Thursday, December 24, 2009

Φαντάσματα (24/12/2009)

ΠΩΣ ΤΟΥ ΗΡΘΕ ΑΥΤΗ Η ΙΔΕΑ; Κάτι σείστηκε πίσω από τη βαριά μπροκάρ κουρτίνα του σαλονιού του. Αλλά μπορεί να ’ταν κι ο αέρας (αν κι όλες οι μπαλκονόπορτες ήταν κλειστές). Κάποια αλλόκοτη φιγούρα καθρεφτίστηκε στο τζάμι (αν και το φως στα λαμπιόνια στο μπαλκόνι του έσβηνε τις αντανακλάσεις). Αλλά μπορεί να ’ταν κι η φάτσα του. Τι άλλο από αλλόκοτη μπορεί να είναι η φάτσα ενός συμπαθούς κατά τα άλλα ανθρώπου άνω των 200 ετών; Πάντως, υπήρχε κάτι παράξενο στην ατμόσφαιρα της έπαυλης των 350 τετραγωνικών, της οποίας απόψε ήταν ο μόνος ένοικος. Είχε δώσει άδεια σε όλο το πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό (το περισσότερο περιττό, αλλά απασχολούμενο για λόγους φιλανθρωπίας και κοινωνικής ειρήνης).

ΑΦΟΥΓΚΡΑΣΤΗΚΕ ΤΗ ΣΙΩΠΗ. Σαν να του φάνηκε ότι άκουσε βήματα στον κήπο. «Μπα, ιδέα μου θα’ ναι», σκέφτηκε. Από εκείνη την εφιαλτική νύχτα παραμονής των Χριστουγέννων του 1843, τα γνωστά δημοφιλή φαντάσματα των Περασμένων Χριστουγέννων, των Τωρινών Χριστουγέννων και των Χριστουγέννων του Μέλλοντος δεν τον είχαν ενοχλήσει παρά ελάχιστες φορές και μόνο για έλεγχο ρουτίνας. «Στάσου να θυμηθώ… Χριστούγεννα του 1870, πρώτη Μεγάλη Ύφεση, 1914, αρχές Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου… Δεκέμβρης 1929, δεύτερη Μεγάλη Ύφεση, 1939, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος…». Πέρασαν και στην πετρελαϊκή κρίση του ’70; Δεν θυμάται κάτι τέτοιο. Πάντως, σε όλους τους ελέγχους είχε βγει καθαρός. Ρεκόρ φιλανθρωπιών και δωρεών, κύριος στις σχέσεις του με τα συνδικάτα, τύπος και υπογραμμός στην εφαρμογή των συμβάσεων, βροχή τα βραβεία για τη δημιουργία απασχόλησης, την εταιρική κοινωνική ευθύνη, πλάκα τα γαλόνια για τη συμβολή του στις τέχνες ως μέγας χορηγός και του πιο αβάν γκαρντ ημίτρελου που υποστήριζε ότι το άδειο τελάρο που είχε κρεμασμένο στο σαλόνι του είναι το απαύγασμα της ανεικονικότητας. Κι όλα τα ιδρύματα που χρηματοδοτούσε γενναιόδωρα -το ίδρυμα για την ανακάλυψη της χαμένης Ατλαντίδας, το ίδρυμα για την προστασία των περιστεριών του Συντάγματος, το ίδρυμα για την ενίσχυση των συνταξιούχων άνω των 100 ετών, η Φάρμα Αποκατάστασης Θυμάτων Κτηνοβασίας- όλα λειτουργούσαν χωρίς ίχνος σκιάς πάνω τους. Αφήστε δε που δεν περνούσε χρόνος χωρίς να χαρίσει λαμπιόνια. Εκατομμύρια λαμπιόνια που να φωτίζουν το πνεύμα των Χριστουγέννων στις μητροπόλεις του κόσμου. Γενικώς, ήταν η ενσάρκωση του κοινωνικά υπεύθυνου καπιταλισμού. Και τη διάκρισή του αυτή την επισφράγιζαν τα Φαντάσματα των Χριστουγέννων που πότε πότε έκαναν έναν αιφνιδιαστικό έλεγχο...

ΑΛΛΑ ΕΙΧΑΝ να περάσουν χρόνια (τελευταία φορά τον Δεκέμβριο του 2001, κι είχαν γίνει κομμάτι ενοχλητικά), είναι αλήθεια, με επίμονες ερωτήσεις για ενδεχόμενη εμπλοκή του στη φούσκα των dot.com, στα σκάνδαλα της Enron και της Worldcom. Αλλά πέρασε με επιτυχία τη δοκιμασία – άλλωστε είχε ξεφορτωθεί εγκαίρως ένα σωρό επικίνδυνες μετοχές. Γενικώς, τα Φαντάσματα των Χριστουγέννων είχαν μια προτίμηση στις δύσκολες χρονιές, και φυσικά το 2009 ήταν μια δύσκολη χρονιά, και τίποτε δεν απέκλειε μια ακόμη επίσκεψή τους, αλλά καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται. Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ παρέμενε ο απόλυτος εκπρόσωπος του καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο. Δεν μπορεί να ξεχάσει την αποθέωση που γνώρισε πέρσι -τέτοια εποχή- όταν κατήγγειλε με οργή ως υπαίτιους της κρίσης τα άπληστα golden boys και έδωσε το καλό παράδειγμα απολύοντας τα μισά και μειώνοντας στο μισό τους μισθούς των άλλων μισών από τις διοικήσεις όλων των εταιρειών του. Και έκανε και μια σεβαστή οικονομία κλίμακας – αυτό δεν το διατυμπάνισε κιόλας, αλλά ποιον ενδιέφερε;

ΠΑΛΙ! Βήματα στην πόρτα, αυτή τη φορά δεν κάνει λάθος. Αλλά γιατί από την πόρτα; Τα Φαντάσματα έρχονταν πάντα από τις πιο απροσδόκητες γωνιές – μέσα από τοίχους, από ταβάνια, πίσω από κουρτίνες, μέσα από το τζάκι, ακόμη κι απ’ το ψυγείο ξεφύτρωσε ένα μια φορά. Γενικώς, τους άρεσε να τα κάνουν όλα με πολλά εφέ. Ο Σκρουτζ είχε συνηθίσει. Ήταν έτοιμος για την πιο φαντεζί εμφάνιση. Αλλά από την πόρτα;

ΚΑΙ ΝΑ ΠΟΥ ΧΤΥΠΗΣΕ το κουδούνι. Φόρεσε το καλό του ύφος – ένα μείγμα μελαγχολίας και χαράς, η πρώτη για τους δυο αιώνες ζωής στην πλάτη του, η δεύτερη για το Πνεύμα των Χριστουγέννων που υποτίθεται ότι πάντα τον έκανε να χαίρεται σαν παιδί. Άνοιξε ήρεμα την πόρτα κι ένιωσε έκπληξη, για πρώτη φορά από το 1843, αντικρίζοντας -αντί για το διάφανο φάντασμα του Μάρλι- το φάντασμα του μικρού Τιμ ή του ανιψιού του Φρεντ, που φυσικά είχαν όλοι πεθάνει, αντί για το απόκοσμο Φάντασμα των Περασμένων Χριστουγέννων, τρεις τύπους κουστουμαρισμένους με χαρτοφύλακες υπό μάλης. «Εκσυγχρονιστήκατε κι εσείς, καλό μου Φάντασμα, και… σας βλέπω τριπλό, ή μου φαίνεται; Αλλά, φάντασμα είστε, όπως θέλετε εμφανίζεστε… Περάστε», είπε ο Εμπενίζερ. «Είμαστε η νέα Υπηρεσία Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος. Οι Ράμπο του Χρυσοχοΐδη!», είπε βλοσυρά αλλά περήφανα ένας από τους τρεις. «Χριστούγεννα έχουμε ή Απόκριες; Τι είναι αυτό, τώρα;», ψέλλισε ο Εμπενίζερ. «Άσ’ τα αυτά, γέρο», απάντησε επιθετικά ο τύπος. «Ξεπλένεις χρήμα, φοροδιαφεύγεις, άσε που μπορεί να κάνεις δωρεές και στο “επαναστατικό ταμείο”. Λέγε, πού τα ’χεις;» «Εγώ φοροδιαφυγή, ξέπλυμα; Πλάκα κάνετε… Τα βιβλία μου είναι τζάμι! Αν εξαιρέσεις τις φοροαπαλλαγές από τις χορηγίες, τις δωρεές, τα ιδρύματα, τα ινστιτούτα που χρηματοδοτώ, όλος ο άλλος τζίρος μου είναι μια διαρκής προσφορά. Και την έκτακτη εισφορά πλήρωσα χωρίς να κάνω προσφυγή… Να πάτε να πιάσετε τους υδραυλικούς… Τους ταξιτζήδες, τους σοβατζήδες, τους μπετατζήδες!», είπε αγανακτισμένος ο Σκρουτζ. «Κι αυτό εδώ τι είναι, γέρο;», απάντησε ο Ράμπο, κολλώντας του στη μύτη ένα χαρτονόμισμα. «Τι είναι; Ένα πεντάευρο…», απάντησε παραξενεμένος ο Σκρουτζ. «Είναι αλήθεια ότι τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου το έδωσες πουρμπουάρ στον παρκαδόρο του νυχτερινού κέντρου “ Έξω φτώχεια” χωρίς να σου κόψει απόδειξη; Θα τα ξαναπούμε, γέρο… Έχουμε κι άλλα ατράνταχτα στοιχεία», είπε ο βλοσυρός αρχηγός της ομάδας. «Μήπως μπορούμε να το τακτοποιήσουμε κάπως;..», είπε δειλά ο Εμπενίζερ βάζοντας το χέρι στην τσέπη του παντελονιού, στο πιο προφανές υπονοούμενο που του ήρθε εκείνη την ώρα. «Αυτό που είπες θα χρησιμοποιηθεί εις βάρος σου», είπαν οι αδιάφθοροι και χάθηκαν στο σκοτάδι.

ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ Η ΑΡΧΗ του χειρότερου νυχτερινού εφιάλτη από τα Χριστούγεννα του 1843. Το κουδούνι ξαναχτύπησε και δεν ήταν το Φάντασμα των Τωρινών Χριστουγέννων, αλλά οι επιθεωρητές περιβάλλοντος, οι «ράμπο της Μπιρμπίλη». «Το τζάκι σου εκπέμπει πολύ διοξείδιο, γέρο», του είπε ο επικεφαλής της ομάδας που μόλις είχε κατέβει από την καμινάδα της έπαυλης. «Και στην πισίνα σας χρησιμοποιείτε τρεχούμενο νερό», συμπλήρωσε η «ξινή» συνοδός του. «Έχετε θράσος», εξανέστη ο Σκρουτζ. «Είμαι πρωτοπόρος της πράσινης ανάπτυξης, έχω επενδύσει σε φωτοβολταϊκά, σε αιολικά, μέχρι και τις έρευνες για την πυρηνική σύντηξη χρηματοδοτώ… Και τρώω αποκλειστικά βιολογικά προϊόντα». «Ναι, αλλά το γκαζόν στον κήπο; Γιατί δεν βάζατε αγριάδα και βάλατε αφρικανικό, που είναι και υδροβόρο; Αφήστε που διαταράσσει την εγχώρια βιοποικιλότητα…», είπε η «ξινή». «Μήπως… θα μπορούσαμε να το τακτοποιήσουμε αλλιώς;», ρώτησε ο Σκρουτζ, βάζοντας αυτή τη φορά το χέρι στην τσέπη του σακακιού του, για να κάνει ακόμη προφανέστερη την προσφορά συναλλαγής. Η «ξινή» τον κεραυνοβόλησε μ’ ένα ύφος που υποσχόταν εκδίκηση κι έφυγε με την ομάδα της.

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΧΤΥΠΗΜΑ κουδουνιού δεν έγινε φυσικά από το Φάντασμα των Μελλοντικών Χριστουγέννων. Μια ακόμη ομάδα τριών κουστουμάτων συστήθηκε ως Ερανική Επιτροπή Δημοσίου Χρέους, αλλά -όπως προέκυπτε από τις ερωτήσεις στον Σκρουτζ- μάλλον έψαχνε τον ύποπτο ρόλο του στις επιθέσεις κατά των ελληνικών ομολόγων. «Εγώ; Που αγοράζω τα ελληνικά ομόλογα στην ονομαστική τιμή τους; Που δεν πάω να εισπράξω ούτε το κουπόνι; Που καταπατάω τις ιερές αρχές μου για την ελευθερία των αγορών; Που τα κρατάω στα εικονίσματα σαν την πρώτη τυχερή μου δεκαρίτσα; (Είχα εγώ τυχερή δεκαρίτσα ή άλλος Σκρουτζ ήταν αυτός;)…Δεν σας επιτρέπω να αμφισβητείτε τον πατριωτισμό μου!». Η επιτροπή τού είπε ψυχρά ότι διαθέτει στοιχεία για το τελευταίο ταξίδι του στις ΗΠΑ και τις επαφές του με στελέχη των οίκων αξιολόγησης S&P, Moody’s και Fitch εν όψει της έκδοσης εταιρικού ομολόγου της Τράπεζας Ανάπτυξης της Αφρικανικής Τάφρου, της οποίας ήταν βασικός μέτοχος. «Δεν βρίσκετε περίεργη σύμπτωση ότι οι επισκέψεις εκεί σας συνέπεσαν με τις αρνητικές αξιολογήσεις για την Ελλάδα;», ρώτησε στυφά και ειρωνικά ο επικεφαλής της επιτροπής. «Τι να κάνω, εκτός από πατριώτης, είμαι και διεθνιστής… Μήπως μπορούμε να το διευθετήσουμε κάπως αλλιώς;», αποτόλμησε πάλι, αυτή τη φορά ανεμίζοντας ένα «τούβλο» εκατοντάευρα. «Θα τα ξαναπούμε, Σκρουτζ», είπε εν χορώ η Ερανική Επιτροπή Δημοσίου Χρέους, κι εξαφανίστηκε.

«ΤΩΡΑ, εσείς είστε -ας πούμε- ελεγκτής της ΦΑΕΕ Αθηνών;», ρώτησε ο Σκρουτζ ανοίγοντας στον τέταρτο κατά σειρά επισκέπτη της παραμονής των Χριστουγέννων, ο οποίος δεν ήταν κουστουμάτος σαν τους άλλους. Αντιθέτως, είχε την όψη ενός νορμάλ τρομακτικού φαντάσματος, χαμένου κάτω από ένα τεράστιο μαύρο χιτώνα, με τα λιπόσαρκα χέρια του μόνο να εξέχουν από τα μανίκια. Α, είχε κι ένα δρεπάνι στο δεξί του χέρι. «Δεν είμαι ελεγκτής της ΦΑΕΕ ούτε της ΦΑΒΕ, Σκρουτζ. Ο Θάνατος είμαι και το ξέρεις. Δεν νομίζεις ότι 200 χρόνια είναι πολλά; Αρκετά τους δούλεψες όλους, ακόμη και τα ηλίθια Φαντάσματα των Χριστουγέννων. Λοιπόν, ετοιμάσου. Πάμε!», είπε το νορμάλ φάντασμα. «Μήπως μπορούμε να το διευθετήσουμε κάπως αλλιώς;», αποπειράθηκε για τελευταία φορά ο Σκρουτζ. «Πόσα δίνεις;», ρώτησε ο Θάνατος. «Δέχεσαι επιταγή;», ρώτησε με τη σειρά του ο Σκρουτζ.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (24/12/2009)

«Πώς να μην εξάπτομαι», είπε ο θείος, «αφού ζω σ’ έναν κόσμο γεμάτο ηλιθίους; Ακούς εκεί… Καλά Χριστούγεννα! Να τα βράσω τα καλά Χριστούγεννα! Και τι είναι για σένα τα Χριστούγεννα; Να σου πω εγώ; Μια εποχή που πληρώνεις λογαριασμούς χωρίς να ’χεις λεφτά! Μια εποχή που σου φορτώνει ένα χρόνο στην πλάτη, αλλά δεν σε κάνει ούτε μια ώρα πλουσιότερο! Μια εποχή που ανοίγεις τα λογιστικά σου βιβλία, κι από τους δώδεκα μήνες του χρόνου που πέρασε, βγάζεις παθητικό και στους δώδεκα! Αν ήταν στο χέρι μου», συνέχισε οργισμένος ο Σκρουτζ, «θα έβραζα μαζί με την πουτίγκα τον κάθε ανόητο που παίρνει τους δρόμους και εύχεται Καλά Χριστούγεννα δεξιά κι αριστερά, κι έπειτα θα τον έθαβα με μια σφήνα από γκι στην καρδιά!»

Τσαρλς Ντίκενς, «Ο ύμνος των Χριστουγέννων»

Sunday, December 20, 2009

Το bar code της αποξένωσης (19/12/2009)

Κάθομαι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Aνοίγω ένα έγγραφο Word. Στις επόμενες δύο-τρεις ώρες πρέπει να γεμίσει με περίπου χίλιες διακόσιες λέξεις, τοποθετημένες με τρόπο που να αφηγούνται μια ιστορία ή να ξετυλίγουν έναν πλήρη συλλογισμό, όχι πάντα εύστοχο. Το κείμενο (αποτέλεσμα ρεπορτάζ, σκέψης ή φαντασίας) στη συνέχεια θα διορθωθεί. Έπειτα, ο συντάκτης ύλης θα το επιμεληθεί, θα βρει τίτλο, θα αναζητήσει τη φωτογραφία που θα το εικονογραφήσει. Ο photo editor θα του υποδείξει μερικές φωτογραφίες, κι αφού καταλήξουν σε μία, ο σκανερίστας θα την επεξεργαστεί ψηφιακά. Στο μεταξύ, ο σελιδοποιός θα «στήσει» το κείμενο στη σελίδα, στην οθόνη του υπολογιστή, θα βάλει τις κατάλληλες γραμματοσειρές, θα ενθέσει και τη φωτογραφία. Η σελίδα θα περάσει από μια ακόμη διόρθωση και στη συνέχεια, έτοιμη στην άυλη, ψηφιακή της μορφή θα «ταξιδέψει» μέσω τηλεφωνικής γραμμής προς το τυπογραφείο, όπου μια ακόμη σειρά χεριών και ματιών θα της δώσουν την υλική της μορφή, του «τσίγκου», που θα τοποθετηθεί πάνω στον «πύργο» εκτύπωσης. Όταν θα έρθει η ώρα, μαζί με μερικές ακόμη δεκάδες «τσίγκινες» σελίδες, θα κυλήσει με ταχύτητες υπερηχητικές πάνω σε ογκώδη ρολά χαρτιού όπου μελάνια τεσσάρων βασικών χρωμάτων αλλά χιλιάδων δυνατών συνδυασμών θα της δώσουν την έντυπη μορφή της. Η μηχανή θα κάνει τη δουλειά, θα κόψει, θα ράψει και θα διπλώσει το τυπωμένο χαρτί στην τελική εκδοχή της εφημερίδας. Μια ακόμη σειρά ανθρώπων θα την «παραγεμίσει» με τις πιθανές προσφορές πριν η εφημερίδα οδηγηθεί σε μια άλλη μηχανή που θα την τοποθετήσει στο νάιλον που υπόσχεται να μη λερώσει τα χέρια σας με φρέσκο μελάνι. Ξημερώματα, έξω από τη μονάδα εκτύπωσης φτάνουν τα φορτηγά του πρακτορείο διανομής που θα μεταφέρουν τις εφημερίδες -με άλλα φορτηγά, με πλοία, ακόμη και με αεροπλάνα- σε όλη τη χώρα ή απευθείας στα περίπτερα της Αθήνας. Ο διανομέας θα πετάξει με βιασύνη το πάκο με τις εφημερίδες έξω από το περίπτερο, ενώ ο περιπτεράς θα βγει με κάποια νωχέλεια από το μικροσκοπικό του βασίλειο και θα επιδοθεί στην τελετουργία της έκθεσης της ενημερωτικής πραμάτειας στα μανταλάκια της τέντας του ή πάνω στα ψυγεία του παγωτού. Προς το παρόν, με χωρίζουν δέκα έως είκοσι ώρες από τη στιγμή που το κείμενο που πρόκειται να γράψω θα γίνει περίπου το ένα εκατοστό του τελικού προϊόντος που λέγεται εφημερίδα. Κι εγώ αντικρίζω με δέος την κενή σελίδα του εγγράφου Word που έχω ανοίξει και που πρέπει να γεμίσει με 1.200 λέξεις.

Οι περισσότεροι άνθρωποι στον καπιταλιστικό κόσμο μας, είτε παράγουν ενημέρωση, είτε γράφουν τις ιδέες τους «διά να απολαύσουν της εκτιμήσεως του πλήθους», είτε βιδώνουν μπουλόνια πάνω στη γραμμή παραγωγής αυτοκινήτων, είτε τροφοδοτούν με σοκολάτα μια γραμμή παραγωγής συσκευασμένων μπισκότων, ξεκινούν και τελειώνουν την εργάσιμη μέρα τους με τα ίδια ανάμεικτα συναισθήματα για το αντικείμενο της εργασίας τους. Ενδομύχως σκέπτονται «τι νόημα έχει αυτό που κάνουν», πόση σχέση έχει με το τελικό προϊόν που θα μπει στο ράφι ενός σούπερ μάρκετ, θα εκτεθεί απαστράπτον σε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων ή θα κρεμαστεί στην τέντα ενός περιπτέρου. Νιώθουν πως αυτό που κάνουν στο οκτάωρό τους ελάχιστη ή και καμία σχέση δεν έχει με αυτό που αγοράζει ο καταναλωτής. Αισθάνονται να μην αναγνωρίζουν το κομμάτι του εαυτού τους που πέρασε στο εμπόρευμα. Η επίγευση του κόπου τους είναι πικρή. Ή ανύπαρκτη. Παρ’ όλα αυτά, τούς είναι αδύνατο να υπάρξουν χωρίς αυτό τον «μάταιο κόπο» που καταβροχθίζει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Το καταβροχθίζει όχι μόνο ως το εργάσιμο ένα τρίτο του εικοσιτετραώρου, αλλά με όλη την κοινωνικότητα που η εργασία επιβάλλει σχεδόν σε όλες τις διαστάσεις της ζωής μας: Ρωτάμε έναν συμπαθή άγνωστο «πώς σε λένε;» κι ύστερα «με τι ασχολείσαι:» ή «τι δουλειά κάνεις;». Ρωτάμε, επίσης τον κολλητό μας «τι κάνει η γυναίκα, τα παιδιά;» (ή και η γκόμενα, αν υπάρχει ο ανάλογος βαθμός οικειότητας και εχεμύθειας) κι ύστερα «πώς πάει η δουλειά;» Αν μας απαντήσει ότι απολύθηκε, πέφτουμε με μια πένθιμη σιωπή συμπαράστασης, αναγνωρίζοντας ότι η στέρηση της εργασίας είναι ένας μικρός θάνατος…

Αυτή τη διττή, αντιφατική στάση μας απέναντι στην εργασία, που ο Μαρξ αποτύπωσε στη θεωρία της αποξένωσης, στα χειρόγραφα του 1844, και στην οποία διασταυρώθηκαν η πολιτική οικονομία και η ψυχολογία, ο μαρξισμός και η ψυχανάλυση, είναι το αντικείμενο ενός γοητευτικού λογοτεχνικού δοκιμίου του μπεστσελερίστα Αλαίν ντε Μποττόν, «Οι χαρές και τα δεινά της εργασίας» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη). Είναι μια γλαφυρή επιτομή του σύγχρονου καπιταλισμού από την πλευρά της εργασίας. Ο Μποττόν μπαίνει στα άδυτα της παραγωγής δέκα τομέων της μοντέρνας οικονομίας (από τα logistics στη λογιστική, από την παραγωγή μπισκότων στο ταξίδι του τόνου από τις Μαλδίβες στις κονσέρβες μας, από τα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας στην εκτόξευση πυραύλων, από τη ζωγραφική στη συμβουλευτική σταδιοδρομίας, από την επιχειρηματικότητα στην αεροναυπηγική) και φωτίζει τις λεπτομέρειες της παραγωγικής μας καθημερινότητας που γεννούν τα εναλλασσόμενα αισθήματα χαράς ή δυσφορίας.

Στα κεφάλαια του βιβλίου παρελαύνουν πραγματικοί εκπρόσωποι όλης της ιεραρχικής πυραμίδας της παραγωγικής μας Βαβέλ: βλοσυροί πρόεδροι επιχειρηματικών κολοσσών που διευθύνουν την εργασία χιλιάδων ανθρώπων. Σχολαστικοί σχεδιαστές προϊόντων που μπορεί να έχουν αναλώσει ένα χρόνο δουλειάς δεκάδων ανθρώπων στο σχήμα, το χρώμα, το όνομα ενός συσκευασμένου μπισκότου προορισμένου για γυναίκες («στις μέρες τα μπισκότα αποτελούν παρακλάδι της ψυχολογίας, όχι της μαγειρικής», του εξομολογείται ένας από αυτούς»). Επιστήμονες που δουλεύουν για χρόνια στη δημιουργία υλικών τα οποία θα επιτρέψουν σ’ έναν δορυφόρο να διασχίσει την ατμόσφαιρα χωρίς να διαλυθεί. Εργαζόμενοι στην ηλεκτροπαραγωγή που αντλούν ικανοποίηση από τη βεβαιότητα πως η δουλειά τους επιτρέπει σε κάθε Βρετανό να αρχίζει τη μέρα του μ’ έναν ζεστό καφέ ή τσάι. Ένας ζωγράφος που επί ένα χρόνο απεικονίζει τη ζωή μιας βελανιδιάς κατά την εναλλαγή των εποχών, αν και οι πωλήσεις των πινάκων του κανονικά θα έπρεπε να τον έχουν αποτρέψει από τόση σπατάλη χρόνου. Οι αναλφάβητοι αλιείς των τόνων στον Ινδικό Ωκεανό. Οι γραμματείς των διευθυντικών στελεχών που οφείλουν να αγνοούν τη σεξουαλικότητά τους, αν και έχουν προσληφθεί ακριβώς γι’ αυτήν. Οι «εκπαιδευτές» νέων εργαζομένων που έχουν αντικαταστήσει το μαστίγιο με την πειθώ και τα εταιρικά ταξίδια αναψυχής. Ο πρόεδρος της εταιρείας που «έχει αποκηρύξει σχεδόν όλα τα εργαλεία και σύμβολα της εξουσίας του γιατί υποδυόμενος τον απλό υπάλληλο έχει περισσότερες δυνατότητες να διατηρήσει την ανωτερότητά του». Ο εφευρέτης των παπουτσιών που σε βοηθούν να περπατάς στο νερό, ο οποίος ελπίζει να γίνει δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας. Και ένας πραγματικός δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας που δεν μπορεί να εξηγήσει πειστικά πώς τα κατάφερε και αναγκάζεται να αναμασάει κοινότοπες συνταγές από εγχειρίδια επιχειρηματικότητας.

Όλοι τους είναι ψηφίδες ενός παγκόσμιου πολιτισμού της εργασίας που, παρ’ ότι απογειώνει την παραγωγή του πλούτου, αρνείται να κατανείμει με στοιχειώδη δικαιοσύνη όχι μόνο τον ίδιο τον πλούτο, αλλά κι εκείνα τα αισθήματα ευφορίας, ικανοποίησης, αυτοπραγμάτωσης που θα έπρεπε να αποφέρει η εργασιακή διαδικασία. Ελάχιστοι από τους αφανείς πρωταγωνιστές αυτής της διαδικασίας, κατακερματισμένης σε χιλιάδες ειδικότητες, μπορούν να αναγνωρίσουν έστω και ένα ψήγμα του εαυτού τους στο bar code του προϊόντος που παίρνουν από το ράφι του σούπερ μάρκετ, αν και είναι το ίδιο που σε κάποιο στάδιο της παραγωγής πέρασε από μπροστά τους περιμένοντας μια κίνησή τους. Το bar code της αποξένωσης δεν είναι αναγνώσιμο ούτε από τον πιο εξελιγμένο ψηφιακό «αναγνώστη».

Αν τα πράγματα είναι έτσι, γιατί δουλεύουμε; Γιατί δεν είμαστε πανευτυχείς όταν βρεθούμε άνεργοι, γιατί δεν αγκαλιάζουμε ευγνώμονες τον εργοδότη όταν μας ανακοινώνει την απόλυσή μας; Υπάρχει το ζήτημα της επιβίωσης, αλλά αυτό δεν εξηγεί γιατί ζάμπλουτοι επιχειρηματίες που έχουν βγάλει λεφτά μέχρι και για τα τρισέγγονά τους συνεχίζουν το κυνήγι της μεγέθυνσης. Ούτε γιατί, καταπονημένοι προλετάριοι έπειτα από σαράντα χρόνια δουλειάς πέφτουν σε κατάθλιψη μόλις πάρουν σύνταξη, και αναζητούν υποκατάστατα εργασίας ακόμη και ως baby sitter των εγγονών τους. Ο θάνατος είναι η εξήγηση, λέει ο Μποττόν: «Είναι δύσκολο να σκέφτεσαι τον θάνατο όταν έχεις να κάνεις μια δουλειά: δεν φαντάζει σαν ταμπού όσο σαν κάτι απίθανο. Από τη φύση της η εργασία δεν μας επιτρέπει άλλο από το να την πάρουμε υπερβολικά στα σοβαρά. Οφείλει να καταστρέψει την αίσθησή μας περί προοπτικής και οφείλουμε να της είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό, αφού μας επιτρέπει να συμμετέχουμε αδιακρίτως στα γεγονότα και μας αφήνει να κάνουμε σκέψεις για τον θάνατό μας και την καταστροφή των επιχειρήσεών μας με ελαφρότητα, ως απλές νοητικές προτάσεις, ενώ ταξιδεύουμε στο Παρίσι για να πουλήσουμε λάδια μηχανών. Λειτουργούμε με βάση μια απαραίτητη μυωπία».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (19/12/2009)

Τα εξυπνότερα μυαλά πέρασαν όλη τους την εργάσιμη ζωή απλοποιώντας ή επιταχύνοντας λειτουργίες παράλογης κοινοτοπίας. Μηχανικοί γράφουν διατριβές για την ταχύτητα κίνησης σαρωτών και σύμβουλοι αφιερώνουν την καριέρα τους εφαρμόζοντας οικονομίας κλίμακας στις κινήσεις υπαλλήλου που εφοδιάζουν ράφια όπως χειριστών κλαρκ. Οι καβγάδες λόγω αλκοόλ που ξεσπούν στις πόλεις τα σαββατόβραδα αποτελούν προβλέψιμα συμπτώματα οργής ενάντια στον ίδιο μας τον εγκλεισμό. Αποτελούν μια υπενθύμιση του τιμήματος που πληρώνουμε για την καθημερινή υποταγή μας στον βωμό της σύνεσης και της ευταξίας – και της οργής που συσσωρεύεται σιωπηρά κάτω από μια ιδιάζουσα επιφάνεια ευνομίας και ενδοτικότητας.

Αλαίν ντε Μποττόν, «Οι χαρές και τα δεινά της εργασίας»

Sunday, December 13, 2009

Quis custodiet ipsos custodes? * (12/12/2009)

Τι ακριβώς θα γίνει τελικά η Ελλάδα; Μια Δανία του Νότου; Μια Αργεντινή της Ευρώπης; Μια Ισλανδία του Αιγαίου; Μια Ιρλανδία των Βαλκανίων; Ή μήπως μια Ισπανία της Ανατολής; Έτσι όπως περιγράφεται η κατάσταση από τους άρχοντες των αγορών, η Ελλάδα μάλλον εξελίσσεται σε Σομαλία της Δύσης, ίσως όχι με τόσα πτώματα. Αλλά με αίμα. Πολύ αίμα, κυριολεκτικό και μεταφορικό.

Πριν μας σφάξουν στο γόνατο, πάντως, ας σκεφτούμε λίγο ψύχραιμα: Τι ακριβώς μας έχει συμβεί; Τι έχει αλλάξει ριζικά τους δύο τελευταίους μήνες στον τρόπο ζωής μας, στον τρόπο που παράγουμε ή τρώμε αυτά που παράγουν άλλοι, στον τρόπο που διαχειριζόμαστε το εισόδημά μας, ελάχιστο ή τεράστιο, στον τρόπο που αποδίδουμε τους φόρους ή που φοροδιαφεύγουμε, στον τρόπο που δανειζόμαστε, στον τρόπο που σπαταλάμε τους κοινοτικούς πόρους ή τις κρατικές επιδοτήσεις, στον τρόπο που αναζητούμε δουλειά ή που απολυόμαστε, σε όλα αυτά που αποτελούν το μοναδικό, ιδιότυπο, κλεπτοκρατικό και παρασιτικό ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης; Επί της ουσίας, τίποτα! Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας, όπως ακριβώς πριν από τον Οκτώβριο, επί καραμανλικής διακυβέρνησης. Αυτό που άλλαξε είναι ο τρόπος που μετράμε την οικονομική μας αβελτηρία, την ίδια που επιβραβεύτηκε ως «θαύμα» όταν προ δεκαετίας η χώρα εντάχθηκε στο ευρώ με μια ανάπτυξη πλασματική και υπερδανεισμένη και συνέχιζε να επιβραβεύεται μέχρι πριν από δύο χρόνια από τους ευρωκράτες των Βρυξελλών. Αλλά και από τις αγορές όπου μοσχοπουλιούνταν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα με τα οποία το δημόσιο χρέος μπουκώθηκε μέχρι σκασμού.

Άλλαξε επίσης η διακυβέρνηση. Η οποία εξέπεμψε ένα θολό και δειλό μήνυμα για κάποιας μορφής μεταρρυθμίσεις, για έναν αναπροσανατολισμό του αναπτυξιακού μοντέλου προς την αναδυόμενη πράσινη οικονομία -πραγματικότητα ήδη σε πολλές χώρες της Ε.Ε.-, μια ασαφή εξαγγελία δικαιότερης κατανομής των φορολογικών βαρών και του πλούτου. Τίποτα συγκεκριμένο, τίποτα ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό που να κάνει τους άρχοντες των αγορών να χάσουν τον ύπνο τους. Το μόνο απτό μέτρο που έχει δρομολογηθεί είναι η έκτακτη εισφορά στις μεγάλες επιχειρήσεις που πέρασε αναίμακτα και τα φιλανθρωπικά επιδόματα προς τα πολύ χαμηλά εισοδήματα, μέτρα ελάχιστης δημοσιονομικής αξίας. Κι όμως, ακόμη κι αυτά ήταν αρκετά για να εξοργίσουν τους θεματοφύλακες της οικονομικής ορθοδοξίας, που ένα χρόνο μετά την κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οπότε αισθάνονταν το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια τους και τις καρέκλες τους να τρίζουν, έχουν πλήρως αποκατασταθεί στον θρόνο τους, στον ρόλο του «δεσμοφύλακα» των εθνικών οικονομιών.

Οι επιτηρητές-δεσμοφύλακες εναλλάσσονται στους κλασικούς ρόλους του καλού και του κακού μπάτσου που θέλουν να αποσπάσουν από τον δεσμώτη μια καθαρή ομολογία πίστης: καλοί μπάτσοι οι κομισάριοι των Βρυξελών και οι κεντροτραπεζίτες της ΕΚΤ, κακοί και ευέξαπτοι μπάτσοι οι άρχοντες του εικονικού πιστωτικού χρήματος, οι αναλυτές των χρηματοπιστωτικών κολοσσών και των «ανεξάρτητων» οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης. Τόσο ευέξαπτοι, που άμα λάχει, ρίχνουν και καμιά γροθιά στη μούρη της χώρας-δεσμώτη, στέλνοντας στα Τάρταρα τα κρατικά της ομόλογα και στα ύψη το κόστος δανεισμού. Οι πρώτοι ακολουθούν την κλασική καθησυχαστική πολιτική: «Δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει η Ελλάδα, αλλά…». Οι δεύτεροι δεν ξέρουν από αβρότητες, σαβουάρ βιβρ και πειθαρχικούς ελέγχους: «Σε λίγο τα ελληνικά ομόλογα δεν θα γίνονται δεκτά ούτε από την ΕΚΤ, η ελληνική χρεοκοπία είναι ένα ορατό σενάριο», λένε. Ακόμη πιο ωμοί οι πελάτες τους, που αγοράζουν και πουλάνε κατά βούληση των εθνικό πλούτο 200 χωρών του πλανήτη, ομολογούν: «Σήμερα κερδοσκοπούμε με την πτώση της τιμής των ελληνικών ομολόγων, αλλά είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να τα αγοράσουμε ξανά. Όταν χρωστάς 1.000 ευρώ στην τράπεζα, έχεις εσύ πρόβλημα. Όταν, όμως, χρωστάς 10.000.000 ευρώ, έχει πρόβλημα η τράπεζά σου». Σ’ αυτή την κυνική εξομολόγηση βρίσκεται και ο μηχανισμός του εκβιασμού που ασκείται μ’ αυτήν την εξοργιστική συνέργια ανάμεσα στους θεματοφύλακες του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας και τα αρπακτικά της αγοράς του παγκόσμιου δημόσιου χρέους. Το κίνητρο της μοχθηρής παρέμβασης των επιτηρητών της δημοσιονομικής τάξης δεν είναι κανενός είδους ανησυχία για τη φτώχεια στην οποία μπορεί να βυθίσει τη χώρα μια χρεοκοπία, ούτε καν για το ντόμινο οικονομικών καταστροφών που μπορεί να δημιουργήσει η αποσταθεροποίηση μιας οικονομίας της Ευρωζώνης. Το κίνητρο είναι να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη από την ανελέητη αστυνόμευση της ελληνικής οικονομίας. Αλλά και της ιρλανδικής και της ισπανικής και οποιουδήποτε άλλου αδύναμου κρίκου της αλυσίδας.

Εδώ ισχύει, βεβαίως, το «εκεί που μας χρωστάγανε, μας παίρνουν και το βόδι». Και το λέω αυτό για τους εξής απλούς λόγους: Πρώτον, οι φύλακες της οικονομικής ορθοδοξίας του Συμφώνου Σταθερότητας, διορισμένοι «υπάλληλοι» των μεγάλων οικονομιών της Ευρωζώνης, δεν έχουν ακόμη απολογηθεί για το γεγονός ότι άφησαν 27 οικονομίες της Ε.Ε. να περπατήσουν ξυπόλητες στ’ αγκάθια της οικονομικής κρίσης την οποία ούτε έβλεπαν ούτε προέβλεπαν όταν σοβούσε στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Δεύτερον, τα αρπακτικά των αγορών, τα οποία επικρίθηκαν και λίγο έλειψε να εκτελεστούν για τη χρηματοπιστωτική φούσκα που εξέθρεψε η απληστία τους, δεν έχουν λογοδοτήσει πουθενά για τον τρόπο που μετακύλισαν την κρίση των ενυπόθηκων δανείων στα κράτη, έπειτα στην αγορά εταιρικών ομολόγων και εντέλει στο δημόσιο χρέος, που για δεκάδες χώρες διογκώθηκε κατά 30% στον ενάμιση χρόνο που το τραπεζικό τέρας ταΐζεται με ζεστούς κρατικούς πόρους για να μην καταρρεύσει και για να αποκατασταθεί η κερδοφορία του. Τρίτον, οι ευαγείς οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης εταιρειών και χωρών, οι τρεις του παγκόσμιου μονοπωλίου (Moody’s, S&P και Fitch) και αρκετές δεκάδες άλλοι που δεν είναι τόσο celebrities της αγοράς, δεν έχουν λογοδοτήσει ποτέ για το γεγονός ότι λίγες μέρες πριν από την κατάρρευση της Enron το 2000, τη βαθμολογούσαν με ΑΑΑ. Και το ίδιο έκαναν πέρσι με τη Lehman Brothers, όταν η αμερικανική κοινωνία βοούσε για τις αθρόες εξώσεις, τις απλήρωτες δόσεις δανείων και τα απαξιωμένα ακίνητα που είχαν συγκεντρώσει στα αδηφάγα χαρτοφυλάκιά τους. Τη Lehman την υποβάθμισαν αφού κήρυξε πτώχευση!

Ως εκ τούτου, το ερώτημα είναι αυτό που έθεσε αρχικά ο Πλάτων και αργότερα ο Γιουβενάλης: «Ποιος φυλάσσει τους φύλακες;». Εν προκειμένω, τους φύλακες της ορθοδοξίας των αγορών. Οι οποίοι δεν αρκούνται στη μεγιστοποίηση των κερδών τους από τη διαχείριση του δημόσιου χρέους. Απαιτούν να υποβάλουν και την πολιτική διαχείρισής τους. Οι φύλακες των αγορών θέλουν αίμα. Δεν θέλουν οποιαδήποτε μέτρα (να μην έχετε αμφιβολία ότι τα ελληνικά ομόλογα θα είχαν καλύτερη τύχη αν, παρ’ ελπίδα, η κυβέρνηση παρουσίαζε ένα τολμηρό πρόγραμμα φορολόγησης του προκλητικού πλούτου που λιμνάζει στους πάνω ορόφους της κοινωνικής ελίτ, στα επιχειρηματικά κέρδη, στα μεγάλα εισοδήματα της χώρας, όπου ο παρασιτισμός επιβραβεύεται και η παραγωγικότητα τιμωρείται. Η εξέγερση των αγορών θα τιμωρούσε και πάλι τα ελληνικά ομόλογα για την κυβερνητική αποκοτιά να «κυνηγηθούν» οι υποψήφιοι πελάτες τους. Τόσο χρήμα που μπορεί να εισρεύσει στα ταμεία τους, γιατί να πάει στο ταμείο του κράτους;). Οι φύλακες των αγορών θέλουν ένα καθαρό, ταξικό πρόγραμμα οικονομικής εξουθένωσης των μισθωτών, αφαίμαξης των συνταξιούχων, σκληρής λιτότητας και νέας ασφαλιστικής επιβάρυνσης για τον κόσμο της εργασίας. Θέλουν έναν θρίαμβο μακράς πνοής και στο πειραματόζωο Ελλάδα.

Από την άποψη αυτή, έχει απόλυτο δίκιο ο Γ. Παπανδρέου να ορίζει ως «θέμα εθνικής κυριαρχίας» τη δημοσιονομική επίθεση που δέχεται η χώρα. Μόνο που η εθνική κυριαρχία είναι εξ ορισμού καταστρατηγημένη από τη στιγμή που μια ολόκληρη χώρα δέχεται να κρεμαστεί σαν κρέας στα τσιγκέλια των αγορών, να βαθμολογείται, να τιμολογείται, να πωλείται και να αγοράζεται κατά τη βούλησή τους.

Θα μου πείτε: τι μπορούμε να κάνουμε, έτσι είναι το σύστημα. Πρέπει να εξευμενίσουμε το θηρίο. Ωραία! Τότε, ας το ταΐσουμε με κρέας από εκεί που υπάρχει σε αφθονία. Πώς να χορτάσει με τα οστά τα γεγυμνωμένα της γενιάς των 700 ευρώ, των 500.000 ανέργων και των 2,5 εκατ. Ελλήνων που ζουν κάτω από το όριο φτώχειας;

*«Ποιος θα φυλάξει τους φύλακες;» Γιουβενάλης, 6η σάτιρα.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (12/12/2009)

…Αυτό ήταν θαυμάσιο και για τους πελάτες. Τα προϊόντα που επρόκειτο να πουληθούν, μια αλφαβητική σούπα που περιελάμβανε τα CDO, τα SIV, τα MBS και τόσα άλλα, φαίνεται να ήταν το τέλειο μοντέλο προϊόντων που ήταν αδύνατο να τιμολογηθούν με όρους πραγματικής αγοράς. Μπορούσαν να αξιολογηθούν σύμφωνα με μοντέλα φτιαγμένα για ωραίες, καλογραμμένες αναφορές απόδοσης.
Κανείς δεν φαινόταν να ενοχλείται για το έλλειμμα δημόσιας πληροφόρησης για το τι ακριβώς συνέβαινε σε μερικά από αυτά τα προϊόντα. Αν η Moody’s, η Standard & Poor’ s ή η Fitch έλεγαν ότι ένα αλλόκοτο ομόλογο άξιζε ένα ΑΑΑ, αυτό ήταν αρκετό.
Κι ύστερα αυτά τα προϊόντα ξεφούσκωσαν.
Τώρα μαθαίνουμε ότι ούτε οι επενδυτικές τράπεζες δεν ήξεραν τι συνέβαινε και κατέληξαν με τεράστια αποθέματα ασφαλειών, των οποίων η αξία είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αβέβαιη. Καθώς οι ζημίες εδραιώθηκαν, η εμπιστοσύνη εξατμίστηκε.
Αυτό μοιάζει με μια εξομολόγηση μετά την οποία ο ιερέας ανακοινώνει δημόσια πώς αξιολογεί τα παραστρατήματα ή τις αμαρτίες σου και η σύζυγός σου να πρέπει να μαντέψει τι σημαίνει το ΑΑΑ ή το ΒΒΒ για τη συζυγική πίστη σου.

Φλόιντ Νόρις, «New York Times», (2/11/2007)

Sunday, December 6, 2009

Χρεολογία και αχρειολογία (5/12/2009)

Λέω: μια που βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πέντ’-έξι. Εννοώ πως θα προσθέσω αναγκαστικά ένα τρίτο συναπτό πόνημα περί αχρείου χρέους σ’ αυτά που προηγήθηκαν τις δύο προηγούμενες εβδομάδες. Το θέμα παραμένει στη μόδα, οι εταίροι μάς καθησυχάζουν ότι δεν θα μας αφήσουν να χρεοκοπήσουμε (από αλτρουισμό, φυσικά), επομένως μπορούμε να χρεολογούμε και να αχρειολογούμε ασυστόλως (υπό αυστηρή επιτήρηση, βεβαίως). Οι σκέψεις που διατύπωσα από αυτή τη στήλη για το ενδεχόμενο η πτώχευση και παύση πληρωμών του χρέους να μην τόσο κακή λύση, καθώς και για τον μηχανισμό παραγωγής του ανύπαρκτου χρήματος που χρωστάμε στο διεθνές πιστωτικό σύστημα, προκάλεσαν σχόλια αναγνωστών.

Τα καλά νέα αρχίζουν απ’ αυτό: Έχουμε αναγνώστες (εκτός από αγοραστές)! Σημαντική υπόθεση για το επαγγελματικό μας υπαρξιακό κενό. Έχουμε αναγνώστες που διαβάζουν τις γραμμές και πίσω από τις γραμμές. Εντοπίζουν τα λάθη, τις ανακρίβειες, τις φλυαρίες που με τόση αλαζονεία και αυταρέσκεια διατυπώνουμε. Πάμε, τώρα, στα όχι και τόσο καλά νέα. Το σχόλιο «περαστικού» από το blog όπου αναδημοσιεύονται τα κείμενα της στήλης αυτής ότι «Αυτά που γράφεις είναι αστεία, και υποπτεύομαι ότι κατά βάθος το γνωρίζεις και εσύ. Ζήτω η Αλβανία του Μπερίσα. Εκεί ανήκεις» το αντιπαρέρχομαι – όχι ως αγενές, αλλά ως πραγματολογικά άτοπο: δεν είναι η Αλβανία του Μπερίσα υπό χρεοκοπία, αλλά η Ελλάδα. Το δημόσιο χρέος της Αλβανίας είναι λίγο πάνω από το 50% του ΑΕΠ.
Αντιθέτως, δεν θα αντιπαρέλθω το κείμενο που έστειλε στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο ο Π.Δ., στο οποίο επιχειρηματολογεί εκτενώς γιατί δεν είναι κακό το γεγονός πως το χρέος γίνεται «ψεύτικο χρήμα» και γιατί είναι θα είναι καταστροφική μια παύση πληρωμών από την υπερχρεωμένη Ελλάδα. Στο πρώτο σκέλος του κειμένου του ο Π.Δ. υποστηρίζει πως «ο κανόνας χρυσού (σ.σ. στον οποίο αναφέρθηκα) περιορίζει έως εξαλείφει τη δυνατότητα των κρατών να εφαρμόζουν πολιτικές για την αντιμετώπιση των διακυμάνσεων του οικονομικού κύκλου (ανεργία στην πτωτική φάση – πληθωρισμός στην ανοδική φάση) και συμβαδίζει με τις απόψεις αυτών που υποστηρίζουν τον αχαλίνωτο καπιταλισμό». Δεν διεκδικώ το αλάθητο, αλλά δεν νομίζω πως υποστήριξα τον κανόνα του χρυσού. Αναρωτήθηκα απλώς τι θα μας έλεγαν οι τραπεζίτες, που ιστορικά υπερασπίστηκαν με πάθος τον κανόνα του χρυσού, αν τους ρωτάγαμε τι αντίκρισμα (σε χρυσό, σε πατάτες, σε ακίνητα, σε ό,τι θέλουν) έχουν τα χρήματα που λένε ότι τους χρωστάμε ως ιδιώτες και ως κράτη.
Τα υπόλοιπα σημεία του κειμένου του Π.Δ. τα παραθέτω σχεδόν αυτούσια – και δεν θα είχα δικαίωμα να μην το κάνω, όπως θα διαπιστώσετε.

«Όσον αφορά το γεγονός ότι το χρήμα αντιπροσωπεύει χρέος, ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα με αυτό; Εάν μία επιχείρηση δανείζεται (αυτό το ψεύτικο χρήμα) για να επενδύσει σε εξοπλισμό και για να πληρώσει τους εργαζόμενους και ταυτόχρονα το ποσοστό κέρδους (μιλάμε για καπιταλισμό) της είναι μεγαλύτερο από το επιτόκιο δανεισμού, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Εάν μία ολόκληρη κοινωνία δανείζεται (αυτό το ψεύτικο χρήμα) για να επενδύσει σε υποδομές, σε εκπαίδευση και υγεία του πληθυσμού, αυτό δεν θα είναι πρόβλημα εφόσον μελλοντικά αυτές οι επενδύσεις δημιουργήσουν απασχόληση, αυξημένη παραγωγή, εξαγωγές και τελικά αυξημένη δυνατότητα καταβολής φόρων.
Το ανύπαρκτο ψεύτικο χρήμα γίνεται μια πολύ πραγματική υλική δύναμη που μετασχηματίζει την κοινωνία και έχει βελτιώσει κατά πολύ το βιοτικό επίπεδο (συνολικά, παρ’ όλο που βέβαια η ανισοκατανομή είναι μία πραγματικότητα).
Το σημαντικό είναι το εξής: Το χρέος (κρατικό ή ιδιωτικό) μετατρέπεται σε κεφάλαιο και εξασφαλίζεται από τη δυνατότητα μελλοντικής εξυπηρέτησής του – για το ιδιωτικό χρέος απαιτούνται (μελλοντικά) κέρδη και για το κρατικό απαιτούνται (μελλοντικοί) φόροι.
Είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί το σημείο εκείνο πέρα από το οποίο η αύξηση του δανεισμού αρχίζει να γίνεται πρόβλημα, είναι σαφές όμως ότι μία κοινωνία που δανείζεται το κάνει έναντι της δυνατότητας να εισπράξει μελλοντικά φόρους για να αποπληρώσει τα δάνεια. Όσο αυτή η δυνατότητα φαίνεται να μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, τόσο δυσκολότερο θα είναι να βρει πρόθυμους νέους δανειστές, ενώ και οι παλιοί δανειστές θα γίνονται πιο πιεστικοί για την αποπληρωμή των χρεών.
Σε κάθε περίπτωση, η μεγάλη αύξηση του επιπέδου διαβίωσης (παρά την ανισοκατανομή) στον δυτικό κόσμο είναι αποτέλεσμα -μεταξύ άλλων- και της ευκολίας πρόσβασης σε δανειακά κεφάλαια για επενδύσεις και της ενεργού ανάμιξης του κράτους στην οικονομία.

…Όσον αφορά την πρόταση για μη αποπληρωμή των δανείων, υπάρχουν πολλά προβλήματα και μάλλον η κατάσταση θα γίνει χειρότερη παρά καλύτερη. Πρώτον, η Ελλάδα δεν έχει τέτοιο μέγεθος που να δημιουργήσει τριγμούς στο παγκόσμιο σύστημα. Δεύτερο, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν είναι σε τίποτα πρωτοπόρος, κάτι τέτοιο θα εκλαμβανόταν σαν μία απόδειξη κακοπιστίας ή, το πολύ πολύ, γραφικότητας.
Επιπλέον, το ελληνικό κρατικό χρέος είναι στη μορφή ομολόγων τα οποία σε μεγάλο βαθμό έχουν αγοραστεί από τα ασφαλιστικά ταμεία και τις ελληνικές τράπεζες. Εάν το κράτος κηρύξει στάση πληρωμών, τότε τα ασφαλιστικά ταμεία θα βρεθούν χωρίς περιουσία και χωρίς δυνατότητα πληρωμής συντάξεων και λοιπών παροχών. Για τις ελληνικές τράπεζες στάση πληρωμών του κρατικού χρέους σημαίνει υποβάθμιση τους στις διεθνείς αγορές και αδυναμία εύρεσης ρευστότητας, η οποία θα εμφανιστεί με κάποια χρονική υστέρηση σαν μειωμένες πιστώσεις προς την εγχώρια αγορά.
Σε κάθε περίπτωση, τα Ταμεία και οι τράπεζες θα ζητήσουν τη βοήθεια του κράτους, τη στιγμή που και το ίδιο το κράτος δεν θα έχει πρόσβαση σε νέα χρηματοδότηση παρά μόνο από το ΔΝΤ.
Το αποτέλεσμα θα είναι πιστωτική ασφυξία και ταυτόχρονα θα έχει χαθεί και η ευκαιρία για «ήπια» προσαρμογή. Η πιστωτική ασφυξία πλήττει περισσότερο τα στρώματα που δεν έχουν ιδιαίτερη δυνατότητα έκφρασης ή πίεσης όπως οι αυτοαπασχολούμενοι και το μικρομεσαίο κεφάλαιο (που όμως αποτελούν μεγάλο μέρος της συνολικής απασχόλησης) και λιγότερο το μεγάλο κεφάλαιο και τους δημοσίους υπαλλήλους.

Η πρόταση μη αποπληρωμής του χρέους είναι συναισθηματικά φορτισμένη, και ενώ υποτίθεται στόχος είναι το τραπεζικό κεφάλαιο, το αποτέλεσμα θα είναι το ακριβώς αντίθετο. Φαντάζομαι ότι δεν θεωρείτε καλή ιδέα έναν νέο διεθνή οικονομικό έλεγχο του τύπου της προηγούμενης (επί Τρικούπη) χρεοκοπίας…».

Ιδού ο (ίσως «ανορθόγραφος» οικονομικά) αντίλογός μου. Πρώτον: Το ότι το ψεύτικο, ανύπαρκτο χρήμα που δανείζουν οι τράπεζες σε ιδιώτες και κράτη γίνεται πραγματική, υλική δύναμη το αντιλαμβανόμαστε και με θετικό και με αρνητικό τρόπο. Πράγματι, στη χρηματική φούσκα βασίστηκαν τα αναπτυξιακά άλματα του καπιταλισμού τριών αιώνων. Αλλά αυτό μπορεί να το ισχυριστεί κανείς και για προηγούμενα οικονομικά συστήματα που, με τους υποτυπώδεις μηχανισμούς παραγωγής χρήματος και χωρίς την κτηνώδη επέκταση της τραπεζικής πίστης, χρηματοδότησαν και την πρόοδο και τα πισωγυρίσματα της ανθρωπότητας. Το σύγχρονο χρήμα-χρέος γίνεται υλική δύναμη και με τον απόλυτα καταστροφικό τρόπο που βιώνουμε στις βίαιες υφέσεις, ή πολύ περισσότερο με τους πολέμους που κλόνισαν τα θεμέλια του ανθρωπισμού στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Το χρήμα-χρέος χρηματοδότησε -μεταξύ άλλων- και τον ναζιστικό ολετήρα. Προφητικά ο Κέινς, στη διάρκεια των διαβουλεύσεων της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αναρωτιόταν με ποιο τρόπο θα αποπλήρωνε η Γερμανία τα 160 δισ. αποζημιώσεων που της επέβαλαν οι νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου: «Αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε η Γερμανία να πληρώνει κάθε χρόνο πολλά δισ. μάρκα, θα πρέπει να μας εξηγήσουν μέσω ποιών εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές και σε ποιες ακριβώς αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα». Ως γνωστόν, ο Κέινς απάντηση δεν έλαβε και τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Και αυτό που υπονοούσε είναι ότι η υλική δύναμη που παράγει τον πλούτο είναι οι άνθρωποι, οι ιδέες τους, η εργασία τους, τα αγαθά που συνιστούν τον πλούτο τους.

Δεύτερον: Αν συμφωνούμε ότι το χρέος είναι το μέτρο του χρηματικού (αλλά πλασματικού) πλούτου της κοινωνίας, τότε γιατί υπάρχουν πάμπλουτα έθνη που βουλιάζουν στο χρέος (όπως το αμερικανικό) και έθνη που επίσης χρωστάνε της Μιχαλούς, αλλά είναι βυθισμένα στη φτώχεια (όπως το Μπαγκλαντές); Φαντάζομαι ότι δεν ισχύει το γνωστό λαϊκό άσμα «οι ωραίοι έχουν χρέη…». Γιατί στις φτωχές χώρες το χρέος-κεφάλαιο δεν μετασχηματίζεται σε «υλική δύναμη που ανεβάζει κατά πολύ το βιοτικό επίπεδο»; Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι το πιστωτικό χρήμα, που έχει πετύχει την πλανητική του ηγεμονία, έχει γίνει και μηχανισμός λεηλασίας του παγκόσμιου πλούτου και διεύρυνσης της «ανισοκατανομής» του σε τερατώδη επίπεδα. Ως εκ τούτου, αν για την Ελλάδα μία «στάση πληρωμών» φαντάζει αδιανόητη και προβληματική λόγω της πολυσύνθετης εμπλοκής της στους μηχανισμούς της διεθνούς αγοράς, για δεκάδες χώρες του πλανήτη η «χρεοκοπία» και η απεμπλοκή τους από τους μηχανισμούς αυτούς γίνονται απόλυτοι όροι επιβίωσης.

Τρίτον: Τα οικονομικά απέχουν πολύ από το να είναι μια θετική επιστήμη, κινούμενη γύρω από στέρεες αλήθειες. Οι «αλήθειες» που επικρατούν κάθε φορά μάλλον ακολουθούν τις καμπές του οικονομικού κύκλου. Η οικονομία εξελίσσεται σε μια περιοχή αλληλοδιαψευδόμενων διαπιστώσεων, όπως απέδειξε και η τελευταία κρίση. Η οποία, επίσης, επανέφερε στο προσκήνιο, έστω και για λίγο, την ηθική και φιλοσοφική προσέγγιση του πλούτου και των μηχανισμών παραγωγής του. Μας επανέφερε στην αντίληψη του Αριστοτέλη που διακρίνει την «οικονομική» τέχνη παραγωγής πλούτου από τη «χρηματιστική» τέχνη, την οποία θεωρεί «καπηλική» και ηθικά απαράδεκτη. Το χρήμα δεν γεννάει χρήμα. Πολύ περισσότερο το ανύπαρκτο χρήμα. Η εργασία -σε κάθε εκδοχή της- παραμένει η υλική δύναμη που μεταμορφώνει τον κόσμο, από καταβολής ανθρωπότητας. Είναι το αρχέγονο μέτρο του κοινωνικού πλούτου. Όλα τα άλλα δεν είναι παρά ενσαρκώσεις της και «εργαλεία» διανομής και τελικά τερατώδους ανισοκατανομής του προϊόντος της. Αυτή την άνιση κατανομή- στα όρια της ληστείας- την απογείωσε η ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (του μηχανισμού «κοπής» ψεύτικου χρήματος) στον καπιταλισμό. Δεν είναι μια στρέβλωση του συστήματος. Μάλλον είναι η ίδια η φύση του. Είναι η πιο μεταφυσική, η πιο «μαγική» ιδιοποίηση του προϊόντος της εργασίας (και δη της υπεραξίας, για να θυμηθούμε τον θείο Κάρολο).

«Μιλάμε για καπιταλισμό», σημειώνει εντός παρενθέσεως ο φίλος αναγνώστης Δ.Π. Γι’ αυτό μιλάω κι εγώ και δεν έχω καμία αυταπάτη ότι, αν με κάποιο μαγικό τρόπο οι πολιτικές ελίτ του κόσμου αποφασίσουν να αποδυναμώσουν το «νομισματοκοπείο του ψεύδους», ο οικονομικός μας πολιτισμός θα μετατραπεί σε μια οικονομία φιλάνθρωπων που αντί να δανείζουν, δωρίζουν από το περίσσευμα του πλούτου τους. Ευχαριστώ για τον διάλογο.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (5/12/2009)

Οι περισσότεροι άνθρωποι φαντάζονται ότι, αν όλα τα δάνεια εξοφλούνταν, η κατάσταση της οικονομίας θα βελτιώνονταν. Σίγουρα αυτό ισχύει σε ατομικό επίπεδο. Ακριβώς όπως έχουμε περισσότερα χρήματα για να ξοδέψουμε όταν οι δόσεις του δανείου μας τελειώσουν, νομίζουμε ότι αν όλοι μας εξοφλούσαμε τα χρέη μας, θα υπήρχαν περισσότερα χρήματα για όλους. Αλλά η αλήθεια είναι ακριβώς το αντίθετο. Δεν θα υπήρχαν καθόλου χρήματα. Ορίστε... Είμαστε εξαρτημένοι ολοκληρωτικά από τη συνεχώς ανανεώσιμη τραπεζική πίστωση ώστε να υπάρχουν χρήματα. Χωρίς δάνεια, δεν υπάρχουν χρήματα. Το οποίο είναι αυτό ακριβώς που συνέβη κατά την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929. Η παροχή χρημάτων μειώθηκε δραματικά, καθώς η παροχή δανείων στέρεψε.

Paul Grignon, «Το χρήμα ως χρέος»