Ο Μητσοτάκης έχει απόλυτο δίκιο. Το δίλημμα είναι αυτοπροστασία ή θάνατος, από τη στιγμή που ο μέγας Λεβιάθαν, αυτή η περίπλοκη κατασκευή την οποία οι ανθρώπινες κοινωνίες εξόπλισαν με κυριαρχία μέχρι να βρουν τρόπους και μορφές αναίμακτης και ευτυχούς αυτοκυριαρχίας, εμφανίζεται ως εξαρθρωμένο ανδρείκελο, ανίκανο κι απρόθυμο να προσφέρει το αγαθό για το οποίο είναι προορισμένος: μια στοιχειώδη ασφάλεια, την αίσθηση ότι δίπλα στην ατομική ευθύνη και στα μέτρα αυτοπροστασίας που καθένας ενστικτωδώς αναλαμβάνει αν δεν έχει φάει πετριά ή δεν είναι βυθισμένος σε βλακώδεις πλάνες, υπάρχει μια πολιτική κοινότητα –το κράτος, ντε!– που αναλαμβάνει τη συλλογική ευθύνη και παίρνει μέτρα κοινωνικής προστασίας.
Εχει δίκιο ο Μητσοτάκης. Και το δίλημμα που έθεσε σε 11 εκατομμύρια κατοίκους αυτής της χώρας, σε 4 εκατομμύρια πολίτες της ασφυκτικά εποικισμένης Αθήνας, είναι η πιο θρασεία, ειλικρινής, αφελής, κυνική, χαζοχαρούμενη, τραγελαφική κι επικίνδυνη ομολογία ανικανότητας και αβουλίας. Είναι σχεδόν σαν μισή παραίτηση από τη διακυβέρνηση. Τόσο ξεδιάντροπη και αληθινή, που αναρωτιέμαι αν στο επόμενο διάγγελμα, στην επόμενη κάθοδο από το όρος Σινά με δέκα, είκοσι, τριάντα εντολές ή μόνο μία και φαρμακερή –«εξαφανιστείτε στα σπίτια σας, ρε!»–, εκτός από αναγγελία γενικευμένης καραντίνας, μας επιφυλάσσει και την ανακοίνωση μιας κανονικής παραίτησης και διάλυσης της Βουλής.
Για να εξηγούμαστε: Η καραντίνα δεν είναι ένα εξ ορισμού κακό πράγμα για να το χρησιμοποιείς ανοήτως ως απειλή και εκβιασμό. Οπως μας προστάτεψε τον Μάρτιο και Απρίλιο, έτσι αν χρειαστεί κι όσο χρειαστεί θα ξανακλειστούμε. Θα φάμε καρτερικά στη μάπα τα πέτσινα αγαπησιάρικα μηνύματα «μένουμε σπίτι», θα ξαναπιάσουμε τους περιπάτους με άδεια της υπηρεσίας, θα ξεθεώσουμε τα σκυλιά στις βόλτες, θα λιώσουμε στο διάβασμα (λέμε τώρα), στο ίντερνετ, στην τηλεόραση, θα επιδοθούμε στη ληστρική τηλε-εκμετάλλευση του εαυτού μας, καρφωμένοι στην καρέκλα και στην οθόνη του PC άνευ ωραρίου. Αλλά μετά; Θα λογαριαστούμε, πράγματι; Θα είναι εκεί ο αυστηρός και βλοσυρός μας Λεβιάθαν να αναπληρώσει το χαμένο εισόδημα, τον χαμένο χρόνο, το χαμένο χρήμα, τον χαμένο τζίρο, τις χαμένες θέσεις εργασίας, τις χαμένες προθεσμίες, τις χαμένες παραγγελίες, τους χαμένους πελάτες, τους χαμένους προμηθευτές;
Οχι, είναι η απάντηση που δίνει ορθά-κοφτά ο δικός μας, εξαρθρωμένος κι άβουλος Λεβιάθαν, αυτή η καρικατούρα αυταρχικής, αυτάρεσκης, πελατειακής, ετσιθελικής διακυβέρνησης που ξεκίνησε ορμητικά ως αναπτυξιακός οδοστρωτήρας και κατάντησε ξηλωμένος ασφαλτοτάπητας. Οχι, λένε οι διαχειριστές του κρατικού θησαυροφυλακίου, γιατί αν σας στηρίξουμε και δαπανήσουμε υπερβολικά σήμερα, αύριο θα χρειαστεί να σας τα πάρουμε διπλά και τριπλά πίσω. Επομένως, το παρεπόμενο θανάσιμο δίλημμα, μετά το «αυτοπροστασία ή καραντίνα», είναι το «να είμαστε εγκρατείς σήμερα ή να σας βάλουμε φόρους και λιτότητα αύριο;». Κι εδώ, η ατομική ευθύνη επιστρατεύεται ως βολικό επιχείρημα για να αποκρουστούν αιτήματα, πιέσεις και αγωνιώδεις εκκλήσεις από ανέργους, επισφαλείς και οικονομικά τσακισμένους. Ολοι αντιμετωπίζονται συλλήβδην ως τρόφιμοι του Πρυτανείου, παρασιτικές ομάδες που «και πολλά τους δώσαμε τον Απριλομάη, τώρα, ας τα βγάλουν πέρα μόνοι τους».
Κι αυτό το τελευταίο εκβιαστικό δίλημμα σέρνει από πίσω του ένα παρελκόμενο. Ακόμη πιο πονηρό, θανάσιμο αλλά και ακριβό. Γιατί γαντζώνεται πάνω στο χρήμα που από του χρόνου (υποτίθεται ότι) θα ρεύσει άφθονο από τους ευρωπαϊκούς κρουνούς. Τα 70 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου κοινοτικού προϋπολογισμού, του υπερ-Λεβιάθαν των Βρυξελλών. Για μια οικονομία κατεστραμμένη από τη δεκαετή μνημονιακή εξυγίανση και ξαναχτυπημένη από την πανδημία, είναι πολλά τα λεφτά, Κυριάκο. Κι αν αυτά τα λεφτά γεννούν κάποια αμυδρή ελπίδα στήριξης σ’ αυτούς που σήμερα εκβιάζονται με τα διλήμματα «αυτοπροστασία ή καραντίνα» και «εγκράτεια σήμερα ή λιτότητα αύριο», ο δικός μας Λεβιάθαν τούς κόβει προκαταβολικά τον βήχα (όχι από Covid, ελπίζουμε). Ασκεί, όπως νομίζει, τον απόλυτο εκβιασμό: «Κράτος ή αγορά;».
Σαν να μην έχει μεσολαβήσει το σοκ της πανδημίας, λες και δεν είδαμε τον εσμό των αντικρατιστών και νεοφιλελεύθερων να γλείφουν εκεί που έφτυναν, να εκλιπαρούν τις κυβερνήσεις να εκτινάξουν ελλείμματα και χρέη, τις κεντρικές τράπεζες να τυπώσουν χρήμα αφειδώς, να προσκυνούν το μισητό κράτος, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα ή σαν να είναι η κρίση κιόλας παρελθόν, ο δολοφόνος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος: «Κράτος ή αγορά;». Κι η απάντηση, που γαργαλάει τις ελπίδες και ιδιοτέλειες των αφελών, είναι –περίπου– ότι τα 70 δισ. δεν θα πάνε κυρίως σε ένα σχέδιο αναστήλωσης του κράτους, του ΕΣΥ, του εκπαιδευτικού συστήματος, των σαθρών υποδομών, αλλά στους συνήθεις υπόπτους. Θα ταΐσουν τις «ατομικές ευθύνες» των ίδιων που έκαναν βίλες, πισίνες και αποτυχημένες μπίζνες τα 100 δισ. κοινοτικών ενισχύσεων της προηγούμενης εικοσαετίας ή ομοειδών διαδόχων τους. Το αν θα είναι πράσινες ή ψηφιακές οι μπίζνες αυτή τη φορά, δεν κάνει τη διαφορά.
Περιμένετε την τελική εκδοχή του «αναπτυξιακού σχεδίου Πισσαρίδη» και θα δείτε πως θα γελάσουμε. Αν και μάλλον θα χρειαστεί να κλάψουμε.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ιδού, λοιπόν, η γένεση εκείνου του μεγάλου Λεβιάθαν ή μάλλον (για να μιλήσουμε με μεγαλύτερο σεβασμό) εκείνου του θνητού θεού στον οποίο οφείλουμε, ύστερα από τον αθάνατο Θεό, την ειρήνη και τη διαφέντεψή μας. Διότι χάρη στην εξουσιοδότηση, η οποία του δόθηκε από κάθε μέλος της πολιτικής κοινότητας, έχει στη διάθεσή του τόση εξουσία και δύναμη, ώστε επισείοντας τες να μπορεί να κατευθύνει τη βούληση όλων προς τους σκοπούς της εσωτερικής ειρήνης και της αμοιβαίας αρωγής έναντι των εξωτερικών εχθρών.
Τόμας Χομπς, «Λεβιάθαν, ή Υλη, Μορφή και Εξουσία μιας Εκκλησιαστικής και Λαϊκής Πολιτικής Κοινότητας»