Saturday, February 24, 2024

Ευτυχόμετρα και δυστυχόμετρα

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 24-25/2/2024


Καμιά αντίρρηση. Ο,τι χρειάζομαι είναι λιγότερο χρέος...

 Είμαι έτοιμος να συμφωνήσω με τον Μπάμπη (Μιχάλη), που το περασμένο Σάββατο δημοσίευσε στην «Εφ.Συν.» την άκρως ενδιαφέρουσα έρευνα για τις αυτόνομες κοινότητες σε πολλές περιοχές της Γης οι οποίες αποδεικνύουν ότι «τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία» (διαβάστε το: «Εφ.Συν.» 24-25/2/2024). Ή ότι εν πάση περιπτώσει ο βαθμός ικανοποίησης από τη ζωή δεν εξαρτάται από την ποσότητα χρηματικού πλούτου που διαθέτει κανείς. 

Είμαι επίσης διατεθειμένος να συμφωνήσω και με τον Τάσο (Τσακίρογλου), που στο αντίστοιχο podcast του (ακούστε το στο efsyn.gr) επαύξησε την προσέγγιση του Μπάμπη, εισφέροντας κι άλλες μελέτες, εμπειρίες και θέσεις που καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Είμαι πρόθυμος να συμφωνήσω ότι πράγματι τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία, αρκεί προηγουμένως να βρεθεί κάποιος να μου πληρώσει τα εξής: τα τέλη κυκλοφορίας που λήγουν σε λίγες μέρες, τους λογαριασμούς της σταθερής και κινητής τηλεφωνίας που εκκρεμούν, τον λογαριασμό της ΔΕΗ (πράσινο τιμολόγιο), που νόμιζα ότι θα έρθει χαμηλότερος αλλά ήρθε 30% πάνω, τις περσινές δόσεις του ΕΝΦΙΑ που είναι ληξιπρόθεσμες και όλο και τσιμπάνε λίγα ευρουλάκια προσαύξησης, τις νέες δόσεις του ΕΝΦΙΑ που ετοιμάζονται να κρεμαστούν στο myAADE (σ.σ. δεν ξέρω αν έχετε αντιληφθεί ότι με τόσα my που διαθέτουμε έχουμε γίνει συνιδιοκτήτες της χώρας), τα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας, τις δόσεις του στεγαστικού δανείου μη γίνει καμιά στραβή και μπουκάρει η τράπεζα στο σπίτι, τα ασφάλιστρα κατοικίας (που δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς μας προσφέρουν), τα ασφάλιστρα του αυτοκινήτου (γι’ αυτά κάτι έχω καταλάβει), ένα στοιχειώδες σέρβις στο σαράβαλο που έχει να δει συνεργείου πρόσωπο τρία χρόνια, τις βενζίνες για να εξασφαλίσουμε τουλάχιστον το πήγαιν'-έλα στη δουλειά, την εξαγορά μερικών πλασματικών χρόνων μπας και καταφέρω να πάρω ποτέ σύνταξη, τα ψώνια του σουπερμάρκετ και της λαϊκής (ως οικογένεια είμαστε πλέον μετριοπαθείς καταναλωτές, δεν είναι πολλά), την αντικατάσταση δύο-τριών ηλεκτρικών συσκευών που τα έχουν φτύσει, τα δίδακτρα για ένα μεταπτυχιακό της κόρης μου (ιδανικά εκτός Ελλάδας, αλλά συμβιβαζόμαστε και με εγχώριο δημόσιο ΑΕΙ) και, τέλος, επειδή ούκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος, ένα μικρό επίδομα αναψυχής ίσα για να καλύπτει την έξοδο του Σαββατοκύριακου (ένα σινεμαδάκι και μια μπίρα, η παιδαγωγική της λιτότητας μας έχει κάνει εγκρατείς) και ένα πενθήμερο διακοπών τον χρόνο. 

Ζητάω πολλά; Οχι υποθέτω. Τα στοιχειώδη, αυτά που βασανίζουν τον μέσο άνθρωπο των βιομηχανικών και μεταβιομηχανικών κοινωνιών, του οποίου οι πραγματικές, οι επινοημένες ή επιβεβλημένες ανάγκες του ακολουθούν τον οικονομικό και επιχειρηματικό κύκλο και τη λατρεία της οικονομικής μεγέθυνσης, ανεξάρτητα από τον βαθμό ικανοποίησης και απόλαυσης (αν υποθέσουμε πως αυτά τα δύο είναι συστατικά της «ευτυχίας) που αντλεί από αυτές. 

Αυτή η εκθετική οικονομική μεγέθυνση, η ανάπτυξη εντός ή εκτός εισαγωγικών, μετριέται σε χρήμα αενάως αυξανόμενο. Αν όπως μας λέει η Credit Suiss, που έχει το κατά τεκμήριο πιο αξιόπιστο πλουτόμετρο, ο παγκόσμιος πλούτος είναι περίπου 450 τρισ. δολάρια και θα ξεπεράσει τα 600 τρισ. στα επόμενα τρία χρόνια, κανονικά θα έπρεπε όλοι να είμαστε αν όχι ευτυχείς, πάντως λιγότερο δυστυχείς. Αλλά δεν παίζει αυτό, όχι μόνο γιατί τα πολλά λεφτά βρίσκονται στη λάθος πλευρά της Ιστορίας, της κοινωνίας και του πλανήτη. Ούτε μόνο γιατί υπάρχουν πράγματα που το χρηματικό ευτυχόμετρο δεν τα πιάνει –κοινωνικές σχέσεις, ελευθερίες, δικαιώματα, ένα ερωτικό φιλί, ένα παιδικό χάδι, ένα χαλαρό ριγιούνιον με παιδικούς φίλους. Αλλά και γιατί πάνω από το μισό του πληθωρικού παγκόσμιου πλούτου, 307 τρισ. δολάρια σύμφωνα με το ΔΝΤ που κρατάει το δυστυχόμετρο του κόσμου μας, είναι χρέος. Χρέος κρατικό και ιδιωτικό. Και επειδή το χρήμα είναι εξ ορισμού χρέος, η κατοχή του, ανεξαρτήτως ποσότητας, δεν έχει άλλο προορισμό από το να εξοφλά παλιό και να δημιουργεί νέο χρέος (ρωτήστε τις τράπεζες και θα σας το εξηγήσουν), είτε αποτιμάται σε κρατικά και εταιρικά ομόλογα, είτε σε λογαριασμούς και ανεξόφλητες οφειλές σαν αυτές που σας περιέγραψα παραπάνω. 

Το χρηματικό ευτυχόμετρο έχει λοιπόν προ πολλού καταστεί κυρίως δυστυχόμετρο. Δηλαδή το χρήμα προφανώς δεν μπορεί να αγοράσει ευτυχία, αλλά ίσως μπορεί να εξαγοράσει ένα μέρος δυστυχίας, να μας απαλλάξει από τις πηγές της καθημερινής δυσφορίας, τα χρέη και τις οφειλές μας. Θεωρητικώς ο άνθρωπος (να εξηγούμαστε: ο μέσος, κανονικός άνθρωπος, όχι ο Μασκ ή ο Μπέζος) που έχει κάποιες προϋποθέσεις να νιώσει ευτυχής, ή να αντλήσει ικανοποίηση από τη ζωή και τις μικρές χαρές της, είναι αυτός που δεν χρωστάει τίποτα και σε κανένα. 

Γι’ αυτό επαναλαμβάνω: Μήπως προσφέρεται κάποιος να εξαγοράσει τα χρέη μου; 

ΥΓ. Προφανώς τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία. Κόμματα αγοράζουν όμως;


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Από τότε που 'φτιαξε ο Θεός την πλάση

Ενα πράγμα μου 'φταιξε, μου 'φταιξε, μου 'φταιξε

Ο φτωχός ο άνθρωπος τι είχε να περάσει


Που πανάθεμα το μήλο και την Εύα την μπιρμπίλω

Του παράδεισου το τζάμπα μια για πάντα είχε χάσει

Κι όπως έχει η βδομάδα τα μερόνυχτα εφτά

Η ζωή μας η ρημάδα δε φτουράει χωρίς λεφτά


Τα λεφτά, τα λεφτά, ποιος τ' ανακάλυψε

Τα λεφτά, τα λεφτά, την πορτοφόλα

Τα λεφτά, τα λεφτά, και μας παράλειψε

Τι παθαίνει ο άνθρωπος με του παρά τη φόλα

Τα λεφτά, τα λεφτά, τα εκατομμύρια

Τα λεφτά, τα μπερντέ, τα μπικικίνια

Τα ψιλά, τα χοντρά, τριάντα αργύρια

Στο καζίνο την πατάς εφόσον έχεις γκίνια


Αμα είσαι στην ανάγκη και διά χειρός Βαράγκη

Θα πουλήσεις το τραπέζι και τη σάλα σου

Κι άμα τρέχουν οι πιστώσεις και τη μάνα σου θα δώσεις

Προκειμένου να γλιτώσεις την κεφάλα σου



«Τα λεφτά», Λίνα Νικολακοπούλου, Σταμάτης Κραουνάκης, δίσκος «Σπεράντζα» (1998) 


Saturday, February 17, 2024

To 3% έως 10%

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 17-18/2/2024



Δεν ξέρω αν υπάρχει πραγματικά κάποιος επιστημονικός τρόπος μέτρησης της σεξουαλικής ταυτότητας του πληθυσμού κι αν είναι θεμιτή μια στατιστική αποτύπωση του ποσοστού των ανθρώπων που είναι ή αισθάνονται gay, λεσβίες, αμφιφυλόφιλοι/ες, διεμφυλικοί/ές ή άφυλοι. Οι επιστήμες του φύλου είναι υπόθεση μόλις λίγων δεκαετιών, επομένως έχουν ελάχιστα στοιχεία και δεδομένα από το 200.000 και πλέον ετών χρονικό της ανθρωπότητας (ό,τι κι αν σημαίνει η λέξη) στον πλανήτη ώστε να βγάλουν ασφαλή συμπεράσματα αν κάτι άλλο, εκτός από τους σωματότυπους και τα γεννητικά όργανα γυναικών και αντρών, καθορίζει τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους. 


Το μόνο βέβαιο είναι ότι ένας περίπλοκος μηχανισμός χημείας, βιολογίας, κοινωνικότητας, προτύπων και στερεοτύπων εγκαθιδρύει μεταξύ παιδικής ηλικίας και εφηβείας τη σεξουαλική ταυτότητα κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Κατά την ταπεινή μου γνώμη το δίλημμα «γεννιέσαι ή γίνεσαι» γκέι, στρέιτ, μπάι, τρανς, μη δυαδικό άτομο είναι ψευδές. Ο,τι είναι ο καθένας μας «και γεννιέται και γίνεται», προκύπτει δηλαδή από τη διαρκή διάδραση των γενετικών δεδομένων μας με τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Κι αυτό από την εποχή που ο Δαρβίνος μάς άνοιξε τα μάτια είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Δεν εξελίσσονται μόνο τα είδη εν γένει στο πέρασμα των χιλιετιών. Εξελίσσεται και το κάθε άτομο του είδους στον σύντομο βίο του των λίγων ωρών, μηνών ή ετών, έστω κι αν οι αλλαγές είναι απειροελάχιστες για να καταγραφούν και να είναι αισθητές. 


Σε κάθε περίπτωση ένα ποσοστό του ανθρώπινου πληθυσμού, από τις προϊστορικές κοινωνίες μέχρι σήμερα, είναι δεδομένο ότι μόνιμα ή πρόσκαιρα δεν είναι στρέιτ. Και μόνο το γεγονός ότι οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες επιφύλασσαν τη σκληρή ηθική και ποινική αποδοκιμασία της ομοφυλοφιλίας επιβεβαιώνει απλώς ότι αυτή υπήρχε πάντα και δεν είναι αποτέλεσμα της ορατότητας που της απέδωσαν, με χίλια βάσανα, οι νομοθεσίες και τα κινήματα για τα δικαιώματα των τελευταίων δεκαετιών. 

Δεν χρειάζεται άλλωστε να καταφύγει κανείς στις ανεκτικές κοινωνίες της αρχαίας Ελλάδας για να τεκμηριώσει ότι η ομοφυλοφιλία, εναντίον της οποίας δεν υπήρχε τότε ρητή απαγόρευση ή αποδοκιμασία, ουδόλως επηρέασε την κυριαρχία τής τότε πατριαρχικής οικογένειας, με τη γυναίκα στο περιθώριο, στερημένη από βασικά πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Κατά κάποιο τρόπο η ομοφυλοφιλία για κάποια περίοδο έγινε ένα από τα συστατικά της αντρικής επικυριαρχίας και της γυναικείας καταπίεσης. 


Η στατιστική πάντως επιμένει να μετράει ποσοστά. Πόσοι είναι οι ΛΟΑΤΚΙ+ στον γενικό πληθυσμό; Ο μόνος τρόπος καταγραφής είναι ο αυτοπροσδιορισμός, δηλαδή τι απαντά ο καθένας στο ερώτημα «τι είσαι;» σεξουαλικά. Κι εδώ αποτυπώνονται μεγάλες αποκλίσεις από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο. 3% ΛΟΑΤΚΙ+ δηλώνουν στην Ιρλανδία, 14% απαντούν στη Βραζιλία. Αρα δεν φαίνεται να υπάρχει ένας παγκόσμιος μέσος όρος, το περίφημο 10% που επικαλούνται ορισμένοι επιστήμονες. Αλλά τι σημασία έχει ποιο είναι το ακριβές ποσοστό των ανθρώπων που διεκδικούν το αυτονόητο; Δηλαδή να αγνοήσουμε πλήρως τη σεξουαλική ταυτότητά τους και να τους αναγνωρίσουμε σαν αυτό που είναι: άνθρωποι, πολίτες, εργαζόμενοι, παραγωγοί πλούτου, φορολογούμενοι, αριθμοί κοινωνικής ασφάλισης, ΑΦΜ, αριθμοί αστυνομικής ταυτότητας, φυσικά πρόσωπα που υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα που ισχύουν για όλους. 

Δεν είμαι βέβαιος ότι χρειαζόταν ένα ξεχωριστό νομοθέτημα για τον γάμο των ομοφύλων και το δικαίωμά τους να κάνουν οικογένεια και παιδιά. Σίγουρα όμως χρειαζόταν να καταργηθούν πολλά νομοθετήματα που καταστρατηγούν εις βάρος των ΛΟΑΤΚΙ+ τα άρθρα 4 και 5 του Συντάγματος τα οποία κατοχυρώνουν την ισότητα και την προσωπική ελευθερία, όπως και το άρθρο 21 που θέτει υπό την προστασία του κράτους την οικογένεια και τον γάμο. Πουθενά δεν λέει το Σύνταγμα ότι προστατεύει μόνο κάποιου συγκεκριμένου τύπου οικογένεια και έναν μοναδικό τύπο γάμου. 


Αλλά καθώς ο νόμος που πέρασε, με τον τρόπο που πέρασε, διέσυρε και εξέθεσε οριζοντίως και καθέτως όλο το πολιτικό και κομματικό σύστημα και όλο το φάσμα Δεξιάς και Αριστεράς, αποκαλύπτοντας ότι τα στερεότυπα για το φύλο, τον γάμο, την οικογένεια, τη γονεϊκότητα, τα παιδιά δεν εκκολάπτονται μόνο στους ναούς του σκοταδισμού, αλλά και στους υποτιθέμενους κληρονόμους του διαφωτισμού, ίσως η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα (που κυρίως δικός της θρίαμβος είναι αυτό που έγινε την Πέμπτη) πρέπει να σκεφτεί κι άλλους τρόπους πίεσης για να επιβάλει την ορατότητά της. Αυτούς που καταλαβαίνει καλύτερα η κοινωνία-αγορά και το κράτος-σουπερμάρκετ.


Είναι το 3% ή το 10% του πληθυσμού; Ωραία! Είναι επομένως και το 3% ή το 10% του παραγωγικού δυναμικού, το 3% ή το 10% της κατανάλωσης, το 3% έως 10% των φορολογικών εσόδων, το 3% έως 10% των στρατευσίμων, των εργαζόμενων, των επιστημόνων, των επαγγελματιών, των δασκάλων, των αγροτών, των ψηφοφόρων, είναι το 3% έως 10% του παραγόμενου πλούτου, του ΑΕΠ κάθε χώρας. Τι θα συνέβαινε λοιπόν στην οικονομία μιας χώρας αν το 10% των πολιτών που ακρωτηριάζονται τα δικαιώματά τους αποφάσιζε να μεταναστεύσει σε φιλικότερα περιβάλλοντα ή να προχωρήσει σε παραγωγική και φορολογική απεργία; Τι θα συνέβαινε σε μια χώρα αν το 3% έως 10% του ΑΕΠ της γινόταν καπνός, αν η κατανάλωση έπεφτε αντίστοιχα, αν το ίδιο ποσοστό εργατικού δυναμικού έφευγε και τα ταμεία του κράτους άδειαζαν από τα ανάλογα ποσά; 


Ας το σκεφτεί η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα την επόμενη φορά στο επόμενο δικαίωμα που θα διεκδικήσει. Στον καπιταλισμό η νομική ισότητα των πολιτών επιβάλλεται με όρους αγοράς, είναι δούναι και λαβείν, είναι σαν το ισοζύγιο του κράτους ή μιας επιχείρησης. Αν δίνεις πολύ περισσότερα από όσα παίρνεις, σημαίνει ότι κάποιος σε κλέβει. Και εντάξει, σε επίπεδο κατανομής του πλούτου ας πούμε ότι αυτό είναι η σταθερά του οικονομικού μοντέλου μας μέχρι ανατροπής του (δηλ. μέχρι να αποφασίσουμε να το ανατρέψουμε). Αλλά στο πεδίο της ίσης κατανομής των ατομικών δικαιωμάτων ώς πότε να ανέχεται κανείς την κλοπή; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Εάν είναι αποδεκτό το γεγονός ότι η οικογένεια έχει περάσει διά μέσου τεσσάρων διαδοχικών μορφών, και είναι τώρα σε μια πέμπτη, προβάλλει αμέσως το ερώτημα εάν αυτή η μορφή μπορεί να είναι μόνιμη στο μέλλον. Η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι πως κι αυτή πρέπει να προχωρήσει, όπως και η κοινωνία προχωρεί, και ν’ αλλάξει όπως και η κοινωνία, ακόμη όπως και αυτή άλλαξε στο παρελθόν. Είναι το δημιούργημα του κοινωνικού συστήματος, και θα καθρεφτίζει τον πολιτισμό του. Οπως η μονογαμική οικογένεια έχει βελτιώσει σε μεγάλο βαθμό από τότε το ξεκίνημα του πολιτισμού, και πολύ αισθητά στους σημερνούς χρόνους, μπορούμε να υποθέσουμε τουλάχιστον πως αυτή είναι ικανή για μια ακόμη πιο πέρα βελτίωση, μέχρι να επιτευχθεί η ισότητα των φύλων. Η μονογαμική οικογένεια μελλοντικά θα καταλήξει ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνίας, αναλαβαίνοντας τη συνεχή πρόοδο του πολιτισμού, αλλά είναι αδύνατον να προείπουμε τη φύση της διαδόχου της.


Lewis Henry Morgan, «Η αρχαία κοινωνία» (1877)  


Saturday, February 10, 2024

Πέρα στο πέρα campus…

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 10-11/2/2023


Το θυμάστε το τραγουδάκι «πέρα στους πέρα κάμπους», που το έχει κάνει και ωραία διασκευή ο Κηλαηδόνης; Παλιό, παραδοσιακό, από τη Ρόδο, δημιουργός του πιθανά κάποιος Σταμάτης Χατζηδάκης για τον οποίο δεν ξέρω περισσότερα. Μεταπολεμικά το έκανε διάσημο η εκτέλεση με τον Γούναρη κι έγινε από τα δημοφιλέστερα παραδοσιακά τραγούδια, που μάλιστα διδασκόταν στα σχολειά και τραγουδιόταν από τις παιδικές χορωδίες. Ακούγεται ευχάριστο, χαρούμενο, περιπαικτικό, αλλά αν προσέξει κανείς τους στίχους του, θα αντιληφθεί ότι δεν περιγράφει απλώς ένα αθώο, τρυφερό φλερτ στην εκκλησιά ενός μοναστηριού ανάμεσα σε έναν νεαρό (πιθανότατα) άνδρα και μια κοπελιά που η ομορφιά της κάνει την εκκλησία να λάμπει, αλλά μια ιστορία κακοποίησης. Διότι, τι απαντά η κοπελιά στον άνδρα που τη ρωτά από πού είναι; Οτι είναι από τον μαχαλά, έχει δυο παιδιά και γέρο άνδρα, αλλά με σκληρή καρδιά, που «ολημερίς τη δέρνει». Και μάλιστα με ιδιαίτερο σαδισμό τής δίνει «βαρύ σταμνί και κοντό σκοινί» για να αργήσει να γεμίσει νερό και να έχει αφορμή να την ξαναδείρει. «Τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλα / τριαλαλαλαλααλαλαλαλαλαλαλα», κλείνει η τελευταία στροφή του τραγουδιού, και αναρωτιέμαι αν τα παιδάκια των σχολικών χορωδιών, που κλείνανε με χαρωπό ρυθμό αυτή την ιστορία, αντιλαμβάνονταν τη σκληρότητά της ή τη θεωρούσαν αστεία. Ή πολύ οικεία, στην περίπτωση που η ενδοσυζυγική βία ήταν η καθημερινότητα και της δικής τους οικογένειας στους πέρα κάμπους ή στις πέρα πόλεις. 

Εντάξει, ομολογώ ότι η ιστορία της κακοποιούμενης κοπελιάς που ζητούσε παρηγοριά σε εκκλησιά μοναστηριού στους πέρα κάμπους, που δεν ξέρουμε πού ακριβώς βρίσκονται, και που ο δημιουργός της είχε την ευαισθησία να τη διασώσει, και να την καταγγείλει τραγουδιστικά σε μια εποχή που η κακοποίηση ήταν μια κανονικότητα, είναι το πρόσχημα για να περάσουμε σε μια άλλη ιστορία πολιτικής κακοποίησης που συντελείται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οχι στους πέρα κάμπους, αλλά στα… υπερπέραν campus(es) που και καλά θα γίνουν στην Ελλάδα. Ητοι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Που φυσικά δεν πρόκειται να αναπτυχθούν σε τίποτα κάμπους, αλλά πιθανότατα, όταν και αν γίνουν, θα στριμωχτούν σε πολυκατοικίες και γραφεία στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, άντε και της Πάτρας ή του Ηρακλείου. Γιατί οι υποψήφιοι ακαδημαϊκοί επενδυτές, που βιάζεται να εξυπηρετήσει η Μητσοτάκης Α.Ε., μιαν αρπαχτή θέλουν να κάνουν οι άνθρωποι. Να κακοποιήσουν και οικονομικά την επιθυμία και την ανάγκη κάθε ελληνικής οικογένειας να δώσει στα παιδιά της πιστοποιημένα γνωστικά εφόδια και πτυχία τα οποία θα βεβαιώνουν ότι μπορούν να κάνουν εκείνη ή την άλλη δουλειά. 

Κατ’ αρχάς, ας μιλήσουμε για την κακοποίηση των λέξεων. Για την οποία δεν φταίει κανείς, φταίει μόνο η ετυμολογία, που έχει το ακατολόγιστο. Οι γλώσσες είναι ζωντανοί οργανισμοί και ακολουθούν τη ζωντάνια των αέναα μετακινούμενων ανθρώπων εδώ και χιλιετίες, από Βορρά σε Νότο, από Ανατολή σε Δύση, από το κρύο στη ζέστη, από την απελπισία στην ελπίδα. Campus στα λατινικά σημαίνει το ίσιωμα, η πεδιάδα, το λιβάδι, που είναι ιδανικό πεδίο για τη σύγκρουση στρατών, αλλά και για την ανάπτυξη συγκροτημάτων που θα στεγάσουν πανεπιστήμια, γνώση, έρευνα, καινοτομία, εκπαίδευση. Φυσικά και για καλλιέργειες. Ετσι προκύπτουν οι αντιφατικές εκ πρώτης όψεως έννοιες του campus και των παραγώγων του. Εν αρχή ην ο κάμπος, φυτεμένος και πράσινος συνήθως· έπειτα είναι η «σαμπάνια», ο καμπανίτης οίνος που βγαίνει από τους αμπελώνες συγκεκριμένης περιοχής της Γαλλίας, και η καμπάνα των εκκλησιών, και η καμπάνια, και το κάμπινγκ, ο campio, που είναι ο μαχητής, ο στρατιώτης, αλλά και ο champion, o πρωταθλητής, εξ ου και όλα τα τσάμπιονς λιγκ της χώρας, της Ευρώπης και του κόσμου, αλλά από την ίδια ρίζα φύτρωσε και το γερμανικό Kampf, αγώνας, από το οποίο προέκυψε και το κακόφημο «Mein Kampf» του Χίτλερ. 

Η λέξη campus, λοιπόν, ταξίδεψε σε όλους τους πέρα κάμπους της υφηλίου, πριν αποκτήσει αυτή την ειδική διάσταση του πανεπιστημιακού campus, το οποίο κουβαλάει όλη την παράδοση του ανθρωπισμού και του διαφωτισμού, έχοντας περάσει από τους κάμπους της Φλωρεντίας και της Τοσκάνης, της Κόρδοβας, της Ζυρίχης ή της Οξφόρδης. Το βασικό συνεκτικό στοιχείο αυτής της παράδοσης, σχεδόν χιλίων ετών, ήταν ότι η ακαδημαϊκή εκπαίδευση, στην οποία οφείλουμε τη διανοητική και τεχνολογική πρόοδο που απολαμβάνουμε σήμερα, έπρεπε να είναι απερίσπαστη από οικονομικούς καταναγκασμούς, χωρίς απαίτηση ανταπόδοσης, άρα δημόσια, έστω κι αν οι χρηματοδότες της για κάποιο διάστημα δεν ήταν το κράτος, αλλά ζάπλουτοι ιδιώτες που διέθεταν τις άφθονες υπεραξίες τους χωρίς να απαιτούν τα λεφτά τους πίσω. 

Γι’ αυτό και σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στους πιο σκληρούς καπιταλισμούς του πλανήτη, τα δημόσια πανεπιστήμια είναι ο κανόνας, και τα ιδιωτικά η εξαίρεση. Η επιχειρηματική ελίτ διεθνώς είναι πρόθυμη να ενθαρρύνει τη μαζική παραγωγή εκπαιδευμένων εγκεφάλων και δεξιοτεχνών, από τους οποίους θα αντλήσει τεχνοκράτες, στελέχη, εξειδικευμένο δυναμικό, σχεδιαστές του μέλλοντος ή ειδικούς της κοινωνικής μηχανικής. Επομένως, το ενδιαφέρον των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων δεν είναι να στήσουν δικά τους πανεπιστημιακά μαγαζιά για να βγάλουν λεφτά από τα δίδακτρα, αλλά να επηρεάσουν, και μέσω χρηματοδοτήσεων, την εκπαιδευτική πολιτική των δημόσιων πανεπιστημίων. Αυτό συντελείται εδώ και δεκαετίες στα μεγάλα πανεπιστημιακά κέντρα του κόσμου (ΗΠΑ, Αγγλία), πράγμα που δεν έχει καμιά σχέση με τα εκπαιδευτικά «μίνι μάρκετ» που θέλει να ανοίξει εδώ η Μητσοτάκης Α.Ε. 

Για να μιλήσουμε επί της ουσίας: κατά την ταπεινή εκτίμησή μου, η βασική ιδέα του κυβερνητικού σχεδίου είναι να μεταφερθεί ένα μεγάλο μέρος του ετήσιου τζίρου των 2 δισ. ευρώ και πλέον που δαπανούν οι ελληνικές οικογένειες για την προετοιμασία των υποψηφίων-παιδιών τους στα ΑΕΙ από τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα στα δίδακτρα των εκπαιδευτικών μίνι μάρκετ, δηλαδή στα ιδιωτικά πανεπιστήμια που είναι έτοιμοι να χρηματοδοτήσουν κάποιοι επιχειρηματικοί και επενδυτικοί όμιλοι, με σαφώς κερδοσκοπικές φιλοδοξίες. Αναζητήστε τους κυρίως στις κατασκευές και στην υγεία, στις οποίες οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές διαθέτουν τα απαιτούμενα παρελκόμενα. Η Μητσοτάκης Α.Ε. προσφέρει το κίνητρο στους υποψήφιους πελάτες τους: αντί να χαλάνε τα λεφτά τους σε ακριβά φροντιστήρια και ιδιαίτερα για να πιάσουν τις ψηλές βάσεις εισαγωγής, μπορούν να τα διαθέσουν για τα δίδακτρα των ιδιωτικών ΑΕΙ, όπου θα εγγράφονται και με την ελάχιστη βάση. Και η αριστεία, ας πάει να βολοδέρνει στους πέρα κάμπους. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

…Οταν ο Μάρβιν έφτασε, του ανακοίνωσε, όπως ήταν αναμενόμενο, ότι η προσφορά του είχε γίνει δεκτή και εξέφρασε την ευχή περισσότερα μέλη του διδακτικού προσωπικού να ήταν παρομοίως ικανά να συνδράμουν το πανεπιστήμιο. Το Χάρβαρντ ήταν ευλογημένο να έχει πολλές δυνατότητες, αλλά είχε και πολλές ανάγκες. 

Ο Μάρβιν είπε ότι σίγουρα θα λάμβανε υπόψη οποιεσδήποτε ευκαιρίες και ανάγκες. 

Εκείνο το βράδυ ο Μάρβιν κοίταξε πάλι τις εκτυπώσεις του υπολογιστή του με τους υπολογισμούς του ΔΑΠ (σ.σ. Δείκτης Ανορθολογικών Προσδοκιών) για τις επενδύσεις του Χάρβαρντ. Ως αντίκτυπος του κραχ του 1987, υπήρχε ακόμη ένα μικρό περιθώριο ενίσχυσης του πεσιμισμού. Σκέφθηκε αν θα έπρεπε να μοιραστεί με το πανεπιστήμιο το διόλου ευκαταφρόνητο κέρδος που θα είχε εντέλει από την πώληση των πρότερων χρεογράφων του, αλλά αποφάσισε ότι προς το παρόν δεν θα το έκανε. 


John Kenneth Galbraith, "Ενας καθηγητής Οικονομικών του Χάρβαρντ"

Sunday, February 4, 2024

Στοχαστικά τοπία, αστόχαστοι άνθρωποι

 Η Εφημερίδα των Συντακτών 3-4/2/2024

"Απειλή". Κλ. Δίγκα, 2023

Σ’ αυτή τη στήλη, που για είκοσι και πλέον χρόνια αυτοπροσδιορίζεται ως οικονομικό/παραοικονομικό ή αντιοικονομικό χρονογράφημα, έχουν αξιοποιηθεί (ή κακοποιηθεί) σχεδόν όλες οι καλές τέχνες, με εξαίρεση ίσως τη μουσική, μια και δεν έχει βρεθεί τρόπος να «τραγουδήσει» το χαρτί, εκτός κι αν με QRCode προτείνει κανείς το σάουντρακ κάθε κειμένου. Ο κινηματογράφος είναι το συνηθέστερο καταφύγιο, η λογοτεχνία και το θέατρο ακολουθούν, σπανιότερη είναι η προσφυγή στις άλλες τέχνες, ενδεχομένως λόγω ελλιπούς εξοικείωσης του γράφοντος με τους κανόνες τους. 

Η ζωγραφική, για ποικίλους λόγους, μου έχει γλιτώσει, αλλά τις λίγες φορές που παρεισέφρησε στη στήλη τα κίνητρα ήταν μεροληπτικά. Και για την ακρίβεια τα προκάλεσαν οι εκθέσεις της εξαδέλφης Κλεοπάτρας Δίγκα, με την οποία τον συγγενικό δεσμό τον ζεστάναμε αργά και σχεδόν συμπτωματικά. Η Παρή Σπίνου τής έκανε μια εξαιρετική συνέντευξη («Εφ.Συν.», Νησίδες, 20/1/2024) για την τελευταία έκθεσή της, οπότε παραπέμπω εκεί για το καλλιτεχνικό σκέλος της τελευταίας δουλειάς της, όπως και στην Πινακοθήκη Βογιατζόγλου στη Νέα Ιωνία, μέχρι 19/2. 

Την Κλεοπάτρα την εντόπισα πρώτη φορά ως έφηβος στα 1975, είχε σχεδιάσει το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου του Μικρούτσικου «Πολιτικά τραγούδια», τότε τα εξώφυλλα των δίσκων βινιλίου είχαν μια βαρύτητα, συμπλήρωναν παραστατικά την όλη εμπειρία. Εκ των υστέρων ανακάλυψα ότι τον πάταγο τον είχε κάνει τρία χρόνια νωρίτερα, επί χούντας, το 1972, με τη συμμετοχή έργων της στην έκθεση των «Πέντε νέων ρεαλιστών» (Βαλαβανίδης, Δίγκα, Κατζουράκης, Μπότσογλου, Ψυχοπαίδης), μια κριτική ρεαλιστική ματιά στη σύγχρονη πραγματικότητα, με το πολιτικό και ιδεολογικό σχόλιό τους υπόρρητο ή και ρητά διατυπωμένο στο μανιφέστο τους για τη «λειτουργία του έργου τέχνης», που είχε κυκλοφορήσει έναν χρόνο πριν. 

Στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, η εξαδέλφη Κλεοπάτρα διέτρεξε μια υπερδραστήρια πορεία με επτά εκθέσεις και αντίστοιχες ζωγραφικές καταβυθίσεις στην «ανθρώπινη κατάσταση», που αφήνουν μια απορία για το πώς προήλθαν από τον χρωστήρα του ίδιου καλλιτέχνη, τρία βιβλία, σκηνογραφίες, εκπαιδευτικό έργο στα εικαστικά εργαστήρια Καλαμάτας και Πάτρας και σταθερό κοινωνικό και πολιτικό ακτιβισμό. Ο διαρκής ζωγραφικός αναστοχασμός της δεν την απομονώνει στο εργαστήριό της. Είναι παρούσα, ευαίσθητη, ανήσυχη σε ό,τι συμβαίνει. Είτε στη Ν. Φιλαδέλφεια/Χαλκηδόνα, που είναι η βάση της, είτε στη Λευκάδα, που είναι για δεκαετίες η θετή πατρίδα της. Ισως αυτή η περιπλάνηση είναι συστατικό του προσφυγικού DNA της (οι γιαγιάδες μας, αδερφές, ήρθαν από τη Σμύρνη). 

Αυτή η περιπλάνηση καταλήγει στα «Στοχαστικά τοπία» της. Στοχάζονται τα τοπία; Θέλουν να μας πουν κάτι τ’ αγριόχορτα που γεμίζουν κάθε κενό εδάφους που μένει απάτητο από τις ρόδες των αυτοκινήτων ή τα βήματα των ανθρώπων; Μας ψελλίζει κάτι ο ουρανός ή η θάλασσα που τα μπλε τους συναντιούνται στη γραμμή του ορίζοντα; Εχουν φωνή τα θαλασσόκρινα που βρίσκουν τρόπο να ριζώσουν στην παχιά άμμο της παραλίας; Πού βρήκε η Δίγκα τόσα στοχαστικά, άδεια από ανθρώπινη παρουσία, τοπία, σε μια Λευκάδα που κάθε καλοκαίρι βουλιάζει από πλήθη τουριστικής απληστίας; Τα τοπία δεν στοχάζονται, αλλά ίσως οι άνθρωποι που τα αντικρίζουν στους μικρούς και μεγάλους πίνακες της Κλεοπάτρας, με τους ίδιους εντελώς απόντες από το πλαίσιό τους, στοχαστούν και αναστοχαστούν για όσα αστόχαστα προκαλούν στα τοπία. 

Πρώτη παρατήρηση, λοιπόν: τα ανθρώπινα σώματα, τόσο πανταχού παρόντα στα πενήντα και πλέον χρόνια ζωγραφικής της Δίγκα, ξαφνικά «εξορίζονται» από αυτήν. Αφήνονται μόνο μερικά ίχνη τους. Τα μονοπάτια που έχουν ανοιχτεί από τα αδιάκοπα πήγαινε-έλα στις παραλίες της Λευκάδας, μια πινακίδα «for sale» σε ένα οριοθετημένο παραθαλάσσιο οικόπεδο, τα τσιμεντένια υπολείμματα ενός εγκαταλειμμένου τουριστικού περιπτέρου που σιγά σιγά καταπίνονται από την άπληστη βλάστηση και, το πιο χαρακτηριστικό, το αχνό, διάφανο σχεδίασμα ενός ξενοδοχείου που τοποθετείται στο κέντρο ενός παραθαλάσσιου «στοχαστικού τοπίου» με τίτλο: «Απειλή». Αλλά ποιος απειλείται πραγματικά; Το τοπίο που θα εξαφανιστεί πίσω από το πράγματι σχεδιαζόμενο τεράστιο τουριστικό συγκρότημα κοντά στο Κάστρο της Λευκάδας; Ή το τουριστικό θηρίο, που ακόμη κι αν γίνει, κάποια στιγμή θα παρακμάσει και το τοπίο με τον έναν τον άλλον τρόπο θα το καταπιεί, όπως τις τεράστιες αρχαίες πόλεις που μόλις τώρα ανακαλύπτονται κάτω από την πυκνή ζούγκλα του Αμαζονίου; 

Δεύτερη παρατήρηση: τα στοχαστικά τοπία της Κλεοπάτρας δεν είναι προϊόντα αναχωρητισμού ή απόφασης φυγής από τις κριτικές απεικονίσεις της ανθρώπινης κατάστασης, πολιτικής, κοινωνικής, ιδεολογικής, σωματικής, που κυριαρχούσαν μέχρι τώρα στη ζωγραφική της. Είναι το αποτέλεσμα αφ' ενός μιας περιόδου «εγκλεισμού» στην αγαπημένη της Λευκάδα στη διάρκεια της πανδημίας και των λοκντάουν και αφ' ετέρου μιας μικρής «εξέγερσης» της τοπικής κοινωνίας (Λευκαδιτών και… Λευκαδολατρών) εναντίον του σχεδίου ιδιωτικής εταιρείας να αναπτύξει τεράστιο τουριστικό συγκρότημα και να ιδιωτικοποιήσει την περιοχή του Κάστρου και της παραλίας του. Η «Εφ.Συν.» έχει καταγράψει αυτόν τον αγώνα, που κλιμακώθηκε με αγωγές και εξώδικα εκφοβισμού, και οφείλω να ομολογήσω ότι η Κλεοπάτρα, που ήταν αφοσιωμένο κομμάτι της τεράστιας κινητοποίησης, ήταν το κεντρί, ο οίστρος των ρεπορτάζ που δημοσιεύσαμε από το 2022 και μετά. Ο εκκωφαντικός, λοιπόν, στοχασμός των Λευκαδιτών για την υπεράσπιση της βόλτας τους, της αμμουδιάς τους, της παραλίας τους από την ισοπεδωτική τουριστική ανάπτυξη, στη ζωγραφική της Δίγκα μεταμορφώθηκε σε έναν σιωπηρό στοχασμό του ίδιου του λευκαδίτικου τοπίου που λέει στους χρήστες του: «Δείτε με, απολαύστε με, σεβαστείτε με, στοχαστείτε με, αστόχαστοι άνθρωποι, για να με βρουν και τα παιδιά και τα εγγόνια και τα δισέγγονά σας». 

Αλλά, το λέει πολύ καλύτερα η εξαδέλφη Κλεό, περιγράφοντας τη γέννηση της νέας ζωγραφικής δέσμευσής της με τη φύση: «Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, βγαίνοντας βρεγμένη από τη θάλασσα, ρίχτηκα πάνω στη ζεματιστή άμμο. Δίπλα μου άνθιζε ένα μοναχικό θαλασσόκρινο. Αλλο δίπλα του μαραμένο, άλλο είχε δέσει κάψα για του χρόνου. Τη χάραξα με το χέρι. Μέσα της είχε τρεις σπόρους, τυλιγμένος ο καθένας μ’ ένα σπογγώδες σώμα. Το ζούληξα κι ήταν γεμάτο νερό. Δέος. Τότε είχα το πρώτο κοσμικό θρησκευτικό συναίσθημα. Εγώ, μια άθεη. Γύρισα ανάσκελα, πάνω μου ο ουρανός, κάτω εγώ. Συλλαμβάνω το Σύμπαν εμπειρικά. Είμαι κομμάτι από το άγνωστο χάος. Αγνωστο χάος το μέσα στο σώμα μου. Είμαι κομμάτι του. Ξύπνησε μέσα μου ένας βαθύς σεβασμός για ό,τι με περιβάλλει και μια υποχρέωση: να το αφήσω όπως το βρήκα. Ολα είχαν αλλάξει πια».

Ολα έχουν αλλάξει πια. Η αστόχαστη υπερανάπτυξη, ακόμη και κάτω από το πράσινο καμουφλάζ της, απειλεί το εύθραυστο ενδιαίτημα της ανθρωπότητας. Στη μικροκλίμακα της Λευκάδας ή στη μεγάλη του πλανήτη. Τα τοπία επιβάλλουν στοχασμό. Και δράση. Εντός και εκτός κάδρου. 

ΚΙΜΠΙ 

Kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.gr



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Πού χρόνος πια! Φαγώνεται. Πού χρόνος για κήπια, κληματαριές κι ασβεστώματα! Κι όμως, τα θυμάμαι. Αλλοτε τα είχα δει. Υπήρχαν όταν στα δώδεκα είχα περάσει με το τρένο για την Ολυμπία. Πάντα τα έφερνα στο μυαλό μου, όλα αυτά τα χρόνια, με τον τρόπο που γράφει τις εντυπώσεις ένα παιδί. Τους κήπους με τις πασχαλιές και τα τριαντάφυλλα, που ξεχείλιζαν από χρώματα μέσα στο μεσημεριάτικο φως στις μάντρες. Νόμιζα πως θα ήταν πάντα εκεί. Μοιάζει να βαριούνται την ίδια τους τη ζωή οι άνθρωποι και το κέρδος της να έχει μετατοπιστεί.

Κλεοπάτρα Δίγκα, «Θέση 44, Παράθυρο»