ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Η ζωή της Φωτιάς μάγευε ανέκαθεν τον Ναώχ.
Όπως τα ζώα, χρειάζεται κι αυτή να φάει, τρέφεται με κλωνιά και με ξερά χορτάρια. Μεγαλώνει, κάθε φωτιά γεννιέται από άλλες φωτιές, κάθε φωτιά μπορεί να πεθάνει. (…) Kι απ’ την άλλη αφήνει να την κομματιάσεις επ’ άπειρο, το κάθε κομμάτι μπορεί να ζήσει. Μικραίνει όταν της στερείς από τροφή, γίνεται μικρή σαν μια μέλισσα, σαν μύγα, κι ωστόσο μπορεί να ξαναγεννηθεί πάνω σε ένα χορτάρι, να γίνει πελώρια σαν βάλτος. Είναι και δεν είναι ζώο. Δεν έχει ούτε ποδάρια ούτε κορμί, και ξεπερνάει τις αντιλόπες, δεν έχει φτερά και πετάει μεσ’ στα σύννεφα, δεν έχει στόμα και ξεφυσάει, μουρμουρίζει, μουγκρίζει, δεν έχει χέρια ούτε νύχια κι αδράχνει μια ολόκληρη έκταση. Ο Ναώχ την αγαπούσε, τη σιχαινότανε και τη φοβότανε. Παιδί, τον είχε δαγκάσει μερικές φορές, δεν είχε προτίμηση για κανέναν -έτοιμη να καταβροχθίσει αυτούς που τη συντηρούνε- πιο ύπουλη από ύαινα, πιο άγρια κι από τον πάνθηρα. Μα η παρουσία της είναι κάτι το εξαίσιο, σκορπάει την απονιά της κρύας νύχτας, αναπαύει από την κούραση και κάνει επίφοβη την αδυναμία των ανθρώπων.
Ζοζέφ Ρονύ, «Ο πόλεμος της φωτιάς»
No comments:
Post a Comment