Friday, April 29, 2011

ΜΑΗΔΕΣ ΚΑΙ ΜΑΓΙΟΞΥΛΑ (29/4/2011)

Όλοι μαδάνε τη μαργαρίτα της αναδιάρθρωσης -θα γίνει, δεν θα γίνει, θα γίνει, δεν θα γίνει, αλλά το δίλημμα δεν περιέχει ούτε ίχνος αγάπης, ούτε σπέρμα επιθυμίας, ούτε καν μια στοιχειώδη αγωνία για το πώς θα ελαχιστοποιηθεί το κόστος της καταστροφής που επιβάλλεται ως λύση στην κοινωνία. Και, καθώς μαδάνε αυτή την ειδικών προδιαγραφών μαργαρίτα, αναρωτιέται κανείς τι είδους μαγιάτικο στεφάνι θα πλέξουν μεθαύριο και τι θα κρεμάσουν στο μαγιόξυλο; Spreads, CDS, επιτόκια, ομόλογα, έντοκα γραμμάτια, παράγωγα κι όλα τα άνθη του κακού;

ΔΙΟΤΙ, το μαγιόξυλο, σύμφωνα με την καπιταλιστική παράδοση των τελευταίων τριών αιώνων, είναι το μόνο που απομένει για τον κόσμο της εργασίας – όλα τα άνθη και οι καρποί που προκύπτουν απ’ αυτούς θερίζονται άπληστα από τον κόσμο του πλούτου. Και ναι μεν η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο, αλλά προηγουμένως πρέπει να περάσει απ’ την κόλαση, είτε αυτή έχει την όψη της απόλυτης στέρησης είτε παίρνει τη μορφή της επίπλαστης και προσωρινής ευημερίας, σκληρά τιμωρούμενης στις περιόδους κρίσης, όπως αυτή που ζει ο κόσμος της Δύσης σήμερα ως κρίση κρατικού χρέους.

ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΩ, στις Πρωτομαγιές του μακρινού παρελθόντος, στην Πρωτομαγιά του Σικάγο ή στην εποχή της βικτοριανής Αγγλίας, όταν το προλεταριάτο διεκδικούσε απλώς όρους επιβίωσης στο θαύμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης κι εκείνου του πρώτου μεγάλου κύματος παγκοσμιοποίησης, αναρωτιέται κανείς αν αυτά που περιγράφηκαν με μελανά χρώματα ως άγος του καπιταλισμού -η παιδική εργασία, οι καθημερινοί θάνατοι στις στοές των ορυχείων, τα ατέλειωτα ωράρια μπροστά στις μηχανές, η απίστευτη σκληρότητα των εργοδοτών, η αστυνομική βία εις βάρος όσων τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι, η άγρια καταστολή των απεργιακών κινημάτων, η απαγόρευση των συνδικάτων- ήταν μια απόκλιση, μια εξαίρεση από τον κανόνα της «καπιταλιστικής νομιμότητας». Ή μήπως η εξαίρεση είναι αυτό που έζησε και απόλαυσε ως κοινωνικό κράτος ο κόσμος της εργασίας κατά τα μεταπολεμικά χρόνια της «κεϊνσιανής συναίνεσης». Σύμφωνα με την οποία ένας μικρός, ελεγχόμενος βαθμός ανακατανομής του πλούτου υπέρ των ασθενέστερων, ένα ελάχιστο δικαιωμάτων, αμοιβής, ασφάλισης πρόνοιας για τον κόσμο της εργασίας και ένα σταθερό πλαίσιο κοινωνικής διαπραγμάτευσης για τον μισθό, το ωράριο εργασίας, την ασφάλεια απέναντι στην ανεργία και στα γηρατειά ήταν απαραίτητα για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος.

ΚΑΙ, ΠΡΑΓΜΑΤΙ, για τις τέσσερις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η συνταγή φάνηκε να δικαιώνει τους εμπνευστές της. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και τα εξίσου υψηλά ποσοστά κέρδους αποτέλεσαν τεκμήρια ότι ο καπιταλισμός καταστάλαξε πια στη φυσική του κατάσταση, βρήκε τη χρυσή ισορροπία στον βαθμό ικανοποίησης που προσέφερε σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.

ΉΤΑΝ, ΛΟΙΠΟΝ, η εξαίρεση ή ο κανόνας η «κεϊνσιανή παρένθεση» που κατέστησε τις Πρωτομαγιές των μεταπολεμικών γενιών ανοιξιάτικους περιπάτους για τον Μάη και το μαγιόξυλο; Μπορούμε να βρούμε την απάντηση και σε όσα συντελούνται γύρω μας, στις μέρες μας στις γονατισμένες από την κρίση οικονομίες της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Θαρρεί κανείς ότι ο καπιταλισμός βρήκε στο χρέος το ιδεώδες πρόσχημα για να πάρει μια ιστορική ρεβάνς και να βάλει την «κεϊνσιανή συναίνεση» στο αρχείο της Ιστορίας. Πετάει τα φτιασίδια και τα ψιμύθια και επικεντρώνεται στην ουσία: συρρίκνωση του κόστους εργασίας, απορρύθμιση της απασχόλησης, περιστολή κοινωνικού κράτους, ιδιωτικοποίηση κάθε εκδοχής δημόσιου αγαθού. Και, φυσικά, τέτοιου είδους ταξικές επιλογές είναι αδύνατο να αφήσουν ανεπηρέαστη τη δημοκρατία. Τα δημοκρατικά δικαιώματα, που αποτέλεσαν φυσικό συμπλήρωμα της επέκτασης του κοινωνικού κράτους, γίνονται το επόμενο θύμα, όπως καταδεικνύει η πανσπερμία νομοθετημάτων που προωθούνται σε ΗΠΑ και Ευρώπη κατά των συνδικάτων και του δικαιώματός τους να οργανώσουν μια στοιχειώδη άμυνα για τον κόσμο της εργασίας. Βρίσκουν και τα κάνουν, βέβαια, αφού η «παράδοση» εκμαυλισμού και εξαρτήσεων (εργοδοτικών ή κρατικών) στέρησε από τα συνδικάτα το τεκμήριο της αυτονομίας και τα απαξίωσε στα μάτια της κοινωνίας. Αλλά αυτό δεν καταργεί τον ταξικό και αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της πάση θυσία συντριβής και ηθικής εξόντωσής τους (τι πιο χαρακτηριστικό από την περίπτωση της ΓΕΝΟΠ;).

ΑΛΛΑ, ΚΑΙ ΠΑΛΙ, η ευκολία με την οποία επιλέγεται ποιος θα πληρώσει την κρίση χρέους, ο δογματισμός των συνταγών που εκφράζουν πολιτικές τύπου «Σύμφωνο για το ευρώ» και οι «υποσχέσεις» για δεκαετίες μονομερούς λιτότητας που θα απαιτήσει η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας των οικονομιών της Ε.Ε. εξακολουθούν και κρύβονται πίσω από το «έκτακτο» και το «εξαιρετικό» της κατάστασης. Επιχειρούν να πείσουν ότι, ακόμη κι αν χρειαστεί η θυσία μιας ολόκληρης γενιάς, με ακρωτηριασμένα δικαιώματα και εξευτελιστικό κόστος εργασίας, αυτό θα αποτελεί μια εξαίρεση, μια απόκλιση, μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ένα αναπόφευκτο καθαρτήριο πριν από την επιστροφή στον καπιταλιστικό παράδεισο.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΚΡΑΥΓΑΛΕΟ, ξεδιάντροπο ψέμα σ’ αυτόν τον ισχυρισμό. Υπάρχει μια προκλητική αποσιώπηση των λεπτομερειών, των υποσημειώσεων της μεταπολεμικής ευημερίας στις μητροπόλεις του καπιταλισμού. Μπορεί το «θηρίο» να συμπεριφερόταν σαν άκακο αρνί στις ΗΠΑ ή στην Ευρώπη, αλλά στις εκτός έδρας εξορμήσεις του δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει τα αιμοβόρα ένστικτά του. Μπορεί οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί εργαζόμενοι να απολάμβαναν ένα αξιοπρεπές επίπεδο μισθών, παροχών και δικαιωμάτων, αλλά ήταν οι ίδιοι οι εργοδότες τους που στις επενδυτικές εξορμήσεις τους στην Ασία, στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική επεδίωκαν κι εξασφάλιζαν τις πιο απάνθρωπες, τις πιο άγριες και ληστρικές συνθήκες εκμετάλλευσης της εργασίας. Η «κεϊνσιανή συναίνεση» στην Ευρώπη έβρισκε το αποκρουστικό alter ego της στην αποικιακού τύπου καπιταλιστική επέκταση σε όλες τις ηπείρους. Ο καπιταλισμός ξανάβρισκε τη «φύση» του στις χώρες όπου ο αυταρχισμός, οι στρατιωτικές δικτατορίες, η καταστολή, η απουσία εργασιακών δικαιωμάτων, τα ημερομίσθια πείνας, η παιδική εργασία, η ευτελής αξία της ανθρώπινης ζωής αποτελούσαν «ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα» για τα μικρά και μεγάλα αναπτυξιακά «θαύματα» που συντελούνταν στην καπιταλιστική περιφέρεια. Άλλωστε, τι πιο χαρακτηριστικό από την εντός απείρων εισαγωγικών «κομμουνιστική» Κίνα, που αποτέλεσε επενδυτικό Ελντοράντο για τη Δύση ακριβώς χάρη σ’ αυτά τα «πλεονεκτήματα»; Και τι ακόμη πιο χαρακτηριστικό από την κοινωνική έκρηξη στις χώρες του Μαγκρέμπ, που εκφράζει υπόρρητα την προσπάθεια να απεξαρτηθούν οι αραβικές κοινωνίες από τους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς όρους αποικιακής εκμετάλλευσης που επέβαλε ή ανέχτηκε η καθωσπρέπει δημοκρατική Δύση;

ΕΠΟΜΕΝΩΣ, οι Πρωτομαγιές του παρόντος και του μέλλοντός μας επιστρέφουν αναπόφευκτα στα fundamentals, που λένε και οι απόφοιτοι του London School of Economics, είτε πήραν το πτυχίο με το σπαθί τους είτε το εξαγόρασαν σαν τον υιό Καντάφι. Επιστρέφουν στο Σικάγο, στη βικτοριανή Αγγλία, στην Αμερική της φυλετικής εκμετάλλευσης όχι μόνο γιατί τα μέχρι χθες αυτονόητα – το οκτάωρο, η προστασία της απασχόλησης, η αμοιβή της εργασίας, η πρόνοια, το κοινωνικό κράτος- αναιρούνται ως βαρίδια της «ανταγωνιστικότητας». Αλλά γιατί ο καπιταλισμός επιστρέφει στον αυταρχικό, απάνθρωπο, καταστροφικό πυρήνα της φύσης του, που στην ουσία δεν απεμπόλησε ποτέ. Αντιθέτως, έπειτα από τρεις δεκαετίες νεοφιλελεύθερης διαπαιδαγώγησης του πολιτικού προσωπικού και της επιστημονικής γραφειοκρατίας, έχει καταφέρει να αναγάγει αυτή τη φύση σε καταθλιπτικό μονόλογο, άκαμπτο δογματισμό της πλειοψηφίας των πολιτικών διαμεσολαβητών και όσων διαχειρίζονται τους όρους αναπαραγωγής του. Δηλαδή, των συστημάτων εξουσίας -σοσιαλδημοκρατικής, συντηρητικής ή ακροδεξιάς εκδοχής- που φλερτάρουν επικίνδυνα με την ιδέα, αν και όποτε χρειαστεί, ν’ απαλλαγούν ακόμη και από την περιττή πατίνα της δημοκρατίας. Μερικές φορές καθίσταται κι αυτή ανταγωνιστικό μειονέκτημα…

ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, για τον κόσμο της εργασίας, πράγματα που μέχρι πρότινος θεωρούνταν «πασέ», «ντεμοντέ» και γραφικότητες θα αποκτήσουν πιθανότατα μια νέα αίγλη, ίσως με άλλες μορφές. Οι Πρωτομαγιές του μέλλοντός μας επιφυλάσσουν κάποιο νέο Σικάγο, θερμούς Μάηδες, ολάνθιστα μαγιάτικα στεφάνια και, φυσικά, το μαγιόξυλο. Το οποίο, πέρα από τον παγανιστικό, φαλλικό συμβολισμό του, είναι και χρήσιμο ως αμυντικό όπλο. Για ν’ ανοίγει κεφάλια, για παράδειγμα...

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (29/4/2011)

Ποιος έχτισε τη Θήβα την επτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά μόνο βασιλιάδων ονόματα.
Οι βασιλιάδες είχανε τις πέτρες κουβαλήσει;
Και τη Βαβυλώνα που την κατέστρεψαν
πολλές φορές
ποιος τόσο πολλές φορές την έχτισε πάλι;
Της χρυσόλαμπρης Λίμα οι οικοδόμοι
σε ποια σπίτια κατοικούσαν;
Σε ποιο μέρος γύρισαν το βράδυ,
που το Σινικό Τείχος έτοιμο ήταν,
οι χτίστες;

Η μεγάλη Ρώμη γεμάτη ήταν
από αψίδες θριάμβων.
Ποιοι τις είχανε υψώσει;

Πάνω σε ποιους θριάμβευσαν οι Καίσαρες;
Το ξακουστό Βυζάντιο είχε για τους
κατοίκους του παλάτια μόνο;
Ακόμη και στη μυθική Ατλαντίδα,
τη νυχτιά που καταποντιζόταν,
τους σκλάβους τους φωνάζαν οι πνιγμένοι.

Ο νεαρός Αλέξανδρος κατέκτησε τις Ινδίες.
Μόνος αυτός;
Ο Καίσαρ τους Γαλάτες κατενίκησε.
Δεν είχε ουτ’ ένα μάγειρο μαζί του;

Ο Φίλιππος της Ισπανίας έκλαψε,
όταν ο στόλος του βυθίστηκε.
Δεν έκλαψε άλλος κανείς;
Ο Φρειδερίκος ο Β΄ νίκησε στον Επταετή Πόλεμο.
Και ποιος άλλος νίκησε, εκτός από αυτόν;
Κάθε σελίδα και μια νίκη.
Ποιος ετοίμαζε τα επινίκια φαγοπότια;
Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άντρας.
Ποιος πλήρωνε τα έξοδά του;

Πόσα πολλά ιστορήματα!
Πόσα πολλά ερωτήματα!

Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει», 1935, μετάφραση Μάριου Πλωρίτη.

Thursday, April 21, 2011

Από περιέργεια υπάρχω…(21/4/2011)

Εκατομμύρια σελίδες, δισεκατομμύρια λέξεις σε εκατοντάδες γλώσσες, σε πρόζα και σε ποίηση, μετά μουσικής ή άνευ, εικονογραφημένες ή σε πυκνογραμμένες σελίδες, έχουν συνδυαστεί σε άπειρες εκδοχές για να διατυπώσουν, άλλοτε σεμνά και αβέβαια κι άλλοτε με υπερβολική αλαζονεία και αυτοπεποίθηση, το περίφημο νόημα της ύπαρξης. Της ύπαρξης γενικώς και της ύπαρξής μας ειδικώς, ως θνητών πλασμάτων που κυνηγούν την αθανασία. Κι αυτό, παρ’ ότι δεν είναι αποδεδειγμένο ότι πράγματι έχει κάποιο νόημα η ύπαρξή μας, κάποιο νόημα έξω από τις κατασκευές και τα σχήματα του ανθρώπινου εγκεφάλου, κάποιο νόημα που να έχει υπόσταση όχι μόνο εδώ, άλλα και στον γαλαξία Μ31 και στον αστερισμό Ανδρομέδα, ή σε κάποιο από τα δισεκατομμύρια παράλληλα σύμπαντα που πολλοί επιστήμονες υποθέτουν ότι υπάρχουν, κάνοντας ακόμα πιο απίθανη και ασήμαντη τη μοναδικότητά μας.


ΟΛΑ ΑΥΤΑ,
πλεγμένα με εκατομμύρια λέξεις και αριθμούς, τα οργανώνουμε συχνά σε σφιχτές, συγκροτημένες θεωρίες που ερμηνεύουν εκείνο ή το άλλο φαινόμενο, για το πώς εξελίσσεται η Ιστορία, πώς η ανθρωπότητα κυλά πάνω στις ράγες της προόδου ή της οπισθοδρόμησης, πώς οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις αντιγράφουν σχήματα της φύσης ή τα υπερβαίνουν, για το ποια είναι η φύση του ανθρώπου, πώς αντιμετωπίζει το μυστήριο της ζωής και του θανάτου και γιατί o άνθρωπος, αν και ξέρει πως ό,τι χτίζει στη διάρκεια του σύντομου βίου του στο τέλος θα το αποχωριστεί, επιμένει να το χτίζει, να το γκρεμίζει, να το ανοικοδομεί, να το αναδιαρθρώνει, να το εξωραΐζει και να το υπερασπίζεται. Λέξεις, λέξεις, εκατομμύρια λέξεις διατυπωμένες σε κλειστά ή ανοικτά φιλοσοφικά συστήματα, προϊόντα μεγαλοφυών ανθρώπων από τον Πλάτωνα μέχρι τον Ντεριντά και από τους Στωικούς μέχρι τον Χόμπς ή τον Ρουσό.

ΚΙ ΟΜΩΣ, μερικές φορές αρκεί μια φράση, μικρή, με ελάχιστες λέξεις, για να τα περικλείσει όλα αυτά σ’ ένα νόημα πυκνό και ταυτόχρονα λαϊκό, κατανοητό ακόμα κι απ’ τον άνθρωπο που βγάζει φλύκταινες στην ιδέα της φιλοσοφίας.

ΑΙΦΝΗΣ, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, αυτός ο μεγαλοφυής Σουηδός σκηνοθέτης που μετέτρεψε τον υπαρξισμό, τη φιλοσοφία, τη θεολογία, την ψυχανάλυση σε χιλιάδες μέτρα σελουλόιντ, μέσα σε σκοτεινές κινηματογραφικές ιστορίες που απαιτούν την προσήλωση, την αφοσίωση, πολλές φορές και την υπομονή του θεατή, αυτός ο φιλόσοφος του σινεμά, αποδομεί και τη φιλοσοφία και το σινεμά και τον ίδιο του τον εαυτό, με μία και μόνη φράση που του αποδίδεται: «Ολόκληρη τη φιλοσοφία την περικλείω σε ένα ρέψιμο». Οποία χυδαιότης… θα πει κανείς. Ίσως πρόκειται, όμως, για μεγαλοφυή αποτύπωση της πραγματικότητας ότι τα ανθρώπινα πλάσματα με τις λαμπερές ιδέες, την εκρηκτική δημιουργικότητα, την ικανότητα ν’ αλλάζουν τον κόσμο και να επιδρούν δημιουργικά ή καταστροφικά στη φύση και στους ίδιους τους εαυτούς τους, είναι ταυτόχρονα ένα σύνολο λειτουργιών που περιλαμβάνουν δυσώδη εκκρίματα και εξαερώσεις, απαραίτητα για να υπάρχει και σκέψη και δημιουργικότητα. Εν ολίγοις, για να το κάνω ακόμη χυδαιότερο κι απ’ τον Μπέργκμαν, χωρίς ρέψιμο δεν υπάρχει ούτε φιλοσοφία.

ΠΩΣ ΜΟΥ ’ΡΘΕ όλη αυτή η αμπελοφιλοσοφία, και σε τόσο ακατάλληλο χώρο; Πού είναι η δική μου φλυαρία για την αναδιάρθρωση; Δεν φταίει η Μεγάλη Εβδομάδα, δεν φταίνε τα πάθη. Φταίει ο Ρασούλης, φταίει κι ο Παπάζογλου που έφυγαν άρον άρον, θυμίζοντάς μας κυρίως πόσο γρήγορα πέρασαν τα χρόνια από τότε που οι σημερινοί πενηντάρηδες κι εξηντάρηδες, οι γενιές της χούντας και της Μεταπολίτευσης, ήσαν έφηβοι ή νέοι και νόμιζαν ότι είχαν ένα αλάθητο σχέδιο για τη ζωή και για την αλλαγή του κόσμου, χανόντουσαν σε διαβάσματα χιλιάδων σελίδων, κι έψαχναν τη μουσική και την ποίηση της γενιάς τους. Και τη βρήκαν, ανάμεσα σ’ άλλα, στην «Εκδίκηση της γυφτιάς», εκείνο το «κροσέ» στον μουσικό καθωσπρεπισμό και στη σοβαροφάνεια της γλώσσας που απαγορευόταν να εκφραστεί με μη λόγιο τρόπο, έστω κι αν επρόκειτο να πει μπούρδες. Μέχρι που πλάκωσε η «Γυφτιά», κι άλλαξε το ηχόχρωμα της εποχής, που κινούνταν ανάμεσα σε μεγαλοπρεπή έπη και σε σουξεδάκια των μπουζουκλερί ή των ντίσκο, και μας προσγείωσε όλους στο έπος μιας καθημερινότητας που ντρεπόμασταν μέχρι τότε να την τραγουδήσουμε, παρ’ ότι εξέφραζε πολύ πιο γνήσια τη μεγάλη αντίφαση, αυτή την πάλη ανάμεσα σε παράδοση και εκμοντερνισμό, Ανατολή και Δύση.

ΜΕΓΑΛΟ ΣΟΥΞΕ, η «Γυφτιά» μπήκε στα σαλόνια των δισκογραφικών, ο Ρασούλης και ο πολιτικά πανούργος στίχος του άλωσαν τον επίσημο λόγο, ο Παπάζογλου κι ο Ξυδάκης έβαλαν φωτιά στα όργανα και να που τελικά ακόμη και το τσιφτετέλι ή το ζεϊμπέκικο μπορεί να κάνουν φιλοσοφία (και ποιος τους το απαγόρευσε, θα μου πείτε; Κι όμως…). Γιατί, μέσα σ’ όλο τον νταλκά, τον καημό, τη μοιρολατρία, την αισιοδοξία και τη χαρά που εναλλάσσονται στη «Γυφτιά», και σε πολλά άλλα που ακολούθησαν, πέρασε ανυποψίαστα άλλη μια φράση, σαν αυτές που απαντούν πυκνά και σύντομα στα μεγάλα ερωτήματα για το νόημα της ύπαρξης: «Από περιέργεια υπάρχω κι από καραγκιοζιλίκι».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ τους στίχους του Ρασούλη, προσπαθήστε να ξεχάσετε για λίγο τη μουσική, δέστε τη φιλοσοφική τους συνοχή και την μποέμ κουλτούρα που αναδύουν, αλλά επικεντρωθείτε πάλι στο «μότο»: «Από περιέργεια υπάρχω…» Η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα, βεβαίως, και όχι μόνο αυτή, αλλά η περιέργεια είναι που κάνει τη διαφορά στο είδος μας. Στην πραγματικότητα, όλοι είμαστε συμφιλιωμένοι με τον θάνατο, το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο, είναι σαν να διαβάζουμε βιβλίο ή να βλέπουμε φιλμ νουάρ με την κατάληξή του γνωστή, ωστόσο προσπαθούμε να αντλήσουμε απόλαυση από την πλοκή. Κι η ζωή είναι ένα φιλμ νουάρ, αλλά διαδραστικό, οι σκηνοθέτες και οι σεναριογράφοι μπορεί να έχουν αποφασίσει μια συγκεκριμένη τροπή των πραγμάτων, κατά κανόνα καταθλιπτική και συντριπτική για τις επιθυμίες των πολλών. Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη δυνατή πλοκή. Ο καθένας από μας, και κυρίως η συλλογικότητά μας, μπορεί να δημιουργήσει μια άλλη πλοκή που δεν ανατρέπει το τέλος, αλλά μπορεί να ανατρέψει το ισοζύγιο ευτυχίας και δυστυχίας, απόλαυσης και δυσφορίας που έχουν αποφασίσει οι «σχεδιαστές» της ζωής μας.

ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ για να αρπάξουμε το κοντρόλ που μας δίνει τη δυνατότητα να επιλέξουμε την πλοκή της ζωής είναι η περιέργεια. Υπάρχουμε, και κυρίως δρούμε, από περιέργεια. Και η περιέργεια ήταν, ενδεχομένως, και το κίνητρο του Ναζωραίου που, με προδιαγεγραμμένο το τέλος του, μπήκε σ’ αυτή την απίστευτη περιπέτεια του χριστιανικού έπους, τεστάροντας τη δεκτικότητα εκατομμυρίων ανθρώπων και εκατοντάδων διαδοχικών γενιών σε ένα αμφιλεγόμενο μήνυμα που υπόσχεται τα πάντα για τη μέλλουσα ζωή, αλλά τίποτα για τη μόνη βεβαιότητα που έχουμε στα χέρια μας. Η περιέργεια αυτή, οφείλουμε να ομολογήσουμε, επιβραβεύτηκε με την πιο ανθεκτική ιδεολογία της ανθρώπινης ιστορίας.

ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ υπάρχουμε (την περιέργεια των γεννητόρων μας), από περιέργεια ζούμε, δουλεύουμε, αγοράζουμε αγαθά, στερούμαστε, επιλέγουμε τους πολιτικούς που θα μας κυβερνήσουν, ανεχόμαστε τα συστήματα εξουσίας που αποφασίζουν πώς θα είναι η ζωή μας σήμερα, αύριο ή σε δέκα χρόνια. Και από περιέργεια, συχνά- πυκνά, επιχειρούμε ν’ αλλάξουμε τον σχεδιασμό, ανατρέπουμε τις συνήθειές μας, αλλάζουμε τις επιλογές μας, εξεγειρόμαστε, επαναστατούμε κι επιχειρούμε να επιβάλουμε μια νέα τάξη πραγμάτων.

ΜΙΑ ΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑΣ – πέρα απ’ τον φόβο, τη συνενοχή- ώθησε μια μεγάλη πλειοψηφία ανθρώπων να ανεχτεί, μέχρι στιγμής, το σχέδιο «διάσωσης» της χώρας από την απίστευτη περιπέτεια του χρέους. «Από περιέργεια και από καραγκιοζιλίκι» αποδεχθήκαμε όλους τους μονόδρομους που σήμερα αποδεικνύονται αδιέξοδοι, με κατάληξη στον γκρεμό της αναδιάρθρωσης (αυτής της αγαπημένης λέξης των ημερών που για το 90% των ανθρώπων είναι άγνωστη…) ή στο βάραθρο της χρεοκοπίας. Αυτή η περιέργεια ικανοποιήθηκε καταστροφικά. Game over. Πάμε γι’ άλλα. Οφείλουμε τώρα να δοκιμάσουμε την περιέργειά μας στις αδιανόητες εναλλακτικές λύσεις. Τίποτα και κανείς δεν εγγυώνται βέβαιο αποτέλεσμα, το ρίσκο είναι δεδομένο, οι συγκρούσεις που συνεπάγεται μεγάλες, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο που σώζει τη χώρα, το τραπεζικό σύστημα, τους πιστωτές, τα δημοσιονομικά στοιχεία, τα συστήματα εξουσίας, την ευρωπαϊκή νομενκλατούρα, τις αγορές, τα λαμόγια, τους κερδοσκόπους, τους αεριτζήδες, τους «επενδυτές», τους εκκαθαριστές, τους «μεταρρυθμιστές», τους γραφειοκράτες, τους αποικιοκράτες, τους στρατοκράτες. Δεν έχετε την περιέργεια να δείτε τι θα γίνει χωρίς αυτούς; Ή προτιμάτε να μείνετε στο καραγκιοζιλίκι;

ΚΟΙΤΑ ΠΟΥ Μ’ ΕΦΤΑΣΑΝ ο Παπάζογλου κι ο Ρασούλης. Ακόμη κι εγώ είχα την περιέργεια πού θα καταλήξω…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (21/4/2011)

Τη ζωή σαν αχθοφόρος
όπου βρω την κουβαλάω,
στο αγώι τραγουδάω
κι ο σκοπός θανατηφόρος.

Μεροκάματο δε θέλω
ούτε και για χαρτζιλίκι
από περιέργεια υπάρχω
και από καραγκιοζιλίκι.

Δίχως τέλος κι ως το τέλος
θέλω να την σεργιανάω
κι αν στον Άδη πει να πάω,
σύμφωνος κι ετοιμασμένος.

«Από περιέργεια υπάρχω», Στίχοι Μανώλη Ρασούλη, σύνθεση Νίκου Ξυδάκη, εκτέλεση Νίκος Παπάζογλου («Η εκδίκηση της γυφτιάς»)

Saturday, April 16, 2011

ΤΙ ΕΙΔΕ Ο ΛΑΖΑΡΟΣ (16/4/2011)

Άλυτο το μυστήριο του θανάτου. Υπάρχει άραγε κάτι άλλο μετά; Έχουμε δεύτερη ευκαιρία; Οι λίγοι που ισχυρίζονται πως είχαν την τύχη να περάσουν στην «άλλη πλευρά» με εισιτήριο επιστροφής δεν μας διαφώτισαν ιδιαίτερα για το τι είδαν εκεί. Ο Λάζαρος, για παράδειγμα. «Όζει ήδη. Τεταρταίος γαρ εστί», μας λέει ως μάρτυς της ανάστασής του ο Ιωάννης. Τέσσερις μέρες νεκρός. Τέσσερις μέρες δεν είναι λίγες για μια καλή ξενάγηση σ’ αυτόν τον άλλο τόπο. Αλλά, σφίγγα ο Λάζαρος. Σφίγγα κι ο ευαγγελιστής. Είναι δυνατό να μην τον ρώτησε κανείς τι στην ευχή είδε εκεί κάτω; Να ξέρουμε, τουλάχιστον, τι μας περιμένει…

ΑΛΛΑ, Ο ΛΑΖΑΡΟΣ δεν είπε κουβέντα κι ο ευαγγελιστής παρατάει την αφήγηση στη μέση για να περάσει πάλι στην πορεία του Ναζωραίου προς τον θάνατο και τη δική του Ανάσταση. Παίζουν πολλές αναστάσεις στα Ευαγγέλια. Ειδικά του Ματθαίου του ξεφεύγει μια περιγραφή horror show, στο τριήμερο μεταξύ Σταύρωσης και Ανάστασης, με τους νεκρούς να σηκώνονται από τους τάφους τους, με πρώτους και καλύτερους τους πατέρες και προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, να περιφέρονται στην καταραμένη Ιερουσαλήμ σαν ζόμπι. Αλλά κι απ’ αυτούς καμιά μαρτυρία δεν ακούμε για το τι υπάρχει «εκεί κάτω».

ΤΑ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΑ σώζει η ελληνική παράδοση με τα κάλαντα του Λαζάρου. «Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες; Είδα φόβο, είδα τρόμο, είδα βάσανα και πόνο» και τα λοιπά. Μάλιστα. Ατελέστατη περιγραφή. Και τι διαφέρει, τότε, ο «πάνω» από τον «κάτω» κόσμο; Κι εδώ δεν μας λείπουν ο φόβος, ο τρόμος, τα βάσανα κι ο πόνος. Αν, για παράδειγμα, ο Λάζαρος ξυπνούσε στη Φουκουσίμα, στη Λιβύη, στην Ακτή Ελεφαντοστού, στην Αϊτή τού σήμερα, πώς θα περιέγραφε την κατάσταση; Αν από τη Βηθανία του έτους 33 μ.Χ. όπου πέθανε ανασταινόταν στην Ελλάδα του 2011 μ.Χ., πώς θα περιέγραφε τον αργό θάνατο μιας χώρας, μιας οικονομίας, μιας κοινωνίας; Ποια λόγια, εκτός από τον φόβο, τον τρόμο, τον πόνο, θα χρησιμοποιούσε; Και πού θα ενέτασσε αυτή τη χώρα; Στον πάνω ή στον κάτω κόσμο;

ΥΠΑΡΧΟΥΝ, άλλωστε, θεμελιώδεις ομοιότητες ανάμεσα στους δύο κόσμους, τον έναν της πραγματικότητάς μας και τον άλλο της τρομαγμένης μας φαντασίας. Λειτουργούν κατά κάποιον τρόπο σαν ανεστραμμένο είδωλο ο ένας του άλλου. Αν υποθέσουμε ότι ο Λάζαρος είδε περίπου όσα περιγράφει και ο Δάντης στην ποιητική του περιπλάνηση στην Κόλαση και στο Καθαρτήριο, τότε έχουμε μια πιο σαφή εικόνα για τη στενή συγγένεια και επικοινωνία των πάνω με τους κάτω: αλαζόνες, υπερόπτες, φθονεροί, οργίλοι, οκνηροί, φιλάργυροι, σπάταλοι, λαίμαργοι, άσωτοι, ασελγείς, φιλήδονοι, σοδομίτες, αυτόχειρες, τοκογλύφοι, κόλακες, μάγοι, μάντεις, αλχημιστές, κερδοσκόποι, αποπλανητές, καλπονοθευτές, παραχαράκτες και προδότες παρελαύνουν στα μάτια του ποιητή, κατανεμημένοι μεταξύ Κόλασης και Παραδείσου και καταδικασμένοι σε προσωρινές ή αιώνιες τιμωρίες, ανάλογα με τη βαρύτητα των παραπτωμάτων τους. Αν από αυτή τη λίστα θανάσιμων αμαρτημάτων και θανάσιμα αμαρτωλών αφαιρέσει κανείς όσα ξεπλένει ο χρόνος ή αθωώνει και απαλλάσσει ο ηθικός κώδικας της εποχής, μένει ένας σκληρός πυρήνας «αμαρτημάτων» και «αμαρτωλών» που θυμίζει πολύ τη σύγχρονη επίγεια κόλασή μας. Φιλάργυροι, σπάταλοι, τοκογλύφοι, καλπονοθευτές, παραχαράκτες, προδότες, κερδοσκόποι, αλχημιστές, κόλακες, αποπλανητές, άπληστοι είναι οι χαρακτηρισμοί που αποδίδονται στη διεθνή και εγχώρια ελίτ, οι οποίες μοιράζονται το έγκλημα εις βάρος της κοινωνίας. Μόνο που δεν είναι οι τιμωρούμενοι, αλλά οι τιμητές και οι δήμιοι, με κατηγορούμενους τα θύματά τους.

ΑΚΟΜΗ, ΛΟΙΠΟΝ, κι αν ο Λάζαρος ο «τεταρταίος» τρόμαξε από το σύντομο πέρασμά του στον Άδη, είναι αμφίβολο αν η θαυματουργή του επιστροφή στη ζωή τού επεφύλασσε λιγότερο τρόμο. Άλλωστε επέστρεψε στην κατειλημμένη από τους Ρωμαίους Ιουδαία, όπου η σταύρωση ήταν σκληρή καθημερινότητα για τους αντικαθεστωτικούς, τους αντιστασιακούς και τους φτωχοδιάβολους μικροεγκληματίες. Κι η ίδια τιμωρία περίμενε, λίγες μέρες μετά την επιστροφή του στη ζωή, τον σωτήρα και ζωοδότη του Λάζαρου, σύμφωνα με το απόλυτο γκραν γκινιόλ του χριστιανικού μύθου.

ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΙΑΡΚΕΣ ΜΠΕΡΔΕΜΑ, η αδιάκοπη αντιστροφή ρόλων ανάμεσα σε ζωή και θάνατο, σωτηρία και τιμωρία, παράδεισο και κόλαση, πάνω και κάτω κόσμο βρίσκει μια ιδιότυπη εφαρμογή στις μέρες μας, σε όσα υφίστανται οι κοινωνίες, και δη οι ευρωπαϊκές του αμαρτωλού Νότου. Χρεοκοπία ίσον θάνατος, μας είπαν και περίπου μας έπεισαν (ή απλώς μας εκβίασαν) οι σωτήρες. Αλλά μας υποσχέθηκαν μιαν ανάσταση των οικονομιών με μια πρωτοφανή ομοιοπαθητική του θανάτου. Διότι, πέραν πάσης αμφιβολίας, τα μέσα της σωτηρίας είναι ένας αργός θάνατος, μια θανατική καταδίκη της κοινωνίας σε βασανιστικές δόσεις στέρησης και καταστολής, που κάθε τρίμηνο αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Και το επόμενο τρίμηνο αυξάνονται αυτές οι δόσεις θανάτου και καταστροφής, και η σωτηρία απομακρύνεται, κι έπειτα νέες δόσεις, και πάει λέγοντας. Και στο επιτελείο των σωτήρων η σύγχυση αυξάνεται, οι διαφωνίες επιτείνονται, σαν να μη χρησιμοποίησαν τα σωστά ξόρκια για την έγερση της ημιθανούς ή εντελώς νεκράς χώρας, «έπρεπε να πούμε “δεύρο έξω” ή μήπως “τα κεφάλια πάλι μέσα”;» «Μα, είναι ήδη χρεοκοπημένοι», δηλαδή εντελώς νεκροί, λένε οι εξ Εσπερίας σωτήρες, οι κύνες της Πομερανίας. «Όχι, κρατήστε τους διασωληνωμένους μέχρι όσο πάρει, έστω και κλινικά νεκρούς. Έχουν πολλά ζωτικά όργανα κατάλληλα για ανακύκλωση», αντιτείνουν τα σκυλιά της Φρανκφούρτης και οι αλεπούδες της Νέας Υόρκης. Άγγελοι και διάβολοι, σε ρόλους εναλλασσόμενους, αποφαίνονται για το είδος της τιμωρίας-θεραπείας στο ευρωπαϊκό Καθαρτήριο. «Σ’ εσάς θα κόψουμε τους μισθούς, για σας έχουμε μια απόλυση, για τους διπλανούς σας μια άδεια άνευ αποδοχών, εσείς θα παίρνετε στο εξής το μισό επίδομα αδείας. Επίσης, κομμένες οι σπατάλες στα σχολεία, στα νοσοκομεία. Στο εξής θα μορφώνεστε εκ περιτροπής και θα ασθενείτε κατά τις αργίες. Και θα δουλεύετε μέχρι τα 80 χρόνια σας. Δεν θέλουμε διαμαρτυρίες… Μαζί τα φάγατε».

ΚΙ ΕΠΕΙΤΑ, ενώ ο καιρός στο Καθαρτήριο περνά αργά και βασανιστικά, αλλά το ισοζύγιο αμαρτίας και εξιλέωσης μένει αμετάβλητα ελλειμματικό και ο βόρβορος του χρέους κοχλάζει σαν κρατήρας ηφαιστείου έτοιμου να εκραγεί, οι σωτήρες και οι θαυματοποιοί άγγελοι, χειροκροτούμενοι από τους ενθουσιασμένους διαβόλους των αγορών, πετάνε ένα ακόμη αναστάσιμο ξόρκι. «Μήπως είναι καιρός για μια αναδιάρθρωση του χρέους τους;» Πόσο «ανάσταση» και πόσο «θάνατο» μπορεί να περιέχει αυτή η σωτηρία; Εξαρτάται ποιος και γιατί θα τη φέρει. Και με τι τίμημα. «Λάζαρε, δεύρο έξω και αναδιαρθρώσου, εξαρθρώσου, αποσαθρώσου, εξυγιάνσου, εξαφανίσου, ιδιωτικοποιήσου, σταθεροποιήσου, επιμηκύνσου, μειώσου, εξαχνώσου και ύπαγε εν ειρήνη», φωνάζει ο σωτήρας κι οι πιστωτές μετράνε ζημιές και κέρδη, καλή η μπάζα, «τη σώσαμε την παρτίδα, το καθαρτήριο βγάζει λεφτά, δεν χρειάζεται να είναι προσωρινό, ας είναι η ζωή η αιώνια, ή ο αιώνιος θάνατος, εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ».

ΚΙ Ο ΛΑΖΑΡΟΣ στέκεται αμήχανος κι αναποφάσιστος σ’ αυτό το κατώφλι πάνω και κάτω κόσμου, σ’ αυτό το μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Τα είδε όλα εκεί κάτω, τα βλέπει όλα κι εδώ πάνω, γύρισε το μάτι του ανάποδα, σαν οργισμένου Βίκινγκ, σαν εξαγριωμένου Ισλανδού, «τι να την κάνω μιαν ανάσταση που με φέρνει σ’ έναν άλλο θάνατο; Αν είναι να ζήσουν μόνο οι τράπεζες, αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων». Στέκει εκεί, στη στενή είσοδο του μνημονιακού τάφου του, κάνει μεταβολή και χάνεται στο σκοτάδι φωνάζοντας «όχι άλλη ανάσταση, όχι άλλη ανάσταση, γιατί θα κάνω επανάσταση». Σιγά, Λάζαρε, θα σκίσεις κανένα σάβανο. Το πιστεύει, δεν το πιστεύει, θα δείξει. Τους σωτήρες πάντως, εξουσιαστές ζωής και θανάτου, χλωμούς τους βλέπω. Σαν πεθαμένους…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (16/4/2011)

Τη μέρα που ήρθα και σε βρήκα
κάτω στο Πέραμα με τους γέρους
στη θάλασσα να βρίζεις
την κάμαρα που σε γέννησε και τον Ξέρξη.

Στάθηκα δίπλα σου και σου είπα
τα κεραμίδια θα γίνουνε τσιμέντο
τα ξύλα θα γίνουνε πέτρες
η αγάπη θα γίνει χρήμα.

Τη μέρα που ήρθα και σε βρήκα
κάτω στο Πέραμα με τους γέρους
στάθηκα δίπλα σου και σου είπα
θα μας ξεχάσουνε την Πέμπτη
το Σάββατο, το Σάββατο
την ίδια ώρα θ’ αναστηθούμε.


Γιώργου Χρονά. «Στο Πέραμα» (Από τον δίσκο «Ανεξάρτητα», σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου)

Thursday, April 7, 2011

Η φούσκα (7/4/2011)

Θα το αντέξετε; Τέσσερις μέρες σε ενημερωτικό κενό, χωρίς πυξίδα, χωρίς τη δόση πληροφόρησης που σας κρατά σε επαφή με την πραγματικότητα. Αν, βέβαια, αυτό είναι η πραγματικότητα… Αν είναι πραγματικότητα ο «αποκαλυπτικός» λόγος των τηλεοπτικών δελτίων, ο χορός των δισεκατομμυρίων στα ραδιόφωνα, η στατιστική τρομοκρατία στα πρωτοσέλιδα. Νέα μέτρα 6 δισ. ευρώ. Και άλλα 22 δισ. Και άλλα 50 δισ. ευρώ. Δημοσιονομικός Αρμαγεδδών. Χαστούκια, χαστούκια, κι άλλα χαστούκια. Κι έπειτα χάδια. Δεν θα γίνει αναδιάρθρωση χρέους (σ.σ. πόσοι Έλληνες έχουν καταλάβει τι είναι αυτό το φρούτο και γιατί απορρίπτεται σαν τον απαγορευμένο καρπό από το δέντρο της γνώσης;). Δεν θα ληφθούν οριζόντια μέτρα (γιατί, μέχρι τώρα γευτήκαμε τα κάθετα;). Ουδέν πρόβλημα με τα δώρα, τις συντάξεις. Τι είναι πραγματικότητα και τι δεν είναι απ’ όλα αυτά; Και πού είναι η άλλη πραγματικότητα: η ειδοποίηση της τράπεζας για την καθυστερημένη δόση. Η απόρριψη της αίτησης για το δάνειο. Το τηλέφωνο από το λογιστήριο της εταιρείας για την αποζημίωση. Τα παραπεταμένα βιογραφικά για την αναζήτηση δουλειάς. Τα «όχι» και τα συγκαταβατικά χαμόγελα. Οι απλήρωτοι λογαριασμοί, οι «εθελοντικές» περικοπές μισθών, η εκ περιτροπής απασχόληση. Να μην αδικούμε τους διαμεσολαβητές της πραγματικότητας. Καμιά φορά τρυπώνουν κι αυτές οι πλευρές της στα τηλεοπτικά παραθύρια, άλλοτε γιατί το μελό πουλάει κι άλλοτε για να διατυπωθούν βαρύγδουπα ηθικά διδάγματα για τη «Νέμεση», την τιμωρία της «απληστίας», το τέλος της ευημερίας.

Αλλά, εσείς θ’ αντέξετε χωρίς αυτές τις ελεγχόμενες δόσεις πραγματικότητας; Και για πόσες μέρες; Κάποιοι από σας έχετε καταφύγιο τα υποκατάστατα. Πρόθυμους bloggers που μεταφέρουν θραύσματα πραγματικότητας αγνώστου πηγής και προελεύσεως. Κι άλλους που καταβάλλουν μικρές, φιλότιμες προσπάθειες «ανεξάρτητης ενημέρωσης». Έπειτα, υπάρχουν τα ξένα δίκτυα, τα δορυφορικά πιάτα, τα «ψηφιακά μπουκέτα» που προσφέρουν πολύγλωσσα και πολύχρωμα παζλ της «πραγματικότητας». Καμιά φορά είναι πιο εύκολο να μάθουμε τι συμβαίνει στην Αθήνα μέσω Νέας Υόρκης, παρά αν ξημεροβραδιαζόμαστε έξω από το υπουργικό γραφείο, περιμένοντας ένα ξεροκόμματο έγκυρης «διαρροής». Πώς άλλαξε το σύμπαν της ενημέρωσης στις δύο και πλέον δεκαετίες «απελευθέρωσής» της…

«Τώρα, γίναμε μέρος του προβλήματος», είναι το τελευταίο κλισέ που ακούγεται στους ανθρώπους της επικοινωνίας και της ενημέρωσης. Τώρα; Μήπως τα ΜΜΕ ήταν πάντα μέρος του προβλήματος; Και ποιο ήταν το πρόβλημα; Ποιο είναι ακόμη και σήμερα το πρόβλημα; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το πρόβλημα ήταν και παραμένει η εγγενής ροπή της εγχώριας ελίτ στον παρασιτισμό, το εύκολο κέρδος, την υποκλοπή υπεραξίας που έχει παραχθεί κάπου αλλού, από κάποιους άλλους. Το πρόβλημα ήταν και παραμένει επίσης ότι αυτόν τον παρασιτισμό ενθάρρυνε με κάθε τρόπο η πολιτική ελίτ (με το αζημίωτο) μέσα από αδιαφανείς συναλλαγές λεηλασίας του δημόσιου πλούτου, μέσω του μηχανισμού που αποκλήθηκε εμβληματικά «διαπλοκή». Το πρόβλημα είναι ότι ολόκληρο το οικονομικό μοντέλο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, ενθαρρυμένο και από την κοινοτική επιδότηση της καταστροφής, εξωθήθηκε σε μια βαθμιαία παραγωγική παρακμή, μια αποδιάρθρωση της βιομηχανίας, της γεωργίας, και τελικά στην εκτροφή μια «φούσκας» υπηρεσιών που σήμερα εξαερώνεται βίαια. Το πρόβλημα είναι ότι ο δημόσιος πλούτος, αλλά και οι αποταμιεύσεις των ανυποψίαστων ανθρώπων, διοχετεύτηκαν στη μέχρι σκασμού χρηματοδότηση και διόγκωση τομέων όπως ο τραπεζικός, οι υπηρεσίες, το εμπόριο, η επικοινωνία. Τόσες πολλές φούσκες και για τόσο πολύ δεν τις αντέχει μια ισχνή, ασήμαντη ευρωπαϊκή «αποικία» που κάποτε νόμιζε ότι θα γίνει περιφερειακός ηγεμόνας της Νοτιανατολικής Ευρώπης ή των Βαλκανίων.

Τα ΜΜΕ, λοιπόν, είναι πράγματι μέρος του προβλήματος όχι απλά επειδή υφίστανται τις συνέπειες της ύφεσης που πλήττει όλους τους κλάδους, αλλά κυρίως γιατί λειτούργησαν ως case study της διολίσθησης του ελληνικού καπιταλισμού στην πιο παρασιτική και -εκ του αποτελέσματος- καταστροφική εκδοχή του. Η ελληνική άνοιξη της επικοινωνίας ξεκίνησε στην αυγή του νεοφιλελευθερισμού, που διέστρεψε με ευκολία την ανάγκη να σπάσει το κρατικό μονοπώλιο της ενημέρωσης σε άκρατη ιδιωτικοποίηση ενός κατεξοχήν δημόσιου αγαθού. Εξέτρεψε ένα αίτημα δημοκρατίας και ελευθερίας σε μια βελούδινη (τουλάχιστον στην αρχή) δικτατορία της γνώσης, της σκέψης, της κουλτούρας. Μετέτρεψε τον έλεγχο της εξουσίας σε μια άθλια συναλλαγή μ’ αυτήν, αποτυπωμένη ανάγλυφα στην ανθρωπογεωγραφία των ΜΜΕ τόσο από την άποψη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος τους όσο και από την άποψη της δημόσιας εικόνας τους, του star system που παράγει μια καλοπληρωμένη, εκμαυλισμένη και ιδεολογικά προσηλωμένη (στην αγορά, στον εκσυγχρονισμό, στον ευρωπαϊσμό, στον «ανταγωνισμό», στην τρόικα, στο μνημόνιο…) δημοσιογραφική ελίτ.

Το χειρότερο είναι ότι το κράτος και το πολιτικό σύστημα, που έβγαλαν για αρκετά χρόνια, σχεδόν μια δεκαετία, γερά μεροκάματα από τη ρητορεία περί διαφάνειας και διαπλοκής, μετατρέποντας σε γελοίες οπερέτες όλες τις νομοθετικές και θεσμικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της πρώτης και την καταπολέμηση της δεύτερης, έκαναν ό,τι μπορούσαν για συντηρήσουν την επικοινωνιακή φούσκα στον υπερθετικό της βαθμό. Το κράτος, τόσο με τα μέσα που το ίδιο έλεγχε όσο και με τις πολυσχιδείς υπηρεσίες «ενημέρωσης», δημιούργησε ένα πολυάριθμο στρώμα ανθρώπων που εξαρτούσαν την επαγγελματική τους ύπαρξη από αμφίβολου επαγγελματισμού υπηρεσίες. Ή απλές αργομισθίες. Έτσι, αποτέλεσε το πρότυπο του εκμαυλισμού και της εξαγοράς ακόμη και για τον υποτιθέμενο παραγωγικό ιδιωτικό τομέα της ενημέρωσης. Οι αμοιβές που προκαλούσαν ζαλάδα στους κοινούς θνητούς ήταν για χρόνια πεδίο αγενούς άμιλλας κράτους και ιδιωτών. Κι έπειτα, ακολούθησε κι εκείνο το ύπουλο κλείσιμο του ματιού σε χιλιάδες νέους που προσελκύσθηκαν στην ενημερωτική φούσκα μέσα από τις κρατικές και ιδιωτικές σχολές που δίδασκαν την υψηλή τέχνη της αλήθειας.

Η φούσκα έφτασε στα όριά της – όπως κι οι άλλες, όμορες φούσκες (ισχύει κι εδώ ο νόμος του ντόμινο: αν οι τράπεζες δεν δανείζουν ούτε ευρώ, τι δανειακά προϊόντα να διαφημίσουν; Αν δεν δανείζουν ούτε για αγορά αυτοκινήτου, γιατί να διαφημιστούν και οι αυτοκινητοβιομηχανίες; Αν η κατανάλωση υφίσταται βίαιη ύφεση, γιατί να προβληθούν τα καταναλωτικά αγαθά;). Αλλά, υπάρχουν και χειρότερα. Η επιχειρηματική παρέα που δραστηριοποιήθηκε στην επικοινωνία τυχοδιωκτικά, θεωρώντας ότι μέσα από μια εφημερίδα ή ένα σταθμό επεκτείνει τα κέρδη της από τον εφοπλισμό, τα δημόσια έργα, ή που νόμισε (βάσιμα, όπως αποδείχτηκε) ότι αυξάνει την επιρροή της στην πολιτική εξουσία, δεν έχει σχέδιο για το μέλλον. Και καθώς αντιδρά σπασμωδικά, πανικόβλητα, νευρωτικά στο τσουνάμι που σαρώνει όλη την οικονομία (με τα γνωστά, παραδοσιακά όπλα: απολύσεις, περικοπές, αποεπένδυση, συρρίκνωση), δεν βλέπει το παγόβουνο που πλησιάζει επικίνδυνα.

Και το παγόβουνο είναι η τεχνολογική μετάλλαξη της επικοινωνίας σε τέτοιο βάθος, που ακόμη και πολυεθνικοί κολοσσοί του κλάδου αντιμετωπίζουν αμήχανα. Οι εφημερίδες δεν έχουν αποφασίσει αν θα είναι χάρτινες ή ηλεκτρονικές, αν θα είναι δωρεάν ή συνδρομητικές. Η τηλεόραση δεν έχει καταλήξει αν θα είναι web tv ή ψηφιακή. Το ραδιόφωνο ταλανίζεται από ένα ανάλογο δίλημμα. Και δίπλα σ’ αυτή την υπαρξιακή αβεβαιότητα εξελίσσεται ένα επικοινωνιακό big bang, στο αχανές σύμπαν του Internet, όπου κονταροχτυπιούνται δύο «υπερδυνάμεις»: από τη μια πλευρά τα εκατομμύρια ανθρώπων που εκπέμπουν τις δικές τους μοναδικές πραγματικότητες στην άτυπη δημοκρατία των ανεξάρτητων ενημερωτών κι απ’ την άλλη τα «θηρία» της ψηφιακής οικονομίας, οι παγκόσμιες μηχανές αναζήτησης, οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, οι κρατικές και ιδιωτικές υπηρεσίες «φακελώματος» και κατασκευής καταναλωτικού προφίλ.

Τι χώρος μένει για την ελληνική επικοινωνιακή νησίδα σ’ αυτό το αχανές σύμπαν; Πολύ μικρός, αλλά ενδεχομένως κι απεριόριστος. Οι άνθρωποι-καταναλωτές ενημέρωσης κάποια στιγμή θα βγουν από την τεχνολογική σύγχυση, θα κατασταλάξουν στο αν τους βολεύει το χαρτί ή η οθόνη του PC, ipad ή η οθόνη του κινητού τους. Και τότε η προσοχή τους θα στραφεί από το μέσο στο μήνυμα (σε πείσμα του ΜακΛούαν), από τη μορφή στο περιεχόμενο. Εκεί, ενδεχομένως, οι λειτουργοί της ενημέρωσης ή κάποιοι απ’ αυτούς θα ανακαλύψουν ξανά τη χαρά της είδησης, την απόλαυση της αποκάλυψης, τη ρήξη με το μονοπώλιο των «πηγών», την ανάκτηση του προνομίου να ελέγχεις την εξουσία χωρίς να είσαι άθλιο (και κακοπληρωμένο) παρελκόμενό της.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (7/4/2011)

Στη δημοσιογραφική κοίτη εκβάλλουν και οι δύο τάσεις: η εξάπλωση και η αποδυνάμωση της παιδείας δίνουν εδώ η μία το χέρι στην άλλη. Το δημοσιογραφικό έντυπο παίρνει τώρα τη θέση της παιδείας ... Στην εφημερίδα κορυφώνονται οι ιδιότυποι μορφωτικοί στόχοι της εποχής μας. Και κατά τον ίδιο τρόπο, τη θέση του εκλεκτού που είναι ο Οδηγητής κάθε εποχής, αυτός που τη λυτρώνει από το προσκαιρινό, την έχει πάρει ο δημοσιογράφος, ο υπηρέτης της στιγμής. Πέστε μου τώρα εσείς, έξοχε δάσκαλέ μου, τι ελπίδες μπορώ να έχω στον αγώνα εναντίον αυτής της διαστροφής κάθε σωστής προσπάθειας για παιδεία, μιας διαστροφής που τη διαπιστώνουμε παντού; Με τι θάρρος θα εμφανιστώ εγώ, ένας δάσκαλος μόνος μου, όταν ξέρω ότι πάνω από κάθε σπόρο αληθινής παιδείας που έχω σπείρει, θα περάσει αμέσως με τρόπο ανελέητο ο οδοστρωτήρας της ψευδοπαιδείας και θα τον συνθλίψει; Αναλογιστείτε πόσο ανώφελη είναι ακόμα και η πιο εντατική δουλειά κάθε δασκάλου που προσπαθεί να οδηγήσει τον μαθητή προς τα πίσω, στον ατέλειωτα μακρινό και δυσπρόσιτο κόσμο της Ελλάδας, στην αυθεντική πατρίδα της παιδείας. Αφού ο μαθητής αυτός την άλλη ώρα θα πιάσει στα χέρια του μια εφημερίδα ή έστω κάποιο από τα “μορφωτικά” βιβλία που ακόμη και στο ύφος τους έχει αποτυπωθεί το αηδιαστικό έμβλημα της σύγχρονης εκπαιδευτικής βαρβαρότητας»
Φρίντριχ Νίτσε «Το μέλλον της παιδείας μας»

Saturday, April 2, 2011

Το σύννεφο (2/4/2011)

Μια μοβ σκιά Μαρτίου τύλιξε τον Απρίλιο… Στην πραγματικότητα διάφανη. Kυλούσε σε μεγάλα ύψη στην ατμόσφαιρα κι αν δεν τρέλαινε τα ραδιόμετρα κανείς δεν θα την αντιλαμβανόταν να περνά πάνω από τον Ειρηνικό, να διασχίζει ειρηνικά κι αθόρυβα τη Βόρεια Αμερική, έπειτα να περνά στον ουρανό της Ευρώπης και να φτάνει τελικά σ’ αυτή την παράξενη κόγχη της Μεσογείου, πριν φύγει για την Aνατολή, για να κλείσει ίσως τον κύκλο της εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, κάπου στη Φουκουσίμα.

Αυτή η διάφανη σκιά, που ταξίδευε μαζί με τα σύννεφα των χαμηλών και υψηλών βαρομετρικών γύρω από την υδρόγειο, ένα κακόηθες κοκτέιλ από ιώδιο-131, καίσιο-137, στρόντιο-90 και πλουτώνιο-239 κι άλλα ραδιενεργά ισότοπα που δραπέτευσαν από τη Φουκουσίμα, για λόγους άγνωστους φάνηκε να κοντοστέκεται αναποφάσιστη πάνω από την Ελλάδα, εκεί, ανάμεσα στην 180ή επέτειο της παλιγγενεσίας της και στην Πρωταπριλιά, ανάμεσα σε μιαν αλήθεια κι ένα ψέμα, ή τα χιλιάδες ψέματα που έπνιξαν την αλήθεια. Το διάφανο ραδιενεργό σύννεφο-σκιά, που δεν άφηνε καν τη σκιά του να φανεί, έμοιαζε κάτι να περιμένει πριν συνεχίσει τον δρόμο του. Και πράγματι, περίμενε μιαν ανάλαφρη ανοιξιάτικη βροχή, μικρές σταγόνες που χρησίμευσαν ως οχήματα προσγείωσης στη γη για τρισεκατομμύρια και τετράκις εκατομμύρια κουρασμένα ισότοπα. Μια σιωπηλή, μεγάλη αποικία ατόμων ιωδίου-131, καισίου-137, στροντίου-90 και πλουτωνίου-239 κατακάθισαν μαζί με τις σταγόνες σε παρμπρίζ αυτοκινήτων, στην άσφαλτο των δρόμων, στα φύλλα των δέντρων, στα σακάκια, στα μπουφάν των ανθρώπων και στα κεφάλια τους. «Ήρθαμε για να μείνουμε», ήταν το άρρητο μήνυμα των ραδιοϊσοτόπων που ξέφυγαν από το σύννεφο, και το μήνυμα αυτό υπέκρυπτε τον προαιώνιο ανταγωνισμό τους για τη μακροβιότητά τους. «Εγώ θα μείνω 8 μέρες», είπε το ιώδιο-131. «Εγώ 28», είπε το στρόντιο-90. «Εγώ 30 χρόνια», απάντησε το καίσιο-137. «Εγώ λέω να μείνω 24.000 χρόνια», έκλεισε θριαμβευτικά αυτόν τον διαγκωνισμό το πλουτώνιο-239.

ΕΤΣΙ, ΟΛΕΣ οι καθησυχαστικές δηλώσεις των αρμοδίων αντιπυρηνικών δυνάμεων ότι το σύννεφο από τη Φουκουσίμα θα περάσει εξασθενημένο από την Ελλάδα διαψεύστηκαν σιωπηρά. Αλλά, το παράδοξο είναι ότι διαψεύστηκαν και οι κλασικές προειδοποιήσεις των επιστημόνων για τις επιπτώσεις της ραδιενεργού επίθεσης. Ούτε καρκίνοι, ούτε λευχαιμίες, ούτε δικέφαλα παιδιά, ούτε άνδρες-ελέφαντες, ούτε γυναίκες εκατόγχειρες ήταν το αποτύπωμα των ισοτόπων στα ανθρώπινα σώματα. Ήταν κυρίως αλλόκοτες αλλαγές στη συμπεριφορά τους. Μια ολοκληρωτική ψυχολογική μετάλλαξη.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΡΟΥΣΜΑ μεταλλαγμένων εμφανίστηκε στα μέσα ενημέρωσης. Ένα ήσυχο ανοιξιάτικο βράδυ, κι ενώ το κοινό έπαιρνε θέση μπροστά στη μικρή οθόνη για την ημερήσια δόση εκτόνωσης κατά των άνκορμεν στα δελτία των 8, το μεγαλόθυμο μεγαλοκάναλο έκανε την έκπληξη. Οι παρουσιαστές και σχολιαστές πήραν τις συνήθεις θέσεις τους στα τέσσερα παραθυράκια. Τίποτε δεν πρόδιδε ότι έχουν μολυνθεί, μέχρι τη στιγμή που άρχισαν να εξαπολύουν μύδρους κατά του μνημονίου, της τρόικας, της κυβέρνησης, του ευρωπαϊκού ιερατείου, των τραπεζών. Μέχρι και δηλώσεις συμπάθειας στους κατοίκους της Κερατέας έκαναν, ενώ ο πιο «εξτρίμ» χαρακτήρισε «μπούρδες» τις κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις και απόρησε «γιατί ο κόσμος δεν έχει κάνει το Σύνταγμα πλατεία Ταχρίρ».

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ μεταλλαγμένων έγινε στις τράπεζες. Οι διοικήσεις τους, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, εξέπληξαν τους πάντες με ένα συνδυασμό αποφάσεων: προχώρησαν εθελοντικά σε «κούρεμα» των κρατικών ομολόγων που διέθεταν, καταγράφοντας μεγαλύτερες ζημίες στους ισολογισμούς τους. Ανακοίνωσαν σημαντική αύξηση στα επιτόκια ταμιευτηρίου, αλλά και πάγωμα των δόσεων στα επισφαλή δάνεια. Και, το πιο εντυπωσιακό, εξήγγειλαν γενναιόδωρα προγράμματα δανειοδοτήσεων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά με επιτόκια κάτω του πληθωρισμού!

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΑ ΡΑΔΙΟΪΣΟΤΟΠΑ είχαν πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα ήταν στους χώρους εργασίας. Ίσως γιατί οι μισθωτοί, καθημερινά μετακινούμενοι, εκτέθηκαν περισσότερο στο αόρατο σύννεφο ιωδίου, καισίου, στροντίου και πλουτωνίου, άρχισαν να σπάνε τον νόμο της σιωπής και της ανοχής. Στο εξής μια απόλυση ή ένα «κούρεμα» στους μισθούς δεν ήταν διόλου εύκολη υπόθεση για τους εργοδότες, που έβρισκαν απέναντί τους ένα τείχος μεταλλαγμένων μισθωτών. Μέσα σε λίγες εβδομάδες διαμορφώθηκε ιστορικό ρεκόρ καταλήψεων και χαμένων ωρών εργασίας.

ΛΙΓΟΤΕΡΑ, αλλά όχι αμελητέα, ήταν τα κρούσματα μετάλλαξης στην πλευρά της επιχειρηματικής ελίτ. Μια ομάδα της έσπευσε να διαχωριστεί από τις επίσημες επιχειρηματικές ενώσεις και κάλεσε τα συνδικάτα να υπογράψουν συμβάσεις με αυξήσεις στο ύψος του πληθωρισμού, ρήτρα μη απολύσεων και υπόσχεση για προσλήψεις ανάλογα με την αύξηση του τζίρου. Μια άλλη, εξαιρετικά μαχητική, ομάδα ανακοίνωσε πάγωμα ή και μειώσεις τιμών σε σειρά βασικών αγαθών. Και μια τρίτη επιχείρησε να συγκροτήσει κίνημα κατά της αποεπένδυσης, ενθαρρύνοντας επεκτατικά προγράμματα των επιχειρήσεων.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΑΚΑ έκαναν την εμφάνισή τους οι μεταλλαγμένοι στις ΔΕΚΟ. Πέρα από τις μειώσεις στα τιμολόγια και την άρνησή τους να περάσουν στις τιμές των υπηρεσιών τις αυξήσεις στη φορολογία, πολλές διοικήσεις συγκρότησαν μια ιδιότυπη συμμαχία με τα συνδικάτα των εργαζομένων κατά της ιδιωτικοποίησης. Φυσικά, το τίμημα ήταν η αυτόματη παύση τους από τους προϊσταμένους υπουργούς, αλλά αυτή δεν ίσχυσε ποτέ, καθώς οι επιχειρήσεις βρέθηκαν σε ένα καθεστώς αυτοδιαχείρισης από διοικήσεις και εργαζομένους. Οι υπηρεσίες που παρείχαν, μάλιστα, έφτασαν σ’ ένα αξιοζήλευτο επίπεδο που δεν είχαν επιτύχει ποτέ.

ΚΙ ΕΝΩ ΤΑ ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΑ ισότοπα διείσδυαν σε κάθε ζωντανό οργανισμό, αλλά κατά περίεργο τρόπο χτυπούσαν κατευθείαν στη χημεία του εγκεφάλου του, οι πολίτες της χώρας άρχισαν πληθαίνουν τις τάξεις των μεταλλαγμένων. Κάθε τι που έκαναν μέχρι τώρα αντικαθίστατο από το ισότοπό του, ακριβώς όπως συμβαίνει με τα ραδιενεργά ισότοπα και τα «αντίδοτά» τους. Η σιωπή έδωσε τη θέση της στη φωνή. Ο φόβος στην οργή. Η ανοχή στην αντίδραση. Η απάθεια στην ανυπακοή. Ένα πρωτοφανές κίνημα απείθειας σάρωσε τη χώρα. Όχι απλώς «δεν πληρώνω». Αλλά και «δεν ακούω», «δεν θέλω», «δεν σωπαίνω», «δεν δουλεύω», «δεν υπακούω», «δεν αγοράζω», «δεν πουλάω». Και δίπλα σε τόσες πολλές αρνήσεις ξεχώριζαν πολλές ανθρώπινες καταφάσεις: αυτοοργάνωση στις γειτονιές, αλληλεγγύη στους χώρους εργασίας, ταμεία στήριξης για τους ανέργους, καταλήψεις κενών κτιρίων για τους αστέγους και τους μετανάστες, συσσίτια για τους απόρους και τους φτωχούς συνταξιούχους.

ΟΙ ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΟΙ του ραδιενεργού σύννεφου που δούλευε πια βαθιά το DNA της κοινωνίας, αυξάνονταν και πληθύνονταν. Στις ηγεσίες των συνδικάτων η μόλυνση ήταν σχεδόν καθολική και το ίδιο συνέβη και στις ηγεσίες των δήμων, που αρνούνταν πεισματικά να επιβάλουν αυξήσεις τελών ή να περικόψουν τις λιγοστές δαπάνες πρόνοιας. Γενικότερα, στους συλλογικούς φορείς η επίδραση των ραδιοϊσοτόπων ήταν ακαριαία, με αποτέλεσμα οι εκατοντάδες μη κυβερνητικές οργανώσεις, που μέχρι πρότινος ήταν τρόφιμοι κρατικών κονδυλίων και επιχειρηματικών χορηγιών, να βγουν από την καθωσπρέπει αφασία τους και να εξελιχθούν σε μαχητικούς θυλάκους καταγγελίας και δράσης κατά της κατάλυσης του κοινωνικού κράτους.

ΈΤΣΙ, Η ΧΩΡΑ που εδώ και έναν χρόνο είχε γίνει ο ομφαλός του καπιταλιστικού κόσμου, ένα case study καταστροφής και κοινωνικής αποσύνθεσης, ξαναβγήκε στο παγκόσμιο προσκήνιο ως εργαστήριο κοινωνικών διεργασιών. Κανείς δεν υποψιαζόταν ότι επρόκειτο για το αποτέλεσμα της «επίθεσης» των ραδιοϊσοτόπων. Η τρόικα αραίωσε τις επισκέψεις της – δεν ένιωθε πια απλώς ανεπιθύμητη, αλλά ούτε φόβο δεν μπορούσε να εμπνεύσει στους μεταλλαγμένους.

ΤΟ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ της ραδιενεργού μόλυνσης ήταν η επιδημία παραιτήσεων κυβερνητικών στελεχών. Δημιουργήθηκε μάλιστα ένα είδος μόδας υπουργοί, σε προγραμματισμένες συνεντεύξεις Τύπου, αντί να παρουσιάζουν την επόμενη μεγάλη μεταρρυθμιστική «τομή», να ανακοινώνουν τις παραιτήσεις τους, συνοδευόμενες από συγκινητικές δηλώσεις «συγγνώμης» για όσους και όσα υπέφεραν από τις πολιτικές τους. Δεν εξακριβώθηκε ποτέ, πάντως, αν η αιφνιδιαστική απόφαση του πρωθυπουργού να κηρύξει στάση πληρωμών, να «βομβαρδίσει» με αλλεπάλληλα βέτο τις ευρωπαϊκές συνόδους και να ανακοινώσει ένα εντυπωσιακό πρόγραμμα αντιμνημονιακής ανασυγκρότησης της χώρας ήταν αποτέλεσμα ραδιενεργού μόλυνσης ή πολιτικής αυτοσυντήρησης.

ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, τα ισότοπα χτύπησαν και τα νεκροταφεία. Ξεσηκώθηκαν ακόμη κι οι πεθαμένοι.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (2/4/2011)

Ιώδιο, καίσιο, στρόντιο,
το νέφος ευρύ κι υπερπόντιο,
δεν είναι τουφέκι ή ακόντιο,
ιώδιο, καίσιο, στρόντιο.

Ιώδιο, στρόντιο, καίσιο,
το μέλλον του κόσμου απαίσιο,
καλοί και κακοί μες το πλαίσιο,
ιώδιο, στρόντιο, καίσιο.

Το άμεσο τέλος ελπίδα μας
και συ αφροσύνη, πυξίδα μας,
εσύ επιστήμη ασπίδα μας!
εμπόδια είμαστε, πήδα μας!

Άκης Πάνου, «Επειγόντως» (στίχοι και μουσική, 1989)