Monday, June 9, 2008

Χαρούμενοι τροπικοί (7/6/2008)

Αυτή η είδηση με κινητοποίησε συναισθηματικά περισσότερο από κάθε άλλη εδώ και μήνες. Το ενδεχόμενο να υπάρχουν άνθρωποι σε κάποιο μυστικό, προστατευμένο σημείο του πλανήτη που δεν έχουν ιδέα για το τι συνέβη μετά την ανακάλυψη της φωτιάς, με συναρπάζει εξίσου με μια στενή επαφή τρίτου τύπου. Με εξωγήινους, εννοείται. Επειδή το δεύτερο ενδεχόμενο προς το παρόν κινείται στο πεδίο της μεταφυσικής και της απιθανότητας, το πρώτο γίνεται ακόμη πιο γοητευτικό.

Βλέπετε, η αλαζονεία του είδους μας δεν επιτρέπει να διανοηθούμε ότι υπάρχει περιοχή στη Γη απάτητη από τη λαίλαπα του «πολιτισμού». Δεκάδες δορυφόροι σε τροχιά περί τον πλανήτη σκανάρουν κάθε σπιθαμή εδάφους και φωτογραφίζουν ανά δευτερόλεπτο κάθε τετραγωνικό και ό,τι κινείται πάνω του. Πώς είναι δυνατό, λοιπόν, να υπάρχουν άνθρωποι που ζουν ακόμη στη λίθινη εποχή και δεν έχουν ιδέα για το τι συμβαίνει έξω από τη ζούγκλα τους; Που δεν έχουν ενταχθεί στις παγκόσμιες στατιστικές πληθυσμιακής και οικονομικής ανάπτυξης; Που δεν δίνουν λόγο στον ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ για τις παραγωγικές επιδόσεις και το ετήσιο ΑΕΠ τους; Που δεν πουλάνε δικαιώματα ρύπανσης; Που αγνοούν επιδεικτικά πως απαγορεύεται να υπάρχει έδαφος ή θαλάσσια περιοχή που δεν εντάσσεται σε κάποιας μορφής ιδιοκτησία, ατομική, συλλογική, κρατική ή διεθνή;

Από τις φωτογραφίες από αέρος που έδωσε η οργάνωση Διεθνής Επιβίωση έλειπαν, βέβαια, οι λεπτομέρειες που θα ικανοποιούσαν την ακόρεστη περιέργειά μας γι’ αυτούς τους συγχρόνους μας που είναι, κατά κάποιον τρόπο, πρόγονοί μας. (Ή μήπως και απόγονοί μας; Από μας εξαρτάται…). Είδαμε τις ψάθινες καλύβες τους, είδαμε τα βαμμένα με φυτικά χρώματα σώματά τους, είδαμε τα ξύλινα ακόντια που κράδαιναν απειλητικά προς το «σιδερένιο πουλί» το οποίο διατάρασσε την άγρια ηρεμία της ζούγκλας. Αλλά δεν είδαμε τα βλέμματα, δεν είδαμε αν στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένος φόβος, απορία, θαυμασμός ή απέχθεια.

Η οργάνωση που έδωσε στη δημοσιότητα τις φωτογραφίες υποστήριξε -πιθανότατα για να κάνει πιο «εξωτική» την είδηση και να ενισχύσει τη δύναμη της καταγγελίας της για τις απειλούμενες περιοχές του Αμαζονίου- ότι οι ιθαγενείς του τροπικού δάσους έβλεπαν για πρώτη φορά κάτι που προέρχεται από τους ανθρώπους του 21ου αιώνα. Ίσως και πολλών προηγούμενων αιώνων. Η ακρίβεια του ισχυρισμού ελέγχεται. Ίσως οι άνθρωποι του δάσους έχουν δει τα επιτεύγματα της εποχής του σιδήρου, του άνθρακα, των υδρογονανθράκων, του πυριτίου. Ίσως είδαν, έκριναν και απέρριψαν.

«Φοβερή είδηση», ανακοίνωσα στο σπίτι, επιδιώκοντας ένα μικρό ενδοοικογενειακό γκάλοπ. Και πρόσθεσα το θυμοσοφικής χροιάς σχόλιο ότι «αυτοί ζουν ακόμη στον παράδεισο». Εξήγησα δε στην κόρη μου, με προβλέψιμο διδακτικό ύφος, ότι οι ιθαγενείς τρέφονται με ό,τι τους παρέχει η φύση, δεν δουλεύουν πέρα απ’ όσο χρειάζεται για να εξασφαλίσουν την τροφή τους και τα παιδιά δεν έχουν υποχρέωση να πάνε σχολείο (αυτό το τελευταίο με προφανή έμφαση και με στόχο να δελεάσω τη Βέρα). «Α πα πα!», απάντησε προς έκπληξή μου η Βέρα. «Και να μην έχεις τηλεόραση, τηλέφωνο, ρούχα, πίτσες, κούκλες, πατάτες τηγανητές;» (η απαρίθμηση ήταν τυχαία και διστακτική, αλλά ενδεικτική της κλίμακας αξιών που διαμορφώνουμε στα παιδιά μας όχι με την οργανωμένη διαπαιδαγώγηση, αλλά με την αυθόρμητη καθημερινότητα). Κι έπειτα η συζήτηση εξόκειλε, παρασύρθηκε στα βαθιά: πώς μπορεί να ζήσει μια οικογένεια, μια κοινότητα, μια κοινωνία χωρίς χρήματα, χωρίς σταθερούς πόρους ζωής, χωρίς συναλλαγές, απλά με ό,τι της προσφέρει το άμεσο περιβάλλον; Η Βέρα, όπως έκρινα από το ύφος της, απέρριπτε μετά βδελυγμίας κάθε σκέψη για καταφυγή σ’ έναν τέτοιο «παράδεισο».

Το δίλημμα φαίνεται απλοϊκό, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Απασχόλησε κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους, ψυχολόγους, πολιτικούς επιστήμονες και οικονομολόγους, από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Χομπς, από τον Ρουσό μέχρι τον Κλοντ Λεβί Στρος, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Φρόιντ. Χονδροειδώς το ερώτημα τίθεται ως εξής: ποια είναι η «φυσική» κατάσταση του ανθρώπου και ποια η «απόκλιση»; Ποιος είναι ο «πολιτισμένος» άνθρωπος και ποιος ο «απολίτιστος»; Ποιος είναι ο ευτυχισμένος και ποιος ο δυστυχής; Οι απαντήσεις είναι λίγο πολύ γνωστές -παρέχονται και στα λήμματα των εγκυκλοπαιδειών τσέπης-, αλλά όλες τους αποκλείουν το αυτονόητο. Ο Ρουσό περιγράφει την «αγριότητα» ως κατάσταση ευτυχούς αθωότητας, αλλά ο Χομπς αντιτείνει περίπου ότι το ανθρώπινο είδος είναι τόσο κανιβαλικό που θα είχε εξαλειφθεί χωρίς τον κρατικό «Λεβιάθαν». Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θεωρούν απολύτως φυσικές τις ταξικές «πυραμίδες», ενώ ο Φρόιντ αντιμετωπίζει όλο το οικοδόμημα της προόδου και του πολιτισμού ως πηγή δυστυχίας και ο Στρος ανακαλύπτει στους πρωτόγονους σοφία που συναγωνίζεται επάξια επιστημοσύνη χιλιετιών.

Αλλά, για ν’ απομακρυνθούμε από τη βαριά φιλοσοφία, υπάρχει και το γνωστό τραγουδάκι της δεκαετίας του ’70 που εξέφραζε την επιθυμία φυγής στο παρελθόν: «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν, θα φύγω σ’ ένα μήνα, παρέα με τον ελέφαντα θα την περνάω φίνα».

Τίποτα δεν αποδεικνύει, λοιπόν, ότι εμείς οι άνθρωποι του αστικού πολιτισμού και της εμπορευματικής οικονομίας είμαστε ασφαλέστεροι και ευτυχέστεροι από τους απομονωμένους ιθαγενείς του Αμαζονίου. Το πιο ενδεδειγμένο πεδίο σύγκρισης είναι η τροφή. Στη φυσική οικονομία του τροπικού δάσους όλα είναι δεδομένα. Όσο η ισορροπία της φυσικής αειφορίας δεν διαταράσσεται από εξωτερικούς παράγοντες, δεν πρόκειται να πεινάσουν. Κι αν πιάσει καμιά φωτιά, το πολύ να μετακομίσουν μερικές εκατοντάδες μέτρα ή μερικά χιλιόμετρα μέσα στο τροπικό δάσος. Δεν θα τους λείψει η τροφή, το νερό, τα υλικά για ένα πρόχειρο κατάλυμα, τα φάρμακα της φύσης (που έτσι κι αλλιώς «κοπιάρουν» οι φαρμακοβιομηχανίες). Και σε καμιά περίπτωση δεν απειλούνται από μια διατροφική κρίση, μια λιμοκτονία, μια ύφεση ή ένα κραχ.

Ακριβώς το αντίθετο ισχύει για μας. Ο οικονομικός μας πολιτισμός είναι ένα πολύπλοκο και υπερευαίσθητο σύστημα με ελάχιστα διαλείμματα ισορροπίας. Άλλοτε κινδυνεύουμε από υφέσεις κι άλλοτε από υπερθερμάνσεις των οικονομιών μας. Ακόμη και τα μέσα επιβίωσής μας εξαρτώνται από έναν πολύπλοκο μηχανισμό απεικόνισής τους σε αξίες και υπεραξίες, τιμές και κέρδη. Ανεξάρτητα από τις συνθήκες αφθονίας ή σπάνεως των αγαθών που μας τρέφουν, το ανεβοκατέβασμα των τιμών τους μπορεί να οδηγήσει πολλούς από μας σε λιμοκτονία και αφανισμό. Η πείνα, ακόμα κι αν δεν αφορά προς το παρόν τις δυτικές μητροπόλεις, είναι στην ημερήσια διάταξη του «πολιτισμένου κόσμου» για δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους.

Από μιαν άποψη δεν είναι, λοιπόν, καθόλου δεδομένη η υπεροχή της «προόδου» που απογείωσε το είδος μας μέχρι τον Άρη έναντι της «στασιμότητας» που επέλεξαν οι λίγες χιλιάδες συγχρόνων μας της τροπικής ζώνης. Τα επιτεύγματά μας είναι αδιαμφισβήτητα, αλλά συνοδεύονται από ισάριθμα σπέρματα καταστροφής. Αν στο απώτατο μέλλον έχουμε την τύχη των δεινοσαύρων, το πιθανότερο είναι ότι θα την προκαλέσουμε μόνοι μας. Αντιθέτως, θα πρέπει να αναζητήσουμε προσεκτικά το μυστικό της επιβίωσης (στις συνθήκες της λίθινης εποχής και της μη ιδιοκτησίας) των κατοίκων των «Θλιβερών Τροπικών» (κατά τον Κλοντ Λεβί Στρος. Αλλά γιατί θλιβερών; Μεσ’ στην καλή χαρά τους βλέπω).

Το πρόβλημα είναι πως μια συνάντηση των δύο κόσμων θα αποδειχθεί μαθηματικά αλληλοκαταστροφική. Ο μέσος «πολιτισμένος» άνθρωπος δύσκολα θα επιβίωνε πάνω από μερικές μέρες στο τροπικό δάσος, έστω και ως τουρίστας. Ο δε «απολίτιστος» θα έπεφτε τάβλα από απλούστατες ιώσεις, έπειτα από λίγες χειραψίες με τους χαμογελαστούς λευκούς. Ασύμπτωτοι οι κόσμοι μας, αιματηρή η εμπειρία της Λατινικής Αμερικής και εξηγήσιμη η εχθρότητα των «Αμαζονίων» στη λευκή χείρα φιλίας.


Η λύση που απομένει είναι, χωρίς να πάμε στη ζούγκλα με τον Ταρζάν, να ανακτήσουμε λίγη από τη χαμένη αθωότητα του είδους μας. Να γίνουμε και λίγο άγριοι. Να αποβάλουμε από το κοινωνικό μας DNA κάμποση ιδιοκτησία, αρκετή ιεραρχία, άφθονη απληστία και όλη την ανοχή. Πώς θα σας φαινόταν το σύνθημα «Δεν είμαστε Παπούα, δεν είμαστε Ζουλού, είμαστε η άγριοι του καπιταλισμού»;

No comments:

Post a Comment