(Επενδυτής, 26/10/2012)
Η Άνγκελα Μέρκελ έκανε τον απόλυτο αιφνιδιασμό το
περασμένο Σάββατο, όταν εξήρε ακόμη και τους διαδηλωτές που συνέρρευσαν στο
Σύνταγμα, τη μέρα της «φιλανθρωπικής» επίσκεψής της στην Αθήνα. «Άσκησαν το δικαίωμά τους να
διαδηλώνουν, στο πλαίσιο των αξιών και των ελευθεριών που καθιστούν σπουδαία
την Ευρώπη. Εγώ η ίδια περίμενα 34 χρόνια για να διαμαρτυρηθώ. Πώς να παραπονεθώ
επειδή οι άνθρωποι διαμαρτύρονται;». Η φράση αυτή περιέχει πολλές εκπλήξεις
μαζεμένες. Πράγματι, η κ. Μέρκελ, η κόρη του λουθηρανού πάστορα, το νεαρό
στέλεχος της ανατολικογερμανικής FDJ, η γραμματέας Προπαγάνδας των νεαρών Ανατολικογερμανών
κομμουνιστών μέχρι τα 30 της, μόλις το 1989 αντιλήφθηκε ότι εκεί, υπήρχε ένα
τείχος που έσχιζε στα δύο τη χώρα της. Και τίποτε δεν αποδεικνύει ότι, αν δεν
αποφάσιζαν χιλιάδες άλλοι να διαμαρτυρηθούν και να το κατεδαφίσουν, η ίδια θα
ενοχλούνταν από την παρουσία του ή θα τολμούσε να το περάσει. Είτε στα 34, είτε
στα 44, είτε στα 54 χρόνια της. Κι αυτή η στάση δεν ανήκει, προφανώς, στη
«σπουδαία Ευρώπη» των αξιών και των ελευθεριών που ανακάλυψε η κ. Μέρκελ.
Στην
Ευρώπη, σ’ αυτή την ήπειρο από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια και από τον
Αρκτικό Κύκλο μέχρι τη Μεσόγειο, υπήρχαν πάντα δύο και τρεις και παραπάνω
Ευρώπες. Και πριν από το Τείχος και έπειτα απ’ αυτό. Στην πραγματικότητα, η
Ευρώπη διασχιζόταν πάντα από τεράστια τείχη. Τείχη εθνικών ανταγωνισμών και
εθνικισμών, τα τείχη των πιο αιματηρών πολέμων που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα,
τα τείχη των χαοτικών ταξικών διαιρέσεων, τα τείχη των ρατσισμών, των
γενοκτονιών, των ολοκληρωτισμών. Η σπουδαία Ευρώπη των αξιών και των ελευθεριών
ήταν πάντα απέναντι στα τείχη αυτά. Ήταν στην πλευρά των λαϊκών εξεγέρσεων που
ανέτρεψαν τις απολυταρχίες και επέβαλαν θεσμούς δημοκρατίας, λαϊκής και εθνικής
κυριαρχίας. Ήταν στην πλευρά των εργατικών κινημάτων που διεκδίκησαν να μπει
φρένο στη νέα απολυταρχία του κεφαλαίου και στις απάνθρωπες συνθήκες
εκμετάλλευσης. Ήταν στην πλευρά των ανθρώπων που αντιτάχθηκαν στην
αποικιοκρατία και έθεσαν τέλος στο δουλεμπόριο. Ήταν στην πλευρά των ειρηνιστών
που προσπάθησαν απεγνωσμένα να αποτρέψουν τους παγκόσμιους πολέμους. Ήταν στην
πλευρά των λίγων στην αρχή, εκατομμυρίων αργότερα που αντιστάθηκαν στον φασισμό
και στον ναζισμό. Ήταν στην πλευρά των ρομαντικών νεαρών του γαλλικού Μάη που
ράγισαν τη βιτρίνα της δυτικής ευημερίας. Αυτά τα διαδοχικά ανθρώπινα κύματα
της ιστορίας έπεφταν πάντα στα τείχη των απρόθυμων ή φανατικά εχθρικών ελίτ,
που ρίσκαραν ανίερες συμμαχίες, ανοχές και συνενοχές με τα πιο τερατώδη
καθεστώτα που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα.
Η
σπουδαία Ευρώπη που υπερασπίζεται ρητορικά η Γερμανίδα καγκελάριος, η Ευρώπη
του ανθρωπισμού, της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων, των επαναστάσεων, των προοδευτικών
μεταρρυθμίσεων, των αξιών και των ελευθεριών βρίσκεται στον αντίποδα της
Ευρώπης που τελεί υπό κατασκευή και που η ίδια συντελεί στην οικοδόμησή της,
όπως οι Ανατολικογερμανοί νεολαίοι που επιστρατεύτηκαν για να χτίσουν το βερολινέζικο
Τείχος (ή ίδια η καγκελάριος, υποθέτουμε, ήταν πολύ μικρή τότε για να συμβάλει).
Η ενωμένη Ευρώπη και ο πυρήνας της, η νομισματική ένωση, εξελίσσονται στο νέο
Τείχος που διασχίζει τη Γηραιά Ήπειρο. Συγκρούεται πλέον ανοιχτά με τον πυρήνα
των ανθρωπιστικών αξιών εν ονόματι των οποίων συγκροτήθηκε. Υποτάσσει τις
κοινωνίες και τις ανάγκες τους σε ένα νέο είδος δουλείας, της δουλείας του
χρέους. Ονομάζει «απελευθέρωση» την επαναφορά του καθεστώτος της μισθωτής
σκλαβιάς του 19ου αιώνα. Βαφτίζει μεταρρύθμιση κάθε περικοπή δαπάνης και
ιδιωτικοποίηση που οδηγεί σε μαζικό αποκλεισμό των ανθρώπων από αυτονόητα μέχρι
πρότινος δημόσια αγαθά. Θεωρεί πρόοδο κάθε είδους περιστολή δικαιωμάτων στην
υγεία, στην κατοικία, στην παιδεία, στην ασφάλιση, στη σύνταξη, στο αξιοπρεπές
γήρας. Προβάλλει ως εξυγίανση τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου. Ονομάζει
αλληλεγγύη την εξώθηση ολόκληρων κοινωνιών στα όρια ανθρωπιστικών κρίσεων.
Εκτοπίζει τη δημοκρατία και εγκαθιστά τον ολοκληρωτισμό της αγοράς. Και θεωρεί
απαράβατο όρο ύπαρξης αυτής της άθλιας ευρωπαϊκής ενοποίησης τη στεγανοποίησή
της απέναντι ακόμη και στις τυπικές διαδικασίες δημοκρατικού, εθνικού και
λαϊκού ελέγχου.
Τι
πιο εύγλωττο από το κατάπτυστο κείμενο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών
που, αν δεν είναι κραχτή προβοκάτσια αγνώστων προθέσεων, θυμίζει τελεσίγραφο
δυνάμεων κατοχής: «…για να περιοριστεί η εξάρτησή τους από την πολιτική
εξουσία», είναι η φράση-κλειδί για τους «κατοχικούς επιτρόπους» που προτείνεται
να οριστούν σε καίριες θέσεις του ελληνικού κράτους. Η πολιτική εξουσία, στον
ελάχιστο έστω βαθμό που αυτή αποτυπώνει τα αποτελέσματα της δημοκρατικής
επιλογής και τη βούληση της κοινωνικής πλειοψηφίας, πρέπει να μείνει μακριά από
την άσκηση εξουσίας των ειδικών, των ανεπηρέαστων τεχνοκρατών, των χωρίς συμπόνιες
κι ευαισθησίες ευρωκρατών. Αυτό είναι το έσχατο τείχος που χωρίζει τη σκιά της
σπουδαίας Ευρώπης την οποία εξαίρει η κ. Μέρκελ από τη νέα Ευρώπη, την Ευρώπη
των τραπεζών, των πιστωτών, των άπληστων golden boys, των αλαζόνων πολιτικών και των
αυτοκρατορικών γερμανικών φιλοδοξιών. Διαμαρτυρηθείτε ελεύθερα, αφελείς
Ευρωπαίοι. Διαμαρτυρηθείτε ελεύθερα για τη λιτότητα, τις περικοπές, την
ανασφάλεια που σας μεταδίδουμε, για τις πληγωμένες σας εθνικές αξιοπρέπειες,
για τις παραβιασμένες σας ελευθερίες, τα καταρρακωμένα σας δικαιώματα.
Διαμαρτυρηθείτε ελεύθερα και εντός πλαισίου της νομιμότητας, αλλά αφήστε εμάς,
τους ειδικούς να παίρνουμε εξίσου ελεύθερα τις αποφάσεις που θα καθορίσουν τις
αναλώσιμες ζωές σας.
Κάπως
έτσι διαμορφώνεται το νέο (αντι)κοινωνικό συμβόλαιο
της σπουδαίας Ευρώπης της
κ. Μέρκελ. Με ένα τείχος που θωρακίζει το κέντρο λήψης των αποφάσεων από τα
στίφη του «ελεύθερα» διαμαρτυρόμενου πλήθους. Μέχρι στιγμής, τα γεγονότα μάλλον
επιβεβαιώνουν θλιβερά τη Γερμανίδα καγκελάριο. Μόνο που δεν παίρνει υπόψη της
κάτι: δεν έχουν όλοι οι Ευρωπαίοι την ανατολικογερμανική της απάθεια και την
προτεσταντική της υπομονή ώστε να περιμένουν 34 χρόνια μέχρι να ρίξουν το
Τείχος...
ΘΕΩΡΙΕΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
…Η
δημοκρατική αρχή («ένας άνθρωπος/ μία ψήφος») δεν μπορεί πια να μπει κατευθείαν
στο αρχείο. Επιπλέον, επιδιώκεται ακόμη και αυτός του οποίου η ψήφος στερείται
την πολιτική της βαρύτητα να πιστέψει τελικά -έστω κι αν πλήττονται τα
συμφέροντα του- ότι η «κυβερνησιμότητα» είναι μια αξία καθολική (παρότι στην
πράξη συνίσταται στην ισχυρότερη διαχείριση της εξουσίας από τα ανώτερα
στρώματα).
…Η
εξουσία είναι αλλού, και η δημιουργία «τεχνοκρατικών» υπερεθνικών οργανισμών ευρωπαϊκού
χαρακτήρα (οι οποίοι βρίσκονται «αλλού» ακόμη και ως φυσική παρουσία) συνέβαλε
ιδιαίτερα στην απόσπαση από τον έλεγχο των εθνικών Κοινοβουλίων σημαντικών
αποφάσεων για την οικονομία (δηλαδή, των μόνων ουσιαστικών). Γνωρίζουμε ότι
μόνιμο πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ Ιταλών εργοδοτών και συνδικαλιστικών
οργανώσεων είναι το συνταξιοδοτικό (δηλαδή η καρδιά του «κοινωνικού κράτους»)…
Καμιά κυβέρνηση, ούτε της Κεντροδεξιάς ούτε της Κεντροαριστεράς, δεν κατάφερε να
προσβάλει αυτό το «οχυρό». Στο σημείο αυτό εισέρχονται στη σκηνή οι απόμακροι,
αόρατοι τεχνοκράτες των «ευρωπαϊκών» θεσμών. Οι «οικονομολόγοι» που υπηρετούν
τέτοιους θεσμούς μας πληροφορούν ότι ο προγραμματισμός της ιταλικής κυβέρνησης
«δεν ανταποκρίνεται στις παραμέτρους του Maastricht», ακριβώς επειδή δεν λαμβάνει
αρκούντως δραστικά μέτρα στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής (συντάξεις). Άπαξ
και κατασκευάστηκε το ατσάλινο κλουβί που βρίσκεται «αλλού», η μάχη είναι
χαμένη, είναι μόνο ζήτημα χρόνου και διαβάθμισης. Ο εκβιασμός των παραμέτρων
είναι αριστοτεχνικός, αφού καμία οργάνωση εργαζομένων δεν είναι σε θέση να
πολεμήσει απευθείας τους απομονωμένους και
απρόσιτους «ιεροφάντες» αυτών των
κριτηρίων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο το παιχνίδι των εκλογών, παρ’ ότι έχει
«αποκαθαρθεί» και παράγει αυτομάτως Κοινοβούλια μετριοπαθή, κυριαρχούμενα από
τη μία ή την άλλη παράταξη, συνεχίζεται. Και την ήπια ακύρωση της καθολικής
ψηφοφορίας την αντισταθμίζει σε κάθε περίπτωση η αβρή παραχώρηση στον πολίτη
του δικαιώματος να τη νομιμοποιεί μέσω των εκλογικών γύρων.
Λουτσιάνο
Κάνφορα, «Η δημοκρατία: Ιστορία μιας ιδεολογίας»