Monday, February 18, 2008

Ο χορός της αγοράς ως τσάμικος (16/2/2008)

Σήμερα περνάω στην άλλη όχθη. Θα το παίξω συνήγορος του διαβόλου. Για την ακρίβεια ενός υπουργού. Χωρίς να αποτελεί αυτό υπαινιγμό για τη σχέση διαβόλου και υπουργών.

Έχει δίκιο ο υπουργός Ανάπτυξης Χρήστος Φώλιας όταν λέει ότι η ακρίβεια είναι ένα τανγκό που χρειάζεται δύο, τον πωλητή και τον αγοραστή και ότι το shopping therapy τροφοδοτεί τις ανατιμήσεις. Θα έλεγα ότι είναι ένα από τα ελάχιστα σωστά πράγματα που έχουν λεχθεί από στέλεχος της γαλάζιας κυβέρνησης εδώ και τέσσερα χρόνια. Κακώς υπέστη τη γενική – και απλοϊκή- κατακραυγή ο υπουργός Ανάπτυξης από κόμματα και συνδικάτα. Ίσα-ίσα συνδικάτα και αντιπολίτευση θα έπρεπε να χειροκροτήσουν και να επαυξήσουν. Τολμώ να πω ότι πρόκειται για κρίση που υπονομεύει και αποδομεί τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής φιλοσοφίας που διαπνέει την κυβέρνηση.

Εκ πρώτης όψεως, μας εξοργίζει η άποψη ότι ως καταναλωτές είμαστε συνένοχοι της ακρίβειας, είτε αυτή οφείλεται σε καθαρή κερδοσκοπία είτε είναι αποτέλεσμα μιας γενικής αύξησης των συντελεστών του κόστους παραγωγής των αγαθών. Αλλά, είναι η αλήθεια. Μπορεί η τιμή που αναγράφεται σε ένα προϊόν να φαίνεται μια μονομερής και αυθαίρετη πράξη του πωλητή, αλλά από τη στιγμή που ακολουθείται από την πράξη της αγοράς, γίνεται μια κανονική σύμβαση με τον αγοραστή. Η αγορά είναι μια πράξη αποδοχής της τιμής ως «δίκαιης». Κανείς δεν σου επιβάλει να αγοράσεις. Έχεις δικαίωμα να απέχεις από την αγορά. Έχεις δικαίωμα να περιορίσεις την καταναλωτική σου δαπάνη. Έχεις δικαίωμα να κόψεις ό,τι θεωρείς περιττό. Έχεις δικαίωμα να μη φας. Έχεις δικαίωμα ακόμη και να λιμοκτονήσεις. Απ’ αυτή την άποψη ο μηχανισμός διαμόρφωσης των τιμών είναι ένα τανγκό για δύο.

Αυτά, βεβαίως, συμβαίνουν έτσι απλά μόνο στα εγχειρίδια πολιτικής οικονομίας. Στην πραγματική οικονομία οι χορευτές είναι πολύ περισσότεροι από δύο και ο χορός εξελίσσεται σε καντρίλια ή ταραντέλα. Ο κ. Φώλιας θα ήταν συνεπής στον πυρήνα της σκέψης του, αν την ανέπτυσσε μέχρι τέλους. Θα πρέπει να μας πει, για παράδειγμα, τι ρόλο παίζει το κράτος ως συντελεστής κόστους στο χορό των τιμών. Διότι σε κάθε λεπτό του ευρώ που πληρώνει ο καταναλωτής ενσωματώνεται φόρος και γραφειοκρατική δαπάνη. Αν, λοιπόν, ήθελε να συμβάλει σε μια υποχώρηση των τιμών στα επίπεδα της «φυσικής τιμής» που ονειρευόταν ο μακαρίτης Άνταμ Σμιθ μέσω της πλήρους ισορροπίας προσφοράς και ζήτησης, θα έπρεπε συμπιέσει τον κρατικό φόρο στο ελάχιστο δυνατό. Ως γνωστόν το μόνο οικονομικό επίτευγμα της κυβέρνησης ήταν να αυξήσει τον ΦΠΑ στο 19%. Και τίποτε δεν αποκλείει να τον στρογγυλέψει στο 20%.

Αν λοιπόν το κράτος ήθελε να καταθέσει τη συμβολή του στην αποκλιμάκωση των τιμών θα έπρεπε να περιορίζει στο ελάχιστο τους έμμεσους φόρους – τους φόρους των φτωχών- και να εκμηδενίσει τη γραφειοκρατική δαπάνη, συμπεριλαμβανομένης και της μίζας που στα καθ’ ημάς τείνει να πάρει θεσμική υπόσταση. Το ρισκάρει; Όχι βέβαια. Και μαζί με τα φορολογικά έσοδα που θα θυσίαζε θα έπρεπε να παραιτηθεί και από τους επηρμένους στόχους για διατήρηση της ανάπτυξης στα επίπεδα του 3% και 4%, μιας ανάπτυξης που κατά το ήμισυ και πλέον προέρχεται από την κατανάλωση. Τολμά να το προτείνει αυτό ο κ. Φώλιας στον Αλογοσκούφη; Και πάλι όχι, βέβαια.

Αλλά, υπάρχει και τέταρτος χορευτής στο χορό των τιμών, που με τόσο πολύ κόσμο δεν μοιάζει πια με τανγκό, αλλά με συρτό ή τσάμικο. Το shopping therapy, που καθυστερημένα ανακάλυψε ο υπουργός Ανάπτυξης ως συντελεστή ανισορροπίας και όχι ως ένδειξη ευρωστίας, θα ήταν αδύνατο χωρίς τις τράπεζες, τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου μετά τον σκύλο. Το δανεικό χρήμα που έρευσε άφθονο την τελευταία δεκαπενταετία στις τσέπες των καταναλωτών συντήρησε την υψηλή ζήτηση αγαθών, είτε τα χρειαζόμαστε είτε όχι. Η τράπεζα ήταν κατά κάποιο τρόπο ο shopping angel που ακόμη κι όταν ο καταναλωτής δεν έχει χρόνο, διάθεση ή χρήμα για αγορές αγαθών, φέρνει τα αγαθά στην πόρτα του. Κάτι σαν delivery boy. Η καταναλωτική υπερβολή που χαρακτηρίζει ευρύτατα κοινωνικά στρώματα είναι αποτέλεσμα ενός ψυχολογικού εκβιασμού, που μεταφέρει τον ανταγωνισμό των πωλητών στους αγοραστές. Η τράπεζα μας έπειθε συστηματικά για πολλά χρόνια να καταναλώνουμε πάνω από τις δυνατότητές μας (όπως συχνά αρέσκεται να λέει ο κεντρικός τραπεζίτης κ. Γκαργκάνας, αλλά ας τα λέει στις τράπεζες, όχι σε μας). Μας υπέβαλε στη διαδικασία της σύγκρισης με τους «δίπλα» (πώς πήραν τρία αυτοκίνητα, σπίτι, εξοχικό, καινούργια έπιπλα, home cinema, γιατί έχουν τρία κινητά ο καθένας;) και θεράπευσε την καταναλωτική μας μειονεξία με ακριβό πιστωτικό χρήμα. Αλλά ποιος υπουργός Ανάπτυξης ή υπουργός Οικονομίας θα τολμούσε να κατηγορήσει τις τράπεζες ως συνενόχους της ακρίβειας;

Στη σειρά των χορευτών, ακολουθεί το μαύρο χρήμα. Πολύ μαύρο χρήμα, ένας σκασμός μαύρο χρήμα που λιμνάζει ασύλληπτο στα πιο παρασιτικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Μπορεί η προέλευσή του να μην είναι πάντα ύποπτη (μίζες, ναρκωτικά, όπλα ή μαστροπεία), αλλά δεν παύει να είναι μαύρο. Όχι μόνο με την έννοια ότι είναι αφορολόγητο, αλλά από την άποψη ότι δεν άγγιξε ούτε ελάχιστα την παραγωγική διαδικασία. Κοινοτικοί πόροι, κρατικά αναπτυξιακά κίνητρα, επιδοτήσεις, επιχειρηματικό χρήμα, κέρδη εξόκειλαν από τον επιχειρηματικό και οικονομικό κύκλο, έγιναν άδηλο εισόδημα και συντήρησαν πολυτελείς καταναλωτικές δαπάνες, συμβάλλοντας στην εκτόξευση των τιμών σε αγαθά πρώτης ή εκατοστής ανάγκης. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αγορά των ακινήτων, που κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει για μονοπωλιακή συγκρότηση. Μέσα σε μια δεκαετία οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν μέχρι και δέκα φορές χάρη και στο μαύρο χρήμα που ξεπλύθηκε στα ντουβάρια τους.

Ο πέμπτος χορευτής της ακρίβειας είναι και πάλι ο καταναλωτής, αλλά αυτή τη φορά με την άλλη διάστασή του, ως παραγωγός. Και δη ως μισθωτός. Ενώ παρακολουθούσε μάλλον απαθής την εκτόξευση των τιμών, αφοσιωμένος πλήρως στα καταναλωτικά καθήκοντα που του επέβαλε η απελευθερωμένη αγορά, αποδείχθηκε ακόμη πιο αδιάφορος στη διαμόρφωση της τιμής του μόνου εμπορεύματος που θα έπρεπε να τον απασχολεί. Της εργασίας του. Την τελευταία δεκαετία παρέμεινε το μόνο αγαθό που κινείται στο όριο του πληθωρισμού, το μόνο εμπόρευμα στο οποίο λειτούργησε άψογα ο μηχανισμός προσφοράς και ζήτησης (ελέω ανεργίας) με επαχθή αποτελέσματα για τους εργαζόμενους. Τα συνδικάτα, όπως πάντα, συμπεριφέρθηκαν ως αδέξιοι πωλητές, για να μην πούμε ότι απλώς αποκαλύφθηκαν ως πουλημένοι πωλητές. Συνυπέγραψαν την μείωση των πραγματικών αμοιβών, τη απίσχνανση της αγοραστικής δύναμής τους, υποταγμένα σιωπηρά στη μυθολογία της πληθωριστικής επίδρασης των μισθών. Μπορεί ν’ ακούγεται σαν παλιομοδίτικη ανάλυση, αλλά εποχής Μαρξ δεν έχει ανακαλυφθεί άλλος τρόπος συμπίεσης του ποσοστού κέρδους από τη γενική ύψωση των μισθών. Κι είναι η μείωση του ποσοστού κέρδους που «επιστρέφει» τον ανταγωνισμό στο φυσικό του χώρο, στις επιχειρήσεις, και οδηγεί τα αγαθά που αυτές παράγουν όλο και πιο κοντά στη «φυσική τους τιμή».

Κατά τα λοιπά ισχύουν απόλυτα οι παρατηρήσεις του υπουργού Ανάπτυξης για την χορευτική αδεξιότητα των καταναλωτών, που θεωρητικά θα μπορούσαν να χορέψουν στο ταψί την αγορά, όχι αναζητώντας φτηνή χλωρίνη στο Βερόπουλο, φθηνή φέτα στο Μαρινόπουλο και φθηνότερο χαρτί υγείας στο Σκλαβενίτη. Αλλά, απέχοντας από καταναλώσεις από τις οποίες δεν εξαρτάται και η ύπαρξή μας. Σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, τι χρειαζόμαστε τους υπουργούς Ανάπτυξης; Που έτσι κι αλλιώς δεν μας έχουν αποδείξει σε τι ακριβώς χρησιμεύουν.

1 comment:

  1. ΦΠΑ 10% σε βασικά είδη, όπως ισχύει 3% στα βιβλία,
    20% σε είδη πολυτελείας.
    Ειναι μιά κάποια λύση.
    Η πολιτική αναχρονίζει διότι εκπέμπεται από στερεότυπα.
    Μπορεί το 18ο αιωνα να υπήρχε η σύγκρουση εντός της παραγωγικής μονάδος, σήμερα η σύγκρουση μεταφέρθηκε στην αυλή της, εκτός μέν αλλά όχι μακράν.
    Ο ίδιος, εργαζόμενος εντός, πελάτης εκτός. Η σύμβαση 'εντός' βασίζεται στην 8ωρη σύμβαση έναντι μισθού. Η σύμβαση 'εκτός' είναι στιγμιαία και πολλαπλώς επαναλήψιμη.
    Με το νόμο της εντροπίας ή μιά σύμβαση προσεγγίζει την άλλη, ήτοι η δυναμική είναι η 8ωρη σύμβαση να μετατρέπεται σε σύμβαση ανά προϊόν ή ιδέα παραγόμενη. Αλλως η επιβίωση κλπ να πωλείται ανά 8ωρο σύμβαση, υπνο σε κιβώτια για ανάπαυση μεσημεριανή στο πυκνοκατοικημένο Τόκιο, μετακίνηση ανά 8ωρο όπως σε L.A. ή Αθήνα, φαϊ όσο θές ανα 8ωρο προσφοράς .....
    Νομίζω ότι οδεύουμε σε μία γενικευμένη μορφή στο πρότυπο των δημοσιογράφων όπως καλή ώρα,ο συντάκτης του άρθρου, η σωματική εργασία φθίνει και αυξάνε η πνευματική .....

    ReplyDelete