Thursday, December 27, 2012

Πυροβολήστε τον χρόνο

(Επενδυτής, 28/12/2012)



Τη μυρωδιά της χειμωνιάτικης επαρχίας τη θυμάμαι παιδιόθεν διακριτική. Τούτη τη φορά μού φάνηκε υπερβολική, αποπνικτική. Σχεδόν προσβλητική. Ποια είναι αυτή η μυρωδιά, θα αναρωτηθείτε. Μια αναλογία ξύλου που καίγεται στο τζάκι ή στην ξυλόσομπα «καπνίζει» διακριτικά τον παγωμένο αέρα και μπερδεύεται γλυκά με τα αρώματα του νοτισμένου χώματος, του βρεγμένου ξύλου και της υγρής χειμωνιάτικης χλόης. Τούτη τη φορά μού φάνηκε να εισβάλει στα ρουθούνια μου η βαριά μυρωδιά ενός μικρού δάσους που καίγεται κάπου κοντά. Πάνω από τα χωριά και τις κωμοπόλεις μπορείς να διακρίνεις ένα ροζ-μοβ νέφος καπνού κι αιθάλης, όπου εξαφανίζονται οι τολύπες καπνού, τα λεπτά, λευκά ίχνη που αφήνει στον αέρα η φωτιά όταν ξαναενώνει τις οικογένειες γύρω από την εστία.
Το παρατήρησα και στην Αθήνα – και τη μυρωδιά και το νέφος. Το τζάκι, που ξαναεισέβαλε στα μικροαστικά όνειρα του διαμερίσματος «πολυτελούς κατασκευής» με πρόθεση κυρίως διακοσμητική και με διάθεση υπογράμμισης ενός νέου κοινωνικού status, ξαφνικά απέκτησε αξία χρήσης, υποκαθιστώντας το καλοριφέρ. Στην επαρχία, αντιστρόφως, το πρόσφορο υποκατάστατο της ακριβής κεντρικής θέρμανσης στη μνημονιακή εποχή φαίνεται να έχει γίνει η ξυλόσομπα. Αυτή διορθώνει τώρα τη βιασύνη πολλών να εξαφανίσουν από τις παραφορτωμένες ανακαινίσεις των πατρικών σπιτιών το τζάκι, που θύμιζε εποχές στέρησης, μιζέριας και βρομιάς για τις νοικοκυρές.

Γράφτηκε ήδη πως με τον χειμώνα των τζακιών και του καμένου ξύλου οι πόλεις θα γίνουν Λονδίνο βικτοριανής εποχής. Από άποψη καθαρά ενεργειακή, βρισκόμαστε ακόμη πιο πίσω από την Αγγλία του βιομηχανικού οργασμού. Είμαστε στη λίθινη εποχή, με το ξύλο να ανακτά το χαμένο έδαφος ως βασικό μέσο θέρμανσης. Ίσως και να ’μαι υπερβολικός, αλλά αυτό δεν είναι το μόνο πεδίο στο οποίο ο γραμμικός χρόνος φαίνεται να σπάει, και η κύληση στη ράγα της προόδου να γεμίζει ρωγμές, κενά και παρακάμψεις κυριολεκτικής οπισθοδρόμησης.
Έτσι, το απ-αίσιο και δυσ-τυχές 2013 (με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, κανέναν δεν έχω ακούσει να επαγγέλλεται κάτι ριζικά αντίθετο) διεκδικεί να καταγραφεί συμβολικά ως το πρώτο έτος της καθ’ ημάς μετανεωτερικής νέας λίθινης εποχής, με το ξύλο να παίρνει κεφάλι και να βγάζει τη γλώσσα στα κοιμισμένα υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων που περιμένουν τους απαλλοτριωτές τους.  

Αυτό είναι η ειρωνεία της Ιστορίας. Δεν είναι μόνο οι Μάγια που διαψεύστηκαν στην προφητεία τους για το τέλος του ημερολογιακού τους χρόνου. Καθώς μετράμε αντίστροφα τις ώρες και τις μέρες για το τέλος του 2012, ίσως αντιληφθούμε πόσο μάταιη αποδεικνύεται η ισόβια πίστη που έχουμε ορκιστεί από τη γέννησή μας στον χρόνο του ημερολογίου και του ρολογιού. Για τις σύγχρονες γενιές -όπως συνέβη, με πολύ χειρότερους όρους, στις γενιές των ολέθριων παγκόσμιων πολέμων- ο βιωμένος χρόνος, ο χρόνος που γεμίζει από πραγματικά γεγονότα, πραγματικά αισθήματα και πραγματικές καταστάσεις, έρχεται σε πρωτοφανή σύγκρουση με τον ωρολογιακό και ημερολογιακό χρόνο. Αυτόν που υποσχόταν την «αλλαγή» σαν ένα τακτό, ανέμελο ραντεβού με μικρά μερίσματα προόδου, ευημερίας, βελτίωσης, έστω κι άνισα, άδικα κατανεμημένα. «Αύριο είναι μια άλλη μέρα», λέει στην κλασική κοινοτοπία της η Σκάρλετ Ο’ Χάρα, υπονοώντας ότι η επόμενη μέρα κατά τεκμήριο θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Όπως ο επόμενος χρόνος θα είναι ευτυχέστερος και πιο καρποφόρος από τον προηγούμενο. Φευ! Καμιά εγγύηση δεν υπάρχει πια γι’ αυτό. «Έρχονται σκληρά και δύσκολα χρόνια», είναι η αυτοκρατορική, ειλικρινής και κυνική υπόσχεση της Μέρκελ στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, που καλούνται να βιαστούν για το ραντεβού με το άγνωστο. Το ημερολόγιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, της οικουμενικής αγοράς, της γεωπολιτικής αναστάτωσης είναι γεμάτο γκρίζες ζώνες, δυσοίωνες προφητείες και χρονολογίες- σταθμούς που δεν σημαίνουν τίποτα απτό και θετικό για τη ζωή των ανθρώπων.
Αίφνης, την Πρωτοχρονιά του 2020 το ελληνικό δημόσιο χρέος υποτίθεται ότι θα έχει πέσει κάτω από το 120% του ΑΕΠ. Θα βρίσκεται δηλαδή εκεί που βρισκόταν το 2010, και ως εκ τούτου κάτι εξαιρετικό θα έχει συμβεί στη ζωή των εύπιστων νεοελλήνων, που θα πρέπει να συμβιβαστούν με την ιδέα 12 χρόνων εξαφανισμένων στη «σκουληκότρυπα» του χωροχρόνου. Μαζί με τον εξαφανισμένο αφηρημένο χρόνο, θα έχει εξαφανιστεί κοινωνικός πλούτος 400 δισ. ευρώ, αντίστοιχος με δύο ετήσια ΑΕΠ, αφηρημένη αξία που θα φουσκώσει τους ισολογισμούς κέρδους πιστωτικών ιδρυμάτων και επενδυτικών κεφαλαίων. Κι αυτόν τον χαμένο ημερολογιακό χρόνο θα πρέπει να τον γιορτάσουμε ως άξια θυσία χρόνου και χρήματος. Η οπισθοδρόμηση θα γιορταστεί λαμπρά ως πρόοδος. Ο στάσιμος χρόνος, βιωμένος ως άθροισμα ανθρώπινων απωλειών, ατομικών και συλλογικών, θα βραβευτεί ως θρίαμβος της επιτάχυνσης.

Κατά κάποιο τρόπο, η εξέλιξη αυτή δικαιώνει τους Γάλλους κομμουνάρους του 1871, που πυροβολούσαν τα δημόσια ρολόγια για να υπογραμμίσουν την ενστικτώδη τους αντίδραση στον επερχόμενο θρίαμβο του ωρολογιακού καπιταλισμού. Όπως συνέβη με το ημερολόγιο που αποσπάστηκε από τον κύκλο των εποχών, της φύσης και του θρησκευτικού εορτολογίου, έτσι και το ρολόι δραπέτευσε από τα καμπαναριά των εκκλησιών που υπενθύμιζαν τις ώρες της προσευχής, για να εξυπηρετήσει τη νέα κοινωνική μηχανική του βιομηχανικού καπιταλισμού. Έγινε χρονόμετρο για το ωράριο της εργασίας, για τη μέτρηση της παραγωγικότητας, για την επιτάχυνση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων, για τον εθνικό και παγκόσμιο συγχρονισμό των συναλλαγών, για τον συντονισμό των διεθνών αγορών που μένουν άγρυπνες, έτσι ώστε όταν κλείνει η Ασία να ανοίγει η Ευρώπη, κι όταν η Ευρώπη αποσύρεται για φαγητό να πιάνει δουλειά η Αμερική. Γιατί το έξυπνο χρήμα δεν κοιμάται ποτέ. Το ρολόι μετράει τον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο, μετράει ακόμη και τον νεκρό χρόνο, αυτόν του ύπνου, και τους ενοποιεί σε μια νέα, κοινή μηχανική διάρθρωση του χρόνου όπου ο παραγωγός είναι ταυτόχρονα καταναλωτής, δύο σε ένα, όπως του υπενθυμίζει κάθε συσκευή που χρησιμοποιεί στη δουλειά ή στην υποτιθέμενη σχόλη. Το PC, η μηχανή παραγωγής, το κινητό, το ρολόι χειρός, ακόμη και οι ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού μετρούν ακατάπαυστα τον χρόνο, τον κατακερματίζουν σε όλο και μικρότερες υποδιαιρέσεις, επιβάλλοντας την τυραννία της στιγμής. Όπου κάθε στιγμή δεν έχει πια άλλη χρήση και προορισμό από το να οδηγεί στην αμέσως επόμενη.
Αλλά η αποδοχή αυτού του χρόνου που επέβαλε ο «ωρολογιακός καπιταλισμός» στους ανθρώπους, σφίγγοντας σαν μέγκενη τον χρόνο των πραγματικών γεγονότων, των πραγματικών ανθρώπινων καταστάσεων, των ευχάριστων ή δυσάρεστων συναισθημάτων, μέχρι τώρα ήταν το τίμημα μιας λίγο πολύ εγγυημένης ευημερίας. Ακόμη κι όταν η δουλειά ήταν ένα άθροισμα άχαρων ή δύσκολων στιγμών, το τέλος της εργάσιμης μέρας επεφύλασσε μια κάποια ανταμοιβή. Το ισοζύγιο κερδισμένου και χαμένου και χρόνου ήταν πλεονασματικό, το ίδιο το ισοζύγιο δημιουργίας και καταστροφής, παραγωγής και σπατάλης. Ο χρόνος στην ανεργία είχε μια ημερομηνία λήξης, το ίδιο και ο χρόνος στην παραγωγική διαδικασία. Ακόμη κι αν ο εργάσιμος βίος ήταν μια διαδοχή από καλές και κακές χρονιές, το άθροισμά τους κατέληγε σε ένα στοιχειώδες κεφάλαιο για αξιοπρεπή γηρατειά. Γενικώς, οι στιγμές, τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια κατατίθεντο στην τράπεζα του ιστορικού χρόνου με ικανοποιητικά επιτόκια. Το μέλλον υποσχόταν τόκους, όχι ξηρασία. Μια βεβαιότητα πως ο κόσμος εξελίσσεται προς πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη, πιο ελέγξιμη κατάσταση.

Τώρα, απαιτείται από εμάς μια κατάθεση στο μέλλον με αρνητικά επιτόκια. Οι δυνάμεις που επέφεραν την ανάπτυξη του γραμμικού χρόνου και την ακλόνητη πίστη στην πρόοδο μας καλούν να θυσιάσουμε τον χρόνο μας σε κάτι εγγυημένα λιγότερο απ’ αυτήν. Αντίφαση εγγυημένα σχιζοειδής. Θα χρειαστεί ένα θαύμα ή μια νέα ισχυρή πίστη στην οπισθοδρόμηση για να κρατηθούν τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι από την παρόρμηση να πυροβολήσουν και τα ρολόγια και τον χρόνο και τους χρονομέτρες.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Όταν αναμετριούνται ο γρήγορος και ο αργός χρόνος, κερδίζει ο γρήγορος χρόνος. Γι’ αυτό δεν μπορούμε ποτέ να ολοκληρώσουμε ό,τι πιο σημαντικό προσπαθούμε, αφού υπάρχει πάντα κάτι άλλο που πρέπει να γίνει προηγουμένως. Φυσικά, μονίμως θα τείνουμε να ανταποκριθούμε πρώτα στις επείγουσες υποχρεώσεις μας. Έτσι, οι αργές και μακράς διάρκειας υποχρεώσεις μπαίνουν στο περιθώριο. Σε μια εποχή που οι διακρίσεις μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου αναιρούνται και η αποδοτικότητα μοιάζει να είναι η μοναδική αξία στην οικονομική επιστήμη, στην πολιτική και την έρευνα, οι προοπτικές για πράγματα σαν την επιμελή, μεγαλόπνευστη εργασία, το παιχνίδι και τις μακρόχρονες σχέσεις δεν είναι καθόλου αισιόδοξες.
(…) Όταν ο χρόνος τεμαχίζεται σε αρκούντως μικρά κομμάτια, καταλήγει να μην υφίσταται ως διάρκεια. Στο τέλος δεν απομένει παρά μια συμπιεσμένη κραυγάζουσα στιγμή, που στέκει ακίνητη μεσ’ στην τρομακτική της ταχύτητα.

Thomas Hylland Eriksen, «Η τυραννία τα στιγμής»

Friday, December 21, 2012

Η αθλιότητα της φιλανθρωπίας

(Επενδυτής, 21/12/2012)
 


Στη λέξη φιλανθρωπία υπάρχει μια βαθιά αντίφαση, στα όρια του οξύμωρου. Ο άνθρωπος είναι απλώς άνθρωπος, δεν μπορεί να είναι φιλάνθρωπος. Όπως ο λύκος δεν μπορεί να είναι φιλόλυκος, ούτε η κότα φιλόκοτα και ο σκύλος φιλόσκυλος. Ο σκύλος, ναι, μπορεί να είναι φιλάνθρωπος, ως το κατεξοχήν κατοικίδιο που έχει μια σχεδόν αυτοκαταστροφική προσκόλληση στο είδος μας. Η κότα δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ φιλάνθρωπη, αν είχε μια ελάχιστη επίγνωση του προορισμού της ως σούπας ή κοκκινιστής. Η γάτα, αν και εξίσου προσκολλημένη στον άνθρωπο και τα ενδιαιτήματά του, δεν είναι φιλάνθρωπη. Είναι απλώς φίλαυτη. Κι επειδή αγαπάει τον εαυτό της περισσότερο από οτιδήποτε άλλο- αν μπορεί να αποκληθεί αγάπη το ένστικτο αυτοσυντήρησης που έχει κάθε ον-, συμβιβάζεται με την αναγκαστική συνύπαρξή της με τον άνθρωπο. Είναι μια κατεξοχήν φιλόγατα που συνδέεται με μνημόνιο κατανόησης με τον άνθρωπο, αν υποθέσουμε ότι η βάση της συνύπαρξής της μ’ αυτόν είναι να πιάνει ποντίκια ή να προσφέρει το σώμα της στην ανθρώπινη ανάγκη για τρυφερότητα και χάδι.

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι φιλάνθρωπος. Μπορεί να είναι φιλόζωος ή ζωόφιλος – ας μην μπλέξουμε με την αυθεντική έννοια των δυο ταυτόσημων λέξεων, ποια σημαίνει την αγάπη για τη ζωή και ποια για τα ζώα. Φιλάνθρωπος μπορεί να είναι μόνον ο άνθρωπος που θεωρεί πως μόνος αυτός -άντε, και μερικοί ακόμη φίλοι, συγγενείς, άτομα της τάξης του, της αισθητικής του, της ιδεολογίας του- έχει ξεφύγει από την κατάσταση του ζώου και αντιμετωπίζει τους άλλους του είδους του ως ζώα, που έχουν την ανάγκη της φιλανθρωπίας του (ή της ζωοφιλίας του) και του οφείλουν ευγνωμοσύνη γι’ αυτήν.

Ακόμη κι αν αποδεχθεί κανείς τη χριστιανική αντίληψη της φιλανθρωπίας, πρέπει να εκκινήσει από τη βάση της, που είναι η φιλαυτία. «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», λέει το ευαγγελικό πρόταγμα.

Αλλά αυτό προϋποθέτει, πρώτον, να αγαπάς τον εαυτό σου. Δεύτερον, να αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου σε μια κατάσταση ισότητας με τον πλησίον. Τρίτον, να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια ενότητα με τον πλησίον. Δηλαδή, να αντιλαμβάνεσαι την ανθρώπινη φύση σου, έτσι όπως την αντιλαμβανόταν ο Hobbes στον «Λεβιάθαν» του: «Η φύση έχει κάνει σε τέτοιο βαθμό τους ανθρώπους ίσους ως προς τις ικανότητες του σώματος και του νου, ώστε (…) η διαφορά των ανθρώπων δεν είναι τόσο αξιοσημείωτη που να μπορεί κανείς να αξιώνει για τον εαυτό του οποιοδήποτε ωφέλημα το οποίο κάποιος άλλος να μη μπορεί εξίσου καλά να το αξιώσει».

Η φιλανθρωπία είναι η άλλη όψη της έκπτωσης από τη φυσική κατάσταση ισότητας. Πριν γίνουμε «φιλάνθρωποι», έχουμε αποδεχθεί το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι είναι κατώτεροι από μας, έχουν χάσει ωφελήματα που για μας είναι αυτονόητα ή φυσικά: το σπίτι τους, μια πατρίδα, ένα αξιοπρεπές εισόδημα, μια δουλειά. Έχουμε, δηλαδή, αποδεχθεί μια αφύσικη κατάσταση ανισότητας. Στην οποία μπορεί και να έχουμε συμβάλει. Με την απληστία μας, την ανοχή μας ή τη σιωπή μας.

Σιχαίνομαι τη φιλανθρωπία. Έστω κι αν σπάνια αντιστέκομαι στον πειρασμό ν’ αγοράσω ένα πακέτο χαρτομάντιλα από τα φανάρια, να υποστώ το καθάρισμα του παρμπρίζ του αυτοκινήτου ή να δώσω στο αποστεωμένο «τζάνκι» το ευρώ με το οποίο υποτίθεται θα αγοράσει τυρόπιτα και δεν θα τσοντάρει για την επόμενη δόση του. Εξαγοράζω τις τύψεις μου για το γεγονός ότι εγώ ακόμη είμαι «εντός», όταν τόσοι άλλοι είναι «εκτός», όπως οι χριστιανοί με τον οβολό τους θαρρούν ότι διαγράφουν μια από τις αμαρτίες τους και κερδίζουν ένα μέτρο στον μαραθώνιο προς τον παράδεισο. Είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας. Διόλου αθώα και ανιδιοτελής, πρέπει να ομολογήσω.

Αλλά η οργανωμένη βιομηχανία φιλανθρωπίας, στην οποία συνωθούνται θύτες και θύματα, μου είναι απεχθής. Είναι μια κολοσσιαία απάτη. Ανοίγεις το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, την εφημερίδα κι είσαι μπροστά σε μια παρέλαση δημίων που περιθάλπουν τα θύματά τους λίγο πριν τα καρατομήσουν. Ή και έπειτα απ’ αυτό. Άλλος μαζεύει ρούχα, άλλος λεφτά, άλλος φάρμακα, άλλος τρόφιμα, αφού πρώτα έγδυσε, ξάφρισε, αρρώστησε και άφησε νηστικό τον αποδέκτη της αλληλεγγύης του. «Όλοι μαζί μπορούμε», «κανείς μόνος του στην κρίση». Γιατί δεν επεδείκνυαν προληπτικά την αλληλεγγύη τους, πριν η κρίση ξεβράσει τα θύματά της στο περιθώριο; Τι είπαν και τι έκαναν όταν περικόπτονταν οι μισθοί, όταν οι συντάξεις έπεφταν στα όρια της πείνας, όταν θερίζονταν τα προνοιακά επιδόματα, και μάλιστα με το ανάθεμα της επαίσχυντης εύνοιας σε «κηφήνες», όταν το ΕΣΥ και τα Ταμεία λεηλατούνταν, όταν η τρόικα πετσόκοβε το ανάπηρο κοινωνικό κράτος κι όταν η μνημονιακή ύφεση πλημμύριζε με λουκέτα και ανέργους τα οικονομικά ερείπια; Σε ποιο μέτρο κοινωνικής καταστροφής λένε «όχι» ακόμη και σήμερα οι πρωταθλητές της φιλανθρωπίας; Το αντίθετο ακριβώς συνέβη και συμβαίνει. Οι φανατικότεροι φιλάνθρωποι είναι οι κάτοχοι του μνημονιακού πρωταθλήματος. Αυτό θα μπορούσε λαϊκά να εκφραστεί και ως εξής: «Να σε κάψω, Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι». Ή «πρώτα μας χέζουν και μετά μας σκουπίζουν».

Σας ακούγεται χυδαίο; Όμως, δεν είναι πιο χυδαίο να απαιτούν την αναδιανομή της δυστυχίας των θυμάτων επειδή τους είναι αδιανόητη η αναδιανομή του πλούτου των θυτών; Δεν είναι πιο χυδαίο να απαιτούν να οικοδομηθεί στα ερείπια του κοινωνικού κράτους που οι ίδιοι κατεδάφισαν ένα εθελοντικό υποκατάστατό του; Δεν είναι πιο χυδαίο οι χρυσοδάκτυλοι της διαπλοκής και του πλιάτσικου στον κοινωνικό πλούτο να διαγκωνίζονται σε «μαραθώνιους της αλληλεγγύης»;

Η κοινωνία δεν χρειάζεται «ανιματέρ» του ανθρωπισμού, ούτε «σελέμπριτι» του πλούτου και της «γκλαμουριάς» για να αφυπνιστούν τα ανθρωπιστικά ανακλαστικά της. Χρειάζεται μηχανισμούς εξάλειψης της φτώχειας, της ανισότητας και της περιθωριοποίησης. Συζητάει κανείς γι’ αυτό; Όχι. Αλλά, όταν θεωρείται αδιανόητο να μείνει ανεξόφλητος ο ομολογιούχος -κατά κανόνα μέλος του πλουσιότερου 1% του παγκόσμιου πληθυσμού που ευθύνεται για την εξαθλίωση του φτωχότερου 30%- και αυτονόητο να «κουρευτεί» ο συνταξιούχος των 600 ευρώ, το αποτέλεσμα είναι θα είναι αυξάνονται επικίνδυνα οι επαίτες και αποδέκτες της φιλανθρωπίας. Κι είναι μάλλον απίθανο να εξαγοραστούν η επικινδυνότητα και η σιωπή τους με τα ψίχουλα της επαιτείας.

Αλλά η βιομηχανία της φιλανθρωπίας προτιμά ακριβώς αυτό: να καταστήσει τους ανθρώπους, ακόμη και τους φτωχότερους και δυστυχέστερους, συνενόχους της φτώχειας και της δυστυχίας τους. Να τους πείσει ότι οι αναξιοπαθούντες πλησίον τους είναι θύματα μιας «φυσικής ανισότητας», εξίσου ακατανίκητης με τις θεομηνίες ή τις φυσικές καταστροφές. Έτσι, δεν αγαπούν τον πλησίον τους ως σεαυτόν. Απλώς, τον οικτίρουν και τον απομακρύνουν σε απόσταση ασφαλείας. Τον αντιμετωπίζουν ως απειλή που πρέπει να εξευμενιστεί. Κατ’ ουσίαν τον μισούν γιατί υπάρχει, παρ’ ότι η εξαθλίωση του άλλου είναι προϋπόθεση της δικής τους -υπαρκτής ή φανταστικής- ευδαιμονίας, καθιστώντας τη φιλανθρωπία μια αυθεντική μισανθρωπία.

Να μια ακραία αλλά αυθεντική εκδοχή της μισάνθρωπης φιλανθρωπίας: ο Τζορτζ Σόρος, από τους πλουσιότερους και πιο αδίστακτους κερδοσκόπους στον κόσμο, άμεσα υπεύθυνος εκτεταμένων ανθρωπιστικών καταστροφών που προκάλεσε το παιχνίδι του με τα νομίσματα, τις μετοχές ή τα εμπορεύματα, είναι και «ιδιοκτήτης» ενός από τα μεγαλύτερα δίκτυα «φιλανθρωπίας» στον κόσμο. Αν κάθε χρόνο εκπονεί και κάποιου είδους ισολογισμό των αλληλοαναιρούμενων δράσεών του, με τη φιλοδοξία να ισοσκελίσει τα μεγέθη της καταστροφής και της σωτηρίας, υποθέτω ότι θα τρομάζει κι ο ίδιος με το τερατώδες έλλειμμα στο ισοζύγιο του οίκτου του.

 
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

ΠΗΤΣΑΜ: Λαμβάνω την τιμή να συστηθώ: Ιερεμίας Ιωνάθαν Πήτσαμ, της Α. Ε. Πήτσαμ Κόμπανυ. Δουλειά της εταιρείας είναι να ξυπνά στους ανθρώπους τη λύπηση για τον άνθρωπο. Και το δηλώνω ξεκάθαρα… Η επιχείρηση πάει κατά διαόλου. Και σας το λέω εγώ, ο Ιερεμίας Πήτσαμ, που ελέγχω τα δύο τρίτα των ζητιάνων του Λονδίνου και κάτι ξέρω από ανθρώπινο οίκτο. Τι συγκινεί λοιπόν σήμερα τον άνθρωπο; Τίποτα. Γιατί και το πιο μαύρο χάλι, άντε και το συνηθίσει ο άλλος, δεν του λέει τίποτε. Κανένας δεν λυπάται κανέναν. Γίναμε αναίσθητοι και, μη σας κακοφανεί, γίναμε και γουρούνια. Βλέπεις στη γωνία έναν ωραίο γερό άνδρα με στρατιωτικό αμπέχονο και κομμένο το δεξί του χέρι, τρομάζεις, σαστίζεις, βγάζεις και του δίνεις τρία σελίνια. Τη δεύτερη φορά να σου πάλι ο κουλός στη γωνία του δρόμου, βγάζεις και του ακουμπάς δύο σελίνια. Άντε και βρεθεί ο κουλός μπροστά σου  για τρίτη φορά, σου τη δίνει και τον καρφώνεις στον μπασκίνα της γειτονιάς. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταμπέλες (πιάνει από το ράφι μια ταμπέλα και τη δείχνει στο κοινό). ΕΣΥ ΕΧΕΙΣ, ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ. Ωραία κουβέντα, ωραία ταμπέλα, τι να την κάνεις που ξέφτισε σε δύο βδομάδες. Άλλη ταμπέλα: ΑΓΑΠΑ ΜΕ, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΣΥ. Καλό, ε; Δύσκολο να το πιάσεις, αλλά όμορφο. Δούλεψε πάνω από δύο μήνες, αλλά πάει κι αυτό, ξέφτισε… Τελειώνουνε κι οι όμορφες κουβέντες, τι νομίζεις; Ο κόσμος άλλαξε, θέλει καινούργια πράγματα.


Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Η όπερα της πεντάρας»  

 

Saturday, December 15, 2012

Σημειώσεις πριν το τέλος του κόσμου

(Εφημερίδα "Ἑπενδυτής", 15/12/2012)


Πόσα χρόνια το συζητάμε και κάνουμε πλάκα μ’ αυτό; Τρία, τέσσερα; Τουλάχιστον. Κι αν τελικά οι Μάγια αποδειχθεί ότι έχουν δίκιο; Ποιος βάζει το χέρι του στη φωτιά ότι το τέλος του κόσμου δεν θα είναι αύριο, σε μια βδομάδα ή σ’ έναν χρόνο. Επιστήμη νοείται για τα πράγματα που γνωρίζουμε καλά (επίσταμαι σημαίνει ακριβώς αυτό). Αλλά υπάρχουν και χίλια δυο πράγματα που δεν γνωρίζουμε, έτσι δεν είναι;

Η NASA, που μας καθησυχάζει ότι ελέγχει ένα σημαντικό μέρος του σύμπαντος και πως δεν έχει παρατηρήσει κάτι περίεργο τελευταία, τι αξιοπιστίας υπηρεσία είναι; Εδώ μας διαβεβαιώνει εδώ και χρόνια ότι δεν έχει πέσει πάνω σε εξωγήινο, κι εμείς έχουμε πήξει στους εξωγήινους. Ζουν ήδη ανάμεσά μας. Μη μου πείτε ότι δεν τους έχετε αντιληφθεί. Άλλοι μασκαρεμένοι ως άστεγοι και επαίτες, άλλοι ως εξαθλιωμένοι μετανάστες, κι ένα σωρό που παριστάνουν τους ανέργους, κι εκείνοι που παίρνουν στα χέρια τον λογαριασμό της ΔΕΗ με το χαράτσι και τον διαβάζουν μ’ ένα μειδίαμα, λες και διαβάζουν ερωτική επιστολή, κι οι άλλοι που ο εργοδότης τους τούς ανακοινώνει την τρίτη περικοπή μισθού ή τους προαναγγέλλει την απόλυσή τους σε τρεις μήνες, λες κι είναι μισθωτοί με ημερομηνία λήξης, σαν τα γάλατα ή τα μακαρόνια, κι αυτοί απλώς επιστρέφουν στο πόστο τους και δουλεύουν σαν να μην τρέχει κάστανο, ε, δεν μπορεί, όλοι αυτοί δεν έχουν τίποτα το γήινο πάνω τους. Είναι σίγουρα εξωγήινοι.

Κι ακόμη πιο εξωγήινοι είναι οι ανεκδιήγητοι υπουργοί που παραμυθιάζονται με το success story που θα γίνει η Ελλάδα, που προαναγγέλλουν μέρα παρά μέρα το τέλος της αναμονής, την πλημμυρίδα ρευστότητας που θα αναζωογονήσει την αγορά μόλις πέσουν τα 34 δισ. ευρώ, τα λεφτά της ανακεφαλαιοποίησης που θα αναστήσουν τις ημιθανείς τράπεζες, τα κοινοτικά κονδύλια που ξεπαγώνουν για να φτάσουν στους πεθαμένους μικρομεσαίους. Πόσο πολύ πρέπει να ζεις στην εξωγήινη κοσμάρα σου για να μην αντιλαμβάνεσαι ότι το βαρέλι έχει διπλό και τριπλό και τετραπλό πάτο, κι εμείς δεν έχουμε φτάσει ούτε στον δεύτερο; Πόσο εξωγήινοι πρέπει να είναι για να μην καταλαβαίνουν ότι έρχεται το τέλος, ίσως όχι το τέλος του κόσμου, με την ημερολογιακή ακρίβεια που το υπολόγισαν οι Μάγια, αλλά το τέλος του κόσμου τους όπως τον ήξεραν, όπως τον φαντάζονταν, όπως τους βόλευε, όπως τους συνέφερε;

Όλα τα πράγματα έχουν ημερομηνία λήξης. Δεν είναι πάντα αναγραφόμενη στη συσκευασία, αλλά υπάρχει, εικάζεται, αιωρείται στην ύπαρξή τους. Ακόμη και το ηλιακό μας σύστημα, η Γη ή το σύμπαν θα έχουν το τέλος τους. Είναι απίθανο να το υπολογίσουμε ποτέ, αλλά δεν έχει και τόση σημασία, όταν θα προκύψει θα είμαστε αλλού ή απλώς δεν θα είμαστε. Τα πάντα έχουν ημερομηνία λήξης: τα έμβια όντα, οι άνθρωποι, τα τρόφιμα, οι ηλεκτρικές συσκευές, οι σχέσεις, οι επιχειρηματικοί κύκλοι, οι κρίσεις, τα οικονομικά συστήματα, οι αυτοκρατορίες, οι κυβερνήσεις. Απλώς, το τέλος τους δεν είναι προσδιορισμένο, είναι τόσο τυχαίο και αναγκαίο όσο και η αρχή τους.

Κι είναι καλύτερα που το τέλος είναι απροσδιόριστο. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν ήξερα την ακριβή μέρα και ώρα θανάτου μου. Ακόμη κι αν είχα τη διαβεβαίωση ότι θα ζήσω όσο κι ο Μαθουσάλας -969 χρόνια του δίνει η Γένεσις-, δεν νομίζω ότι θα ζούσα ευτυχής μια κατάσταση αντίστροφης μέτρησης, σαν τους φαντάρους ή τους φυλακισμένους που κάποτε έσπαγαν τα δόντια της τσατσάρες – όταν υπήρχαν ακόμη τσατσάρες. Η απροσδιοριστία κάνει πιο υποφερτή αυτή τη συνωμοσία της φύσης εις βάρος μας που αποκαλείται ζωή.

Το να γνωρίζω ότι το προσδόκιμο ζωής του μέσου νεοέλληνα, για παράδειγμα, είναι 75 χρόνια το αντέχω. Έχω τον φόβο ότι δεν θα το φτάσω, αλλά και την ελπίδα ότι θα το ξεπεράσω. Τελικά, όμως, το ισοζύγιο βγαίνει θετικό, γιατί η ανθρώπινη φύση γραπώνεται κι απ’ την παραμικρή υποψία αισιοδοξίας, υιοθετεί πάντα το καλύτερο σενάριο, γιατί έτσι τη βολεύει, αυτό την κρατάει στη μοναδική ευκαιρία που διαθέτει να διανύσει μια τροχιά -μικρή ή μεγάλη, σημαντική ή ασήμαντη, συμβατική ή συναρπαστική- πάνω στον πλανήτη της ματαιότητας. Οι περισσότεροι φυσιολογικοί άνθρωποι το κατέχουν αυτό, ειδάλλως δεν θα είχαν αυτοκτονήσει μόνο 3.000-4.000, αλλά τουλάχιστον οι μισοί από μας. Θα είχαμε γίνει η κοινωνία των αυτοχείρων.

Αν υποθέσουμε, λοιπόν, ότι την ερχόμενη Παρασκευή δεν θα ζήσουμε το τέλος του κόσμου (το να το «ζήσουμε» είναι κομμάτι δύσκολο, πώς να «ζήσεις» τον «θάνατο»;), αν υποθέσουμε ότι οι Μάγια έπεσαν έξω ή απλώς βαρέθηκαν να μετρούν τους ηλιακούς κύκλους στον χωροχρόνο γιατί αντιλήφθηκαν ότι ακόμη και η ακμάζουσα αυτοκρατορία τους θα ζήσει τον θάνατό της, αν παραδεχθούμε ότι η τρόικα, οι κομισάριοι, η Λαγκάρντ, η Μέρκελ, ο Σόιμπλε δεν είναι μετενσαρκώσεις των Μάγια, πράκτορες απεσταλμένοι στο μέλλον για να πειραματιστούν στο δικό μας τέλος, των τέλος των νεοελλήνων, το τέλος των Νοτιοευρωπαίων, ίσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι είδους τέλος είναι αυτό που έτσι κι αλλιώς ζούμε. Έχουμε φάει στη μάπα προαναγγελίες πολλών «τελών» -του τέλους της Ιστορίας, του τέλους της πάλης των τάξεων, του τέλους της ιδεολογίας, του τέλους της μεταπολίτευσης-, όλες αποδείχτηκαν απατηλοί συναγερμοί. Αλλά αυτά τα συμπτώματα αποσύνθεσης του κοινωνικού σώματος, των θεσμών, του κράτους, των κομμάτων, των οικονομικών ελίτ, των βεβαιοτήτων που διαψεύδονται και των εγγυήσεων αναιρούνται, κάποιο τέλος, κάποιον μεγαλειώδη θάνατο μας προαναγγέλλουν.

Ο φίλος μου ο Σπύρος, που τον θυμήθηκα έπειτα από χρόνια χάρη στον φίλο μου τον Πρόεδρο και του είπα και «χρόνια πολλά», μου έστειλε κάποια στοιχεία που μυρίζουν θανατίλα – κυριολεκτικά! Έχουμε και λέμε, λοιπόν: Βρετανοί ερευνητές μέτρησαν τη συσχέτιση των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων στις χώρες του ανύπαρκτου σοσιαλισμού με τη θνητότητα των ενήλικων ανδρών σε παραγωγική ηλικία. Και διαπίστωσαν αύξηση της θνησιμότητας 12,8% και μείωση του προσδόκιμου ζωής κατά δύο χρόνια στην πρώτη πενταετία της «μετάβασης». Αμερικανοί ερευνητές διαπίστωσαν μια θεαματική αύξηση έως και 71% στους θανάτους από εποχικές επιδημίες, τραυματισμούς και ατυχήματα, καθώς και μια αύξηση από 3,5% έως 13% των αυτοκτονιών στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, κατά την ίδια πρώτη πενταετία της «μετάβασης» (που αποδεικνύεται έτσι και μετάβαση στον θάνατο). Αμερικανοί επιστήμονες παρατήρησαν επίσης ότι από το 1990 μέχρι το 2008 – την εικοσαετία εδραίωσης των «ριγκανόμικς» και νεοφιλελεύθερης διάλυσης κάθε υποψίας κρατικής πρόνοιας, το προσδόκιμο επιβιώσεως των Αμερικανών αποφοίτων γυμνασίου και στοιχειώδους εκπαίδευσης με αντίστοιχη κατάταξη στην εργασιακή πυραμίδα, μειώθηκε κατά πέντε και τρία χρόνια, αντίστοιχα για άνδρες και γυναίκες. Αυτό ήταν μια εξέλιξη που δεν είχε παρατηρηθεί ούτε στη Μεγάλη Ύφεση. Και το ακόμη πιο «κουφό»: Γερμανοί ερευνητές μελέτησαν τα ανθρωπομετρικά δεδομένα του αμερικανικού πληθυσμού και διαπίστωσαν ότι οι Αμερικανοί … κονταίνουν και χοντραίνουν χάρη στο ανύπαρκτο σύστημα κοινωνικής προστασίας και δημόσιας υγείας, που με τόσο ζήλο θέλουν να μιμηθούν οι Ευρωπαίοι δόκτορες Φρανκενστάιν. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα οι Αμερικανοί ήταν ψηλότεροι κατά 3-9 πόντους και ελαφρύτεροι από τους Ευρωπαίους. Στον 20ό αιώνα αυτό το δεδομένο ανατράπηκε. Οι Αμερικανοί είναι κατά 3-7 πόντους πιο κοντοί από τους Σκανδιναβούς, τους Γερμανούς, τους Βρετανούς και τους Ολλανδούς και σαφώς πιο χοντροί. Και τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα όταν οι ερευνητές διαπιστώνουν ανάλογες αποκλίσεις ανάμεσα στους φτωχότερους, μαύρους, Λατίνους και με χαμηλή εκπαίδευση Αμερικανούς, σε σχέση με τους πλουσιότερους, λευκούς αποφοίτους πανεπιστημίων.

Κάποτε κάναμε πλάκα με το ρητό «ο καπιταλισμός σας κάνει υγιείς». Ας το ξεχάσουμε ακόμη και ως πλάκα. Τα ύστερα του ύστερου καπιταλισμού μοιάζουν με τα ύστερα του κόσμου. Όταν ένας οικονομικός πολιτισμός παύει να υπόσχεται, έστω και με ασυνέπεια και ανισότητα, ευημερία, όταν παύει να τσουλάει στη γραμμή της «προόδου» και συνδέεται όλο και περισσότερο με παρακμή, φθορά και θάνατο, είναι σαν να μας προναγγέλλει το τέλος του. Ας είναι βαρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

… Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί οι βασιλείς και οι ευγενείς (σ.σ.: των Μάγια) δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν και να λύσουν τα, όπως φαίνεται, προφανή προβλήματα που υπονόμευαν την κοινωνία τους. Φαίνεται ότι η προσοχή τους ήταν συγκεντρωμένη σε βραχυπρόθεσμες φροντίδες για τον πλουτισμό τους, στη διεξαγωγή πολέμων, την ανέγερση μνημείων, τον ανταγωνισμό μεταξύ τους, και την απόσπαση αρκετών τροφίμων από τους χωρικούς, προκειμένου να στηρίξουν όλες αυτές τις δραστηριότητες. Όπως οι περισσότεροι ηγέτες στην ιστορία, οι βασιλείς και οι ευγενείς των Μάγια δεν υπολόγιζαν τα μακροπρόθεσμα προβλήματα, στον βαθμό που τα αντιλαμβάνονταν.

Jared Diamond, «Κατάρρευση – Πώς οι κοινωνίες επιλέγουν να αποτύχουν ή να επιτύχουν»



Saturday, December 8, 2012

Προφήτες και προφητείες

(Επενδυτής, 8/12/2012)
 
 
 
Τρίτη πρωί, ακούω ραδιόφωνο, σε συχνότητα εγνωσμένης μνημονιακής νομιμοφροσύνης. Στον αέρα βρίσκεται δημοσιογραφικό δίδυμο επίσης υπερβάλλοντος μνημονιακού ζήλου. Του στιλ «κι αν δεν υπήρχε η τρόικα, έπρεπε να την εφεύρουμε». Το δίδυμο έχει χάσει το φλεγματικό χιούμορ του, λόγω της σύγχυσης που του έχει προκαλέσει  η φορολογική αποκοτιά των επιτελών της κυβέρνησης να προτείνουν συντελεστή 45% για τα εισοδήματα άνω των 26.000 ευρώ. Η ραδιοσκηνοθεσία επιτάσσει να πάνε σε κάτι πιο ελαφρύ.  «Πώς είδες το δημοσίευμα της “Wall Street Journal” για τον Παΐσιο;» ρωτάει ο ένας. «Είναι προφανές, όλος ο κόσμος μάς κάνει πλάκα, η Ελλάδα έχει χάσει την αξιοπιστία της για δεκαετίες», απαντά ο δεύτερος, προσθέτοντας ότι «οι Δυτικοί θεωρούσαν πάντα την Ελλάδα κοιτίδα του ορθού λόγου, ως εκ τούτου έχουν κάθε λόγο να ειρωνεύονται τη στροφή στον σκοταδισμό». Όταν ο ερτζιανός συνομιλητής του, προφανώς εγγύτερος στα θεμελιώδη μεγέθη της πίστης, του επισημαίνει ότι το ρεπορτάζ του «ευαγγελίου» των αγορών -της «Wall Street Journal»- αναφέρεται με σοβαρότητα στο φαινόμενο των εκατοντάδων προσκυνητών στον τάφο του Παΐσιου ή στα εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα που έχουν πουλήσει οι «προφητείες» του, ο θιασώτης του ατσαλάκωτου ορθολογισμού στρογγυλεύει τις επισημάνσεις του με τα παραδείγματα των φτωχών κοινωνιών της Ασίας, όπως της Ινδίας, όπου ο λόγος των σοφών γκουρού έχει κύρος και επιρροή σε εκατομμύρια ανθρώπων, αλλά και τα παραδείγματα των φανατικών τηλε-ευαγγελιστών που έχουν παρασύρει ακόμη και σε μαζικές αυτοχειρίες τους οπαδούς τους στις ίδιες τις ΗΠΑ.

Δεν είμαι ρέκτης της θρησκευτικής πίστης, ούτε με συγκινεί ο «αποκαλυπτικός» λόγος ποικίλων «προφητών» που υποτίθεται πως έχουν περιγράψει με παράδοξη ευστοχία πράγματα που μας συμβαίνουν σήμερα. Δεν έχω καν αντιληφθεί σε ποιες «προφητείες» οφείλει τη δημοφιλία του ο Παΐσιος, ούτε μ’ ενδιαφέρει να μάθω. Και απορώ γιατί άργησε τόσο η σατιρική απάντηση στον μύθο του, με την ιστοσελίδα του «Γέροντα Παστίτσιου», η οποία προ μηνός προκάλεσε την μήνιν ενός πολιτικοϊδεολογικού συνονθυλεύματος, με προεξάρχουσα τη Χρυσή Αυγή.

Ωστόσο, στον ραδιοφωνικό σχολιασμό που περιέγραψα υπάρχει μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη: ο Παΐσιος και οι πιστοί του εκπροσωπούν τον ανορθολογισμό -ουδεμία αντίρρηση σ’ αυτό-, ενώ η «Wall Street Journal» -και ό,τι αυτή εκπροσωπεί-, ο ενοχλημένος ραδιοφωνικός σχολιαστής, οι υστερικοί προπαγανδιστές της μνημονιακής σωτηρίας, οι τεχνοκράτες των αγορών, οι «ανακατασκευαστές» των κοινωνιών, οι εισηγητές των «μεταρρυθμίσεων» και των πολιτικών της λιτότητας, οι οικονομέτρες, οι αναλογιστές, οι νομοτέχνες, οι συντάκτες των εκθέσεων του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Κομισιόν, οι αναλυτές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, οι παρατηρητές των τάσεων στις αγορές, όλοι αυτοί υποτίθεται ότι εκπροσωπούν τον ορθολογισμό.

Βολικό συμπέρασμα και εξίσου βολική αξιοποίηση της κριτικής του Μαρξ στη θρησκεία ως «οπίου του λαού». Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα στην τριετία της κρίσης, έχουμε καταναλώσει πολύ σκληρότερα και πιο επικίνδυνα «ναρκωτικά» από την πλευρά που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί τον ορθολογισμό.

Οι εκπρόσωποι της τρόικας, αίφνης, των οποίων ο ορθολογισμός μετριέται με πολλά πτυχία και αξιώματα, προέβλεπαν ήδη από το πρώτο μνημόνιο, με βεβαιότητα που προέκυπτε από χιλιάδες «επιστημονικά δεδομένα», αριθμούς και μαθηματικούς τύπους ότι η Ελλάδα το 2012 θα είχε «απεξαρτηθεί» από τον δανεισμό και θα είχε βγει στις αγορές. «Προφήτευαν» με επιστημονική έπαρση ότι κάπου το 2012 η ύφεση θα είχε τερματιστεί και θα είχε δώσει τη θέση της στην ανάπτυξη.

Εξίσου αλλεργικοί στον μυστικισμό και φανατικοί του ρεαλισμού και του ορθού λόγου, οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρωζώνης χρειάστηκαν περίπου 18 Συνόδους Κορυφής και άλλες τόσες συνόδους του Eurogroup μέχρις ότου (κατά σειράν) α) διαπιστώσουν ότι υπάρχει πρόβλημα με την Ελλάδα β) παραδεχθούν ότι υπάρχει κρίση χρέους στην Ευρωζώνη γ) αποδεχθούν να δανείσουν έναντι μνημονίου την Ελλάδα δ) αναγνωρίσουν ότι το ελληνικό χρέος χρειάζεται «κούρεμα» ε) ανακαλύψουν λίγο μετά ότι χρειάζεται και δεύτερο «κούρεμα» στ) παραδεχθούν -τουλάχιστον το ΔΝΤ- ότι το μνημόνιο διογκώνει αντί να ελαφρύνει το ελληνικό χρέος και ζ) αποφασίσουν ότι χρειάζεται και τρίτο «κούρεμα» (το τρέχον).

Γενικώς, τόσο οι τεχνοκράτες της οικονομίας όσο και η πολιτική ελίτ της Ε.Ε., ακλόνητοι στον προτεσταντικό και τιμωρητικό «ορθολογισμό» τους, ακολουθούσαν απλώς τις αυτοεκπληρούμενες προφητείες των αγορών οι οποίες απαξίωναν κάθε τους «ορθολογική» απόφαση και δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τις «ανορθολογικές προφητείες» του Παΐσιου, του Νοστράδαμου ή του ευαγγελιστή Ιωάννη.

Όσο για τον «ορθολογισμό» των αγορών, αυτές απέδειξαν ότι διαθέτουν κάτι πιο σκοτεινό, μυστικιστικό και σκοταδιστικό από τον ανορθολογισμό οποιουδήποτε ευφάνταστου γκουρού, μέντιουμ ή θεοσοφικού γέροντα. Μια ομάδα ανθρώπων που, αν και αντιστοιχούν σε λιγότερο από το ένα χιλιοστό του παγκόσμιου πληθυσμού, χειραγωγούν ίσως και το 50% του παγκόσμιου πλούτου, μετακινούνται αγεληδόν από τη Lehman Brothers στις ευρωπαϊκές τράπεζες και από αυτές στα ελληνικά ομόλογα, έπειτα στα πορτογαλικά, στα ιρλανδικά, στα ισπανικά, στα ιταλικά, και μετά από τα ομόλογα πέφτουν στα νομίσματα, ανεβάζουν το ευρώ όταν η Ευρωζώνη βρίσκεται σε καραμπινάτη ύφεση, ύστερα εγκαταλείπουν τα νομίσματα και πέφτουν σαν γύπες στα εμπορεύματα, απογειώνουν την τιμή του σταριού, τζογάρουν στην πείνα των ανθρώπων, προεξοφλούν τις «καλές ειδήσεις» και τις απαξιώνουν όταν αυτές επιβεβαιώνονται. Δημιουργούν ασύλληπτων μεγεθών πλασματικό πλούτο που δεν πρόκειται να απολαύσουν ποτέ και ταυτόχρονα αρνούνται να μοιραστούν έστω και ένα ελάχιστο μέρος του με αυτούς που η ζωή τους παίζεται σε ένα εμβόλιο, σε ένα χάπι, ένα πιάτο φαΐ, ένα πηγάδι με πόσιμο νερό. Και, ακόμη πιο κάτω στην κλίμακα ορθολογισμού-ανορθολογισμού, ρισκάρουν ακόμη και την αυτοκαταστροφή τους σε ένα ολοκαύτωμα για εχθρούς και φίλους. Η καταστροφή δεν είναι πάντα δημιουργική. Ή είναι για ελάχιστους. Αυτό είναι η πεμπτουσία του «ορθολογισμού» που διατρέχει το πιο σκοταδιστικό, μυστικιστικό, φετιχιστικό ένα τοις χιλίοις της ζώσας ανθρωπότητας.

Η ίδια η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε ένα εργαστήριο εφαρμογής μιας μεταφυσικής πίστης που ενδύεται τον μανδύα του ορθολογισμού. Ποιος ορθολογικός κανόνας ορίζει ότι βιώσιμο θεωρείται ένα κρατικό χρέος που αντιστοιχεί στο 120% του ΑΕΠ; Πού γνωρίζουν οι σοφοί γκουρού του ΔΝΤ ότι η ύφεση θα είναι του χρόνου 4% και όχι 7%; Από ποια «επιστημονικά δεδομένα», ποια αλάνθαστα μαθηματικά προκύπτει η πρόβλεψή τους πως το χρέος θα φτάσει το 2020 στο 124% του ΑΕΠ; Γιατί όχι στο 140% ή στο 80%; Πού ξέρουν τι θα συμβεί σε δέκα χρόνια, αν θα μεσολαβήσει ένας πόλεμος, αν θα πέσει στη Γη μετεωρίτης, ή -για να περιοριστούμε σε κατά συνθήκη προβλέψιμα πράγματα- πώς θα συμπεριφερθούν 11 εκατομμύρια άνθρωποι, τι οικονομικές αποφάσεις θα πάρουν, ποιες θα αναβάλουν, πόσοι θα πάρουν τον δρόμο της μετανάστευσης και πόσοι θα μείνουν εδώ, να ζήσουν τη μετατροπή της χώρας σε παραγωγικό και κοινωνικό ολοκαύτωμα; Πόσο διαφέρουν οι διαρκώς αυτοαναιρούμενες «προφητείες» τους από τις παραληρηματικές, εξ αποκαλύψεως προβλέψεις του Παΐσιου για το εφησυχαστικό «φιλελληνικό θεϊκό σχέδιο», από τα εφιαλτικά οράματα του Νοστράδαμου ή από το εσχατολογικό αφήγημα του Ιωάννη;

Διαφέρουν σε κάτι κρίσιμο. Ο ανορθολογισμός των τεχνοκρατών της οικονομίας είναι μπούσουλας πολιτικής. Οι «προφητείες» τους μεταφράζονται σε αποφάσεις που καθορίζουν τη ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Η δογματική τους πίστη, βαθιά απάνθρωπη, μεταλλάσσεται σε καταστροφικό σχέδιο. Έρχεται σε σύγκρουση ακόμη και με τον αμφιλεγόμενο οικονομικό ορθολογισμό, που θέτει στο επίκεντρο το όφελος. Αν η γερμανική Ευρώπη δεν υπόσχεται ευημερία, αλλά δεινά, αν ο καπιταλισμός του μέλλοντός μας δεν εγγυάται οφέλη, αλλά απώλειες για την τεράστια κοινωνική πλειοψηφία, ποιου είδους «ορθολογισμός» της θα της επιτρέψει να συναινέσει στην εκπλήρωση της τερατώδους «προφητείας»;

 
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Και οι έμποροι της γης κλαίουσιν και πενθούσιν επ’ αυτήν, ότι τον γόμον αυτών ουδείς αγοράζει ουκέτι, γόμον χρυσού και αργύρου και λίθου τιμίου και μαργαρίτων και βυσσίνου και πορφύρας και σιρίκου και κοκκίνου, και παν ξύλον θύινον και παν σκεύος ελεφάντινον και παν σκεύος εκ ξύλου τιμιωτάτου και χαλκού και σιδήρου και μαρμάρου, και κιννάμωμον και άμωμον και θυμιάματα και μύρον και λίβανον και οίνον και έλαιον και σεμίδαλιν και σίτον και κτήνη και πρόβατα, και ίππων και ρέδων και σωμάτων, και ψυχάς ανθρώπων. και η οπώρα σου της επιθυμίας της ψυχής απήλθεν από σου, και πάντα τα λιπαρά και τα λαμπρά απώλετο από σου, και ουκέτι ου μη αυτά ευρήσουσιν. Οι έμποροι τούτων, οι πλουτήσαντες απ' αυτής, από μακρόθεν στήσονται δια τον φόβον του βασανισμού αυτής, κλαίοντες και πενθούντες, λέγοντες, Ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, η περιβεβλημένη βύσσινον και πορφυρούν και κόκκινον, και κεχρυσωμένη εν χρυσίω και λίθω τιμίω και μαργαρίτη, ότι μια ώρα ηρημώθη ο τοσούτος πλούτος.

Ιωάννου, «Αποκάλυψις»

Saturday, December 1, 2012

Τέσσερις δόσεις, δυο κόσμοι

(Επενδυτής, 1/12/2012)
 
Αυτή είναι πια η ρουτίνα της μνημονιακής Ελλάδας. Προηγείται μια «ιστορική απόφαση» των εταίρων, σε σύνοδο κορυφής ή συνεδρίαση του Eurogroup. Ακολουθούν λίγες ώρες ή λίγα εικοσιτετράωρα ευφορίας. Κι έπειτα -ίσα που έχει στεγνώσει η μελάνη των υπογραφών στη νέα «ιστορική συμφωνία»- αρχίζουν οι δεύτερες σκέψεις, τα «ναι μεν αλλά», τα γκρίζα σενάρια και τελικά η απαξίωση του «επιτεύγματος». Συνέβη με την ένταξη στο πρώτο μνημόνιο, συνέβη με το Μεσοπρόθεσμο του 2011, έγινε με το πρώτο PSI, επαναλήφθηκε με το δεύτερο PSI και το δεύτερο μνημόνιο, το είδαμε και με το δεύτερο Μεσοπρόθεσμο, το βλέπουμε και τώρα, με την απόφαση του Eurogroup για την εκταμίευση των 1 συν 3 δόσεων. Τα ελληνικά θαύματα κρατούν το πολύ τρεις μέρες…
Η κυβέρνηση υπερέβη εαυτήν σε τόνους αισιοδοξίας. Πέτυχε κάποια συστράτευση «φίλιων δυνάμεων» στο κλίμα ανακούφισης και επιχειρεί να επιβάλει αυτό που αποκαλείται «αλλαγή σελίδας», κλίνοντας τη λέξη «ανάπτυξη» σε κάθε πτώση και αριθμό – συμπεριλαμβανομένου του δυικού. Αλλά, τα κουκιά δεν βγαίνουν. Οι αριθμοί της συμφωνίας των εταίρων-πιστωτών αναμετρώνται με μια πραγματικότητα που «δεν παλεύεται». Οι ντίλερ των αγορών -οι οίκοι και οι λύκοι- το «καρφώνουν» ανοικτά. Όταν ακόμη κι οι τραπεζίτες -για τους δικούς τους, εντελώς ιδιοτελείς λόγους- αδυνατούν να δουν «μισογεμάτο» το ποτήρι, αναρωτιέται κανείς ποιοι άλλοι θα συμμεριστούν την κυβερνητική αισιοδοξία. Κι ας μιλήσουμε μόνο για τους «φυσικούς συμμάχους» της κυβέρνησης. Την «κρεμ ντε λα κρεμ» της επιχειρηματικότητας. Τους προμηθευτές του κράτους που περιμένουν να πάρουν μέρος των οφειλομένων τους. Τους εργολάβους του Δημοσίου, που περιμένουν να δουν το χρώμα του χρήματος. Τους επιχειρηματίες που πασχίζουν να ξεκολλήσουν από τη λάσπη της γενικευμένης στάσης πληρωμών από όλους προς όλους. Τους εμπόρους, που περιμένουν μήπως και σαλέψει η αγορά των Χριστουγέννων. Η στεγνή αριθμητική της «ιστορικής συμφωνίας» αφήνει «μηδέν υπόλοιπο» γι’ αυτό που αποκαλείται αγορά, επιχειρηματικότητα, επενδύσεις, πραγματική οικονομία. Χλομή εξαίρεση οι λίγοι που συνωστίζονται στην ουρά του ΤΑΙΠΕΔ για τα υπολείμματα του αποστεωμένου κράτους, οι αόρατοι κερδοσκόποι που έχουν την ευκαιρία να κάνουν ένα ακόμη πάρτι με την επαναγορά των ομολόγων και όσοι πιστεύουν ότι θα διασωθούν πάνω στη σχεδία της συντεταγμένης χρεοκοπίας.
Για ένα διάστημα -εβδομάδων, το πολύ μηνών, φρονώ- η ελληνική κοινωνία θα ζήσει διχασμένη σε δυο παράλληλες πραγματικότητες. Η μια πραγματικότητα θα είναι αυτή της ευφορίας για τη συμφωνία εκταμίευσης των δανειακών δόσεων που προορίζονται να κατευνάσουν ένα σύνδρομο εξάρτησης με υστερικά συμπτώματα, αισθητά κυρίως στη δημόσια ρητορεία αξιωματούχων γύρω από το δίλημμα «ευρώ ή χάος». Η άλλη πραγματικότητα είναι το ίδιο το χάος. Το οικονομικό και κοινωνικό χάος που προκαλεί η τερατώδης ύφεση, συγκρίσιμη πια και επίσημα με τα οικονομικά αποτελέσματα ενός κανονικού πολέμου.
Κατά κάποιον τρόπο, οι δυο αυτές παράλληλες πραγματικότητες διασπούν και την ελληνική κοινωνία σε δυο κόσμους, προς το παρόν ασύμπτωτους συναισθηματικά και ψυχολογικά. Υπάρχει ο κόσμος του χρέους, ένα συνονθύλευμα αξιωματούχων, πολιτικών, τεχνοκρατών, δημοσιολόγων, διαμορφωτών της κοινής γνώμης, golden boys and girls, οι οποίοι τάσσονται -με προθυμία στα όρια της εθελοδουλείας-  υπέρ της μετατροπής ολόκληρης της κοινωνίας και της εναπομένουσας παραγωγικής της ικμάδας σε μηχανή εξυπηρέτησης του χρέους. Εξυπηρέτησης που παρομοιάζεται με την τιμωρία των Δαναΐδων να γεμίζουν με νερό τον «τετρημένον πίθον» του Άδη. Αυτός ο κόσμος προσπαθεί να δει την όλη κατάσταση σαν παράθυρο ευκαιρίας – μιας ακόμη, της τελευταίας; Αντλεί αισιοδοξία από κάθε νεύμα, κάθε κλείσιμο του ματιού από τους πιστωτές. Η αισιοδοξία με την οποία ντοπάρεται έχει βεβαίως και υλική βάση. Πρόκειται για ανθρώπους και στρώματα που έχουν κάνει το κουμάντο τους, διαθέτουν κάμποσο από το περίφημο «λίπος» της ελληνικής οικονομίας. Και -εν πάση περιπτώσει- δεν διακυβεύεται η επιβίωσή τους (ή, έτσι νομίζουν).
Στον αντίποδα, υπάρχει ο κόσμος των μέτρων. Δηλαδή, η τεράστια κοινωνική πλειοψηφία η οποία καλείται να πληρώσει το τίμημα της εξυπηρέτησης του χρέους. Τα νοικοκυριά που έχουν ήδη από έναν άνεργο. Οι δύο στους τρεις μισθωτούς που φοβούνται απόλυση εντός του 2013, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Οι φορολογούμενοι που είναι απίθανο να εξοφλήσουν τις παλαιές και νέες οφειλές τους, εκτός αν αποφασίσουν να μη σιτιστούν για τον μισό χρόνο ή να «σκοτώσουν» τις τελευταίες αποταμιεύσεις και περιουσιακά τους στοιχεία. Οι πολίτες που στερούνται τις στοιχειώδεις υπηρεσίες του υπό αποσύνθεση κράτους. Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες που σκέφτονται ήδη να θέσουν σε εκκαθάριση τις επιχειρήσεις τους, ακολουθώντας στον θάνατο την άλλοτε κραταιά μεσαία τάξη. Και οι νέοι, που αναζητούν διέξοδο φυγής εκτός χώρας.
Γι’ αυτόν τον κόσμο είναι μάλλον αδιάφορο το δίλημμα αν το ποτήρι της ελληνικής τραγωδίας, στη νέα «ιστορική» συγκυρία, είναι μισογεμάτο ή μισοάδειο. Αυτοί έχουν στα χέρια τους έτσι κι αλλιώς ένα εντελώς άδειο ποτήρι. Ή δεν έχουν καν ποτήρι. Δεν έχουν χώρο ούτε για αισιοδοξία ούτε για απαισιοδοξία. Ανάμεσά τους επικρατεί περισσότερο μοιρολατρία. Η αίσθηση ότι αδυνατούν να επηρεάσουν τα πράγματα. Και η πιεστική ανάγκη να επιβιώσουν ατομικά σε ένα περιβάλλον συλλογικής καταστροφής. Μεταλλάσσονται σε ένα νέο υβρίδιο ανθρώπου, πρωτοφανές για τα δεδομένα του αναπτυγμένου κόσμου. Είναι οι χρεάνθρωποι. Οι Δαναΐδες του 21ου αιώνα. Καταδικασμένοι να γεμίζουν το διάτρητο πιθάρι του χρέους.
Η τιμωρία των χρεανθρώπων προβάλλεται συχνά από τους εταίρους ως απαραίτητο παιδαγωγικό στάδιο ανάνηψης μιας κοινωνίας βαριά άρρωστης. Ο κόσμος των χρεανθρώπων δέχεται, μάλιστα, και την επιπλέον ηθική επιβάρυνση ότι η ύπαρξή τους οφείλεται μόνο στη γενναιοδωρία των εταίρων. Από εδώ προκύπτει κάτι εντελώς παράδοξο. Αν οι εταίροι υποβάλλονται σε τόσες θυσίες για τη μείωση του χρέους, τότε γιατί οι Έλληνες χρεάνθρωποι πρέπει ταυτόχρονα να υποβληθούν στη διαδικασία μακρόχρονης κοινωνικής καταστροφής για τον ίδιο σκοπό; Τι είναι αυτό το μέγεθος -το χρέος- που, ενώ μειώνεται με αμοιβαίες θυσίες και από τους πιστωτές και από τους οφειλέτες, ταυτόχρονα αυξάνεται εκτός ελέγχου; Ακόμη και το νερό των Δαναϊδων που ξέφευγε από τον πίθο του Άδη κάπου κατέληγε, ίσως σε κάποιον από τους πέντε ποταμούς του, ίσως επέστρεφε σε μία από τις πηγές του, στη Λήθη ή στη Μνημοσύνη. Το χρέος που αποπληρώνεται και θα αποπληρώνεται μέχρι το 2040 μ.Χ. πού καταλήγει;
Κάτι επίσης παράδοξο και σχιζοειδές, που διαλύει κάθε ίχνος ευφορίας και επιτείνει το αίσθημα της ματαιότητας κάθε «θυσίας» των χρεανθρώπων, είναι το θέατρο γύρω από το μνημόνιο. Το κοινό μυστικό μεταξύ «αλληλέγγυων» εταίρων και κυβέρνησης είναι ότι το μνημόνιο δεν βγαίνει. Επίσημα -από το ΔΝΤ- έχει διακηρυχθεί ότι διογκώνει αντί να μειώνει το χρέος. Είναι απλή αριθμητική. Όσο εφαρμόζονται μέτρα που συρρικνώνουν το ΑΕΠ, τόσο διογκώνεται το χρέος ως ποσοστό. Γι’ αυτό και οι εταίροι προστρέχουν «αλληλέγγυοι», με τρίτο «κούρεμα». Αλλά η «αλληλεγγύη» αυτή παρέχεται με δόσεις που κρίνονται βάσει της εφαρμογής  του μνημονίου το οποίο δεν βγαίνει και διογκώνει το χρέος. Γι’ αυτό και, όταν οι Γερμανοί ηγεμόνες απαλλαγούν από τα εκλογικά τους άγχη, θα συζητάμε για το «τέταρτο» κούρεμα.
Ο κίνδυνος που διατρέχει το σχιζοειδές αυτό μη σχέδιο, όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου για το επόμενο «κούρεμα», είναι να μην υπάρχουν πια αποδέκτες της «γενναιοδωρίας» των εταίρων. Ο κόσμος των Ελλήνων χρεανθρώπων μπορεί να έχει διαλυθεί στην κόλασή του. Κι ο άλλος κόσμος, της πάντα αισιόδοξης ελίτ, που βλέπει πάντα ευκαιρίες στην κρίση, να έχει πνιγεί με την τελευταία γουλιά από το μισογεμάτο ποτήρι της…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Επειδή το δημόσιο χρέος στηρίζεται στα κρατικά έσοδα, που οφείλουν να καλύπτουν τις χρονιάτικες τοκοχρεολυτικές κ.λπ. πληρωμές, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα έγινε αναγκαίο συμπλήρωμα του συστήματος των εθνικών δανείων. Τα δάνεια δίνουν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση ν’ αντεπεξέρχεται σε έκτακτα έξοδα χωρίς να γίνεται αυτό αμέσως αισθητό στον φορολογούμενο, μετά όμως απαιτούν αυξημένους φόρους. Από την άλλη μεριά, η αύξηση των φόρων, που προκλήθηκε με τη συσσώρευση απανωτών δανείων, αναγκάζει την κυβέρνηση σε κάθε περίπτωση καινούργιων έκτακτων εξόδων να καταφεύγει διαρκώς σε καινούργια δάνεια. Έτσι, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα, που άξονάς του είναι οι φόροι στα πιο αναγκαία μέσα συντήρησης (επομένως και το ακρίβαιμα τους), κρύβει μέσα του το σπέρμα της αυτόματης προοδευτικής αύξησης. Η υπερφορολόγηση δεν είναι επεισόδιο, αλλά μάλλον αρχή. Γι’ αυτό στην Ολλανδία, όπου πρωτοεγκαινιάστηκε το σύστημα αυτό, ο μεγάλος πατριώτης Ντε Βιττ τό εξύμνησε στα «Αξιώματά» του και το χαρακτήρισε σαν το καλύτερο σύστημα για να γίνει ο εργάτης υπάκουος, λιτοδίαιτος, φιλόπονος και… για να παραφορτωθεί με δουλειά. Ωστόσο, η καταστρεπτική επίδραση που ασκεί στην κατάσταση των μισθωτών εργατών μας ενδιαφέρει εδώ λιγότερο από τη βίαιη απαλλοτρίωση του αγρότη, του χειροτέχνη, με δυο λόγια όλων των συστατικών μερών της μικρής αστικής τάξης, που προκαλεί. Πάνω στο ζήτημα αυτό δεν υπάρχουν δυο γνώμες, ούτε ακόμα και στους αστούς οικονομολόγους. Η απαλλοτριωτική αποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος εντείνεται επιπλέον με το προστατευτικό σύστημα, που αποτελεί ένα από τα συστατικά του μέρη.
 
Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο»