«Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, ακέριος μοναχός του.
Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι ηπείρου, ένα μέρος στεριάς.
Αν η θάλασσα ξεπλύνει ένα σβόλο χώμα, η Ευρώπη γίνεται μικρότερη.
Όπως κι αν ξεπλύνει ένα ακρωτήρι ή ένα σπίτι φίλων σου ή δικό σου.
Κάθε ανθρώπου ο θάνατος λιγοστεύει εμένα τον ίδιο, γιατί είμαι ένα με την Ανθρωπότητα.
Κι έτσι ποτέ σου μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπάει για σένα». Τζον Νταν (1624)
ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι έκανε διάσημο αυτό το απόσπασμα από έργο του Άγγλου ποιητή και ιερωμένου Τζον Νταν, τοποθετώντας το στην αρχή του βιβλίου του «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα». Το οποίο βιβλίο, αν και αναφέρεται στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και κυκλοφόρησε μετά το τέλος του, άσκησε βαθύτατη επίδραση στην αμερικανική κοινή γνώμη, ιδιαίτερα στην πνευματική της ελίτ, που φλέρταρε με την ιδέα να τηρήσει απόλυτη ουδετερότητα απέναντι στη ναζιστική λαίλαπα στην Ευρώπη.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟ η ιστορία πάλι επαναλαμβάνεται. Κι είμαστε, μάλιστα, στη φάση που επαναλαμβάνεται όχι ως φάρσα, αλλά ως τραγωδία. Ό,τι συμβαίνει εδώ και σχεδόν τρεις μήνες στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή, ό,τι συγκλονίζει τις αραβικές κοινωνίες, με κορυφαία στιγμή την εξέγερση στη Λιβύη και τη στυγνή αντίδραση του καθεστώτος, το αντιλαμβανόμαστε ως κεραυνό εν αιθρία. Κι εμείς, οι κοινοί θνητοί, είναι πιθανότατα λογικό να το αντιλαμβανόμαστε έτσι. Αλλά δεν δικαιούνται να δηλώνουν έκπληκτοι οι πολιτικοί ηγέτες ή οι χρυσοκάνθαροι των αγορών, οι οποίοι εδώ και μια δεκαετία ζουν τους μήνες και τα χρόνια του μέλιτος με το καθεστώς Καντάφι, επισφραγίζοντας με συμβόλαια πολλών δισεκατομμυρίων την προσέγγισή του. Το κωμικοτραγικό είναι ότι οι ηγεσίες της Δύσης επέλεξαν να αποκαταστήσουν πλήρως τις σχέσεις τους με τα αυταρχικά αραβικά καθεστώτα που για χρόνια περιελάμβαναν στις «μαύρες λίστες» τους, ακριβώς τη στιγμή που αυτά έχαναν και τα τελευταία ίχνη λαϊκών ερεισμάτων. Τι πιο συμβολικό, άλλωστε, από το γεγονός ότι ο «γραφικός» Καντάφι, του οποίου τα εκτός διπλωματικού πρωτοκόλλου βίτσια τηρούσαν με ευλάβεια οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί συνεταίροι του (τσαντίρια στημένα στις αυλές προεδρικών μεγάρων, χαρέμια από νεαρές ένοπλες φρουρούς…), με γαλλικά μαχητικά βομβαρδίζει τους Λίβυους αντιπάλους του.
ΑΛΛΑ, για να επιστρέψουμε στον Τζον Νταν και το υπαρξιακό ερώτημα «για ποιον χτυπάει η καμπάνα», ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο μας ελαττώνουν εδώ -στην Αθήνα, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη- οι θάνατοι στην Πράσινη Πλατεία της Τρίπολης και σε όλες τις πόλεις της Λιβύης, και του Μπαχρέιν, και της Τυνησίας. Πόσο μικραίνει την Ευρώπη, και την Αμερική ή την Ασία, το μακελειό σε βάρος των κοινωνιών που διψάνε για ψωμί κι ελευθερία, είδη σε ανεπάρκεια (έστω και σε διαφορετικές ποσοστώσεις) και στην Ανατολή αλλά και στη Δύση. Αν αντιληφθούμε τις εξελίξεις εδώ κι εκεί σαν τυχαία, παράλληλα περιστατικά, δεν πρόκειται ποτέ να αισθανθούμε αυτή τη βαθύτερη ώσμωση που φέρνουν στα απορημένα, αμήχανα, έκπληκτα μέλη της ανθρωπότητας ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός και οι επικίνδυνοι σπασμοί του.
ΕΧΕΙ, ΛΟΙΠΟΝ, σημασία να θυμίσουμε την ακολουθία των γεγονότων που καταλήγουν στην έκρηξη των αραβικών κοινωνιών, έστω κι αν αυτά αποτελούν απλές αφορμές, σταγόνες που ξεχειλίζουν τα ποτήρια. Και την άκρη του νήματος πρέπει να την αναζητήσουμε στις ΗΠΑ, κάπου την άνοιξη του 2007, όταν η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων κλονίζει την ψευδαίσθηση οικονομικής ευημερίας. Χιλιάδες ανυποψίαστοι Αμερικανοί προειδοποιούνται με κατάσχεση των ενυπόθηκων ακινήτων τους, τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών γεμίζουν επισφαλή δάνεια και υποτιμημένα ακίνητα, στεγαστικές και εμπορικές τράπεζες καταρρέουν, ενώ άλλες, επενδυτικές, θησαυρίζουν γιατί στοιχημάτισαν εύστοχα στην κατάρρευση. Τα τοξικά τραπεζικά ομόλογα που καλύπτουν τα επισφαλή τραπεζικά δάνεια των Αμερικανών έχουν πουληθεί σ’ όλο τον κόσμο. Κι ενώ η αμερικανική ηγεσία σπεύδει να σώσει με πακτωλούς κρατικού χρήματος τις τράπεζες, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, ζαλισμένες, ανακαλύπτουν ότι και οι δικές τους «καθωσπρέπει» τράπεζες έχουν γεμίσει τα χαρτοφυλάκιά τους με αμερικανικά τοξικά ομόλογα που «σκάνε» με κρότο. Και φυσικά, σπεύδουν να τις διασώσουν, πάντα με χρήμα των φορολογουμένων που εκτοξεύει το κρατικό χρέος σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. Η ηθικολογική φλυαρία για τα άπληστα golden boys των τραπεζών στην αρχή και η «αποκάλυψη» της ελληνικής κρίσης λίγο αργότερα γίνονται τα ιδεώδη προσχήματα για την ταξική επιλογή των ευρωπαϊκών ηγεσιών: σώζουμε τις τράπεζες, έστω κι αν οι κοινωνίες πρέπει να στενάξουν. Στο μεταξύ, ουδείς παρακολουθεί ότι οι ίδιες οι διασωζόμενες αμερικανικές και ευρωπαϊκές τράπεζες, μαζί με τα σκιώδη επενδυτικά κεφάλαια που δρουν χωρίς να γνωρίζουν σύνορα, αναζητούν εναλλακτικές λύσεις για να αναπληρώσουν τα σπασμένα της κρίσης ακόμη και στους όρους επιβίωσης των ανθρώπων: στο ψωμί τους. Οι «καθωσπρέπει» τράπεζες κάνουν το κουμάντο τους στοιχηματίζοντας στο χρηματιστήριο των τροφίμων με κάθε αφορμή. Τη μια είναι οι πλημμύρες στην Αυστραλία, την άλλη οι μουσώνες στην Ασία, την τρίτη φορά οι πυρκαγιές στη Ρωσία. Κάθε τι φυσικό ή αφύσικο συμβαίνει στον πλανήτη γίνεται πρόσχημα για κερδοσκοπία πάνω στα συμβόλαια τροφίμων, των οποίων οι τιμές εκτοξεύονται, φέρνοντας σε απόγνωση τις κοινωνίες που εξαρτούν την επιβίωσή τους από τα στοχειώδη: από το στάρι, το καλαμπόκι, το ρύζι, τη σόγια. Αυτή η έκρηξη τιμών ήταν η θρυαλλίδα που προκάλεσε τις αλλεπάλληλες εκρήξεις στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Αυτή ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά που σιγόκαιγε για δεκαετίες.
ΕΚ ΠΡΩΤΗΣ ΟΨΕΩΣ, λοιπόν, τίποτε δεν φαίνεται να συνδέει τον φιλήσυχο Αμερικανό προτεστάντη που η τράπεζα τού πήρε το σπίτι και η επιχείρηση τον έδιωξε από τη δουλειά με τον ανήσυχο Αιγύπτιο μουσουλμάνο που αντιλήφθηκε ότι δεν θα μπορεί πια ούτε το ψωμί να εξασφαλίσει για τα παιδιά του. Τίποτα δεν συνδέει τον Έλληνα εργαζόμενο που έχει εξελιχθεί σε «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης, λοιδορούμενος ως τεμπέλης, αντιπαραγωγικός, άπληστος τρόφιμος του ευρωπαϊκού Πρυτανείου με τον Λίβυο πολίτη που βλέπει την «επαναστατική» ηγεσία της χώρας του να μετατρέπει την οικονομία της σε οικογενειακή μπίζνα με όλους τους αστέρες του δυτικού καπιταλισμού. Τίποτα δεν συνδέει τις πιέσεις που ασκούνται στην Ελλάδα να ξεπουλήσει όσο όσο τον δημόσιο πλούτο της με τον τρόπο που η αραβική νομενκλατούρα ξεπούλησε και λεηλάτησε τον πλούτο των αραβικών κοινωνιών. Τίποτα δεν συνδέει την κερδοσκοπία των ασύδοτων επενδυτικών κεφαλαίων και στο πετρέλαιο και στο κρατικό χρέος των χωρών της Ευρωζώνης που εκτινάσσει τώρα την τιμή του αργού πετρελαίου, αύριο ξανά των spreads των ελληνικών ή των ισπανικών ομολόγων. Και τίποτα δεν συνδέει το πείσμα της γερμανικής και λοιπής ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας να «βομβαρδίζει» με αιώνια λιτότητα τις κοινωνίες της Ε.Ε. με την ανελέητη βία με την οποία τα καθεστώτα τύπου Καντάφι πασχίζουν να κρατηθούν στην εξουσία. Τίποτα δεν συνδέει εμάς με εκείνους. Και ταυτόχρονα μας συνδέουν όλα.
ΖΟΥΜΕ μία από εκείνες τις σπάνιες συγκυρίες κατά τις οποίες η ανθρωπότητα, οι υποτελείς τάξεις σε όλες τις κοινωνίες, της Γης οι κολασμένοι, αποκτούν εκείνη την αίσθηση κοινότητας, τη μοναδική και εξόφθαλμα ορατή ενότητα συμφερόντων, ανεξάρτητα από το αν ο Ευρωπαίος δημόσιος υπάλληλος «πέφτει» απότομα από την ευημερία του μισθού των 2.000 ευρώ, ενώ ο Αιγύπτιος λιμοκτονεί για ένα ευρώ τη μέρα. Ζούμε επίσης μία από εκείνες τις σπάνιες συγκυρίες που αποκαλύπτουν πως η «τυραννία» (είτε παίρνει την όψη στυγνών δικτατοριών είτε κρύβεται πίσω από τη δημοκρατία) έχει κοινό πρόσωπο, όνομα και, διεύθυνση – λέγεται «έξυπνο χρήμα», κι ας φέρεται συχνά ως ηλίθιο μια που, καταστρέφοντας τις κοινωνίες αργά ή γρήγορα και το ίδιο θα καταστραφεί.
ΖΟΥΜΕ, λοιπόν, μία από εκείνες τις στιγμές της ιστορίας που ο Αμερικανός πολίτης, ο Ευρωπαίος φορολογούμενος, ο Έλληνας μισθωτός, ο Άραβας πένητας ακούνε τις καμπάνες να χτυπούν -στη Λιβύη, στο Μπαχρέιν, στη Σαουδική Αραβία- και μπορούν ν’ αντιληφθούν πως χτυπούν και για τους ίδιους. Κι ας έχουν άλλοτε τον τρομακτικό ήχο του βομβαρδιστικού κι άλλοτε τη φωνή ενός φανατικού προπαγανδιστή της λιτότητας στα τηλεοπτικά δελτία των 8.00.
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Sunday, February 27, 2011
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (26/2/2011)
Έχοντας εμμονή με τη Household, (ο Έισμαν) παρευρέθηκε σε γεύμα που είχε διοργανώσει μια μεγάλη εταιρεία της Γουόλ Στριτ. Προσκεκλημένος ομιλητής ήταν ο Χερμπ Σάντλερ, διευθύνων σύμβουλος του κολοσσιαίου στεγαστικού ταμιευτηρίου Golden West Financial Corporation. «Κάποιος τον ρώτησε αν πίστευε στο μοντέλο του δωρεάν λογαριασμού επιταγών», θυμάται ο Έισμαν. «Κι εκείνος είπε “σβήστε τα κασετόφωνά σας”. Όλοι έσβησαν τα κασετόφωνά τους. Κι εκείνος εξήγησε ότι η εταιρεία του απέφευγε τους δωρεάν λογαριασμούς επιταγών, επειδή ουσιαστικά ήταν σαν να φορολογείς τους φτωχούς – με τη μορφή προστίμων για τις υπεραναλήψεις στους λογαριασμούς όψεώς τους. Και ότι στην πραγματικότητα όσες τράπεζες τους χρησιμοποιούσαν απλώς υπολόγισαν ότι έτσι θα μπορούσαν να γδέρνουν τους φτωχούς ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι θα τους έγδερναν αν τους χρέωναν για τις επιταγές τους».
«Ενδιαφέρεται καμιά ρυθμιστική αρχή γι’ αυτό;», ρώτησε ο Έισμαν.
«Όχι», απάντησε ο Σάντλερ.
Και τότε αποφάσισα ότι η ουσία του συστήματος ήταν “γαμήστε τους φτωχούς”».
Michael Lewis, «Το μεγάλο σορτάρισμα»
«Ενδιαφέρεται καμιά ρυθμιστική αρχή γι’ αυτό;», ρώτησε ο Έισμαν.
«Όχι», απάντησε ο Σάντλερ.
Και τότε αποφάσισα ότι η ουσία του συστήματος ήταν “γαμήστε τους φτωχούς”».
Michael Lewis, «Το μεγάλο σορτάρισμα»
Saturday, February 19, 2011
ΕΞΗΝΤΑ ΓΙΑΤΙ (19/02/2011)
Λένε πως το σημαντικότερο δεν είναι να διαθέτεις τις σωστές απαντήσεις, αλλά να θέτεις τις σωστές ερωτήσεις. Στους 16 μήνες της ζωής μας με το χρέος έχουν συσσωρευτεί χιλιάδες τέτοιες ερωτήσεις, εκατοντάδες «γιατί» στα οποία οι πολιτικοί «παιδαγωγοί» της κοινωνίας, οι «εκπαιδευτές» μας στη λιτότητα και στον μαρασμό, έχουν αποφύγει επιμελώς να απαντήσουν. Ίσως γιατί ποτέ δεν τέθηκαν με την ένταση και με τη σαφήνεια που επιβάλλει η συγκυρία. Ιδού μερικά από τα «γιατί» της προσωπικής μου συλλογής.
Γιατί είναι αδιανόητη η στάση πληρωμών προς τους πιστωτές της χώρας, αλλά είναι αυτονόητη η στάση πληρωμών προς τους μισθωτούς και προς το κοινωνικό κράτος; Γιατί είναι απλό να «σπάσουν» τα συμβόλαια με τους μισθωτούς του Δημοσίου και των ΔΕΚΟ, ενώ είναι αδύνατο να επανεξεταστούν οι τοκογλυφικοί όροι των συμβάσεων με τους δανειστές του κράτους; Γιατί είναι κοινωνικά δίκαιο να μειωθούν οι μισθοί, αλλά είναι άδικο να αθετήσουμε τις δεσμεύσεις μας προς τη Διεθνή της τοκογλυφίας; Γιατί είναι οδυνηρό να καταρρεύσουν μερικές τράπεζες, αλλά είναι ανώδυνο να οδηγηθεί σε μαρασμό η κοινωνία; Γιατί είναι «αναπτυξιακό» μέτρο να μειώνεται η φορολογία των επιχειρήσεων, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται η φορολογία μισθωτών και καταναλωτών; Γιατί διευκολύνονται οι απολύσεις εργαζομένων, ενώ δεν προβλέπεται «απόλυση» εργοδοτών για ανικανότητα να διαχειριστούν τις επιχειρήσεις τους και στην ευημερία και στην κρίση; Γιατί στο τέλος του μισθού και της σύνταξης μένει πάντα τόσος πολύς μήνας;
Γιατί η επιχείρηση «διαφάνεια» δεν επεκτείνεται σε όλες τις συμβάσεις του κράτους με ξένες και εγχώριες επιχειρήσεις που επιβάρυναν το κρατικό χρέος; Γιατί η κυβέρνηση δεν διεκδικεί εδώ και τώρα τις γερμανικές αποζημιώσεις, ενώ προτιμά να «αξιοποιήσει» την περιουσία του Δημοσίου; Γιατί η κυβέρνηση δεν αρνείται εδώ και τώρα το μέρος του χρέους που αντιστοιχεί σε συμβάσεις προμηθειών αποδεδειγμένα πνιγμένες στη μίζα (Siemens, C4I, υποβρύχια); Γιατί το κράτος δεν ανακτά τις κρατικές επιδοτήσεις που εξέθρεψαν τις μαϊμού επενδύσεις που η επιχειρηματική ελίτ μετέτρεψε σε πολυτελή κατανάλωση ή καταθέσεις στο εξωτερικό; Γιατί στις αλλεπάλληλες «επιχειρήσεις κάθαρσης» οι εμπλεκόμενοι ιδιώτες χρυσοκάνθαροι βρέθηκαν στο απυρόβλητο; Γιατί οι εξεταστικές και τα δικαστήρια βλέπουν μόνο ευθύνες κρατικών λειτουργών, άντε και μερικών πολιτικών με παραγεγραμμένα αδικήματα; Γιατί για το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου δεν βρέθηκε ούτε ένας επιχειρηματίας στη φυλακή, αλλά μόνο η ανακρίτρια που τους έλεγχε (κι αυτή για άλλο, άσχετο αδίκημα); Γιατί τιμωρείται εύκολα το χέρι που παίρνει, αλλά ποτέ το χέρι που δίνει; Γιατί το κράτος αλλάζει ακόμα και τον κώδικα κυκλοφορίας για να εγγυηθεί τα κέρδη των εργολάβων των εθνικών οδών; Γιατί είναι «έξυπνο» να απογυμνώνεις το κράτος από περιουσιακά στοιχεία; Γιατί είναι δίκαιο να παραδίδεις την επόμενη γενιά Ελλήνων έκθετη, μ’ ένα κράτος ουσιαστικά χρεοκοπημένο και υποθηκευμένο στους πιστωτές του, στην επόμενη κρίση χρέους;
Γιατί η Goldman Sachs ήταν διαρκώς παρούσα στη δημιουργική λογιστική της προηγούμενης δεκαετίας; Γιατί οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. την προτιμούσαν σταθερά ως σύμβουλο στα τρικ απόκρυψης του χρέους; Γιατί η Μέρκελ βγάζει φλύκταινες από τότε που αποκαλύφθηκε ο ρόλος της «τράπεζας που κυβερνά τον κόσμο»; Γιατί τα αφεντικά της Goldman Sachs «την έπεσαν» από την πρώτη στιγμή στη νέα κυβέρνηση και στον Γ. Παπανδρέου προσωπικά, πρόθυμα να προσφέρουν και πάλι τις υπηρεσίες τους; Γιατί ο πρωθυπουργός απέρριψε πέρυσι την πρότασή τους για ένα πρόγραμμα διαχείρισης του χρέους μέσω «αξιοποίησης και τιτλοποίησης της περιουσίας» του Δημοσίου, αλλά τώρα την προωθεί; Αλλά, και γιατί στον οργανισμό διαχείρισης του χρέους επελέγη άνθρωπος με θητεία στην Goldman Sachs; Γιατί στα τέλη του προηγούμενου μήνα βρέθηκε πάλι στην Αθήνα ο Νο2 της σκοτεινής τράπεζας; Και γιατί δεν ακούστηκε «κιχ» για τις επαφές του με τραπεζίτες και κρατικούς αξιωματούχους, λες κι έκανε απλώς τουρισμό; Γιατί η πρόταση της «Τράπεζας» για αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας επανήλθε στο τραπέζι μέσω τρόικας; Αλλά και γιατί ο «καλός» Τόμσεν του ΔΝΤ υποστηρίζει την «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας, ενώ ο «κακός» Ντερούζ της Κομισιόν θέλει την «πώλησή» της;
Γιατί οι μόνοι που σώζονται εδώ και τρία χρόνια, από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, είναι οι τραπεζίτες; Γιατί ήταν εύκολο και απλό για τις κυβερνήσεις Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ να τους διαθέσουν 85 δισ. ευρώ (μέχρις ώρας), ενώ ήταν αδύνατο να αφήσουν άθικτες συντάξεις και μισθούς; Γιατί η κυβέρνηση αύξησε από τα 10 στα 30 δισ. το πακέτο των κρατικών εγγυήσεων δανεισμού για τις τράπεζες; Και γιατί οι τράπεζες «σνομπάρουν» το πακέτο αυτό, σαν να μην το έχουν ανάγκη; Γιατί προτιμούν να συνεχίσουν να δανείζονται από την ΕΚΤ, έχοντας αντλήσει πάνω από 96 δισ. ευρώ με επιτόκιο 1%; Γιατί τρέμουν στην ιδέα ότι, αν πάρουν λεφτά από τις κρατικές εγγυήσεις, το κράτος θα «κατσικωθεί» για χρόνια στις διοικήσεις τους; Γιατί λιποθυμούν οι τραπεζίτες στην ιδέα μιας αναδιάρθρωσης και, τελικά, μερικής διαγραφής χρέους; Και γιατί η κυβέρνηση τους διαβεβαιώνει με τόσο πάθος ότι αυτό το ενδεχόμενο αποκλείεται; Γιατί καθυστερούν τα τεστ αντοχής των τραπεζών; Γιατί δεν πρόκειται να δούμε αποτελέσματα πριν από την απόφαση της ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής του Μαρτίου για τη «συνολική λύση» της κρίσης στην Ευρωζώνη;
Γιατί οι τραπεζίτες, φανατικοί των «αναδιαρθρώσεων» κατά τα άλλα, διαμηνύουν ότι συγχωνεύσεις και εξαγορές δεν γίνονται αν δεν γίνουν «μεταρρυθμίσεις» που να διευκολύνουν το κόστος τους; Γιατί οι τραπεζίτες είναι οι βασικοί εισηγητές προς την τρόικα ρυθμίσεων μείωσης του εργατικού κόστους και του κόστους των απολύσεων; Γιατί ο πατριωτισμός τους δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει την εκροή καταθέσεων άνω των 30 δισ. (τα μισά στο εξωτερικό) από το 2010 μέχρι σήμερα; Γιατί δεν πρόσφεραν ένα στοιχειωδώς ελκυστικό επιτόκιο, έστω στο ύψος του πληθωρισμού, στις προθεσμιακές καταθέσεις για να αποτρέψουν τη βουτιά του 2010; Γιατί η κυβέρνηση αναλαμβάνει προθύμως να πληρώσει τα σπασμένα, προσφέροντας εγγυήσεις ποσού ακριβώς αντίστοιχου με τις εκροές; Και γιατί προστρέχει αρωγός των τραπεζών, με το φόβητρο των φορολογικών ελέγχων και του πόθεν έσχες για όσους μετέφεραν τον μικρό ή μεγάλο «κουμπαρά» τους στην αλλοδαπή; Γιατί οι κρατικές και ημι-κρατικές τράπεζες (Αγροτική και ΤΤ) είναι μονίμως οι δακτυλοδεικτούμενες ως προβληματικές, ενώ οι άλλες, τάχα μου, σκάνε από υγεία; Κι αν σκάνε από υγεία, γιατί κλαιγόντουσαν ότι καταρρέουν μέχρι τη συμφωνία για το μνημόνιο;
Γιατί η Ελλάδα κυβερνάται από πέντε οικογένειες πολιτικών; Γιατί το μόνο κλειστό επάγγελμα που δεν «ανοίγει» είναι αυτό του πολιτικού; Γιατί στον δημόσιο βίο (Βουλή, κυβέρνηση, υπουργεία, κρατικά αξιώματα, διοικήσεις ΔΕΚΟ, τράπεζες) ανακυκλώνεται η ίδια «παρεούλα» προσώπων, σε εναλλασσόμενους ρόλους; Γιατί οι κυβερνήσεις κάθονται «κότες» στα ευρωπαϊκά fora; Γιατί αποφεύγουν σαν τον διάολο το λιβάνι τα βέτο; Γιατί δεν ζητούν συγγνώμη από την κοινωνία για τον εγκλωβισμό της στα καταρρακωμένα ευρωπαϊκά και εκσυγχρονιστικά οράματα; Γιατί κάθονται σούζα στους ευρωατλαντικούς ηγεμόνες; Γιατί ποτέ δεν τόλμησαν να αξιοποιήσουν μέχρι τέλους εναλλακτικές συμμαχίες (Κίνα, Ρωσία); Γιατί ακολούθησαν πειθήνια τους επικίνδυνους ευρωατλαντικούς εταίρους σε όλους τους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς τους (Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ); Γιατί ακόμη και σήμερα, στη συγκυρία της κρίσης χρέους, απεμπολούν το έσχατο όπλο της χρεοκοπίας; Γιατί προτιμούν την κατά Μέρκελ ελεγχόμενη χρεοκοπία; Γιατί οι πολιτικές προτεραιότητες της γερμανικής πολιτικής ελίτ είναι υπέρτερες ακόμα και από τις δικές τους;
Και γιατί η ελληνική κοινωνία διαψεύδει τις μεγάλες προσδοκίες; Γιατί αντιδρά φοβισμένη και πνιγμένη στις ενοχές; Γιατί έχει πιστέψει τη βλακεία «μαζί τα φάγαμε»; Γιατί έχει χάσει την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθησή της; Γιατί ο εκμαυλισμός ενός μεγάλου, πλην μειοψηφικού, της τμήματος έχει πνίξει στις τύψεις την πλειοψηφία της; Γιατί ο αμοραλισμός της ελίτ έχει στιγματίσει ηθικά όλο το κοινωνικό σώμα; Γιατί τα Μέσα Ενημέρωσης, αν και παραπαίοντα στην κρίση τους, φέρονται ως κυρίαρχη, καθεστωτική δύναμη; Γιατί επιτίθενται με φανατισμό σε κάθε κοινωνική αντίδραση; Γιατί αστυνομεύουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων; Και γιατί οι άνθρωποι δεν αντιδρούν δραστικά σ’ αυτή την αστυνόμευση; Γιατί δεν βλέπουν εναλλακτική λύση στην πολιτική; Και γιατί τροφοδοτούν μαζικά το «κόμμα της άρνησης», της αποχής, του λευκού και του ακύρου; Γιατί δεν έχουν καμία προσδοκία ούτε από τα συνδικάτα; Γιατί δεν είναι στους δρόμους να υπερασπιστούν τα αυτονόητα; Γιατί αισθάνονται ανήμποροι να αποσπάσουν, έστω μια μικρή ηθική νίκη έναντι της εξουσίας, των Αθηνών, των Βρυξελλών και των περιχώρων; Και γιατί η Αθήνα δεν έγινε Κάιρο;
Αυτό είναι ένα δείγμα 60 (αν τα έχω μετρήσει σωστά) «γιατί» από την πολύ πιο πληθωρική προσωπική μου συλλογή. Μερικά είναι, φυσικά, ρητορικά. Πολλά, όμως, χρήζουν απαντήσεων. Τα απευθύνω σε οποιονδήποτε θεωρεί εαυτόν αρμόδιο ή απλώς ικανό να τα απαντήσει. Σοβαρά. Απαντήσεις στα «γιατί» του τύπου «γιατί κλάνει το γατί κι έχει η γάτα μου ένα αυτί» απορρίπτονται ως ανεπαρκείς.
Γιατί είναι αδιανόητη η στάση πληρωμών προς τους πιστωτές της χώρας, αλλά είναι αυτονόητη η στάση πληρωμών προς τους μισθωτούς και προς το κοινωνικό κράτος; Γιατί είναι απλό να «σπάσουν» τα συμβόλαια με τους μισθωτούς του Δημοσίου και των ΔΕΚΟ, ενώ είναι αδύνατο να επανεξεταστούν οι τοκογλυφικοί όροι των συμβάσεων με τους δανειστές του κράτους; Γιατί είναι κοινωνικά δίκαιο να μειωθούν οι μισθοί, αλλά είναι άδικο να αθετήσουμε τις δεσμεύσεις μας προς τη Διεθνή της τοκογλυφίας; Γιατί είναι οδυνηρό να καταρρεύσουν μερικές τράπεζες, αλλά είναι ανώδυνο να οδηγηθεί σε μαρασμό η κοινωνία; Γιατί είναι «αναπτυξιακό» μέτρο να μειώνεται η φορολογία των επιχειρήσεων, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται η φορολογία μισθωτών και καταναλωτών; Γιατί διευκολύνονται οι απολύσεις εργαζομένων, ενώ δεν προβλέπεται «απόλυση» εργοδοτών για ανικανότητα να διαχειριστούν τις επιχειρήσεις τους και στην ευημερία και στην κρίση; Γιατί στο τέλος του μισθού και της σύνταξης μένει πάντα τόσος πολύς μήνας;
Γιατί η επιχείρηση «διαφάνεια» δεν επεκτείνεται σε όλες τις συμβάσεις του κράτους με ξένες και εγχώριες επιχειρήσεις που επιβάρυναν το κρατικό χρέος; Γιατί η κυβέρνηση δεν διεκδικεί εδώ και τώρα τις γερμανικές αποζημιώσεις, ενώ προτιμά να «αξιοποιήσει» την περιουσία του Δημοσίου; Γιατί η κυβέρνηση δεν αρνείται εδώ και τώρα το μέρος του χρέους που αντιστοιχεί σε συμβάσεις προμηθειών αποδεδειγμένα πνιγμένες στη μίζα (Siemens, C4I, υποβρύχια); Γιατί το κράτος δεν ανακτά τις κρατικές επιδοτήσεις που εξέθρεψαν τις μαϊμού επενδύσεις που η επιχειρηματική ελίτ μετέτρεψε σε πολυτελή κατανάλωση ή καταθέσεις στο εξωτερικό; Γιατί στις αλλεπάλληλες «επιχειρήσεις κάθαρσης» οι εμπλεκόμενοι ιδιώτες χρυσοκάνθαροι βρέθηκαν στο απυρόβλητο; Γιατί οι εξεταστικές και τα δικαστήρια βλέπουν μόνο ευθύνες κρατικών λειτουργών, άντε και μερικών πολιτικών με παραγεγραμμένα αδικήματα; Γιατί για το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου δεν βρέθηκε ούτε ένας επιχειρηματίας στη φυλακή, αλλά μόνο η ανακρίτρια που τους έλεγχε (κι αυτή για άλλο, άσχετο αδίκημα); Γιατί τιμωρείται εύκολα το χέρι που παίρνει, αλλά ποτέ το χέρι που δίνει; Γιατί το κράτος αλλάζει ακόμα και τον κώδικα κυκλοφορίας για να εγγυηθεί τα κέρδη των εργολάβων των εθνικών οδών; Γιατί είναι «έξυπνο» να απογυμνώνεις το κράτος από περιουσιακά στοιχεία; Γιατί είναι δίκαιο να παραδίδεις την επόμενη γενιά Ελλήνων έκθετη, μ’ ένα κράτος ουσιαστικά χρεοκοπημένο και υποθηκευμένο στους πιστωτές του, στην επόμενη κρίση χρέους;
Γιατί η Goldman Sachs ήταν διαρκώς παρούσα στη δημιουργική λογιστική της προηγούμενης δεκαετίας; Γιατί οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. την προτιμούσαν σταθερά ως σύμβουλο στα τρικ απόκρυψης του χρέους; Γιατί η Μέρκελ βγάζει φλύκταινες από τότε που αποκαλύφθηκε ο ρόλος της «τράπεζας που κυβερνά τον κόσμο»; Γιατί τα αφεντικά της Goldman Sachs «την έπεσαν» από την πρώτη στιγμή στη νέα κυβέρνηση και στον Γ. Παπανδρέου προσωπικά, πρόθυμα να προσφέρουν και πάλι τις υπηρεσίες τους; Γιατί ο πρωθυπουργός απέρριψε πέρυσι την πρότασή τους για ένα πρόγραμμα διαχείρισης του χρέους μέσω «αξιοποίησης και τιτλοποίησης της περιουσίας» του Δημοσίου, αλλά τώρα την προωθεί; Αλλά, και γιατί στον οργανισμό διαχείρισης του χρέους επελέγη άνθρωπος με θητεία στην Goldman Sachs; Γιατί στα τέλη του προηγούμενου μήνα βρέθηκε πάλι στην Αθήνα ο Νο2 της σκοτεινής τράπεζας; Και γιατί δεν ακούστηκε «κιχ» για τις επαφές του με τραπεζίτες και κρατικούς αξιωματούχους, λες κι έκανε απλώς τουρισμό; Γιατί η πρόταση της «Τράπεζας» για αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας επανήλθε στο τραπέζι μέσω τρόικας; Αλλά και γιατί ο «καλός» Τόμσεν του ΔΝΤ υποστηρίζει την «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας, ενώ ο «κακός» Ντερούζ της Κομισιόν θέλει την «πώλησή» της;
Γιατί οι μόνοι που σώζονται εδώ και τρία χρόνια, από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, είναι οι τραπεζίτες; Γιατί ήταν εύκολο και απλό για τις κυβερνήσεις Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ να τους διαθέσουν 85 δισ. ευρώ (μέχρις ώρας), ενώ ήταν αδύνατο να αφήσουν άθικτες συντάξεις και μισθούς; Γιατί η κυβέρνηση αύξησε από τα 10 στα 30 δισ. το πακέτο των κρατικών εγγυήσεων δανεισμού για τις τράπεζες; Και γιατί οι τράπεζες «σνομπάρουν» το πακέτο αυτό, σαν να μην το έχουν ανάγκη; Γιατί προτιμούν να συνεχίσουν να δανείζονται από την ΕΚΤ, έχοντας αντλήσει πάνω από 96 δισ. ευρώ με επιτόκιο 1%; Γιατί τρέμουν στην ιδέα ότι, αν πάρουν λεφτά από τις κρατικές εγγυήσεις, το κράτος θα «κατσικωθεί» για χρόνια στις διοικήσεις τους; Γιατί λιποθυμούν οι τραπεζίτες στην ιδέα μιας αναδιάρθρωσης και, τελικά, μερικής διαγραφής χρέους; Και γιατί η κυβέρνηση τους διαβεβαιώνει με τόσο πάθος ότι αυτό το ενδεχόμενο αποκλείεται; Γιατί καθυστερούν τα τεστ αντοχής των τραπεζών; Γιατί δεν πρόκειται να δούμε αποτελέσματα πριν από την απόφαση της ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής του Μαρτίου για τη «συνολική λύση» της κρίσης στην Ευρωζώνη;
Γιατί οι τραπεζίτες, φανατικοί των «αναδιαρθρώσεων» κατά τα άλλα, διαμηνύουν ότι συγχωνεύσεις και εξαγορές δεν γίνονται αν δεν γίνουν «μεταρρυθμίσεις» που να διευκολύνουν το κόστος τους; Γιατί οι τραπεζίτες είναι οι βασικοί εισηγητές προς την τρόικα ρυθμίσεων μείωσης του εργατικού κόστους και του κόστους των απολύσεων; Γιατί ο πατριωτισμός τους δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει την εκροή καταθέσεων άνω των 30 δισ. (τα μισά στο εξωτερικό) από το 2010 μέχρι σήμερα; Γιατί δεν πρόσφεραν ένα στοιχειωδώς ελκυστικό επιτόκιο, έστω στο ύψος του πληθωρισμού, στις προθεσμιακές καταθέσεις για να αποτρέψουν τη βουτιά του 2010; Γιατί η κυβέρνηση αναλαμβάνει προθύμως να πληρώσει τα σπασμένα, προσφέροντας εγγυήσεις ποσού ακριβώς αντίστοιχου με τις εκροές; Και γιατί προστρέχει αρωγός των τραπεζών, με το φόβητρο των φορολογικών ελέγχων και του πόθεν έσχες για όσους μετέφεραν τον μικρό ή μεγάλο «κουμπαρά» τους στην αλλοδαπή; Γιατί οι κρατικές και ημι-κρατικές τράπεζες (Αγροτική και ΤΤ) είναι μονίμως οι δακτυλοδεικτούμενες ως προβληματικές, ενώ οι άλλες, τάχα μου, σκάνε από υγεία; Κι αν σκάνε από υγεία, γιατί κλαιγόντουσαν ότι καταρρέουν μέχρι τη συμφωνία για το μνημόνιο;
Γιατί η Ελλάδα κυβερνάται από πέντε οικογένειες πολιτικών; Γιατί το μόνο κλειστό επάγγελμα που δεν «ανοίγει» είναι αυτό του πολιτικού; Γιατί στον δημόσιο βίο (Βουλή, κυβέρνηση, υπουργεία, κρατικά αξιώματα, διοικήσεις ΔΕΚΟ, τράπεζες) ανακυκλώνεται η ίδια «παρεούλα» προσώπων, σε εναλλασσόμενους ρόλους; Γιατί οι κυβερνήσεις κάθονται «κότες» στα ευρωπαϊκά fora; Γιατί αποφεύγουν σαν τον διάολο το λιβάνι τα βέτο; Γιατί δεν ζητούν συγγνώμη από την κοινωνία για τον εγκλωβισμό της στα καταρρακωμένα ευρωπαϊκά και εκσυγχρονιστικά οράματα; Γιατί κάθονται σούζα στους ευρωατλαντικούς ηγεμόνες; Γιατί ποτέ δεν τόλμησαν να αξιοποιήσουν μέχρι τέλους εναλλακτικές συμμαχίες (Κίνα, Ρωσία); Γιατί ακολούθησαν πειθήνια τους επικίνδυνους ευρωατλαντικούς εταίρους σε όλους τους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς τους (Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ); Γιατί ακόμη και σήμερα, στη συγκυρία της κρίσης χρέους, απεμπολούν το έσχατο όπλο της χρεοκοπίας; Γιατί προτιμούν την κατά Μέρκελ ελεγχόμενη χρεοκοπία; Γιατί οι πολιτικές προτεραιότητες της γερμανικής πολιτικής ελίτ είναι υπέρτερες ακόμα και από τις δικές τους;
Και γιατί η ελληνική κοινωνία διαψεύδει τις μεγάλες προσδοκίες; Γιατί αντιδρά φοβισμένη και πνιγμένη στις ενοχές; Γιατί έχει πιστέψει τη βλακεία «μαζί τα φάγαμε»; Γιατί έχει χάσει την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθησή της; Γιατί ο εκμαυλισμός ενός μεγάλου, πλην μειοψηφικού, της τμήματος έχει πνίξει στις τύψεις την πλειοψηφία της; Γιατί ο αμοραλισμός της ελίτ έχει στιγματίσει ηθικά όλο το κοινωνικό σώμα; Γιατί τα Μέσα Ενημέρωσης, αν και παραπαίοντα στην κρίση τους, φέρονται ως κυρίαρχη, καθεστωτική δύναμη; Γιατί επιτίθενται με φανατισμό σε κάθε κοινωνική αντίδραση; Γιατί αστυνομεύουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων; Και γιατί οι άνθρωποι δεν αντιδρούν δραστικά σ’ αυτή την αστυνόμευση; Γιατί δεν βλέπουν εναλλακτική λύση στην πολιτική; Και γιατί τροφοδοτούν μαζικά το «κόμμα της άρνησης», της αποχής, του λευκού και του ακύρου; Γιατί δεν έχουν καμία προσδοκία ούτε από τα συνδικάτα; Γιατί δεν είναι στους δρόμους να υπερασπιστούν τα αυτονόητα; Γιατί αισθάνονται ανήμποροι να αποσπάσουν, έστω μια μικρή ηθική νίκη έναντι της εξουσίας, των Αθηνών, των Βρυξελλών και των περιχώρων; Και γιατί η Αθήνα δεν έγινε Κάιρο;
Αυτό είναι ένα δείγμα 60 (αν τα έχω μετρήσει σωστά) «γιατί» από την πολύ πιο πληθωρική προσωπική μου συλλογή. Μερικά είναι, φυσικά, ρητορικά. Πολλά, όμως, χρήζουν απαντήσεων. Τα απευθύνω σε οποιονδήποτε θεωρεί εαυτόν αρμόδιο ή απλώς ικανό να τα απαντήσει. Σοβαρά. Απαντήσεις στα «γιατί» του τύπου «γιατί κλάνει το γατί κι έχει η γάτα μου ένα αυτί» απορρίπτονται ως ανεπαρκείς.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (19/02/2011)
Είναι αδύνατον ένας ευσπλαχνικός και ευφυής άνθρωπος να επινοήσει μια λογική αιτιολόγηση της δουλείας. Ωστόσο, θα θυμάστε ότι τον πρώτο καιρό του αναβρασμού για τη χειραφέτηση των μαύρων στον Νότο, οι επικεφαλής της εξέγερσης δεν είχαν παρά ελάχιστη βοήθεια ή αναγνώριση. Παρ’ ότι επιχειρηματολογούσαν, εκλιπαρούσαν και προσεύχονταν, δεν κατάφερναν να σπάσουν την παγκόσμια ακινησία και σιωπή που κυριαρχούσαν από τον άμβωνα και τον Τύπο ως την κατώτερη κλίμακα της κοινωνίας. (…) Η παγκόσμια συνωμοσία του ψεύδους της σιωπηλής επιβεβαίωσης δουλεύει παντού και σκληρά και πάντα, προς όφελος μιας ηλιθιότητας ή μιας φενάκης, ποτέ προς όφελος ενός καλού και αξιοσέβαστου σκοπού. Είναι το πιο ταπεινό και άθλιο ψεύδος; Έτσι φαίνεται. Αιώνες ολόκληρους μοχθούσε βουβά προς όφελος του δεσποτισμού, της αριστοκρατίας, της δουλείας (είτε αυτή ήταν οικιακή, είτε θρησκευτική, είτε στρατιωτική) και κρατούσε τους θεσμούς ζωντανούς. Και τους κρατάει ζωντανούς, εδώ κι εκεί και παραπέρα, σε όλη την υδρόγειο σφαίρα. Και θα συνεχίσει να τους κρατάει ζωντανούς ώσπου το ψεύδος της σιωπηλής επιβεβαίωσης να αποσυρθεί από την ενεργό δράση – της σιωπηλής επιβεβαίωσης ότι δεν συμβαίνει τίποτα που να το γνωρίζουν οι έντιμοι και οι ευφυείς και να είναι υποχρεωμένοι, ως εκ του καθήκοντός τους, να το σταματήσουν.
Μάρκ Τουέιν, «Η τέχνη του ψεύδους»
Μάρκ Τουέιν, «Η τέχνη του ψεύδους»
Saturday, February 12, 2011
Η πολιτική οικονομία του τζάμπα (12/02/2011)
Εν αρχή ήταν όλα τζάμπα. Εννοώ πολύ πριν μάθουμε πως στο «Jumbo» όλα είναι τζάμπα, ότι «τζάμπα καίει λάμπα, τζάμπα σε θυμάμαι…». Και πολύ πριν θέσουμε το ερώτημα στην αγαπημένη μας «μ’ αγαπάς ή τζάμπα πίνω;». Στην αρχή ήταν όλα δωρεάν, ο Αδάμ και η Εύα είχαν ό,τι ήθελαν, ό,τι επιθυμούσαν στον παράδεισο που τους είχε διαθέσει ο κατασκευαστής τους, με τη μοναδική προειδοποίηση ν’ αποφύγουν εκείνο εκεί το κωλόδεντρο της γνώσης που φύλαγε ο δολερός όφις. «Don’t touch», έγραφε η πινακίδα μπροστά στο δέντρο, «μη μασάς», είπε ο όφις στην Εύα κι αυτή έκανε το μοιραίο βήμα, δίνοντας θηλυκό πρόσημο στο πιο δυναμικό στοιχείο της ανθρωπότητας: την περιέργεια. Δεν μάσησε, λοιπόν, η Εύα, ή για την ακρίβεια και δάγκωσε και μάσησε εκείνο το μήλο (αν ήταν μήλο) και τότε το τζάμπα πέθανε. Ο μύθος δηλοί ότι υπάρχει μια περίεργη συνάρτηση ανάμεσα στην τυφλή υπακοή στην εξουσία και στη δωρεάν πρόσβαση στα κοινά αγαθά. Επομένως, υποτίθεται ότι έκτοτε πληρώνουμε το τίμημα της παραβατικότητάς μας, της ανυπακοής μας.
Πράγμα το οποίο ουδόλως αποδεικνύεται. Ακόμη κι αν η απαρχή της ανθρωπότητας ήταν η έκπτωση από τον παράδεισο (παρ’ ότι οι ανθρωπολόγοι, οι παλαιοντολόγοι και τα ευρήματά τους περιγράφουν ένα μακροχρόνιο, οδυνηρό καθαρτήριο του είδους μας μέχρι να σταθεί στα πόδια του και να χρησιμοποιήσει παραγωγικά τα χέρια του), για δεκάδες χιλιάδες χρόνια το τζάμπα ήταν ο κανόνας. Οι ανθρώπινες κοινωνίες άργησαν πολύ να υιοθετήσουν τις εμπορευματικές συναλλαγές και πολύ περισσότερο τις πληρωμές σε χρήμα. Για χιλιάδες χρόνια το μόνο τίμημα που πλήρωναν οι κοινότητες για την επιβίωσή τους ήταν ενδεχομένως η ζωή τους, όταν έρχονταν αντιμέτωπες με αντίξοες συνθήκες ή μιαν επίθεση από πεινασμένους εισβολείς στο ενδιαίτημά τους. Ο Γάλλος ανθρωπολόγος Μαρσέλ Μος, με τις έρευνές του, απέδειξε ότι ακόμη και στον προηγούμενο αιώνα, όταν ο καπιταλισμός βρισκόταν σε απίστευτο επεκτατικό οίστρο καταπίνοντας χώρες και πολιτισμούς, επιβίωναν μικρές, πρωτόγονες κοινωνίες που στηρίζονταν στην πολιτική οικονομία του δώρου, δηλαδή του τζάμπα, όχι μόνο στις συναλλαγές μεταξύ της τοπικής εξουσίας, της όποιας Αρχής και του ατόμου, αλλά και στις ανταλλαγές μεταξύ ιδιωτών. Και, ενθουσιασμένος από το γεγονός ότι αυτή η πανάρχαια συμπεριφορά κρυφοζούσε ακόμη και στις σύγχρονες κοινωνίες, έγραφε: «Πρέπει να επιστρέψουμε στο παλιό και θεμελιώδες. Να ανακαλύψουμε για άλλη μια φορά τα κίνητρα ζωής και δράσης που ακόμη θυμούνται πολλές κοινωνίες και πολλές κοινωνικές τάξεις: τη χαρά της προσφοράς στο σύνολο, την τέρψη της γενναιόδωρης αισθητικής δαπάνης, την απόλαυση της φιλοξενίας στη δημόσια ή την ιδιωτική γιορτή. Η κοινωνική ασφάλιση, η αναζήτηση της αμοιβαιότητας και της συνεργασίας στην επαγγελματική ομάδα… έχουν οπωσδήποτε μεγαλύτερα αξία από την προσωπική ασφάλεια που εγγυάται ο ευγενής στον παχτωτή του και από την ισχνή ζωή που επιτρέπει το μεροκάματο της εργοδοσίας, μεγαλύτερη κι από την καπιταλιστική ακόμη αποταμίευση, με την αβέβαιη τελικά πίστη της». Αυτά έγραφε ο Μος το 1925 στη μελέτη του για το «Δώρο», ένα μικρό μανιφέστο της πολιτικής οικονομίας του τζάμπα.
Τι είναι σήμερα δωρεάν; Θεωρητικά πάρα πολλά πράγματα. Ο αέρας που αναπνέουμε (αν κάποιος δεν αποφασίσει να φορολογήσει το διοξείδιο που εκπέμπουμε σε κάθε εκπνοή), η απόλαυση που αντλούμε από τη φύση, οι ανθρώπινες σχέσεις, η φιλία, ο έρωτας, το σεξ. Αλλά κι αυτά είναι τζάμπα μόνο αν τα πάρουμε χωρίς την εμπορευματική συσκευασία τους ή χωρίς τη διαμεσολάβηση του κράτους και των ιδιωτών που υποτίθεται ότι διευκολύνουν την πρόσβασή μας σ’ αυτά. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με όλους τους φυσικούς πόρους που «παράγει» η γη χωρίς να μας ζητάει κανένα απολύτως αντίτιμο, πέρα από τη μέριμνα να μην τους εξαλείψουμε πριν της ώρας τους. Όλα είναι τζάμπα, αλλά με ένα μαγικό τρόπο η μετατροπή τους σε αγαθά προς κατανάλωση περνά μέσα από πολύπλοκους μηχανισμούς δημόσιας ή κρατικής φορολόγησης, που τα καθιστά αντικείμενο κερδοσκοπίας και παραγωγής υπεραξιών.
Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, ως οικονομικός πολιτισμός είμαστε μάλλον στον αντίποδα της φύσης μας, της φυσικής μας ροπής προς το δωρεάν. Το δωρεάν πρέπει να διευρύνεται, όχι να περιορίζεται. Αυτό άλλωστε το αντιλήφθηκαν εγκαίρως ακόμη και οι αρχαίες κοινωνίες που εξασφάλιζαν τη συνοχή τους και την αντοχή των συστημάτων εξουσίας τους, φροντίζοντας να παρέχουν ένα ελάχιστο επίπεδο δωρεάν παροχών στις υποτελείς τάξεις. Έστω και έναντι φόρου. «Άρτον και θεάματα», προσέφεραν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες στους πληβείους τους. Και πολύ περισσότερο, η δημοκρατική Αθήνα πρόσφερε στους πολίτες της, και μάλιστα ανεξαρτήτως φοροδοτικής ικανότητας, ένα ευρύ πεδίο δωρεάν παροχών, για να αντισταθμίσει την ισχύ των πλουσίων αστών.
Αυτές είναι κατά κάποιο τρόπο οι ρίζες του κοινωνικού κράτους και η αιτία ύπαρξής του. Καθώς η ιδιωτική οικονομία ροκανίζει διαρκώς τον δημόσιο χώρο και καθιστά εμπορεύσιμα τα δωρεάν αγαθά, το κοινωνικό κράτος -με το αζημίωτο βεβαίως, τους φόρους- έρχεται να χαράξει ένα όριο ασφαλείας στην περιοχή του δωρεάν. Παραδόξως, αν και ο καπιταλισμός είναι το σύστημα που ανάγει την απληστία σε υπέρτατη αξία, είναι στις μέρες του που το κοινωνικό κράτος κατοχύρωσε μεγάλες ζώνες οικονομίας του τζάμπα, ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όχι αναίμακτα, βέβαια. Και, διόλου τυχαία, μερικά από αυτά τα δωρεάν παρεχόμενα αγαθά (η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, ο πολιτισμός, τα μνημεία, η ελευθερία κίνησης των ατόμων, ο ελεύθερος χρόνος) θωρακίστηκαν ως δικαιώματα στα συντάγματα, αλλά ακόμη και στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. Πρόκειται άλλωστε για αγαθά που, μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, το κεφάλαιο δεν ήθελε να παράγει γιατί δεν πρόσφεραν υψηλή κερδοφορία, αναπαυόμενο στα κέρδη που τους απέφεραν τα βιομηχανικά αγαθά.
Καθώς οι κοινωνίες των ανεπτυγμένων οικονομιών της Δύσης κατέκτησαν ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο και μάλλον χόρτασαν από ψυγεία, πλυντήρια, αυτοκίνητα και απορρυπαντικά, οι κοινωνικές τους ανάγκες διαφοροποιήθηκαν ριζικά. Αίφνης, η μόρφωση των παιδιών, η υγεία, η ποιότητα ζωής, η αναψυχή, ο ελεύθερος χρόνος, ο πολιτισμός, η ασφάλεια του δημόσιου χώρου αλλά και η ασφάλιση του μέλλοντος, πράγματα που παρέχονταν δωρεάν ή σχεδόν δωρεάν και πάντως σαν δημόσια αγαθά και με την εγγύηση του κράτους, κατέλαβαν μεγάλο μέρος του ισοζύγιου των αναγκών. Δεν ήταν απλά μια διαφορετική ιεράρχηση προτεραιοτήτων, μια στροφή στο «τζαμπατζιλίκι». Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα πολιτισμικό άλμα, μια προσπάθεια αποκόλλησης από την τυραννία της ανάγκης, από το μαγκανοπήγαδο της επιβίωσης, ένα βήμα πνευματικής χειραφέτησης, το οποίο παρέσυρε ακόμη και τα κόμματα εξουσίας τα οποία έκαναν πεδίο ανταγωνισμού τους τη δωρεά (ή με ελάχιστο κόστος) των νέων και παλιών δημόσιων αγαθών. Τα οποία ωστόσο απορροφούσαν ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος των κρατικών προϋπολογισμών.
Αυτό είναι που αλλάζει τα τελευταία χρόνια. Η εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών έγινε το επόμενο Ελντοράντο του καπιταλισμού και η έσχατη ελπίδα ανάκαμψης της κερδοφορίας του. Εκεί βρίσκονται και οι ρίζες του νεοφιλελευθερισμού που έθεσε ως απόλυτο στόχο την άλωση της «δωρεάν οικονομίας», την απόλυτη ιδιωτικοποίηση όλων των πεδίων δράσης του κοινωνικού κράτους. Τα δημόσια έργα έγιναν σιγά σιγά λεία για προμηθευτές και εργολάβους, έπειτα πέρασαν στη «συγχρηματοδότηση», για να καταλήξουν εντελώς ιδιωτικά, όπως το εθνικό οδικό δίκτυο (ατόφιο κομμάτι εθνικής επικράτειας) που έχει καταντήσει ιδιωτική οδός.
Επομένως, η δαιμονοποίηση του τζάμπα και των τζαμπατζήδων δεν είναι τόσο αθώα όσο θέλει να φαίνεται. Δεν είναι η υπεράσπιση μιας γενικής και αόριστης νομιμότητας, αλλά μιας νέας νομιμότητας ιδιωτικής χρήσεως στην οποία το κράτος προσέρχεται εγγυητής όχι μόνο του της ιδιωτικοποίησης των δημοσίων αγαθών, αλλά και της κερδοφορίας των απαλλοτριωτών τους. Με πρόστιμα, με ποινές, με αστυνομία, φυλακές, ενδεχομένως και με στρατό. Αλλά και με αντίσταση κατά της Αρχής, και με εκτροπή στην «ανομία» που υπερασπίζεται μια άλλη νομιμότητα, άγραφη μεν, αλλά φυσική όσο φυσικός ήταν ο παράδεισος του τζάμπα για τους πρωτόπλαστους. Με την «ανομία» ενός Θορώ, που αρνήθηκε να πληρώσει φόρους που χρηματοδοτούσαν έναν άδικο πόλεμο. Ή μιας Αντιγόνης που επικαλείται ένα φυσικό δίκαιο πάνω από το δίκαιο του Κρέοντα. Με τον τρόπο που μας θυμίζει το παραπλεύρως απόσπασμα του Σοφοκλή – δραματικό κάλεσμα ανυπακοής για το οποίο, ευτυχώς, ο τραγωδός δεν κινδυνεύει να του επιβάλουν πρόστιμο…
Πράγμα το οποίο ουδόλως αποδεικνύεται. Ακόμη κι αν η απαρχή της ανθρωπότητας ήταν η έκπτωση από τον παράδεισο (παρ’ ότι οι ανθρωπολόγοι, οι παλαιοντολόγοι και τα ευρήματά τους περιγράφουν ένα μακροχρόνιο, οδυνηρό καθαρτήριο του είδους μας μέχρι να σταθεί στα πόδια του και να χρησιμοποιήσει παραγωγικά τα χέρια του), για δεκάδες χιλιάδες χρόνια το τζάμπα ήταν ο κανόνας. Οι ανθρώπινες κοινωνίες άργησαν πολύ να υιοθετήσουν τις εμπορευματικές συναλλαγές και πολύ περισσότερο τις πληρωμές σε χρήμα. Για χιλιάδες χρόνια το μόνο τίμημα που πλήρωναν οι κοινότητες για την επιβίωσή τους ήταν ενδεχομένως η ζωή τους, όταν έρχονταν αντιμέτωπες με αντίξοες συνθήκες ή μιαν επίθεση από πεινασμένους εισβολείς στο ενδιαίτημά τους. Ο Γάλλος ανθρωπολόγος Μαρσέλ Μος, με τις έρευνές του, απέδειξε ότι ακόμη και στον προηγούμενο αιώνα, όταν ο καπιταλισμός βρισκόταν σε απίστευτο επεκτατικό οίστρο καταπίνοντας χώρες και πολιτισμούς, επιβίωναν μικρές, πρωτόγονες κοινωνίες που στηρίζονταν στην πολιτική οικονομία του δώρου, δηλαδή του τζάμπα, όχι μόνο στις συναλλαγές μεταξύ της τοπικής εξουσίας, της όποιας Αρχής και του ατόμου, αλλά και στις ανταλλαγές μεταξύ ιδιωτών. Και, ενθουσιασμένος από το γεγονός ότι αυτή η πανάρχαια συμπεριφορά κρυφοζούσε ακόμη και στις σύγχρονες κοινωνίες, έγραφε: «Πρέπει να επιστρέψουμε στο παλιό και θεμελιώδες. Να ανακαλύψουμε για άλλη μια φορά τα κίνητρα ζωής και δράσης που ακόμη θυμούνται πολλές κοινωνίες και πολλές κοινωνικές τάξεις: τη χαρά της προσφοράς στο σύνολο, την τέρψη της γενναιόδωρης αισθητικής δαπάνης, την απόλαυση της φιλοξενίας στη δημόσια ή την ιδιωτική γιορτή. Η κοινωνική ασφάλιση, η αναζήτηση της αμοιβαιότητας και της συνεργασίας στην επαγγελματική ομάδα… έχουν οπωσδήποτε μεγαλύτερα αξία από την προσωπική ασφάλεια που εγγυάται ο ευγενής στον παχτωτή του και από την ισχνή ζωή που επιτρέπει το μεροκάματο της εργοδοσίας, μεγαλύτερη κι από την καπιταλιστική ακόμη αποταμίευση, με την αβέβαιη τελικά πίστη της». Αυτά έγραφε ο Μος το 1925 στη μελέτη του για το «Δώρο», ένα μικρό μανιφέστο της πολιτικής οικονομίας του τζάμπα.
Τι είναι σήμερα δωρεάν; Θεωρητικά πάρα πολλά πράγματα. Ο αέρας που αναπνέουμε (αν κάποιος δεν αποφασίσει να φορολογήσει το διοξείδιο που εκπέμπουμε σε κάθε εκπνοή), η απόλαυση που αντλούμε από τη φύση, οι ανθρώπινες σχέσεις, η φιλία, ο έρωτας, το σεξ. Αλλά κι αυτά είναι τζάμπα μόνο αν τα πάρουμε χωρίς την εμπορευματική συσκευασία τους ή χωρίς τη διαμεσολάβηση του κράτους και των ιδιωτών που υποτίθεται ότι διευκολύνουν την πρόσβασή μας σ’ αυτά. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με όλους τους φυσικούς πόρους που «παράγει» η γη χωρίς να μας ζητάει κανένα απολύτως αντίτιμο, πέρα από τη μέριμνα να μην τους εξαλείψουμε πριν της ώρας τους. Όλα είναι τζάμπα, αλλά με ένα μαγικό τρόπο η μετατροπή τους σε αγαθά προς κατανάλωση περνά μέσα από πολύπλοκους μηχανισμούς δημόσιας ή κρατικής φορολόγησης, που τα καθιστά αντικείμενο κερδοσκοπίας και παραγωγής υπεραξιών.
Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, ως οικονομικός πολιτισμός είμαστε μάλλον στον αντίποδα της φύσης μας, της φυσικής μας ροπής προς το δωρεάν. Το δωρεάν πρέπει να διευρύνεται, όχι να περιορίζεται. Αυτό άλλωστε το αντιλήφθηκαν εγκαίρως ακόμη και οι αρχαίες κοινωνίες που εξασφάλιζαν τη συνοχή τους και την αντοχή των συστημάτων εξουσίας τους, φροντίζοντας να παρέχουν ένα ελάχιστο επίπεδο δωρεάν παροχών στις υποτελείς τάξεις. Έστω και έναντι φόρου. «Άρτον και θεάματα», προσέφεραν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες στους πληβείους τους. Και πολύ περισσότερο, η δημοκρατική Αθήνα πρόσφερε στους πολίτες της, και μάλιστα ανεξαρτήτως φοροδοτικής ικανότητας, ένα ευρύ πεδίο δωρεάν παροχών, για να αντισταθμίσει την ισχύ των πλουσίων αστών.
Αυτές είναι κατά κάποιο τρόπο οι ρίζες του κοινωνικού κράτους και η αιτία ύπαρξής του. Καθώς η ιδιωτική οικονομία ροκανίζει διαρκώς τον δημόσιο χώρο και καθιστά εμπορεύσιμα τα δωρεάν αγαθά, το κοινωνικό κράτος -με το αζημίωτο βεβαίως, τους φόρους- έρχεται να χαράξει ένα όριο ασφαλείας στην περιοχή του δωρεάν. Παραδόξως, αν και ο καπιταλισμός είναι το σύστημα που ανάγει την απληστία σε υπέρτατη αξία, είναι στις μέρες του που το κοινωνικό κράτος κατοχύρωσε μεγάλες ζώνες οικονομίας του τζάμπα, ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όχι αναίμακτα, βέβαια. Και, διόλου τυχαία, μερικά από αυτά τα δωρεάν παρεχόμενα αγαθά (η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, ο πολιτισμός, τα μνημεία, η ελευθερία κίνησης των ατόμων, ο ελεύθερος χρόνος) θωρακίστηκαν ως δικαιώματα στα συντάγματα, αλλά ακόμη και στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. Πρόκειται άλλωστε για αγαθά που, μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, το κεφάλαιο δεν ήθελε να παράγει γιατί δεν πρόσφεραν υψηλή κερδοφορία, αναπαυόμενο στα κέρδη που τους απέφεραν τα βιομηχανικά αγαθά.
Καθώς οι κοινωνίες των ανεπτυγμένων οικονομιών της Δύσης κατέκτησαν ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο και μάλλον χόρτασαν από ψυγεία, πλυντήρια, αυτοκίνητα και απορρυπαντικά, οι κοινωνικές τους ανάγκες διαφοροποιήθηκαν ριζικά. Αίφνης, η μόρφωση των παιδιών, η υγεία, η ποιότητα ζωής, η αναψυχή, ο ελεύθερος χρόνος, ο πολιτισμός, η ασφάλεια του δημόσιου χώρου αλλά και η ασφάλιση του μέλλοντος, πράγματα που παρέχονταν δωρεάν ή σχεδόν δωρεάν και πάντως σαν δημόσια αγαθά και με την εγγύηση του κράτους, κατέλαβαν μεγάλο μέρος του ισοζύγιου των αναγκών. Δεν ήταν απλά μια διαφορετική ιεράρχηση προτεραιοτήτων, μια στροφή στο «τζαμπατζιλίκι». Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα πολιτισμικό άλμα, μια προσπάθεια αποκόλλησης από την τυραννία της ανάγκης, από το μαγκανοπήγαδο της επιβίωσης, ένα βήμα πνευματικής χειραφέτησης, το οποίο παρέσυρε ακόμη και τα κόμματα εξουσίας τα οποία έκαναν πεδίο ανταγωνισμού τους τη δωρεά (ή με ελάχιστο κόστος) των νέων και παλιών δημόσιων αγαθών. Τα οποία ωστόσο απορροφούσαν ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος των κρατικών προϋπολογισμών.
Αυτό είναι που αλλάζει τα τελευταία χρόνια. Η εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών έγινε το επόμενο Ελντοράντο του καπιταλισμού και η έσχατη ελπίδα ανάκαμψης της κερδοφορίας του. Εκεί βρίσκονται και οι ρίζες του νεοφιλελευθερισμού που έθεσε ως απόλυτο στόχο την άλωση της «δωρεάν οικονομίας», την απόλυτη ιδιωτικοποίηση όλων των πεδίων δράσης του κοινωνικού κράτους. Τα δημόσια έργα έγιναν σιγά σιγά λεία για προμηθευτές και εργολάβους, έπειτα πέρασαν στη «συγχρηματοδότηση», για να καταλήξουν εντελώς ιδιωτικά, όπως το εθνικό οδικό δίκτυο (ατόφιο κομμάτι εθνικής επικράτειας) που έχει καταντήσει ιδιωτική οδός.
Επομένως, η δαιμονοποίηση του τζάμπα και των τζαμπατζήδων δεν είναι τόσο αθώα όσο θέλει να φαίνεται. Δεν είναι η υπεράσπιση μιας γενικής και αόριστης νομιμότητας, αλλά μιας νέας νομιμότητας ιδιωτικής χρήσεως στην οποία το κράτος προσέρχεται εγγυητής όχι μόνο του της ιδιωτικοποίησης των δημοσίων αγαθών, αλλά και της κερδοφορίας των απαλλοτριωτών τους. Με πρόστιμα, με ποινές, με αστυνομία, φυλακές, ενδεχομένως και με στρατό. Αλλά και με αντίσταση κατά της Αρχής, και με εκτροπή στην «ανομία» που υπερασπίζεται μια άλλη νομιμότητα, άγραφη μεν, αλλά φυσική όσο φυσικός ήταν ο παράδεισος του τζάμπα για τους πρωτόπλαστους. Με την «ανομία» ενός Θορώ, που αρνήθηκε να πληρώσει φόρους που χρηματοδοτούσαν έναν άδικο πόλεμο. Ή μιας Αντιγόνης που επικαλείται ένα φυσικό δίκαιο πάνω από το δίκαιο του Κρέοντα. Με τον τρόπο που μας θυμίζει το παραπλεύρως απόσπασμα του Σοφοκλή – δραματικό κάλεσμα ανυπακοής για το οποίο, ευτυχώς, ο τραγωδός δεν κινδυνεύει να του επιβάλουν πρόστιμο…
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (12/02/2011)
Κρέων: Εσύ τώρα πες. Όχι πολλά. Σύντομα πες.
Ήξερες την απαγόρευση;
Αντιγόνη: Την ήξερα βέβαια. Τη διακήρυξες.
Κρέοντας: Και τόλμησες τότε; Παρανόμησες;
Αντιγόνη: Δεν ήταν του Δία το Μη
ούτε τέτοιους νόμους ορίζει η Δίκη του Άδη
ούτε οι διαταγές σου, νόμιζα, μπορούν
όντας θνητός να πατήσουν τους νόμους των θεών τους αιώνιους.
Δεν είναι τωρινοί αυτοί ούτε χθεσινοί.
Από πάντα ισχύουν
και από πότε κανένας δεν ξέρει.
Δεν είμαι εγώ να φοβηθώ τον άνθρωπο-Κρέοντα,
να παραβώ τους θείους νόμους από φόβο
και μετά να κριθώ σε δικαστήριο θεών. Όχι.
Ήξερα θα πεθάνω και χωρίς τους νόμους σου.
Κι αν τώρα πεθαίνω πριν απ’ το χρόνο μου
κέρδος το λέω.
Και όποιος ζει σε συμφορές όσες εγώ
κερδίζει πεθαίνοντας.
Σοφοκλέους, «Αντιγόνη»
Ήξερες την απαγόρευση;
Αντιγόνη: Την ήξερα βέβαια. Τη διακήρυξες.
Κρέοντας: Και τόλμησες τότε; Παρανόμησες;
Αντιγόνη: Δεν ήταν του Δία το Μη
ούτε τέτοιους νόμους ορίζει η Δίκη του Άδη
ούτε οι διαταγές σου, νόμιζα, μπορούν
όντας θνητός να πατήσουν τους νόμους των θεών τους αιώνιους.
Δεν είναι τωρινοί αυτοί ούτε χθεσινοί.
Από πάντα ισχύουν
και από πότε κανένας δεν ξέρει.
Δεν είμαι εγώ να φοβηθώ τον άνθρωπο-Κρέοντα,
να παραβώ τους θείους νόμους από φόβο
και μετά να κριθώ σε δικαστήριο θεών. Όχι.
Ήξερα θα πεθάνω και χωρίς τους νόμους σου.
Κι αν τώρα πεθαίνω πριν απ’ το χρόνο μου
κέρδος το λέω.
Και όποιος ζει σε συμφορές όσες εγώ
κερδίζει πεθαίνοντας.
Σοφοκλέους, «Αντιγόνη»
Sunday, February 6, 2011
Σπασμένοι κυνόδοντες, σάπιοι φρονιμίτες (5/2/2011)
Οι κυνόδοντες είναι τα ισχυρότερα δόντια μας. Σπάνια χαλάνε κι είναι από τα τελευταία που χάνουμε. Αντίθετα με τους φρονιμίτες που, αν και εμφανίζονται τελευταίοι στο στόμα μας, ως υποτιθέμενοι δείκτες ωρίμανσής μας, είναι από τα πρώτα που βγαίνουν άχρηστα. Ο κυνόδοντας είναι ένα διφορούμενο δόντι. Υπενθυμίζει την αρχέγονη σχέση μας με τα σαρκοβόρα θηλαστικά-κυνηγούς. Και στη βαμπιρική του εκδοχή θυμίζει κάποια αμυδρή σχέση μας με την ωμή σάρκα, το αίμα, ακόμη και με τον κανιβαλισμό. Ο σκηνοθέτης Γιώργος Λάνθιμος, η ταινία του οποίου «Κυνόδοντας» διεκδικεί ξενόγλωσσο Όσκαρ, έδωσε στο κοφτερό μας δόντι μια νέα, απρόσμενη κοινωνική λειτουργία: ο κυνόδοντας μπορεί να εξελιχθεί σε μια φυλακή!
Δεν ξέρω αν όσοι δηλώνουν χαρούμενοι και εθνικά υπερήφανοι για την υποψηφιότητα του «Κυνόδοντα» ξέρουν περί τίνος πρόκειται. Ενδεχομένως, τώρα που η ταινία προφανώς θα επιχειρήσει μια δεύτερη καριέρα στις αίθουσες, πολλοί -πέραν των 30.000 της περσινής προβολής- θα πάνε για να πάρουν λίγη λάμψη Όσκαρ. Οι περισσότεροι (εκτιμώ) θα πάθουν ένα μικρό πολιτισμικό σοκ. Το οποίο ενδεχομένως τους χρειάζεται, αλλά δεν ξέρω αν θα πλήρωναν κιόλας γι’ αυτό. Ίσως το μετανιώσουν, ίσως απορήσουν όπως απορούσαν τη δεκαετία του ’70 όταν έμπαιναν στις σκοτεινές αίθουσες, με τη ματιά του Δαλιανίδη, της Finos Film και της Καραγιάννης - Καρατζόπουλος, για να δουν Δαμιανό ή Αγγελόπουλο. Επίσης, δεν είμαι βέβαιος αν όσοι εκ των κρατικών λειτουργών και της κυβερνώσας ελίτ έσπευσαν να «υιοθετήσουν» τον μικρό οσκαρικό άθλο (μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα) και να φωτογραφηθούν στο κάδρο της δόξας του αντιλαμβάνονται σε τι ακριβώς επενδύουν.
Και ενδεχομένως, όλοι αυτοί δεν έχουν ακούσει καν για έναν μακρινό πρόγονο του «Κυνόδοντα», μια αριστουργηματική ταινία ενός γνήσιου μαθητή του Μπουνιουέλ, του Μεξικανού σκηνοθέτη Arturo Ripstein (El Castillo de la Pureza - Το Κάστρο της αγνότητας), που αφηγείται μια παρόμοια, κλειστοφοβική ιστορία πατρικής εξουσίας πάνω σε τρία παιδιά που ακούνε στα ονόματα Ουτοπία, Μέλλον και Θέληση και είναι μέχρι θανάτου αποκλεισμένα από τον έξω κόσμο. Ίσως όμως έχουν δει την ανάλογης σύλληψης ταινία του φοβερού «θριλερά» Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, το «Σκοτεινό Χωριό», ένα φιλελευθερο-κομμουνιστικό «θερμοκήπιο ευημερίας» όπου μια γενιά παιδιών μεγαλώνει αποκομμένη από τον έξω κόσμο, τρομοκρατούμενη διαρκώς από «τέρατα» που περιμένουν έξω από τον φράχτη, επειδή οι πλούσιοι γονείς τους αποφάσισαν να ζήσουν σε μια φάρμα ασφάλειας, εξασφαλίζοντας με τα λεφτά τους ότι ούτε αεροπλάνα δεν θα περνούν πάνω από το κομμάτι ουρανού που τους αναλογεί.
Στον δικό μας «Κυνόδοντα» αγνοούμε τα ονόματα των ηρώων, ενδεχομένως ο Λάνθιμος δεν θέλησε να φορτώσει με περισσότερους συμβολισμούς την ήδη πυκνή αλληγορία του για το σκληρό, απάνθρωπο, αν και συχνά κωμικό παιχνίδι της εξουσίας στον ιερό πυρήνα της κοινωνίας, την οικογένεια. Αλλά, επειδή ένα καλλιτεχνικό έργο είναι τόσο πιο σημαντικό όσο πιο εύκολα αυτονομείται από τις προθέσεις του δημιουργού του, εγώ προτιμώ μια ανάγνωση του «Κυνόδοντα» που υπερβαίνει κατά πολύ το πλαίσιο της οικογένειας. Ίσως μάλιστα περιγράφει πόσο οδυνηρή είναι η προσπάθεια χειραφέτησης των κοινωνιών από τους δυνάστες τους, πόσο αιματηρή είναι η διαφυγή από τη φυλακή του φόβου, του ψεύδους και της παραπλάνησης.
Για να συνεννοούμαστε, δυο λόγια για την ιστορία: Σε μια απομονωμένη μονοκατοικία, κλεισμένη ολόγυρα μ’ έναν ψηλό φράχτη, ο πατέρας και η μητέρα μεγαλώνουν τα τρία παιδιά τους -ενήλικα πια, αλλά με άγνοια και αφέλεια νηπίων-, ενώ έχουν χάσει ένα τέταρτο παιδί – φυγάδα από την ερμητική φυλακή της ασφάλειας, που υποτίθεται πως τον κατασπάραξαν τα τέρατα. Ποια είναι τα τέρατα; Οι γάτες! Τα παιδιά έχουν πειστεί πως θα είναι έτοιμα να βγουν έξω με ασφάλεια μόνο όταν πέσει ο κυνόδοντάς τους. Στο μεταξύ, μαθαίνουν για τον κόσμο μέσα από το ιδιότυπο λεξιλόγιο που τους διδάσκουν οι γονείς τους: «Θάλασσα είναι η πολυθρόνα στο σαλόνι, ζόμπι είναι τα κίτρινα λουλούδια…». Ακόμη και οι συσκευασίες των προϊόντων που καταναλώνουν είναι χωρίς ετικέτα και ταυτότητα. Μόνος άνθρωπος που έρχονται σ’ επαφή είναι μια υπάλληλος του πατέρα τους που πληρώνεται για να προσφέρει σεξουαλικές υπηρεσίες στον γιο. Αλλά αυτή είναι και ο καταλύτης που προκαλεί την πρώτη μικρή ρωγμή στην οικογενειακή φυλακή και οδηγεί τη μεγάλη κόρη στην οδυνηρή επιλογή της ελευθερίας: αντί να περιμένει να πέσει ο κυνόδοντας, τον σπάει μόνη της και, μ’ ένα ματωμένο χαμόγελο θριάμβου στο πρόσωπο, δραπετεύει.
Εσάς, σας πονάει το δοντάκι; Πονάει, όχι μόνο ο κυνόδοντας, αλλά οποιοδήποτε δόντι, έστω ο σαθρός, σάπιος πάνω φρονιμίτης; Ή μήπως αισθάνεστε ότι κανείς δεν σας κρατά φυλακισμένους, σε ένα σιδερόφρακτο κάστρο φόβου, παρεξηγημένων εννοιών, κραυγαλέων ψευδών, στρέβλωσης της πραγματικότητας; «Τι είναι θάλασσα; Θάλασσα είναι η πολυθρόνα στο σαλόνι». Για να δούμε τη συνέχεια. Συνδεόμαστε με τα δελτία των 8.00, τα briefing των κυβερνητικών εκπροσώπων και τους εκπροσώπους τύπου των Βρυξελλών: Τι είναι ελευθερία; Ελευθερία είναι η ασυδοσία των αγορών. Και τι άλλο; Το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελίτ να απολύει με ελάχιστο κόστος και να μειώνει τους μισθούς κατά βούληση. Τι είναι δημόσιο χρέος; Δημόσιο χρέος είναι αυτά που κλέψαμε από τους ανυποψίαστους φιλάνθρωπους που μας δάνειζαν. Τι είναι σωτηρία; Σωτηρία είναι το μνημόνιο της τρόικας. Και τι άλλο; Η υπακοή στις εντολές της. Τι είναι εθνική κυριαρχία; Να αποφασίζει η Μέρκελ, ο Σαρκοζί ή ο Μπαρόζο για το πώς θα διανέμεται ο πλούτος κάθε χώρας-παρία της Ε.Ε.. Τι είναι δημοκρατία; Δημοκρατία είναι να υπογράφει ένας (ούτε καν αιρετός) υπουργός συμφωνίες που δεσμεύουν 11 εκατομμύρια ανθρώπους, ερήμην ακόμη και της Βουλής. Τι είναι κίνδυνος; Κίνδυνος είναι η ανυπακοή στους νόμους του κράτους. Και τι είναι νόμοι του κράτους; Τα κείμενα που εισηγούνται τρεις καλοπληρωμένοι χαρτογιακάδες του ΔΝΤ, της Ε.Ε. και της ΕΚΤ και τα οποία ψηφίζει με διαδικασία κατεπείγοντος η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τι είναι νομιμότητα; Νομιμότητα είναι να δέχεσαι αδιαμαρτύρητα τους νόμους του κράτους, ακόμη κι αυτούς που καταστρατηγούν το ανάπηρο σύνταγμα. Και τι είναι ανομία; Ανομία είναι να υπερασπίζεσαι δικαιώματα που νομίζεις ότι διαθέτεις χάρη στο ανάπηρο σύνταγμα. Τι είναι ανταγωνιστικότητα; Το οικονομικό μέγεθος της οικονομίας που είναι αντιστρόφως ανάλογο με το ύψος των μισθών και το εύρος των δικαιωμάτων της εργασίας. Τι είναι εχθρός; Εχθρός είναι ο απεργός που σου στερεί το δικαίωμα να πας με το λεωφορείο στη δουλειά σου (αν και όταν φτάσεις εκεί υπάρχει ενδεχόμενο να σου τη στερήσει ο εργοδότης σου, χωρίς εισιτήριο επιστροφής), ο μελαψός αλλόθρησκος και αλλόγλωσσος που θέλει «να σου φάει τη θέση εργασίας» ή ο «τζαμπατζής» που αρνείται να πληρώσει διόδια ή εισιτήρια γιατί του έρχονται ακριβά. Τι είναι πατρίδα; Πατρίδα είναι το trading book των τραπεζών, οι τιμές των μετοχών τους, το δικαίωμα των ξένων επενδυτών να παίρνουν κοψοχρονιά τον δημόσιο πλούτο της χώρας. Τι είναι πρόοδος; Πρόοδος είναι να ρίχνεις το εισόδημα των ήδη φτωχών κατά 30%, να καταργείς τα δικαιώματα της μισθωτής εργασίας και να προασπίζεις το δικαίωμα των πιστωτών να πάρουν μέχρι δεκάρας τους τοκογλυφικούς τους τόκους.
Αυτό είναι ένα μικρό απάνθισμα του λεξιλογίου της κρίσης, η γλωσσική φυλακή που κρατά την ελληνική κοινωνία εντός του μνημονιακού τείχους, τις ευρωπαϊκές κοινωνίες εντός των τειχών του νεοφιλελευθερισμού, τις αφυπνισμένες αραβικές κοινωνίες στα τείχη του αυταρχισμού, της φτώχειας, του αμερικανικού imperium, της κοινωνικής και εθνικής καταπίεσης. Και ο κυνόδοντας; Πού κολλάει; Ο δικός μας κυνόδοντας, που καρτερικά περιμένουμε να πέσει, ακούει στα ονόματα επιστροφή στις αγορές, επιμήκυνση, αναδιάρθρωση χρέους, ανάκαμψη… Ούτε κουβέντα για έξοδο από τον φαύλο κύκλο του χρέους. «Εκεί έξω περιμένουν τα τέρατα, οι αγριόγατες των αγορών». Τις οποίες φροντίζουμε να εξευμενίσουμε, ταΐζοντάς τις με τις σάρκες του μέλλοντός μας…
Μια ανάλογη υπνωτική μυθολογία κράτησε για δεκαετίες τις αραβικές κοινωνίες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής φυλακισμένες σε ένα ιδιότυπο κράμα ιδεολογικού σκοταδισμού και καπιταλιστικού εκμοντερνισμού, στηριγμένου στη δυστυχία των εκατομμυρίων. Τις εγκλώβισαν σε μια οδυνηρή, μακρόχρονη παιδική ηλικία από την οποία βγαίνουν σήμερα βίαια, σπάζοντας με τόλμη τους κυνόδοντές τους. Σας τρομάζουν; Οκέι. Ακούστε το μυστικό. Η έξοδος από τη φυλακή του φόβου μπορεί να γίνει και με τους κυνόδοντές σας στη θέση τους. Εξάλλου, μπορεί και να χρειαστούν. Όχι μόνο στο φαγητό.
Δεν ξέρω αν όσοι δηλώνουν χαρούμενοι και εθνικά υπερήφανοι για την υποψηφιότητα του «Κυνόδοντα» ξέρουν περί τίνος πρόκειται. Ενδεχομένως, τώρα που η ταινία προφανώς θα επιχειρήσει μια δεύτερη καριέρα στις αίθουσες, πολλοί -πέραν των 30.000 της περσινής προβολής- θα πάνε για να πάρουν λίγη λάμψη Όσκαρ. Οι περισσότεροι (εκτιμώ) θα πάθουν ένα μικρό πολιτισμικό σοκ. Το οποίο ενδεχομένως τους χρειάζεται, αλλά δεν ξέρω αν θα πλήρωναν κιόλας γι’ αυτό. Ίσως το μετανιώσουν, ίσως απορήσουν όπως απορούσαν τη δεκαετία του ’70 όταν έμπαιναν στις σκοτεινές αίθουσες, με τη ματιά του Δαλιανίδη, της Finos Film και της Καραγιάννης - Καρατζόπουλος, για να δουν Δαμιανό ή Αγγελόπουλο. Επίσης, δεν είμαι βέβαιος αν όσοι εκ των κρατικών λειτουργών και της κυβερνώσας ελίτ έσπευσαν να «υιοθετήσουν» τον μικρό οσκαρικό άθλο (μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα) και να φωτογραφηθούν στο κάδρο της δόξας του αντιλαμβάνονται σε τι ακριβώς επενδύουν.
Και ενδεχομένως, όλοι αυτοί δεν έχουν ακούσει καν για έναν μακρινό πρόγονο του «Κυνόδοντα», μια αριστουργηματική ταινία ενός γνήσιου μαθητή του Μπουνιουέλ, του Μεξικανού σκηνοθέτη Arturo Ripstein (El Castillo de la Pureza - Το Κάστρο της αγνότητας), που αφηγείται μια παρόμοια, κλειστοφοβική ιστορία πατρικής εξουσίας πάνω σε τρία παιδιά που ακούνε στα ονόματα Ουτοπία, Μέλλον και Θέληση και είναι μέχρι θανάτου αποκλεισμένα από τον έξω κόσμο. Ίσως όμως έχουν δει την ανάλογης σύλληψης ταινία του φοβερού «θριλερά» Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, το «Σκοτεινό Χωριό», ένα φιλελευθερο-κομμουνιστικό «θερμοκήπιο ευημερίας» όπου μια γενιά παιδιών μεγαλώνει αποκομμένη από τον έξω κόσμο, τρομοκρατούμενη διαρκώς από «τέρατα» που περιμένουν έξω από τον φράχτη, επειδή οι πλούσιοι γονείς τους αποφάσισαν να ζήσουν σε μια φάρμα ασφάλειας, εξασφαλίζοντας με τα λεφτά τους ότι ούτε αεροπλάνα δεν θα περνούν πάνω από το κομμάτι ουρανού που τους αναλογεί.
Στον δικό μας «Κυνόδοντα» αγνοούμε τα ονόματα των ηρώων, ενδεχομένως ο Λάνθιμος δεν θέλησε να φορτώσει με περισσότερους συμβολισμούς την ήδη πυκνή αλληγορία του για το σκληρό, απάνθρωπο, αν και συχνά κωμικό παιχνίδι της εξουσίας στον ιερό πυρήνα της κοινωνίας, την οικογένεια. Αλλά, επειδή ένα καλλιτεχνικό έργο είναι τόσο πιο σημαντικό όσο πιο εύκολα αυτονομείται από τις προθέσεις του δημιουργού του, εγώ προτιμώ μια ανάγνωση του «Κυνόδοντα» που υπερβαίνει κατά πολύ το πλαίσιο της οικογένειας. Ίσως μάλιστα περιγράφει πόσο οδυνηρή είναι η προσπάθεια χειραφέτησης των κοινωνιών από τους δυνάστες τους, πόσο αιματηρή είναι η διαφυγή από τη φυλακή του φόβου, του ψεύδους και της παραπλάνησης.
Για να συνεννοούμαστε, δυο λόγια για την ιστορία: Σε μια απομονωμένη μονοκατοικία, κλεισμένη ολόγυρα μ’ έναν ψηλό φράχτη, ο πατέρας και η μητέρα μεγαλώνουν τα τρία παιδιά τους -ενήλικα πια, αλλά με άγνοια και αφέλεια νηπίων-, ενώ έχουν χάσει ένα τέταρτο παιδί – φυγάδα από την ερμητική φυλακή της ασφάλειας, που υποτίθεται πως τον κατασπάραξαν τα τέρατα. Ποια είναι τα τέρατα; Οι γάτες! Τα παιδιά έχουν πειστεί πως θα είναι έτοιμα να βγουν έξω με ασφάλεια μόνο όταν πέσει ο κυνόδοντάς τους. Στο μεταξύ, μαθαίνουν για τον κόσμο μέσα από το ιδιότυπο λεξιλόγιο που τους διδάσκουν οι γονείς τους: «Θάλασσα είναι η πολυθρόνα στο σαλόνι, ζόμπι είναι τα κίτρινα λουλούδια…». Ακόμη και οι συσκευασίες των προϊόντων που καταναλώνουν είναι χωρίς ετικέτα και ταυτότητα. Μόνος άνθρωπος που έρχονται σ’ επαφή είναι μια υπάλληλος του πατέρα τους που πληρώνεται για να προσφέρει σεξουαλικές υπηρεσίες στον γιο. Αλλά αυτή είναι και ο καταλύτης που προκαλεί την πρώτη μικρή ρωγμή στην οικογενειακή φυλακή και οδηγεί τη μεγάλη κόρη στην οδυνηρή επιλογή της ελευθερίας: αντί να περιμένει να πέσει ο κυνόδοντας, τον σπάει μόνη της και, μ’ ένα ματωμένο χαμόγελο θριάμβου στο πρόσωπο, δραπετεύει.
Εσάς, σας πονάει το δοντάκι; Πονάει, όχι μόνο ο κυνόδοντας, αλλά οποιοδήποτε δόντι, έστω ο σαθρός, σάπιος πάνω φρονιμίτης; Ή μήπως αισθάνεστε ότι κανείς δεν σας κρατά φυλακισμένους, σε ένα σιδερόφρακτο κάστρο φόβου, παρεξηγημένων εννοιών, κραυγαλέων ψευδών, στρέβλωσης της πραγματικότητας; «Τι είναι θάλασσα; Θάλασσα είναι η πολυθρόνα στο σαλόνι». Για να δούμε τη συνέχεια. Συνδεόμαστε με τα δελτία των 8.00, τα briefing των κυβερνητικών εκπροσώπων και τους εκπροσώπους τύπου των Βρυξελλών: Τι είναι ελευθερία; Ελευθερία είναι η ασυδοσία των αγορών. Και τι άλλο; Το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελίτ να απολύει με ελάχιστο κόστος και να μειώνει τους μισθούς κατά βούληση. Τι είναι δημόσιο χρέος; Δημόσιο χρέος είναι αυτά που κλέψαμε από τους ανυποψίαστους φιλάνθρωπους που μας δάνειζαν. Τι είναι σωτηρία; Σωτηρία είναι το μνημόνιο της τρόικας. Και τι άλλο; Η υπακοή στις εντολές της. Τι είναι εθνική κυριαρχία; Να αποφασίζει η Μέρκελ, ο Σαρκοζί ή ο Μπαρόζο για το πώς θα διανέμεται ο πλούτος κάθε χώρας-παρία της Ε.Ε.. Τι είναι δημοκρατία; Δημοκρατία είναι να υπογράφει ένας (ούτε καν αιρετός) υπουργός συμφωνίες που δεσμεύουν 11 εκατομμύρια ανθρώπους, ερήμην ακόμη και της Βουλής. Τι είναι κίνδυνος; Κίνδυνος είναι η ανυπακοή στους νόμους του κράτους. Και τι είναι νόμοι του κράτους; Τα κείμενα που εισηγούνται τρεις καλοπληρωμένοι χαρτογιακάδες του ΔΝΤ, της Ε.Ε. και της ΕΚΤ και τα οποία ψηφίζει με διαδικασία κατεπείγοντος η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τι είναι νομιμότητα; Νομιμότητα είναι να δέχεσαι αδιαμαρτύρητα τους νόμους του κράτους, ακόμη κι αυτούς που καταστρατηγούν το ανάπηρο σύνταγμα. Και τι είναι ανομία; Ανομία είναι να υπερασπίζεσαι δικαιώματα που νομίζεις ότι διαθέτεις χάρη στο ανάπηρο σύνταγμα. Τι είναι ανταγωνιστικότητα; Το οικονομικό μέγεθος της οικονομίας που είναι αντιστρόφως ανάλογο με το ύψος των μισθών και το εύρος των δικαιωμάτων της εργασίας. Τι είναι εχθρός; Εχθρός είναι ο απεργός που σου στερεί το δικαίωμα να πας με το λεωφορείο στη δουλειά σου (αν και όταν φτάσεις εκεί υπάρχει ενδεχόμενο να σου τη στερήσει ο εργοδότης σου, χωρίς εισιτήριο επιστροφής), ο μελαψός αλλόθρησκος και αλλόγλωσσος που θέλει «να σου φάει τη θέση εργασίας» ή ο «τζαμπατζής» που αρνείται να πληρώσει διόδια ή εισιτήρια γιατί του έρχονται ακριβά. Τι είναι πατρίδα; Πατρίδα είναι το trading book των τραπεζών, οι τιμές των μετοχών τους, το δικαίωμα των ξένων επενδυτών να παίρνουν κοψοχρονιά τον δημόσιο πλούτο της χώρας. Τι είναι πρόοδος; Πρόοδος είναι να ρίχνεις το εισόδημα των ήδη φτωχών κατά 30%, να καταργείς τα δικαιώματα της μισθωτής εργασίας και να προασπίζεις το δικαίωμα των πιστωτών να πάρουν μέχρι δεκάρας τους τοκογλυφικούς τους τόκους.
Αυτό είναι ένα μικρό απάνθισμα του λεξιλογίου της κρίσης, η γλωσσική φυλακή που κρατά την ελληνική κοινωνία εντός του μνημονιακού τείχους, τις ευρωπαϊκές κοινωνίες εντός των τειχών του νεοφιλελευθερισμού, τις αφυπνισμένες αραβικές κοινωνίες στα τείχη του αυταρχισμού, της φτώχειας, του αμερικανικού imperium, της κοινωνικής και εθνικής καταπίεσης. Και ο κυνόδοντας; Πού κολλάει; Ο δικός μας κυνόδοντας, που καρτερικά περιμένουμε να πέσει, ακούει στα ονόματα επιστροφή στις αγορές, επιμήκυνση, αναδιάρθρωση χρέους, ανάκαμψη… Ούτε κουβέντα για έξοδο από τον φαύλο κύκλο του χρέους. «Εκεί έξω περιμένουν τα τέρατα, οι αγριόγατες των αγορών». Τις οποίες φροντίζουμε να εξευμενίσουμε, ταΐζοντάς τις με τις σάρκες του μέλλοντός μας…
Μια ανάλογη υπνωτική μυθολογία κράτησε για δεκαετίες τις αραβικές κοινωνίες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής φυλακισμένες σε ένα ιδιότυπο κράμα ιδεολογικού σκοταδισμού και καπιταλιστικού εκμοντερνισμού, στηριγμένου στη δυστυχία των εκατομμυρίων. Τις εγκλώβισαν σε μια οδυνηρή, μακρόχρονη παιδική ηλικία από την οποία βγαίνουν σήμερα βίαια, σπάζοντας με τόλμη τους κυνόδοντές τους. Σας τρομάζουν; Οκέι. Ακούστε το μυστικό. Η έξοδος από τη φυλακή του φόβου μπορεί να γίνει και με τους κυνόδοντές σας στη θέση τους. Εξάλλου, μπορεί και να χρειαστούν. Όχι μόνο στο φαγητό.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (5/2/2011)
(Η φωνή της μητέρας από το μαγνητόφωνο): Οι καινούργιες λέξεις της ημέρας είναι οι εξής: Θάλασσα, αυτοκινητόδρομος, εκδρομή, καραμπίνα.
Θάλασσα είναι η δερμάτινη πολυθρόνα με τα ξύλινα μπράτσα, σαν αυτή που έχουμε στο σαλόνι. Παράδειγμα: «Μην κάθεσαι όρθιος. Κάτσε στη θάλασσα να τα πούμε με την ησυχία μας». Αυτοκινητόδρομος. Είναι ο πολύ δυνατός αέρας. Εκδρομή. Εκδρομή είναι ένα πολύ ανθεκτικό υλικό με το οποίο κατασκευάζουμε δάπεδα. Παράδειγμα: «Ο πολυέλαιος έπεσε με δύναμη στο πάτωμα, αλλά δεν προκλήθηκε ζημιά γιατί είναι φτιαγμένο 100% από εκδρομή». Καραμπίνα. Καραμπίνα είναι ένα πολύ όμορφο λευκό πουλί.
Γιώργου Λάνθιμου, Ευθύμη Φιλίππου, «Κυνόδοντας»
Θάλασσα είναι η δερμάτινη πολυθρόνα με τα ξύλινα μπράτσα, σαν αυτή που έχουμε στο σαλόνι. Παράδειγμα: «Μην κάθεσαι όρθιος. Κάτσε στη θάλασσα να τα πούμε με την ησυχία μας». Αυτοκινητόδρομος. Είναι ο πολύ δυνατός αέρας. Εκδρομή. Εκδρομή είναι ένα πολύ ανθεκτικό υλικό με το οποίο κατασκευάζουμε δάπεδα. Παράδειγμα: «Ο πολυέλαιος έπεσε με δύναμη στο πάτωμα, αλλά δεν προκλήθηκε ζημιά γιατί είναι φτιαγμένο 100% από εκδρομή». Καραμπίνα. Καραμπίνα είναι ένα πολύ όμορφο λευκό πουλί.
Γιώργου Λάνθιμου, Ευθύμη Φιλίππου, «Κυνόδοντας»