Μεταξύ Σαββάτου του Λαζάρου και του άλλου Σαββάτου, του Μεγάλου, το δίπολο ζωής - θανάτου κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα. Δεν είναι μόνο η τελετουργία του Πάθους, αυτή η περίεργη όσμωση θρησκευτικής πίστης και παγανισμού, πένθους και καταναλωτικής ευφορίας. Είναι και η τελετουργία της καθημερινότητας που η συγκυρία την έχει γεμίσει θανάτους και αναστάσεις.
Πέθανε ήδη ο 14ος μισθός κι ο 13ος ψυχορραγεί. Ρόγχος θανάτου βγαίνει κι από τα σπλάχνα της ελληνικής οικονομίας: Η χρεοκοπία δεν είναι άλλο από έναν θάνατο, έναν πιστοληπτικό θάνατο. Κατ’ άλλους, όμως, μπορεί να είναι και μια ανάσταση. Μια πτώχευση, μια παύση πληρωμών μπορεί και να μας απαλλάξει από τον αργό θάνατο του δημόσιου χρέους, από το μαρτύριο που μας υποβάλλουν χρόνια, δεκαετίες οι δήμιοι - πιστωτές. Νεκρή ήδη η ανάπτυξη, απειλεί να πάρει στον τάφο της κόσμο και κοσμάκη, ημιθανής η επιχειρηματικότητα, συνηθισμένη στα κρατικά φιλιά ζωής, τις μόνες πραγματικές ανάσες της. Νεκροζώντανο και το πολιτικό σύστημα, μας έχει αναγγείλει ήδη πένθιμα και αυτοκριτικά, με μοιρολόγια μανιάτικα και υπόκρουση ροκ, τον θάνατο του μοντέλου ανάπτυξης και πολιτικής οργάνωσης που υποτίθεται θα μας έκανε πρωταθλητές της Ευρώπης, ηγέτες των Βαλκανίων και της Νοτιανατολικής Μεσογείου κι άλλα φαιδρά που τα χάβαμε κι εμείς, οι πολιτικά ημιθανείς ιθαγενείς, όσο βρίσκαμε άφθονα ψίχουλα ευημερίας πεσμένα από το πλούσιο τραπέζι της κλεπτοκρατίας και της λαμογιάς.
Διίστανται οι γνώμες για το κράτος, βρίσκεται ίσως σ’ ένα ενδιάμεσο στάδιο ζωής και θανάτου. Νεκρό το θέλουν οι μεν, αμετανόητοι πολέμιοι της οικονομικής του δραστηριότητας, αναστημένο οι δε που επιζητούν να καλυφθεί με «κρατικό καπιταλισμό» η επενδυτική τους αποχή, οι επιχειρηματικές τους φούσκες. Στο κατώφλι του θανάτου το ευρώ, μια καθημερινή σταύρωση η αναμέτρησή του με το δολάριο στην αρένα των αγορών. Ανάσταση δραχμής προσδοκούν οι πιο ευφάνταστοι -ίσως όμως να μην την προσδοκούν, αλλά να την τρέμουν- και στήνονται στις ουρές των ATM για να πάρουν όσα γίνεται μετρητά γιατί άρχισε, λένε, το Νομισματοκοπείο να κόβει δραχμές. Κι άλλο πεισιθάνατο σενάριο θέλει το ευρώ να πεθαίνει, να δίνει τη θέση του στη δραχμή, και σε τρεις μέρες ν’ ανασταίνεται, υποτιμημένο κατά 20% για τους Έλληνες που πενθούν ήδη τον ακρωτηριασμό των καταθέσεών τους…
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους τόσους θανάτους και τις τόσες αναστάσεις των ημερών δεν περισσεύει καθόλου χώρος για ζωή. Κι ο θάνατος κι η ανάσταση σ’ έναν τάφο πραγματοποιούνται. Κι αν υποθέσουμε ότι ο δικός μας θάνατος ήταν μια αυτοχειρία (γιατί κλέψαμε στο ζύγι τους εταίρους μας, γιατί δεν κόψαμε απόδειξη για τις κοινοτικές επιδοτήσεις, γιατί φάγαμε τα κονδύλια σε έργα αχρείαστα, γιατί ζήσαμε με δανεικά κι αγύριστα, γιατί είχαμε τις πολιτικές ηγεσίες που ΔΕΝ μας άξιζαν, γιατί συναινέσαμε στο μεγάλο κόλπο τους, γιατί βολευτήκαμε στην επίπλαστη ευημερία), ο άλλος θάνατος που συντελείται μπροστά στα μάτια μας τι είναι; Εγώ τον βλέπω τον θάνατό τους. Και των 27. Βλέπω 27 θανάτους που μας κάνουν έναν: τον θάνατο της Ευρώπης. Αυτός είναι ο επιφανέστερος θάνατος, ο θάνατος των θανάτων, ο ενταφιασμός ολόκληρου του μεταπολεμικού πολιτικού σχεδίου για τη μικρή ήπειρο με τη μεγάλη αγορά, την οικονομία που θα γινόταν τάχα μου η πιο ανταγωνιστική του κόσμου εντός του 2010 – Θεός σχωρέσ’ την τη Συνθήκη της Λισσαβώνας με τις μεγάλες προσδοκίες της και τις ακόμη μεγαλύτερες τσέπες της.
Κι όμως, αν το καλοσκεφτείτε, δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Τυλιγμένες σφιχτά στο σάβανο του Συμφώνου Σταθερότητας η Ευρώπη των 27 και η Ευρωζώνη των 16 ενταφίασαν από τα γεννοφάσκια τους την ευημερία των ανθρώπων υπέρ της ευημερίας των αριθμών. Με μόνο στοιχείο συνοχής την αντιπληθωριστική πολιτική και τη δημοσιονομική «σταθερότητα», άφησαν για χρόνια και δεκαετίες σε κατάσταση νεκροφάνειας τους εθνικούς ανταγωνισμούς που σήμερα έχουν θεριέψει και απειλούν με διάλυση την Ευρωζώνη. Δεν θα πενθήσω κιόλας γι’ αυτό -δεν υπήρξα ποτέ ούτε ευρώφιλος ούτε νεκρόφιλος- , αλλά το πρόβλημα είναι ότι ο θάνατος της Ευρώπης αφήνει πίσω του πολλά πτώματα, με πολύ λιγοστές ελπίδες ανάστασης. Η καταστροφή που έχει συντελεστεί από την άνιση ανάπτυξη στις παραγωγικές δομές των πιο αδύναμων οικονομιών μοιάζει ανεπίστρεπτη. Η Ιταλία, άλλοτε βιομηχανικός γίγαντας του Νότου, βουλιάζει στο κρατικό χρέος, τον παραγωγικό μαρασμό και την πολιτική παρακμή. Η Ισπανία, μεσαίος «δράκος» του Νότου κι αυτή, έχει υποστεί τη βαθιά αναπτυξιακή στρέβλωση που αποτυπώνεται στην τρομακτική ανεργία της. Και η Ελλάδα έχει αποξενωθεί ακόμη και από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που θα την έκαναν μοναδική μεταξύ των 27 της Ε.Ε.: από την ηλιόλουστη γη της που θα τη μετέτρεπε σε οπωρώνα του ψυχρού βόρειου ημισφαιρίου, τη θάλασσα που την έκανε ναυτιλιακή υπερδύναμη, την ιστορία και το πολιτισμικό απόθεμά της, τη γεωπολιτική της θέση που την καθιστούν ανατολικό σύνορο της Ευρώπης, εξ ανατολών πύλη της μεγάλης αγοράς των 500 εκατομμυρίων. Όλα αυτά τα πλεονεκτήματα νεκρώθηκαν, έγιναν βορά στα πλεονάσματα των Γερμανών και λοιπών Βορειοευρωπαίων που έβλεπαν τη διεύρυνση της Ε.Ε. απλώς σαν επέκταση των καταστημάτων τους.
Δεν έχει σημασία τι έγινε στην τελευταία σύνοδο κορυφής, πώς οι Ευρωπαίοι ηγέτες τα βρήκαν σε ένα σύστημα σωτηρίας των υπό χρεοκοπία χωρών με τη συμμετοχή και του ΔΝΤ, θεσμοθετημένη πια. Σημασία έχει ότι ούτε που ασχολήθηκαν με το πώς η κατά τα λοιπά «Ενωμένη Ευρώπη» θα πάψει να παράγει χρεοκοπίες και πιστοληπτικούς θανάτους. Και στον νεκροθάλαμο υπάρχει ουρά. Και ουδεμία υποψία αγγέλου εξ ουρανού έτοιμου να μεταδώσει αναστάσιμο μήνυμα.
Λένε τώρα πολλοί ευρωκράτες πως το στοίχημα χάθηκε λόγω εξοβελισμού της πολιτικής. Πως, από τη στιγμή που η Ε.Ε. επέλεξε να λειτουργεί ως παράρτημα των λόμπι των αγορών, προαποφάσιζε τον πολιτικό της θάνατο, ένα είδος πολιτικής αυτοκτονίας, εκφρασμένης άλλοτε στο περίφημο δημοκρατικό έλλειμμα κι άλλοτε στο έλλειμμα εμπιστοσύνης των Ευρωπαίων. Εν μέρει σωστό είναι αυτό, αλλά κι αυτή η επιλογή μια πολιτική δεν είναι; Το γεγονός ότι από τις ίδιες της ιδρυτικές -και αενάως μεταρρυθμιζόμενες- συνθήκες οι τεχνοκράτες της αγοράς αποκαταστάθηκαν στον θρόνο της οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. δεν είναι μια μορφή ολοκληρωτικής πολιτικής; Το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις, ακόμη και σε πείσμα των κοινωνιών που έλεγαν «όχι» στα δημοψηφίσματα, εκχωρούσαν την κυριαρχία τους στη «χούντα» της Κομισιόν, χωρίς ίχνος δημοκρατικής νομιμοποίησης, προϊόν παζαριών και ευτελών συμβιβασμών, δεν είναι ήδη μια πολιτική εις βάρος των ανυποψίαστων Ευρωπαίων;
Όπως έσπειραν, θερίζουν. Δεν θα τους κλάψουμε κιόλας. Έχουμε να κλάψουμε ήδη πολύ για μας. Έπειτα, ίσως είναι καιρός να συμβιβαστεί η Ευρώπη – αυτό το τρομακτικό ιστορικό αποκύημα τεσσάρων αυτοκρατοριών, πολλών επαναστάσεων, μεγάλων διαφωτισμών και συσκοτίσεων, δύο παγκοσμίων πολέμων κι ενός ψυχρού και πολλών εγκλημάτων εις βάρος της ανθρωπότητας– με την ιδέα της παρακμής της, του αναπόφευκτου θανάτου της. Ίσως πρέπει να παραδεχθεί ότι ύστερα από τρεις χιλιετίες ηγεμονίας της στον κόσμο (μαζί με το πέραν του Ατλαντικού τέκνο της), είναι καιρός να αποσυρθεί από το ιστορικό προσκήνιο και ν’ αποδεχθεί ότι η επόμενη παγκόσμια «αυτοκρατορία» οικοδομείται στην Ανατολή. Κι ακόμη κι αν αυτό σημαίνει για την ίδια την Ευρώπη «τετέλεσται», για τους Ευρωπαίους μπορεί να σημαίνει ανάσταση.
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Sunday, March 28, 2010
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (27/3/2010)
Εάν το υπό γερμανική ηγεμονία μπλοκ της ακραίας δημοσιονομικής πειθαρχίας επιμείνει στο Σύμφωνο Σταθερότητας (ή… Ηλιθιότητας, όπως το χαρακτήρισε ο Ρομάνο Πρόντι), τότε είναι πιθανό να ωθήσει στη διάλυση της Ευρωζώνης και στην εγκατάλειψη του ευρώ από τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ελλάδα, το Βέλγιο ή και άλλες χώρες. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να ενισχύσει επικίνδυνα τις λανθάνουσες συγκρουσιακές τάσεις στο εσωτερικό του ίδιου του γαλλογερμανικού μπλοκ, θέτοντας υπό αίρεση την ίδια την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη σημερινή της μορφή. Χαρακτηριστική ήταν και η -αποτυχημένη τελικά- απόπειρα του Σαρκοζί να συγκροτήσει μια ζώνη γαλλικής επιρροής στη Μεσόγειο, αποκλείοντας τη Γερμανία από την περίφημη Ευρωμεσογειακή ένωση. Και η επιθετική αντίδραση της Μέρκελ, η οποία απείλησε ορθά-κοφτά ότι, αν γινόταν κάτι τέτοιο, η Γερμανία θα έφτιαχνε τη δική της Ένωση Κεντρικής Ευρώπης, αναβιώνοντας την παραδοσιακή πρωσική ψύχωση της Mitteleuropa.
Πέτρου Παπακωνσταντίνου, «Επιστροφή στο μέλλον»
Πέτρου Παπακωνσταντίνου, «Επιστροφή στο μέλλον»
Saturday, March 20, 2010
Η πάλη των τάξεων στο γκισέ της εφορίας (20/3/2010)
Ο Άνταμ Σμιθ, που εκτός από πατέρας της πολιτικής οικονομίας υπήρξε ηθικός φιλόσοφος και τελικά ηθογράφος της αστικής τάξης της εποχής του, επεσήμανε ότι η κυριότερη απόλαυση του πλούτου για τους πλούσιους έγκειται στην επίδειξή του. Ο κανόνας αυτός διατηρήθηκε στο πέρασμα των αιώνων και σε περιόδους κρίσης και σε καταστάσεις εκρηκτικής ευημερίας. Οι άνθρωποι της ολιγαρχίας δεν έκαναν καμία προσπάθεια να κρύψουν τα πλούτη τους από τα πλήθη της φτώχειας και της ανέχειας. Το αντίθετο. Πολλές από τις προκλητικές δαπάνες τους -τα πανάκριβα κοσμήματα, οι επιβλητικές επαύλεις τους, τα πολυτελή χόμπι τους, οι πολυδάπανες συλλογές τους σε έργα τέχνης- δεν είχαν άλλη χρησιμότητα για τους ίδιους, παρά μόνο σαν αποδεικτικά στοιχεία του σφετερισμού του κοινωνικού πλούτου, σαν λάφυρα της νίκης τους στον κοινωνικό ανταγωνισμό έναντι άλλων.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΙ το σαφώς σαδιστικό στο αίσθημα αυτό, αλλά με τον καιρό και κυρίως με τη διαμεσολάβηση των ΜΜΕ οι υποτελείς τάξεις συνήθισαν όχι μόνο να ανέχονται τα τεκμήρια του σφετερισμού, αλλά και να τα θαυμάζουν. Να απολαμβάνουν την απόλαυση των άλλων. Έτσι, ξεφυλλίζοντας για παράδειγμα μια κυριακάτικη εφημερίδα βάρους ενός κιλού, αφού αφομοιώσει κανείς τα διδακτικά μηνύματα της κυρίως πολιτικής ύλης της, τα οποία καλούν σε ασκητική και καρτερική αποδοχή της λιτότητας για το καλό της πατρίδας, περνά στις οικονομικές σελίδες όπου, ανάμεσα στα μαύρα σενάρια για την επερχόμενη χρεοκοπία και την προσφυγή στο ΔΝΤ, που θα φέρει κι άλλα -ακόμη πιο επώδυνα- μέτρα, ανοίγουν φωτεινές παρενθέσεις για τις επενδυτικές ευκαιρίες που υπάρχουν στις αγορές ομολόγων και λοιπών χρεογράφων, για μικρές και μεγάλες νησίδες πλουτισμού που θα επιβιώσουν της ύφεσης, ακόμη και της χρεοκοπίας. Ύστερα, περνάει απαλά στις lifestyle σελίδες με τη ζωή των celebrities στα ταπεινά καταφύγια των 400 τετραγωνικών στη Μύκονο ή στους μύθους των ηρώων της επιχειρηματικότητας που έγιναν Κροίσοι από το μηδέν, «από μια τρύπα λίγων τετραγωνικών», χάρη και μόνο στην ευφυΐα και την υπομονή τους (όπερ σημαίνει ότι όλοι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε προφανέστατα βλάκες. Δεν θα διαφωνήσω σ’ αυτό, αλλά για άλλους λόγους). Ακολουθεί το ξεφύλλισμα των ιλουστρασιόν ένθετων περιοδικών για γυναίκες ή άνδρες, μέσα στα οποία κάθε υποψία λιτότητας εξατμίζεται, για να διαφημιστούν ακριβά προϊόντα ευμάρειας – ένα ρολόι αξίας 10.000 ευρώ και άνω, ένα πολυτελές αυτοκίνητο άνω των 50.000 ευρώ, ρούχα, καλλυντικά, αξεσουάρ που ακόμη και ένα αξιοπρεπές ρεπορτάζ αγοράς ντρέπεται να αναφέρει την τιμή τους. Και τέλος, λίγο πριν από τις κοσμικές στήλες στις οποίες φωτογραφίζεται χαμογελαστή η κοινωνική ελίτ, γίνονται μερικές προτάσεις για ένα ταξίδι, το κόστος του οποίου υπερκαλύπτει τη μέση ετήσια απώλεια εισοδήματος δημοσίου υπαλλήλου μετά το πρώτο πακέτο μέτρων. Φυσικά δεν λείπει και μια διακριτική φωτογραφική επίδειξη ακριβού και καλού γούστου στο σπίτι ενός celebrity, που μπορεί να σας δώσει λαμπερές αρχιτεκτονικές ιδέες για να μεταμορφώσετε σε ανεκτό χώρο το μπετονένιο αχούρι των 80 τετραγωνικών, που πάντως θα φορολογηθεί κανονικά ακόμη και ως πρώτη κατοικία.
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΑΙΝΕΙ στον κόπο να εξηγήσει πώς συμβιβάζεται το πρωτοσέλιδο κήρυγμα πατριωτικής λιτότητας με τη διαρκή πρό(σ)κληση πολυτελούς κατανάλωσης στις επόμενες σελίδες. Κανείς δεν σκέφτεται αν η αξιοπιστία του κουρελιάζεται όταν θεωρεί απόλυτα δικαιολογημένες ή τουλάχιστον αναπόφευκτες τις περικοπές μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, την επέκταση των μέτρων και στον ιδιωτικό τομέα, αλλά ταυτόχρονα θεωρεί απολύτως φυσιολογικό να προβάλλει ως δημόσια αρετή κάθε δαπανηρή παραξενιά της κοινωνικής ελίτ, κάθε προκλητική επίδειξη πλούτου. Και η σχιζοειδής ισορροπία ανάμεσα στη λιτότητα των πολλών και στη χλιδή των λίγων συνεχίζεται και γίνεται ακόμη πιο κραυγαλέα, όταν επιστρατεύεται η φορολογική ηθική ως πανάκεια της εθνικής μας ασθένειας. Α, ναι! Για όλα φταίει η φοροδιαφυγή των ταξιτζήδων, των υδραυλικών, των εμπόρων, των μανάβηδων και φυσικά των γιατρών – ο περιούσιος λαός της μεσαίας τάξης κατέβηκε κακήν κακώς από τον πολιτικό θρόνο του «μεσαίου χώρου» και έχει εγκατασταθεί στο εδώλιο του εθνικού φορολογικού δικαστηρίου. Δικάστηκε και εκρίθη ένοχος εσχάτης προδοσίας και η ποινή του είναι να εκδίδει αποδείξεις, να έχει ταμειακή μηχανή, να απειλείται με λουκέτο και απώλεια επαγγελματικής αδείας. Ωραία. Και ποιος θα εκτελέσει την ποινή; Το κράτος που έκανε τα στραβά μάτια μέχρι τώρα, διότι το «μαύρο χρήμα» -κακά τα ψέματα- όλο και κάτι πρόσθετε στους δείκτες της επίπλαστης ανάπτυξης; Οι πολιτικές ηγεσίες που του χάιδευαν τ’ αυτιά γιατί προσέβλεπαν σ’ αυτό το φορολογικά ασύλληπτο εισόδημα ως κινητήρα της κατανάλωσης; Όχι βέβαια. Οι εκτελεστές της ποινής, οι δήμιοι του φορολογικού δικαστηρίου, είναι τα συνήθη φορολογικά υποζύγια, τα κορόιδα που θα πληρώσουν μία με την αδυναμία τους να φοροδιαφύγουν, δύο με τη μείωση του εισοδήματός τους, τρεις με την αύξηση της άμεσης φορολογίας, τέσσερις με την αύξηση του ΦΠΑ και των έμμεσων φόρων, πέντε με την ύφεση στην οποία βυθίζουν την οικονομία οι μαθητευόμενοι μάγοι της άτυπης πτώχευσης. Η έκτη υποχρέωσή τους προς την πατρίδα είναι να γίνουν και φοροεισπράκτορες για να καλύψουν την αναπηρία του κρατικού ελεγκτικού μηχανισμού, αλλά -το σπουδαιότερο- την απόλυτη απροθυμία της κυβέρνησης να φορολογήσει πλούτο που πραγματικά υπάρχει, στη μορφή που τόσο στιλάτα μας τον εκθέτουν τα εικονογραφημένα περιοδικά lifestyle των εφημερίδων, αλλά και σε μορφές που δεν τις υποψιαζόμαστε.
ΤΑ ΝΕΑ ΜΑΣ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ως φοροεισπράκτορες του κράτους -και μάλιστα επ’ απειλή φορολογικού προστίμου- αφορούν φυσικά το σπορ της συλλογής αποδείξεων. Παρουσιάζονται ως μηχανισμός απονομής φορολογικής δικαιοσύνης, κατά την οποία όμως δεν τιμωρείται ο θύτης αλλά το θύμα του. Σε μια ακραία αναλογία, θα ήταν σαν να τιμωρείται για έναν φόνο όχι ο δολοφόνος, αλλά ο φονευθείς (αν και ποια παραπάνω τιμωρία μπορεί του επιβληθεί πέρα από τον ίδιο του τον θάνατο; Η σκύλευση νεκρού;). Σ’ αυτή την ακραία αναλογία κινείται πάντως και η επιχείρηση «φορολογική συνείδηση». Δεν έχεις την απόδειξη; Πλήρωνε για τη μικρή «μαύρη τρύπα» στις δαπάνες σου. Ο καταναλωτής-φορολογούμενος γίνεται έτσι σάντουιτς ανάμεσα στον φοροφυγάδα και το κράτος. Και κερατάς και δαρμένος.
ΥΠΑΡΧΕΙ, ΒΕΒΑΙΩΣ, και μια δεύτερη, υπόρρητη προσδοκία σ’ αυτή τη διαδικασία αναγκαστικής μετατροπής μας σε εισπρακτικές εταιρείες του κράτους: μια μεταφορά της «πάλης των τάξεων» από τους χώρους εργασίας, παραγωγής και κατανάλωσης στα γκισέ της εφορίας. Αν θέλω να πιάσω το ελάχιστο των αποδείξεων και ν’ αποφύγω τη φορολογική «ποινή», πρέπει να τσακωθώ με τον φούρναρη, να ρισκάρω με τον γιατρό που θα εγχειρίσει τη μάνα μου, να πλακωθώ με τον ταξιτζή, να καρφώσω τον μανάβη και να ανεχθώ τη μεγαλύτερη αμοιβή του μηχανικού που επισκευάζει το σπίτι μου, αν επιμείνω για απόδειξη. Έτσι, παρ’ ότι τα ταξικά σύνορα της ελληνικής κοινωνίας είναι αδρά χαραγμένα εδώ και δεκαετίες στο φορολογικό σύστημα, αλλά και στο νέο φορολογικό νομοσχέδιο (με τη μέση φορολογία των μισθωτών σταθερά καρφωμένη πάνω από το 25% και τη μέση φορολογία των επιχειρήσεων μεταξύ 9% και 12%), η κυβέρνηση επιχειρεί να τα επαναχαράξει σε ένα νέο, βολικό πεδίο: φορολογούμενοι εναντίον φοροφυγάδων. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτή η διαχωριστική γραμμή είναι ανύπαρκτη και φορολογικά αδιάφορη. Αλλά, η υπόθεση της φορολογικής δικαιοσύνης δεν περνάει κυρίως απ’ αυτήν. Περνάει πρωτίστως από τη νόμιμη φορολογική ασυλία που απολαμβάνουν οι άρχοντες του χρήματος εν ονόματι της ανάπτυξης, την οποία φυσικά δεν πρόκειται να δούμε για πολλά, πολλά χρόνια…
ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΙ το σαφώς σαδιστικό στο αίσθημα αυτό, αλλά με τον καιρό και κυρίως με τη διαμεσολάβηση των ΜΜΕ οι υποτελείς τάξεις συνήθισαν όχι μόνο να ανέχονται τα τεκμήρια του σφετερισμού, αλλά και να τα θαυμάζουν. Να απολαμβάνουν την απόλαυση των άλλων. Έτσι, ξεφυλλίζοντας για παράδειγμα μια κυριακάτικη εφημερίδα βάρους ενός κιλού, αφού αφομοιώσει κανείς τα διδακτικά μηνύματα της κυρίως πολιτικής ύλης της, τα οποία καλούν σε ασκητική και καρτερική αποδοχή της λιτότητας για το καλό της πατρίδας, περνά στις οικονομικές σελίδες όπου, ανάμεσα στα μαύρα σενάρια για την επερχόμενη χρεοκοπία και την προσφυγή στο ΔΝΤ, που θα φέρει κι άλλα -ακόμη πιο επώδυνα- μέτρα, ανοίγουν φωτεινές παρενθέσεις για τις επενδυτικές ευκαιρίες που υπάρχουν στις αγορές ομολόγων και λοιπών χρεογράφων, για μικρές και μεγάλες νησίδες πλουτισμού που θα επιβιώσουν της ύφεσης, ακόμη και της χρεοκοπίας. Ύστερα, περνάει απαλά στις lifestyle σελίδες με τη ζωή των celebrities στα ταπεινά καταφύγια των 400 τετραγωνικών στη Μύκονο ή στους μύθους των ηρώων της επιχειρηματικότητας που έγιναν Κροίσοι από το μηδέν, «από μια τρύπα λίγων τετραγωνικών», χάρη και μόνο στην ευφυΐα και την υπομονή τους (όπερ σημαίνει ότι όλοι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε προφανέστατα βλάκες. Δεν θα διαφωνήσω σ’ αυτό, αλλά για άλλους λόγους). Ακολουθεί το ξεφύλλισμα των ιλουστρασιόν ένθετων περιοδικών για γυναίκες ή άνδρες, μέσα στα οποία κάθε υποψία λιτότητας εξατμίζεται, για να διαφημιστούν ακριβά προϊόντα ευμάρειας – ένα ρολόι αξίας 10.000 ευρώ και άνω, ένα πολυτελές αυτοκίνητο άνω των 50.000 ευρώ, ρούχα, καλλυντικά, αξεσουάρ που ακόμη και ένα αξιοπρεπές ρεπορτάζ αγοράς ντρέπεται να αναφέρει την τιμή τους. Και τέλος, λίγο πριν από τις κοσμικές στήλες στις οποίες φωτογραφίζεται χαμογελαστή η κοινωνική ελίτ, γίνονται μερικές προτάσεις για ένα ταξίδι, το κόστος του οποίου υπερκαλύπτει τη μέση ετήσια απώλεια εισοδήματος δημοσίου υπαλλήλου μετά το πρώτο πακέτο μέτρων. Φυσικά δεν λείπει και μια διακριτική φωτογραφική επίδειξη ακριβού και καλού γούστου στο σπίτι ενός celebrity, που μπορεί να σας δώσει λαμπερές αρχιτεκτονικές ιδέες για να μεταμορφώσετε σε ανεκτό χώρο το μπετονένιο αχούρι των 80 τετραγωνικών, που πάντως θα φορολογηθεί κανονικά ακόμη και ως πρώτη κατοικία.
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΑΙΝΕΙ στον κόπο να εξηγήσει πώς συμβιβάζεται το πρωτοσέλιδο κήρυγμα πατριωτικής λιτότητας με τη διαρκή πρό(σ)κληση πολυτελούς κατανάλωσης στις επόμενες σελίδες. Κανείς δεν σκέφτεται αν η αξιοπιστία του κουρελιάζεται όταν θεωρεί απόλυτα δικαιολογημένες ή τουλάχιστον αναπόφευκτες τις περικοπές μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, την επέκταση των μέτρων και στον ιδιωτικό τομέα, αλλά ταυτόχρονα θεωρεί απολύτως φυσιολογικό να προβάλλει ως δημόσια αρετή κάθε δαπανηρή παραξενιά της κοινωνικής ελίτ, κάθε προκλητική επίδειξη πλούτου. Και η σχιζοειδής ισορροπία ανάμεσα στη λιτότητα των πολλών και στη χλιδή των λίγων συνεχίζεται και γίνεται ακόμη πιο κραυγαλέα, όταν επιστρατεύεται η φορολογική ηθική ως πανάκεια της εθνικής μας ασθένειας. Α, ναι! Για όλα φταίει η φοροδιαφυγή των ταξιτζήδων, των υδραυλικών, των εμπόρων, των μανάβηδων και φυσικά των γιατρών – ο περιούσιος λαός της μεσαίας τάξης κατέβηκε κακήν κακώς από τον πολιτικό θρόνο του «μεσαίου χώρου» και έχει εγκατασταθεί στο εδώλιο του εθνικού φορολογικού δικαστηρίου. Δικάστηκε και εκρίθη ένοχος εσχάτης προδοσίας και η ποινή του είναι να εκδίδει αποδείξεις, να έχει ταμειακή μηχανή, να απειλείται με λουκέτο και απώλεια επαγγελματικής αδείας. Ωραία. Και ποιος θα εκτελέσει την ποινή; Το κράτος που έκανε τα στραβά μάτια μέχρι τώρα, διότι το «μαύρο χρήμα» -κακά τα ψέματα- όλο και κάτι πρόσθετε στους δείκτες της επίπλαστης ανάπτυξης; Οι πολιτικές ηγεσίες που του χάιδευαν τ’ αυτιά γιατί προσέβλεπαν σ’ αυτό το φορολογικά ασύλληπτο εισόδημα ως κινητήρα της κατανάλωσης; Όχι βέβαια. Οι εκτελεστές της ποινής, οι δήμιοι του φορολογικού δικαστηρίου, είναι τα συνήθη φορολογικά υποζύγια, τα κορόιδα που θα πληρώσουν μία με την αδυναμία τους να φοροδιαφύγουν, δύο με τη μείωση του εισοδήματός τους, τρεις με την αύξηση της άμεσης φορολογίας, τέσσερις με την αύξηση του ΦΠΑ και των έμμεσων φόρων, πέντε με την ύφεση στην οποία βυθίζουν την οικονομία οι μαθητευόμενοι μάγοι της άτυπης πτώχευσης. Η έκτη υποχρέωσή τους προς την πατρίδα είναι να γίνουν και φοροεισπράκτορες για να καλύψουν την αναπηρία του κρατικού ελεγκτικού μηχανισμού, αλλά -το σπουδαιότερο- την απόλυτη απροθυμία της κυβέρνησης να φορολογήσει πλούτο που πραγματικά υπάρχει, στη μορφή που τόσο στιλάτα μας τον εκθέτουν τα εικονογραφημένα περιοδικά lifestyle των εφημερίδων, αλλά και σε μορφές που δεν τις υποψιαζόμαστε.
ΤΑ ΝΕΑ ΜΑΣ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ως φοροεισπράκτορες του κράτους -και μάλιστα επ’ απειλή φορολογικού προστίμου- αφορούν φυσικά το σπορ της συλλογής αποδείξεων. Παρουσιάζονται ως μηχανισμός απονομής φορολογικής δικαιοσύνης, κατά την οποία όμως δεν τιμωρείται ο θύτης αλλά το θύμα του. Σε μια ακραία αναλογία, θα ήταν σαν να τιμωρείται για έναν φόνο όχι ο δολοφόνος, αλλά ο φονευθείς (αν και ποια παραπάνω τιμωρία μπορεί του επιβληθεί πέρα από τον ίδιο του τον θάνατο; Η σκύλευση νεκρού;). Σ’ αυτή την ακραία αναλογία κινείται πάντως και η επιχείρηση «φορολογική συνείδηση». Δεν έχεις την απόδειξη; Πλήρωνε για τη μικρή «μαύρη τρύπα» στις δαπάνες σου. Ο καταναλωτής-φορολογούμενος γίνεται έτσι σάντουιτς ανάμεσα στον φοροφυγάδα και το κράτος. Και κερατάς και δαρμένος.
ΥΠΑΡΧΕΙ, ΒΕΒΑΙΩΣ, και μια δεύτερη, υπόρρητη προσδοκία σ’ αυτή τη διαδικασία αναγκαστικής μετατροπής μας σε εισπρακτικές εταιρείες του κράτους: μια μεταφορά της «πάλης των τάξεων» από τους χώρους εργασίας, παραγωγής και κατανάλωσης στα γκισέ της εφορίας. Αν θέλω να πιάσω το ελάχιστο των αποδείξεων και ν’ αποφύγω τη φορολογική «ποινή», πρέπει να τσακωθώ με τον φούρναρη, να ρισκάρω με τον γιατρό που θα εγχειρίσει τη μάνα μου, να πλακωθώ με τον ταξιτζή, να καρφώσω τον μανάβη και να ανεχθώ τη μεγαλύτερη αμοιβή του μηχανικού που επισκευάζει το σπίτι μου, αν επιμείνω για απόδειξη. Έτσι, παρ’ ότι τα ταξικά σύνορα της ελληνικής κοινωνίας είναι αδρά χαραγμένα εδώ και δεκαετίες στο φορολογικό σύστημα, αλλά και στο νέο φορολογικό νομοσχέδιο (με τη μέση φορολογία των μισθωτών σταθερά καρφωμένη πάνω από το 25% και τη μέση φορολογία των επιχειρήσεων μεταξύ 9% και 12%), η κυβέρνηση επιχειρεί να τα επαναχαράξει σε ένα νέο, βολικό πεδίο: φορολογούμενοι εναντίον φοροφυγάδων. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτή η διαχωριστική γραμμή είναι ανύπαρκτη και φορολογικά αδιάφορη. Αλλά, η υπόθεση της φορολογικής δικαιοσύνης δεν περνάει κυρίως απ’ αυτήν. Περνάει πρωτίστως από τη νόμιμη φορολογική ασυλία που απολαμβάνουν οι άρχοντες του χρήματος εν ονόματι της ανάπτυξης, την οποία φυσικά δεν πρόκειται να δούμε για πολλά, πολλά χρόνια…
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (20/3/2010)
… Δεν υπάρχει μεγαλύτερο θράσος και αλαζονεία από αυτό των βασιλέων και των υπουργών που υποκρίνονται ότι φροντίζουν για τη μη σπάταλη συμπεριφορά των πολιτών και περιορίζουν τις δαπάνες τους είτε με νόμους για τα αγαθά πολυτελείας, είτε με απαγόρευση εισαγωγής αυτού του είδους αγαθών. Οι πλέον σπάταλοι αυτής της κοινωνίας είναι πάντα και χωρίς καμιά εξαίρεση αυτοί οι ίδιοι. Ας τους αφήσουμε να φροντίζουν οι ίδιοι τις προσωπικές τους δαπάνες και από την πλευρά τους ας αφήσουν τους πολίτες να φροντίσουν τις δικές τους. Αν δεν γονατίσουν το κράτος οι δικές τους αλόγιστες σπατάλες, δεν θα τη γονατίσουν ποτέ αυτές των υπηκόων.
Άνταμ Σμιθ, «Έρευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών».
Άνταμ Σμιθ, «Έρευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών».
Sunday, March 14, 2010
Ο αφιλοκερδής καπιταλισμός (13/3/2010)
ΚΑΤΑ ΚΑΝΟΝΑ, οι άνθρωποι παίζουν τυχερά παιχνίδια για να κερδίσουν. Παίζουν πόκα, ζάρια, ρουλέτα, στοιχήματα, ΠΡΟ-ΠΟ, ιππόδρομο αγοράζουν λαχεία με την προσδοκία να κερδίσουν. Λίγους ανθρώπους ξέρω που τζογάρουν απλώς για διασκεδάσουν, που αντλούν απόλαυση από την αγωνία του αποτελέσματος και φεύγουν ευχαριστημένοι από το παιχνίδι έστω και με άδειες τις τσέπες. Ακόμη και οι ψυχοπαθολογικά εξαρτημένοι από τον τζόγο, από το κέρδος έχουν τελικά εξάρτηση. Βεβαίως, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Θυμάμαι κάτι -πολύ παλιά- χαρούμενα, φιλικά καρέ πόκας ή μεγάλα οικογενειακά τραπέζια τριανταμία ή στούκι με διακύβευμα… ένα σακούλι φασόλια γίγαντες που αντικαθιστούσαν τις μάρκες και φυσικά τα λεφτά. Γιατί; Γιατί απλώς τα λεφτά δεν υπήρχαν.
ΠΡΟΣΠΑΘΩ, ΛΟΙΠΟΝ, να αντιληφθώ πώς ακριβώς φαντάζονται οι ηγέτες του παγκόσμιου καπιταλισμού-καζίνο τον οικονομικό μας πολιτισμό χωρίς τους κερδοσκόπους. Τι ακριβώς σημαίνει αυτή η φλύαρη διεθνής συνεννόηση μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ για την αναζήτηση μηχανισμών που θα ελέγξουν την ασύδοτη κερδοσκοπία στις επιθέσεις της κατά του κρατικού χρέους, των νομισμάτων και των εθνικών οικονομιών; Είναι ακριβώς σαν να θέλουμε να μετατρέψουμε ένα σκληρό καρέ πόκας ή μια αμείλικτη αναμέτρηση στο μπλακ τζακ σε παιδικό παιχνίδι με φασόλια (γίγαντες, πάντα), σε Monopoly με ψεύτικα λεφτά ή σε φιλανθρωπικό σουαρέ γηραιών κυριών για κουμκάν με τα κέρδη προορισμένα για το φιλόπτωχο ταμείο της ενορίας.
ΚΑΤ’ ΑΡΧΑΣ, υπάρχει ένα ερώτημα φιλοσοφικής τάξης. Τι εστί κερδοσκοπία; Ή ακόμη και αισχροκέρδεια, αν θέλουμε να ενισχύσουμε την ηθική απαξίωση της δράσης που εκπροσωπεί ο όρος; Ποιο είναι το όριο κέρδους που θεωρείται ηθικά θεμιτό, κοινωνικά αποδεκτό, οικονομικά ανεκτό; Εκφράζεται σε κάποιο ποσοστό; Είναι 5%, 20%, 50%, 100%; Αν υπάρχει ένα τέτοιο όριο, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε πώς προήλθε ο πλούτος που είναι συσσωρευμένος σε όλον τον κόσμο σε τόσο λίγα χέρια, ενσαρκωμένος σε περιουσιακά στοιχεία ασύλληπτης χλιδής; Πώς γίνεται το 2% του παγκόσμιου πληθυσμού να κατέχει το 50% του παγκόσμιου πλούτου και, αντίστροφα, το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού να διαθέτει μόλις το 1% του παγκόσμιου πλούτου; (Στοιχεία Διεθνούς Ινστιτούτου Οικονομικής Ανάπτυξης του ΟΗΕ για το 2006) Από ποια ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗ δραστηριότητα προήλθε αυτή η συσσώρευση; Κι ακόμα, ποιο μη κερδοσκοπικό κίνητρο αποδίδει την κερδοφορία των επιχειρήσεων, που συνήθως προβάλλεται ως θεμελιώδες κριτήριο υγείας μιας εθνικής ή της παγκόσμιας οικονομίας;
ΟΙ ΑΚΡΙΒΟΛΟΓΟΙ θα αντιτείνουν ότι κάνω μια εννοιολογική λαθροχειρία, μιας και η ελληνική λέξη κερδοσκοπία, η οποία ετυμολογικά αποδίδει την επιδίωξη του κέρδους γενικώς, είναι η μετάφραση του αγγλικού οικονομικού όρου speculation ο οποίος, βάσει των εγχειριδίων, είναι η επίτευξη κέρδους μέσα από την πρόβλεψη διακυμάνσεων στις τιμές αξιογράφων, αγαθών ή ακινήτων και την αντίστοιχη αγορά ή πώλησή τους. Σε αντίθεση με την οποιαδήποτε άλλη επένδυση που αναλαμβάνει έναν κάποιο κίνδυνο και προσδοκά μακροπρόθεσμα κέρδη -λένε πάντα τα οικονομικά εγχειρίδια-, η κερδοσκοπία ταυτίζεται με τον κίνδυνο και εξαντλεί το ενδιαφέρον της στα βραχυπρόθεσμα κέρδη. Έτσι, για να έλθουμε στα καυτά παραδείγματα των ημερών μας, η αγορά ενός δεκαετούς ελληνικού ομολόγου θεωρείται μια θεμιτή επένδυση που περιέχει την εύλογη προσδοκία μιας ετήσιας απόδοσης 6,3% (με τα τελευταία δεδομένα) ή 63% στη λήξη του. Αντιθέτως, τα ασφάλιστρα κινδύνου των ελληνικών ομολόγων, τα περίφημα CDS, που βρίσκονται στις δόξες τους, πωλούνται με μια απόδοση 400 μονάδων βάσης, ήτοι 4% τον χρόνο. Βεβαίως, ξεκίνησαν από μια βάση πολύ χαμηλότερη, μόλις 0,2% προ διετίας, κι έτσι ενοχοποιούνται για την εκτόξευση του κόστους των ομολόγων. Αλλά αυτό δεν τα καθιστά περισσότερο «αισχροκερδή» από τα καλά καγαθά κρατικά ομόλογα. Η «αισχροκέρδεια» ενδεχομένως υπάρχει στις βίαιες, βραχυπρόθεσμες αγοραπωλησίες που πράγματι έδωσαν αποδόσεις μέχρι και 90% σε λίγες μόνον εβδομάδες στα CDS, αλλά παρόμοιες δυνατότητες δίνονται και στην «αγία» αγορά κρατικού χρέους, στην οποία επιδίδονται όχι μόνο σκοτεινοί κερδοσκόποι, σκιώδη hedge funds που σε μυστικούς δείπνους κατασπαράσσουν τις σάρκες της Ελλάδας, αλλά και καθωσπρέπει ευαγή κρατικά ιδρύματα, όπως η Deutsche Bank. Άλλωστε, για να μην πάμε πολύ μακριά, στα δυσθεώρητα μεγέθη των κρατικών χρεών, ας ρίξουμε μια ματιά σε κάτι πολύ κοντινό μας: στο πορτοφόλι μας. Με τι επιτόκιο ξεπληρώνουμε το ιδιωτικό χρέος της πιστωτικής μας κάρτας; Κι αν μας φαίνεται ληστρικό και αισχροκερδές το επιτόκιο των ελληνικών ομολόγων και των «αντ-ομολόγων» CDS, τι πρέπει να πούμε για το επιτόκιο 14% έως και 19% των πιστωτικών μας καρτών;
ΑΣ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΜΕ, λοιπόν, στα βασικά. Το κέρδος, σε κάθε ηθική ή ανήθικη εκδοχή του, είναι το DNA του οικονομικού μας πολιτισμού. Αφιλοκερδής καπιταλισμός δεν υφίσταται. Θα ήταν σαν πόλεμος χωρίς θανάτους και καταστροφές, χωρίς νικητές και ηττημένους. Λυσσασμένοι νεοφιλελεύθεροι, συνετοί κεϊνσιανοί, μετριοπαθείς κρατικιστές και ριζοσπάστες αντικαπιταλιστές συμφωνούν σχεδόν μόνο σ’ αυτό: το κέρδος -ανεξαρτήτως ηθικού προσήμου- είναι η κινητήρια δύναμη της οικονομικής μηχανής που ευθύνεται όχι μόνο για τη σημερινή απειλητική συγκυρία που έχει φέρει την Ελλάδα στο χείλος της χρεοκοπίας. Αλλά και για την επίπλαστη ευημερίας της που την εμφάνιζε για μια δεκαετία τουλάχιστον πρωταθλητή της ευρωπαϊκής ανάπτυξης. Το κέρδος είναι το κίνητρο εκείνων που επενδύουν σε παραγωγικές δραστηριότητες και σε χιλιάδες θέσεις εργασίας, αλλά και των ίδιων που σήμερα απο-επενδύουν και καταργούν με μια μονοκοντυλιά ολόκληρες μονάδες και γραμμές παραγωγής. Το κέρδος είναι το «σαράκι» που έσπρωξε την τεχνολογική πρόοδο και τον παραγωγικό αυτοματισμό στον βαθμό του περιττού και το ίδιο είναι που οδηγεί ολόκληρες χώρες σε παραγωγική υποβάθμιση και οπισθοδρόμηση, που αναβιώνει συνθήκες Μεσαίωνα για ολόκληρους πληθυσμούς. Το κέρδος επέβαλε τα μεγάλα «διαλείμματα» ειρήνης και δημιουργικότητας, αυτό προκάλεσε τα κύματα πολέμου και καταστροφής. Το κέρδος κινητοποιεί τον πλούτο, αυτό επεκτείνει και τη φτώχεια.
ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, το κυνήγι των κερδοσκόπων ως υπαίτιων της καταστροφής που μας απειλεί ισορροπεί μεταξύ υποκρισίας και αφέλειας. Η οικονομία της αγοράς υπάρχει για την κερδοσκοπία, από την πιο «θεμιτή» μέχρι την πιο ακραία. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ηθικό σύνορο ανάμεσά τους. Ενδεχομένως να υπάρχει ένα ποσοτικό όριο, στον βαθμό που ο ανελέητος ανταγωνισμός ανάμεσα στις πτέρυγες του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος προκαλεί… αντιζηλίες και εμφύλιες διαμάχες. Η σχετικά νεοσύστατη αγορά των ασφαλίστρων κινδύνου χρέους (τα CDS που πρόσθεσαν άλλον ένα δυσνόητο όρο στη ζωή μας) εδώ και είκοσι χρόνια έχει γίνει το προνομιακό πεδίο δράσης του πιο επιθετικού τμήματος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που αντιστοιχεί στην έσχατη εκδοχή του καπιταλισμού-καζίνο. Αυτή η νέα ελίτ του εικονικού χρήματος έρχεται συχνά πυκνά σε σύγκρουση με «παραδοσιακούς» θύλακες του τραπεζικού ή του βιομηχανικού κεφαλαίου, αλλά αυτό δεν την καθιστά «ηθικά» κατώτερη και πολιτικά αποδιοπομπαία, παρά τη ρητορική των Ευρωπαίων ηγετών. Άλλωστε, μπορεί ο Τζορτζ Σόρος να κατήγγειλε ως «όπλο μαζικής καταστροφής» τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, αλλά είναι ο ίδιος που λειτούργησε ως όπλό μαζικής καταστροφής που γκρέμισε τη στερλίνα το 1992.
ΣΥΝΕΠΩΣ, όσους φραγμούς κι αν υψώσουν στις κινήσεις των κερδοσκοπικών κεφαλαίων οι ηγέτες Ε.Ε. και ΗΠΑ, τα αποτελέσματα θα είναι μάλλον βραχυπρόθεσμα. Η επινοητικότητα της απληστίας είναι τόσο ανεξάντλητη, που, αν ζούσε σήμερα ο Άνταμ Σμιθ και ανακάλυπτε πόσες άπειρες όψεις έχει πάρει σήμερα ο πονηρούλης κερδοσκόπος των ημερών του, πόσες διαβαθμίσεις «ηθικού» και «ανήθικου» κέρδους υπάρχουν, θα είχε γίνει φανατικός οπαδός του ελέγχου των τιμών και της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Και, φυσικά, θα είχε κόψει από τον ώμο το αόρατο χέρι της αγοράς…
ΠΡΟΣΠΑΘΩ, ΛΟΙΠΟΝ, να αντιληφθώ πώς ακριβώς φαντάζονται οι ηγέτες του παγκόσμιου καπιταλισμού-καζίνο τον οικονομικό μας πολιτισμό χωρίς τους κερδοσκόπους. Τι ακριβώς σημαίνει αυτή η φλύαρη διεθνής συνεννόηση μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ για την αναζήτηση μηχανισμών που θα ελέγξουν την ασύδοτη κερδοσκοπία στις επιθέσεις της κατά του κρατικού χρέους, των νομισμάτων και των εθνικών οικονομιών; Είναι ακριβώς σαν να θέλουμε να μετατρέψουμε ένα σκληρό καρέ πόκας ή μια αμείλικτη αναμέτρηση στο μπλακ τζακ σε παιδικό παιχνίδι με φασόλια (γίγαντες, πάντα), σε Monopoly με ψεύτικα λεφτά ή σε φιλανθρωπικό σουαρέ γηραιών κυριών για κουμκάν με τα κέρδη προορισμένα για το φιλόπτωχο ταμείο της ενορίας.
ΚΑΤ’ ΑΡΧΑΣ, υπάρχει ένα ερώτημα φιλοσοφικής τάξης. Τι εστί κερδοσκοπία; Ή ακόμη και αισχροκέρδεια, αν θέλουμε να ενισχύσουμε την ηθική απαξίωση της δράσης που εκπροσωπεί ο όρος; Ποιο είναι το όριο κέρδους που θεωρείται ηθικά θεμιτό, κοινωνικά αποδεκτό, οικονομικά ανεκτό; Εκφράζεται σε κάποιο ποσοστό; Είναι 5%, 20%, 50%, 100%; Αν υπάρχει ένα τέτοιο όριο, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε πώς προήλθε ο πλούτος που είναι συσσωρευμένος σε όλον τον κόσμο σε τόσο λίγα χέρια, ενσαρκωμένος σε περιουσιακά στοιχεία ασύλληπτης χλιδής; Πώς γίνεται το 2% του παγκόσμιου πληθυσμού να κατέχει το 50% του παγκόσμιου πλούτου και, αντίστροφα, το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού να διαθέτει μόλις το 1% του παγκόσμιου πλούτου; (Στοιχεία Διεθνούς Ινστιτούτου Οικονομικής Ανάπτυξης του ΟΗΕ για το 2006) Από ποια ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗ δραστηριότητα προήλθε αυτή η συσσώρευση; Κι ακόμα, ποιο μη κερδοσκοπικό κίνητρο αποδίδει την κερδοφορία των επιχειρήσεων, που συνήθως προβάλλεται ως θεμελιώδες κριτήριο υγείας μιας εθνικής ή της παγκόσμιας οικονομίας;
ΟΙ ΑΚΡΙΒΟΛΟΓΟΙ θα αντιτείνουν ότι κάνω μια εννοιολογική λαθροχειρία, μιας και η ελληνική λέξη κερδοσκοπία, η οποία ετυμολογικά αποδίδει την επιδίωξη του κέρδους γενικώς, είναι η μετάφραση του αγγλικού οικονομικού όρου speculation ο οποίος, βάσει των εγχειριδίων, είναι η επίτευξη κέρδους μέσα από την πρόβλεψη διακυμάνσεων στις τιμές αξιογράφων, αγαθών ή ακινήτων και την αντίστοιχη αγορά ή πώλησή τους. Σε αντίθεση με την οποιαδήποτε άλλη επένδυση που αναλαμβάνει έναν κάποιο κίνδυνο και προσδοκά μακροπρόθεσμα κέρδη -λένε πάντα τα οικονομικά εγχειρίδια-, η κερδοσκοπία ταυτίζεται με τον κίνδυνο και εξαντλεί το ενδιαφέρον της στα βραχυπρόθεσμα κέρδη. Έτσι, για να έλθουμε στα καυτά παραδείγματα των ημερών μας, η αγορά ενός δεκαετούς ελληνικού ομολόγου θεωρείται μια θεμιτή επένδυση που περιέχει την εύλογη προσδοκία μιας ετήσιας απόδοσης 6,3% (με τα τελευταία δεδομένα) ή 63% στη λήξη του. Αντιθέτως, τα ασφάλιστρα κινδύνου των ελληνικών ομολόγων, τα περίφημα CDS, που βρίσκονται στις δόξες τους, πωλούνται με μια απόδοση 400 μονάδων βάσης, ήτοι 4% τον χρόνο. Βεβαίως, ξεκίνησαν από μια βάση πολύ χαμηλότερη, μόλις 0,2% προ διετίας, κι έτσι ενοχοποιούνται για την εκτόξευση του κόστους των ομολόγων. Αλλά αυτό δεν τα καθιστά περισσότερο «αισχροκερδή» από τα καλά καγαθά κρατικά ομόλογα. Η «αισχροκέρδεια» ενδεχομένως υπάρχει στις βίαιες, βραχυπρόθεσμες αγοραπωλησίες που πράγματι έδωσαν αποδόσεις μέχρι και 90% σε λίγες μόνον εβδομάδες στα CDS, αλλά παρόμοιες δυνατότητες δίνονται και στην «αγία» αγορά κρατικού χρέους, στην οποία επιδίδονται όχι μόνο σκοτεινοί κερδοσκόποι, σκιώδη hedge funds που σε μυστικούς δείπνους κατασπαράσσουν τις σάρκες της Ελλάδας, αλλά και καθωσπρέπει ευαγή κρατικά ιδρύματα, όπως η Deutsche Bank. Άλλωστε, για να μην πάμε πολύ μακριά, στα δυσθεώρητα μεγέθη των κρατικών χρεών, ας ρίξουμε μια ματιά σε κάτι πολύ κοντινό μας: στο πορτοφόλι μας. Με τι επιτόκιο ξεπληρώνουμε το ιδιωτικό χρέος της πιστωτικής μας κάρτας; Κι αν μας φαίνεται ληστρικό και αισχροκερδές το επιτόκιο των ελληνικών ομολόγων και των «αντ-ομολόγων» CDS, τι πρέπει να πούμε για το επιτόκιο 14% έως και 19% των πιστωτικών μας καρτών;
ΑΣ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΜΕ, λοιπόν, στα βασικά. Το κέρδος, σε κάθε ηθική ή ανήθικη εκδοχή του, είναι το DNA του οικονομικού μας πολιτισμού. Αφιλοκερδής καπιταλισμός δεν υφίσταται. Θα ήταν σαν πόλεμος χωρίς θανάτους και καταστροφές, χωρίς νικητές και ηττημένους. Λυσσασμένοι νεοφιλελεύθεροι, συνετοί κεϊνσιανοί, μετριοπαθείς κρατικιστές και ριζοσπάστες αντικαπιταλιστές συμφωνούν σχεδόν μόνο σ’ αυτό: το κέρδος -ανεξαρτήτως ηθικού προσήμου- είναι η κινητήρια δύναμη της οικονομικής μηχανής που ευθύνεται όχι μόνο για τη σημερινή απειλητική συγκυρία που έχει φέρει την Ελλάδα στο χείλος της χρεοκοπίας. Αλλά και για την επίπλαστη ευημερίας της που την εμφάνιζε για μια δεκαετία τουλάχιστον πρωταθλητή της ευρωπαϊκής ανάπτυξης. Το κέρδος είναι το κίνητρο εκείνων που επενδύουν σε παραγωγικές δραστηριότητες και σε χιλιάδες θέσεις εργασίας, αλλά και των ίδιων που σήμερα απο-επενδύουν και καταργούν με μια μονοκοντυλιά ολόκληρες μονάδες και γραμμές παραγωγής. Το κέρδος είναι το «σαράκι» που έσπρωξε την τεχνολογική πρόοδο και τον παραγωγικό αυτοματισμό στον βαθμό του περιττού και το ίδιο είναι που οδηγεί ολόκληρες χώρες σε παραγωγική υποβάθμιση και οπισθοδρόμηση, που αναβιώνει συνθήκες Μεσαίωνα για ολόκληρους πληθυσμούς. Το κέρδος επέβαλε τα μεγάλα «διαλείμματα» ειρήνης και δημιουργικότητας, αυτό προκάλεσε τα κύματα πολέμου και καταστροφής. Το κέρδος κινητοποιεί τον πλούτο, αυτό επεκτείνει και τη φτώχεια.
ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, το κυνήγι των κερδοσκόπων ως υπαίτιων της καταστροφής που μας απειλεί ισορροπεί μεταξύ υποκρισίας και αφέλειας. Η οικονομία της αγοράς υπάρχει για την κερδοσκοπία, από την πιο «θεμιτή» μέχρι την πιο ακραία. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ηθικό σύνορο ανάμεσά τους. Ενδεχομένως να υπάρχει ένα ποσοτικό όριο, στον βαθμό που ο ανελέητος ανταγωνισμός ανάμεσα στις πτέρυγες του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος προκαλεί… αντιζηλίες και εμφύλιες διαμάχες. Η σχετικά νεοσύστατη αγορά των ασφαλίστρων κινδύνου χρέους (τα CDS που πρόσθεσαν άλλον ένα δυσνόητο όρο στη ζωή μας) εδώ και είκοσι χρόνια έχει γίνει το προνομιακό πεδίο δράσης του πιο επιθετικού τμήματος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που αντιστοιχεί στην έσχατη εκδοχή του καπιταλισμού-καζίνο. Αυτή η νέα ελίτ του εικονικού χρήματος έρχεται συχνά πυκνά σε σύγκρουση με «παραδοσιακούς» θύλακες του τραπεζικού ή του βιομηχανικού κεφαλαίου, αλλά αυτό δεν την καθιστά «ηθικά» κατώτερη και πολιτικά αποδιοπομπαία, παρά τη ρητορική των Ευρωπαίων ηγετών. Άλλωστε, μπορεί ο Τζορτζ Σόρος να κατήγγειλε ως «όπλο μαζικής καταστροφής» τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, αλλά είναι ο ίδιος που λειτούργησε ως όπλό μαζικής καταστροφής που γκρέμισε τη στερλίνα το 1992.
ΣΥΝΕΠΩΣ, όσους φραγμούς κι αν υψώσουν στις κινήσεις των κερδοσκοπικών κεφαλαίων οι ηγέτες Ε.Ε. και ΗΠΑ, τα αποτελέσματα θα είναι μάλλον βραχυπρόθεσμα. Η επινοητικότητα της απληστίας είναι τόσο ανεξάντλητη, που, αν ζούσε σήμερα ο Άνταμ Σμιθ και ανακάλυπτε πόσες άπειρες όψεις έχει πάρει σήμερα ο πονηρούλης κερδοσκόπος των ημερών του, πόσες διαβαθμίσεις «ηθικού» και «ανήθικου» κέρδους υπάρχουν, θα είχε γίνει φανατικός οπαδός του ελέγχου των τιμών και της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Και, φυσικά, θα είχε κόψει από τον ώμο το αόρατο χέρι της αγοράς…
Saturday, March 6, 2010
Πόλεμος. Aλλά εναντίον ποιου; (6/3/2010)
Έχει δίκιο ο πρωθυπουργός όταν λέει ότι έχουμε πόλεμο. Στην πραγματικότητα, δεν είναι καινούργιος πόλεμος. Εξελισσόταν ακήρυκτος εδώ και δεκαετίες. Ίσως να είναι η άοπλη (αλλά όχι αναίμακτη) συνέχεια αυτών που έζησαν οι γονείς κι οι παππούδες μας, τη δεκαετία του ’40. Τα όπλα του εχθρού μας άλλοτε ήταν αθόρυβα κι άλλοτε έσκαγαν σαν φαντασμαγορικά βεγγαλικά της Πρωτοχρονιάς. Αλλά ποτέ δεν ήταν άσφαιρα. Τα πυρά του είχαν τη μορφή χαμογελαστών τεχνοκρατών που χειροκροτούσαν με πάθος το «ελληνικό θαύμα» της ανάπτυξης. Είχαν τη μορφή της ευρωπαϊκής «γενναιοδωρίας» των τεσσάρων κοινοτικών πλαισίων στήριξης, των 47 δισ. ευρώ με το οποία έγινε το μεγάλο φαγοπότι, εδώ και τριάντα χρόνια. Τα πυρά του εχθρού είχαν επίσης την όψη των εκθέσεων των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης -της S&P, της Moody’s, της Fitch- που περιέγραφαν γλαφυρά και βαθμολογούσαν με άριστα το αναπτυξιακό κενοτάφιο στο οποίο καθηύδε τον ύπνο του δικαίου το πολιτικό όραμα της ελληνικής ελίτ από τη μεταπολίτευση και μετά. Τα βλήματα διαπερνούσαν το σώμα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας με τη μορφή ενός ευνοϊκού επιτοκίου δανεισμού που σώρευε χρέος επί χρέους, μιας διαβρωτικής διείσδυσης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού jet set στα άδυτα του κρατικού θησαυροφυλακίου, στα βιβλία του δημόσιου λογιστικού. Τέλος, ο αόρατος μέχρι προχθές εχθρός μας βομβάρδιζε με τα δηλητηριώδη αέρια του νεοφιλελευθερισμού που προσέβαλαν και τα τελευταία κύτταρα της εγχώριας πολιτικής ελίτ και εξοικείωσαν την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας με τα θεμελιώδη δόγματα της αγοράς: ιδιωτικοποιήσεις, συρρίκνωση του κράτους, δημοσιονομική ορθοδοξία, «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας.
ΜΕΤΡΑΜΕ ΗΔΗ πολλές συντριπτικές ήττες στον πόλεμο αυτό. Κι έναν ακόμη πιο συντριπτικό απολογισμό, τόσο στο κύριο μέτωπό του όσο και στα μετόπισθεν. Στο μέτωπο μπορούμε να αντικρίσουμε το κουφάρι του κοινωνικού πλούτου, υποθηκευμένου μέχρι τελευταίου ευρώ στο χρέος των 300 και πλέον δισ. ευρώ που μέχρι το τέλος του χρόνου (αν, βάσει του «καλού» σεναρίου, μας δανείσουν) θα έχει φτάσει αισίως τα 400 δισ. ευρώ. Μπορούμε επίσης να δούμε το πανοραμικό τοπίο μιας οικονομίας χωρίς παραγωγική ραχοκοκαλιά, με φυσικούς και ανθρώπινους πόρους λεηλατημένους. Στα μετόπισθεν, τα πτώματα πολλαπλασιάζονται δραματικά: ιστορικά δικαιώματα της εργασίας παραδίδονται στην πυρά. Μια ύφεση άγνωστης διάρκειας (μέχρι την πενταετία την ανεβάζουν οι πεσιμιστές) ισοπεδώνει τις λιγοστές ελπίδες ανάκαμψης. Τα πιο φτωχά στρώματα παραδίδονται στο άγχος της επιβίωσης. Το ήδη ανάπηρο κοινωνικό κράτος ακρωτηριάζεται περαιτέρω. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία τελεί υπό αναστολή. Η πολιτική ψελλίζει αμήχανες εκκλήσεις στον πατριωτισμό των Ελλήνων.
ΈΧΟΥΜΕ ΠΟΛΕΜΟ, ΛΟΙΠΟΝ. Αλλά, ποιος είναι ο εχθρός; Αν υποθέσουμε ότι το διακύβευμα είναι το δυσθεώρητο χρέος μας και ο πανάκριβος πια κρατικός δανεισμός, ποιοι είναι οι επιτιθέμενοι; Ακόμη και στου πρωθυπουργού την επιχειρηματολογία μπορεί κανείς να βρει μιαν αδρή περιγραφή τους, έστω κι αν λείπει πια η ρητή καταγγελία τους. Περιγράφηκαν ως αδίστακτοι κερδοσκόποι, αλλά είναι οι ίδιοι που μας δάνειζαν παλιότερα και με μικρότερο επιτόκιο. Αποκλήθηκαν άσπονδοι πολέμιοι του ευρώ, αλλά είναι οι ίδιοι που παλιότερα κέρδιζαν από τις διακυμάνσεις της δραχμής, οι ίδιοι που την πρώτη δεκαετία του ευρωπαϊκού νομίσματος πόνταραν στην ελεγχόμενη πτώση του δολαρίου. Καταγγέλθηκαν για ύπουλο, διπλό παιχνίδι εις βάρος του ελληνικού χρέους, αλλά είναι οι ίδιοι που προσέφεραν τις ακριβές υπηρεσίες τους στις κυβερνήσεις για τα περίτεχνα swaps, τις αποκρατικοποιήσεις ή τις περίφημες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Ποιοι είναι; Είναι οι πιστωτές της χώρας. Και των άλλων χωρών, βεβαίως. Με τους δανειστές μας έχουμε τον πόλεμο, έτσι δεν είναι; Και πώς επισημοποιεί και κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον τους η κυβέρνηση; Με μια κραχτή, επαχθή, εξευτελιστική συνθηκολόγησή μαζί τους. Με μια επαίσχυντη παράδοση γης και ύδατος. Με μια οδυνηρή κατάθεση των όπλων, που κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται «απόφαση πολιτικής τόλμης» και απαιτεί την πατριωτική υποταγή των υποτελών.
ΜΗΠΩΣ ΥΠΕΡΒΑΛΛΩ; Δεν νομίζω. Αν ανακαλέσει κανείς την ακολουθία των γεγονότων από τη στιγμή που εξαγγέλθηκε η δημοσιονομική «καταγραφή» μέχρι σήμερα, θα διαπιστώσει την τρομακτική επαλήθευση του «σεναρίου» των αγορών. Οι πιστωτές μας -είτε βρίσκονται στη Νέα Υόρκη, είτε στο Λονδίνο και τη Φρανκφούρτη- μπορούν να είναι περήφανοι ότι λειτούργησαν ως αξιόπιστοι υποβολείς των κυβερνητικών εξαγγελιών. Έστω κι αν χρησιμοποίησαν τον εκβιασμό του spread. Έστω κι αν τους ήταν απαραίτητη η διαμεσολάβηση των Βρυξελλών (αλλά και των εγχώριων ΜΜΕ). Όσο αίμα ζήτησαν μέχρι στιγμής το έχουν πάρει. Ήθελαν 14ο μισθό; Τον πήραν. Ήθελαν και μέρος του 13ου; Το πήραν. Ήθελαν πάγωμα συντάξεων; Το πήραν. Ήθελαν αύξηση του ΦΠΑ; Την πήραν. Και φυσικά η δίψα τους δεν έχει ακόμη κορεστεί. Γιατί το πρόβλημα των πιστωτών μας δεν είναι απλώς αν θα πάρουν κάποτε πίσω τα χρήματά τους. Επί της ουσίας δεν πρόκειται να τα πάρουν ποτέ όλα, κι ίσως ούτε τα χρειάζονται όσο το υπέρογκο ελληνικό χρέος τούς εξασφαλίζει μια αδιάκοπη ροή κερδών, αλλά και αντίστοιχες υπεραξίες από το χρέος των άλλων χωρών-θυμάτων του Συμφώνου Σταθερότητας. Στην πραγματικότητα, τους εχθρούς -τους πιστωτές μας- δεν τους ενδιαφέρει το πόσες κρατικές δαπάνες περικόπτονται, όσο η ποιότητά τους. Τους ενδιαφέρει μια μόνιμη άρση δικαιωμάτων της εργασίας, ένα οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τα τελευταία ίχνη κοινωνικού κράτους, που στην Ελλάδα μπορεί να έχει την ιδιαίτερη μορφή του 14ου μισθού, στη Γερμανία την εκδοχή της ισχυρής ανταποδοτικότητας των φόρων σε κοινωνικές παροχές, υποδομές και υπηρεσίες και στη Σουηδία τη συσκευασία ενός υψηλότατου επιδόματος ανεργίας που αντισταθμίζει την ελευθερία των απολύσεων. Οι πιστωτές μας θέλουν αίμα θεσμικό που τους παρέχεται εν αφθονία σήμερα στην Ελλάδα και που θα το απαιτήσουν σε ανάλογη ποσότητα και ποιότητα αύριο από τους Ισπανούς, τους Πορτογάλους, τους Ιταλούς, ακόμη και τους Γερμανούς.
ΔΙΟΤΙ, ΠΟΥΘΕΝΑ, σε καμία αποστροφή των πύρινων πατριωτικών λόγων, σε κανένα κατεπείγον νομοσχέδιο δεν έχει γραφεί έστω μια υποσημείωση που υπόσχεται ότι σε δύο ή σε πέντε χρόνια τα «δανεικά» από το εισόδημα που σήμερα «κατάσχεται» θα επιστραφούν. Κανείς δεν είπε ότι τα δικαιώματα που τώρα τελούν υπό αναστολή θα αποκατασταθούν όταν η χώρα «σωθεί».
ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ είναι ότι ο εχθρός όχι μόνο είναι εντός των τειχών, αλλά έχει κάνει ήδη και την κατάληψη των ανακτόρων, χειμερινών και θερινών. Και η κυβέρνηση, η πολιτική και οικονομική ελίτ της χώρας όχι μόνο δεν του πρόβαλαν αντίσταση, αλλά επέλεξαν να χαράξουν τη γραμμή του πολεμικού μετώπου εντός της ελληνικής κοινωνίας. Ο πόλεμος, αντί να διεξάγεται με τον εχθρό, εξελίσσεται σε εμφύλιο. Στη χειρότερη οικονομική συγκυρία των τελευταίων δεκαετιών, τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα υποβάλλονται σ’ ένα ισχυρό ηλεκτροσόκ, που είναι απορίας άξιο πώς δεν έχει ακόμη προκαλέσει έκρηξη. Ίσως, όταν τα κυβερνητικά μέτρα βγουν από τον προστατευτικό κέλυφος της δημοσιοϋπαλληλικής ενοχής, όταν αφήσουν το αναπόφευκτο αποτύπωμά τους στον ιδιωτικό τομέα, όταν διαψεύσουν τα πρόχειρα σχέδια επιβίωσης των νοικοκυριών, όταν δηλαδή κάνουν ταμείο, ίσως τότε τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Πιο εκρηκτικά. Ίσως τότε ο πόλεμος -αυτός ο πόλεμος, ο εσωτερικός, ο κοινωνικός εμφύλιος- από μεταφορικός γίνει κυριολεκτικός. Κάτι ήξερε ο επίτιμος Μητσοτάκης που, αφού χειροκρότησε τη διάβαση του Ρουβίκωνα, εστίασε την ανησυχία και την αγωνία του στην κοινωνική αναταραχή. Κάτι ξέρει -ως άνθρωπος με βαθύ ταξικό ένστικτο- όταν κάνει έκκληση όχι στον πατριωτισμό των Ελλήνων, αλλά στον πατριωτισμό της πολιτικής ελίτ, την οποία καλεί σε καθεστωτική συστράτευση. Αλλά με ποιο κύρος, ποια αξιοπιστία, πιο ηθικό έρεισμα να σταθεί απέναντι στον κοινωνικό θυμό η πολιτική ηγεσία, όταν μαζί με τη συνθηκολόγηση με τους πιστωτές έχει υπογράψει και την παράδοση των λειψάνων της εξουσίας της;
ΜΕΤΡΑΜΕ ΗΔΗ πολλές συντριπτικές ήττες στον πόλεμο αυτό. Κι έναν ακόμη πιο συντριπτικό απολογισμό, τόσο στο κύριο μέτωπό του όσο και στα μετόπισθεν. Στο μέτωπο μπορούμε να αντικρίσουμε το κουφάρι του κοινωνικού πλούτου, υποθηκευμένου μέχρι τελευταίου ευρώ στο χρέος των 300 και πλέον δισ. ευρώ που μέχρι το τέλος του χρόνου (αν, βάσει του «καλού» σεναρίου, μας δανείσουν) θα έχει φτάσει αισίως τα 400 δισ. ευρώ. Μπορούμε επίσης να δούμε το πανοραμικό τοπίο μιας οικονομίας χωρίς παραγωγική ραχοκοκαλιά, με φυσικούς και ανθρώπινους πόρους λεηλατημένους. Στα μετόπισθεν, τα πτώματα πολλαπλασιάζονται δραματικά: ιστορικά δικαιώματα της εργασίας παραδίδονται στην πυρά. Μια ύφεση άγνωστης διάρκειας (μέχρι την πενταετία την ανεβάζουν οι πεσιμιστές) ισοπεδώνει τις λιγοστές ελπίδες ανάκαμψης. Τα πιο φτωχά στρώματα παραδίδονται στο άγχος της επιβίωσης. Το ήδη ανάπηρο κοινωνικό κράτος ακρωτηριάζεται περαιτέρω. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία τελεί υπό αναστολή. Η πολιτική ψελλίζει αμήχανες εκκλήσεις στον πατριωτισμό των Ελλήνων.
ΈΧΟΥΜΕ ΠΟΛΕΜΟ, ΛΟΙΠΟΝ. Αλλά, ποιος είναι ο εχθρός; Αν υποθέσουμε ότι το διακύβευμα είναι το δυσθεώρητο χρέος μας και ο πανάκριβος πια κρατικός δανεισμός, ποιοι είναι οι επιτιθέμενοι; Ακόμη και στου πρωθυπουργού την επιχειρηματολογία μπορεί κανείς να βρει μιαν αδρή περιγραφή τους, έστω κι αν λείπει πια η ρητή καταγγελία τους. Περιγράφηκαν ως αδίστακτοι κερδοσκόποι, αλλά είναι οι ίδιοι που μας δάνειζαν παλιότερα και με μικρότερο επιτόκιο. Αποκλήθηκαν άσπονδοι πολέμιοι του ευρώ, αλλά είναι οι ίδιοι που παλιότερα κέρδιζαν από τις διακυμάνσεις της δραχμής, οι ίδιοι που την πρώτη δεκαετία του ευρωπαϊκού νομίσματος πόνταραν στην ελεγχόμενη πτώση του δολαρίου. Καταγγέλθηκαν για ύπουλο, διπλό παιχνίδι εις βάρος του ελληνικού χρέους, αλλά είναι οι ίδιοι που προσέφεραν τις ακριβές υπηρεσίες τους στις κυβερνήσεις για τα περίτεχνα swaps, τις αποκρατικοποιήσεις ή τις περίφημες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Ποιοι είναι; Είναι οι πιστωτές της χώρας. Και των άλλων χωρών, βεβαίως. Με τους δανειστές μας έχουμε τον πόλεμο, έτσι δεν είναι; Και πώς επισημοποιεί και κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον τους η κυβέρνηση; Με μια κραχτή, επαχθή, εξευτελιστική συνθηκολόγησή μαζί τους. Με μια επαίσχυντη παράδοση γης και ύδατος. Με μια οδυνηρή κατάθεση των όπλων, που κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται «απόφαση πολιτικής τόλμης» και απαιτεί την πατριωτική υποταγή των υποτελών.
ΜΗΠΩΣ ΥΠΕΡΒΑΛΛΩ; Δεν νομίζω. Αν ανακαλέσει κανείς την ακολουθία των γεγονότων από τη στιγμή που εξαγγέλθηκε η δημοσιονομική «καταγραφή» μέχρι σήμερα, θα διαπιστώσει την τρομακτική επαλήθευση του «σεναρίου» των αγορών. Οι πιστωτές μας -είτε βρίσκονται στη Νέα Υόρκη, είτε στο Λονδίνο και τη Φρανκφούρτη- μπορούν να είναι περήφανοι ότι λειτούργησαν ως αξιόπιστοι υποβολείς των κυβερνητικών εξαγγελιών. Έστω κι αν χρησιμοποίησαν τον εκβιασμό του spread. Έστω κι αν τους ήταν απαραίτητη η διαμεσολάβηση των Βρυξελλών (αλλά και των εγχώριων ΜΜΕ). Όσο αίμα ζήτησαν μέχρι στιγμής το έχουν πάρει. Ήθελαν 14ο μισθό; Τον πήραν. Ήθελαν και μέρος του 13ου; Το πήραν. Ήθελαν πάγωμα συντάξεων; Το πήραν. Ήθελαν αύξηση του ΦΠΑ; Την πήραν. Και φυσικά η δίψα τους δεν έχει ακόμη κορεστεί. Γιατί το πρόβλημα των πιστωτών μας δεν είναι απλώς αν θα πάρουν κάποτε πίσω τα χρήματά τους. Επί της ουσίας δεν πρόκειται να τα πάρουν ποτέ όλα, κι ίσως ούτε τα χρειάζονται όσο το υπέρογκο ελληνικό χρέος τούς εξασφαλίζει μια αδιάκοπη ροή κερδών, αλλά και αντίστοιχες υπεραξίες από το χρέος των άλλων χωρών-θυμάτων του Συμφώνου Σταθερότητας. Στην πραγματικότητα, τους εχθρούς -τους πιστωτές μας- δεν τους ενδιαφέρει το πόσες κρατικές δαπάνες περικόπτονται, όσο η ποιότητά τους. Τους ενδιαφέρει μια μόνιμη άρση δικαιωμάτων της εργασίας, ένα οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τα τελευταία ίχνη κοινωνικού κράτους, που στην Ελλάδα μπορεί να έχει την ιδιαίτερη μορφή του 14ου μισθού, στη Γερμανία την εκδοχή της ισχυρής ανταποδοτικότητας των φόρων σε κοινωνικές παροχές, υποδομές και υπηρεσίες και στη Σουηδία τη συσκευασία ενός υψηλότατου επιδόματος ανεργίας που αντισταθμίζει την ελευθερία των απολύσεων. Οι πιστωτές μας θέλουν αίμα θεσμικό που τους παρέχεται εν αφθονία σήμερα στην Ελλάδα και που θα το απαιτήσουν σε ανάλογη ποσότητα και ποιότητα αύριο από τους Ισπανούς, τους Πορτογάλους, τους Ιταλούς, ακόμη και τους Γερμανούς.
ΔΙΟΤΙ, ΠΟΥΘΕΝΑ, σε καμία αποστροφή των πύρινων πατριωτικών λόγων, σε κανένα κατεπείγον νομοσχέδιο δεν έχει γραφεί έστω μια υποσημείωση που υπόσχεται ότι σε δύο ή σε πέντε χρόνια τα «δανεικά» από το εισόδημα που σήμερα «κατάσχεται» θα επιστραφούν. Κανείς δεν είπε ότι τα δικαιώματα που τώρα τελούν υπό αναστολή θα αποκατασταθούν όταν η χώρα «σωθεί».
ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ είναι ότι ο εχθρός όχι μόνο είναι εντός των τειχών, αλλά έχει κάνει ήδη και την κατάληψη των ανακτόρων, χειμερινών και θερινών. Και η κυβέρνηση, η πολιτική και οικονομική ελίτ της χώρας όχι μόνο δεν του πρόβαλαν αντίσταση, αλλά επέλεξαν να χαράξουν τη γραμμή του πολεμικού μετώπου εντός της ελληνικής κοινωνίας. Ο πόλεμος, αντί να διεξάγεται με τον εχθρό, εξελίσσεται σε εμφύλιο. Στη χειρότερη οικονομική συγκυρία των τελευταίων δεκαετιών, τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα υποβάλλονται σ’ ένα ισχυρό ηλεκτροσόκ, που είναι απορίας άξιο πώς δεν έχει ακόμη προκαλέσει έκρηξη. Ίσως, όταν τα κυβερνητικά μέτρα βγουν από τον προστατευτικό κέλυφος της δημοσιοϋπαλληλικής ενοχής, όταν αφήσουν το αναπόφευκτο αποτύπωμά τους στον ιδιωτικό τομέα, όταν διαψεύσουν τα πρόχειρα σχέδια επιβίωσης των νοικοκυριών, όταν δηλαδή κάνουν ταμείο, ίσως τότε τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Πιο εκρηκτικά. Ίσως τότε ο πόλεμος -αυτός ο πόλεμος, ο εσωτερικός, ο κοινωνικός εμφύλιος- από μεταφορικός γίνει κυριολεκτικός. Κάτι ήξερε ο επίτιμος Μητσοτάκης που, αφού χειροκρότησε τη διάβαση του Ρουβίκωνα, εστίασε την ανησυχία και την αγωνία του στην κοινωνική αναταραχή. Κάτι ξέρει -ως άνθρωπος με βαθύ ταξικό ένστικτο- όταν κάνει έκκληση όχι στον πατριωτισμό των Ελλήνων, αλλά στον πατριωτισμό της πολιτικής ελίτ, την οποία καλεί σε καθεστωτική συστράτευση. Αλλά με ποιο κύρος, ποια αξιοπιστία, πιο ηθικό έρεισμα να σταθεί απέναντι στον κοινωνικό θυμό η πολιτική ηγεσία, όταν μαζί με τη συνθηκολόγηση με τους πιστωτές έχει υπογράψει και την παράδοση των λειψάνων της εξουσίας της;
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (6/3/2010)
…Η Ελλάδα μόνη της δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα. Μπορεί μόνο να συνεχίσει να διαχειρίζεται εν μέσω κρίσης, μειώνοντας με βίαιο τρόπο το κρατικό έλλειμμα. Μέσα σε ένα χρόνο θα δουν ότι δεν προχωράει έτσι, ότι δεν γίνεται τίποτα έτσι, και μετά είμαι πολύ περίεργος να δω τι θα γίνει πολιτικά εκεί, αλλά και εδώ. Η Ελλάδα δεν είναι χρεοκοπημένη. Αλλά δεν πρόκειται να λειτουργήσει η μείωση του χρέους γιατί βρίσκεται στο μέσον της ύφεσης. Έτσι, μετά ένα χρόνο, θα βρίσκεται καταμεσής στα συντρίμμια αυτής της πολιτικής και θα τίθεται το ερώτημα: Λοιπόν, αποχωριζόμαστε ο ένας από τον άλλον ή αρχίζουμε να αναλογιζόμαστε σοβαρά πια για τα προβλήματα;
Χάινερ Φλάσμπεκ, συνέντευξη στην εφημερίδα «Freitag», 18-2-2010 (Γερμανός οικονομολόγος, διευθυντής του τμήματος παγκοσμιοποίησης και αναπτυξιακής στρατηγικής του ΟΗΕ)
Χάινερ Φλάσμπεκ, συνέντευξη στην εφημερίδα «Freitag», 18-2-2010 (Γερμανός οικονομολόγος, διευθυντής του τμήματος παγκοσμιοποίησης και αναπτυξιακής στρατηγικής του ΟΗΕ)