Η τηλεόραση ακούγεται στη διαπασών – αυτός χυμένος στον καναπέ, με το τηλεκοντρόλ στο χέρι, αυτή όρθια μπροστά στη σιδερώστρα, με το σίδερο στο χέρι και μια στοίβα ρούχα δίπλα της. Τα μόνα πράγματα που ακούγονται στο δωμάτιο είναι ο συριστικός θόρυβος του ατμοσίδερου και οι ομιλούσες κεφαλές του δελτίου των 8. «Και τι σημαίνει, Γιάννη, κούρεμα των ομολόγων χωρίς πιστωτικό γεγονός;». «Αυτό ας μην το θεωρούμε καθόλου βέβαιο, Όλγα…». «Κλείσ’ το», λέει αυτή, χωρίς να σηκώνει τα μάτια απ’ τη μπλούζα που σιδερώνει, «δεν μπορώ να τους ακούω άλλο… Βάλε Star καλύτερα». Αυτός υπακούει απρόθυμα. Αλλάζει κανάλι, χαμηλώνει τον ήχο. «Πήγες για εκείνη τη δουλειά;», διακόπτει αυτή το ρεπορτάζ για το ριάλιτι της Βίσση. «Δεν υπάρχει τίποτε ακόμη», απαντά αυτός μέσα απ’ τα δόντια του. «Θα πληρώσουμε τη δεύτερη δόση;», ξαναρωτάει αυτή. «Με τι;». «Έβαλαν και πετρέλαιο, χρωστάμε κοινόχρηστα», επιμένει αυτή και συνεχίζει, υψώνοντας τον τόνο της φωνής για να καλύψει τα ναζιάρικα σχόλια της ρεπόρτερ για τη Βίσση. «Γιατί δεν ξαναπερνάς από την τράπεζα να δεις αν γίνεται διακανονισμός για το δάνειο; Κάθεσαι που κάθεσαι…». Αυτός εκτοξεύει στον τοίχο το τηλεκοντρόλ – το τηλεκοντρόλ περνά ξυστά από την τηλεόραση πριν πέσει κάτω, ξεκοιλιασμένο από τις μπαταρίες του, σαν χυμένα σωθικά. Εξαφανίζεται στην κρεβατοκάμαρα. Αργότερα, την ώρα του ύπνου, θα μεταφερθεί με μια κουβέρτα στο σαλόνι.
***
Γυρίζοντας απ’ τη δουλειά στο σπίτι, βγαίνοντας από το ασανσέρ στον όροφό της, αισθάνεται την ψύχρα του κλιμακοστάσιου. Ασυναίσθητα, ακουμπά το χέρι στους χοντρούς κεντρικούς σωλήνες του καλοριφέρ. «Κανείς δεν άναψε ούτε σήμερα», σκέφτεται. Θυμάται πως συνήθως, τέτοιο καιρό και μ’ αυτή τη θερμοκρασία, κάθε φορά που γύριζε τέτοια ώρα απ’ τη δουλειά αισθανόταν τη θαλπωρή του κλιμακοστάσιου και τους σωλήνες καυτούς κάτω απ’ την παλάμη της. Βάζει το κλειδί στην πόρτα, δεν έχει κλειδωνιά, το παιδί έχει γυρίσει απ’ το σχολείο. «Έφαγες;» ρωτάει απότομα την κόρη της, ενώ ένα κύμα θυμού κοκκινίζει το πρόσωπό της καθώς τη βλέπει ξαπλωμένη στον καναπέ, να χαζεύει τηλεόραση. «Διάβασες; Τι χαζολογάς; Έχεις και φροντιστήριο σήμερα». Η κόρη της δεν αντιδρά, έχει συνηθίσει το σχεδόν μόνιμα νευρικό ύφος της μάνας τον τελευταίο καιρό. «Θα διαβάσω… Να χαλαρώσω λίγο. Να σου πω και τα ευχάριστα. Θαύμα, θαύμα, πήραμε άλλα δύο βιβλία σήμερα. Μαθηματικά και ιστορία». Η μητέρα της προσπαθεί να θυμηθεί τον εαυτό της μαθήτρια, σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν. Τέλη Οκτώβρη χωρίς βιβλία, πάντως, δεν είχε μείνει ποτέ. «Δηλαδή, αυτό σε εμπόδιζε να διαβάσεις μέχρι τώρα;», της λέει με εριστικό ύφος. «Κλείσ’ την τηλεόραση τώρα και στο δωμάτιό σου αμέσως. Δεν θα ξεπατώνομαι τζάμπα εγώ για να χαζεύεις. Θα σ’ το κόψω το φροντιστήριο». Η μάνα ξαφνιάζεται με τον εαυτό της. Θυμάται πως πάντα, αυτή την ώρα, αυτή η συνάντηση με την κόρη της έκλεινε με μια αγκαλιά κι ένα φιλί.
***
«Βρε καλώς τον πρωτευουσιάνο…». Ο Γ. ξέρει ότι αυτή η υποδοχή από τους χωριανούς, κάθε πρωί που μπαίνει στο καφενείο, έχει κυρίως έναν σαρκασμό. Αλλά δεν δίνει σημασία. Δεν τον παίρνει, άλλωστε. Τις σπάνιες φορές που ερχόταν παλιότερα στο χωριό ο πατέρας του τού επεφύλασσε ένα γύρο του θριάμβου, με αναλυτική παρουσίαση κάθε καινούργιας επιτυχίας του γιου του: η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, το πτυχίο, το μεταπτυχιακό στην Αγγλία που κόστισε δυο χωράφια, η πρώτη δουλειά, η πρώτη καλοπληρωμένη μεταγραφή, η πρώτη προαγωγή, η πρώτη θέση στελέχους… Υπήρχε πάντα μια πρωτιά να επιδειχθεί. Μέχρι που ήρθε η πρώτη απόλυση. Άντεξε την ανεργία ένα χρόνο στην Αθήνα, κι ύστερα τα μάζεψε και γύρισε στο χωριό, τριανταπεντάρης και νεόκοπος καφενόβιος, ανάμεσα σε συνταξιούχους, αλλά και κάποιους συνομήλικους θαμώνες που δίνουν νέα ζωή στα παρηκμασμένα καφενεία των χωριών. «Βρε καλώς τον πρωτευουσιάνο…». Υπάρχει και μια πιο ταπεινωτική παραλλαγή σ’ αυτή την υποδοχή που την αποδέχεται απλώς σαν καλοπροαίρετο χιούμορ – αν και δεν είναι: «Βρε καλώς τον Λονδρέζο…». Σ’ αυτό περιέχεται μάλλον μια μομφή για τα πεταμένα λεφτά των σπουδών. Αλλά, ο Γ. την ανέχεται περισσότερο από τα κατηφή, μελαγχολικά βλέμματα των γονιών του στο σπίτι, που μέχρι πέρσι αγωνιούσαν απλώς για το πότε θα παντρευτεί.
***
Προσπαθεί να βαδίζει πάντα στο πεζοδρόμιο, αλλά είναι αδύνατο. Οι σωροί των σκουπιδιών και τα γλοιώδη τους περιεχόμενα, χυμένα έξω από τις σακούλες, τον υποχρεώνουν να κάνει ζιγκ ζαγκ. Απ’ το πεζοδρόμιο στον δρόμο και τούμπαλιν. Την αποφορά την έχει συνηθίσει και συλλαμβάνει τον εαυτό του να μην αισθάνεται τον θυμό που του γεννούσε συνήθως μια απεργία των εργαζόμενων στην αποκομιδή. Αισθάνεται κάποια κάποιου είδους αλληλεγγύη από τότε που ο διευθυντής του ανακοίνωσε περικοπή 20% στον μισθό του. Άλλωστε, κι ο ίδιος δεν έκανε καμιά προσπάθεια αυτοσυγκράτησης με τα σκουπίδια του, δεν τα ανεχόταν ούτε λεπτό στο στενό μπαλκόνι του διαμερίσματός του, εξάλλου διαπίστωσε ότι υπήρχαν τουλάχιστον δύο άτομα που κάθε πρωί έκαναν ανασκαφές στα σκουπίδια της γειτονιάς, ψάχνοντας κάτι ενδιαφέρον. Όχι βρώσιμο, ελπίζει κανείς. Ίσως, λοιπόν, είναι περισσότερο συνενοχή παρά αλληλεγγύη αυτή η ανοχή που δείχνει. Απόδειξη, ο θυμός του όταν ανακαλύπτει ότι τα λεωφορεία έχουν πάλι σήμερα απεργία. «Πώς δεν το πήρα είδηση, ο μαλάκας; Κι αυτοί οι παπάρες το ’χουν παραχέσει», σκέφτεται, και παίρνει απ’ το κινητό στη δουλειά, να ειδοποιήσει πως θ’ αργήσει λόγω ποδαρόδρομου…
***
«Λες να πληρώσει, σήμερα;», λέει ο ψηλός της ομήγυρης που κάνει διάλειμμα για τσιγάρο στην είσοδο της επιχείρησης. Οι άλλοι γελάνε λες κι είπε ανέκδοτο. «Αγορίνα μου, ξέρεις πόσες επιταγές τού σφραγίσανε αυτή τη βδομάδα;», τον πληροφορεί ο διπλανός του. Ένας τρίτος, χαμηλώνοντας συνωμοτικά τη φωνή, προσθέτει κρίσιμη φήμη μέσα απ’ το λογιστήριο ότι έχουν σκάσει ένα σωρό προμηθευτές που ετοιμάζονται για ασφαλιστικά και τέτοια. Κι ο τέταρτος εκμυστηρεύεται αποκλειστική πληροφορία μέσα από τη διεύθυνση ότι ετοιμάζεται και νέα λίστα απολύσεων. «Δε γαμιέται, καλύτερα ένα φρικτό τέλος παρά μια φρίκη δίχως τέλος», φιλοσοφεί ο πέμπτος. «Δεν τ’ αξίζω αυτό», σχεδόν μονολογεί ο ψηλός, ρουφώντας νευρικά το τσιγάρο, «δεν τ’ αξίζω, έχω πατήσει πολλή δουλειά σ’ αυτό το κωλοχανείο για να ’μαι απλήρωτος τρεις μήνες… Και να κινδυνεύω να μείνω χωρίς δουλειά. Δεν τ’ αξίζω…». «Γιατί, εμείς τ’ αξίζουμε;». «Ναι, ρε μαλάκες, αλλά εγώ έχω κι οικογένεια, έχω δάνειο…». «Κι εμείς, οι εργένηδες, δηλαδή, είμαστε για Καιάδα, ρε φίλε;». Ευτυχώς που το τσιγάρο τελειώνει πριν εξελιχθεί σύρραξη εργένηδων - οικογενειαρχών. Μπαίνουν στ’ ασανσέρ αμίλητοι, ψυχροί. Κι ύστερα κατευθύνονται σκυθρωποί καθένας στο γραφείο του.
***
Είναι προετοιμασμένος, σχεδόν έχει προβάρει στον καθρέφτη τα λόγια που θα της πει, αλλά την κρίσιμη στιγμή κωλώνει. Την αγαπάει; Ναι, μάλλον την αγαπάει. Τουλάχιστον τόσο ώστε να μη θέλει να την πληγώσει. Αλλά, πώς να της το πει; Ξεχνάει όλα τα λόγια που έχει προβάρει. «Μπορούμε να τελειώνουμε μ’ αυτό το μυστήριο; Λέγε, τι θέλεις να μου πεις; Θες να χωρίσουμε;». Ο τρόπος που τον αιφνιδιάζει αυτή βαραίνει την ατμόσφαιρα. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις…». «Δεν ήρθα εδώ ν’ ακούσω ηλίθιες ατάκες από ελληνικές ταινίες. Πες το στα ίσια. Θα τ’ αντέξω. Μας αναλογεί παραπάνω από ένας γκόμενος στη ζωή. Απλώς… Νόμιζα ότι θα καταλήγαμε κάπου οι δυο μας». «Φεύγω». «Κι αφήνεις πίσω σου συντρίμμια… Ποια είναι; Την ξέρω;». «Φεύγω από εδώ. Απ’ την Ελλάδα». Αυτή σιωπά, αιφνιδιασμένη από την τροπή της κουβέντας. «Πάω Καναδά. Είναι ο αδελφός της μάνας μου εκεί, σου ’χω πει. Δουλειά υπάρχει, τη γλώσσα την έχω, μου το περιγράφουν μάλλον εύκολο, αν αντέξω το κλίμα… Δεν μπορώ στα 32 μου να με ταΐζει η μάνα μου, με μια σύνταξη 800 ευρώ». Αυτή κλαίει αθόρυβα, μ’ ένα μείγμα ανακούφισης κι απελπισίας. «Κι άμα δω πως με σηκώνει το κλίμα, θα σε περιμένω να ζήσουμε εκεί». «Μη λες μαλακίες», τον διακόπτει με λυγμούς αυτή, «αφού το ξέρεις…Δεν πρόκειται να ξαναβρεθούμε». Πέφτει στην αγκαλιά του, αδιαφορώντας για τις έτσι κι αλλιώς αδιάφορες παρέες στα γύρω τραπέζια. Όταν αποτραβιέται, ένας χάρτης από δάκρυα έχει ζωγραφιστεί στο πουκάμισό του. Μοιάζει με τον χάρτη του Καναδά.
***
Το χειρότερο με τη χρεοκοπία δεν είναι που μας κάνει φτωχότερους, είπε ο Γιώργος. Το χειρότερο είναι που γαμάει τις ζωές των ανθρώπων. Σαν σαράκι που κατατρώει τις σχέσεις τους.
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Friday, October 28, 2011
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (28/10/2011)
… Η ορθόδοξη πολιτική οικονομία δεν μπορούσε να ευχηθεί κάτι καλύτερο για να επαληθεύσει το δόγμα της, σύμφωνα με το οποίο η αθλιότητα πηγάζει από τον απόλυτο υπερπληθυσμό και η ισορροπία αποκαθίσταται ξανά με την ελάττωση του πληθυσμού. Πρόκειται για ένα πείραμα πολύ πιο σημαντικό από την πανούκλα των μέσων του δέκατου τέταρτου αιώνα, που την έχουν εκθειάσει τόσο πολύ οι μαλθουσιανοί…. Η πείνα του 1846 στην Ιρλανδία στοίχισε τη ζωή σε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους, επρόκειτο όμως μόνο για φουκαριάρηδες. Δεν προκάλεσε ούτε καν την παραμικρότερη ζημιά στον πλούτο της χώρας. Η διαρκώς αυξανόμενη έξοδος του πληθυσμού από την Ιρλανδία, που ακολούθησε και συνεχίζεται εδώ και είκοσι χρόνια, δεν αποδεκάτισε μαζί με τους ανθρώπους και τα μέσα παραγωγής τους, όπως έκανε λ.χ, ο Τριακονταετής Πόλεμος. Η ιρλανδική ιδιοφυΐα εφεύρε μια εντελώς καινούργια μέθοδο για να ξαποστείλει τον φτωχό λαό χιλιάδες μίλια μακριά από το θέατρο της δυστυχίας του. Οι μετανάστες που εγκαταστάθηκαν στις Ενωμένες Πολιτείες στέλνουν κάθε χρόνο χρήματα στα σπίτια τους, τα ναύλα για όσους απέμειναν στην Ιρλανδία. Κάθε φουρνιά που μεταναστεύει τον ένα χρόνο τραβάει μια δεύτερη φουρνιά τον επόμενο. Έτσι η μετανάστευση, αντί να στοιχίζει και στην Ιρλανδία, αποτελεί ένα από τους πιο προσοδοφόρους κλάδους του εξαγωγικού εμπορίου της.
Καρλ Μαρξ, το Κεφάλαιο (τόμος Α΄)
Καρλ Μαρξ, το Κεφάλαιο (τόμος Α΄)
Saturday, October 22, 2011
Στη ζούγκλα… (22/10/2011)
«Έξω από το ευρώ είναι η ζούγκλα», είπε πριν από μερικές μέρες στη Βουλή ο Β΄ αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομικών -ο αίρων τας αμαρτίας της τρόικας- Ευάγγελος Βενιζέλος. Και μέσα στο ευρώ τι υπάρχει, είναι το εύλογο ερώτημα που ακολουθεί. Κανείς δεν τολμά πλέον να μιλήσει όχι για παράδεισο, αλλά έστω για ένα καθαρτήριο που διασώζει την προσδοκία της εξιλέωσης και της «μεταγραφής» στον παράδεισο, έπειτα από μια μακρά, οδυνηρή τιμωρία. Την απάντηση στο «τι υπάρχει» και ακόμη περισσότερο «τι θα υπάρχει» σε λίγο καιρό εντός του ευρώ δεν τολμούν να τη δώσουν, έστω και υπαινικτικά, ούτε οι πιο θερμοί θιασώτες του.
Για τη σημειολογία του πράγματος, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι υπάρχει μια άδικη κατάχρηση της έννοιας «ζούγκλα», με όλα όσα υπονοούνται για τους άγριους νόμους της. Ωστόσο, η ζούγκλα δύσκολα μπορεί να ταυτιστεί με τη βιβλική περιγραφή της άνυδρης και σκοτεινής κόλασης, με τα καζάνια στα οποία σιγοβράζουν της γης οι κολασμένοι, σ’ ένα ατέλειωτο τιμωρητικό μαρτύριο. Στην πραγματικότητα, η ζούγκλα αντιστοιχεί πολύ περισσότερο στη μυθολογική έννοια του παραδείσου, όπου υπάρχει χώρος για όλα τα πλάσματα και είδη, σε μια ισορροπία που δεν αποκλείει μεν τα φονικά ένστικτα των πιο σαρκοφάγων και επιθετικών από αυτά, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν απειλεί με εξαφάνιση κανένα. Στη ζούγκλα, αν δεν διαταραχθούν οι νόμοι της από κάποια εξωτερική επέμβαση, κατά κανόνα ανθρώπινη, διατηρείται πάντα ένα σοφό ισοζύγιο ανάμεσα σε δυνατά και αδύναμα είδη, σαρκοβόρα και φυτοφάγα, άλογα ή έλλογα. Δεν ήταν η ζούγκλα και οι σκληροί νόμοι της που απείλησαν την ύπαρξη των ανθρώπινων φυλών που ζουν ακόμη στη λίθινη εποχή, στον Αμαζόνιο για παράδειγμα. Αντιθέτως, ήταν ο «πολιτισμός» -με τη μορφή θηριωδών εκσκαφέων που ανοίγουν δρόμους, υδροηλεκτρικών φραγμάτων ή μηχανικών πριονιών- που αφάνισε κι αφανίζει τους τελευταίους του είδους μας που κατοικούν ακόμη στην παραδείσια ζούγκλα.
Υπήρχε, άλλωστε, ένα παλιό τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου που αποκαθιστούσε την οπτική μας για τη ζούγκλα, ως ιδανικό καταφύγιο από τη «ζούγκλα» του πολιτισμού. «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν/ θα φύγω σ’ ένα μήνα./ Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν / τον παιδικό μου φίλο,/ παρέα με τον ελέφαντα/ να μη μου δίνουν ξύλο Θ' αφήσω το γραφείο μου/ και τα υπάρχοντά μου,/ θα πάρω το κορίτσι μου / να το 'χω συντροφιά μου. / Κι αν θα μας φάνε τ' άγρια θηρία/ θα μας γράψουν και στην ιστορία/ πως μας φάγανε τα ζώα/ κι όχι η μπόρα του αιώνα». Μεγάλο σουξέ του 1972, με τη χούντα στα ντουζένια της και τους δημιουργούς να ψάχνουν τρόπους να παρακάμψουν τη λογοκρισία, έστω και με μια υπαινικτική μόνον σάτιρα, την οποία τελικά το καθεστώς δεν άντεξε και απαγόρευσε το τραγούδι, ένα χρόνο μετά, το 1973. Το τραγούδι, επί τη ευκαιρία, γνωρίζει μια νέα περίοδο ακμής στην καινούργια μπόρα του αιώνα, ακόμη κι ανάμεσα στους αγέννητους επί χουντικής επταετίας. Τυχαίο; Δεν νομίζω…
Διότι η εκτός ευρώ ζούγκλα, που περιγράφεται ως χώρος απερίγραπτων δεινών από την κυβέρνηση, τους ένθερμους ευρωπαϊστές και την ίδια την ευρωπαϊκή ελίτ, αίφνης έχει αναδειχθεί στα μάτια της μουδιασμένης από τα αλλεπάλληλα σοκ ελληνικής κοινωνίας ως τόπος έσχατης καταφυγής. Το σκεπτικό είναι απλούστατο: «τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί εκεί έξω;». Και η απάντηση έρχεται όχι από τους αναμενόμενους ορκισμένους εχθρούς της Ευρωζώνης. Έρχεται από τους ίδιους τους «θεματοφύλακες» του ευρώ, τους αρχιτέκτονες της υποτιθέμενης διάσωσής του (από ποιους άραγε;).
Οι ψηφίδες του σχεδίου που ιχνογραφείται μεταξύ Βερολίνου, Παρισιού και Βρυξελλών, όσες προστεθούν μέχρι το τέλος της πρώτης πράξης του δράματος στις δύο συνόδους κορυφής της Κυριακής και της Τετάρτης, κι αυτές που απομένουν για τις επόμενες πράξεις, για τη σύνοδο του G20, στις αρχές Νοέμβρη, και για πολλές ακόμη ενδεχομένως συνόδους των ηγεμόνων του κόσμου μας, συνθέτουν μια αδρή, ζοφερή εικόνα για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη του μέλλοντός μας. Δεν είναι η εικόνα μιας ζούγκλας, που στο κάτω κάτω έχει τους νόμους και τους κανόνες της. Είναι η εικόνα ενός πολιτικού και κοινωνικού νεκροταφείου, με τους «ενοίκους» του σε μια κατάσταση νεκροζώντανων. Το σχέδιο είναι πια πολύ ορατό για να το αγνοεί ή να μην το αντιλαμβάνεται κανείς.
Στο εργαστήριο του δόκτορος Καλιγκάρι, στο οποίο έχει μετατραπεί η Ευρωζώνη, για την Ελλάδα επιφυλάσσεται ο ρόλος του ζόμπι, που θα περιφέρεται ως υπόδειγμα φρίκης και τρομοκράτησης όλων των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Το ζόμπι δεν είναι βέβαια ένα άγριο, σαρκοβόρο θηρίο της ζούγκλας, αλλά είναι ένα πλάσμα σκιά της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του, ένα ον σε ληθαργικό κώμα, που στην κουλτούρα του λατινοαμερικανικού βουντού μπορεί να γίνει υποχείριο των μάγων-γιατρών που περιφέρουν τα δύστυχα θύματά τους, πεθαμένους-απέθαντους, για να επιδεικνύουν την ισχύ τους και να επιβάλλουν τον φόβο στους άλλους. Οι μάγοι μπορούν να θάβουν και μετά να ανασταίνουν τα ζόμπι τους, μπορούν να τα μετατρέπουν σε φονικά όπλα ή σε κατατονικά όντα, ανίκανα να αυτοσυντηρηθούν («Μαθαίνουν την Ελλάδα πώς να πεθάνει θεραπευμένη», είπε ακόμα κι ο Ντελόρ, δίνοντας μια ακριβή περιγραφή της θεραπείας- ζόμπι, διά του βουντού της τρόικας).
Τα βήματα της θεραπείας-ζόμπι, άλλωστε, περιγράφονται γλαφυρά σε όσα αφήνουν να διαρρεύσουν οι άρχοντες του ευρώ, αλλά και σε όσα ήδη συντελούνται στο πειραματόζωο:
Βήμα πρώτο. Επιβολή κατάστασης εσωτερικής χρεοκοπίας. Τα εισοδήματα του φτωχότερου τμήματος της κοινωνίας και του περιούσιου λαού της μεσαίας τάξης υφίστανται την πιο βίαιη μείωση σε ποσοστά άνω του 50%. Τα κατώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα χάνουν κάθε διαπραγματευτική δυνατότητα. Τα ήδη ανάπηρα δημοκρατικά, συνταγματικά τους δικαιώματα τίθενται σε αναστολή επ’ αόριστον. Το κράτος χάνει την ήδη ισχνή κοινωνική του υπόσταση και στις υπηρεσίες που υποτίθεται ότι πρέπει να παρέχει έναντι της βαρύτατης φορολογίας επιβάλλεται ουσιαστική στάση πληρωμών. Η αξία των περιουσιακών στοιχείων, δημόσιων και ιδιωτικών, καταβαραθρώνεται για να αποτελέσουν αδάπανη λεία για πιστωτές και επίδοξους «επενδυτές».
Βήμα δεύτερο. Το περίφημο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, σε όποιο ποσοστό και σε όσες φάσεις κι αν αυτό πραγματοποιηθεί, γίνεται εργαλείο για να βρεθούν νέες ισορροπίες ανάμεσα στην πολιτική και την τραπεζική ελίτ της Ευρωζώνης. Οι τριβές ανάμεσα στο τραπεζικό λόμπι και στη γερμανική, κυρίως, πολιτική ηγεσία είναι προφανές ότι θα αφήσουν πίσω τους και μερικούς «νεκρούς» εκατέρωθεν, αλλά αυτό που πραγματικά εμπνέει τις δύο πλευρές είναι η αλληλοδιάσωση. Αν η Ευρωζώνη βγει τελικά ζωντανή απ’ αυτόν τον αλληλοσπαραγμό, θα ηγεμονεύεται από έναν ακόμη πιο θηριώδη τραπεζικό Λεβιάθαν και από τερατώδεις στις εμπνεύσεις τους πολιτικές ηγεσίες.
Βήμα τρίτο. Οι παλιές, χλομές ευρωπαϊκές δημοκρατίες, με τις κοινοβουλευτικές τους ιεροτελεστίες, την προσήλωσή τους στη διάκριση των εξουσιών και τις ιδιαίτερες πολιτικές τους κουλτούρες αποτυπωμένες στα συντάγματά τους, μετατρέπονται κι αυτές σε ζόμπι. Το σχέδιο της Κομισιόν για τη λεγόμενη οικονομική διακυβέρνηση, εμπλουτισμένο με τις πρόνοιες της γερμανικής ηγεσίας για την τύχη των χωρών που βρίσκονται σε δημοσιονομική εκτροπή, αποτελεί το τέλος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας όπως την ξέραμε. Η παράδοση της εκτελεστικής εξουσίας σε σκιώδεις κυβερνήσεις Ευρωπαίων τεχνοκρατών, που θα ελέγχουν από τον προϋπολογισμό μέχρι τα νοσοκομεία και από την ιδιωτικοποίηση της κρατικής περιουσίας μέχρι το αν και πώς θα λειτουργούν τα δημόσια σχολεία, αποτελεί την άσεμνη τελετή ενταφιασμού της δημοκρατίας και της κρατικής κυριαρχίας. Και η Ελλάδα, ως πρώτο πεδίο εφαρμογής αυτής της «τελικής λύσης», θα περιφέρεται ως σκιάχτρο, ως αποκρουστικό ζόμπι, σε όλες τις δυσπροσάρμοστες κοινωνίες του ευρώ που θα αντιμετωπίζουν το γνώριμο δίλημμα της ζούγκλας: μέσα στην κοινωνική έρημο της ΟΝΕ ή έξω, στη ζούγκλα των εθνικών νομισμάτων;
Κάτι μου λέει πως αργά ή γρήγορα όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι θα επιλέγουν να πάνε στη ζούγκλα με τον Ταρζάν…
Για τη σημειολογία του πράγματος, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι υπάρχει μια άδικη κατάχρηση της έννοιας «ζούγκλα», με όλα όσα υπονοούνται για τους άγριους νόμους της. Ωστόσο, η ζούγκλα δύσκολα μπορεί να ταυτιστεί με τη βιβλική περιγραφή της άνυδρης και σκοτεινής κόλασης, με τα καζάνια στα οποία σιγοβράζουν της γης οι κολασμένοι, σ’ ένα ατέλειωτο τιμωρητικό μαρτύριο. Στην πραγματικότητα, η ζούγκλα αντιστοιχεί πολύ περισσότερο στη μυθολογική έννοια του παραδείσου, όπου υπάρχει χώρος για όλα τα πλάσματα και είδη, σε μια ισορροπία που δεν αποκλείει μεν τα φονικά ένστικτα των πιο σαρκοφάγων και επιθετικών από αυτά, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν απειλεί με εξαφάνιση κανένα. Στη ζούγκλα, αν δεν διαταραχθούν οι νόμοι της από κάποια εξωτερική επέμβαση, κατά κανόνα ανθρώπινη, διατηρείται πάντα ένα σοφό ισοζύγιο ανάμεσα σε δυνατά και αδύναμα είδη, σαρκοβόρα και φυτοφάγα, άλογα ή έλλογα. Δεν ήταν η ζούγκλα και οι σκληροί νόμοι της που απείλησαν την ύπαρξη των ανθρώπινων φυλών που ζουν ακόμη στη λίθινη εποχή, στον Αμαζόνιο για παράδειγμα. Αντιθέτως, ήταν ο «πολιτισμός» -με τη μορφή θηριωδών εκσκαφέων που ανοίγουν δρόμους, υδροηλεκτρικών φραγμάτων ή μηχανικών πριονιών- που αφάνισε κι αφανίζει τους τελευταίους του είδους μας που κατοικούν ακόμη στην παραδείσια ζούγκλα.
Υπήρχε, άλλωστε, ένα παλιό τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου που αποκαθιστούσε την οπτική μας για τη ζούγκλα, ως ιδανικό καταφύγιο από τη «ζούγκλα» του πολιτισμού. «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν/ θα φύγω σ’ ένα μήνα./ Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν / τον παιδικό μου φίλο,/ παρέα με τον ελέφαντα/ να μη μου δίνουν ξύλο Θ' αφήσω το γραφείο μου/ και τα υπάρχοντά μου,/ θα πάρω το κορίτσι μου / να το 'χω συντροφιά μου. / Κι αν θα μας φάνε τ' άγρια θηρία/ θα μας γράψουν και στην ιστορία/ πως μας φάγανε τα ζώα/ κι όχι η μπόρα του αιώνα». Μεγάλο σουξέ του 1972, με τη χούντα στα ντουζένια της και τους δημιουργούς να ψάχνουν τρόπους να παρακάμψουν τη λογοκρισία, έστω και με μια υπαινικτική μόνον σάτιρα, την οποία τελικά το καθεστώς δεν άντεξε και απαγόρευσε το τραγούδι, ένα χρόνο μετά, το 1973. Το τραγούδι, επί τη ευκαιρία, γνωρίζει μια νέα περίοδο ακμής στην καινούργια μπόρα του αιώνα, ακόμη κι ανάμεσα στους αγέννητους επί χουντικής επταετίας. Τυχαίο; Δεν νομίζω…
Διότι η εκτός ευρώ ζούγκλα, που περιγράφεται ως χώρος απερίγραπτων δεινών από την κυβέρνηση, τους ένθερμους ευρωπαϊστές και την ίδια την ευρωπαϊκή ελίτ, αίφνης έχει αναδειχθεί στα μάτια της μουδιασμένης από τα αλλεπάλληλα σοκ ελληνικής κοινωνίας ως τόπος έσχατης καταφυγής. Το σκεπτικό είναι απλούστατο: «τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί εκεί έξω;». Και η απάντηση έρχεται όχι από τους αναμενόμενους ορκισμένους εχθρούς της Ευρωζώνης. Έρχεται από τους ίδιους τους «θεματοφύλακες» του ευρώ, τους αρχιτέκτονες της υποτιθέμενης διάσωσής του (από ποιους άραγε;).
Οι ψηφίδες του σχεδίου που ιχνογραφείται μεταξύ Βερολίνου, Παρισιού και Βρυξελλών, όσες προστεθούν μέχρι το τέλος της πρώτης πράξης του δράματος στις δύο συνόδους κορυφής της Κυριακής και της Τετάρτης, κι αυτές που απομένουν για τις επόμενες πράξεις, για τη σύνοδο του G20, στις αρχές Νοέμβρη, και για πολλές ακόμη ενδεχομένως συνόδους των ηγεμόνων του κόσμου μας, συνθέτουν μια αδρή, ζοφερή εικόνα για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη του μέλλοντός μας. Δεν είναι η εικόνα μιας ζούγκλας, που στο κάτω κάτω έχει τους νόμους και τους κανόνες της. Είναι η εικόνα ενός πολιτικού και κοινωνικού νεκροταφείου, με τους «ενοίκους» του σε μια κατάσταση νεκροζώντανων. Το σχέδιο είναι πια πολύ ορατό για να το αγνοεί ή να μην το αντιλαμβάνεται κανείς.
Στο εργαστήριο του δόκτορος Καλιγκάρι, στο οποίο έχει μετατραπεί η Ευρωζώνη, για την Ελλάδα επιφυλάσσεται ο ρόλος του ζόμπι, που θα περιφέρεται ως υπόδειγμα φρίκης και τρομοκράτησης όλων των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Το ζόμπι δεν είναι βέβαια ένα άγριο, σαρκοβόρο θηρίο της ζούγκλας, αλλά είναι ένα πλάσμα σκιά της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του, ένα ον σε ληθαργικό κώμα, που στην κουλτούρα του λατινοαμερικανικού βουντού μπορεί να γίνει υποχείριο των μάγων-γιατρών που περιφέρουν τα δύστυχα θύματά τους, πεθαμένους-απέθαντους, για να επιδεικνύουν την ισχύ τους και να επιβάλλουν τον φόβο στους άλλους. Οι μάγοι μπορούν να θάβουν και μετά να ανασταίνουν τα ζόμπι τους, μπορούν να τα μετατρέπουν σε φονικά όπλα ή σε κατατονικά όντα, ανίκανα να αυτοσυντηρηθούν («Μαθαίνουν την Ελλάδα πώς να πεθάνει θεραπευμένη», είπε ακόμα κι ο Ντελόρ, δίνοντας μια ακριβή περιγραφή της θεραπείας- ζόμπι, διά του βουντού της τρόικας).
Τα βήματα της θεραπείας-ζόμπι, άλλωστε, περιγράφονται γλαφυρά σε όσα αφήνουν να διαρρεύσουν οι άρχοντες του ευρώ, αλλά και σε όσα ήδη συντελούνται στο πειραματόζωο:
Βήμα πρώτο. Επιβολή κατάστασης εσωτερικής χρεοκοπίας. Τα εισοδήματα του φτωχότερου τμήματος της κοινωνίας και του περιούσιου λαού της μεσαίας τάξης υφίστανται την πιο βίαιη μείωση σε ποσοστά άνω του 50%. Τα κατώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα χάνουν κάθε διαπραγματευτική δυνατότητα. Τα ήδη ανάπηρα δημοκρατικά, συνταγματικά τους δικαιώματα τίθενται σε αναστολή επ’ αόριστον. Το κράτος χάνει την ήδη ισχνή κοινωνική του υπόσταση και στις υπηρεσίες που υποτίθεται ότι πρέπει να παρέχει έναντι της βαρύτατης φορολογίας επιβάλλεται ουσιαστική στάση πληρωμών. Η αξία των περιουσιακών στοιχείων, δημόσιων και ιδιωτικών, καταβαραθρώνεται για να αποτελέσουν αδάπανη λεία για πιστωτές και επίδοξους «επενδυτές».
Βήμα δεύτερο. Το περίφημο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, σε όποιο ποσοστό και σε όσες φάσεις κι αν αυτό πραγματοποιηθεί, γίνεται εργαλείο για να βρεθούν νέες ισορροπίες ανάμεσα στην πολιτική και την τραπεζική ελίτ της Ευρωζώνης. Οι τριβές ανάμεσα στο τραπεζικό λόμπι και στη γερμανική, κυρίως, πολιτική ηγεσία είναι προφανές ότι θα αφήσουν πίσω τους και μερικούς «νεκρούς» εκατέρωθεν, αλλά αυτό που πραγματικά εμπνέει τις δύο πλευρές είναι η αλληλοδιάσωση. Αν η Ευρωζώνη βγει τελικά ζωντανή απ’ αυτόν τον αλληλοσπαραγμό, θα ηγεμονεύεται από έναν ακόμη πιο θηριώδη τραπεζικό Λεβιάθαν και από τερατώδεις στις εμπνεύσεις τους πολιτικές ηγεσίες.
Βήμα τρίτο. Οι παλιές, χλομές ευρωπαϊκές δημοκρατίες, με τις κοινοβουλευτικές τους ιεροτελεστίες, την προσήλωσή τους στη διάκριση των εξουσιών και τις ιδιαίτερες πολιτικές τους κουλτούρες αποτυπωμένες στα συντάγματά τους, μετατρέπονται κι αυτές σε ζόμπι. Το σχέδιο της Κομισιόν για τη λεγόμενη οικονομική διακυβέρνηση, εμπλουτισμένο με τις πρόνοιες της γερμανικής ηγεσίας για την τύχη των χωρών που βρίσκονται σε δημοσιονομική εκτροπή, αποτελεί το τέλος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας όπως την ξέραμε. Η παράδοση της εκτελεστικής εξουσίας σε σκιώδεις κυβερνήσεις Ευρωπαίων τεχνοκρατών, που θα ελέγχουν από τον προϋπολογισμό μέχρι τα νοσοκομεία και από την ιδιωτικοποίηση της κρατικής περιουσίας μέχρι το αν και πώς θα λειτουργούν τα δημόσια σχολεία, αποτελεί την άσεμνη τελετή ενταφιασμού της δημοκρατίας και της κρατικής κυριαρχίας. Και η Ελλάδα, ως πρώτο πεδίο εφαρμογής αυτής της «τελικής λύσης», θα περιφέρεται ως σκιάχτρο, ως αποκρουστικό ζόμπι, σε όλες τις δυσπροσάρμοστες κοινωνίες του ευρώ που θα αντιμετωπίζουν το γνώριμο δίλημμα της ζούγκλας: μέσα στην κοινωνική έρημο της ΟΝΕ ή έξω, στη ζούγκλα των εθνικών νομισμάτων;
Κάτι μου λέει πως αργά ή γρήγορα όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι θα επιλέγουν να πάνε στη ζούγκλα με τον Ταρζάν…
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (22/10/2011)
Το κοπάδι των ανθρώπων είναι οργισμένο. Πετούν πέτρες και μιλούν σαν παιδιά. Το στόμα μου γέμισε αίματα. Αφήστε με να φύγω.
Μες στη νύχτα, μες στη ζεστή βραδιά, τρέξτε γρήγορα μαζί μου, αδέρφια μου. Θ’ αφήσουμε τα φώτα του χωριού και θα πάμε ν’ ανταμώσουμε το χαμηλό φεγγάρι.
Νερά του Βενγκούνγκα, το κοπάδι των ανθρώπων μ’ έδιωξε. Εγώ δεν του έκανα κανένα κακό, αλλά εκείνοι με σκιάζονταν. Γιατί;
Κοπάδι των λύκων, κι εσείς με διώξατε. Έκλεισε για μένα η ζούγκλα, έκλεισαν κι οι πόρτες του χωριού. Γιατί;
Χορεύω πάνω στο τομάρι του Σιρχάν, κι όμως η καρδιά μου είναι βαριά. Οι πέτρες του χωριού χτύπησαν το στόμα μου και το πλήγωσαν. Τώρα που γύρισα πίσω στη ζούγκλα. Η καρδιά μου ξαλάφρωσε. Γιατί;
Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, «Το βιβλίο της ζούγκλας»
Μες στη νύχτα, μες στη ζεστή βραδιά, τρέξτε γρήγορα μαζί μου, αδέρφια μου. Θ’ αφήσουμε τα φώτα του χωριού και θα πάμε ν’ ανταμώσουμε το χαμηλό φεγγάρι.
Νερά του Βενγκούνγκα, το κοπάδι των ανθρώπων μ’ έδιωξε. Εγώ δεν του έκανα κανένα κακό, αλλά εκείνοι με σκιάζονταν. Γιατί;
Κοπάδι των λύκων, κι εσείς με διώξατε. Έκλεισε για μένα η ζούγκλα, έκλεισαν κι οι πόρτες του χωριού. Γιατί;
Χορεύω πάνω στο τομάρι του Σιρχάν, κι όμως η καρδιά μου είναι βαριά. Οι πέτρες του χωριού χτύπησαν το στόμα μου και το πλήγωσαν. Τώρα που γύρισα πίσω στη ζούγκλα. Η καρδιά μου ξαλάφρωσε. Γιατί;
Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, «Το βιβλίο της ζούγκλας»
Saturday, October 15, 2011
Οι κεκαρμένοι (15/10/2011)
Εδώ και δύο χρόνια, όπως έχετε αντιληφθεί, ασχολούμαστε με τρίχες. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Λες κι όλη η κοινωνία, όλη η Ευρώπη, ίσως κι ο κόσμος όλος έχει μετατραπεί σ’ ένα απέραντο κουρείο. Ένα hair styling studio, αν η λέξη «κούρεμα» προσβάλλει την αισθητική σας. Λες και οι τρίχες είναι το πιο στοιχειώδες συστατικό του κόσμου μας, κάτι σαν το σωματίδιο Highs. Όλα μετρούνται με βάση το μήκος των τριχών. Για την ακρίβεια, με το μήκος κοπής τους, το κούρεμά τους.
ΟΛΑ ΚΟΥΡΕΥΟΝΤΑΙ. Το δημόσιο ή το ιδιωτικό χρέος, οι μισθοί, οι συντάξεις, τα εισοδήματα, οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων, οι δημόσιες δαπάνες, τα δημόσια αγαθά, τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, οι ελευθερίες, η εθνική κυριαρχία, η δημοκρατία, οι υπουργοί, οι βουλευτές, η αντοχή και η συνείδησή μας. Το μόνο που δεν κόβεται, αντίθετα μακραίνει σαν τα μαλλιά της Γενοβέφας, είναι οι φόροι. Η λέξη «κούρεμα» έχει γίνει ένα πασπαρτού για ν’ ανοίξει κάθε πόρτα του ζοφερού οικονομικού και κοινωνικού μας σύμπαντος.
ΑΚΡΙΒΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ του αγγλικού haircut, χωρίς ωστόσο την χάρη και τη λεπτότητά του, θα μπορούσε να αντικατασταθεί με ποικίλες άλλες ελληνικές εκφράσεις. Από την αρχαϊκή «κουρά εν χρω» ή τη βυζαντινή «απόκαρσιν εν χρω», μέχρι τις νεότερες: γουλί, κατακούρι, κουρούπα, λουξ, σύρριζα, στον άσο, στον πάτο, στην πέτσα… Σ’ αυτές τις εκφράσεις δίνονται με μεγαλύτερη ακρίβεια οι αποχρώσεις ταπείνωσης, τιμωρίας, καταπίεσης και υποταγής που περιέχει η ιεροτελεστία της κουράς, πριν βέβαια γίνει μόδα και στιλ το σύρριζα ακόμη και για καθωσπρέπει μάνατζερ τραπεζών.
ΣΑΣ ΘΥΜΙΖΩ, λοιπόν, ότι αν το μακρύ μαλλί ήταν άλλοτε ένδειξη ρώμης - στην περίπτωση του Σαμψών ήταν μάλιστα η πηγή της δύναμής του-, αργότερα το ψαλίδι, το ξυράφι και η κουρευτική μηχανή του μπαρμπέρη (μερικές φορές και του χασάπη) έγιναν εργαλεία άσκησης εξουσίας. Η Εκκλησία διατηρεί ακόμη και σήμερα την «ποινή της κειρίας» για ιερείς που παραβαίνουν τους κανόνες, ενώ η τελετή της κουράς αποτελεί εισιτήριο εισόδου στον μοναχικό ή εκκλησιαστικό βίο, εν είδει απάρνησης του κοσμικού βίου και ταπείνωσης ενώπιον του Θεού. Το κούρεμα με την ψιλή ήταν για αιώνες βασικό σύμβολο ταπείνωσης και πειθάρχησης των στρατιωτών, εργαλείο σωφρονισμού των φυλακισμένων, σύμβολο ταπεινωτικής διάκρισης για πολιτικούς εξόριστους, αιχμαλώτους πολέμου και κρατουμένους στρατοπέδων συγκέντρωσης, μέσο διαπόμπευσης για γυναίκες που παρέβαιναν τα χρηστά σεξουαλικά ήθη, διαδικασία καταστολής της προσωπικότητας των μαθητών (θυμηθείτε τα ομοιόμορφα, σαν γλόμπους αγορίστικα κεφάλια, παραταγμένα στη σειρά για την έπαρση της σημαίας και την προσευχή, σαν αυγουλάκια στις καρτέλες τους), ακόμη και μέσο στιλιστικής τιμωρίας των νεαρών ταραχοποιών των μετεμφυλιακών χρόνων, σύμφωνα με τον νόμο 4000 περί τεντιμποϊσμού. Φυσικά και η χούντα αξιοποίησε στο έπακρο αυτή την ποινή, ιδιαίτερα εις βάρος μαθητών, φοιτητών και αντιστασιακών.
Η ΕΞΟΥΣΙΑ, λοιπόν, έχει μια διαχρονική σχέση με το κούρεμα. Ιδιαίτερα αν μιλάμε για κούρεμα γουλί. Το χρησιμοποιούσε πάντα σαν να στερούσε με τον τρόπο αυτό τη δύναμη των υπηκόων της. Κι αυτό ανεξάρτητα από το αν οι ίδιοι οι υπήκοοι επέλεγαν για τον εαυτό τους κάποια στιλιστική δήλωση, περιποιούμενοι την κόμη τους κατά βούληση και με μια σαφή ή αδιόρατη ιδεολογική χροιά: χωρίστρα δεξιά, χωρίστρα αριστερά, κούρεμα καπελάκι, σβέρκος αεροδρόμιο, πεζοναυτικό, γιάπικο, πολιτικά ορθό, κάσκα, χαίτη, μοϊκάνα, κουρέιβερ και κόψιμο εν χρω, του τύπου «μαδάω, πάρ’ τα όλα»…
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ στη μεταφορά, το «κούρεμα» των πρωτοσέλιδων τίτλων και της νέας αργκό του καπιταλισμού, του χρέους και της λιτότητας εμπεριέχει τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα ιδεολογικά στοιχεία της σημειολογίας της κουράς. Ως πολίτες της υπό χρεοκοπία χώρας κυκλοφορούμε ήδη ως οι κεκαρμένοι της Ευρώπης. Σαν να υφιστάμεθα ένα είδος συλλογικής τιμωρίας για την περιπέτεια στην οποία έχει περιέλθει η ήπειρος, αν όχι όλος ο κόσμος. Η παγκόσμια διαπόμπευσή μας -σαν τις μάγισσες του Μεσαίωνα πριν την πυρά ή τις πόρνες και τις μοιχαλίδες των πουριτανικών κοινοτήτων- έχει ήδη ξεκινήσει με το ανεπίσημο «κούρεμα» των κρατικών ομολόγων στις αγορές και στην ΕΚΤ και την εκτόξευση των spreads, που λειτούργησαν ως η πρώτη σκάλα της κουρευτικής μηχανής. Ωστόσο, το πρόβλημά μας είναι ότι παρ’ ότι έχουμε ήδη κουρευτεί στον πόντο, εξακολουθούμε να είμαστε υποχρεωμένοι να πληρώσουμε τα μαλλιά της κεφαλής μας στους ίδιους τους κουρείς, τους μπαρμπέρηδες των αγορών, που περιφέρουν ως λάφυρο τη τζίβα μας στα παραγεμισμένα μαξιλάρια των CDS.
ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ και εικονικό, προς το παρόν, κούρεμα το πληρώνουμε ήδη μ’ ένα δεύτερο, πραγματικό και οδυνηρό. Δεμένοι κυριολεκτικά πάνω στην καρέκλα του μπαρμπέρη, υφιστάμεθα μια εξευτελιστική «ποινή της κειρίας», με μια μηχανή σκουριασμένη, με τα ξυράφια της στομωμένα ν’ αφήνουν μικρά αιματηρή ίχνη, καθώς οργώνουν άγαρμπα το κρανίο μας. Αυτό το κούρεμα λέγεται μνημόνιο, μεσοπρόθεσμο, οσονούπω και μεσομακροπρόθεσμο, και λίγο αργότερα, ποιος ξέρει, ισόβιο. Γιατί οι τρίχες της κεφαλής μας, ιδιαίτερα αν αυτή είναι αγύριστη, έχουν την τάση να ξαναβγαίνουν, οι αθεόφοβες, οπότε δεν αποκλείεται η επόμενη ποινή να περιλαμβάνει σαδιστική χαλάουα, ακόμη και ριζική αποτρίχωση.
ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΟΥΡΕΜΑ, στο οποίο απόλυτη προτεραιότητα έχουν οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι μικρομεσαίοι και γενικώς οι αναξιοπαθούντες, είναι σε αντιστοιχία με το άλλο υπό συζήτηση κούρεμα: το καθαυτό κούρεμα του χρέους. Αυτό που το λέγαμε και αναδιάρθρωση. Θυμάστε; Αυτό που θα ήταν καταστροφή αν γινόταν με πρωτοβουλία του πελάτη, δηλαδή ημών, και όχι του κουρέα, δηλαδή των πιστωτών. Τώρα οι κουρείς, με πρώτους τους Γαλλογερμανούς μπαρμπέρηδες, διαβουλεύονται πάνω από το κεφάλι μας. Το ψειρίζουν, το ξεψειρίζουν, περνούν εκνευρισμένα τα δάχτυλά τους μέσα από τις τούφες, τις ορθώνουν, τις μετρούν, δοκιμάζουν πάνω τους τα ψαλίδια τους, «στον πόντο» λέει ο ένας, «στην πέτσα» λέει ο άλλος, διαπληκτίζονται για το βάθος της κουράς -στου κασιδιάρη το κεφάλι όλοι μπαρμπέρηδες θέλουν να γίνουν, που έλεγε κι ο Κολοκοτρώνης-, αλλά ομονοούν σε ένα: ό,τι κόψουν από τα κεφάλια μας θα το εμφυτεύσουν σε άλλα κεφάλια. Σαν τα μαλλιά των Κινέζων θανατοποινιτών, που αποτελούν περιζήτητο αξεσουάρ στην αγορά προσθετικής και hairstyling της Δύσης.
ΤΟ ΚΟΥΡΕΜΑ του ελληνικού χρέους, λοιπόν, θα αντισταθμιστεί με μια εμφύτευση στο τραπεζικό χρέος. Βλέπετε, μπορεί τα κεφάλια των PIIGS να έχουν τζιβιάσει από τρίχες αχτένιστες, ατίθασες, μπερδεμένες, μες στην ψείρα και την κόνιδα, φουλ στην ψαλίδα, αλλά τα κεφάλια των θεών της τραπεζικής πίστης πάσχουν από κάτι πιο μόνιμο και βασανιστικό. Τριχοφάγος είναι, αλωπεκία είναι, θα σας γελάσω, η διάγνωση είναι αβέβαιη, αλλά τα συμπτώματα πασίγνωστα. Αν υποθέσουμε ότι εμείς, ως κοινωνία, αλλά και όλες οι κοινωνίες του πλανήτη χρωστούν τα μαλλιά της κεφαλής τους -43 δισ. δολάρια μέχρι το τέλος του χρόνου μόνο ως κρατικό χρέος- σε ποιους τα χρωστούν; Κατά βάση στις τράπεζες. Για να ξεπληρωθεί αυτό το ποσό, αν πράγματι ποτέ υπήρξε, θα πρέπει η ανθρωπότητα να υποβληθεί σε επώδυνη χαλάουα, να μετατραπεί σε ένα άτριχο είδος, να μείνει με το πετσί της. Και πάλι κάτι θα μένει να οφείλει στα ευαγή ιδρύματα που έχουν εκ γενετής αυτό το πρόβλημα, της αλωπεκίας, του τριχοφάγου, κι όσες εμφυτεύσεις και ανακεφαλαιοποιήσεις κι αν αποφασίσουν η Μέρκελ με τον Σαρκοζί, η Ευρωζώνη, το G20, που έχουν πιαστεί μαλλί με μαλλί για το εύρος του κουρέματος και την έκταση της εμφύτευσης, στα κεφάλια τους θα χάσκουν πάντα άτριχες τρύπες.
ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΕΙΔΟΥΣ το κούρεμα του τύπου «πιάσ’ τ’ αυγό και κούρευ’ το», βεβαίως, αν και οδυνηρό για τους ήδη κεκαρμένους, έχει και μια χρησιμότητα: αν και οι επίδοξοι και αδέξιοι μπαρμπέρηδες διακινδυνεύουν εκεί που πάνε για μαλλί να βγούνε κουρεμένοι, να προκαλέσουν δηλαδή αντί για κούρεμα τον αποκεφαλισμό της Ευρωζώνης, με την πρεμούρα τους αποδεικνύουν αυτό που λίγοι βαρεμένοι εξαρχής υποστήριζαν, ότι το βαθύ ξύρισμα του χρέους είναι και πολιτικά αναγκαίο και οικονομικά εφικτό και κοινωνικά δίκαιο. Το θέμα, βέβαια, είναι ποιος κρατάει τη λεπίδα και σε ποιου το κεφάλι τη γλιστράει. Μπαρμπέρης με πάρκινσον προφανώς θα την κάνει τη ζημιά. Σκεφτείτε να εμπιστευτούμε τη λεπίδα, όπως καλή ώρα τώρα, στον Φρέντι Κρούγκερ του «Εφιάλτη στον δρόμο με τις λεύκες» ή στον Σουίνι Τοντ, τον φονικό κουρέα της οδού Φλιτ. Θυμάστε πόσο «ριζικά» κούρευε ο τελευταίος τους πελάτες του; Θα του εμπιστευόσασταν το κεφάλι του; Ε, λοιπόν, αυτό είναι το πρόβλημα. Το να εμπιστευτούμε το «κούρεμα» του χρέους σ’ αυτούς που το διαχειρίζονται σήμερα είναι σαν να αποφασίζουμε να γίνουμε κρεατόπιτες προορισμένες για το στομάχι του τραπεζικού Λεβιάθαν. Και δεν κουρευόμαστε μόνοι μας καλύτερα;
ΟΛΑ ΚΟΥΡΕΥΟΝΤΑΙ. Το δημόσιο ή το ιδιωτικό χρέος, οι μισθοί, οι συντάξεις, τα εισοδήματα, οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων, οι δημόσιες δαπάνες, τα δημόσια αγαθά, τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, οι ελευθερίες, η εθνική κυριαρχία, η δημοκρατία, οι υπουργοί, οι βουλευτές, η αντοχή και η συνείδησή μας. Το μόνο που δεν κόβεται, αντίθετα μακραίνει σαν τα μαλλιά της Γενοβέφας, είναι οι φόροι. Η λέξη «κούρεμα» έχει γίνει ένα πασπαρτού για ν’ ανοίξει κάθε πόρτα του ζοφερού οικονομικού και κοινωνικού μας σύμπαντος.
ΑΚΡΙΒΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ του αγγλικού haircut, χωρίς ωστόσο την χάρη και τη λεπτότητά του, θα μπορούσε να αντικατασταθεί με ποικίλες άλλες ελληνικές εκφράσεις. Από την αρχαϊκή «κουρά εν χρω» ή τη βυζαντινή «απόκαρσιν εν χρω», μέχρι τις νεότερες: γουλί, κατακούρι, κουρούπα, λουξ, σύρριζα, στον άσο, στον πάτο, στην πέτσα… Σ’ αυτές τις εκφράσεις δίνονται με μεγαλύτερη ακρίβεια οι αποχρώσεις ταπείνωσης, τιμωρίας, καταπίεσης και υποταγής που περιέχει η ιεροτελεστία της κουράς, πριν βέβαια γίνει μόδα και στιλ το σύρριζα ακόμη και για καθωσπρέπει μάνατζερ τραπεζών.
ΣΑΣ ΘΥΜΙΖΩ, λοιπόν, ότι αν το μακρύ μαλλί ήταν άλλοτε ένδειξη ρώμης - στην περίπτωση του Σαμψών ήταν μάλιστα η πηγή της δύναμής του-, αργότερα το ψαλίδι, το ξυράφι και η κουρευτική μηχανή του μπαρμπέρη (μερικές φορές και του χασάπη) έγιναν εργαλεία άσκησης εξουσίας. Η Εκκλησία διατηρεί ακόμη και σήμερα την «ποινή της κειρίας» για ιερείς που παραβαίνουν τους κανόνες, ενώ η τελετή της κουράς αποτελεί εισιτήριο εισόδου στον μοναχικό ή εκκλησιαστικό βίο, εν είδει απάρνησης του κοσμικού βίου και ταπείνωσης ενώπιον του Θεού. Το κούρεμα με την ψιλή ήταν για αιώνες βασικό σύμβολο ταπείνωσης και πειθάρχησης των στρατιωτών, εργαλείο σωφρονισμού των φυλακισμένων, σύμβολο ταπεινωτικής διάκρισης για πολιτικούς εξόριστους, αιχμαλώτους πολέμου και κρατουμένους στρατοπέδων συγκέντρωσης, μέσο διαπόμπευσης για γυναίκες που παρέβαιναν τα χρηστά σεξουαλικά ήθη, διαδικασία καταστολής της προσωπικότητας των μαθητών (θυμηθείτε τα ομοιόμορφα, σαν γλόμπους αγορίστικα κεφάλια, παραταγμένα στη σειρά για την έπαρση της σημαίας και την προσευχή, σαν αυγουλάκια στις καρτέλες τους), ακόμη και μέσο στιλιστικής τιμωρίας των νεαρών ταραχοποιών των μετεμφυλιακών χρόνων, σύμφωνα με τον νόμο 4000 περί τεντιμποϊσμού. Φυσικά και η χούντα αξιοποίησε στο έπακρο αυτή την ποινή, ιδιαίτερα εις βάρος μαθητών, φοιτητών και αντιστασιακών.
Η ΕΞΟΥΣΙΑ, λοιπόν, έχει μια διαχρονική σχέση με το κούρεμα. Ιδιαίτερα αν μιλάμε για κούρεμα γουλί. Το χρησιμοποιούσε πάντα σαν να στερούσε με τον τρόπο αυτό τη δύναμη των υπηκόων της. Κι αυτό ανεξάρτητα από το αν οι ίδιοι οι υπήκοοι επέλεγαν για τον εαυτό τους κάποια στιλιστική δήλωση, περιποιούμενοι την κόμη τους κατά βούληση και με μια σαφή ή αδιόρατη ιδεολογική χροιά: χωρίστρα δεξιά, χωρίστρα αριστερά, κούρεμα καπελάκι, σβέρκος αεροδρόμιο, πεζοναυτικό, γιάπικο, πολιτικά ορθό, κάσκα, χαίτη, μοϊκάνα, κουρέιβερ και κόψιμο εν χρω, του τύπου «μαδάω, πάρ’ τα όλα»…
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ στη μεταφορά, το «κούρεμα» των πρωτοσέλιδων τίτλων και της νέας αργκό του καπιταλισμού, του χρέους και της λιτότητας εμπεριέχει τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα ιδεολογικά στοιχεία της σημειολογίας της κουράς. Ως πολίτες της υπό χρεοκοπία χώρας κυκλοφορούμε ήδη ως οι κεκαρμένοι της Ευρώπης. Σαν να υφιστάμεθα ένα είδος συλλογικής τιμωρίας για την περιπέτεια στην οποία έχει περιέλθει η ήπειρος, αν όχι όλος ο κόσμος. Η παγκόσμια διαπόμπευσή μας -σαν τις μάγισσες του Μεσαίωνα πριν την πυρά ή τις πόρνες και τις μοιχαλίδες των πουριτανικών κοινοτήτων- έχει ήδη ξεκινήσει με το ανεπίσημο «κούρεμα» των κρατικών ομολόγων στις αγορές και στην ΕΚΤ και την εκτόξευση των spreads, που λειτούργησαν ως η πρώτη σκάλα της κουρευτικής μηχανής. Ωστόσο, το πρόβλημά μας είναι ότι παρ’ ότι έχουμε ήδη κουρευτεί στον πόντο, εξακολουθούμε να είμαστε υποχρεωμένοι να πληρώσουμε τα μαλλιά της κεφαλής μας στους ίδιους τους κουρείς, τους μπαρμπέρηδες των αγορών, που περιφέρουν ως λάφυρο τη τζίβα μας στα παραγεμισμένα μαξιλάρια των CDS.
ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ και εικονικό, προς το παρόν, κούρεμα το πληρώνουμε ήδη μ’ ένα δεύτερο, πραγματικό και οδυνηρό. Δεμένοι κυριολεκτικά πάνω στην καρέκλα του μπαρμπέρη, υφιστάμεθα μια εξευτελιστική «ποινή της κειρίας», με μια μηχανή σκουριασμένη, με τα ξυράφια της στομωμένα ν’ αφήνουν μικρά αιματηρή ίχνη, καθώς οργώνουν άγαρμπα το κρανίο μας. Αυτό το κούρεμα λέγεται μνημόνιο, μεσοπρόθεσμο, οσονούπω και μεσομακροπρόθεσμο, και λίγο αργότερα, ποιος ξέρει, ισόβιο. Γιατί οι τρίχες της κεφαλής μας, ιδιαίτερα αν αυτή είναι αγύριστη, έχουν την τάση να ξαναβγαίνουν, οι αθεόφοβες, οπότε δεν αποκλείεται η επόμενη ποινή να περιλαμβάνει σαδιστική χαλάουα, ακόμη και ριζική αποτρίχωση.
ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΟΥΡΕΜΑ, στο οποίο απόλυτη προτεραιότητα έχουν οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι μικρομεσαίοι και γενικώς οι αναξιοπαθούντες, είναι σε αντιστοιχία με το άλλο υπό συζήτηση κούρεμα: το καθαυτό κούρεμα του χρέους. Αυτό που το λέγαμε και αναδιάρθρωση. Θυμάστε; Αυτό που θα ήταν καταστροφή αν γινόταν με πρωτοβουλία του πελάτη, δηλαδή ημών, και όχι του κουρέα, δηλαδή των πιστωτών. Τώρα οι κουρείς, με πρώτους τους Γαλλογερμανούς μπαρμπέρηδες, διαβουλεύονται πάνω από το κεφάλι μας. Το ψειρίζουν, το ξεψειρίζουν, περνούν εκνευρισμένα τα δάχτυλά τους μέσα από τις τούφες, τις ορθώνουν, τις μετρούν, δοκιμάζουν πάνω τους τα ψαλίδια τους, «στον πόντο» λέει ο ένας, «στην πέτσα» λέει ο άλλος, διαπληκτίζονται για το βάθος της κουράς -στου κασιδιάρη το κεφάλι όλοι μπαρμπέρηδες θέλουν να γίνουν, που έλεγε κι ο Κολοκοτρώνης-, αλλά ομονοούν σε ένα: ό,τι κόψουν από τα κεφάλια μας θα το εμφυτεύσουν σε άλλα κεφάλια. Σαν τα μαλλιά των Κινέζων θανατοποινιτών, που αποτελούν περιζήτητο αξεσουάρ στην αγορά προσθετικής και hairstyling της Δύσης.
ΤΟ ΚΟΥΡΕΜΑ του ελληνικού χρέους, λοιπόν, θα αντισταθμιστεί με μια εμφύτευση στο τραπεζικό χρέος. Βλέπετε, μπορεί τα κεφάλια των PIIGS να έχουν τζιβιάσει από τρίχες αχτένιστες, ατίθασες, μπερδεμένες, μες στην ψείρα και την κόνιδα, φουλ στην ψαλίδα, αλλά τα κεφάλια των θεών της τραπεζικής πίστης πάσχουν από κάτι πιο μόνιμο και βασανιστικό. Τριχοφάγος είναι, αλωπεκία είναι, θα σας γελάσω, η διάγνωση είναι αβέβαιη, αλλά τα συμπτώματα πασίγνωστα. Αν υποθέσουμε ότι εμείς, ως κοινωνία, αλλά και όλες οι κοινωνίες του πλανήτη χρωστούν τα μαλλιά της κεφαλής τους -43 δισ. δολάρια μέχρι το τέλος του χρόνου μόνο ως κρατικό χρέος- σε ποιους τα χρωστούν; Κατά βάση στις τράπεζες. Για να ξεπληρωθεί αυτό το ποσό, αν πράγματι ποτέ υπήρξε, θα πρέπει η ανθρωπότητα να υποβληθεί σε επώδυνη χαλάουα, να μετατραπεί σε ένα άτριχο είδος, να μείνει με το πετσί της. Και πάλι κάτι θα μένει να οφείλει στα ευαγή ιδρύματα που έχουν εκ γενετής αυτό το πρόβλημα, της αλωπεκίας, του τριχοφάγου, κι όσες εμφυτεύσεις και ανακεφαλαιοποιήσεις κι αν αποφασίσουν η Μέρκελ με τον Σαρκοζί, η Ευρωζώνη, το G20, που έχουν πιαστεί μαλλί με μαλλί για το εύρος του κουρέματος και την έκταση της εμφύτευσης, στα κεφάλια τους θα χάσκουν πάντα άτριχες τρύπες.
ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΕΙΔΟΥΣ το κούρεμα του τύπου «πιάσ’ τ’ αυγό και κούρευ’ το», βεβαίως, αν και οδυνηρό για τους ήδη κεκαρμένους, έχει και μια χρησιμότητα: αν και οι επίδοξοι και αδέξιοι μπαρμπέρηδες διακινδυνεύουν εκεί που πάνε για μαλλί να βγούνε κουρεμένοι, να προκαλέσουν δηλαδή αντί για κούρεμα τον αποκεφαλισμό της Ευρωζώνης, με την πρεμούρα τους αποδεικνύουν αυτό που λίγοι βαρεμένοι εξαρχής υποστήριζαν, ότι το βαθύ ξύρισμα του χρέους είναι και πολιτικά αναγκαίο και οικονομικά εφικτό και κοινωνικά δίκαιο. Το θέμα, βέβαια, είναι ποιος κρατάει τη λεπίδα και σε ποιου το κεφάλι τη γλιστράει. Μπαρμπέρης με πάρκινσον προφανώς θα την κάνει τη ζημιά. Σκεφτείτε να εμπιστευτούμε τη λεπίδα, όπως καλή ώρα τώρα, στον Φρέντι Κρούγκερ του «Εφιάλτη στον δρόμο με τις λεύκες» ή στον Σουίνι Τοντ, τον φονικό κουρέα της οδού Φλιτ. Θυμάστε πόσο «ριζικά» κούρευε ο τελευταίος τους πελάτες του; Θα του εμπιστευόσασταν το κεφάλι του; Ε, λοιπόν, αυτό είναι το πρόβλημα. Το να εμπιστευτούμε το «κούρεμα» του χρέους σ’ αυτούς που το διαχειρίζονται σήμερα είναι σαν να αποφασίζουμε να γίνουμε κρεατόπιτες προορισμένες για το στομάχι του τραπεζικού Λεβιάθαν. Και δεν κουρευόμαστε μόνοι μας καλύτερα;
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (15/10/2011)
Δεν ήξερα ακόμα πού βγάζει, τ’ απόγιομα της τελευταίας μέρας, μισήν ώρα πριν να βασιλέψει ο ήλιος. Κοπαδιαστά τον ανεβαίναμε τα στραβάδια. Μερικά είχαν κουρέψει κιόλας το κεφάλι τους – θες γιατί δεν μπιστευόντουσαν στους μπαρμπέρηδες του στρατοπέδου, θες γιατί στην πλατεία μπορούσες να παραγγείλεις να σου βάλουνε μια πλάκα κάτω απ’ τη μηχανή, και κέρδιζες ένα κάρτο του πόντου τρίχα, μπορεί και παραπάνω.
Μυστήριο η αγάπη που δείχνει στα μαλλιά του ο φαντάρος. Τις πρώτες μέρες χτενίζει με μανία τις κοντές τρίχες, να στρώσουνε. Κι ο τυχερός, που το τομάρι της κούτρας του είναι λαδερό και φουντώνει εύκολα, τ’ αναμετράει κάθε πέντε και λιγάκι με του συναδέλφου – σου ’ρχεται να του τα ξεριζώσεις...
Νίκου Κάσδαγλη,
«Κεκαρμένοι»
Μυστήριο η αγάπη που δείχνει στα μαλλιά του ο φαντάρος. Τις πρώτες μέρες χτενίζει με μανία τις κοντές τρίχες, να στρώσουνε. Κι ο τυχερός, που το τομάρι της κούτρας του είναι λαδερό και φουντώνει εύκολα, τ’ αναμετράει κάθε πέντε και λιγάκι με του συναδέλφου – σου ’ρχεται να του τα ξεριζώσεις...
Νίκου Κάσδαγλη,
«Κεκαρμένοι»
Saturday, October 8, 2011
Η πίτα του Μάλθους (8/10/2011)
«Για πολλά χρόνια ζούσαμε πέρα από τις δυνατότητές μας, κι αυτό πρέπει να σταματήσει», είπε η Μέρκελ σε μία από τις τελευταίες παρεμβάσεις της για τη σχεδιαζόμενη αλλαγή στο πακέτο της ευρωδιάσωσης ή ευρωκαταστροφής. Της Ελλάδας και όσων ενδεχομένως την ακολουθούν στην ουρά του Προκρούστη. Κάτι μας θυμίζει αυτό, το έχουμε ξανακούσει πολλές φορές τις τελευταίες δεκαετίες. Ήταν το βασικό επιχείρημα αιτιολόγησης κάθε πακέτου «σταθεροποίησης» και λιτότητας, από τα πολλά που έχουν εφαρμόσει την τελευταία τριακονταετία οι σοσιαλφιλελεύθερες κυβερνήσεις του Ελλαδιστάν. «Καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε». Το θυμάστε;
Αλλά είναι διαφορετικό να το ακούς από τη Μέρκελ, την ηγέτιδα μιας χώρας που επαίρεται πως έχει βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στην ανάπτυξη και την ευημερία των ανθρώπων. Είναι μια επίσημη ανακήρυξη διαζυγίου ανάμεσα στην ανάπτυξη και την ευημερία. Η πρώτη δεν οδηγεί αναγκαστικά στη δεύτερη, μας λένε τώρα.
Περίεργο. Για πολλά χρόνια, οι γκουρού του καπιταλισμού εκπαίδευαν τις κοινωνίες στα φιλελεύθερα μαθηματικά της οικονομίας, υποστηρίζοντας ότι μεταξύ προόδου, ανάπτυξης και ευημερίας υπάρχει μια συνάρτηση. Τα μεγέθη είναι ανάλογα. Υπάρχει μάλιστα το περίφημο λαϊκό επιχείρημα της πίτας, αγαπημένη καραμέλα στο στόμα πρωθυπουργών και υπουργών, ακόμη κι αυτών που υποστήριζαν ότι το θέμα της δικαιότερης κατανομής του πλούτου παραμένει στην ατζέντα, αλλά για κάποιο απώτατο μέλλον. Προς το παρόν, προέχει η αύξηση της πίτας. Για να υπάρξει αύξηση της ευημερίας και του εισοδήματος, πρέπει να υπάρξει αύξηση του πλούτου, έστω κι αν η κατανομή του συνεχίσει να γίνεται τρομακτικά άνισα, μας έλεγαν. Αλλά, κάλλιο πέντε και στο χέρι… Έτσι, για χρόνια οι κοινωνίες του ιστορικού καπιταλισμού, της Ευρώπης και της Αμερικής, αλλά και αυτές που προσχώρησαν καθυστερημένα στην οικονομία της αγοράς, καλούνταν να συμβιβάζονται με ένα μικρό κλάσμα της αύξησης του πλούτου που πετύχαιναν κάθε χρόνο. Για να το πούμε μ’ ένα παράδειγμα, αν η Κίνα, που εδώ και μια δεκαετία μεγεθύνεται με μέσο ρυθμό 10% τον χρόνο, εξασφάλιζε στους Κινέζους μιαν αντίστοιχη μέση αύξηση του εισοδήματός τους, η φράση «μισθοί Κίνας» δεν θα ήταν το συνώνυμο μιας οικονομικής κόλασης, αλλά ένας εργασιακός παράδεισός για όλους. Αυτό, φυσικά, δεν συνέβαινε ούτε στην Κίνα, αλλά ούτε στην Ευρώπη. Ωστόσο, κουτσά-στραβά τα εισοδήματα των εργαζομένων παρακολουθούσαν τη μεγέθυνση, αποσπώντας ένα μικρό κλάσμα τους. Πού πήγαιναν τα υπόλοιπα; Την απάντηση τη δίνει η τρομακτική διεύρυνση της ψαλίδας της ανισότητας. Οι κοινωνίες έπρεπε να συμβιβαστούν μ’ αυτή την πρόκληση, και σε γενικές γραμμές συμβιβάστηκαν. Κι έτσι ο καπιταλισμός αναδεικνυόταν σε αδιαμφισβήτητο πρωταθλητή της ιστορίας ως το σύστημα που είναι μεν άδικο, αλλά είναι το μόνο που υπόσχεται στους ανθρώπους μεγαλύτερη ευημερία.
Υπήρξε ένας άνθρωπος που από την πρώτη ακμή του καπιταλισμού, στα τέλη του 18ου αιώνα, αμφισβήτησε τη γραμμική σχέση προόδου - μεγέθυνσης - ευημερίας στον γενναίο, νέο κόσμο της αγοράς και του κέρδους. Ο Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους αντιπαράθεσε στην αισιοδοξία των φιλελεύθερων οικονομολόγων και στον «Πλούτο των εθνών» του Άνταμ Σμιθ το δυσοίωνο όραμά του για τη φτώχεια των εθνών. Στο έργο του «Δοκίμιο για την αρχή του πληθυσμού» εξέθεσε τη γενική ιδέα του ότι επειδή ο πλούτος των εθνών, η παραγωγή τροφίμων και πρώτων υλών αυξάνεται με αριθμητική πρόοδο, ενώ ο πληθυσμός αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, το σύστημα «στομώνει». Αδυνατεί να θρέψει όλους τους ανθρώπους. Αλλά, ευτυχώς, έλεγε ο Μάλθους, έρχονται οι τέσσερις Ιππότες της Αποκάλυψης, ο πόλεμος, οι αρρώστιες, το έγκλημα και η ανηθικότητα, και διορθώνουν την ανισορροπία, «καθαρίζοντας» όσους περισσεύουν. Κατά προτίμηση, τους «υπανθρώπους» του πληθυσμού: τους φτωχούς, τους αμόρφωτους, τους μαύρους…
Το τι άκουσε ο άνθρωπος, δεν λέγεται. Η θεωρία του Μάλθους για τον υπερπληθυσμό ερρίφθη στο πυρ το εξώτερον, όχι μόνο από τους προοδευτικούς φιλοσόφους και οικονομολόγους, αλλά κυρίως από τους φιλελεύθερους, που ακόμη και πριν από λίγα χρόνια θριαμβολογούσαν για την πανηγυρική διάψευση της μαλθουσιανής προφητείας. Ο καπιταλισμός, παρά τα ζιγκ ζαγκ του και τα σκοτεινά του διαλείμματα, απέδειξε ότι μπορεί να αυξάνει απεριόριστα την πίτα, κι ας έχει πενταπλασιαστεί η ανθρωπότητα από την εποχή του Μάλθους. Τι χαρά!
Μια στιγμή, όμως. Κάτι έχει αλλάξει εδώ. Για να γυρίσουμε σ’ αυτό που λέει η Μέρκελ, και είναι ουσιαστικά η νέα πολιτική που εγκαθιδρύεται ως μονόδρομος σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, τι σημαίνει «μέχρι τώρα ζούσαμε πέρα από τις δυνατότητές μας κι αυτό πρέπει ν’ αλλάξει»; Κάπως αλλιώς λειτουργεί το επιχείρημα της πίτας. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις και τους σκυλοκαβγάδες τους, υποστηρίζουν πια ότι, για να αυξηθεί η πίτα, πρέπει όλοι (δηλαδή, όχι ακριβώς όλοι, εξαιρείται φυσικά το μικρό, ελάχιστο στρώμα της νέας πλουτονομίας, το 1% που θα απολαμβάνει όλο και μεγαλύτερο μέρος του πλούτου) να τρώμε όλο και μικρότερο κομμάτι της πίτας. Αυτός ορίζεται ως νέος όρος αποτροπής της ύφεσης και επιστροφής στην ανάπτυξη. Ισόβια, αιώνα λιτότητα. Αυτό επιδιώκεται να ενσωματώσουν ως θεμελιώδη «συνταγματική» αρχή της Ευρωζώνης οι υπό αναθεώρηση ευρωπαϊκές συνθήκες, οι συμφωνίες για την οικονομική διακυβέρνηση και οι νέοι όροι «διάσωσης» μιας χώρας σε κρίση. Κι αυτό διαμορφώνει την Ευρωζώνη ως το πιο αντιδραστικό, ακραία νεοφιλελεύθερο μόρφωμα της καπιταλιστικής υφηλίου.
Αυτό είναι μια επίσημη αποκήρυξη της ισχύουσας μέχρι σήμερα αστικής συνθήκης της προόδου, που συναρτά την ευημερία των ανθρώπων με την ανάπτυξη, τη μεγέθυνση του πλούτου. Αλλά αυτό το «διαζύγιο» συνοδεύεται μ’ ένα «γάμο». Με την πανηγυρική επιστροφή του αποκηρυσσόμενου μέχρι χθες Μάλθους, έστω και με κάποιες προσαρμογές. Γιατί στην πραγματικότητα το νέο δόγμα «προόδου» λέει ότι, για να αυξηθεί ο κοινωνικός πλούτος, η πίτα που λέγαμε, πρέπει όχι μόνο να μειωθούν τα κομμάτια που δικαιούται έκαστος, αλλά να μειωθούν και οι δικαιούχοι των κομματιών. Εν ολίγοις, ν’ αραιώνουμε σιγά σιγά. Ολόκληρα τμήματα πληθυσμού τίθενται εκτός του νέου «σχεδίου» ευημερίας και ανάπτυξης. Δεν θα γευτούν τίποτα από την πίτα. Οι άνεργοι περισσεύουν, καθώς τα επιδόματα μπαίνουν στη λαιμητόμο της λιτότητας. Το ίδιο κι όσοι αδυνατούν να παρακολουθήσουν τον μαραθώνιο της διά βίου κατάρτισης και επανακατάρτισης, να προλάβουν το τεχνολογικό σπριντ των επιχειρήσεων. Περισσεύουν κι οι φτωχοί, καθώς τα προνοιακά επιδόματα μπαίνουν στο εργαστήριο του «εξορθολογισμού», με τάση να καταργηθούν, γιατί συντηρούν «τεμπέληδες» και «νωθρούς» ανθρώπους. Περισσεύουν κι οι ηλικιωμένοι, που έχουν την επιλογή ή να δουλεύουν μέχρι βαθέος γήρατος ή να πέσουν στον Καιάδα ενός ισχνού συνταξιοδοτικού συστήματος. Περισσεύουν κι οι νέοι, που, αφού δεν τους χωράει η Ελλάδα ή η Ευρώπη, καλό θα είναι να μεταναστεύσουν στους νέους αναπτυξιακούς παραδείσους που ανακαλύπτει το κεφάλαιο. Περισσεύουν ολόκληρες χώρες που πνίγονται σε ωκεανούς χρεών προς τη διεθνή τοκογλυφία και πρέπει να υπάρχουν όσο να τα αποπληρώνουν, σε χρήμα ή σε είδος, κουρεμένα ή ακούρευτα. Περισσεύει και η εθνική κυριαρχία, μια επικίνδυνη ελευθερία σε χώρες επιρρεπείς σε δημοσιονομικές ανισορροπίες και ελλείμματα. Περισσεύει και η δημοκρατία, μια περιττή πολυτέλεια για κοινωνίες που αδυνατούν να τη συγχρονίσουν στις ανάγκες των αγορών. Περισσεύουν ακόμη και ολόκληρες ήπειροι, όπως η Αφρική, με δεκάδες χώρες εκτός αναπτυξιακού άτλαντα, σ’ έναν αργό θάνατο από πόλεμο, αρρώστια, εγκληματικότητα και ανηθικότητα. Γιατί, οι κατά Μάλθους Τέσσερις Ιππότες της Αποκάλυψης επιστρατεύονται κι αυτή τη φορά για να υπηρετήσουν το νέο σχέδιο καπιταλιστικής «προόδου» και ανακατανομής της πίτας σε όλο και λιγότερους δικαιούχους.
Ο πόλεμος είναι ένα ανοικτό ενδεχόμενο κατάληξης της παγκόσμιας κρίσης χρέους, αν οι πολιτικές ηγεσίες αποτύχουν πλήρως να βρουν ένα νέο σημείο ισορροπίας, έναν συμβιβασμό με τη χρηματοπιστωτική δικτατορία. Η αρρώστια είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος, με δεδομένη την υποβάθμιση των δημοσίων συστημάτων υγείας, την ιδιωτικοποίησή τους και τη δυσκολία των πολιτών να αντέξουν το όλο και υψηλότερο κόστος των υγειονομικών υπηρεσιών. Η εγκληματικότητα είναι ο καρπός της διευρυνόμενης φτώχειας στην οποία καταδικάζεται ένα επικίνδυνα διογκούμενο τμήμα του πληθυσμού. Και η ανηθικότητα είναι το επιστέγασμα όχι μόνο της κοινωνικής αποσάθρωσης, αλλά και της άλωσης του κράτους από πιστωτές και τυχοδιώκτες του κέρδους.
Αυτά όλα δεν είναι σχήμα λόγου. Συνέβησαν, άλλωστε, αρκετά πρόσφατα για να τα αγνοούμε. Συνέβησαν στη μισή Ευρώπη, όταν η κατάρρευση του ανύπαρκτου σοσιαλισμού έδωσε τη θέση του σε μια πολύχρονη περίοδο εθνικιστικών εντάσεων και τοπικών συρράξεων, εφόδου των ολιγοκρατών στο κράτος και τον πλούτο του, κατεδάφισης των κοινωνικών υπηρεσιών, εγκαθίδρυσης βασιλείων εγκληματικότητας και μαφίας, μαζικής μετανάστευσης του πληθυσμού στη Δύση, όπου γεύτηκαν μια κατάσταση δουλείας, αθλιότητας και ταπείνωσης.
Αυτά μας περιμένουν με τον νέο μαλθουσιανικό κανόνα της πίτας. Είμαστε ανεπιθύμητοι συνδαιτυμόνες στην κατανάλωσή της. Οπότε μπορούμε κάλλιστα να προσφύγουμε στη λαϊκή θυμοσοφία: από πίτα που δεν τρώμε, τι μας μέλει κι αν καεί; Ας καεί, λοιπόν, ας καεί.
Αλλά είναι διαφορετικό να το ακούς από τη Μέρκελ, την ηγέτιδα μιας χώρας που επαίρεται πως έχει βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στην ανάπτυξη και την ευημερία των ανθρώπων. Είναι μια επίσημη ανακήρυξη διαζυγίου ανάμεσα στην ανάπτυξη και την ευημερία. Η πρώτη δεν οδηγεί αναγκαστικά στη δεύτερη, μας λένε τώρα.
Περίεργο. Για πολλά χρόνια, οι γκουρού του καπιταλισμού εκπαίδευαν τις κοινωνίες στα φιλελεύθερα μαθηματικά της οικονομίας, υποστηρίζοντας ότι μεταξύ προόδου, ανάπτυξης και ευημερίας υπάρχει μια συνάρτηση. Τα μεγέθη είναι ανάλογα. Υπάρχει μάλιστα το περίφημο λαϊκό επιχείρημα της πίτας, αγαπημένη καραμέλα στο στόμα πρωθυπουργών και υπουργών, ακόμη κι αυτών που υποστήριζαν ότι το θέμα της δικαιότερης κατανομής του πλούτου παραμένει στην ατζέντα, αλλά για κάποιο απώτατο μέλλον. Προς το παρόν, προέχει η αύξηση της πίτας. Για να υπάρξει αύξηση της ευημερίας και του εισοδήματος, πρέπει να υπάρξει αύξηση του πλούτου, έστω κι αν η κατανομή του συνεχίσει να γίνεται τρομακτικά άνισα, μας έλεγαν. Αλλά, κάλλιο πέντε και στο χέρι… Έτσι, για χρόνια οι κοινωνίες του ιστορικού καπιταλισμού, της Ευρώπης και της Αμερικής, αλλά και αυτές που προσχώρησαν καθυστερημένα στην οικονομία της αγοράς, καλούνταν να συμβιβάζονται με ένα μικρό κλάσμα της αύξησης του πλούτου που πετύχαιναν κάθε χρόνο. Για να το πούμε μ’ ένα παράδειγμα, αν η Κίνα, που εδώ και μια δεκαετία μεγεθύνεται με μέσο ρυθμό 10% τον χρόνο, εξασφάλιζε στους Κινέζους μιαν αντίστοιχη μέση αύξηση του εισοδήματός τους, η φράση «μισθοί Κίνας» δεν θα ήταν το συνώνυμο μιας οικονομικής κόλασης, αλλά ένας εργασιακός παράδεισός για όλους. Αυτό, φυσικά, δεν συνέβαινε ούτε στην Κίνα, αλλά ούτε στην Ευρώπη. Ωστόσο, κουτσά-στραβά τα εισοδήματα των εργαζομένων παρακολουθούσαν τη μεγέθυνση, αποσπώντας ένα μικρό κλάσμα τους. Πού πήγαιναν τα υπόλοιπα; Την απάντηση τη δίνει η τρομακτική διεύρυνση της ψαλίδας της ανισότητας. Οι κοινωνίες έπρεπε να συμβιβαστούν μ’ αυτή την πρόκληση, και σε γενικές γραμμές συμβιβάστηκαν. Κι έτσι ο καπιταλισμός αναδεικνυόταν σε αδιαμφισβήτητο πρωταθλητή της ιστορίας ως το σύστημα που είναι μεν άδικο, αλλά είναι το μόνο που υπόσχεται στους ανθρώπους μεγαλύτερη ευημερία.
Υπήρξε ένας άνθρωπος που από την πρώτη ακμή του καπιταλισμού, στα τέλη του 18ου αιώνα, αμφισβήτησε τη γραμμική σχέση προόδου - μεγέθυνσης - ευημερίας στον γενναίο, νέο κόσμο της αγοράς και του κέρδους. Ο Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους αντιπαράθεσε στην αισιοδοξία των φιλελεύθερων οικονομολόγων και στον «Πλούτο των εθνών» του Άνταμ Σμιθ το δυσοίωνο όραμά του για τη φτώχεια των εθνών. Στο έργο του «Δοκίμιο για την αρχή του πληθυσμού» εξέθεσε τη γενική ιδέα του ότι επειδή ο πλούτος των εθνών, η παραγωγή τροφίμων και πρώτων υλών αυξάνεται με αριθμητική πρόοδο, ενώ ο πληθυσμός αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, το σύστημα «στομώνει». Αδυνατεί να θρέψει όλους τους ανθρώπους. Αλλά, ευτυχώς, έλεγε ο Μάλθους, έρχονται οι τέσσερις Ιππότες της Αποκάλυψης, ο πόλεμος, οι αρρώστιες, το έγκλημα και η ανηθικότητα, και διορθώνουν την ανισορροπία, «καθαρίζοντας» όσους περισσεύουν. Κατά προτίμηση, τους «υπανθρώπους» του πληθυσμού: τους φτωχούς, τους αμόρφωτους, τους μαύρους…
Το τι άκουσε ο άνθρωπος, δεν λέγεται. Η θεωρία του Μάλθους για τον υπερπληθυσμό ερρίφθη στο πυρ το εξώτερον, όχι μόνο από τους προοδευτικούς φιλοσόφους και οικονομολόγους, αλλά κυρίως από τους φιλελεύθερους, που ακόμη και πριν από λίγα χρόνια θριαμβολογούσαν για την πανηγυρική διάψευση της μαλθουσιανής προφητείας. Ο καπιταλισμός, παρά τα ζιγκ ζαγκ του και τα σκοτεινά του διαλείμματα, απέδειξε ότι μπορεί να αυξάνει απεριόριστα την πίτα, κι ας έχει πενταπλασιαστεί η ανθρωπότητα από την εποχή του Μάλθους. Τι χαρά!
Μια στιγμή, όμως. Κάτι έχει αλλάξει εδώ. Για να γυρίσουμε σ’ αυτό που λέει η Μέρκελ, και είναι ουσιαστικά η νέα πολιτική που εγκαθιδρύεται ως μονόδρομος σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, τι σημαίνει «μέχρι τώρα ζούσαμε πέρα από τις δυνατότητές μας κι αυτό πρέπει ν’ αλλάξει»; Κάπως αλλιώς λειτουργεί το επιχείρημα της πίτας. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις και τους σκυλοκαβγάδες τους, υποστηρίζουν πια ότι, για να αυξηθεί η πίτα, πρέπει όλοι (δηλαδή, όχι ακριβώς όλοι, εξαιρείται φυσικά το μικρό, ελάχιστο στρώμα της νέας πλουτονομίας, το 1% που θα απολαμβάνει όλο και μεγαλύτερο μέρος του πλούτου) να τρώμε όλο και μικρότερο κομμάτι της πίτας. Αυτός ορίζεται ως νέος όρος αποτροπής της ύφεσης και επιστροφής στην ανάπτυξη. Ισόβια, αιώνα λιτότητα. Αυτό επιδιώκεται να ενσωματώσουν ως θεμελιώδη «συνταγματική» αρχή της Ευρωζώνης οι υπό αναθεώρηση ευρωπαϊκές συνθήκες, οι συμφωνίες για την οικονομική διακυβέρνηση και οι νέοι όροι «διάσωσης» μιας χώρας σε κρίση. Κι αυτό διαμορφώνει την Ευρωζώνη ως το πιο αντιδραστικό, ακραία νεοφιλελεύθερο μόρφωμα της καπιταλιστικής υφηλίου.
Αυτό είναι μια επίσημη αποκήρυξη της ισχύουσας μέχρι σήμερα αστικής συνθήκης της προόδου, που συναρτά την ευημερία των ανθρώπων με την ανάπτυξη, τη μεγέθυνση του πλούτου. Αλλά αυτό το «διαζύγιο» συνοδεύεται μ’ ένα «γάμο». Με την πανηγυρική επιστροφή του αποκηρυσσόμενου μέχρι χθες Μάλθους, έστω και με κάποιες προσαρμογές. Γιατί στην πραγματικότητα το νέο δόγμα «προόδου» λέει ότι, για να αυξηθεί ο κοινωνικός πλούτος, η πίτα που λέγαμε, πρέπει όχι μόνο να μειωθούν τα κομμάτια που δικαιούται έκαστος, αλλά να μειωθούν και οι δικαιούχοι των κομματιών. Εν ολίγοις, ν’ αραιώνουμε σιγά σιγά. Ολόκληρα τμήματα πληθυσμού τίθενται εκτός του νέου «σχεδίου» ευημερίας και ανάπτυξης. Δεν θα γευτούν τίποτα από την πίτα. Οι άνεργοι περισσεύουν, καθώς τα επιδόματα μπαίνουν στη λαιμητόμο της λιτότητας. Το ίδιο κι όσοι αδυνατούν να παρακολουθήσουν τον μαραθώνιο της διά βίου κατάρτισης και επανακατάρτισης, να προλάβουν το τεχνολογικό σπριντ των επιχειρήσεων. Περισσεύουν κι οι φτωχοί, καθώς τα προνοιακά επιδόματα μπαίνουν στο εργαστήριο του «εξορθολογισμού», με τάση να καταργηθούν, γιατί συντηρούν «τεμπέληδες» και «νωθρούς» ανθρώπους. Περισσεύουν κι οι ηλικιωμένοι, που έχουν την επιλογή ή να δουλεύουν μέχρι βαθέος γήρατος ή να πέσουν στον Καιάδα ενός ισχνού συνταξιοδοτικού συστήματος. Περισσεύουν κι οι νέοι, που, αφού δεν τους χωράει η Ελλάδα ή η Ευρώπη, καλό θα είναι να μεταναστεύσουν στους νέους αναπτυξιακούς παραδείσους που ανακαλύπτει το κεφάλαιο. Περισσεύουν ολόκληρες χώρες που πνίγονται σε ωκεανούς χρεών προς τη διεθνή τοκογλυφία και πρέπει να υπάρχουν όσο να τα αποπληρώνουν, σε χρήμα ή σε είδος, κουρεμένα ή ακούρευτα. Περισσεύει και η εθνική κυριαρχία, μια επικίνδυνη ελευθερία σε χώρες επιρρεπείς σε δημοσιονομικές ανισορροπίες και ελλείμματα. Περισσεύει και η δημοκρατία, μια περιττή πολυτέλεια για κοινωνίες που αδυνατούν να τη συγχρονίσουν στις ανάγκες των αγορών. Περισσεύουν ακόμη και ολόκληρες ήπειροι, όπως η Αφρική, με δεκάδες χώρες εκτός αναπτυξιακού άτλαντα, σ’ έναν αργό θάνατο από πόλεμο, αρρώστια, εγκληματικότητα και ανηθικότητα. Γιατί, οι κατά Μάλθους Τέσσερις Ιππότες της Αποκάλυψης επιστρατεύονται κι αυτή τη φορά για να υπηρετήσουν το νέο σχέδιο καπιταλιστικής «προόδου» και ανακατανομής της πίτας σε όλο και λιγότερους δικαιούχους.
Ο πόλεμος είναι ένα ανοικτό ενδεχόμενο κατάληξης της παγκόσμιας κρίσης χρέους, αν οι πολιτικές ηγεσίες αποτύχουν πλήρως να βρουν ένα νέο σημείο ισορροπίας, έναν συμβιβασμό με τη χρηματοπιστωτική δικτατορία. Η αρρώστια είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος, με δεδομένη την υποβάθμιση των δημοσίων συστημάτων υγείας, την ιδιωτικοποίησή τους και τη δυσκολία των πολιτών να αντέξουν το όλο και υψηλότερο κόστος των υγειονομικών υπηρεσιών. Η εγκληματικότητα είναι ο καρπός της διευρυνόμενης φτώχειας στην οποία καταδικάζεται ένα επικίνδυνα διογκούμενο τμήμα του πληθυσμού. Και η ανηθικότητα είναι το επιστέγασμα όχι μόνο της κοινωνικής αποσάθρωσης, αλλά και της άλωσης του κράτους από πιστωτές και τυχοδιώκτες του κέρδους.
Αυτά όλα δεν είναι σχήμα λόγου. Συνέβησαν, άλλωστε, αρκετά πρόσφατα για να τα αγνοούμε. Συνέβησαν στη μισή Ευρώπη, όταν η κατάρρευση του ανύπαρκτου σοσιαλισμού έδωσε τη θέση του σε μια πολύχρονη περίοδο εθνικιστικών εντάσεων και τοπικών συρράξεων, εφόδου των ολιγοκρατών στο κράτος και τον πλούτο του, κατεδάφισης των κοινωνικών υπηρεσιών, εγκαθίδρυσης βασιλείων εγκληματικότητας και μαφίας, μαζικής μετανάστευσης του πληθυσμού στη Δύση, όπου γεύτηκαν μια κατάσταση δουλείας, αθλιότητας και ταπείνωσης.
Αυτά μας περιμένουν με τον νέο μαλθουσιανικό κανόνα της πίτας. Είμαστε ανεπιθύμητοι συνδαιτυμόνες στην κατανάλωσή της. Οπότε μπορούμε κάλλιστα να προσφύγουμε στη λαϊκή θυμοσοφία: από πίτα που δεν τρώμε, τι μας μέλει κι αν καεί; Ας καεί, λοιπόν, ας καεί.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (8/10/2011)
Αυτό που συμβαίνει είναι από κάθε άποψη ένα έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας, και υπ’ αυτή την προοπτική πρέπει να αναλυθεί στα δημόσια φόρα και στις συνειδήσεις. Δεν είναι υπερβολή. Εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας δεν είναι μόνο οι γενοκτονίες, οι εθνοκτονίες, τα στρατόπεδα θανάτου, τα βασανιστήρια, οι επιλεκτικές δολοφονίες, οι λιμοί που προκαλούνται εσκεμμένα, οι μαζικές επιμολύνσεις, οι εξευτελισμοί ως μέθοδος καταστολής της ταυτότητας των θυμάτων. Έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας είναι επίσης αυτό που οι χρηματοπιστωτικές και οικονομικές εξουσίες, με την ενεργό ή σιωπηλή συνενοχή των κυβερνήσεων, εν ψυχρώ διέπραξαν εναντίον εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, που απειλούνται να χάσουν ό,τι τους έχει απομείνει, το σπίτι και τις οικονομίες τους, αφού έχουν χάσει τη μοναδική και πολύ συχνά ισχνή πηγή εισοδήματος, δηλαδή τη δουλειά τους… Λέγοντας «Όχι στην ανεργία», ανακόπτουμε την αργή αλλά αμείλικτη γενοκτονία στην οποία το σύστημα καταδικάζει εκατομμύρια ανθρώπους. Ξέρουμε πως μπορούμε να βγούμε απ' αυτή την κρίση, ξέρουμε πως δεν ζητάμε το φεγγάρι. Και ξέρουμε πως έχουμε φωνή για να τη χρησιμοποιήσουμε. Μπροστά στην υπεροψία του συστήματος, επικαλούμαστε το δικαίωμά μας στην κριτική και στη διαμαρτυρία. Εκείνοι δεν τα ξέρουν όλα. Έπεσαν έξω. Μας εξαπάτησαν. Δεν δεχόμαστε να είμαστε τα θύματά τους.
Ζοζέ Σαραμάγκου, «Το τελευταίο Τετράδιο»
Ζοζέ Σαραμάγκου, «Το τελευταίο Τετράδιο»
Saturday, October 1, 2011
Μικροί εμφύλιοι…(1/10/2011)
Συνέβη σε ένα από τα δεκάδες σχολεία της Αθήνας που τελούν υπό κατάληψη. Το μεταφέρω με την οπτική ενός ψυχρού παρατηρητή (αν και, στην πραγματικότητα, είχα κι εγώ μια σχετικά θερμή εμπλοκή). Το σχολείο, λοιπόν, υπό κατάληψη με απόφαση της συνέλευσης των μαθητών, απόφαση που εμπεριέχει το γνώριμο μείγμα αντίδρασης στην εικόνα διάλυσης που εμφανίζουν έτσι κι αλλιώς τα σχολεία, εφηβικής οργής για όσα συμβαίνουν στη χώρα, πολέμου γενεών γιατί οι έφηβοι βλέπουν στους γονείς ή στους καθηγητές την εγγύτερη σ’ αυτούς εξουσία, και φυσικά χαβαλέ. Αφύσικο θα ’ταν να λείπει στην ηλικία τους – οι μέρες ακόμη είναι ακόμη ηλιόλουστες, οι αίθουσες διδασκαλίας καταθλιπτικές, το μάθημα βαρετό κι η χρησιμότητά του θολή στο κεφάλι των παιδιών, όταν οι ειδήσεις, οι εικόνες, οι οικογενειακές συζητήσεις, η βουή της κοινωνίας εκπέμπουν μηνύματα απελπισίας για ένα μέλλον βουτηγμένο στη χρεοκοπία.
Μια ομάδα γονιών δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα του κατειλημμένου σχολείου, με τα λουκέτα στις πόρτες, τις αίθουσες άδειες, κάποια θρανία σπασμένα και τα περισσότερα παιδιά στο σπίτι, μεταξύ τηλεόρασης και υπολογιστή. Κι αποφασίζει «να πάρει την κατάσταση στα χέρια της». Ένα πρωί, πουρνό πουρνό, σπάζουν τα λουκέτα, ανοίγουν τις πόρτες του σχολείου, ζητούν από τον διευθυντή να χτυπήσει το κουδούνι για να μπουν οι μαθητές στις τάξεις. Τα παιδιά στην αρχή μπερδεύονται, μπαίνουν σε δίλημμα, διασπώνται, κάποια μπαίνουν στις τάξεις, κάποια άλλα διαμαρτύρονται γιατί παραβιάζεται η απόφασή τους, μένουν έξω από τις τάξεις σε μια άτυπη αποχή, ανοίγουν πηγαδάκια με γονείς, αρχίζουν έντονες συζητήσεις. Τα παιδιά λένε τα επιχειρήματά τους, άλλα υποτυπώδη και στερεότυπα, άλλα καίρια, φαρμακερά – «ξέρατε από τις αρχές του Σεπτέμβρη ότι τα σχολεία θ’ ανοίξουν και για εβδομάδες δεν θα έχουμε βιβλία. Γιατί σαν γονείς δεν κάνατε τίποτα; Γιατί ήρθατε τώρα, που κάνουμε κατάληψη;», ρωτούσαν τους γονείς. Οι γονείς, διχασμένοι κι αυτοί, οι πιο θερμόαιμοι μιλούσαν για «πέντε αλητάμπουρες που υποκινούν τα παιδιά», για αστυνομίες και εισαγγελείς ανηλίκων – πριν καν κινητοποιηθεί ο Άρειος Πάγος για «τέλεση αδικημάτων». Υποδαύλιζαν και κάποιοι καθηγητές με μπηχτές «σιγά μη θέλουν βιβλία αυτοί, μήπως τ’ ανοίγουν και ποτέ;». Οι πιο ψύχραιμοι γονείς προσπαθούσαν να βρουν σημεία ισορροπίας, «μήπως να βρείτε μια άλλη μορφή αγώνα, γιατί να χάνετε μάθημα, γιατί να αφήνετε τα παιδιά των ιδιωτικών να τρέχουν μπροστά, πώς θα τα ανταγωνιστείτε;». «Δεν θέλουμε να ανταγωνιστούμε κανέναν, δεν έχουμε μέλλον, δεν το βλέπετε;», απαντούσαν κάποια παιδιά. Τέτοιες στιχομυθίες έγιναν πολλές έξω από το σχολείο στη διάρκεια αυτών των μικρών «εμφυλίων» γονιών με γονείς, μαθητών με μαθητές, γονιών με μαθητές, και κάποια στιγμή παραλίγο να γίνει κανονική σύρραξη όταν εμφανίστηκε μαινόμενος νεαρός που έλουσε τους γονείς ως «μικροαστούς φασίστες» που δεν αφήνουν τα παιδιά να κάνουν την κατάληψή τους, και προσφέρθηκε να τους προσφέρει καινούργια λουκέτα, να ξανακλείσουν τις πόρτες και ν’ αφήσουν τους γονείς στους καναπέδες τους, τους «αγάμητους νοικοκυραίους που καλά τους κάνουν και τους απολύουν ή τους κόβουν τους μισθούς». Κι εκεί έπαιξε κι ένας τσαμπουκάς, και κλήση Αστυνομίας, και απειλές για εισαγγελείς ανηλίκων πάλι, μέχρι που μεσημέριασε κι ο «εμφύλιος» έκανε διάλειμμα για φαγητό…
Σοκ και αμηχανία. Αυτά ήταν τα συναισθήματα που συνέλαβα στον εαυτό μου, κατά τον απολογισμό αυτού του περιστατικού που, πιθανότατα, έχει συμβεί δεκάδες φορές σε δεκάδες σχολεία όλης της χώρας τις τελευταίες μέρες. Και το σοκ δεν αφορούσε τόσο το γεγονός ότι αυτά συνέβησαν στο ευαίσθητο «γήπεδο» ενός σχολείου, όσο το γεγονός ότι έβλεπα στη μικροκλίμακα μιας μίνι, τοπικής κρίσης, την πραγματική απειλή για την εξέλιξη της μεγάλης, της σούπερ κρίσης. «Βοήθα, καλέ μου, μη φαγωθούμε μεταξύ μας…», που λέει και το τραγούδι. Στη μικρή ανθρωπογεωγραφία του σχολείου μιας μάλλον μικροαστικής γειτονιάς της Αθήνας προβλήθηκαν σε λίγες ώρες όλα τα στερεότυπα και οι κοινωνικοί αυτοματισμοί μιας κοινωνίας που ωθείται βίαια σ’ ένα τέλμα. Θυμώνει, πασχίζει, χτυπιέται, αλλά δεν ξέρει τι της φταίει, ποιος της φταίει, με ποιον να τα βάλει.
Τα σχολεία παραμένουν χωρίς βιβλία, με τεράστιες ελλείψεις και κενά σε υποδομές και προσωπικό, κανείς δεν ξέρει αν θα έχουν να βάλουν πετρέλαιο τον χειμώνα, κι όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό δεν είναι το μεγάλο άλμα προς το ψηφιακό σχολείο, δεν είναι η «ατσαλιά» του Ελεγκτικού Συνεδρίου που δεν ενέκρινε έγκαιρα το κονδύλι για το χαρτί, αλλά είναι το χέρι της τρόικας και των πιστωτών που κλείνει τη στρόφιγγα για παροχές που μέχρι χθες θεωρούσαμε αυτονόητες. Γίνεται στα σχολεία -και θα γίνει ακόμη χειρότερο-, γίνεται στα νοσοκομεία, γίνεται σε κάθε υπηρεσία που παρέχει δημόσια αγαθά τα οποία βρίσκονται σε διαδικασία ακρωτηριασμού. Η αγωνία της δόσης των 8 δισ. ευρώ, από την οποία υποτίθεται ότι κρέμεται η τύχη της χώρας, έχει παραλύσει την κυβέρνηση – πλην Βενιζέλου, που φορολογεί ή περικόπτει κάθε υποψία εισοδήματος. Αλλά παραλύει και το κράτος μέχρι και τ’ ακροδάχτυλά του, αυτή τη σκουριασμένη μηχανή που χρειάζεται να λειτουργήσει, έστω και με τις αναπηρίες της, για να μην παραδοθούμε σ’ ένα χάος. Αλλά, πώς ν’ αποφευχθεί αυτό όταν δεν υπάρχει κοινωνικό στρώμα, επαγγελματική κατηγορία, τάξη που να μη δέχεται μια μικρή ή μεγάλη επίθεση από κυβέρνηση και τρόικα; Συγκοινωνίες νεκρές, εφορίες κλειστές -αχρείαστες να ’ναι-, υποψήφιοι «έφεδροι» στους δρόμους, δημόσιοι υπάλληλοι καταληψίες υπουργείων, ακόμη κι ένστολοι που απειλούν να σταματήσουν να δέρνουν τους διαδηλωτές (οποία απειλή!), επαγγελματίες στα κλαριά, πανεπιστήμια κατειλημμένα, πάνω από 12.000 Έλληνες συνωθούνται να πάρουν μέρος στα ενημερωτικά σεμινάρια για μετανάστευση στην Αυστραλία – με την ευχή μας, λένε οι αρμόδιοι υπουργοί, καλό ταξίδι και να μας γράφετε, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε να σας διευκολύνουμε, να φύγετε, παιδιά, να φύγετε, αφού δεν σας κρατάει τίποτα εδώ. «Δεν έχουμε μέλλον», λένε κι οι καταληψίες μαθητές, ανυποψίαστοι περί Αυστραλίας ή Νέας Ζηλανδίας, αλλά ακούνε τόσα για την ίδια τους τη χώρα, που τους είναι αρκετά. Η Ελλάδα δεν στραγγίζει κυρίως από χρήμα. Στραγγίζει από ελπίδα.
Αλλά, αυτό το στράγγιγμα της ελπίδας, στο ζαλισμένο από δυσοίωνους εξαγγέλους και κακές ειδήσεις μυαλό μας, φιλτράρεται μέσα από εγωισμούς, ατομισμούς, ιδιοτέλειες, ιδεολογικές εμμονές, κοινωνικούς αυτοματισμούς, αυτοσχέδιες επαναστάσεις, τηλεοπτικά στερεότυπα, προκάτ επιχειρήματα. Ο εργαζόμενος του μετρό δεν μ’ αφήνει να πάω στη δουλειά, ο ταξιτζής μού κλείνει τον δρόμο, ο λαδιάρης εφοριακός μού φταίει που βρέχει εκκαθαριστικά με έκτακτες εισφορές, φταίει κι ο καθηγητής που μάλλον θέλει να λουφάρει και τα παιδιά δεν μπαίνουν στις τάξεις, φταίνε και λίγα κωλόπαιδα -ποιος ξέρει τι γονείς τα ’χουν παρατημένα κι ασύδοτα- που δεν αφήνουν το παιδί μου να μάθει γράμματα, φταίνε κι οι «υποκινητές» (Οι κνίτες; Οι μπαχαλάκηδες; Οι συριζαίοι; Μήπως είναι τίποτα αλβανόπουλα;), φταίνε κι οι αργόσχολοι συνάδελφοι που γίνονται απολύσεις, φταίνε κι οι πουλημένοι συνδικαλιστές που το παρατραβάνε κι ερεθίζουν τους εργοδότες, φταίω κι εγώ, φταις κι εσύ, ας πλακωθούμε μεταξύ μας, κι ας αφήσουμε τον Βενιζέλο να ψάχνει να συλλάβει τον Πάγκαλο που δεν θα πληρώσει τον φόρο για τα ακίνητά του, αποκλείεται να τον βρει, θα τον χάσει όπως έχασαν τον Ψωμιάδη.
Κι έτσι, χάνεται η συνολική εικόνα, σκορπίζουν τα κομμάτια του παζλ, κι ο καθένας αρπάζει το κομμάτι που του αναλογεί και το σκίζει, το ποδοπατάει, το καίει. Χιλιάδες μικροί εμφύλιοι διεξάγονται κάθε μέρα σε σχολικές αυλές, δημόσιες υπηρεσίες, χώρους δουλειάς, ελάχιστοι απ’ αυτούς βγαίνουν στις ειδήσεις, άνθρωποι που κατά κανόνα είναι στην ίδια πλευρά, αυτή των θυμάτων της τρομοκρατίας των πιστωτών, εκτονώνουν την οργή και τη σύγχυσή τους σε εαυτούς και αλλήλους. Και οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί της κοινωνικής αποσάθρωσης μένουν στο απυρόβλητο, πιστωτές-καταληψίες της εξουσίας, της κρατικής κυριαρχίας, καταληψίες της ελπίδας και της συλλογικής συνείδησης μιας κοινωνίας που ακόμη ψάχνει την έξοδο κινδύνου. Και φοβάμαι τον πανικό, τον συνωστισμό και το ποδοπάτημα όταν την ανακαλύψει.
Μια ομάδα γονιών δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα του κατειλημμένου σχολείου, με τα λουκέτα στις πόρτες, τις αίθουσες άδειες, κάποια θρανία σπασμένα και τα περισσότερα παιδιά στο σπίτι, μεταξύ τηλεόρασης και υπολογιστή. Κι αποφασίζει «να πάρει την κατάσταση στα χέρια της». Ένα πρωί, πουρνό πουρνό, σπάζουν τα λουκέτα, ανοίγουν τις πόρτες του σχολείου, ζητούν από τον διευθυντή να χτυπήσει το κουδούνι για να μπουν οι μαθητές στις τάξεις. Τα παιδιά στην αρχή μπερδεύονται, μπαίνουν σε δίλημμα, διασπώνται, κάποια μπαίνουν στις τάξεις, κάποια άλλα διαμαρτύρονται γιατί παραβιάζεται η απόφασή τους, μένουν έξω από τις τάξεις σε μια άτυπη αποχή, ανοίγουν πηγαδάκια με γονείς, αρχίζουν έντονες συζητήσεις. Τα παιδιά λένε τα επιχειρήματά τους, άλλα υποτυπώδη και στερεότυπα, άλλα καίρια, φαρμακερά – «ξέρατε από τις αρχές του Σεπτέμβρη ότι τα σχολεία θ’ ανοίξουν και για εβδομάδες δεν θα έχουμε βιβλία. Γιατί σαν γονείς δεν κάνατε τίποτα; Γιατί ήρθατε τώρα, που κάνουμε κατάληψη;», ρωτούσαν τους γονείς. Οι γονείς, διχασμένοι κι αυτοί, οι πιο θερμόαιμοι μιλούσαν για «πέντε αλητάμπουρες που υποκινούν τα παιδιά», για αστυνομίες και εισαγγελείς ανηλίκων – πριν καν κινητοποιηθεί ο Άρειος Πάγος για «τέλεση αδικημάτων». Υποδαύλιζαν και κάποιοι καθηγητές με μπηχτές «σιγά μη θέλουν βιβλία αυτοί, μήπως τ’ ανοίγουν και ποτέ;». Οι πιο ψύχραιμοι γονείς προσπαθούσαν να βρουν σημεία ισορροπίας, «μήπως να βρείτε μια άλλη μορφή αγώνα, γιατί να χάνετε μάθημα, γιατί να αφήνετε τα παιδιά των ιδιωτικών να τρέχουν μπροστά, πώς θα τα ανταγωνιστείτε;». «Δεν θέλουμε να ανταγωνιστούμε κανέναν, δεν έχουμε μέλλον, δεν το βλέπετε;», απαντούσαν κάποια παιδιά. Τέτοιες στιχομυθίες έγιναν πολλές έξω από το σχολείο στη διάρκεια αυτών των μικρών «εμφυλίων» γονιών με γονείς, μαθητών με μαθητές, γονιών με μαθητές, και κάποια στιγμή παραλίγο να γίνει κανονική σύρραξη όταν εμφανίστηκε μαινόμενος νεαρός που έλουσε τους γονείς ως «μικροαστούς φασίστες» που δεν αφήνουν τα παιδιά να κάνουν την κατάληψή τους, και προσφέρθηκε να τους προσφέρει καινούργια λουκέτα, να ξανακλείσουν τις πόρτες και ν’ αφήσουν τους γονείς στους καναπέδες τους, τους «αγάμητους νοικοκυραίους που καλά τους κάνουν και τους απολύουν ή τους κόβουν τους μισθούς». Κι εκεί έπαιξε κι ένας τσαμπουκάς, και κλήση Αστυνομίας, και απειλές για εισαγγελείς ανηλίκων πάλι, μέχρι που μεσημέριασε κι ο «εμφύλιος» έκανε διάλειμμα για φαγητό…
Σοκ και αμηχανία. Αυτά ήταν τα συναισθήματα που συνέλαβα στον εαυτό μου, κατά τον απολογισμό αυτού του περιστατικού που, πιθανότατα, έχει συμβεί δεκάδες φορές σε δεκάδες σχολεία όλης της χώρας τις τελευταίες μέρες. Και το σοκ δεν αφορούσε τόσο το γεγονός ότι αυτά συνέβησαν στο ευαίσθητο «γήπεδο» ενός σχολείου, όσο το γεγονός ότι έβλεπα στη μικροκλίμακα μιας μίνι, τοπικής κρίσης, την πραγματική απειλή για την εξέλιξη της μεγάλης, της σούπερ κρίσης. «Βοήθα, καλέ μου, μη φαγωθούμε μεταξύ μας…», που λέει και το τραγούδι. Στη μικρή ανθρωπογεωγραφία του σχολείου μιας μάλλον μικροαστικής γειτονιάς της Αθήνας προβλήθηκαν σε λίγες ώρες όλα τα στερεότυπα και οι κοινωνικοί αυτοματισμοί μιας κοινωνίας που ωθείται βίαια σ’ ένα τέλμα. Θυμώνει, πασχίζει, χτυπιέται, αλλά δεν ξέρει τι της φταίει, ποιος της φταίει, με ποιον να τα βάλει.
Τα σχολεία παραμένουν χωρίς βιβλία, με τεράστιες ελλείψεις και κενά σε υποδομές και προσωπικό, κανείς δεν ξέρει αν θα έχουν να βάλουν πετρέλαιο τον χειμώνα, κι όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό δεν είναι το μεγάλο άλμα προς το ψηφιακό σχολείο, δεν είναι η «ατσαλιά» του Ελεγκτικού Συνεδρίου που δεν ενέκρινε έγκαιρα το κονδύλι για το χαρτί, αλλά είναι το χέρι της τρόικας και των πιστωτών που κλείνει τη στρόφιγγα για παροχές που μέχρι χθες θεωρούσαμε αυτονόητες. Γίνεται στα σχολεία -και θα γίνει ακόμη χειρότερο-, γίνεται στα νοσοκομεία, γίνεται σε κάθε υπηρεσία που παρέχει δημόσια αγαθά τα οποία βρίσκονται σε διαδικασία ακρωτηριασμού. Η αγωνία της δόσης των 8 δισ. ευρώ, από την οποία υποτίθεται ότι κρέμεται η τύχη της χώρας, έχει παραλύσει την κυβέρνηση – πλην Βενιζέλου, που φορολογεί ή περικόπτει κάθε υποψία εισοδήματος. Αλλά παραλύει και το κράτος μέχρι και τ’ ακροδάχτυλά του, αυτή τη σκουριασμένη μηχανή που χρειάζεται να λειτουργήσει, έστω και με τις αναπηρίες της, για να μην παραδοθούμε σ’ ένα χάος. Αλλά, πώς ν’ αποφευχθεί αυτό όταν δεν υπάρχει κοινωνικό στρώμα, επαγγελματική κατηγορία, τάξη που να μη δέχεται μια μικρή ή μεγάλη επίθεση από κυβέρνηση και τρόικα; Συγκοινωνίες νεκρές, εφορίες κλειστές -αχρείαστες να ’ναι-, υποψήφιοι «έφεδροι» στους δρόμους, δημόσιοι υπάλληλοι καταληψίες υπουργείων, ακόμη κι ένστολοι που απειλούν να σταματήσουν να δέρνουν τους διαδηλωτές (οποία απειλή!), επαγγελματίες στα κλαριά, πανεπιστήμια κατειλημμένα, πάνω από 12.000 Έλληνες συνωθούνται να πάρουν μέρος στα ενημερωτικά σεμινάρια για μετανάστευση στην Αυστραλία – με την ευχή μας, λένε οι αρμόδιοι υπουργοί, καλό ταξίδι και να μας γράφετε, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε να σας διευκολύνουμε, να φύγετε, παιδιά, να φύγετε, αφού δεν σας κρατάει τίποτα εδώ. «Δεν έχουμε μέλλον», λένε κι οι καταληψίες μαθητές, ανυποψίαστοι περί Αυστραλίας ή Νέας Ζηλανδίας, αλλά ακούνε τόσα για την ίδια τους τη χώρα, που τους είναι αρκετά. Η Ελλάδα δεν στραγγίζει κυρίως από χρήμα. Στραγγίζει από ελπίδα.
Αλλά, αυτό το στράγγιγμα της ελπίδας, στο ζαλισμένο από δυσοίωνους εξαγγέλους και κακές ειδήσεις μυαλό μας, φιλτράρεται μέσα από εγωισμούς, ατομισμούς, ιδιοτέλειες, ιδεολογικές εμμονές, κοινωνικούς αυτοματισμούς, αυτοσχέδιες επαναστάσεις, τηλεοπτικά στερεότυπα, προκάτ επιχειρήματα. Ο εργαζόμενος του μετρό δεν μ’ αφήνει να πάω στη δουλειά, ο ταξιτζής μού κλείνει τον δρόμο, ο λαδιάρης εφοριακός μού φταίει που βρέχει εκκαθαριστικά με έκτακτες εισφορές, φταίει κι ο καθηγητής που μάλλον θέλει να λουφάρει και τα παιδιά δεν μπαίνουν στις τάξεις, φταίνε και λίγα κωλόπαιδα -ποιος ξέρει τι γονείς τα ’χουν παρατημένα κι ασύδοτα- που δεν αφήνουν το παιδί μου να μάθει γράμματα, φταίνε κι οι «υποκινητές» (Οι κνίτες; Οι μπαχαλάκηδες; Οι συριζαίοι; Μήπως είναι τίποτα αλβανόπουλα;), φταίνε κι οι αργόσχολοι συνάδελφοι που γίνονται απολύσεις, φταίνε κι οι πουλημένοι συνδικαλιστές που το παρατραβάνε κι ερεθίζουν τους εργοδότες, φταίω κι εγώ, φταις κι εσύ, ας πλακωθούμε μεταξύ μας, κι ας αφήσουμε τον Βενιζέλο να ψάχνει να συλλάβει τον Πάγκαλο που δεν θα πληρώσει τον φόρο για τα ακίνητά του, αποκλείεται να τον βρει, θα τον χάσει όπως έχασαν τον Ψωμιάδη.
Κι έτσι, χάνεται η συνολική εικόνα, σκορπίζουν τα κομμάτια του παζλ, κι ο καθένας αρπάζει το κομμάτι που του αναλογεί και το σκίζει, το ποδοπατάει, το καίει. Χιλιάδες μικροί εμφύλιοι διεξάγονται κάθε μέρα σε σχολικές αυλές, δημόσιες υπηρεσίες, χώρους δουλειάς, ελάχιστοι απ’ αυτούς βγαίνουν στις ειδήσεις, άνθρωποι που κατά κανόνα είναι στην ίδια πλευρά, αυτή των θυμάτων της τρομοκρατίας των πιστωτών, εκτονώνουν την οργή και τη σύγχυσή τους σε εαυτούς και αλλήλους. Και οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί της κοινωνικής αποσάθρωσης μένουν στο απυρόβλητο, πιστωτές-καταληψίες της εξουσίας, της κρατικής κυριαρχίας, καταληψίες της ελπίδας και της συλλογικής συνείδησης μιας κοινωνίας που ακόμη ψάχνει την έξοδο κινδύνου. Και φοβάμαι τον πανικό, τον συνωστισμό και το ποδοπάτημα όταν την ανακαλύψει.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (1/10/2011)
… Το να ισοπεδώνεις τα βουνά είναι μια σκέψη καλή, όχι μια σκέψη γελοία. Εγώ ψηφίζω Σιγκαλιόφ! Δεν χρειάζεται μόρφωση, και αρκετά με την επιστήμη! Και χωρίς την επιστήμη έχουμε υλικό για χίλια χρόνια, αλλά θα πρέπει να εδραιώσουμε πρώτα την υποταγή. Ένα πράγμα μόνο λείπει στον κόσμο: η υποταγή. Η δίψα για μόρφωση από μόνη της είναι δίψα αριστοκρατική. Μπαίνει στη μέση και λίγη οικογένεια ή λίγη αγάπη, και νά σου κι η επιθυμία για ιδιοκτησία. Θα καταπνίξουμε την επιθυμία. Θα βάλουμε μπρος το ποτό, τη συκοφαντία, την κατάδοση. Θα καλλιεργήσουμε μια ανήκουστη διαφθορά. Θα πνίξουμε εν τη γενέσει της κάθε διάνοια. Όλα θα τείνουν προς το ένα και ουσιώδες, την ισότητα… Αναγκαίο είναι μόνο το αναγκαίο, να ποιο είναι το σύνθημα της υδρογείου από δω και στο εξής. Χρειάζεται, όμως, και η ανατριχίλα. Περί αυτού θα φροντίσουμε εμείς, οι κυβερνήτες. Οι δούλοι πρέπει να έχουν κυβερνήτες. Απόλυτη υποταγή, απόλυτο σβήσιμο της προσωπικότητας, αλλά μια φορά στα τριάντα χρόνια ο Σιγκαλιόφ εξαπολύει και την ανατριχίλα, κι αρχίζουν αίφνης όλοι να κατασπαράσσουν ο ένας τον άλλο, μέχρι ενός σημείου, αποκλειστικά και μόνο για να μη μας πλήττουν. Η πλήξη είναι ένα αίσθημα αριστοκρατικό. Η επιθυμία και το πάθος είναι για μας, ενώ για τους δούλους είναι ο σιγκαλιφισμός.
Φιοντόρ Ντοστογιέφκσι, «Οι Δαιμονισμένοι»
Φιοντόρ Ντοστογιέφκσι, «Οι Δαιμονισμένοι»