Καθώς
παρατηρώ το σχεδόν πάντα βλοσυρό βλέμμα της Μέρκελ κάθε φορά που απευθύνει μια
αυστηρή, προειδοποιητική δήλωση για την ανεπίδεκτη μαθήσεως Ελλάδα, όποτε ακούω
τον Σόιμπλε, τον Γιούνκερ, τον Ολάντ και κάθε δηλωμένο «φίλο» ή «εχθρό» να
αναγγέλλει την «τελευταία ευκαιρία» για το μαύρο πρόβατο του ευρώ, αναρωτιέμαι
μήπως ισχύει ένας πολύ δημοφιλής νεοελληνικός- και νοτιοευρωπαϊκός- μύθος: μας
ζηλεύουν. Τα κίνητρα των εταίρων μας είναι τελικά λιγότερο υλιστικά, ιδιοτελή,
αρπακτικά, κυνικά, οικονομικά, γεωπολιτικά, ιμπεριαλιστικά, αποικιοκρατικά απ’
όσο νομίζουμε. Κι είναι περισσότερο ηθικά και συναισθηματικά απ’ όσο
υποθέτουμε.
Κατά
τον μύθο αυτό ο φθόνος, η καθαρή, σχεδόν κατινίστικη ζήλια έχει πολύ μεγαλύτερο
ειδικό βάρος στους υπολογισμούς των Βόρειων τεχνοκρατών του ευρώ από κάθε άλλο
περίπλοκο οικονομικό σχήμα που προσπαθεί να υπολογίσει κέρδη και ζημιές από
έναν εξοστρακισμό της Ελλάδας από την περιούσια νομισματική ένωση.
Και
τι να ζηλέψουν από μας, θα μου πείτε. Ξέρω κι εγώ; Ο μύθος παραπέμπει κατ’
αρχάς στα φυσικά πλεονεκτήματα της χώρας- τον ήλιο, τις 300 μέρες και περίπου
3.000 ώρες ηλιοφάνειας τον χρόνο, το ήπιο κλίμα, τα ζεστά καλοκαίρια, τους
ανεκτούς χειμώνες, τα χιλιάδες χιλιόμετρα ακτογραμμής, τον πλούσιο θαλάσσιο
διαμελισμό της, τα εκατοντάδες μοναδικά νησιά της, τα αρχιπελάγη της, τις
γαλανές παραλίες της και γενικώς όλα εκείνα τα πράγματα που μεταμορφώνουν αυτή
τη χώρα σε ένα απέραντο τουριστικό θέρετρο. Οι βορειοευρωπαίοι τουρίστες
ενδεχομένως γίνονται άθελά τους αναμεταδότες αυτού του μύθου καθώς έρχονται σ’
επαφή μόνο με την ηλιόλουστη πλευρά της πραγματικότητας: χαμογελαστοί και
οικείοι μικροεπιχειρηματίες του τουρισμού, ηλιοκαμένες σερβιτόρες, αλέγροι
Έλληνες παραθεριστές που δοκιμάζουν τα όρια αντοχής τους στο ποτό, στα
κεράσματα, στο ξενύχτι… Αγνοούν πως πίσω απ’ αυτή την άναρχα σχεδιασμένη
βιομηχανία της ευφορίας υπάρχουν σκληρά και κακοπληρωμένα ωράρια, δάνεια και
ανεξόφλητα χρέη. Πίσω από τη βιτρίνα δεν υπάρχουν χιλιάδες μικροί Ζορμπάδες,
αλλά αγχωμένοι μισθωτοί και μικροαστοί, με όλες τις βορειοευρωπαϊκές νευρώσεις
τους.
Ωστόσο,
κατά τον μύθο πάντα, οι βόρειοι φίλοι μας εξακολουθούν να μας ζηλεύουν βαθιά.
Μας ζηλεύουν για το μεσογειακό ή για το αποκλειστικά ελληνικό ταμπεραμέντο μας,
που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων έναν μυθικό τρόπο ζωής ο οποίος δεν τελειώνει
μετά το οκτάωρο της δουλειάς, κρατάει δυνάμεις για τη νύχτα, ανεβάζει στροφές
το σαββατοκύριακο, απογειώνεται το καλοκαίρι, δύσκολα συμβιβάζεται με το μέτρο,
ακόμη κι όταν αυτό το επιβάλλει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως η απειλή
μιας κρατικής χρεοκοπίας και του κοινωνικού κραχ που θα τη συνοδεύσει.
Η
αλήθεια είναι ότι η ορατή καθημερινότητά μας δεν αναδύει κάποια μαζική
προσαρμογή σ’ αυτή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Οι ενάμιση εκατομμύριο
άνεργοι δεν κλείστηκαν όλοι στα σπίτια τους, μπαίνοντας σε λίστες αναμονής
υποψήφιων καταθλιπτικών ή αυτοχείρων, δεν παραιτήθηκαν εντελώς από μια έστω
μικρή δόση διακοπών. Το άτυπο κοινωνικό κράτος των φίλων και των συγγενών
κήρυξε αθόρυβο συναγερμό αλληλεγγύης και φιλοξενίας, αναπληρώνοντας τα
ακρωτηριασμένα μέλη του επίσημου- και επισήμως παραπληγικού- κοινωνικού κράτους.
Και με ανάλογους αμυντικούς μηχανισμούς, οι μισθωτοί της τροικανής «εσωτερικής
υποτίμησης» και οι μικρομεσαίοι του καταναλωτικού κραχ αποφάσισαν ότι μια δόση
θερινής αναψυχής προηγείται της πρώτης δόσης στην εφορία.
Μια
πιο ορθολογική εκδοχή του μύθου θεωρεί ότι πυρήνας του βορειοευρωπαϊκού φθόνου
για τους ατάσθαλους νεοέλληνες είναι η ροπή τους στην ιδιοκτησία. Πώς είναι
δυνατόν η προτεσταντική εγκράτεια και ο αποταμιευτικός ζήλος των Βορείων να
έχει αποδώσει χαμηλότερα ποσοστά ιδιόκτητων κατοικιών, εξοχικών, οικοπέδων,
χωραφιών και πάσης φύσεως ακινήτων από αυτά που απολαμβάνουν οι σπάταλοι,
ασύδοτοι και ήδη χρεοκοπημένοι Έλληνες; Αυτή η εκδοχή φθόνου υπονοεί ότι τα
υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα (80%, έναντι 43% στην κραταιά
Γερμανία) είναι προϊόν κάποιας μορφής υπεξαίρεσης από τον υποτιθέμενο πακτωλό
των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Ότι, κατά κάποιο τρόπο, είναι περιουσιακά στοιχεία που
οι ράθυμοι Νότιοι στέρησαν από τους εργατικούς Βόρειους φορολογούμενους. Το ότι
οι περισσότεροι Έλληνες είναι ιδιοκτήτες δεν τους καθιστά βεβαίως και
πλουσιότερους, ειδάλλως οι πιο αξιοζήλευτοι κάτοικοι της Ε.Ε. θα έπρεπε να
θεωρούνται οι Ρουμάνοι, ιδιοκτήτες των σπιτιών τους σε ποσοστό σχεδόν 100%.
Μια
άλλη εκδοχή της θεωρίας εντοπίζει τον φθόνο στις πολιτιστικές και ιστορικές
υπεραξίες με τις οποίες είναι συνδεδεμένος αυτός ο τόπος, που διεκδικεί τον
τίτλο της κοιτίδας του ευρωπαϊκού πολιτισμού και περίπου κάθε τέχνης και
επιστήμης που απογειώθηκε στον ευρύτατο χώρο που ονομάζουμε Δύση. Βεβαίως, εδώ
και αιώνες αυτό το φωτεινό αντικείμενο του φθόνου λεηλατήθηκε τόσο συστηματικά από
τους αντιζήλους, ώστε να βρίσκει κανείς περισσότερη Ελλάδα στα μουσεία της
Βρετανίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και των άλλων Βορειοευρωπαίων και
Κεντροευρωπαίων απ’ ότι στην ίδια την Ελλάδα. Μπορούμε, λοιπόν, βάσιμα να
ισχυριστούμε ότι αυτού του είδους η ζήλια έχει ήδη ικανοποιηθεί στον μέγιστο
βαθμό. Εκτός κι αν οι Ευρωπαίοι φίλοι έχουν αποφασίσει να μετακομίσουν σε
κάποια τις μητροπόλεις τους ολόκληρο τον Παρθενώνα και να πολιτογραφήσουν
Γερμανό τον Πλάτωνα, Γάλλο τον Ευριπίδη και Αυστριακό τον Αριστοτέλη.
Πιθανότατα θα αφήσουν εκτός διεκδίκησης τον Αριστοφάνη, λόγω σεμνοτυφίας.
Δεν
ξέρω αν στο μυαλό της Άνγκελα Μέρκελ κι άλλων Ευρωπαίων ηγετών επικρατούν
πράγματι αισθήματα τόσο ταπεινά όσο ο φθόνος, που αναζητεί ικανοποίηση σε ένα
σκληρό, τιμωρητικό πρόγραμμα βαθιάς μετάλλαξης της κοινωνίας, αποξένωσής της
από πλεονεκτήματα που της κληροδότησε ο ιστορικός και ο φυσικός χώρος. Πάντως, στις
συζητήσεις που γίνονται μεταξύ τυρού, καρπουζίου, μοχίτο, τσίπουρου και μπίρας στους
χώρους της καλοκαιρινής παρένθεσης – για όσους τουλάχιστον είχαν την τύχη να
βρεθούν εντός αυτής- η θεωρία του φθόνου είναι εξαιρετικά δημοφιλής. Είναι όμως
και αρκετά απλοϊκή. Ίσως και βολική για όσους πράγματι φθονούν τις τελευταίες,
αλλά μάλλον αστείρευτες πηγές πλούτου αυτής της χώρας. Τα κίνητρα όσων
συναντώνται στο αβέβαιο πείραμα είναι πολλοί πιο σύνθετα. Άλλωστε, και όσοι
ενώνουν τις δυνάμεις τους στο πείραμα αυτό είναι ετερόκλητοι. Το ίδιο και τα
κίνητρά τους. Οι τεχνοκράτες του ευρώ είναι πολύ απορροφημένοι στη διάσωσή του
για να ζηλέψουν ένα ηλιοβασίλεμα στο Ημεροβίγλι. Οι κερδοσκόποι του κοινού
νομίσματος είναι πεπεισμένοι πως, αν θέλουν, μπορούν να φτιάξουν μια ρεπλίκα
της Ελλάδας στον Ατλαντικό ή στον Ειρηνικό. Οι τράπεζες έχουν μπαζώσει
επικίνδυνα πολλά ακίνητα για να επιθυμούν να προσθέσουν κι άλλα στα ξέχειλα
χαρτοφυλάκιά τους. Οι αγορές έχουν προ πολλού υπερβεί τη στενή περί ιδιοκτησίας
αντίληψη, μπορούν να έχουν τα πάντα χωρίς να έχουν τίποτα. Κι η ευρωπαϊκή
πολιτική ελίτ έχει πολύ περισσότερους λόγους να διοχετεύσει τον φθόνο της – και
τον φόβο της- στις ΗΠΑ, στην Κίνα ή στη Ρωσία, απ’ ότι στην Ελλάδα και στους
λοιπούς ενοχλητικούς εταίρους του Νότου.
Παρ’
όλα μπορούμε να υποθέσουμε πως υπάρχει τουλάχιστον ένας πραγματικός λόγος να
μας φθονούν. Όσα ο μύθος απαριθμεί ως αξιοζήλευτα φυσικά, ιστορικά και
κοινωνικά πλεονεκτήματα αυτής της χώρας, μπορούν πράγματι να αποτελέσουν τους
ζωτικούς πόρους επιβίωσής της. Ακόμη κι αν οι μεγαλόψυχοι εταίροι αποφασίσουν
την πιστωτική και νομισματική της ευθανασία. Δεν θα ‘ναι άλλωστε κι η πρώτη
φορά.
ΘΕΩΡΙΕΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
…Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν οι
δυτικοευρωπαίοι δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε
χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε
να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα. Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και
αλαζονικού έθνους που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικό ό,τι δεν είχε
δημιουργηθεί στο έδαφός του.
Μα ποιοι, επιτέλους, είναι αυτοί των οποίων η ιστορική αίγλη υπήρξε τόσο εφήμερη, οι θεσμοί τους τόσο
περιορισμένοι, τα ήθη τους αμφίβολα έως απαράδεκτα, και οι οποίοι απαιτούν μια
εξαίρετη θέση ανάμεσα στα έθνη, μια θέση πάνω από το πλήθος; Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα
μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ' αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη
ομορφιά τους.
Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει
ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα
τόσο τα άρματα άσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής
ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους, οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την
οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα.
Φρίντριχ Νίτσε, «Η Γέννηση της τραγωδίας»