Προσωπικά αισθάνομαι ευγνώμων στον μακαρίτη Φορντ και σε όσους καταπιάστηκαν πριν απ’ αυτόν με την ουτοπία -μέχρι τον 19ο αιώνα- της αυτοκίνησης.
Η σχέση μου με το αυτοκίνητο δεν είναι πολύ μακρινή, συγκριτικά με την ηλικία μου. Περίπου μια δεκαπενταετία έχω «απελευθερωθεί» από το περπάτημα. Έβαλα σε εισαγωγικά τη λέξη, γιατί η μετατροπή του αυτοκινήτου από είδος πολυτελείας σε αγαθό λαϊκής κατανάλωσης εξαφάνισε και το τελευταίο απελευθερωτικό στοιχείο που έφερε το μέσο που έχει αλλάξει την εικόνα του κόσμου μας. Η ταχύτητα ενός αυτοκινήτου είναι πλέον αντιστρόφως ανάλογη της συχνότητας με την οποία το χρησιμοποιούμε, ο κερδισμένος χρόνος που μας προσέφερε εξατμίζεται όσο περισσότερο το μέσο εκδημοκρατίζεται, γίνεται κτήμα των πολλών. Και μαζί με τον χρόνο που χάνεται, χάνεται και άφθονο χρήμα, προορισμένο να χρηματοδοτήσει μια ιδιότυπη πολιτική οικονομία του αυτοκινήτου.
Ο απολογισμός της σχέσης μου με το αυτοκίνητο μπορεί να αποτυπωθεί με πολλούς τρόπους. Μπορώ να πω, για παράδειγμα: Έχω κάνει περίπου
Ο ίδιος δεκαπενταετής απολογισμός μπορεί να γίνει και ως εξής: Έχω πληρώσει περίπου 45.000 για διαδοχικές αγορές τριών αυτοκινήτων, μαζί με τους τόκους. Έχω πληρώσει πάνω από 4.000 ευρώ σε τέλη κυκλοφορίας (σε σταθερές τιμές), τουλάχιστον 9.000 ευρώ για ασφάλιστρα, περίπου 37.000 ευρώ σε καύσιμα (από τα οποία μισά είναι φόρος), 10.000 ευρώ για σέρβις και ανταλλακτικά, περίπου 400 ευρώ πρόστιμα για παράνομη στάθμευση και πάνω από 500 ευρώ για νόμιμη (όπως βλέπετε, η ζυγαριά γέρνει υπέρ νομιμοφροσύνης). Έχω επίσης βρεθεί τρεις φορές σε δικαστήριο για μία αστική διαφορά από τροχαίο (για υπόθεση αξίας μόλις 50.000 δραχμών που τελεσιδίκησε σε τρία χρόνια, βοήθειά μας).
Υπάρχει και τρίτη εκδοχή απολογισμού της δεκαπενταετούς σχέσης μου με το αυτοκίνητο. Μπορεί να πει κανείς: Έπειτα από δεκαπέντε χρόνια καθημερινής οδήγησης, έχω χάσει σε μποτιλιαρίσματα τουλάχιστον 3.000 ώρες από τη ζωή μου, έχω κινδυνεύσει να σκοτωθώ (εξαιτίας μου ή εξαιτίας άλλων) τρεις φορές – τη μία μάλιστα απόρησα πώς βγήκα ζωντανός και μόνο με ένα σκίσιμο στο μάτι από μια μάζα ατσάλι που «φιλήθηκε» άγρια με μια ουρανοκατέβατη Mercedes CLK. Έχω επίσης αποκτήσει μια οσφυαλγία, το σώμα μου αποκτά το πλαδαρό σχήμα της ακινησίας μεταφερόμενο από καρέκλα σε κάθισμα αυτοκινήτου και αντίστροφα, και το μυϊκό μου σύστημα ανέχεται το βάρος μου (σε ανεκτό ακόμη επίπεδο) με τη μέγιστη δυσφορία.
Μια τέταρτη εκδοχή του απολογισμού μου θα απαιτούσε μια ακριβή μέτρηση των καυσαερίων που έχω εκπέμψει, έπειτα από
Ο μακαρίτης ο Φορντ δεν τα είχε υπολογίσει όλα αυτά όταν εκπλήρωνε το όνειρό του για ένα αυτοκίνητο για όλους. Και εξ όσων γνωρίζω, εκεί, στο λυκόφως του 19ου αιώνα, ουδείς είχε διανοηθεί να προφητέψει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, τη σημασία που θα αποκτούσε το αυτοκίνητο για το κράτος και την πετρελαιοβιομηχανία, τη στατιστική του θανάτου στην άσφαλτο, την επιδημία ισχιαλγιών και φλεβίτιδων ή τη σχεδόν σεξουαλική σχέση με την ταχύτητα που βλέπουν οι ψυχαναλυτές στην εξάρτηση του μέσου Δυτικού ανθρώπου με το αυτοκίνητο (μια ευφυή, αν και ακραία, εκδοχή αυτής της οργασμικής σχέσης με το αυτοκίνητο περιέγραψε πριν από μερικά χρόνια ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ στην ταινία «Crash», όπου οι πρωταγωνιστές τη βρίσκουν συγκρουόμενοι με αυτοκίνητα, αποκτώντας όσο το δυνατόν περισσότερες αναπηρίες έπειτα από κάθε ατύχημα, που για τους ίδιους είναι ευτύχημα).
Όταν ήμουν παιδί, στη γειτονιά μου ήταν παρκαρισμένα μερικές δεκάδες αυτοκίνητα σε ακτίνα αρκετών εκατοντάδων μέτρων. Το αυτοκίνητο ήταν τεκμήριο πολυτελούς διαβίωσης, αλλά κανείς δεν είχε διανοηθεί να το φορολογήσει. Όσο περισσότερα στρώματα αποκτούσαν πρόσβαση στο φωτεινό αντικείμενο του πόθου, τόσο περισσότερα επίπεδα φορολόγησης, δημόσιας και ιδιωτικής, προστίθεντο σ’ αυτό το αλισβερίσι ταχύτητας, χρόνου και χρήματος. Στην αρχή υπήρχε μόνο το τέλος ταξινόμησης, έπειτα ήλθε η υποχρεωτική ασφάλιση, μετά τα τέλη κυκλοφορίας, η βαριά φορολογία στα καύσιμα, η σχέση εξάρτησης με τις αυτοκινητοβιομηχανίες μέσω των επισκευών και της συντήρησης, τα πρόστιμα της Τροχαίας, τα έξοδα στάθμευσης, οι τεχνολογίες παθητικής και ενεργητικής ασφάλειας, τα μεγάλα οδικά έργα, η πίεση των κατασκευαστικών εταιρειών για περισσότερα χιλιόμετρα ασφάλτου στην αποκλειστική διάθεση των τροχοφόρων. Όλα έγιναν, τουλάχιστον για την Ελλάδα, μέσα σε διάστημα τριάντα-σαράντα ετών. Το αυτοκίνητο, από περιθωριακό μέσο, έγινε ο κυρίαρχος της πόλης, αλλά και ο κυρίαρχος της οικονομίας. Κινητό, ακίνητο, αυτοκίνητο κινούν (ή ακινητοποιούν) την οικονομία αυτής της χώρας, και όχι μόνον. Και εξασφαλίζουν έναν πακτωλό φορολογικών εσόδων στο κράτος. Αν ο μέσος Νεοέλληνας είναι μια φορά εξαρτημένος από το αυτοκίνητο, το κράτος είναι δέκα φορές εξαρτημένο.
Πόσο ειλικρινής, λοιπόν, μπορεί να είναι η αγωνία του κράτους: πρώτον, για τη σωματική μας ασφάλεια και ακεραιότητα, δεύτερον, για την ασφάλεια του περιβάλλοντος και τελικά την υγεία μας, τρίτον για τη νομιμοφροσύνη μας στους κανόνες οδικής συμπεριφοράς; Και είναι διατεθειμένο να υποστεί τις συνέπειες μιας μαζικής ανταπόκρισης των πολιτών στην αφελή καμπάνια του υπουργείου Μεταφορών «κόψτε το αυτοκίνητο»;
Πραγματικά τούς αξίζει ένα τέτοιο χουνέρι. Μια μαζική ανταπόκριση της κοινωνίας στις καμπάνιες αποχής από το αυτοκίνητο και ευλαβικής τήρησης των κανόνων οδικής κυκλοφορίας, σε βαθμό υστερίας. Μια θεαματική συνωμοσία νομιμοφροσύνης, ευαισθησίας και αυτοσυγκράτησης. Αυτοκίνητα ακινητοποιημένα τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας, κινούμενα βάσει ενός αυστηρού, προσωπικού ορίου κατανάλωσης καυσίμων. Πλήθη περιπατητών ή υπομονετικών επιβατών στις στάσεις των λεωφορείων, του μετρό και του τραμ. Οδηγοί που δεν διανοούνται να βάλουν μπροστά χωρίς ζώνη ασφαλείας, να σταθμεύσουν παράνομα ή να τρέξουν πάνω από 90 στις εθνικές. Αυτοκίνητα που δεν διανοείται να εγκαταλείψει κανείς πριν συμπληρώσουν εικοσαετία. Τροχονόμοι σε αναδουλειές, εφορίες με όλο και λιγότερα έσοδα, βενζινάδικα που υπολειτουργούν.
Πάω στοίχημα: αν συνέβαινε αυτό έστω και κατά ένα 50%, το κράτος θα κατέρρεε μέσα σε λίγους μήνες και το Γενικό Λογιστήριο θα μετατρεπόταν σε νευρολογική κλινική. Η Βουλή θα συνερχόταν κατεπειγόντως για να ελαφρύνει τα πρόστιμα και τις ποινές του ΚΟΚ και οι υπουργοί Μεταφορών, Δημόσιας Τάξης και Ανάπτυξης (αν δεν είχαν εκπαραθυρωθεί) θα πρωταγωνιστούσαν σε διαφημιστικές καμπάνιες ως οδηγοί της Formula-1 ή ξένοιαστοι καβαλάρηδες με αέρα Ψωμιάδη.
ΚΙΜΠΙ
Kibi2g@yahoo.gr (και hptt://kibi-blog.blogspot.com/)
Κάποτε η Μπλογκόσφαιρα θα οργανώσει μια τέτοια καμπάνια... Προς το παρόν, συμβάλλω στη ...ζύμωση, με αντιγραφή του φινάλε σας, στην "καλύβα". Ελπίζω να μην έχετε αντίρρηση.
ReplyDeleteΜε άλλα λόγια, παραφράζοντας ένα παλιό σύνθημα των αναρχικών, "ο προϋπολογισμός σας τελειώνει με μία καμπάνια αποχής".
ReplyDeleteΓέλασα απίστευτα με τις πρόσφατες "ταξιδιωτικές" σας εντυπώσεις από την Γερμανία και σκέφτηκα την καθημερινή αθλιότητα που αντιμετωπίζουν οι υπάλληλοι, οι καθηγητές, οι φοιτητές και οι επισκέπτες του Παντέιου Πανεπιστημίου. Το χαρτί, το ζεστό νερό και το σαπούνι είναι δυσεύρετη πολυτέλεια στο πανεπιστήμιο των "τζακούζι" και αν κανείς αποφασίσει να πάει στην τουαλέτα ρισκάρει να φύγει το λιγότερο με ηπατίτιδα
ReplyDelete