Sunday, September 22, 2024

Ταπεράκια έξω

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 21-22/9/2024 

 


Ο Μάικλ Μουρ, ο θορυβώδης κινηματογραφιστής και συγγραφέας, έχει δίκιο. Ο καπιταλισμός είναι μια ιστορία αγάπης. Η εξάρτησή μας από τον καπιταλισμό δεν είναι μόνο υπόθεση βίαιης υποταγής, σκληρής εκμετάλλευσης και επιδέξιας παραπλάνησης. Είναι μια σχέση βαθιά συναισθηματική, σχεδόν ερωτική και εντελώς ανεξάρτητη κι ανεπηρέαστη από την απέχθεια ή τη διάθεση ανατροπής που αισθανόμαστε για το σύστημα που διαβουκολεί την όλη ανθρωπότητα εδώ και μισό αιώνα.

Πάρτε την είδηση για την αίτηση πτώχευσης της Tupperware. Μετρήστε πόσες εκατοντάδες, χιλιάδες ιστορίες αναπόλησης της σχεδόν 90χρονης ιστορίας της πολυεθνικής πλημμύρισαν τα ΜΜΕ και τις ενημερωτικές ιστοσελίδες. Ρετρό φωτογραφίες από τα πλαστικά δοχεία με τα αεροστεγή καπάκια, με τον εφευρέτη τους τον Earl Tupper που το όνομά του έχει δημιουργήσει ένα σωρό καινούργιες λέξεις σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, με την πραγματικά σοφή Brownie Wise, την πωλήτρια που επινόησε τα πάρτι επίδειξης των πλαστικών προϊόντων, εγκαινιάζοντας έναν πρώιμο καπιταλισμό της πλατφόρμας σε μια ψηφιακά ανυποψίαστη, αναλογική εποχή.

 Ολα τα δημοσιεύματα ξεχειλίζουν νοσταλγία για ένα εμβληματικό success story του βιομηχανικού καπιταλισμού, για την άνοδο και πτώση της αυτοκρατορίας του πλαστικού και τελικά για εκείνη τη χρυσή εποχή που ο Γκαλμπρέιθ αποκάλεσε «κοινωνία τη αφθονίας». Τα τάπερ ήταν ανάμεσα στα σήματα κατατεθέντα αυτής της εποχής.

Στον αντίποδα αυτής της φενάκης,
που έχει προ πολλού κλείσει τον κύκλο της και ως αυταπάτη των καπιταλιστών και ως εξαπάτηση των υποτελών τους (καταναλωτών και μισθωτών), οι σημερινοί νέοι, είτε ως σπουδαστές είτε ως εργαζόμενοι που σιτίζονται με τα ταπεράκια της μαμάς, ή με τα δικά τους εν πάση περιπτώσει, με φαγητό από το σπίτι γιατί ακόμη και το φτηνό καθημερινό ντελίβερι έχει γίνει ακριβό σπορ, δεν υποψιάζονται ότι αυτό το πλαστικό σύμβολο ανέχειας, εγκράτειας ή κανονικής φτώχειας σήμερα, υπήρξε κάποτε σύμβολο καταναλωτικής αφθονίας, ευμάρειας, ακόμη και παράγοντας υγείας για τα νοικοκυριά.

Ισως δεν μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό αυτό σήμερα, όταν πέρα από τα Tapperware υπάρχουν πλαστικά δοχεία μιας χρήσης αξίας λίγων λεπτών διαθέσιμα στα σούπερ μάρκετ κατά πεντάδες, ή όταν κάθε δευτερόλεπτο εκατομμύρια πλαστικά μπουκάλια νερού ή αναψυκτικού ανοίγονται, αδειάζονται από το δροσιστικό περιεχόμενό τους και πετάγονται, χωρίς ούτε το 10% από αυτά να μπουν στον κύκλο ανακύκλωσης, όπως υπόσχονται απατηλά οι ετικέτες τους. Ισως δεν είναι αντιληπτό πόσο πολύτιμη μπορεί να ήταν για μια οικογένεια της δεκαετίας του 1960 στην Ελλάδα, που μπορεί να μην είχε ψυγείο ή είχε ακόμη ψυγείο με πάγο, μια σειρά από πλαστικά δοχεία φύλαξης τροφίμων. Και άρα, πόσο το εξοβελιστέο και αποδιοπομπαίο σήμερα πλαστικό, που δεν βιοδιασπάται, που αποσυντίθεται σε τρισεκατομμύρια μικροπλαστικά και πνίγει τα έμβια όντα της θάλασσας, ήταν το μικρό μέρισμα πλούτου που απένεμε στους μικροαστούς και τους προλετάριους ο πλαστικός καπιταλισμός των μεταπολεμικών χρόνων.

Είδατε που με κατέλαβε και μένα η νοσταλγία του πλαστικού καπιταλισμού;
Γιατί στις γειτονιές της αντιπαροχής στην Αθήνα των σίξτις, στις οποίες κι εγώ μεγάλωσα, οι επιδείξεις των τάπερ έδιναν κι έπαιρναν, και η μαμά που ήταν μοδίστρα κι είχε έναν μεγάλο κύκλο από πελάτισσες στη γειτονιά ήταν ιδανική οικοδέσποινα για να φιλοξενήσει τέτοιες επιδείξεις. Αλλά παρά τις πιέσεις που της ασκούσαν κάποιες γνωστές πωλήτριες της Tupperware, λίγες θυμάμαι να γίνονται τελικά στο υβρίδιο σαλονιού και εργαστηρίου ραπτικής που ήταν το μισό σπίτι μας. Προφανώς ήταν μπελάς για την κ. Βέρα, που έπρεπε να συμμαζέψει για να μην εκτεθεί στις γειτόνισσες, ίσως και να μην το γούσταρε κιόλας, γιατί η κ. Τάδε που έκανε χρόνια τις επιδείξεις έβγαζε με εξοργιστική ευκολία έναν σκασμό λεφτά βγάζοντας τα ταπεράκια έξω από τις μεγάλες τσάντες και θήκες της, ολόκληρη πολυκατοικία λέγεται ότι είχε σηκώσει, ενώ η ίδια έπρεπε να δουλεύει 12 ώρες τη μέρα με τη Singer ίσα για να τα βγάζουμε πέρα. Ακόμη και η αγορά πέντε δοχείων τάπερ ήταν μια δαπάνη διόλου ευκαταφρόνητη.

Αλλά αυτό που έκανε η κ. Τάδε (πραγματικά δεν μου ’ρχεται τ’ όνομά της
, αλλά έχω την εικόνα της, πάντα φρεσκοχτενισμένο μαλλί, συνήθως «λάχανο», και καλοντυμένη, αν και δεν ραβόταν στη μάνα μου) γινόταν από εκατοντάδες σε όλη τη χώρα, κι έτσι η μικρή πλαστική πολυτέλεια που άρχισε να κατακλύζει τα νοικοκυριά έφερε κι ένα εργοστάσιο παραγωγής στην Ελλάδα και, διόλου τυχαία φαντάζομαι, αφού το χρήμα έρρεε άφθονο, μια έδρα του ελληνικού βραχίονα της πολυεθνικής στο κέντρο της Αθήνας, έναντι ΥΠΕΞ, ψηλά στην Ακαδημίας, με μια βιτρίνα στην οποία τα πολύχρωμα πλαστικά δοχεία εκτίθενται ανάμεσα σε μια προθήκη με πανάκριβα κρύσταλλα μπακαρά και μιαν άλλη με γυναικεία ρούχα πρετ α πορτέ και αξεσουάρ, έκαστο των οποίων τιμάται από μισό έως τρεις μέσους μισθούς. Αν η κυρία Βέρα, η μοδίστρα, είχε προλάβει ζωντανή αυτή την εξέλιξη, ίσως να εξοργιζόταν για το γεγονός ότι είχε έστω αυτή την ελάχιστη συμβολή στη διόγκωση της διεθνούς πλαστικής αυτοκρατορίας.

Αλλά όλες οι ιστορίες επιτυχίας είτε του αναλογικού είτε του ψηφιακού καπιταλισμού, στον σκληρό πυρήνα τους είναι ιστορίες απληστίας. Η Tupperware, με τους πολλούς διαδοχικούς ιδιοκτήτες της, έμεινε μέχρι τέλους πιστή στο μοντέλο πώλησης που δημιούργησε, στον πρώιμο καπιταλισμό πλατφόρμας που έφτασε να αριθμεί κάποια στιγμή πάνω από 3 εκατ. «συνεργάτες-πωλητές» σε όλο τον κόσμο, τρέφοντας ισάριθμες μικρές ιστορίες απληστίας, που ωστόσο συνετρίβησαν πάνω στις νέες, μεγάλες, παγκόσμιες ιστορίες απληστίας που έφερε ο νέος, ο ψηφιακός καπιταλισμός της πλατφόρμας. Γιατί, τι μας χρειάζονται οι περιποιημένες κυρίες των κατ’ οίκον επιδείξεων, όταν έχουμε τις πλατφόρμες ηλεκτρονικών πωλήσεων, όπου βρίσκεις όλα τα ταπεράκια του κόσμου -μικρά, μεγάλα, στρογγυλά, τετράγωνα, οβάλ, ρηχά, βαθιά, κόκκινα, κίτρινα, πολύχρωμα, διάφανα- και με ένα κλικ τα παραγγέλνεις κι έρχονται σπίτι από ανυποψίαστους «συνεργάτες» μιας άλλης πλατφόρμας, που δεν ξέρουν καν τι περιέχει το πακέτο που παραδίδουν.

Και τι περιέχει το πακέτο; Απειρες εκδοχές του αγαπημένου πολυαιθυλένιου, που ο ευφυής μακαρίτης Ερλ Τάπερ σκέφτηκε να το μετατρέψει σε κάτι τόσο απτό, χρηστικό, παγκόσμιο, πυροδοτώντας τη δημιουργία ενός ολόκληρου κόσμου από πλαστικό, με τόσους καταναλωτές, τόσους παραγωγούς, τόσους διακινητές, τόσους πωλητές, τόσους εφευρέτες και τόσους ανταγωνιστές, ώστε ακόμη κι η αυτοκρατορία Tupperware, ή ό,τι είχε απομείνει από αυτή, να πέσει θύμα της επιτυχίας της.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Δεν υπάρχει καλός καπιταλισμός. Ο καπιταλισμός είναι ένα οργανωμένο σύστημα που εγγυάται ότι η απληστία αποτελεί την πρωταρχική δύναμη του οικονομικού μας συστήματος και επιτρέπει στους λίγους να γίνουν πολύ πλούσιοι και σε μας τους υπόλοιπους να φανταζόμαστε ότι μπορεί να γίνουμε κι εμείς (πολύ πλούσιοι), αν απλώς δουλέψουμε σκληρά. Αν πουλήσουμε αρκετά προϊόντα Tupperware και Amway, μπορούμε κι εμείς να πάρουμε μια ροζ Cadillac.

Μάικλ Μουρ, συνέντευξη μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ του «Capitalism, a Love Story», 2009


Sunday, September 15, 2024

Α, μας κακομαθαίνετε, Σούπερ Μάριο!

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 14-15/9/2024


Ο Μάριο Ντράγκι είναι 77 ετών. Να τα χιλιάσει ο άνθρωπος, δεν λέω, και μακάρι να έχει μέχρι τα 100 το μυαλό και την κράση που διαθέτει, αλλά σε μια δεκαετία θα είναι 87 ετών. Επομένως, δεν είναι βέβαιο ότι θα έχει τη δύναμη να υπερασπίσει τον νέο μωσαϊκό νόμο με τις δέκα ή χίλιες εντολές που κατέβασε από το Μον Μπλαν, μια και το Σινά πέφτει μακριά. Από την περασμένη Δευτέρα η έκθεσή του λατρεύεται από τις ευρωπαϊκές επιχειρηματικές κεφαλές, οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας, της ενέργειας, του φαρμάκου, των εξοπλισμών, λίγο πιο διακριτικά οι τραπεζίτες, δεν τσιγκουνεύτηκαν τα εγκώμια και τα χειροκροτήματα. Κι όλοι τους προσβλέπουν στην υιοθέτησή της από τη νέα Κομισιόν της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. 

Ποιο είναι το νόημα της ενθουσιώδους υποδοχής της έκθεσης Ντράγκι, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι μια δυσοίωνη Ιερεμιάδα που προβλέπει παραγωγική παρακμή της Ε.Ε. λίαν προσεχώς; Οτι η έκθεση μυρίζει χρήμα. Πολύ χρήμα, κι άλλο χρήμα, σαν την πλημμυρίδα της ποσοτικής χαλάρωσης που πρόσφερε ο Ντράγκι ως κεντρικός τραπεζίτης από το 2015 και μετά –για να μην υπολογίσουμε κι όσα πρόφερε στη ζούλα από το 2012– τα οποία συμποσούνται σε πάνω από 3 τρισ. ευρώ. Το νέο χρήμα που υπόσχεται ο Ντράγκι φτάνει τα τριπλά του πακέτου «διάσωσης» της ευρωζώνης κατά την κρίση χρέους. Οκτώ τρισεκατομμύρια ευρώ σε βάθος δεκαετίας, αν πάρουμε τοις μετρητοίς την υπόδειξή του για δημόσιες επενδύσεις 800 δισ. ευρώ τον χρόνο σε βιομηχανία, έρευνα, καινοτομία, αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων (ήτοι εκπαίδευση, κατάρτιση, ψηφιακός εκσυγχρονισμός της παραγωγής κ.λπ.) για να μην καταπιεί την ευρωπαϊκή οικονομία ο ανταγωνισμός Αμερικανών, Κινέζων, Ινδών, Ρώσων κ.ά. Κι αυτό απαιτεί αντίστοιχο κοινό δανεισμό από την Ε.Ε. Αρα, προσδεθείτε για το απόλυτο ντεζά βου, με τη Γερμανία να βγάζει φλύκταινες και τον Σολτς να μεταλλάσσεται σε Μέρκελ. 

Φυσικά, ο Ντράγκι δεν λέει και καμιά σοφία, το αυτονόητο λέει όταν ζητάει ένα τριπλό σχέδιο Μάρσαλ δημόσιων επενδύσεων. Κι είναι απολύτως αναμενόμενο η ευρωπαϊκή βιομηχανία, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν σε ευρωπαϊκό έδαφος, να χειροκροτεί με λαχτάρα, γιατί ξέρει ότι θα είναι από τους πρώτους αποδέκτες της νέας πλημμυρίδας χρήματος που υπόσχεται ο Σούπερ Μάριο. «Δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι», έλεγε κι ο έρμος ο Δημοσθένης στους φιλιππικούς του, η άμυνα στον ανταγωνισμό των άλλων και η αύξηση του παραγόμενου πλούτου απαιτούν χρήματα από καταβολής εμπορευματικής οικονομίας. 

Αλλά η εξασφάλισή τους δεν σημαίνει τίποτα από μόνη της. Το Ταμείο Ανάκαμψης των 800 δισ. ευρώ είναι μια μικρογραφία αυτού που πρότεινε ο Ντράγκι, αλλά η απόδοσή του ενδέχεται να είναι μηδενική, γιατί το θέμα δεν είναι πόσα είναι τα χρήματα, αλλά πού πάνε, όπως αποδεικνύει το φιάσκο «Ελλάδα 2.0». Τι προσθέτει, για παράδειγμα, στην εγχώρια παραγωγικότητα η χρηματοδότηση της αγοράς ηλεκτρικών αυτοκινήτων από τους ιδιωτικούς ομίλους ενοικίασης; Απολύτως τίποτα. 

Κι απ’ αυτή την άποψη, πριν ο Σούπερ Μάριο συγκομίσει όλα τα εγκώμια και χειροκροτήματα ως μάγος που ετοιμάζεται να μας κακομάθει ξανά με άφθονο χρήμα, για να έχει μια στοιχειώδη αξιοπιστία η πρότασή του οφείλει πρώτα να δώσει έναν λογαριασμό: Τι ακριβώς απέδωσαν τα 2,6 τρισ. ευρώ της ποσοτικής του χαλάρωσης από το 2015 και μετά (από την οποία εξαιρέθηκε η Ελλάδα τιμωρητικά); Πού πήγαν, εκτός από τα ταμεία των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων; Πόσα επενδύθηκαν; Ποιο ήταν το αποτύπωμά τους σε θέσεις εργασίας, αύξηση παραγωγικότητας, ρυθμό ανάπτυξης; Τι ενίσχυσαν, εκτός από την επιχειρηματική κερδοφορία, τα πολλά λεφτά της ποσοτικής χαλάρωσης; Αλήθεια, θα δοθεί ποτέ αυτός ο λογαριασμός, πολυχρονεμένε Σούπερ Μάριο; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Αλλά υπάρχει ένα άλλο μήνυμα που θέλω να σας πω. Στο πλαίσιο της εντολής μας, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να διατηρήσει το ευρώ. Και, πιστέψτε με, θα είναι αρκετό.

Μάριο Ντράγκι, Ομιλία στον παγκόσμιο Επενδυτικό Φόρουμ στο Λονδίνο, 26/7/2012


Saturday, September 7, 2024

Καλό χειμώνα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 7-8/9/2024


Αυτή τη φορά αυτή η ευχή δεν μπορεί να είναι το απρόθυμο κλισέ που ξεστομίζουμε βαρύθυμα ή σαρκαστικά, γιατί τελειώνει το μακρύ καυτό καλοκαίρι μας και η όποια ανάπαυλα μας επιφύλασσε. Αυτή τη φορά το «καλό χειμώνα!» πρέπει να είναι μια κυριολεξία, διατυπωμένη με πάθος, με λαχτάρα. Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν καλό χειμώνα. Ούτε καλό φθινόπωρο, ούτε καλό αποκαλόκαιρο. Μια ευχή για έναν καλό, γερό, ενδεχομένως και βαρύ χειμώνα. Εναν χειμώνα με τις βροχές και τις καταιγίδες του, με τις χαμηλές θερμοκρασίες του, με τα χαμηλά βαρομετρικά του, τα χιόνια στα ορεινά από τον Οκτώβρη, χιόνια και στα πεδινά από Δεκέμβρη, τις βουνοκορφές χιονοσκεπείς μέχρι και τον Απρίλη και τους μικρούς, κρυφούς από τον ήλιο παγετώνες παχείς κι ανθεκτικούς ώς τον Αύγουστο. Χρειαζόμαστε έναν χειμώνα κανονικό, που να γεμίσει τα ποτάμια και τις λίμνες νερό, να κρατήσει το χιόνι στα μεγάλα υψόμετρα μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, να γεμίσει τις βάθρες που μετατράπηκαν σε θλιβερούς βάλτους, να ξαναδώσει υγρή ορμή στους μικρούς καταρράκτες που φέτος σχεδόν στέρεψαν. 

Χρειαζόμαστε έναν χειμώνα που να αναβιώνει όλα τα εικονογραφημένα στερεότυπα των παιδικών μας χρόνων: μολυβένιους χειμωνιάτικους ουρανούς, δέντρα που γυμνώνονται από τα φύλλα όταν πρέπει, χιονισμένα Χριστούγεννα, τρελές αμυγδαλιές που ανθίζουν τον Γενάρη, ποτάμια που φουσκώνουν επικίνδυνα, λίμνες που ξαναγίνονται πλωτές, θάλασσες φουρτουνιασμένες, ισχυρούς βοριάδες, απαγορευτικά απόπλου και μετεωρολογικές προβλέψεις για θερμοκρασίες «σε κανονικά για την εποχή επίπεδα». Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν χειμώνα που να φέρει πίσω μαζί του όλες τις εποχές που χάθηκαν η μια μέσα στην άλλη, κι ας μικρύνει η τουριστική σεζόν - δεν παίζει πια το μητσοτάκειο «ουδέν κακόν αμιγές καλού» για την κλιματική κρίση, τα καυτά κι αφόρητα καλοκαίρια του Νότου θα στείλουν τους τουρίστες στον Βορρά. 

Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν κανονικό, βαρύ χειμώνα που να επιβεβαιώσει τα απατηλά, ψευδοπροφητικά μερομήνια και να διαψεύσει τα επιστημονικά σενάρια για ραγδαία επιτάχυνση της υπερθέρμανσης. Εναν χειμώνα που θα μας αναγκάσει να ανάψουμε καλοριφέρ, να βάλουμε στο φουλ τα κλιματιστικά, να πάρουμε ξύλα για το τζάκι, αν έχουμε, ή για την ξυλόσομπα και τη στόφα. Θέλουμε έναν γερό χειμώνα, με αλλεπάλληλα χαμηλά βαρομετρικά και ψυχρά ρεύματα να κατεβαίνουν από την Αρκτική και τη Σιβηρία μέχρι τη Μεσόγειο. Θέλουμε έναν κανονικό χειμώνα που θα αντιστρέψει ακόμη και τις χρήσεις των λέξεων: «καλοκαιρία» θα είναι οι βροχές και τα χιόνια, «κακοκαιρία» οι ξηρασίες, οι ανυδρίες και οι καύσωνες. Θέλουμε οι μετεωρολόγοι να προαναγγέλλουν γελαστοί τη σημαντική πτώση της θερμοκρασίας και τα δελτία θυέλλης, να προβλέπουν με ένα βλέμμα ανησυχίας πως «αύριο αναμένεται αίθριος καιρός». Χρειαζόμαστε έναν χειμώνα που θα αλλάξει ακόμη και τις κατάρες, κι όταν λες σε κάποιον «τον κακό σου τον καιρό» να ακούγεται σαν η καλύτερη ευχή. 

Θέλουμε έναν χειμώνα που θα ανεβάσει τις τιμές του πετρελαίου και του ρεύματος και θα αναγκάσει τις κυβερνήσεις να βάλουν ξανά το χέρι στην τσέπη, να τρέχουν πανικόβλητες να βρουν πόρους για επιδοτήσεις στους λογαριασμούς, για να γλιτώσουν την κατακραυγή των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Εναν χειμώνα που θα αναζωπυρώσει την ενεργειακή κρίση, θα βγάλει άχρηστα τα ευρωπαϊκά μέτρα ενεργειακής ασφάλειας, θα αδειάσει ταχύτατα τις αποθήκες αερίου, θα εκτινάξει την κερδοσκοπία και τις τιμές στα χρηματιστήρια του ρεύματος, θα κάνει τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις να πάρουν φωτιά από εισαγωγές και εξαγωγές γιγαβατωρών. Εναν χειμώνα που θα αναγκάσει την Ε.Ε. να ξανασκεφτεί την πολεμοχαρή στάση της στην ουκρανική κρίση, θα πιέσει τη Δύση να θέσει ως γεωπολιτική προτεραιότητα όχι την εξουθένωση της Ρωσίας ή την απομόνωση της Κίνας, αλλά την ανάσχεση της κλιματικής κατάρρευσης. Χρειαζόμαστε έναν καλόν, κανονικό χειμώνα που θα θυμίσει στους άπληστους κυνηγούς του πλούτου ότι οι κερδοσκοπικές ευκαιρίες που βλέπουν στην κλιματική κρίση είναι τόσο ασφαλείς όσο και οι ψευδείς μακροπρόθεσμες προβλέψεις καιρού ή τα μερομήνια. Οτι για να είναι αποδοτικοί οι οικονομικοί και επιχειρηματικοί κύκλοι χρειάζεται να λειτουργούν οι κύκλοι των εποχών, το καλοκαίρι του βόρειου ημισφαίριου να είναι ο χειμώνας του νότιου, τα οπωροφόρα να ανθίζουν την άνοιξη, οι χελώνες, τα φίδια, οι σκαντζόχοιροι να πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Οτι όπως δεν υπάρχει πυρηνικό καταφύγιο που θα προστατέψει λίγους και εκλεκτούς σε ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα, έτσι δεν υπάρχει όαση για να γλιτώσουν από ένα περιβαλλοντικό ολοκαύτωμα. 

Κι επειδή δεν υπάρχει ίχνος ορθολογισμού στη συμπεριφορά των ανθρώπων και των τάξεων που διαχειρίζονται τις τύχες του πλανήτη και του ανθρώπινου είδους, διότι πιθανότατα θεωρούν ότι αυτοί θα επιβιώσουν με τους ωκεανούς εν βρασμώ και την Αρκτική ως πολυτελές θερινό θέρετρο υπερπλουσίων, ίσως τη λύση τη δώσει η άβουλη φύση. Με έναν καλό, βαρύ, παγερό χειμώνα που θα τους θυμίσει ποιος είναι πραγματικά το αφεντικό σ’ αυτό το μαγαζί. 

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως αυτή η αθώα ευχή, «καλό χειμώνα!», με κάποιον μυστικιστικό τρόπο θα φτάσει στ’ αυτιά του αφεντικού. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Βρισκόμενος επί μια ώρα στο έλεος της ισχυρής χιονόπτωσης, είχα ξυλιάσει σύγκορμα. Η μικρή μου φουφού είχε σβήσει από ώρα, αφού όλα τα ξερά χαμόκλαδα εξαφανίστηκαν κάτω απ’ το χιόνι. Παρά ταύτα, είχε μια ευεργετική ομορφιά όλο αυτό. Το απαλό θρόισμα των πελώριων χιονονιφάδων που έπεφταν σαν τούφες βαμβακιού πάνω στους φουντωτούς θάμνους σκορπούσε ένα γύρο αγαλλίαση. Είχα την αίσθηση πως κανένας άλλος πάνω στη γη δεν ζούσε κάτι ανάλογο τη συγκεκριμένη στιγμή. Οτι η φύση έστησε το ολόλευκο σκηνικό της σ’ εκείνο το θαμνοτόπι, δίνοντας τη συναρπαστική της παράσταση μόνο για μένα. Ενιωθα μοναδικός. Ο εκλεκτός της φύσης. Μια ευχάριστη εσωτερική ζεστασιά και μια γαλήνη κατέκλυζαν τα σωθικά μου. Ημουν ακόμα πολύ μικρός να αντιληφθώ ποιος ήταν ο άμεσος και ραγδαία αυξανόμενος κίνδυνος που διέτρεχα εκείνη την ώρα, γι’ αυτό δεν βιαζόμουν να βρεθώ στη θαλπωρή του σπιτιού, δίπλα στη ζεστή ξυλόσομπα. 

Βασίλη Παλαιοκώστα, «Ενα φυσιολογικό παιδί»