Ο Ιάπωνας συγγραφέας Χαρούκι Μουρακάμι, στο τελευταίο βιβλίο του («Μετά τον σεισμό»), αφηγείται έξι παράξενες ιστορίες που διαδραματίζονται με άξονα τον σεισμό στο Κόμπε, το 1995 (απόσπασμα μιας ιστορίας δημοσίευσε η στήλη την περασμένη εβδομάδα). Ο σεισμός και οι καταστροφικές του συνέπειες είναι ελάχιστα παρόντα στις ιστορίες, μόνο σαν απόηχος ή σαν τηλεοπτική είδηση περνούν. Οι ήρωες έχουν κάποιο ρητό ή υπόρρητο δεσμό με το Κόμπε -συγγενείς, μνήμες, ένα διαγραμμένο κομμάτι ζωής-, αλλά ο σεισμός είναι απλώς η αφορμή για να συντελεστεί εντός τους μια εσωτερική, υπαρξιακή δόνηση πολλών Ρίχτερ που τους επιβάλλει μια αλλαγή, μια επανεξέταση της ζωής τους. Και το ίδιο επιβάλλει στην Ιαπωνία, η οποία κάθεται αυτάρεσκα πάνω στο οικονομικό της θαύμα, αλώβητο ακόμη το 1995 και από τον σεισμό στο Κόμπε, αλλά και από τον οικονομικό «σεισμό» της ίδιας δεκαετίας -κατάρρευση αγοράς ακινήτων και τραπεζών-, που καθήλωσε τη χώρα σε μακρόχρονη στασιμότητα.
ΟΥΤΕ Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ καταστροφή στο Κόμπε, ούτε η παρατεταμένη οικονομική κρίση, ούτε η διάχυτη στα έργα του Μουρακάμι υπαρξιακή αγωνία των Ιαπώνων κλόνισε ποτέ την εδραιωμένη πίστη των ανθρώπων της Δύσης (και της Ελλάδας) στο λεγόμενο ιαπωνικό θαύμα. Ακόμη και σε τμήματα της αριστερής διανόησης μπορεί κανείς να διακρίνει έναν ανομολόγητο θαυμασμό στον ιαπωνικό καπιταλισμό. Αυτό το περίεργο μείγμα λατρείας στην αέναη μεγέθυνση της παραγωγής με ταυτόχρονη προσήλωση στην καταναλωτική εγκράτεια των παραγωγών ασκεί εδώ και πολλά χρόνια γοητεία στον ευρωπαϊκό νεοφιλελευθερισμό, που πολύ θα ήθελε να σπείρει όλη τη Γηραιά Ήπειρο με εκατοντάδες Toyota Cities. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να το κάνει (χρυσή ευκαιρία η κρίση χρέους) αλλά, να που τα θαύματα καταρρέουν τις πιο ακατάλληλες στιγμές.
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ με γεωπολιτικό δέος το αντίθαμα (για ιδές θάμα κι αντίθαμα…) Ένα φυσικό φαινόμενο επαναφέρει βίαια την εκλιπούσα αίσθηση του ανθρώπινου μέτρου, κατεδαφίζοντας το ιαπωνικό θαύμα και τα παρελκόμενά του. Και δίπλα στο φυσικό φαινόμενο, μ’ όλη την ηθικά αδιάφορη αλλά απίστευτα καταστροφική ισχύ του, αναδεικνύεται η καταστροφική φύση των καπιταλιστικών εμμονών. Η μικρή «Χιροσίμα» της Φουκουσίμα μετρά ήδη τα πρώτα της θύματα, στα πρόσωπα των ανωνύμων αγίων που, ηθελημένα ή όχι, προσφέρουν τη ζωή τους για να σωθούν οι ζωές των άλλων. Κανείς δεν δικαιούται να ισχυριστεί πως δεν γνώριζε. Με τα προηγούμενα της Χιροσίμα, του Ναγκασάκι, του Τσέρνομπιλ, του Three Miles Island,το πυρηνικό «θαύμα» που συντελούνταν στην Ιαπωνία, στη Γαλλία ή στη Γερμανία, είχε τη διάσταση εγκλήματος με ενδεχόμενο δόλο: γνώριζαν τον κίνδυνο της καταστροφής, αλλά αναλάμβαναν το ρίσκο να διακινδυνεύσουν όχι απλώς ανθρώπινες ζωές, αλλά ακόμη και την καταστροφή ολόκληρης χώρας.
ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ; Εύκολη την έχουν την απάντηση. «Μα, πώς να ικανοποιήσουμε την ακόρεστη δίψα των ανθρώπων για ενέργεια;». Όμως, γιατί αυτή η ιδιοτροπία ισχύει ειδικά για τους Ιάπωνες, τους Γάλλους, τους Αμερικανούς και γενικώς για τους πληθυσμούς του Βόρειου Ημισφαιρίου, και όχι για τους Γκανέζους, τους Σομαλούς ή τους Νιγηριανούς, για τους οποίους η σχέση με το ηλεκτρικό ρεύμα είναι ακόμη εξωτική, πρωτόγονη, σπάνια; Γιατί, πολύ απλά στις ΗΠΑ, στη Γαλλία, στην Ιαπωνία -κι όχι στη Σομαλία ή στη Γκάνα- βρίσκεται η μεγάλη αγορά ηλεκτρικών συσκευών για κάθε οικιακή δραστηριότητα, από το πλύσιμο των ρούχων μέχρι το ξύσιμο ενός μολυβιού ή το στύψιμο ενός λεμονιού. Διαλεκτική των αναγκών, θα αντιτείνει κανείς. Αλλά υπάρχει και η διαλεκτική της καπιταλιστικής απληστίας που μεριμνά να υπάρχει ακατάπαυστα ενέργεια όχι μόνο για να παραχθούν χρήσιμα κι άχρηστα αγαθά, αλλά και για να καταναλωθούν. Τα μικρά και μεγάλα παραγωγικά θαύματα μπήκαν και στην τελευταία μικροαστική ή προλεταριακή κουζίνα θορυβωδώς. Αλλά μαζί τους εισχώρησε και το θαύμα των θαυμάτων, η φύση, με όλη τη δημιουργική-καταστροφική της δύναμη και τις άπειρες, γνωστές αλλά και άγνωστες μορφές της.
ΤΟ ΙΑΠΩΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ, το θαύμα της πυρηνικής ενέργειας, το θαύμα της αέναης μεγέθυνσης με κάθε τίμημα, δεν είναι το μόνο που καταρρέει με πάταγο. Θρηνήσαμε εδώ και ένα χρόνο ένα άλλο περιλάλητο θαύμα, το ιρλανδικό, πνιγμένο σε ένα τοξικό νέφος τραπεζικής τοκογλυφίας. Θρηνούμε εδώ και ενάμιση χρόνο ένα ακόμη θαύμα, το ελληνικό, για το οποίο όλοι οι σημερινοί εισηγητές της «θεραπείας-σοκ» έλεγαν τα καλύτερα λόγια από το 1999 και εντεύθεν. Κηδεύουμε οσονούπω και το πορτογαλικό και το ισπανικό και το βελγικό θαύμα, το θαύμα της ΟΝΕ και του ευρώ, το θαύμα του εγγυημένου κοινωνικού κράτους. Και τελικά από όλα τα ευρωπαϊκά θαύματα έχει απομείνει μόνο το γερμανικό, μνημείο της δημιουργικής καταστροφής που συντελείται εδώ και μια δεκαετία στην Ε.Ε. των 500 εκατομμυρίων και της άνισης ανάπτυξης. Μόνο που δεν πρόκειται για θαύμα. Αλλά για ένα μηχανισμό άνισης ανάπτυξης, που μεταφέρει βίαια υπεραξίες και πλεονάσματα από την περιφέρεια στο ευρωπαϊκό, τελικά ιμπεριαλιστικό κέντρο. Για τους παρίες του ευρωπαϊκού θαύματος, που είναι πια σχεδόν αποκλειστικά γερμανικό, επιφυλάσσεται παραγωγική παρακμή, κοινωνική υποβάθμιση, βίαιη μεταμόρφωση των πληθυσμών σε έναν «Τρίτο Κόσμο» στην καρδιά του πρώτου.
ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ θαύμα μάς έχει αφήσει χρόνους προ πολλού. Χωρίς την πολεμική της μηχανή, η αυτοκρατορία θα είχε προ πολλού καταρρεύσει με πάταγο, φορτώνοντας την υφήλιο με το τεράστιο χρέος της. Η υπερδύναμη ζει με τα λεφτά των άλλων, αλλά εξακολουθεί να θέλει να καθορίσει τις ζωές των άλλων, επικεφαλής μιας παγκόσμιας υπερδομής που σχεδιάζει και ξανασχεδιάζει τα σύνορα του κόσμου, τις πολιτισμικές του επιλογές, τον τρόπο διακυβέρνησής του. Το θαύμα της «Νέας Τάξης Πραγμάτων» καταρρέει κι αυτό στη ζώνη του πυρός, σε Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή, έχοντας ήδη στο ενεργητικό του οικτρές αποτυχίες στα Βαλκάνια, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ. Οι «σωτηρίες» που υπόσχεται επιφυλάσσουν μόνο κοινωνικές καταστροφές. Σήμερα στη Λιβύη, αύριο ποιος ξέρει πού. Οι συνδιαχειριστές της αυτοκρατορίας διαγκωνίζονται για τα ηνία μιας νέας αποικιοκρατικής νομής. Το θαύμα της «διεθνούς νομιμότητας», με τη συσκευασία του ΟΗΕ ή του ΝΑΤΟ, εξελίσσεται σε έναν άγριο καβγά, που δεν μυρίζει μόνο πετρέλαιο, αλλά κυρίως αίμα. Όταν τα βουβάλια τσακώνονται, γνωστό τι παθαίνουν τα βατράχια.
Από την ιστορική έκθεση των θαυμάτων δεν πρέπει να εξαιρέσει κανείς το σοβιετικό, με τη γνωστή κατάληξη, ούτε το νεο-αυτοκρατορικό της Ρωσίας, αλλά ούτε και το αναδυόμενο κινεζικό, που είναι απίθανο να έχει καλύτερη τύχη. Οικοδομείται με τα ίδια σαθρά υλικά.
ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ στα καταρρέοντα θαύματα του κόσμου μας αποκαλύπτει στην πραγματικότητα ένα παγκόσμιο σύστημα που βρίσκεται σε αποδρομή. Δεν είναι, βεβαίως, υπόθεση ημερών, μηνών, ετών. Ο επερχόμενος θάνατός του θα είναι μια μακρά, οδυνηρή διαδικασία. Οι σπασμοί του θα προκαλούν για χρόνια, ίσως και δεκαετίες, μόνο καταστροφές: κοινωνικές, πολιτισμικές, φυσικές. Είναι ένα σύστημα ασύμβατο με την ίδια τη φύση. Αλλά και με την ανθρώπινη φύση. Στην οποία επιβιώνει, παρ’ όλα αυτά, το μόνο θαύμα που αξίζει την προσοχή μας. Το θαύμα της αλληλεγγύης, όπως το συμπυκνώνουν οι καταδικασμένοι εργάτες της Φουκουσίμα. Το θαύμα της αντίστασης, όπως το ανέδειξαν τα εκατομμύρια των Αράβων που κλονίζουν τη «Νέα Τάξη Πραγμάτων». Το θαύμα της πεποίθησης ότι αυτός ο κόσμος μπορεί ν’ αλλάξει.
ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ, είναι ένα ακόμη θαύμα πώς επιβιώνει ο καπιταλιστικός μας πολιτισμός μ’ όλο το καταστροφικό και αυτοκαταστροφικό φορτίο που κουβαλά. Δεν ξέρουμε αν σ’ αυτή ή στην επόμενη γενιά θα λυθεί το μυστήριο. Μπορούμε με βεβαιότητα, όμως, να πούμε πια ότι δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Είναι ένας πολιτισμός κι ένα παγκόσμιο σύστημα διακυβέρνησης στην απόλυτη παρακμή του. Παρακμή επικίνδυνη, αφού μπορεί να οδηγήσει όχι στο τέλος της ιστορίας, αλλά στο τέλος του ανθρώπινου πολιτισμού, πριν η φύση αποφασίσει γι’ αυτό. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ένα θαύμα για να το αποτρέψουμε. Ή εκατομμύρια, δισεκατομμύρια θαύματα συνείδησης και αφύπνισης. Και χρειαζόμαστε, επειγόντως, ένα όραμα- ξυπνητήρι. Έναν κόκορα που λαλεί στο σκοτάδι, προαναγγέλλοντας την αυγή.
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Friday, March 25, 2011
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (25/3/2011)
Αυτό που με απασχολεί είναι τα θεμέλια του οικοδομήματος. Αισθάνομαι βαθιά ικανοποίηση όταν μοχθώ εκεί κάτω, με τον λοστό στο χέρι, πλάι σε διανοούμενους, ιδεαλιστές και ταξικά συνειδητοποιημένους εργάτες, ρίχνοντας πότε πότε μια βαριά σφυριά και κάνοντας όλο το οικοδόμημα να κλυδωνίζεται. Κάποια μέρα, όταν θα έχουμε περισσότερα χέρια και πιο πολλούς λοστούς, θα το συντρίψουμε, μαζί με τη σάπια του ζωή και τους άταφους νεκρούς του, μαζί με τον τερατώδη εγωισμό και τον απέραντο υλισμό του. Τότε, θα καθαρίσουμε το κατώγι και θα χτίσουμε μια νέα κατοικία για το ανθρώπινο γένος, όπου δεν θα υπάρχει σαλόνι, όπου όλα τα δωμάτια θα είναι φωτεινά και ευάερα, και όπου ο αέρας που αναπνέουμε θα είναι καθαρός, ευγενικός και ζωηρός.
Αυτή είναι η προοπτική μου. Προσβλέπω σε μια εποχή που ο άνθρωπος θα προοδεύει βασισμένος σε κάτι πιο σημαντικό από το στομάχι του, όταν θα υπάρχει ένα ευγενέστερο κίνητρο που θα παρακινεί τους ανθρώπους σε δράση από το κίνητρο τού εδώ και τώρα, από το κίνητρο, δηλαδή, του στομαχιού. Διατηρώ την πίστη μου στην ευγένεια και την ηθική ανωτερότητα του ανθρώπου. Πιστεύω ότι η πνευματική καλοσύνη και η ανιδιοτέλεια θα επικρατήσουν, εκτοπίζοντας τη χυδαία βουλιμία του σήμερα.
Τζακ Λόντον, «Τι σημαίνει για μένα η ζωή»
Αυτή είναι η προοπτική μου. Προσβλέπω σε μια εποχή που ο άνθρωπος θα προοδεύει βασισμένος σε κάτι πιο σημαντικό από το στομάχι του, όταν θα υπάρχει ένα ευγενέστερο κίνητρο που θα παρακινεί τους ανθρώπους σε δράση από το κίνητρο τού εδώ και τώρα, από το κίνητρο, δηλαδή, του στομαχιού. Διατηρώ την πίστη μου στην ευγένεια και την ηθική ανωτερότητα του ανθρώπου. Πιστεύω ότι η πνευματική καλοσύνη και η ανιδιοτέλεια θα επικρατήσουν, εκτοπίζοντας τη χυδαία βουλιμία του σήμερα.
Τζακ Λόντον, «Τι σημαίνει για μένα η ζωή»
Saturday, March 19, 2011
Τσουνάμι (19/3/2011)
Τσουνάμι: Από τις ιαπωνικές λέξεις «τσου»=λιμάνι και «νάμι»=κύμα. «Κύμα του λιμανιού». Ονομάστηκε έτσι γιατί, αν και προκαλείται στα βάθη της θάλασσας από μετατόπιση μεγάλης ποσότητας νερού, συνήθως λόγω σεισμού ή ηφαιστείου, δεν γίνεται αντιληπτό στην ανοικτή θάλασσα, αλλά είναι καταστροφικό όταν φτάνει στην ακτή. Τα τσουνάμι έχουν μεγάλο μήκος κύματος και μεταφέρουν τεράστια ποσά ενέργειας. Όταν διαδίδονται στην ανοικτή θάλασσα έχουν ελάχιστο ύψος, συνήθως μέχρι δύο μέτρα, και ταξιδεύουν προς κάθε επιτρεπτή κατεύθυνση με ταχύτητα 700-800 χιλιομέτρων την ώρα. Παρ’ όλα αυτά δεν γίνονται αντιληπτά από τα πλοία που βρίσκονται στ’ ανοικτά. Ακόμα και μια μικρή βάρκα τα αντιλαμβάνεται σαν φουσκοθαλασσιά, που λεία και αδιάσπαστη από αφρό περνά σαν αστραπή. Φτάνοντας όμως στα ρηχά, καθώς το βάθος μειώνεται, τα κύματα αναδιπλώνονται κι ενώ χάνουν σε ταχύτητα κερδίζουν σε ύψος. Σκάνε στην ακτή με ταχύτητα περίπου 40 χλμ. την ώρα, ενώ το ύψος τους κυμαίνεται από 5 και, θεωρητικά, μέχρι και 100 μέτρα. Αλλά ακόμη και
δύο μέτρα αρκούν για να προκαλέσουν την καταστροφή (Πηγή: Wikipedia).
Η ΠΡΩΤΗ ΠΗΓΗ ανησυχίας ήταν τα κλειστά μαγαζιά στους εμπορικούς δρόμους. Και οι κραυγαλέες πινακίδες «ξεπούλημα, όλα σε τιμές κόστους λόγω κλεισίματος». Ωστόσο, τελικά, αυτό που μετέτρεψε τον φόβο σε πανικό ήταν η έλλειψη του χαρτιού υγείας. Αυτό το τόσο ασήμαντο, ευτελές και αυτονόητο αγαθό προκάλεσε δέος όταν εξαφανίστηκε από κάθε δημόσια τουαλέτα σε χώρους εργασίας, σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες, καταστήματα ψυχαγωγίας.
ΑΛΛΑ, η ακολουθία των γεγονότων, από τον πρώτο εκείνο σεισμό, κάτω από τον πυθμένα του οικονομικού ωκεανού μέχρι το μεγάλο κύμα που παρέσυρε το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, με όλα τα τεκμήρια ανέχειας ή απληστίας της, ήταν πολύ διαφορετική για τον καθένα. Κάθε άνθρωπος, κάθε επαγγελματική ομάδα, κάθε στρώμα ή τάξη πήρε μια διαφορετική σειρά μηνυμάτων για το τσουνάμι που ερχόταν.
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΗΤΑΝ τα spreads, άγνωστη λέξη τουλάχιστον για το 80% του πληθυσμού που αγνοούσε τον τρόπο που δανειζόταν το κράτος, από συστάσεώς του, πουλώντας ομόλογα σε κατ’ επάγγελμα τοκογλύφους, αδίστακτους τζογαδόρους ή ανέμελους εισοδηματίες. Κι έπειτα, έπεσε μια βροχή λέξεων, εξίσου άγνωστων ή διφορούμενων: κρατικό χρέος, χρεοκοπία, στάση πληρωμών. Κι ακούστηκαν και λόγια βαριά, εκφοβιστικά: Θα βουλιάξουμε σαν τον «Τιτανικό» (αλλά, πού να βρεθούν παγόβουνα στη Μεσόγειο;), διεφθαρμένη κοινωνία η ελληνική (αλλά, ποιος είναι ο αδιάφθορος που την κατηγορεί;). Ήρθε κι η «θεραπεία-σοκ» (το σοκ όλοι το εισέπραξαν, αλλά η θεραπεία πουθενά), πρώτη δόση, δεύτερη δόση, τρίτη, όσες αντέξει ο ασθενής. Αλλά, αυτά όλα εξελίσσονταν στον αφρό της θάλασσας. Κανείς δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με όσα συνέβαιναν στα μεγάλα βάθη της, αθόρυβα, αδιόρατα, αλλά ταχύτατα, εκεί που η τεκτονική πλάκα της απληστίας συγκρουόταν βίαια με την πλάκα της πολιτικής εξαπάτησης. Εκεί που η τραπεζοκρατία προσέκρουε στην πολιτική εξουσία.
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ, ΛΟΙΠΟΝ, όταν ο γιγάντιος απορροφητήρας τράβηξε μονορούφι την πρώτη γενναία δόση πλούτου και εισοδήματος, σαν να ήταν πανάλαφρη πούδρα, όλοι προσαρμόστηκαν γρήγορα. «Δε βαριέσαι», είπαν, «θα κάνουμε το σκατό μας παξιμάδι, οι γονείς μας πέρασαν δυσκολότερα». Ξέραν πως δεν κυριολεκτούσαν μ’ αυτό, αλλά ό,τι μπορούσαν έκοψαν. Δεν πήραν καινούργια αυτοκίνητα, ματαίωσαν τις αγορές κατοικιών, ανέβαλαν την αντικατάσταση των παλιών ηλεκτρικών συσκευών, έκοψαν τα πολλά αλλαντικά, ροκφόρ δεν ξαναμπήκε στο ψυγείο, έδιωξαν και την κυρία εκ Μολδαβίας που κρατούσε τα παιδιά ή καθάριζε το σπίτι.
EΠΕΙΤΑ, ενώ η σωτηρία της χώρας τη βύθιζε πιο βαθιά στη γλοιώδη λάσπη της ύφεσης, άρχισαν μια σειρά μυστηριώδεις εξαφανίσεις, όχι μετρήσιμες από τους γραφειοκράτες του Γενικού Λογιστηρίου ή τους στατιτιστικολόγους της ανεξάρτητης στατιστικής Αρχής. Στην αρχή εξαφανίστηκε ο καφές. Από τα μικρά κουζινάκια, στους χώρους εργασίας, αποσύρθηκαν διακριτικά οι μεγάλες καφετιέρες που πρόσφεραν φθηνό καφέ φίλτρου. Μικρό το κακό, έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι προτιμούσαν καφέ απ’ έξω ή έφερναν δικό τους, του γούστου τους. Έπειτα, το κύμα παρέσυρε τα αναλώσιμα. Κόπηκαν τα στιλό, τα μολύβια, οι συνδετήρες, τα συρραπτικά, εφαρμόστηκε κανόνας φειδούς στα μελάνια των εκτυπωτών και στο χαρτί και, τελικά, κόπηκε και το χαρτί. Πώς να δουλέψεις, «ιδίοις αναλώμασι, κι αν σας αρέσει», ήταν η στερεότυπη απάντηση των αμήχανων προϊσταμένων.
ΜΕΤΑ, ΑΡΧΙΣΑΝ οι ανθρώπινες απώλειες, αισθητές ακόμα και στη χωροταξία των γραφείων και των εργοστασίων. Μαζί με κάθε απολυόμενο εξαφανιζόταν και το γραφείο του, ο υπολογιστής του, ο πάγκος του, το μηχάνημα που χειριζόταν, ακόμη και η καρέκλα του. Οι συνάδελφοί του τον αποχαιρετούσαν εγκάρδια, πλην συνωμοτικά, για να μη γίνουν αντιληπτοί. Αλλά, καθώς οι αίθουσες αραίωναν από τους ανθρώπους και τα παρελκόμενά τους, άρχισε να ενοχλεί τους παραμένοντες η αντήχηση των όλο και πιο κενών χώρων. Οι ίδιες οι φωνές τους είχαν κάτι το ενοχλητικό. Αλλά, κι έξω απ’ τα κτίρια των επιχειρήσεων, στα πεζοδρόμια όπου κατέβαιναν για το απαγορευμένο τσιγάρο, οι αλλαγές μέρα με τη μέρα ήταν όλο και πιο αισθητές. Όλο κι λιγόστευαν – και όχι επειδή έκοβαν το τσιγάρο. Τους ανθρώπους «έκοβαν». Με τον καιρό, κάποιες ομάδες καπνιστών εξαφανίζονταν ομαδικά. Πίσω από τις εισόδους και τα παράθυρα των επιχειρήσεων μπορούσε να αντιληφθεί κανείς ότι δεν είχαν αδειάσει λόγω μετακόμισης.
ΜΕΤΑ, ΤΟ ΚΥΜΑ πήρε τους καθαρισμούς κτιρίων. Τα συνεργεία καθαριότητας εντάχθηκαν «στα προγράμματα εξυγίανσης». Κόπηκαν και τα υλικά καθαριότητας. «Αυτοσυντήρηση» ήταν ο κανόνας για τους μισθωτούς, που αποκτούσαν νέα καθήκοντα στις τουαλέτες και στους διαδρόμους. Κι αυτός ο κανόνας σιγά σιγά επεκτάθηκε στα σχολεία, στις δημόσιες υπηρεσίες, στις γειτονιές που, ναι μεν περνούσαν μια ευεργετική δοκιμασία αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης, ήταν όμως αδύνατο να εξαφανίσουν τους όγκους σκουπιδιών που γίνονταν μόνιμο ντεκόρ στις πόλεις. Κι εκεί εμφανίστηκαν κι οι αρουραίοι. Λες και οι υπόνομοι και όλο το αποχετευτικό δίκτυο των πόλεων κρατούσε μέχρι τότε ερμητικά κλειστή την πόρτα του κάτω κόσμου των τρωκτικών προς τον επάνω. Και τα τρωκτικά ανέβηκαν πεινασμένα και αποθρασυμένα.
Και το κύμα, καθώς πλησίαζε όλο και πιο ορμητικά την ακτή της πραγματικότητας, κέρδιζε ύψος απειλητικό. Πέταγε ανθρώπους κι οικογένειες από τα σπίτια τους, τους παράσερνε στις μικρές, νυχτερινές αποικίες αστέγων. Άλλους τους έσπρωχνε στις ουρές των γραφείων του ΟΑΕΔ που χρόνια είχαν να γίνουν στην κυριολεξία ουρές. Κάποιους, τους πιο τολμηρούς και τυχοδιώκτες, τους παράσυρε μέχρι τις γειτονικές χώρες, σ’ ένα νέο κύμα μετανάστευσης, λευκών και μπλε κολάρων αυτή τη φορά. Κι άλλους, όσοι δεν είχαν ευκαιρία φυγής, τους μεταμόρφωνε σε απηνείς διώκτες των ξένων, όσων επέμεναν να διεκδικούν τις λίγες και περιζήτητες θέσεις εργασίας.
ΤΟ ΚΥΜΑ ΠΗΡΕ και τις διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων. Μ’ έναν διπλό, αντιφατικό, τρόπο. Στους χώρους δουλειάς μόδα έγιναν τα ταπεράκια με το φαΐ απ’ το σπίτι, μ’ αποτέλεσμα τα «ντελιβαράδικα» που ήσαν ακροβολισμένα γύρω τους να πέσουν σε παρακμή. Αντιθέτως, στις οικιστικές περιοχές το junk food γνώρισε πιένες, αφού αποδεικνυόταν φθηνότερο από το γεμάτο ψυγείο, την επαρκή τροφιμαποθήκη και το καθημερινό μαγείρεμα. Άλλωστε, για τα νοικοκυριά ήταν καλύτερο να μην ξέρουν τι ακριβώς τρώνε.
ΤΟ ΤΣΟΥΝΑΜΙ πήρε το πιο καταστροφικό του ύψος όταν εξαφανίστηκε και το τελευταίο ίχνος δημόσιου αγαθού. Φως, νερό, τηλέφωνο, καθαριότητα, κοινόχρηστοι χώροι, κοινωφελή έργα, δημόσια γη, ραδιόφωνο, τηλεόραση, ακτές, χώροι αναψυχής, μουσεία, αρχαιολογικοί χώροι, πάρκα, πλατείες, δρόμοι, εθνικές οδοί, δασικές εκτάσεις, λιμάνια, αεροδρόμια, σχολεία, πανεπιστήμια, επιστημονικά ιδρύματα και γενικώς καθετί που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας ωφέλειας ή παροχής έναντι της φορολογίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατέστη ιδιωτικό. Και πανάκριβο. Και τελικά απροσπέλαστο για το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού. Όμως, ήταν η αναπόφευκτη θυσία για να αποφύγει η χώρα τη χρεοκοπία. Αλλά, πώς ορίζεται μια χώρα χωρίς ίχνος δημόσιας περιουσίας, δημόσιου και ανταποδιδόμενου πλούτου; Ή χρεοκοπημένη ή απλώς ιδιωτικοποιημένη…
ΑΛΛΑ, ΚΑΙ ΠΑΛΙ οι άνθρωποι δεν έδωσαν τόσο σημασία στην ευκολία με την οποία κάθε δημόσια αξία γινόταν ιδιωτική υπεραξία. Το τσουνάμι που ερχόταν ορμητικό να σαρώσει όλο τον κοινωνικό ιστό το αντιλήφθηκαν όταν εξαφανίστηκε από παντού το χαρτί τουαλέτας. Όταν έγινε είδος πολυτελείας, όπως την εποχή που το βασικό μέσο ατομικής υγιεινής ήταν οι εφημερίδες. Το χαρτί υγείας είχε γίνει ο νέος δείκτης πλούτου και ευημερίας. Και η έλλειψή του δείκτης απόλυτης φτώχειας. Το τσουνάμι ερχόταν καταπάνω τους ακριβώς με τη μορφή που είχε προβλέψει ο καλός φίλος της χώρας Ντομινίκ Στρος-Καν. Ένα τσουνάμι από σκατά.
δύο μέτρα αρκούν για να προκαλέσουν την καταστροφή (Πηγή: Wikipedia).
Η ΠΡΩΤΗ ΠΗΓΗ ανησυχίας ήταν τα κλειστά μαγαζιά στους εμπορικούς δρόμους. Και οι κραυγαλέες πινακίδες «ξεπούλημα, όλα σε τιμές κόστους λόγω κλεισίματος». Ωστόσο, τελικά, αυτό που μετέτρεψε τον φόβο σε πανικό ήταν η έλλειψη του χαρτιού υγείας. Αυτό το τόσο ασήμαντο, ευτελές και αυτονόητο αγαθό προκάλεσε δέος όταν εξαφανίστηκε από κάθε δημόσια τουαλέτα σε χώρους εργασίας, σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες, καταστήματα ψυχαγωγίας.
ΑΛΛΑ, η ακολουθία των γεγονότων, από τον πρώτο εκείνο σεισμό, κάτω από τον πυθμένα του οικονομικού ωκεανού μέχρι το μεγάλο κύμα που παρέσυρε το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, με όλα τα τεκμήρια ανέχειας ή απληστίας της, ήταν πολύ διαφορετική για τον καθένα. Κάθε άνθρωπος, κάθε επαγγελματική ομάδα, κάθε στρώμα ή τάξη πήρε μια διαφορετική σειρά μηνυμάτων για το τσουνάμι που ερχόταν.
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΗΤΑΝ τα spreads, άγνωστη λέξη τουλάχιστον για το 80% του πληθυσμού που αγνοούσε τον τρόπο που δανειζόταν το κράτος, από συστάσεώς του, πουλώντας ομόλογα σε κατ’ επάγγελμα τοκογλύφους, αδίστακτους τζογαδόρους ή ανέμελους εισοδηματίες. Κι έπειτα, έπεσε μια βροχή λέξεων, εξίσου άγνωστων ή διφορούμενων: κρατικό χρέος, χρεοκοπία, στάση πληρωμών. Κι ακούστηκαν και λόγια βαριά, εκφοβιστικά: Θα βουλιάξουμε σαν τον «Τιτανικό» (αλλά, πού να βρεθούν παγόβουνα στη Μεσόγειο;), διεφθαρμένη κοινωνία η ελληνική (αλλά, ποιος είναι ο αδιάφθορος που την κατηγορεί;). Ήρθε κι η «θεραπεία-σοκ» (το σοκ όλοι το εισέπραξαν, αλλά η θεραπεία πουθενά), πρώτη δόση, δεύτερη δόση, τρίτη, όσες αντέξει ο ασθενής. Αλλά, αυτά όλα εξελίσσονταν στον αφρό της θάλασσας. Κανείς δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με όσα συνέβαιναν στα μεγάλα βάθη της, αθόρυβα, αδιόρατα, αλλά ταχύτατα, εκεί που η τεκτονική πλάκα της απληστίας συγκρουόταν βίαια με την πλάκα της πολιτικής εξαπάτησης. Εκεί που η τραπεζοκρατία προσέκρουε στην πολιτική εξουσία.
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ, ΛΟΙΠΟΝ, όταν ο γιγάντιος απορροφητήρας τράβηξε μονορούφι την πρώτη γενναία δόση πλούτου και εισοδήματος, σαν να ήταν πανάλαφρη πούδρα, όλοι προσαρμόστηκαν γρήγορα. «Δε βαριέσαι», είπαν, «θα κάνουμε το σκατό μας παξιμάδι, οι γονείς μας πέρασαν δυσκολότερα». Ξέραν πως δεν κυριολεκτούσαν μ’ αυτό, αλλά ό,τι μπορούσαν έκοψαν. Δεν πήραν καινούργια αυτοκίνητα, ματαίωσαν τις αγορές κατοικιών, ανέβαλαν την αντικατάσταση των παλιών ηλεκτρικών συσκευών, έκοψαν τα πολλά αλλαντικά, ροκφόρ δεν ξαναμπήκε στο ψυγείο, έδιωξαν και την κυρία εκ Μολδαβίας που κρατούσε τα παιδιά ή καθάριζε το σπίτι.
EΠΕΙΤΑ, ενώ η σωτηρία της χώρας τη βύθιζε πιο βαθιά στη γλοιώδη λάσπη της ύφεσης, άρχισαν μια σειρά μυστηριώδεις εξαφανίσεις, όχι μετρήσιμες από τους γραφειοκράτες του Γενικού Λογιστηρίου ή τους στατιτιστικολόγους της ανεξάρτητης στατιστικής Αρχής. Στην αρχή εξαφανίστηκε ο καφές. Από τα μικρά κουζινάκια, στους χώρους εργασίας, αποσύρθηκαν διακριτικά οι μεγάλες καφετιέρες που πρόσφεραν φθηνό καφέ φίλτρου. Μικρό το κακό, έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι προτιμούσαν καφέ απ’ έξω ή έφερναν δικό τους, του γούστου τους. Έπειτα, το κύμα παρέσυρε τα αναλώσιμα. Κόπηκαν τα στιλό, τα μολύβια, οι συνδετήρες, τα συρραπτικά, εφαρμόστηκε κανόνας φειδούς στα μελάνια των εκτυπωτών και στο χαρτί και, τελικά, κόπηκε και το χαρτί. Πώς να δουλέψεις, «ιδίοις αναλώμασι, κι αν σας αρέσει», ήταν η στερεότυπη απάντηση των αμήχανων προϊσταμένων.
ΜΕΤΑ, ΑΡΧΙΣΑΝ οι ανθρώπινες απώλειες, αισθητές ακόμα και στη χωροταξία των γραφείων και των εργοστασίων. Μαζί με κάθε απολυόμενο εξαφανιζόταν και το γραφείο του, ο υπολογιστής του, ο πάγκος του, το μηχάνημα που χειριζόταν, ακόμη και η καρέκλα του. Οι συνάδελφοί του τον αποχαιρετούσαν εγκάρδια, πλην συνωμοτικά, για να μη γίνουν αντιληπτοί. Αλλά, καθώς οι αίθουσες αραίωναν από τους ανθρώπους και τα παρελκόμενά τους, άρχισε να ενοχλεί τους παραμένοντες η αντήχηση των όλο και πιο κενών χώρων. Οι ίδιες οι φωνές τους είχαν κάτι το ενοχλητικό. Αλλά, κι έξω απ’ τα κτίρια των επιχειρήσεων, στα πεζοδρόμια όπου κατέβαιναν για το απαγορευμένο τσιγάρο, οι αλλαγές μέρα με τη μέρα ήταν όλο και πιο αισθητές. Όλο κι λιγόστευαν – και όχι επειδή έκοβαν το τσιγάρο. Τους ανθρώπους «έκοβαν». Με τον καιρό, κάποιες ομάδες καπνιστών εξαφανίζονταν ομαδικά. Πίσω από τις εισόδους και τα παράθυρα των επιχειρήσεων μπορούσε να αντιληφθεί κανείς ότι δεν είχαν αδειάσει λόγω μετακόμισης.
ΜΕΤΑ, ΤΟ ΚΥΜΑ πήρε τους καθαρισμούς κτιρίων. Τα συνεργεία καθαριότητας εντάχθηκαν «στα προγράμματα εξυγίανσης». Κόπηκαν και τα υλικά καθαριότητας. «Αυτοσυντήρηση» ήταν ο κανόνας για τους μισθωτούς, που αποκτούσαν νέα καθήκοντα στις τουαλέτες και στους διαδρόμους. Κι αυτός ο κανόνας σιγά σιγά επεκτάθηκε στα σχολεία, στις δημόσιες υπηρεσίες, στις γειτονιές που, ναι μεν περνούσαν μια ευεργετική δοκιμασία αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης, ήταν όμως αδύνατο να εξαφανίσουν τους όγκους σκουπιδιών που γίνονταν μόνιμο ντεκόρ στις πόλεις. Κι εκεί εμφανίστηκαν κι οι αρουραίοι. Λες και οι υπόνομοι και όλο το αποχετευτικό δίκτυο των πόλεων κρατούσε μέχρι τότε ερμητικά κλειστή την πόρτα του κάτω κόσμου των τρωκτικών προς τον επάνω. Και τα τρωκτικά ανέβηκαν πεινασμένα και αποθρασυμένα.
Και το κύμα, καθώς πλησίαζε όλο και πιο ορμητικά την ακτή της πραγματικότητας, κέρδιζε ύψος απειλητικό. Πέταγε ανθρώπους κι οικογένειες από τα σπίτια τους, τους παράσερνε στις μικρές, νυχτερινές αποικίες αστέγων. Άλλους τους έσπρωχνε στις ουρές των γραφείων του ΟΑΕΔ που χρόνια είχαν να γίνουν στην κυριολεξία ουρές. Κάποιους, τους πιο τολμηρούς και τυχοδιώκτες, τους παράσυρε μέχρι τις γειτονικές χώρες, σ’ ένα νέο κύμα μετανάστευσης, λευκών και μπλε κολάρων αυτή τη φορά. Κι άλλους, όσοι δεν είχαν ευκαιρία φυγής, τους μεταμόρφωνε σε απηνείς διώκτες των ξένων, όσων επέμεναν να διεκδικούν τις λίγες και περιζήτητες θέσεις εργασίας.
ΤΟ ΚΥΜΑ ΠΗΡΕ και τις διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων. Μ’ έναν διπλό, αντιφατικό, τρόπο. Στους χώρους δουλειάς μόδα έγιναν τα ταπεράκια με το φαΐ απ’ το σπίτι, μ’ αποτέλεσμα τα «ντελιβαράδικα» που ήσαν ακροβολισμένα γύρω τους να πέσουν σε παρακμή. Αντιθέτως, στις οικιστικές περιοχές το junk food γνώρισε πιένες, αφού αποδεικνυόταν φθηνότερο από το γεμάτο ψυγείο, την επαρκή τροφιμαποθήκη και το καθημερινό μαγείρεμα. Άλλωστε, για τα νοικοκυριά ήταν καλύτερο να μην ξέρουν τι ακριβώς τρώνε.
ΤΟ ΤΣΟΥΝΑΜΙ πήρε το πιο καταστροφικό του ύψος όταν εξαφανίστηκε και το τελευταίο ίχνος δημόσιου αγαθού. Φως, νερό, τηλέφωνο, καθαριότητα, κοινόχρηστοι χώροι, κοινωφελή έργα, δημόσια γη, ραδιόφωνο, τηλεόραση, ακτές, χώροι αναψυχής, μουσεία, αρχαιολογικοί χώροι, πάρκα, πλατείες, δρόμοι, εθνικές οδοί, δασικές εκτάσεις, λιμάνια, αεροδρόμια, σχολεία, πανεπιστήμια, επιστημονικά ιδρύματα και γενικώς καθετί που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας ωφέλειας ή παροχής έναντι της φορολογίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατέστη ιδιωτικό. Και πανάκριβο. Και τελικά απροσπέλαστο για το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού. Όμως, ήταν η αναπόφευκτη θυσία για να αποφύγει η χώρα τη χρεοκοπία. Αλλά, πώς ορίζεται μια χώρα χωρίς ίχνος δημόσιας περιουσίας, δημόσιου και ανταποδιδόμενου πλούτου; Ή χρεοκοπημένη ή απλώς ιδιωτικοποιημένη…
ΑΛΛΑ, ΚΑΙ ΠΑΛΙ οι άνθρωποι δεν έδωσαν τόσο σημασία στην ευκολία με την οποία κάθε δημόσια αξία γινόταν ιδιωτική υπεραξία. Το τσουνάμι που ερχόταν ορμητικό να σαρώσει όλο τον κοινωνικό ιστό το αντιλήφθηκαν όταν εξαφανίστηκε από παντού το χαρτί τουαλέτας. Όταν έγινε είδος πολυτελείας, όπως την εποχή που το βασικό μέσο ατομικής υγιεινής ήταν οι εφημερίδες. Το χαρτί υγείας είχε γίνει ο νέος δείκτης πλούτου και ευημερίας. Και η έλλειψή του δείκτης απόλυτης φτώχειας. Το τσουνάμι ερχόταν καταπάνω τους ακριβώς με τη μορφή που είχε προβλέψει ο καλός φίλος της χώρας Ντομινίκ Στρος-Καν. Ένα τσουνάμι από σκατά.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (19/3/2011)
«Ένας πάρα πολύ δυνατός σεισμός. Προβλέπεται να χτυπήσει το Τόκιο στις 18 Φεβρουαρίου, στις οκτώμισι το πρωί. Σε τρεις μέρες από σήμερα. Ένας σεισμός πολύ μεγαλύτερος απ’ αυτόν που έπληξε το Κόμπε τον περασμένο μήνα. Ο αριθμός των νεκρών από έναν σεισμό αυτού του μεγέθους θα υπερβεί τους εκατόν πενήντα χιλιάδες – κυρίως λόγω ατυχημάτων στο δίκτυο των συγκοινωνιών: εκτροχιασμοί, πτώση οχημάτων, συγκρούσεις, κατάρρευση εναερίων αυτοκινητοδρόμων και των σιδηροδρομικών γραμμών, κατάρρευση του υπογείου σιδηροδρόμου, ανατίναξη των φορτηγών καυσίμων. Τα κτίρια θα μεταμορφωθούν σε σωρούς από μπάζα, οι ένοικοί τους θα γίνουν λιώμα. Φωτιές παντού, το οδικό δίκτυο υπό διάλυση, τα ασθενοφόρα και τα πυροσβεστικά οχήματα άχρηστα, άνθρωποι σωριασμένοι παντού, να πεθαίνουν. Εκατόν πενήντα χιλιάδες άνθρωποι! Αληθινή κόλαση. Ο κόσμος θ’ αναγκαστεί να συνειδητοποιήσει πόσο εύθραυστη είναι αυτή η πιεστική κοινωνική σύμβαση που λέγεται “πόλη”», είπε ο Βάτραχος κουνώντας με νόημα το κεφάλι. «Το επίκεντρο θα είναι κοντά στο υποκατάστημα του Σιντζούκου».
«Κοντά στο υποκατάστημα του Σιντζούκου;».
«Πιο συγκεκριμένα, θα χτυπήσει ακριβώς κάτω από το υποκατάστημα του Σιντζούκου της Τράπεζας Ασφαλούς Πίστεως του Τόκιο».
Απλώθηκε βαθιά σιωπή.
«Κι εσύ», είπε ο Καταγκίρι, «σχεδιάζεις να σταματήσεις αυτό το σεισμό;».
«Ακριβώς», έγνεψε ο Βάτραχος. «Αυτό ακριβώς προτείνω να γίνει. Εσύ κι εγώ θα πάμε υπογείως κάτω από το υποκατάστημα του Σιντζούκου της Τράπεζας Ασφαλούς Πίστεως του Τόκιο ν’ αναμετρηθούμε με το Σκουλήκι».
Χαρούκι Μουρακάμι, «Μετά το σεισμό»
«Κοντά στο υποκατάστημα του Σιντζούκου;».
«Πιο συγκεκριμένα, θα χτυπήσει ακριβώς κάτω από το υποκατάστημα του Σιντζούκου της Τράπεζας Ασφαλούς Πίστεως του Τόκιο».
Απλώθηκε βαθιά σιωπή.
«Κι εσύ», είπε ο Καταγκίρι, «σχεδιάζεις να σταματήσεις αυτό το σεισμό;».
«Ακριβώς», έγνεψε ο Βάτραχος. «Αυτό ακριβώς προτείνω να γίνει. Εσύ κι εγώ θα πάμε υπογείως κάτω από το υποκατάστημα του Σιντζούκου της Τράπεζας Ασφαλούς Πίστεως του Τόκιο ν’ αναμετρηθούμε με το Σκουλήκι».
Χαρούκι Μουρακάμι, «Μετά το σεισμό»
Saturday, March 12, 2011
Νεκροζώντανοι (12/3/2011)
«Δώστε μου 20 κιλά ζωή και 10 κιλά αυτοδιάθεση. Να τα στείλετε στο σπίτι. Τι χρωστάω;». Μα, μπαίνουν στο ζύγι τα έννομα αγαθά, τα δικαιώματα; Φυσικά. Στο νομικό μας σούπερ μάρκετ ζυγίζονται και τιμολογούνται. Θεωρητικώς, το απόλυτο δικαίωμα είναι το δικαίωμα στη ζωή, όλα τα άλλα είναι παρελκόμενα. Κάπως έτσι, οι δικαστές που άσκησαν δίωξη εναντίον όσων υποτίθεται ότι ξεπέρασαν τα όρια αλληλεγγύης στους μετανάστες απεργούς πείνας έκριναν ότι η άρνηση των μεταναστών να σιτισθούν ήταν μεν δικαίωμά τους, έκφραση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση, αλλά υποδεέστερο του δικαιώματος στη ζωή. Και σωστά, κατά την κρατούσα ερμηνεία του συντάγματος και του Ποινικού Κώδικα.
« Όλοι όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων», λέει το άρθρο 5 παρ. 2 του συντάγματος. Κι αυτή η παράθεση των δικαιωμάτων ερμηνεύεται και σαν κάποιου είδους ιεράρχησή τους, παρ’ ότι η αμέσως προηγούμενη παράγραφος 1 μοιάζει να βάζει στο πρώτο σκαλί των αστικών δικαιωμάτων το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του». Πλην όμως η αυτοδιάθεση εμετρήθη εζυγίσθη και ευρέθη ελλιπής. Όπως το βάρος των απεργών πείνας που ήρθαν αντιμέτωποι με τα όρια της ανθρώπινης αντοχής.
Τελικά, ποιος νίκησε στην Υπατία; Η ζωή ή η αυτοδιάθεση; Η κυβέρνηση, που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε την πρώτη, ή οι μετανάστες που τόλμησαν να διαλέξουν τη δεύτερη, φλερτάροντας με τον θάνατο; Ή έληξε με ισοπαλία; Παρ’ ότι ελάχιστοι μπορούν να αμφισβητήσουν ανοικτά την ηθική νίκη που πέτυχαν οι απεργοί πείνας, έχει σημασία να αναρωτηθούμε αν η νίκη αυτή επιτεύχθηκε στο έδαφος του διλήμματος «ζωή ή αυτοδιάθεση;». Θαρρώ πως η αναμέτρηση έγινε σε ένα τελείως διαφορετικό πεδίο. Στην αναίρεση του διλήμματος. «Είμαστε μόνοι, ασυγχώρητα μόνοι. Αυτό εκφράζω λέγοντας πως ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Καταδικασμένος γιατί δεν έπλασε μόνος του τον εαυτό του κι ωστόσο ταυτόχρονα ελεύθερος γιατί από τη στιγμή που βρέθηκε στον κόσμο είναι υπεύθυνος για ό,τι κάνει…», έγραφε ο Σαρτρ, υποδεικνύοντας ότι το δίλημμα «ζωή ή αυτοδιάθεση» δεν υπάρχει. Η ζωή είναι αδιανόητη χωρίς την αυτοδιάθεση, και η δεύτερη είναι το απόλυτο, αδιαμφισβήτητο περιεχόμενό της. Ακόμη κι όταν ο καταδικασμένος σε ανίατη, θανατηφόρα αρρώστια επιλέγει να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα. Ή όταν ο απελπισμένος Άραβας του Μαγκρέμπ αυτοπυρπολείται στέλνοντας ένα δυναμικό μήνυμα χειραφέτησης σε εκατομμύρια ανθρώπους. Αλλά και όταν ένας μετανάστης βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του για να εξασφαλίσει τους απλούστερους όρους της ύπαρξής του: το δικαίωμα να βρίσκεται σε μια χώρα, να αναζητήσει δουλειά, να αμειφθεί και να ασφαλιστεί νόμιμα γι’ αυτήν.
Στον αντίποδα αυτής της απόλυτης σύζευξης ζωής και ελευθερίας, βρίσκεται η κυβερνητική και δικαστική διάζευξη που, ανεξάρτητα από τις πολιτικές σκοπιμότητες και ιδιοτέλειές της, καταλήγει σε έναν φιλοσοφικό παραλογισμό: Σημασία έχει να ζεις, όχι πώς ζεις. Ακόμη κι αν ο τρόπος που ζεις, τα ασφυκτικά όρια ελευθερίας-ανελευθερίας αναιρούν τη δυνατότητα να ζεις (αυτό έγινε οδυνηρή κυριολεξία στα Χανιά, όταν την περασμένη Κυριακή δεκάδες μισθωτοί σκλάβοι από το Μπαγκλαντές, υπάλληλοι νοτιοκορεάτικης εταιρείας με έδρα τη φλεγόμενη Λιβύη που ναύλωσε ελληνικό πλοίο θεωρούμενο ξένο έδαφος -όλες οι «ελευθερίες» του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού συμπυκνωμένες σε μια πλωτή φυλακή-, έπεσαν στα παγωμένα νερά στη θέα των αστυνομικών και της βέβαιης απέλασης. Να πώς ο περιορισμός της αυτοδιάθεσης αναιρεί την ίδια τη ζωή).
Σε τελευταία ανάλυση, το να στρέφεις την ελευθερία ενάντια στη ζωή και αντιστρόφως καταλήγει στο να καταδικάζεις τους δικαιούχους των δύο εννόμων αγαθών σε μια κατάσταση ζωντανών-νεκρών. Ήτοι ζόμπι. Σκάσε και τρώγε. Σου εξασφαλίζουμε την ελευθερία να ζεις, σε εξαναγκάζουμε μάλιστα να ζεις, αν και δεν μπορούμε να εγγυηθούμε ότι θα έχεις τα μέσα για να ζεις. Σκάσε και τρώγε, λοιπόν. Και πιες, ανάσανε, βήξε, μάσα, φτύσε, ρούφα, φύσα, κουνήσου, σήκω, κάτσε, περπάτα, κοιμήσου, ξύπνα, κατούρα, δες, άκου, μίλα, ξανασκάσε, για να βεβαιωθούμε ότι είσαι ζωντανός, ότι όλες οι ζωτικές σου λειτουργίες είναι ακμαίες, κι αν κάποιες απ’ αυτές υπολειτουργούν, εν ανάγκη θα σε διασωληνώσουμε, θα υποστηρίξουμε μηχανικά την αναπνοή του. Σε θέλουμε ζωντανό, τουλάχιστον τόσο ζωντανό όσο και ένας κλινικά νεκρός.
Αυτή την κατάσταση «νεκρής ζωής» αρνήθηκαν οι επαναστάτες Έλληνες του 1821 – για να τους θυμηθούμε, μέρες που έρχονται, όταν επέλεγαν το εμβληματικό σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος», παρ’ ότι και η ανοχή του τουρκικού ζυγού άφηνε κάποια περιθώρια επιβίωσης, μαζί με μια μίζερη ποσόστωση αυτοδιάθεσης. Αυτή την υπόσταση «ζόμπι» απέρριπτε κι ο Ρήγας, που δεν είχε καμιά ταλάντευση για το πώς θα ζυγίσει ποιητικά ελευθερία και θάνατο στον «Θούριό» του, γράφοντας το περίφημο «καλύτερα μιας ώρας/ ελεύθερη ζωή/ παρά σαράντα χρόνια/ σκλαβιά και φυλακή». Και την ίδια κατάσταση ζωντανού-νεκρού αρνούνται οι εξεγερμένοι του Μαγκρέμπ, τρέφοντας αφειδώς με θάνατο τον αγώνα για χειραφέτηση, αυτοδιάθεση, ελευθερία.
Σας ακούγονται λίγο γραφικά, υπερβολικά ηρωικά, κάπως μετα-υλιστικά όλα αυτά; Ακούστε και το παρακάτω. Προσωπικώς, βλέπω μια ενδιαφέρουσα αναλογία ανάμεσα στην κατάσταση «νεκροζώντανου» που προτείνεται ως επιλογή επιβίωσης σε άτομα, συλλογικότητες, υποτελείς τάξεις και στην κατάσταση «ζόμπι» στην οποία έχουμε περιέλθει ως κοινωνία εδώ και ενάμιση χρόνο. Στο δίλημμα «ζωή ή αυτοδιάθεση» μπορεί κανείς να αντιστοιχήσει το δίλημμα που τέθηκε εκβιαστικά «μνημόνιο ή χρεοκοπία», με το μνημόνιο να εκπροσωπεί τη συντήρηση μιας οικονομίας και μιας ολόκληρης κοινωνίας στη νεκροζώντανη κατάσταση που βρίσκεται σήμερα. Έχουμε, υποτίθεται, αποφύγει τον «ξαφνικό θάνατο» μιας κρατικής χρεοκοπίας, αλλά υποβαλλόμαστε στο μαρτύριο ενός αργού θανάτου, με αλλεπάλληλα κύματα λιτότητας και περιστολής δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, έχουμε απεμπολήσει το δικαίωμα στην οικονομική αυτοδιάθεση, τη χειραφέτηση από την παγίδα του χρέους και τελικά τη δυνατότητα να πούμε στη Διεθνή της τοκογλυφίας, στους πιστωτές, «δεν πληρώνω». Έναν χρόνο από την ώρα που η ελληνική κοινωνία εγκαταστάθηκε στην εντατική, πηγαινοέρχεται στο χειρουργείο όπου της αφαιρούνται ένα προς ένα ζωτικά όργανα, πλην όμως διατηρείται στη ζωή. Διασωληνωμένη. Με μια υπόκωφη, μηχανικά υποστηριζόμενη ανάσα. Κι αυτό λέγεται ζωή. Αυτή είναι η απάντηση που δίνουν στο κατασκευασμένο δίλημμα η Moody’s, οι τράπεζες κάτοχοι των ελληνικών ομολόγων, οι ευρωκράτες, ο Στρος-Καν που κυνικά ομολογεί πως «οι Έλληνες έχουν χωθεί μέσα στα σκατά», η γερμανική πολιτική ηγεσία και οι συνοδοιπόροι της που έχουν επιβάλει στην ελληνική κοινωνία μιαν ελεγχόμενη ζωή, έναν ελεγχόμενο αργό θάνατο, μιαν ελεγχόμενη χρεοκοπία. Ποια ήταν η εναλλακτική λύση; Αυτή που δαιμονοποιήθηκε πριν από έναν χρόνο και σήμερα ενδέχεται να γίνει -αλλά με πολύ χειρότερους όρους- μονόδρομος. Η άρνηση του χρέους, η διαγραφή εκείνου του μέρους του που βασίζεται στις σχέσεις οικονομικής δουλείας με τους πολυεθνικούς προμηθευτές της μίζας και της εξαγοράς, η χειραφέτηση από την τοκογλυφία εις βάρος του δημόσιου πλούτου, η αυτοδιάθεση της κοινωνίας από τους πιστωτές της. Είναι απλή και ακίνδυνη η λύση αυτή; Όσο απλή και ακίνδυνη ήταν η απεργία πείνας των μεταναστών της Υπατίας. Το ρίσκο ήταν εξαρχής γνωστό, αλλά και η επιλογή του απόλυτη. «Ζωή ή αυτοδιάθεση;». Αυτοδιάθεση. Για να υπάρξει ζωή μετά την Υπατία, μετά τη χρεοκοπία.
Σε κάθε αγώνα -ατομικό, συλλογικό, κοινωνικό, εθνικό-, σε κάθε αίτημα και διεκδίκηση υπάρχει ένας ηθικός πυρήνας που δεν περιγράφεται με όρους δούναι και λαβείν, επένδυσης και απόδοσης, αξίας και υπεραξίας, αλλά με τους όρους που υπονοεί ο Σαρτρ στο απόσπασμα που προαναφέραμε. Είμαστε καταδικασμένοι στην ελευθερία, με όποιο τίμημα μπορεί να επιφυλάσσει αυτό.
« Όλοι όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων», λέει το άρθρο 5 παρ. 2 του συντάγματος. Κι αυτή η παράθεση των δικαιωμάτων ερμηνεύεται και σαν κάποιου είδους ιεράρχησή τους, παρ’ ότι η αμέσως προηγούμενη παράγραφος 1 μοιάζει να βάζει στο πρώτο σκαλί των αστικών δικαιωμάτων το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του». Πλην όμως η αυτοδιάθεση εμετρήθη εζυγίσθη και ευρέθη ελλιπής. Όπως το βάρος των απεργών πείνας που ήρθαν αντιμέτωποι με τα όρια της ανθρώπινης αντοχής.
Τελικά, ποιος νίκησε στην Υπατία; Η ζωή ή η αυτοδιάθεση; Η κυβέρνηση, που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε την πρώτη, ή οι μετανάστες που τόλμησαν να διαλέξουν τη δεύτερη, φλερτάροντας με τον θάνατο; Ή έληξε με ισοπαλία; Παρ’ ότι ελάχιστοι μπορούν να αμφισβητήσουν ανοικτά την ηθική νίκη που πέτυχαν οι απεργοί πείνας, έχει σημασία να αναρωτηθούμε αν η νίκη αυτή επιτεύχθηκε στο έδαφος του διλήμματος «ζωή ή αυτοδιάθεση;». Θαρρώ πως η αναμέτρηση έγινε σε ένα τελείως διαφορετικό πεδίο. Στην αναίρεση του διλήμματος. «Είμαστε μόνοι, ασυγχώρητα μόνοι. Αυτό εκφράζω λέγοντας πως ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Καταδικασμένος γιατί δεν έπλασε μόνος του τον εαυτό του κι ωστόσο ταυτόχρονα ελεύθερος γιατί από τη στιγμή που βρέθηκε στον κόσμο είναι υπεύθυνος για ό,τι κάνει…», έγραφε ο Σαρτρ, υποδεικνύοντας ότι το δίλημμα «ζωή ή αυτοδιάθεση» δεν υπάρχει. Η ζωή είναι αδιανόητη χωρίς την αυτοδιάθεση, και η δεύτερη είναι το απόλυτο, αδιαμφισβήτητο περιεχόμενό της. Ακόμη κι όταν ο καταδικασμένος σε ανίατη, θανατηφόρα αρρώστια επιλέγει να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα. Ή όταν ο απελπισμένος Άραβας του Μαγκρέμπ αυτοπυρπολείται στέλνοντας ένα δυναμικό μήνυμα χειραφέτησης σε εκατομμύρια ανθρώπους. Αλλά και όταν ένας μετανάστης βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του για να εξασφαλίσει τους απλούστερους όρους της ύπαρξής του: το δικαίωμα να βρίσκεται σε μια χώρα, να αναζητήσει δουλειά, να αμειφθεί και να ασφαλιστεί νόμιμα γι’ αυτήν.
Στον αντίποδα αυτής της απόλυτης σύζευξης ζωής και ελευθερίας, βρίσκεται η κυβερνητική και δικαστική διάζευξη που, ανεξάρτητα από τις πολιτικές σκοπιμότητες και ιδιοτέλειές της, καταλήγει σε έναν φιλοσοφικό παραλογισμό: Σημασία έχει να ζεις, όχι πώς ζεις. Ακόμη κι αν ο τρόπος που ζεις, τα ασφυκτικά όρια ελευθερίας-ανελευθερίας αναιρούν τη δυνατότητα να ζεις (αυτό έγινε οδυνηρή κυριολεξία στα Χανιά, όταν την περασμένη Κυριακή δεκάδες μισθωτοί σκλάβοι από το Μπαγκλαντές, υπάλληλοι νοτιοκορεάτικης εταιρείας με έδρα τη φλεγόμενη Λιβύη που ναύλωσε ελληνικό πλοίο θεωρούμενο ξένο έδαφος -όλες οι «ελευθερίες» του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού συμπυκνωμένες σε μια πλωτή φυλακή-, έπεσαν στα παγωμένα νερά στη θέα των αστυνομικών και της βέβαιης απέλασης. Να πώς ο περιορισμός της αυτοδιάθεσης αναιρεί την ίδια τη ζωή).
Σε τελευταία ανάλυση, το να στρέφεις την ελευθερία ενάντια στη ζωή και αντιστρόφως καταλήγει στο να καταδικάζεις τους δικαιούχους των δύο εννόμων αγαθών σε μια κατάσταση ζωντανών-νεκρών. Ήτοι ζόμπι. Σκάσε και τρώγε. Σου εξασφαλίζουμε την ελευθερία να ζεις, σε εξαναγκάζουμε μάλιστα να ζεις, αν και δεν μπορούμε να εγγυηθούμε ότι θα έχεις τα μέσα για να ζεις. Σκάσε και τρώγε, λοιπόν. Και πιες, ανάσανε, βήξε, μάσα, φτύσε, ρούφα, φύσα, κουνήσου, σήκω, κάτσε, περπάτα, κοιμήσου, ξύπνα, κατούρα, δες, άκου, μίλα, ξανασκάσε, για να βεβαιωθούμε ότι είσαι ζωντανός, ότι όλες οι ζωτικές σου λειτουργίες είναι ακμαίες, κι αν κάποιες απ’ αυτές υπολειτουργούν, εν ανάγκη θα σε διασωληνώσουμε, θα υποστηρίξουμε μηχανικά την αναπνοή του. Σε θέλουμε ζωντανό, τουλάχιστον τόσο ζωντανό όσο και ένας κλινικά νεκρός.
Αυτή την κατάσταση «νεκρής ζωής» αρνήθηκαν οι επαναστάτες Έλληνες του 1821 – για να τους θυμηθούμε, μέρες που έρχονται, όταν επέλεγαν το εμβληματικό σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος», παρ’ ότι και η ανοχή του τουρκικού ζυγού άφηνε κάποια περιθώρια επιβίωσης, μαζί με μια μίζερη ποσόστωση αυτοδιάθεσης. Αυτή την υπόσταση «ζόμπι» απέρριπτε κι ο Ρήγας, που δεν είχε καμιά ταλάντευση για το πώς θα ζυγίσει ποιητικά ελευθερία και θάνατο στον «Θούριό» του, γράφοντας το περίφημο «καλύτερα μιας ώρας/ ελεύθερη ζωή/ παρά σαράντα χρόνια/ σκλαβιά και φυλακή». Και την ίδια κατάσταση ζωντανού-νεκρού αρνούνται οι εξεγερμένοι του Μαγκρέμπ, τρέφοντας αφειδώς με θάνατο τον αγώνα για χειραφέτηση, αυτοδιάθεση, ελευθερία.
Σας ακούγονται λίγο γραφικά, υπερβολικά ηρωικά, κάπως μετα-υλιστικά όλα αυτά; Ακούστε και το παρακάτω. Προσωπικώς, βλέπω μια ενδιαφέρουσα αναλογία ανάμεσα στην κατάσταση «νεκροζώντανου» που προτείνεται ως επιλογή επιβίωσης σε άτομα, συλλογικότητες, υποτελείς τάξεις και στην κατάσταση «ζόμπι» στην οποία έχουμε περιέλθει ως κοινωνία εδώ και ενάμιση χρόνο. Στο δίλημμα «ζωή ή αυτοδιάθεση» μπορεί κανείς να αντιστοιχήσει το δίλημμα που τέθηκε εκβιαστικά «μνημόνιο ή χρεοκοπία», με το μνημόνιο να εκπροσωπεί τη συντήρηση μιας οικονομίας και μιας ολόκληρης κοινωνίας στη νεκροζώντανη κατάσταση που βρίσκεται σήμερα. Έχουμε, υποτίθεται, αποφύγει τον «ξαφνικό θάνατο» μιας κρατικής χρεοκοπίας, αλλά υποβαλλόμαστε στο μαρτύριο ενός αργού θανάτου, με αλλεπάλληλα κύματα λιτότητας και περιστολής δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, έχουμε απεμπολήσει το δικαίωμα στην οικονομική αυτοδιάθεση, τη χειραφέτηση από την παγίδα του χρέους και τελικά τη δυνατότητα να πούμε στη Διεθνή της τοκογλυφίας, στους πιστωτές, «δεν πληρώνω». Έναν χρόνο από την ώρα που η ελληνική κοινωνία εγκαταστάθηκε στην εντατική, πηγαινοέρχεται στο χειρουργείο όπου της αφαιρούνται ένα προς ένα ζωτικά όργανα, πλην όμως διατηρείται στη ζωή. Διασωληνωμένη. Με μια υπόκωφη, μηχανικά υποστηριζόμενη ανάσα. Κι αυτό λέγεται ζωή. Αυτή είναι η απάντηση που δίνουν στο κατασκευασμένο δίλημμα η Moody’s, οι τράπεζες κάτοχοι των ελληνικών ομολόγων, οι ευρωκράτες, ο Στρος-Καν που κυνικά ομολογεί πως «οι Έλληνες έχουν χωθεί μέσα στα σκατά», η γερμανική πολιτική ηγεσία και οι συνοδοιπόροι της που έχουν επιβάλει στην ελληνική κοινωνία μιαν ελεγχόμενη ζωή, έναν ελεγχόμενο αργό θάνατο, μιαν ελεγχόμενη χρεοκοπία. Ποια ήταν η εναλλακτική λύση; Αυτή που δαιμονοποιήθηκε πριν από έναν χρόνο και σήμερα ενδέχεται να γίνει -αλλά με πολύ χειρότερους όρους- μονόδρομος. Η άρνηση του χρέους, η διαγραφή εκείνου του μέρους του που βασίζεται στις σχέσεις οικονομικής δουλείας με τους πολυεθνικούς προμηθευτές της μίζας και της εξαγοράς, η χειραφέτηση από την τοκογλυφία εις βάρος του δημόσιου πλούτου, η αυτοδιάθεση της κοινωνίας από τους πιστωτές της. Είναι απλή και ακίνδυνη η λύση αυτή; Όσο απλή και ακίνδυνη ήταν η απεργία πείνας των μεταναστών της Υπατίας. Το ρίσκο ήταν εξαρχής γνωστό, αλλά και η επιλογή του απόλυτη. «Ζωή ή αυτοδιάθεση;». Αυτοδιάθεση. Για να υπάρξει ζωή μετά την Υπατία, μετά τη χρεοκοπία.
Σε κάθε αγώνα -ατομικό, συλλογικό, κοινωνικό, εθνικό-, σε κάθε αίτημα και διεκδίκηση υπάρχει ένας ηθικός πυρήνας που δεν περιγράφεται με όρους δούναι και λαβείν, επένδυσης και απόδοσης, αξίας και υπεραξίας, αλλά με τους όρους που υπονοεί ο Σαρτρ στο απόσπασμα που προαναφέραμε. Είμαστε καταδικασμένοι στην ελευθερία, με όποιο τίμημα μπορεί να επιφυλάσσει αυτό.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (12/03/2011)
Η απαισιοδοξία γίνεται αυτοεκπληρούμενη προφητεία: αναπαράγεται σακατεύοντας τη θέλησή μας για δράση.
Υπάρχει μια τάση να θεωρούμε πως αυτό που βλέπουμε στην παρούσα στιγμή είναι κι αυτό που θα συνεχίσουμε να βλέπουμε. Ξεχνάμε πόσο συχνά σ’ αυτόν τον αιώνα αιφνιδιαστήκαμε από τις αναπάντεχες καταρρεύσεις θεσμών, από εντυπωσιακές αλλαγές στην ανθρώπινη σκέψη, από απρόσμενες εξεγέρσεις ενάντια σε τυραννικά καθεστώτα, από τη διάλυση συστημάτων εξουσίας που έμοιαζαν ανίκητα.
Τα δεινά που υπάρχουν είναι επαναλήψεις των δεινών που υπήρχαν πάντα –πόλεμος, ρατσισμός, κακομεταχείριση των γυναικών, θρησκευτικός και εθνικιστικός φανατισμός, πείνα. Τα καλά που συμβαίνουν είναι απρόσμενα.
Απρόσμενα κι όμως ερμηνεύσιμα με βάση κάποιες αλήθειες που αντιλαμβανόμαστε πότε-πότε, αλλά τείνουμε να ξεχνάμε: Η πολιτική δύναμη, όσο τρομερή κι αν δείχνει, είναι πιο εύθραυστη απ’ όσο νομίζουμε.
Χάουαρντ Ζιν, «Αυτοβιογραφία»
Υπάρχει μια τάση να θεωρούμε πως αυτό που βλέπουμε στην παρούσα στιγμή είναι κι αυτό που θα συνεχίσουμε να βλέπουμε. Ξεχνάμε πόσο συχνά σ’ αυτόν τον αιώνα αιφνιδιαστήκαμε από τις αναπάντεχες καταρρεύσεις θεσμών, από εντυπωσιακές αλλαγές στην ανθρώπινη σκέψη, από απρόσμενες εξεγέρσεις ενάντια σε τυραννικά καθεστώτα, από τη διάλυση συστημάτων εξουσίας που έμοιαζαν ανίκητα.
Τα δεινά που υπάρχουν είναι επαναλήψεις των δεινών που υπήρχαν πάντα –πόλεμος, ρατσισμός, κακομεταχείριση των γυναικών, θρησκευτικός και εθνικιστικός φανατισμός, πείνα. Τα καλά που συμβαίνουν είναι απρόσμενα.
Απρόσμενα κι όμως ερμηνεύσιμα με βάση κάποιες αλήθειες που αντιλαμβανόμαστε πότε-πότε, αλλά τείνουμε να ξεχνάμε: Η πολιτική δύναμη, όσο τρομερή κι αν δείχνει, είναι πιο εύθραυστη απ’ όσο νομίζουμε.
Χάουαρντ Ζιν, «Αυτοβιογραφία»
Sunday, March 6, 2011
Πρόοδος, συντήρηση, αντίδραση (5/3/2011)
Είναι σαν να βρίσκεσαι μπροστά στον καθρέφτη. Ας πούμε πως προβάρεις ένα καινούργιο κουστούμι, και θέλεις να πεις στον ράφτη ότι παρατηρείς μιαν ατέλεια. Το αριστερό πέτο, για παράδειγμα, είναι πιο φαρδύ από το δεξί. «Δίκιο έχετε», λέει ο ράφτης, «αλλά δεν μιλάμε για το αριστερό. Το δεξί πέτο μου βγήκε φαρδύτερο». «Όχι, όχι», επιμένεις εσύ, «το αριστερό έχει το πρόβλημα, δεν είμαι στραβός». Και τότε ο ράφτης, που κοιτάει εσένα κι όχι το είδωλό σου στον καθρέφτη, καταλαβαίνει και κάνει την κρίσιμη ερώτηση: «Το αριστερό όπως το βλέπω εγώ ή όπως το βλέπετε εσείς;» Κι εσύ, αντί απάντησης, απλώς δείχνεις με το χέρι σου το προβληματικό πέτο.
ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ συμβαίνει στην κλίμακα αξιών – την πολιτική, την οικονομική, την κοινωνική ή την ιδεολογική. Οι άνθρωποι που είναι απόλυτα απορροφημένοι από το είδωλό τους στον καθρέφτη μπερδεύουν όλες τις κλίμακες: την κλίμακα Δεξιάς - Κέντρου -Αριστεράς κι ακόμη περισσότερο την κλίμακα προόδου – συντήρησης - αντίδρασης. Εξ ου και διαθέτουμε μια κυβέρνηση αντιεξουσιαστών στην εξουσία, κατά τον ισχυρισμό του πρωθυπουργού στην παρθενική συνεδρίαση του Υπουργικού του Συμβουλίου πριν από ενάμιση χρόνο, που ωστόσο έχει επιβάλει τόση εξουσία όση δεν γνώρισε ποτέ η χώρα στα μεταπολιτευτικά χρόνια. Ο ισχυρισμός εμπεριέχει, ωστόσο, μια ενδιαφέρουσα ομολογία: ότι οι κοινωνίες και η ανθρωπότητα εν γένει καλό θα είναι σταδιακά να απαλλάσσονται από την εξουσία, διότι η τελευταία τούς προσφέρει κυρίως δεινά. Επομένως, στην κλίμακα προόδου και αντίδρασης, οι αντιεξουσιαστές τείνουν προς την πρώτη, ενώ οι εξουσιαστές μας σπρώχνουν προς τη δεύτερη.
ΩΣΤΟΣΟ, ο απορροφημένος από το είδωλό του στον καθρέφτη παρατηρητής τα μπερδεύει, αν υποθέσουμε ότι είναι απλώς αφηρημένος, και νομίζει ότι είναι επίγονος του Μπακούνιν και απόγονος των κομμουνάρων, ενώ απλώς είναι συνεχιστής του έργου τσάρων, αυτοκρατόρων και θλιβερών διοικητών προτεκτοράτων. Εξάλλου, ανεξάρτητα από το τι βλέπει ο ίδιος στον καθρέφτη, η κίνησή του στη γεωμετρία της πραγματικότητας είναι συγκεκριμένη. Εμπεριέχει πολιτικές και ταξικές επιλογές. Ευνοεί εκείνους και πλήττει τους άλλους. Τείνει στην πρόοδο της ανθρωπότητας (στην απελευθέρωσή της από όσο τον δυνατό περισσότερους καταναγκασμούς) ή στην αντίδραση (στη δημιουργία νέων καταναγκασμών ή στη συντήρηση παλιών). Όπως έγραψε και ο μακαρίτης Χάουαρτν Ζιν στην αυτοβιογραφία του, «δεν μπορείς να είσαι ουδέτερος σε ένα τρένο που κινείται». Και η ανθρωπότητα είναι ένα τρένο που κινείται. Το ερώτημα είναι σε ποια κατεύθυνση το οδηγούμε.
ΜΕ ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΟΥ στον καθρέφτη (του ίδιου και της τάξης του) σάστισε για μια ακόμη φορά ο πρόεδρος του ΣΕΒ. «Αν επικρατήσουν οι ποικιλώνυμες δυνάμεις της αντίδρασης», είπε «με την περικεφαλαία του υπερπατριωτισμού και την προβιά του αντικαπιταλισμού, η Ελλάδα θα καταντήσει μια υποβαθμισμένη τριτοκοσμική χώρα της Νοτιανατολικής Μεσογείου. Κι ο λαός μας θα υποστεί συνέπειες τέτοιες, που θα κάνουν την τωρινή σκληρή εποχή του μνημονίου να μοιάζει με παράδεισο». Το σχήμα του προέδρου του ΣΕΒ είναι απλό αλλά σαφές. Στην πλευρά της αντίδρασης στέκονται οι αντιμνημονιακές δυνάμεις συλλήβδην, με το ένα σκέλος τους να ρέπει στον εθνικισμό και το άλλο στον αντικαπιταλισμό. Στις δυνάμεις της προόδου τάσσονται όσοι υπερασπίζονται το μνημόνιο και απαιτούν «και κάτι παραπάνω από αυτό». Δηλαδή; Ο πρόεδρος του ΣΕΒ είναι αρκετά γλαφυρός στο σημείο αυτό: «Να περάσουμε από τη χρεοκοπημένη μεταπολίτευση των πελατών στη νέα μεταπολίτευση των πολιτών», «να φέρουμε στο προσκήνιο μια κοινωνική εμπροσθοφυλακή με καθαρή συνείδηση των δυσκολιών και των ευθυνών». Αλλά, εκτός από γλαφυρός, είναι και αρκετά ευφυής για να αποφεύγει να συγκεκριμενοποιήσει το μανιφέστο της «προόδου» που εκφράζει. Τον προδίδει, όμως, η επιφυλακτική έστω δήλωση πίστης του στο μνημόνιο. Αν σε αυτό προσθέσουμε κι αυτά που έρχονται, το γαλλογερμανικό Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας, για παράδειγμα, έχουμε μια αρκετά σαφή περιγραφή της «προόδου».
ΠΡΟΟΔΟΣ ΕΙΝΑΙ, λοιπόν, η βίαιη μείωση των μισθών, κατά προτίμηση με την παράκαμψη της συλλογικής διαπραγμάτευσης, ει δυνατόν και με την πλήρη κατάργησή της, όπως προβλέπει το υπό συζήτηση Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας. Πρόοδος είναι ο περιορισμός της κοινωνικής διαπραγμάτευσης στο γήπεδο της μιας πλευράς, της εργοδοτικής, μέσα στους τείχους του εργοστασίου, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των ελεγκτικών θεσμών του κράτους. Πρόοδος είναι να γίνει η διαπραγμάτευση ατομική, κι ακόμη περισσότερο εποχική, ν’ ακολουθεί ο μισθός τον επιχειρηματικό και οικονομικό κύκλο. «Σήμερα έχουμε κεσάτια, δεν έχει μισθό. Αύριο μπορεί να είσαι πιο τυχερός…».
ΠΡΟΟΔΟΣ είναι επίσης να μειωθεί το κόστος των απολύσεων, ακόμα και να καταργηθεί – «γιατί κάθε τόπος κατακτά τη θέση που εξασφαλίζουν οι δημιουργικότεροι πολίτες του, όχι οι κηφήνες του», όπως λέει ο πρόεδρος του ΣΕΒ. Πρόοδος είναι ακόμη η παράταση του εργασιακού βίου πέρα από τα 65 ή και τα 70 (δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο απίστευτη αύξηση της παραγωγικότητας, άρα και της ανταγωνιστικότητας, θα προκύψει όταν οι 70άρηδες ξαναμπούν στις γραμμές παραγωγής και βάλουν φωτιά στους τόρνους και στα πληκτρολόγια…). Πρόοδος είναι να «απελευθερωθεί» η εργασία από τα δεσμά της σταθερής εργάσιμης μέρας και εβδομάδας, να ξεχάσουμε το οκτάωρο και το πενθήμερο, να ξεχάσουμε ακόμα και τις νομικές εγγυήσεις της εργασιακής σχέσης, ν’ αφήσουμε εργαζόμενο κι εργοδότη να τα βρίσκουν κάθε φορά «σαν ίσος προς ίσον» – με την ισότητα ελέφαντα και μυρμηγκιού. Πρόοδος είναι ακόμα να σπάσει ο μισθωτός τα «δεσμά» της εξειδίκευσης, να φανταστεί τον εαυτό του σαν έναν διά βίου καταρτιζόμενο παραγωγό, σήμερα πωλητή, αύριο χειριστή μηχανημάτων, του χρόνου προγραμματιστή PC και του αντίχρονου διανομέα πίτσας. Ο νέος homo universalis της καπιταλιστικής προόδου είναι ένας άνθρωπος απόλυτα ελαστικός, με ακατάπαυστα εναλλασσόμενες ιδιότητες και δεξιότητες, αλλά τελικά χωρίς καμία απ’ αυτές.
ΚΑΙ, ΦΥΣΙΚΑ, πρόοδος είναι τα γνωστά πιεστικά αιτήματα: να μειωθεί η φορολογία των επιχειρήσεων, να διευκολυνθεί η δημιουργία τους, ώστε να ιδρύονται ακόμη και σε 10 δευτερόλεπτα, να εκποιηθεί η δημόσια περιουσία (και ποιος θα την πάρει; Μαντέψτε!) κ.λπ.
ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ του δίκιο έχει ο πρόεδρος του ΣΕΒ και η τάξη που εκπροσωπεί. Ο οικονομικός πολιτισμός που οικοδομήθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια, βασισμένος σε έναν βαθμό κοινωνικής διαπραγμάτευσης, σε ένα σχετικά σταθερό πλαίσιο προστασίας και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και σε ένα «συμβόλαιο» που εξασφάλιζε ταξική ειρήνη και μια στοιχειώδη κοινωνική συνοχή, έχει εξαντλήσει την προωθητική του δύναμη για την πλευρά του κεφαλαίου. Το πιο άπληστο και αδηφάγο τμήμα του ασφυκτιά μέσα στο πλαίσιο αυτό, παρατηρώντας με αγωνία το ποσοστό κέρδους να πιέζεται. Θέλει να σπάσει τις αλυσίδες αυτού του «κοινωνικού συμβολαίου». Και ονομάζει πρόοδο την απελευθέρωσή του απ’ αυτό.
ΚΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, όσοι υπερασπίζονται το consensus αυτό, τα κοινωνικά στρώματα που προσπαθούν να διασώσουν τα λίγα ή πολλά κεκτημένα τους, δικαίως μπορούν να συγκαταλεχθούν στις δυνάμεις της «συντήρησης», διότι επιχειρούν απεγνωσμένα να συντηρήσουν τους όρους της ύπαρξής τους. Λογικό. Αφού η «πρόοδος» μεταφράζεται σε οικονομική υποβάθμιση, κοινωνική περιθωριοποίηση ή και εξόντωσή τους. Αν μάλιστα, πέρα από τη στοιχειώδη άμυνα που οργανώνουν, προβάλουν και κάποια μικρή ή μεγάλη αντεπίθεση ανάκτησης του χαμένου εδάφους, ακόμη και διεύρυνσης δικαιωμάτων -καλύτερες αμοιβές, λιγότερες ώρες δουλειάς, περισσότερες κοινωνικές παροχές-, κάλλιστα μπορούν να συμπεριληφθούν στις δυνάμεις της «αντίδρασης».
ΑΥΤΗ Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ της ιστορικής κλίμακας αξιών, η αναστροφή της στο είδωλο του καθρέφτη, δεν είναι βέβαια πρωτοφανής. Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ χρειάζονται πάντα έναν μύθο πάνω στον οποίο θα θεμελιώσουν τους νέους όρους ηγεμονίας τους, τις νέες συνθήκες υποτέλειας που απαιτούν από τους πληβείους της κοινωνίας. Αλλά, αυτή η μυθοπλασία έχει όρια. Πρώτον, για να γίνει αξιόπιστη, πρέπει να συντηρεί την ελάχιστη προσδοκία των ανθρώπων ότι η θυσία που τους απαιτείται οδηγεί σε ένα νέο επίπεδο ευημερίας. Αυτό ουδόλως περιγράφεται στο όραμα «προόδου» του προέδρου του ΣΕΒ. Δεύτερον -και για να επιστρέψουμε στη μεταφορά του τρένου-, οι μηχανοδηγοί του πρέπει να εμπνέουν την ελάχιστη εμπιστοσύνη στους επιβάτες ότι δεν θα το εκτροχιάσουν ή δεν θα το ρίξουν στον γκρεμό, πράγμα προδιαγεγραμμένο με την πολιτική του μνημονίου. Και στην περίπτωση αυτή το ασφαλέστερο βήμα προόδου είναι απλώς κάποιος να σταματήσει το τρένο.
ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ συμβαίνει στην κλίμακα αξιών – την πολιτική, την οικονομική, την κοινωνική ή την ιδεολογική. Οι άνθρωποι που είναι απόλυτα απορροφημένοι από το είδωλό τους στον καθρέφτη μπερδεύουν όλες τις κλίμακες: την κλίμακα Δεξιάς - Κέντρου -Αριστεράς κι ακόμη περισσότερο την κλίμακα προόδου – συντήρησης - αντίδρασης. Εξ ου και διαθέτουμε μια κυβέρνηση αντιεξουσιαστών στην εξουσία, κατά τον ισχυρισμό του πρωθυπουργού στην παρθενική συνεδρίαση του Υπουργικού του Συμβουλίου πριν από ενάμιση χρόνο, που ωστόσο έχει επιβάλει τόση εξουσία όση δεν γνώρισε ποτέ η χώρα στα μεταπολιτευτικά χρόνια. Ο ισχυρισμός εμπεριέχει, ωστόσο, μια ενδιαφέρουσα ομολογία: ότι οι κοινωνίες και η ανθρωπότητα εν γένει καλό θα είναι σταδιακά να απαλλάσσονται από την εξουσία, διότι η τελευταία τούς προσφέρει κυρίως δεινά. Επομένως, στην κλίμακα προόδου και αντίδρασης, οι αντιεξουσιαστές τείνουν προς την πρώτη, ενώ οι εξουσιαστές μας σπρώχνουν προς τη δεύτερη.
ΩΣΤΟΣΟ, ο απορροφημένος από το είδωλό του στον καθρέφτη παρατηρητής τα μπερδεύει, αν υποθέσουμε ότι είναι απλώς αφηρημένος, και νομίζει ότι είναι επίγονος του Μπακούνιν και απόγονος των κομμουνάρων, ενώ απλώς είναι συνεχιστής του έργου τσάρων, αυτοκρατόρων και θλιβερών διοικητών προτεκτοράτων. Εξάλλου, ανεξάρτητα από το τι βλέπει ο ίδιος στον καθρέφτη, η κίνησή του στη γεωμετρία της πραγματικότητας είναι συγκεκριμένη. Εμπεριέχει πολιτικές και ταξικές επιλογές. Ευνοεί εκείνους και πλήττει τους άλλους. Τείνει στην πρόοδο της ανθρωπότητας (στην απελευθέρωσή της από όσο τον δυνατό περισσότερους καταναγκασμούς) ή στην αντίδραση (στη δημιουργία νέων καταναγκασμών ή στη συντήρηση παλιών). Όπως έγραψε και ο μακαρίτης Χάουαρτν Ζιν στην αυτοβιογραφία του, «δεν μπορείς να είσαι ουδέτερος σε ένα τρένο που κινείται». Και η ανθρωπότητα είναι ένα τρένο που κινείται. Το ερώτημα είναι σε ποια κατεύθυνση το οδηγούμε.
ΜΕ ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΟΥ στον καθρέφτη (του ίδιου και της τάξης του) σάστισε για μια ακόμη φορά ο πρόεδρος του ΣΕΒ. «Αν επικρατήσουν οι ποικιλώνυμες δυνάμεις της αντίδρασης», είπε «με την περικεφαλαία του υπερπατριωτισμού και την προβιά του αντικαπιταλισμού, η Ελλάδα θα καταντήσει μια υποβαθμισμένη τριτοκοσμική χώρα της Νοτιανατολικής Μεσογείου. Κι ο λαός μας θα υποστεί συνέπειες τέτοιες, που θα κάνουν την τωρινή σκληρή εποχή του μνημονίου να μοιάζει με παράδεισο». Το σχήμα του προέδρου του ΣΕΒ είναι απλό αλλά σαφές. Στην πλευρά της αντίδρασης στέκονται οι αντιμνημονιακές δυνάμεις συλλήβδην, με το ένα σκέλος τους να ρέπει στον εθνικισμό και το άλλο στον αντικαπιταλισμό. Στις δυνάμεις της προόδου τάσσονται όσοι υπερασπίζονται το μνημόνιο και απαιτούν «και κάτι παραπάνω από αυτό». Δηλαδή; Ο πρόεδρος του ΣΕΒ είναι αρκετά γλαφυρός στο σημείο αυτό: «Να περάσουμε από τη χρεοκοπημένη μεταπολίτευση των πελατών στη νέα μεταπολίτευση των πολιτών», «να φέρουμε στο προσκήνιο μια κοινωνική εμπροσθοφυλακή με καθαρή συνείδηση των δυσκολιών και των ευθυνών». Αλλά, εκτός από γλαφυρός, είναι και αρκετά ευφυής για να αποφεύγει να συγκεκριμενοποιήσει το μανιφέστο της «προόδου» που εκφράζει. Τον προδίδει, όμως, η επιφυλακτική έστω δήλωση πίστης του στο μνημόνιο. Αν σε αυτό προσθέσουμε κι αυτά που έρχονται, το γαλλογερμανικό Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας, για παράδειγμα, έχουμε μια αρκετά σαφή περιγραφή της «προόδου».
ΠΡΟΟΔΟΣ ΕΙΝΑΙ, λοιπόν, η βίαιη μείωση των μισθών, κατά προτίμηση με την παράκαμψη της συλλογικής διαπραγμάτευσης, ει δυνατόν και με την πλήρη κατάργησή της, όπως προβλέπει το υπό συζήτηση Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας. Πρόοδος είναι ο περιορισμός της κοινωνικής διαπραγμάτευσης στο γήπεδο της μιας πλευράς, της εργοδοτικής, μέσα στους τείχους του εργοστασίου, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των ελεγκτικών θεσμών του κράτους. Πρόοδος είναι να γίνει η διαπραγμάτευση ατομική, κι ακόμη περισσότερο εποχική, ν’ ακολουθεί ο μισθός τον επιχειρηματικό και οικονομικό κύκλο. «Σήμερα έχουμε κεσάτια, δεν έχει μισθό. Αύριο μπορεί να είσαι πιο τυχερός…».
ΠΡΟΟΔΟΣ είναι επίσης να μειωθεί το κόστος των απολύσεων, ακόμα και να καταργηθεί – «γιατί κάθε τόπος κατακτά τη θέση που εξασφαλίζουν οι δημιουργικότεροι πολίτες του, όχι οι κηφήνες του», όπως λέει ο πρόεδρος του ΣΕΒ. Πρόοδος είναι ακόμη η παράταση του εργασιακού βίου πέρα από τα 65 ή και τα 70 (δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο απίστευτη αύξηση της παραγωγικότητας, άρα και της ανταγωνιστικότητας, θα προκύψει όταν οι 70άρηδες ξαναμπούν στις γραμμές παραγωγής και βάλουν φωτιά στους τόρνους και στα πληκτρολόγια…). Πρόοδος είναι να «απελευθερωθεί» η εργασία από τα δεσμά της σταθερής εργάσιμης μέρας και εβδομάδας, να ξεχάσουμε το οκτάωρο και το πενθήμερο, να ξεχάσουμε ακόμα και τις νομικές εγγυήσεις της εργασιακής σχέσης, ν’ αφήσουμε εργαζόμενο κι εργοδότη να τα βρίσκουν κάθε φορά «σαν ίσος προς ίσον» – με την ισότητα ελέφαντα και μυρμηγκιού. Πρόοδος είναι ακόμα να σπάσει ο μισθωτός τα «δεσμά» της εξειδίκευσης, να φανταστεί τον εαυτό του σαν έναν διά βίου καταρτιζόμενο παραγωγό, σήμερα πωλητή, αύριο χειριστή μηχανημάτων, του χρόνου προγραμματιστή PC και του αντίχρονου διανομέα πίτσας. Ο νέος homo universalis της καπιταλιστικής προόδου είναι ένας άνθρωπος απόλυτα ελαστικός, με ακατάπαυστα εναλλασσόμενες ιδιότητες και δεξιότητες, αλλά τελικά χωρίς καμία απ’ αυτές.
ΚΑΙ, ΦΥΣΙΚΑ, πρόοδος είναι τα γνωστά πιεστικά αιτήματα: να μειωθεί η φορολογία των επιχειρήσεων, να διευκολυνθεί η δημιουργία τους, ώστε να ιδρύονται ακόμη και σε 10 δευτερόλεπτα, να εκποιηθεί η δημόσια περιουσία (και ποιος θα την πάρει; Μαντέψτε!) κ.λπ.
ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ του δίκιο έχει ο πρόεδρος του ΣΕΒ και η τάξη που εκπροσωπεί. Ο οικονομικός πολιτισμός που οικοδομήθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια, βασισμένος σε έναν βαθμό κοινωνικής διαπραγμάτευσης, σε ένα σχετικά σταθερό πλαίσιο προστασίας και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και σε ένα «συμβόλαιο» που εξασφάλιζε ταξική ειρήνη και μια στοιχειώδη κοινωνική συνοχή, έχει εξαντλήσει την προωθητική του δύναμη για την πλευρά του κεφαλαίου. Το πιο άπληστο και αδηφάγο τμήμα του ασφυκτιά μέσα στο πλαίσιο αυτό, παρατηρώντας με αγωνία το ποσοστό κέρδους να πιέζεται. Θέλει να σπάσει τις αλυσίδες αυτού του «κοινωνικού συμβολαίου». Και ονομάζει πρόοδο την απελευθέρωσή του απ’ αυτό.
ΚΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, όσοι υπερασπίζονται το consensus αυτό, τα κοινωνικά στρώματα που προσπαθούν να διασώσουν τα λίγα ή πολλά κεκτημένα τους, δικαίως μπορούν να συγκαταλεχθούν στις δυνάμεις της «συντήρησης», διότι επιχειρούν απεγνωσμένα να συντηρήσουν τους όρους της ύπαρξής τους. Λογικό. Αφού η «πρόοδος» μεταφράζεται σε οικονομική υποβάθμιση, κοινωνική περιθωριοποίηση ή και εξόντωσή τους. Αν μάλιστα, πέρα από τη στοιχειώδη άμυνα που οργανώνουν, προβάλουν και κάποια μικρή ή μεγάλη αντεπίθεση ανάκτησης του χαμένου εδάφους, ακόμη και διεύρυνσης δικαιωμάτων -καλύτερες αμοιβές, λιγότερες ώρες δουλειάς, περισσότερες κοινωνικές παροχές-, κάλλιστα μπορούν να συμπεριληφθούν στις δυνάμεις της «αντίδρασης».
ΑΥΤΗ Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ της ιστορικής κλίμακας αξιών, η αναστροφή της στο είδωλο του καθρέφτη, δεν είναι βέβαια πρωτοφανής. Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ χρειάζονται πάντα έναν μύθο πάνω στον οποίο θα θεμελιώσουν τους νέους όρους ηγεμονίας τους, τις νέες συνθήκες υποτέλειας που απαιτούν από τους πληβείους της κοινωνίας. Αλλά, αυτή η μυθοπλασία έχει όρια. Πρώτον, για να γίνει αξιόπιστη, πρέπει να συντηρεί την ελάχιστη προσδοκία των ανθρώπων ότι η θυσία που τους απαιτείται οδηγεί σε ένα νέο επίπεδο ευημερίας. Αυτό ουδόλως περιγράφεται στο όραμα «προόδου» του προέδρου του ΣΕΒ. Δεύτερον -και για να επιστρέψουμε στη μεταφορά του τρένου-, οι μηχανοδηγοί του πρέπει να εμπνέουν την ελάχιστη εμπιστοσύνη στους επιβάτες ότι δεν θα το εκτροχιάσουν ή δεν θα το ρίξουν στον γκρεμό, πράγμα προδιαγεγραμμένο με την πολιτική του μνημονίου. Και στην περίπτωση αυτή το ασφαλέστερο βήμα προόδου είναι απλώς κάποιος να σταματήσει το τρένο.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (5/3/2011)
… Στο Νταβός, ακούγοντας τους ηγεμόνες του ευέλικτου βασιλείου, αντιλήφθηκα ξαφνικά κάτι ουσιαστικό. Το «εμείς» είναι επίσης μια επικίνδυνη αντωνυμία γι’ αυτούς. Νιώθουν άνετα στην επιχειρηματική αταξία, αλλά φοβούνται την οργανωμένη αντιπαράθεση. Φοβούνται φυσικά την αναγέννηση των συνδικάτων, αλλά νιώθουν έντονα και προσωπικά άβολα, κινούνται νευρικά ή αποφεύγουν να σε κοιτάξουν στα μάτια ή ξεφεύγουν κάνοντας πως κρατούν σημειώσεις, αν εξαναγκαστούν να μιλήσουν για τους ανθρώπους που, στο δικό τους γλωσσικό ιδίωμα, «μένουν πίσω». Ξέρουν ότι οι περισσότεροι από εκείνους οι οποίοι εργάζονται στο ευέλικτο καθεστώς μένουν πίσω, και φυσικά λυπούνται γι’ αυτό. Όμως η ευελιξία την οποία εγκωμιάζουν δεν δίνει και δεν μπορεί να δώσει οποιαδήποτε καθοδήγηση για μια φυσιολογική ζωή. Τα νέα αφεντικά απέρριψαν τη σταδιοδρομία με την παλιά έννοια της λέξης ως δρόμο στον οποίο μπορούν να ταξιδέψουν οι άνθρωποι. Ανθεκτικοί και χωρίς παρεκκλίσεις δρόμοι δράσης είναι ξένα εδάφη.
Richard Sennett, «Ο ελαστικοποιημένος άνθρωπος»