμιο πόλεμο, αλλά με δεκάδες μικρούς περιφερειακούς πολέμους για τον έλεγχο των φυσικών πόρων ή την επιβεβαίωση της γεωπολιτικής ισχύος των αυτοκρατοριών, των νυν και των επίδοξων.
Σε θραύσματα, κομμάτια κι αποσπάσματα, τους τα έχουμε πει όλα, ήταν εκεί όταν τους τα λέγαμε, νομίζαμε ότι δεν μας άκουγαν, θαρρούσαμε ότι μας έγραφαν κανονικά, αλλά προφανώς κάτι έπιασαν. Κι ήρθε μια σφαίρα, λίγο αίμα κι ένας θάνατος για να συνθέσουν τη ζοφερή εικόνα, να δώσουν υπόσταση στον εφιάλτη του μέλλοντός τους. Δεν ήταν μια διεργασία συνειδητή, με βάθος και κυρίως ένα συνεκτικό πολιτικό στόχο. Περιέχει πολιτική αφέλεια, ιδεοληπτικές ευκολίες και μια γερή δόση αυθάδειας, ίσως και αυταρχισμού (όπως αυτός που εκφράζει το αντεξουσιαστικό μήνυμα που δημοσιεύω στη «θυγατρική» στήλη). Αλλά η ευκολία με την οποία περνούν έφηβοι και νέοι σ’ αυτή τη δαιμονοποιημένη, βίαιη, άλλη πλευρά της πολιτικής, με μαζικότητα που αφήνει τους πάντες άφωνους κι αμήχανους, αποκαλύπτει τη χρεοκοπία της επίσημης πολιτικής. Την αδυναμία της να εμπνεύσει ένα ελάχιστο όραμα, έναν μίνιμουμ θετικό στόχο, μια προσδοκία ότι θα πάψουν να ζουν σε μια κοινωνία μπάχαλο. Ενός μπάχαλου, λοιπόν, μύρια έπονται. Κι έχουμε δει μόνο ένα μέρος τους.
Είμαστε σίγουροι για το τι ακριβώς μας συνέβη; Προφανώς όχι. Όλοι κινούνται και εκφράζονται με μια αμφιθυμία. Λογικό είναι. Ακόμη κι ο μικροϊδιοκτήτης, που θρηνεί τα λεηλατημένα ράφια του μαγαζιού του, τα αποκαϊδια της χριστουγεννιάτικης βιτρίνας του, τις προσδοκίες να γεμίσει το ταμείο του από την αγοραστική ευφορία των ημερών, κρατάει μια πισινή. Ίσως το παιδί του είναι ανάμεσα σ’ αυτούς, τους άλλους, τους παράξενους, τους απροσδόκητα πολλούς που δεν χρειάζονται πια κουκούλες κι αχρήστεψαν τα δημοσιογραφικά κλισέ: γνωστοί-άγνωστοι, κουκουλοφόροι, νεαροί, άτομα… Πώς ακριβώς να τους αποκαλέσουμε πια; Το λεξικό δεν βοηθάει. Πάρε τηλέφωνο την Πυροσβεστική, φώναξε την Αστυνομία (πού είναι, τι κάνουν, γιατί παρακολουθούν απαθείς;), και το παιδί; Πού είναι το παιδί; Αν την έχει κάνει κοπάνα απ’ το φροντιστήριο; Γιατί δεν απαντάει στο κινητό; Θεέ μου, έχουμε το χάος στο ίδιο μας το σπίτι! Τα ύστερα του κόσμου…
Αλλά, κανείς δεν δικαιούται να προσποιείται τον έκπληκτο. Όχι μόνο γιατί είναι πια ένας ώριμος νοικοκύρης, με κοιλίτσα, σπίτι, εξοχικό, δύο αυτοκίνητα, πιστωτική και χωρίς καμιά διάθεση να διακινδυνεύσει τα κεκτημένα της ενυπόθηκης ευημερίας του. Αλλά γιατί στην πραγματικότητα εδώ και χρόνια, δεκαετίες ίσως, έχει βρεθεί στην ανάλογη ψυχολογία. Πόσες φορές έχετε σκεφτεί να τα κάνετε μπάχαλο; Στο γκισέ της εφορίας ή της τράπεζας, στη βιτρίνα με τις προκλητικά απλησίαστες τιμές, στο γραμματοκιβώτιο που σας υπενθυμίζει αρκετές φορές τον μήνα ότι η τράπεζα είναι ο καλύτερός σας φίλος, ο μόνος που αλληλογραφεί συχνά για να σας υπενθυμίζει τις δόσεις σας; Πόσες φορές σάς έχει συγκρατήσει συγγενής ή φίλος από το να τα κάνετε μπάχαλο; Στο δημόσιο νοσοκομείο που δεν έχει κρεβάτι για την άρρωστη μάνα σας, στο γραφείο του μεγαλογιατρού που περιμένει να του μετρήσετε μερικά χιλιάρικα πριν μπει στο χειρουργείο για να τη σώσει; Στα γραφεία της εταιρείας που σας δείχνει την έξοδο γιατί είστε μεγάλος και πολύ ακριβός πια για τη δουλειά που κάνετε; Στην εθνική οδό γιατί η σοδειά σας μένει απούλητη ή πρέπει να τη δώσετε κοψοχρονιά στους μεσάζοντες; Στο κατάστημα πλειστηριασμών όπου βγαίνει στο σφυρί το αυτοκίνητο, το σπίτι ή το κτήμα σας για μια απλήρωτη δόση; Ομολογήστε το! Έχετε βρεθεί πολλές φορές στην ίδια θέση, στην ίδια ψυχολογία, ένα κλικ πριν σηκώσετε την πετρούλα σας… Ή και κάτι ακόμη πιο επικίνδυνο. Αλλά συγκρατείστε. Και τι σας συγκρατεί; Δεν είναι τόσο η φιλοσοφική σας προσήλωση στη νομιμότητα, η ιδεολογική αποστροφή για την αυτοδικία, όσο ο φόβος μήπως χάσετε και όσα σάς απομένουν.
«Μπάχαλο την έκαναν την Αθήνα!». Και τι ήταν η Αθήνα πριν; «Διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι»; Τι ήταν η χώρα πριν; Τι ήταν η κοινωνία των νεοελλήνων, αενάως μετεωριζόμενη μεταξύ εκμαυλιστικού «εκσυγχρονισμού» και τριτοκοσμικής υστέρησης; Σε ποιον απ’ όλους τους θεσμούς του κρατικού Λεβιάθαν δεν ταιριάζει η λέξη «μπάχαλο»; Στη δημόσια διοίκηση που λειτουργεί μόνο με δόντι και γρηγορόσημο; Στην Αστυνομία που υποθάλπει ένα φασίζον παρακράτος νταήδων; Στο Κοινοβούλιο που θυμίζει πουκάμισο αδειανό της παρηκμασμένης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας; Στα κόμματα που εξαντλούν την ύπαρξή τους στις στροφές του εκλογικού κύκλου; Στην Εκκλησία που πρωτοστατεί στην πρωτοφανή λεηλασία της δημόσιας περιουσίας; Στα ασφαλιστικά ταμεία που έπαιξαν κορόνα-γράμματα στην τυχοδιωκτική κερδοσκοπία τις συνταξιοδοτικές προσδοκίες εκατομμυρίων ανθρώπων; Στους μηχανισμούς προστασίας του περιβάλλοντος που, όταν δεν το παραδίδουν στις μπουλντόζες, το αφήνουν στο έλεος της φωτιάς; Πόσο πιο «μπάχαλο» μπορούσε να γίνει μια χώρα απ’ όσο έγινε το καλοκαίρι του 2007 η Ελλάδα, με τον μισό δασικό της πλούτο στάχτη και σχεδόν 100 νεκρούς; Άκλαυτοι πήγαν…
Κι έπειτα από το μπάχαλο, το πλιάτσικο. Ναι, ναι, τους είδαμε τους μπαχαλάκηδες, τους φτωχοδιάβολους αλλοδαπούς να μπαίνουν στα σπασμένα μαγαζιά και να σηκώνουν ό,τι χωράνε οι τσέπες τους, οι χούφτες κι οι αγκαλιές τους. Αλλά ας υποδείξει κάποιος ένα πεδίο παραγωγής και επίδειξης πλούτου που να μην έχει γίνει αντικείμενο άγριου πλιάτσικου. Πόσα δισεκατομμύρια άλλαξαν χέρια την εποχή του χρηματιστηριακού παροξυσμού; Πώς χαρακτηρίζεται, αν όχι πλιάτσικο, η μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου υπέρ κατεργαραίων το 1999; Πόσα δισεκατομμύρια ασφαλιστικού πλούτου γίνονται καπνός από την εισφοροδιαφυγή, στην οποία πρωτοστατεί ακόμη και το κράτος-εργοδότης; Πόση δημόσια περιουσία -γη, επιχειρήσεις, υπηρεσίες- πέρασε για ψιχία στα χέρια ιδιωτών στις δεκαετίες των αποκρατικοποιήσεων; Πόσες χιλιάδες στρέμματα δημόσιας γης παίζονται στο ιερό real estate ή στο real estate των εμπρηστών, των καταπατητών και των νεόπλουτων που έχουν μετατρέψει τις θάλασσες σε ιδιωτικές πισίνες και τα δάση σε ιδιωτικούς κήπους τους; Πόσα εκατομμύρια ευρώ αλλάζουν τσέπες σε κάθε κερδοσκοπική «επίθεση» στην κατανάλωση, σε κάθε ληστρική αύξηση ή επιτοκίου; Και πόσα τρισεκατομμύρια ευρώ ή δολάρια ενθυλακώνουν οι τυχοδιώκτες της διεθνούς κρίσης, οδηγώντας επιχειρήσεις, περιοχές, ακόμη και χώρες στη χρεοκοπία; Αυτό το πανθομολογούμενο πλιάτσικο εις βάρος των εθνικών οικονομιών και κοινωνιών ποια κάμερα ασφαλείας το κατέγραψε και ποια Δικαιοσύνη θα το τιμωρήσει;
Τα ερωτήματα είναι μάλλον κοινότοπα, το ίδιο και η απαντήσεις τους. Προσφέρονται για λαϊκή ρητορεία, για καπηλεία της κοινωνικής δυσφορίας, για διαχείριση του λαϊκού ενστίκτου. Κι ο Καρατζαφέρης αντικαπιταλιστής είναι πλέον, κι ο Σαρκοζί το ίδιο, όλοι αντικαπιταλιστές είμαστε, αλλά τι υπάρχει πέρα από τη ρητορική; Ξαναζεσταμένο φαγητό. Ένας πολιτικός πολτός που διαχειρίζεται καταδικασμένες στην αποτυχία πολιτικές, αδέξιες ταχυδακτυλουργίες, λογιστικό εξωραϊσμό μιας πραγματικότητας που έρχεται κατά πάνω μας αμείλικτη, με ανοικτή την προοπτική μιας πτώχευσης. Πτώχευσης καθολικής, ως κοινωνία, ως εθνική οικονομία, ως οικονομικός πολιτισμός. Αυτό που η επίσημη πολιτική προσπαθεί να κρύψει πίσω από τη φλυαρία φαίνεται ότι το είχαν μυριστεί πολλοί, προ πολλού. Τώρα όλοι το αναγνωρίζουν: για πρώτη φορά στα μεταπολεμικά χρόνια, μια ολόκληρη γενιά αντιμετωπίζει την προοπτική να ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη. Τα παιδιά μας προετοιμάζονται να ζήσουν χειρότερα από εμάς, τους γονείς τους. Η εξηκονταετής γραμμή της προόδου, για πρώτη φορά, σπάει, στρέφεται στην κάθοδο. Οι σημερινοί δεκαεξάρηδες, ακόμη και οι γόνοι των μεσαίων στρωμάτων που «έχουν τον τρόπο τους», οδηγούνται μέσα από ένα μαραθώνιο σπουδών και εξειδίκευσης σε ένα οικονομικό και εργασιακό περιβάλλον με δικαιώματα ανάπηρα. Τους τα έχουμε πει ήδη όλα: θα δουλεύουν περισσότερο, με υψηλότερα προσόντα, αλλά με λιγότερα δικαιώματα. Θα διαγκωνίζονται για μια θέση εργασίας και για αποδοχές που θα είναι στάσιμες, υπό τη διαρκή αίρεση του οικονομικού κύκλου. Θα δουλεύουν μέχρι τα γεράματά τους κι ίσως δεν πάρουν ποτέ σύνταξη για να διασώσουν τα ασφαλιστικά συστήματα από την κατάρρευση. Δύσκολα θα γίνουν μικροϊδιοκτήτες, ίσως δεν αποκτήσουν ποτέ δική τους περιουσία, αν δεν βρουν κάτι από τους γονείς τους, που -έστω με τη στέρηση, την παραοικονομία ή τη μικροαπατεωνιά- έκαναν το κουμάντο τους. Θα ωριμάσουν σ’ έναν κόσμο εξαιρετικά ασταθή κι ανασφαλή, ίσως χωρίς παγκόσμιο πόλεμο, αλλά με δεκάδες μικρούς περιφερειακούς πολέμους για τον έλεγχο των φυσικών πόρων ή την επιβεβαίωση της γεωπολιτικής ισχύος των αυτοκρατοριών, των νυν και των επίδοξων.
Σε θραύσματα, κομμάτια κι αποσπάσματα, τους τα έχουμε πει όλα, ήταν εκεί όταν τους τα λέγαμε, νομίζαμε ότι δεν μας άκουγαν, θαρρούσαμε ότι μας έγραφαν κανονικά, αλλά προφανώς κάτι έπιασαν. Κι ήρθε μια σφαίρα, λίγο αίμα κι ένας θάνατος για να συνθέσουν τη ζοφερή εικόνα, να δώσουν υπόσταση στον εφιάλτη του μέλλοντός τους. Δεν ήταν μια διεργασία συνειδητή, με βάθος και κυρίως ένα συνεκτικό πολιτικό στόχο. Περιέχει πολιτική αφέλεια, ιδεοληπτικές ευκολίες και μια γερή δόση αυθάδειας, ίσως και αυταρχισμού (όπως αυτός που εκφράζει το αντεξουσιαστικό μήνυμα που δημοσιεύω στη «θυγατρική» στήλη). Αλλά η ευκολία με την οποία περνούν έφηβοι και νέοι σ’ αυτή τη δαιμονοποιημένη, βίαιη, άλλη πλευρά της πολιτικής, με μαζικότητα που αφήνει τους πάντες άφωνους κι αμήχανους, αποκαλύπτει τη χρεοκοπία της επίσημης πολιτικής. Την αδυναμία της να εμπνεύσει ένα ελάχιστο όραμα, έναν μίνιμουμ θετικό στόχο, μια προσδοκία ότι θα πάψουν να ζουν σε μια κοινωνία μπάχαλο. Ενός μπάχαλου, λοιπόν, μύρια έπονται. Κι έχουμε δει μόνο ένα μέρος τους.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (13/12/2008)
Γιατί καίμε; Γιατί καταστρέφουμε;
Μα επειδή είμαστε εμπορεύματα. Και δεν μας αρέσει καθόλου.
Όλοι μας, οι «πολίτες» της εμπορευματικής δημοκρατίας, είμαστε αναγκασμένοι να πουληθούμε, να δουλεύουμε, για να επιβιώσουμε. Οι νταβατζήδες μας, οι επιχειρηματίες και οι πολιτικοί, μας αγοράζουν και μας πουλάνε. Οι περισσότεροι άνθρωποι αποδέχονται να είναι εμπορεύματα, κι επιδιώκουν να αυξήσουν την τιμή που πουλιούνται, συνεπώς την αγοραστική τους δύναμη, για να καταναλώνουν άλλα εμπορεύματα σε αυξανόμενες ποσότητες. Αυτό είναι το νόημα που δίνουν στη ζωή τους: κατανάλωση. Εμείς τι επιδιώκουμε; Ισότητα. Πολιτική, οικονομική, κοινωνική. Όλων με όλους.
Υπάρχει πιθανότητα να πείσουμε τους εθελόδουλους καταναλωτές να πάψουν να είναι εμπορεύματα και υπήκοοι; Μάλλον όχι. Τι μπορούμε να κάνουμε; Μα να καταστρέφουμε την αγορά και τους μύθους που στηρίζουν την ανισότητα. Αφού δεν μπορούμε να πείσουμε τους καταναλωτές να γίνουν άνθρωποι, να πάψουν να είναι εμπορεύματα και να ξεφορτωθούν τους νταβατζήδες, ας καταστρέψουμε τη δυνατότητά τους να καταναλώνουν. Ο μόνος θεμιτός διαχωρισμός μεταξύ των ανθρώπων είναι ο εξής: αυτοί που θέλουν την ισότητα και εκείνοι που θέλουν την ανισότητα.
Δε θέλετε ισότητα; Πάρτε χάος!
Μήνυμα γνωστού-αγνώστου που βρήκα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο.
Μα επειδή είμαστε εμπορεύματα. Και δεν μας αρέσει καθόλου.
Όλοι μας, οι «πολίτες» της εμπορευματικής δημοκρατίας, είμαστε αναγκασμένοι να πουληθούμε, να δουλεύουμε, για να επιβιώσουμε. Οι νταβατζήδες μας, οι επιχειρηματίες και οι πολιτικοί, μας αγοράζουν και μας πουλάνε. Οι περισσότεροι άνθρωποι αποδέχονται να είναι εμπορεύματα, κι επιδιώκουν να αυξήσουν την τιμή που πουλιούνται, συνεπώς την αγοραστική τους δύναμη, για να καταναλώνουν άλλα εμπορεύματα σε αυξανόμενες ποσότητες. Αυτό είναι το νόημα που δίνουν στη ζωή τους: κατανάλωση. Εμείς τι επιδιώκουμε; Ισότητα. Πολιτική, οικονομική, κοινωνική. Όλων με όλους.
Υπάρχει πιθανότητα να πείσουμε τους εθελόδουλους καταναλωτές να πάψουν να είναι εμπορεύματα και υπήκοοι; Μάλλον όχι. Τι μπορούμε να κάνουμε; Μα να καταστρέφουμε την αγορά και τους μύθους που στηρίζουν την ανισότητα. Αφού δεν μπορούμε να πείσουμε τους καταναλωτές να γίνουν άνθρωποι, να πάψουν να είναι εμπορεύματα και να ξεφορτωθούν τους νταβατζήδες, ας καταστρέψουμε τη δυνατότητά τους να καταναλώνουν. Ο μόνος θεμιτός διαχωρισμός μεταξύ των ανθρώπων είναι ο εξής: αυτοί που θέλουν την ισότητα και εκείνοι που θέλουν την ανισότητα.
Δε θέλετε ισότητα; Πάρτε χάος!
Μήνυμα γνωστού-αγνώστου που βρήκα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο.
Sunday, December 7, 2008
Οι τόκοι της μέλλουσας ζωής (6/12/2008)
Έφαγα ήττα. Την τρώω σε μικρές, βασανιστικές δόσεις. Βρίσκομαι στα πρόθυρα του τελειωτικού ιδεολογικού μου Βατερλό. Μου το ετοιμάζει η κόρη μου. Παρά τις γενναίες δόσεις υλισμού που της χορήγησα εν αγνοία της εξ απαλών ονύχων, η Βέρα ρέπει συστηματικά στη μεταφυσική. Το κίνητρό της, απολύτως ιδιοτελές. Ασυμφιλίωτη με τον θάνατο -τι άλλο θα μπορούσε να συμβαίνει σε ένα δεκάχρονο παιδί;- επενδύει σε θεωρίες αθανασίας, δεύτερης ευκαιρίας και μέλλουσας ζωής. «Δεν είναι όλα τέλεια γύρω μας;», μου είπε τις προάλλες. «Κάποιο χέρι πρέπει να τα έφτιαξε όλα τόσο τέλεια…». Εγώ έφερα τις αντιρρήσεις μου ως προς την τελειότητα του κόσμου – «σ’ αρέσει το λιοντάρι να τρώει την αντιλόπη, ο ελέφαντας να πατάει τα μυρμήγκια, οι άνθρωποι να αλληλοσπαράσσονται σε πολέμους;», ήταν το σοφιστικό επιχείρημα που επιστράτευσα αμήχανα για να καταρρίψω τις περί τελειότητας αντιλήψεις της. Αλλά το πεδίο αντιπαράθεσης ήταν λάθος – «ακόμη κι έτσι, δεν μπορεί να έγιναν όλα τυχαία», μου απάντησε, αποφασισμένη να διασφαλίσει τους έστω και αβέβαιους τόκους της μέλλουσας ζωής.
Τρώω ήττα, λοιπόν, σε μικρές βασανιστικές δόσεις. Αλλά, ομολογώ ότι η μεταφυσική αγωνία της Βέρας είναι ένα φυσιολογικό και τελικά υγιές σύμπτωμα αυτογνωσίας (εγώ θα την προτιμούσα επικούρεια ή τουλάχιστον αγνωστικίστρια, αλλά ποιος με ρωτάει;) και τελικά δεν μου κάνει εντύπωση. Αντιθέτως, μου προκαλεί τη μέγιστη απορία η μεταφυσική αγωνία άλλων ανθρώπων. Όπως αυτοί διασταυρώνονται με τους -θεσμικούς και μη- μηχανισμούς της επίσημης πίστης. Αίφνης, η υπόθεση-σκάνδαλο του Βατοπεδίου, στους μήνες και τα χρόνια που εξελίσσεται, προσφέρεται για μια πολύ ενδιαφέρουσα ανθρωπογεωγραφία.
Ποιοι είναι οι άνθρωποι που περιέβαλλαν με στοργή, δέος, σεβασμό, ταπεινότητα και πνευματική ανησυχία τις κοσμικές και μη δραστηριότητες αυτού που αποκαλείται «κιβωτός της Ορθοδοξίας», αλλά αποκαλύπτεται ως τοξικό χαρτοφυλάκιο του Μαμωνά;
Υπάρχει μια ειδική συνομοταξία ανθρώπων με πολύ πλούτο, υψηλή επιρροή, μεγάλη εξουσία, υψηλή αναγνωρισιμότητα, διασυνδέσεις ή κύρος, που κινούνται με άνεση μεταξύ του λαμπερού δημοσίου βίου, της χρυσοφόρου επιχειρηματικότητας και του φαιού κόσμου της νύχτας, η οποία διακατέχεται από μια ακατανίκητη μεταφυσική ανησυχία. Μπορεί ως πολιτικοί να στέκονται άκαμπτοι στις πιέσεις των ψηφοφόρων τους. Μπορεί ως επιχειρηματίες να είναι «κίλερ» στις συναλλαγές τους. Μπορεί ως εργοδότες να κωφεύουν στα αιτήματα των υπαλλήλων τους. Μπορεί ως «σελέμπριτι» να επιδεικνύουν μια ακαταπόνητη επικούρεια τρυφηλότητα. Μπορεί ως άνθρωποι του πλούτου να επιδίδονται στη διαρκή, προκλητική επίδειξή του. Μπορεί ως μαφιόζοι να «καθαρίζουν» ανθρώπους χωρίς να τρέμει το χέρι τους. Όμως, μπροστά στους εκπροσώπους του Θεού λιώνουν σαν παγωτό. Στην επίγεια ζωή έχουν κιόλας κατακτήσει τον παράδεισό τους, έστω κι αν έχει χρειαστεί να περάσουν από την κόλαση γι’ αυτό, αλλά όταν τους πλησιάσει ο ηγούμενος, ο αρχιερέας, ο πνευματικός τους, ο «άγιος» όπως τον αποκαλούν, «συρρικνώνονται» μ’ έναν μαγικό τρόπο. Είναι πρόθυμοι όχι ακριβώς να τα δώσουν όλα, αλλά να δώσουν πολλά για να εξασφαλίσουν μια ιδιαίτερη, προνομιακή συνομιλία με το θείο. Η πίστη τους -ακριβώς όπως και η τραπεζική πίστη που αποτελεί το κοσμικό credo τους- δεν έχει την ανιδιοτέλεια του απλοϊκού ανθρώπου που ανακαλύπτει τον Θεό στα πιο απίστευτα μέρη: σ’ ένα εικονοστάσι της εθνικής οδού, σ’ έναν ερειπιώνα παλαιοχριστιανικής εκκλησίας, σε μια ακαλαίσθητη εκκλησία λαϊκής γειτονιάς, στην κρεβατοκάμαρα όπου κάνει έρωτα χωρίς να σκεπάζει τα εικονίσματα.
Η πίστη των «υψηλών πιστών» δεν έχει καμιά σχέση με την προσδοκία της συγχώρεσης, της άφεσης για τα συγγνωστά και ασύγγνωστα αμαρτήματα. Αντίθετα, έχει την εγγύηση μιας καθαρής συναλλαγής, τη διαβεβαίωση ότι το ισοζύγιο αμαρτημάτων και ευεργεσιών θα είναι τελικά ισοσκελισμένο ή ακόμη και πλεονασματικό υπέρ των δεύτερων. Κι αυτή η συναλλαγή παίρνει ακόμη και μέχρι τις μέρες μας τη μορφή επίγειων ανταποδόσεων τίτλων τιμής -σαν προκαταβολικά ισόβια συχωροχάρτια – στα οφίκια, κοσμικά απολιθώματα του βυζαντινού παρελθόντος, τα οποία αποδίδονται βάσει τιμοκαταλόγου εισφορών: Μεγάλοι Ευεργέτες, Μεγάλοι Άρχοντες και Αρχόντισσες, Λογοθέτες και Δικαιοθέτες, Ακτουάριοι, Νοτάριοι, Χαρτουλάριοι, Χαρτοφύλακες ή Σκευοφύλακες. Μια ματιά στις μακρές λίστες των ευεργετών των πατριαρχείων, των μητροπόλεων και των διασημότερων ιστορικών μονών μπορεί να αποδώσει την αποκαλυπτική ανθρωπογεωγραφία της ιθύνουσας τάξης των 180 χρόνων του νεοελληνικού κράτους: ομογενείς μεγιστάνες, καραβοκυραίοι, βιομήχανοι, τραπεζίτες, κληρονόμοι αμύθητων περιουσιών, πολιτικοί ηγέτες, κυρίες πάμπλουτων κυρίων που ανέλαβαν να διαχειριστούν κατανυκτικά των χαρτοφυλάκιο της πίστης των συζύγων τους και την ανία της πολυτελούς ύπαρξής τους.
Είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα η ψυχογραφία των υψηλών πιστών. Ο κ. Ρουσόπουλος, για παράδειγμα, ομολογεί τη μακρά πνευματική του σχέση με τον ηγούμενο Εφραίμ και θεωρώ ότι είναι απολύτως ειλικρινής. Το ίδιο ακούγεται για τον γαλαζοαίματο θαμώνα του Όρους, τον Κάρολο, διάδοχο του βρετανικού θρόνου, τον οποίο περιμένει πάντα η σουίτα του Βατοπεδίου. Μπορείτε να φανταστείτε τη σκηνή; Ο υπουργός, ο πρίγκιπας ή ο ζάμπλουτος επιχειρηματίας γονυκλινείς ενώπιον του «αγίου», ομολογούν -τι άραγε;- πίστη και μετάνοια, με το βλέμμα χαμηλωμένο, ίσως και μουσκεμένο από δάκρυα. Δεν έχει σημασία αν στο περιθώριο του αναχωρητικού τους διαλείμματος ασχολούνται και με πιο πεζά θέματα – εκχωρήσεις δημόσιας γης, δωρεές, αγορές μετοχών, διαχείριση ακινήτων, υπεραξίες χαρτοφυλακίων, κατασκευαστικά πρότζεκτ. Το κρίσιμο θέμα είναι οι υπεραξίες της μέλλουσας ζωής, οι τόκοι που τους οφείλει ο Θεός στον παράδεισο. Είναι μια συναλλαγή μεταξύ εκπροσώπων της εξουσίας: μιας επίγειας και μιας επουράνιας. Μια συναλλαγή μεταξύ ίσων. Έτσι τουλάχιστον νομίζουν.
Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού, έλεγε ο Μαρξ, κι αυτή η φράση, αποσπασμένη από το κείμενο, μεταλλάχτηκε ατυχώς σε έναν απλοϊκό αφορισμό. Ας θυμηθούμε όλο τον συλλογισμό από την «Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας»: «Η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λάου». Τι συμβαίνει, όμως, όταν η θρησκεία, η πίστη, δεν αφορά τον καταπιεζόμενο, αλλά τον καταπιεστή; Θα πρέπει να διασκευάσουμε τη φράση με μια αντιστροφή: «Η θρησκευτική εξουσία είναι το άλλοθι της κοσμικής εξουσίας, είναι η εισπνοή του καταπιεστή, το φλέγμα ενός εγωιστικού κόσμου, είναι η υλοποίηση ενός παραδείσου όπου η ύλη δεν θα υπάρχει. Η θρησκεία είναι η κόκα του αστού». Δεν είναι Μαρξ, αλλά δεν είναι και τόσο κακό, ε;
Εν ολίγοις, το ψυχολογικό υπόστρωμα αυτής της μεταφυσικής ενόρασης που (κατά κανόνα) καταλαμβάνει τον κόσμο της εξουσίας και της αφθονίας είναι η αγωνία για τη διαιώνισή του. Ίσως υπάρχουν και κάποια σπέρματα ενοχής για το γεγονός ότι η εξουσία και ο πλούτος, ακόμη και στον πυρήνα της χριστιανικής ιδεολογίας, είναι κατά τεκμήριο μεγέθη ανυπόληπτα και υποχρεούνται να καταβάλουν υψηλά τιμήματα (εις χρήμα, εις είδος και εις γην) για να εξασφαλίσουν τη θεϊκή επιείκεια, ή τη συγχώρηση των επίδοξων Ρασπούτιν. Αλλά το σημαντικότερο κίνητρο (και η τραγική ψευδαίσθηση) είναι η πιθανότητα να ισοσκελίσουν το ισοζύγιο κοσμικής και θεϊκής εξουσίας. «Γεννηθήτω το θέλημά τους ως εν γη και επ’ ουρανού». Και όχι αντίστροφα, όπως λέει το «Πάτερ Ημών».
Τελικά, η πίστη τους αποτελεί μια επέκταση του φετιχισμού με τον οποίο περιβάλλουν το χρήμα, την εξουσία, την ισχύ, το κύρος. Όλα τα χειρίζονται με την ψευδαίσθηση της απεριόριστης διάρκειας, της αιωνιότητας. Αποταμιεύουν πίστη, εσωτερικότητα, πνευματικότητα, μεγάλους σταυρούς, βαθιές μετάνοιες με την πεποίθηση ότι εξασφαλίζουν τόσο τη θεϊκή εγγύηση για την επί γης ισχύ τους όσο και τις υπεραξίες της μέλλουσας ζωής. Θεωρούν αυτονόητη, αυτοδίκαιη, την προνομιακή τους μεταχείριση και εκεί.
Πώς φαντάζονται άραγε τη μέλλουσα ζωή, τον παράδεισο; Υποθέτω σαν πλούσιο προάστιο με πολυτελείς επαύλεις, παραθαλάσσιες, με καταπράσινα γήπεδα γκολφ, γήπεδα τένις, ιδιωτικά spa, κοσμικά κέντρα δι’ όλα τα γούστα και με απεριόριστη θέα στην κόλαση. Την κόλαση που είναι πάντα οι άλλοι, είναι πάντα για τους άλλους. Ποτέ γι’ αυτούς.
Τρώω ήττα, λοιπόν, σε μικρές βασανιστικές δόσεις. Αλλά, ομολογώ ότι η μεταφυσική αγωνία της Βέρας είναι ένα φυσιολογικό και τελικά υγιές σύμπτωμα αυτογνωσίας (εγώ θα την προτιμούσα επικούρεια ή τουλάχιστον αγνωστικίστρια, αλλά ποιος με ρωτάει;) και τελικά δεν μου κάνει εντύπωση. Αντιθέτως, μου προκαλεί τη μέγιστη απορία η μεταφυσική αγωνία άλλων ανθρώπων. Όπως αυτοί διασταυρώνονται με τους -θεσμικούς και μη- μηχανισμούς της επίσημης πίστης. Αίφνης, η υπόθεση-σκάνδαλο του Βατοπεδίου, στους μήνες και τα χρόνια που εξελίσσεται, προσφέρεται για μια πολύ ενδιαφέρουσα ανθρωπογεωγραφία.
Ποιοι είναι οι άνθρωποι που περιέβαλλαν με στοργή, δέος, σεβασμό, ταπεινότητα και πνευματική ανησυχία τις κοσμικές και μη δραστηριότητες αυτού που αποκαλείται «κιβωτός της Ορθοδοξίας», αλλά αποκαλύπτεται ως τοξικό χαρτοφυλάκιο του Μαμωνά;
Υπάρχει μια ειδική συνομοταξία ανθρώπων με πολύ πλούτο, υψηλή επιρροή, μεγάλη εξουσία, υψηλή αναγνωρισιμότητα, διασυνδέσεις ή κύρος, που κινούνται με άνεση μεταξύ του λαμπερού δημοσίου βίου, της χρυσοφόρου επιχειρηματικότητας και του φαιού κόσμου της νύχτας, η οποία διακατέχεται από μια ακατανίκητη μεταφυσική ανησυχία. Μπορεί ως πολιτικοί να στέκονται άκαμπτοι στις πιέσεις των ψηφοφόρων τους. Μπορεί ως επιχειρηματίες να είναι «κίλερ» στις συναλλαγές τους. Μπορεί ως εργοδότες να κωφεύουν στα αιτήματα των υπαλλήλων τους. Μπορεί ως «σελέμπριτι» να επιδεικνύουν μια ακαταπόνητη επικούρεια τρυφηλότητα. Μπορεί ως άνθρωποι του πλούτου να επιδίδονται στη διαρκή, προκλητική επίδειξή του. Μπορεί ως μαφιόζοι να «καθαρίζουν» ανθρώπους χωρίς να τρέμει το χέρι τους. Όμως, μπροστά στους εκπροσώπους του Θεού λιώνουν σαν παγωτό. Στην επίγεια ζωή έχουν κιόλας κατακτήσει τον παράδεισό τους, έστω κι αν έχει χρειαστεί να περάσουν από την κόλαση γι’ αυτό, αλλά όταν τους πλησιάσει ο ηγούμενος, ο αρχιερέας, ο πνευματικός τους, ο «άγιος» όπως τον αποκαλούν, «συρρικνώνονται» μ’ έναν μαγικό τρόπο. Είναι πρόθυμοι όχι ακριβώς να τα δώσουν όλα, αλλά να δώσουν πολλά για να εξασφαλίσουν μια ιδιαίτερη, προνομιακή συνομιλία με το θείο. Η πίστη τους -ακριβώς όπως και η τραπεζική πίστη που αποτελεί το κοσμικό credo τους- δεν έχει την ανιδιοτέλεια του απλοϊκού ανθρώπου που ανακαλύπτει τον Θεό στα πιο απίστευτα μέρη: σ’ ένα εικονοστάσι της εθνικής οδού, σ’ έναν ερειπιώνα παλαιοχριστιανικής εκκλησίας, σε μια ακαλαίσθητη εκκλησία λαϊκής γειτονιάς, στην κρεβατοκάμαρα όπου κάνει έρωτα χωρίς να σκεπάζει τα εικονίσματα.
Η πίστη των «υψηλών πιστών» δεν έχει καμιά σχέση με την προσδοκία της συγχώρεσης, της άφεσης για τα συγγνωστά και ασύγγνωστα αμαρτήματα. Αντίθετα, έχει την εγγύηση μιας καθαρής συναλλαγής, τη διαβεβαίωση ότι το ισοζύγιο αμαρτημάτων και ευεργεσιών θα είναι τελικά ισοσκελισμένο ή ακόμη και πλεονασματικό υπέρ των δεύτερων. Κι αυτή η συναλλαγή παίρνει ακόμη και μέχρι τις μέρες μας τη μορφή επίγειων ανταποδόσεων τίτλων τιμής -σαν προκαταβολικά ισόβια συχωροχάρτια – στα οφίκια, κοσμικά απολιθώματα του βυζαντινού παρελθόντος, τα οποία αποδίδονται βάσει τιμοκαταλόγου εισφορών: Μεγάλοι Ευεργέτες, Μεγάλοι Άρχοντες και Αρχόντισσες, Λογοθέτες και Δικαιοθέτες, Ακτουάριοι, Νοτάριοι, Χαρτουλάριοι, Χαρτοφύλακες ή Σκευοφύλακες. Μια ματιά στις μακρές λίστες των ευεργετών των πατριαρχείων, των μητροπόλεων και των διασημότερων ιστορικών μονών μπορεί να αποδώσει την αποκαλυπτική ανθρωπογεωγραφία της ιθύνουσας τάξης των 180 χρόνων του νεοελληνικού κράτους: ομογενείς μεγιστάνες, καραβοκυραίοι, βιομήχανοι, τραπεζίτες, κληρονόμοι αμύθητων περιουσιών, πολιτικοί ηγέτες, κυρίες πάμπλουτων κυρίων που ανέλαβαν να διαχειριστούν κατανυκτικά των χαρτοφυλάκιο της πίστης των συζύγων τους και την ανία της πολυτελούς ύπαρξής τους.
Είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα η ψυχογραφία των υψηλών πιστών. Ο κ. Ρουσόπουλος, για παράδειγμα, ομολογεί τη μακρά πνευματική του σχέση με τον ηγούμενο Εφραίμ και θεωρώ ότι είναι απολύτως ειλικρινής. Το ίδιο ακούγεται για τον γαλαζοαίματο θαμώνα του Όρους, τον Κάρολο, διάδοχο του βρετανικού θρόνου, τον οποίο περιμένει πάντα η σουίτα του Βατοπεδίου. Μπορείτε να φανταστείτε τη σκηνή; Ο υπουργός, ο πρίγκιπας ή ο ζάμπλουτος επιχειρηματίας γονυκλινείς ενώπιον του «αγίου», ομολογούν -τι άραγε;- πίστη και μετάνοια, με το βλέμμα χαμηλωμένο, ίσως και μουσκεμένο από δάκρυα. Δεν έχει σημασία αν στο περιθώριο του αναχωρητικού τους διαλείμματος ασχολούνται και με πιο πεζά θέματα – εκχωρήσεις δημόσιας γης, δωρεές, αγορές μετοχών, διαχείριση ακινήτων, υπεραξίες χαρτοφυλακίων, κατασκευαστικά πρότζεκτ. Το κρίσιμο θέμα είναι οι υπεραξίες της μέλλουσας ζωής, οι τόκοι που τους οφείλει ο Θεός στον παράδεισο. Είναι μια συναλλαγή μεταξύ εκπροσώπων της εξουσίας: μιας επίγειας και μιας επουράνιας. Μια συναλλαγή μεταξύ ίσων. Έτσι τουλάχιστον νομίζουν.
Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού, έλεγε ο Μαρξ, κι αυτή η φράση, αποσπασμένη από το κείμενο, μεταλλάχτηκε ατυχώς σε έναν απλοϊκό αφορισμό. Ας θυμηθούμε όλο τον συλλογισμό από την «Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας»: «Η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λάου». Τι συμβαίνει, όμως, όταν η θρησκεία, η πίστη, δεν αφορά τον καταπιεζόμενο, αλλά τον καταπιεστή; Θα πρέπει να διασκευάσουμε τη φράση με μια αντιστροφή: «Η θρησκευτική εξουσία είναι το άλλοθι της κοσμικής εξουσίας, είναι η εισπνοή του καταπιεστή, το φλέγμα ενός εγωιστικού κόσμου, είναι η υλοποίηση ενός παραδείσου όπου η ύλη δεν θα υπάρχει. Η θρησκεία είναι η κόκα του αστού». Δεν είναι Μαρξ, αλλά δεν είναι και τόσο κακό, ε;
Εν ολίγοις, το ψυχολογικό υπόστρωμα αυτής της μεταφυσικής ενόρασης που (κατά κανόνα) καταλαμβάνει τον κόσμο της εξουσίας και της αφθονίας είναι η αγωνία για τη διαιώνισή του. Ίσως υπάρχουν και κάποια σπέρματα ενοχής για το γεγονός ότι η εξουσία και ο πλούτος, ακόμη και στον πυρήνα της χριστιανικής ιδεολογίας, είναι κατά τεκμήριο μεγέθη ανυπόληπτα και υποχρεούνται να καταβάλουν υψηλά τιμήματα (εις χρήμα, εις είδος και εις γην) για να εξασφαλίσουν τη θεϊκή επιείκεια, ή τη συγχώρηση των επίδοξων Ρασπούτιν. Αλλά το σημαντικότερο κίνητρο (και η τραγική ψευδαίσθηση) είναι η πιθανότητα να ισοσκελίσουν το ισοζύγιο κοσμικής και θεϊκής εξουσίας. «Γεννηθήτω το θέλημά τους ως εν γη και επ’ ουρανού». Και όχι αντίστροφα, όπως λέει το «Πάτερ Ημών».
Τελικά, η πίστη τους αποτελεί μια επέκταση του φετιχισμού με τον οποίο περιβάλλουν το χρήμα, την εξουσία, την ισχύ, το κύρος. Όλα τα χειρίζονται με την ψευδαίσθηση της απεριόριστης διάρκειας, της αιωνιότητας. Αποταμιεύουν πίστη, εσωτερικότητα, πνευματικότητα, μεγάλους σταυρούς, βαθιές μετάνοιες με την πεποίθηση ότι εξασφαλίζουν τόσο τη θεϊκή εγγύηση για την επί γης ισχύ τους όσο και τις υπεραξίες της μέλλουσας ζωής. Θεωρούν αυτονόητη, αυτοδίκαιη, την προνομιακή τους μεταχείριση και εκεί.
Πώς φαντάζονται άραγε τη μέλλουσα ζωή, τον παράδεισο; Υποθέτω σαν πλούσιο προάστιο με πολυτελείς επαύλεις, παραθαλάσσιες, με καταπράσινα γήπεδα γκολφ, γήπεδα τένις, ιδιωτικά spa, κοσμικά κέντρα δι’ όλα τα γούστα και με απεριόριστη θέα στην κόλαση. Την κόλαση που είναι πάντα οι άλλοι, είναι πάντα για τους άλλους. Ποτέ γι’ αυτούς.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (6/12/2008)
-Τα μοναστήρια του Όρους είναι πλουσιότατα, συνέχισε ο Κοπιδάκης. Ακόμη και τα πιο φτωχά, όπως το βουλγάρικο, είναι πλούσια. Οι εκτάσεις που απαλλοτρίωσε ο Βενιζέλος δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα μικρό μέρος της περιουσίας τους. Άλλωστε, το κράτος εξακολουθεί να τους δίνει μια ετήσια αποζημίωση της τάξης των δυόμιση εκατομμυρίων για τα κτήματα που τους αφαίρεσε τότε. Μη σε εξαπατά το κακομοίρικο ύφος που παίρνουν οι μοναχοί όταν συναλλάσσονται με τον έξω κόσμο. Έχουν αναρίθμητες πολυκατοικίες στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, έχουν νησιά, έχουν ακόμη και λίμνες. Τα απέκτησαν όλα κατά τον απλούστερο τρόπο, με τις δωρεές των πλουσίων. Ο Έλληνας καπιταλιστής, όπως θα ξέρεις, πιστεύει ότι μπορεί ν’ αγοράσει τον ουρανό, όπως αγοράζει τη γη.
Βασίλη Αλεξάκη, «μ.Χ»
Βασίλη Αλεξάκη, «μ.Χ»