Tuesday, May 29, 2007

Μμμμ, μμμμ, έκανε η αγελάδα!

«Οταν μαζεύονται σε ένα δωμάτιο παραγωγοί που δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο, τίποτα άλλο δεν τους απασχολεί, πέρα από το πώς θα εξασφαλίσουν συλλογικά τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη εις βάρος των πελατών τους». Δεν το λέω εγώ. Το έλεγε ο Σμιθ.

Υπάρχει ένα παλιό ανέκδοτο-τρικ. Βρίσκεις κάποιον σε χαλαρή διάθεση και του λες: «Πες γάλα». «Γάλα». «Τώρα πες: Γάλα, γάλα, γάλα». «Γάλα, γάλα, γάλα». «Τώρα πες: Γάλα, γάλα, γάλα, γάλα». Αυτός το επαναλαμβάνει. Στο τέλος τον ρωτάς: «Τι πίνει η αγελάδα;» «Γάλα!» απαντά με βεβαιότητα αυτός. Το 90% την πατάει και απαντά το ίδιο, με εξαίρεση τους ψιλιασμένους, όσους έχουν ξακακούσει το ανέκδοτο και όσους έχουν τη βαθιά πεποίθηση ότι το να ξεδιψάει η αγελάδα με το ίδιο της το γάλα, και όχι με νερό, είναι ένα είδος αποτρόπαιου και απαράδεκτου κανιβαλισμού. Πολύ περισσότερο αν το στερεί από το ίδιο το μοσχαράκι της.

Κάτι ανάλογο με το γάλα και την αγελάδα έχει συμβεί με τη σχέση ελεύθερου ανταγωνισμού και τιμών. Η φιλελεύθερη ρητορική, σπαταλημένη σε αφελή κλισέ, μας έχει πείσει (με τον ίδιο μηχανισμό της επανάληψης- repetitio est matter studiorum) ότι ο ανταγωνισμός μεταφράζεται μ’ έναν ανακλαστικό, μαγικό τρόπο σε χαμηλές τιμές. Όπως ακριβώς την εποχή του Adam Smith και της «αοράτου χειρός της αγοράς». Αλλά η συνάρτηση αυτή είναι τόσο αληθινή, όσο ρεαλιστική ήταν και η βουκολική εικόνα των αναγνωστικών της Α΄ Δημοτικού της εποχής μου (και της εποχής σας, πιθανά), με το συμπαθές γαλακτοφόρο θηλαστικό και την Αννα. Το θυμάστε; «Μμμ, μμμ, έκανε η αγελάδα και η Αννα της έφερνε φύλλα». Αυτή η ιδιότυπη ανταλλαγή της ύλης (τα φύλλα της Αννας που μετατρέπονταν σε γάλα της αγελάδας) ίσως αντιστοιχούσε στις προδιαγραφές του αυτοσυντήρητου νοικοκυριού της υπαίθρου, αλλά δεν συνιστούσε αγορά.

Αργότερα, στην –πάντα γραφική- εικόνα προστέθηκε και ο γαλατάς που άφηνε το γεμάτο τενεκεδένιο δοχείο ή το γυάλινο μπουκάλι στην πόρτα για να πάρει τα άδεια. Μέχρι που συκοφαντήθηκε κι αυτός (το πρώτο ισχνό δείγμα αγοράς) από τον Τσόρτσιλ ο οποίος προειδοποιούσε ότι αν κάποιος μας κτυπήσει το πρωί την πόρτα μπορεί και να μην είναι ο γαλατάς. Ετσι, κάποιο πρωί ο γαλατάς εξαφανίστηκε, παρότι δεν κατηγορήθηκε από οποιαδήποτε επιτροπή ανταγωνισμού για καρτέλ, και τη θέση του πήραν οι «ΕΒΓΑ» της γειτονιάς, απόλυτα μονοπώλια ενός προϊόντος που τις μεταπολεμικές δεκαετίες ελάχιστους είχε απασχολήσει ως προς την τιμή του.

Τώρα, εκτός από τα φύλλα και την αγελάδα έχουμε την γαλακτοβιομηχανία και τα σούπερ μάρκετ. Την Αννα έχει αντικαταστήσει κάποιος Αλβανός αγελαδοδοτρόφος-αρμεχτής και το γαλατά ένα φορτηγό ψυγείο. Κανείς δεν μας κτυπάει το πρωί το κουδούνι. Και η αγελάδα μας κάνει «μμμμ» μόνο από τις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Παρ’ όλα αυτά, έχουμε το προνόμιο αυτή η πορεία του γάλακτος από το μαστό της αγελάδας μέχρι το ψυγείο μας να είναι οργανωμένη σε μια αγορά και μάλιστα ελεύθερη. Ελεύθερη από τι, από ποιόν; Εδώ υπεισέρχεται η περί μονοπωλίων και ολιγοπωλίων φλυαρία, βγαίνουν οι «κίτρινες» και «κόκκινες» κάρτες για τα καρτέλ και εμφανίζεται στο προσκήνιο το εκτόπλασμα του αγνού και απαλλαγμένου από μονοπώλια καπιταλισμού, ιχνογραφημένο με τη γλαφυρότητα του αγίου Σμιθ.

Αν πιστέψουμε την κυρίαρχη πολιτική τάξη, τα κόμματα εξουσίας που ομνύουν εδώ και χρόνια στην αποτελεσματικότητα της αγοράς ως μηχανισμού προστασίας του εισοδήματος του περίφημου μεσαίου χώρου, ο ανταγωνισμός δεν έχει άλλο σκοπό από το να κρατά χαμηλά τις τιμές. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα αυτοτελές ανέκδοτο. Αλλά ως γνωστόν, από γενέσεως εμπορευματικής οικονομίας, κανένας επιχειρηματίας δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για το πόσο χαμηλή είναι η τιμή του προϊόντος του. Εκείνο που τον ενδιέφερε και τον ενδιαφέρει είναι η άριστη τιμή. Και άριστη τιμή είναι αυτή που αφήνει τα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Το μονοπώλιο είναι γέννημα θρέμμα της περίφημης χαμηλής τιμής. Την οποία με τη σειρά της επέτρεψε η μαζική παραγωγή αγαθών με όλο και χαμηλότερο κόστος. Το οποίο χαμηλό κόστος εξασφαλίζεται χάρη στο γεγονός ότι το μονοπώλιο είναι και μονοψώνιο έναντι της εργασίας και της παραγωγής πρώτης ύλης (του γάλακτος της αγελαδίτσας μας, εν προκειμένω). Το μισθό (που-ω! τι σύμπτωση!- είναι και το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών γάλακτος) τον διαπραγματεύεται το μονοπώλιο (έτσι δεν είναι αγαπητέ πρόεδρε του ΣΕΒ;) και όχι ο αγροτικός συνεταιρισμός Κάτω Πετρομαγούλας που εμφιαλώνει εκατό λίτρα γάλα τη μέρα. Και την τιμή του γαλακτοπαραγωγού για το προϊόν του (πάντα το γάλα) την επιβάλλει πάλι το μονοπώλιο-μονοψώνιο. Τις χαμηλές τιμές της εργασίας και της πρώτης ύλης το μονοπώλιο τις θέλει για να επιτύχει την πολυπόθητη άριστη τιμή. Αυτήν που του εξασφαλίζει ότι θα βγάλει από το δρόμο του όσο περισσότερους μικρούς και μεγάλους ανταγωνιστές, για να επιτύχει το μέγιστο μερίδιο αγοράς. Και η άριστη τιμή, συμπίπτει να είναι και η χαμηλότερη τιμή στις περιόδους ασυγκράτητης κανιβαλικής έξαρσης. Όταν ο αγνός, ελεύθερος και πλήρης ανταγωνισμός- που υπάρχει ενδεχομένως πια μόνο μεταξύ των ψιλικατζίδικων και των σουβλατζίδικων της γειτονιάς- γίνει γνήσιος, χειροπιαστός μονοπωλιακός ανταγωνισμός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες αγορές βιομηχανικών προϊόντων, η χαμηλή τιμή πάει για βρούβες. Καμιά επιχείρηση δεν πρόκειται να παραιτηθεί από το δικαίωμά της στην άριστη τιμή (που περιλαμβάνει και το άριστο κέρδος). Και κανένα κοινωνικό συμβόλαιο (κ. Παπαθανασίου), καμιά συμφωνία κυρίων (κ. Κουλόύρη) δεν μας σώζει. Το έλεγε άλλωστε και ο υπεράνω πάσης αντικαπιταλιστικής υποψίας Ανταμ Σμιθ (που μπορεί να κατηγορηθεί ως εμπνευστής των καρτέλ): «Οταν μαζεύονται σε ένα δωμάτιο παραγωγοί που δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο, τίποτα άλλο δεν τους απασχολεί, πέρα από το πώς θα εξασφαλίσουν συλλογικά τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη εις βάρος των πελατών τους». Αυτά, για την ιδεολογική φλυαρία του πράγματος, αν και είναι επιπέδου σχολικού εγχειριδίου.

Μπορεί, βεβαίως, να είναι διασκεδαστική η εικόνα των μεγαλεμπόρων και σουπερμαρκετάδων που επιτίθενται με ιερό μένος κατά των βιομηχάνων, των βιομηχάνων που επιτίθενται κατά κράτους και κυβέρνησης, των ακτοπλόων που επιτίθενται κατά της Επιτροπής Ανταγωνισμού και όλων όσοι βρίσκονται στα πρόθυρα αντικαπιταλιστικής υστερίας, έτοιμοι να ορκιστούν πάνω στον «Ιμπεριαλισμό, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» του Λένιν. Ωστόσο, υπάρχει ένα όριο αισθητικής, πολιτικής και νοητικής αντοχής μας.

Αν πραγματικά ήθελαν να προστατέψουν το εισόδημά μας από τις «στρεβλώσεις» του ανταγωνισμού, μάλλον θα έπρεπε να καταστήσουν τη στρέβλωση κανόνα. Είτε επαναφέροντας πολιτικές ελέγχου των τιμών (βλέπω κάποιους να λιποθυμούν στην ιδέα). Είτε αποκαθιστώντας το κράτος-συλλογικό καπιταλιστή στο ρόλο του απόλυτου δεσπότη της αγοράς, εγγυητή των χαμηλών τιμών, μ’ ένα προκλητικό κρατικό μονοπώλιο σε κάθε κλάδο της οικονομίας (εδώ η λιποθυμία εξελίσσεται σε έμφραγμα ή εγκεφαλικό). Η άλλη λύση, αυτή της «ελευθερίας» των αγορών, μας αφήνει απλώς το περιθώριο να παρακολουθούμε τις καμπές του επιχειρηματικού κύκλου, με τις περιόδους των παχιών και ισχνών αγελάδων. Αλλά τότε, δεν υπάρχει λόγος να πληρώνουμε κερατιάτικα για ντεμέκ ανεξάρτητες αρχές και σικέ ελέγχους.

Διότι μπορεί η αγελάδα να μην πίνει γάλα. Αλλά και η κατσίκα δεν μασάει ταραμά.

ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr

No comments:

Post a Comment