Πέντε μαύρα στίγματα. Αχνά, σχεδόν αόρατα πια στη βάση του δεξιού αντίχειρα. Η εκδίκηση του αχινού. Τι του ’κανα; Δεν είχα καμιά κακή πρόθεση εις βάρος του. Άλλωστε, η συνάντησή μας ήταν τυχαία. Αυτός βρέθηκε στον δρόμο μου, όχι εγώ στον δικό του. Εν πάση περιπτώσει, αυτά τα πέντε μαύρα στίγματα, οι μικροσκοπικές αιχμές της εκδίκησής του, είναι η πιο ζωηρή -και σχεδόν γλυκά οδυνηρή- υπόμνηση του τέλους εποχής. Η εκδίκηση του αχινού, υποδόρια και διακριτική, ίσως είναι μια απειροελάχιστη απάντηση σε όσα υφίσταται η θάλασσα κι ο κόσμος της από το αδηφάγο είδος των παραθεριστών. Εγώ, πάντως, τον έχω σε εκτίμηση τον αχινό. Τρελαίνομαι για αχινοσαλάτα.
Του οφείλω, επίσης, του ανυποψίαστου αχινού ότι άνοιξε μια διέξοδο για να γεμίσει με φλυαρίες αυτή η σελίδα. Ξέρετε, η αμηχανία του γραφιά μετά τις διακοπές. Τι να γράψεις; Γράψε κάτι για τις διακοπές, τόσα πράγματα είδες, τόσα άκουσες, τόσα γεύτηκες και μύρισες. ‘Όπως όταν ήμασταν παιδιά. Έκθεση ιδεών: Πώς επέρασα το καλοκαίρι. «Εγώ το καλοκαίρι επήγα στα Σούρμενα…». Μη γελάς, τη δεκαετία του ’60 τα Σούρμενα ήταν σχεδόν θέρετρο. Έπεφτε και η σχετική σάλτσα. Και μετά εξετίθετο η παιδική στατιστική: πόσα μπάνια έκανες, πόσα παγωτά έφαγες, πόσες φορές πήγες σινεμά. Και πόσους αχινούς πάτησες- γιατί όχι;- και οι αχινοί με τα εκατοντάδες πόδια τους έχουν μια θέση στον θερινό απολογισμό.
Τώρα γίνεται αλλιώς η στατιστική του θέρους. Πού πήγες, πόσο πλήρωσες, πόσο βρήκες τη βενζίνη, εφάρμοζαν εκεί το πλαφόν; Πόσο είχε το σουβλάκι; Και πόσο το ψαράκι; All inclusive ή κατσαρόλα στο δείγμα κουζίνας; Πόσα μέτρα απείχε η παραλία, πόσο είχε η ξαπλώστρα; Ο ΄Αρης, πάλι, θα το έλεγε αλλιώς: «Είχαμε αύξηση της κίνησης 3%, αύξηση των αφίξεων 7% και ενίσχυση του τουριστικού εισοδήματος πάνω από 8%». Καλό κι αυτό, αλλά δεν λέει αν περάσαμε καλά.
Μετράει πολύ η στατιστική της ψυχολογίας στις διακοπές. Έτσι καθώς αποκόβεσαι από τον καταναγκασμό της επιβίωσης και παραδίδεσαι, έστω και για λίγα εικοσιτετράωρα, στη νωχέλεια της απόλαυσης, είσαι επικίνδυνα εκτεθειμένος στην κυκλοθυμία της ύπαρξης. Ευτυχία να σε καίει ο ήλιος (μα ο ήλιος είναι μια απειλή), ευτυχία να σ’ αγκαλιάζει το νερό (όχι στα βαθιά, θα πνιγείς), ευτυχία να πίνεις τη βότκα σου μ’ ένα φεγγάρι ολοστρόγγυλο ν’ ανοίγει λεωφόρο στο πέλαγος, προβολέα της επιθυμίας (Οπ! Τι έγινε; Τι είναι αυτή η σκιά στην πανσέληνο; Κρύβεται, χάνεται! Προγραμματισμένη έκλειψη είναι, μην κάνεις έτσι, ακόμη κι η Λίτσα Πατέρα το έχει υπενθυμίσει, αμόρφωτε). Στρογγυλές οι απολαύσεις της μέσης ηλικίας και ακριβές πια, αλλά βολεύεσαι μ’ αυτές, όπως στους ανατομικούς καναπέδες του μπαρ, αν και λίγα μέτρα πιο κάτω υπάρχουν χιλιόμετρα χλιαρής και μαλακής αμμουδιάς, πρόθυμης να φιλοξενήσει όσα αποθέματα εφηβείας σού απομένουν. Αλλά πού εσύ. Θρονιασμένος εκεί, κρυφοκοιτάζεις μια παρέα εφήβων που διάλεξαν παραλία, άναψαν και μιαν αδύναμη φωτιά, λένε πονηρά αστεία και κάνουν ατέλειωτη φασαρία. Σ’ ενοχλεί ή ζηλεύεις τους πόθους που κρύβονται πίσω από τις κραυγές γέλιου; Καλοπροαίρετος φθόνος. Μικρό μνημόσυνο στη δική σου νιότη, που έκανε τα ίδια και δεν ανησυχούσε για τις τιμές.
Ο αχινός υπενθυμίζει την παρουσία του στον δεξιό αντίχειρα. Είναι ο μικρός του θρίαμβος, για λίγες μέρες ακόμη. Μέχρι η ηλεκτρική σκούπα να ρουφήξει και τους τελευταίους κόκκους άμμου που έχουν εισβάλει σε κάθε πτυχή του αυτοκινήτου. Μέχρι να πεταχτούν τα τελευταία κοχύλια που μάζεψες επιμελώς από τον βυθό κι οι πέτρες που συνέλεγε σαν πολύτιμα ορυκτά από την ακτή η κόρη σου. Μόνο για τους λογαριασμούς και τις αποδείξεις δείχνεις πια τόση συλλεκτική επιμέλεια. Ακόμη κι οι φωτογραφίες μάλλον θα μείνουν ξεχασμένες στον γυαλιστερό, μικρό ψηφιακό τους τάφο.
Κάπου αλλού ήθελα να το πάω, αλλά ας όψεται ο αχινός. Δεν είναι ο μόνος που τσιμπάει. Τσιμπάνε κι οι αχινοί της ξηράς. Ακούνε στο όνομα «ελληνικό τουριστικό προϊόν». Κάτι μου λέει ότι ο υπουργός το θεωρεί εξαίρετο, έξτρα παρθένο, και ο νυν και οι πρώην κι οι επόμενοι. Λογικό, αν έχουν συνηθίσει μόνο σε σουίτες πεντάστερες. Ούτε την υπηρέτρια της μαμάς τους δεν θα ’στελναν στ’ αχούρια όπου δοξάζεται η επιχειρηματικότητα της αρπαχτής των τριών μηνών. Δεν λέω, υπάρχουν και συμπαθητικά αχούρια, υπάρχουν και ανεκτά ενδιαιτήματα για τους πληβείους των άστεων, για τους παραθεριστές της μιας εβδομάδας, άντε, δέκα ημερών το πολύ. Αλλά ο κανόνας είναι άλλος. Οι διαχωριστικές γραμμές των πόλεων τον Αύγουστο μεταφέρονται σχεδόν αυτούσιες στα παραθαλάσσια θέρετρα. Υπάρχουν κι εκεί δυο Ελλάδες – ίσως και περισσότερες, αν υπολογίσουμε τις μέσες λύσεις που προσφέρονται για τον αποσυντιθέμενο μεσαίο χώρο. Οι δυο, τρεις, τέσσερις Ελλάδες του παραθερισμού παρακολουθούν με καταθλιπτική συνέπεια την εισοδηματική κλίμακα και την κοινωνική πυραμίδα. Απολαμβάνεις μόνον ότι πληρώνεις. Στην πραγματικότητα, πολύ λιγότερα απ’ αυτά.
Δεν θα ’λεγα ότι είμαι απ’ αυτούς που υποφέρουν, ελπίζω ότι δεν θα ολισθήσω στον πάτο της πυραμίδας. Ωστόσο, φέτος μπήκα στον πειρασμό της φειδούς. Φραγή εισερχομένων τροφών, λιγότερη μάσα – για κάποιο λόγο οι νεοέλληνες έχουμε αναγάγει τις διακοπές σε γκουρμέ εμπειρία. Επέλεξα, λοιπόν, τη λύση του ελεγχόμενου κόστους που αποκαλείται all inclusive. Το all μην το πάρετε τοις μετρητοίς, ένα πρωινό κι ένα βραδινό γεύμα. Η τιμή ενδιαφέρουσα. Διέσχισα σχεδόν όλη την ηπειρωτική Ελλάδα για να φτάσω σε μια περιοχή που θεωρείται η κορυφή της εγχώριας τουριστικής βιομηχανίας. Η ιντερνετική μόστρα φαινόταν πειστική. Το ίδιο και η προφορική επικοινωνία. Η πρώτη επαφή με τη Γη της παραθεριστικής Επαγγελίας ήταν ένα σοκ. Δυο χιλιόμετρα ακτής κατειλημμένης από μικρομέγαλα καταλύματα βαβυλωνιακού ρυθμού, περίπου σαν την Αχαρνών στο χαμηλό της. Το δεύτερο σοκ επήλθε μόλις αντικρίσαμε το «ξενοδοχείο»: τρεις τριώροφες πολυκατοικίες με δείγματα μπαλκονιών που έβλεπαν σ’ έναν ακάλυπτο χώρο ελάχιστων τετραγωνικών. Λίγο ν’ άπλωνες το χέρι σου, χαιρετούσες τον γείτονα. Δεν πειράζει, ο τουρισμός μάς φέρνει πιο κοντά. Τρίτο σοκ, το εσωτερικό των «διαμερισμάτων». Κρεβάτι στην κουζίνα, προσκέφαλο κάτω από ένα παράθυρο από το οποίο παρέλαυναν όλοι οι ένοικοι του «παραδείσου». Τέταρτο σοκ, το μενού: προκατεψυγμένη πίτσα, μακαρόνια με κέτσαπ, ίχνη κρέατος άγνωστης βιολογίας και απαράμιλλης δυσωδίας. Το Υγειονομικό θα είχε πολύ δουλειά να κάνει εκεί. Το πέμπτο σοκ το έπαθε ο επιχειρηματίας του ελληνικού τουριστικού θαύματος όταν του ανακοίνωσα ότι την κάνουμε οικογενειακώς. Ήταν κι έτοιμος για τσαμπουκά, γιατί θεωρούσε απαράδεκτο να αφήσει κενό έστω κι ένα τετραγωνικό μέτρο από την ανθρωποποθήκη του. «Εσύ είσαι παράξενος, όλοι οι άλλοι είναι ευχαριστημένοι», με αποστόμωσε, αλλά δεν ήταν ιδέα μου η διάχυτη μελαγχολία στα πρόσωπα των Βαλκάνιων -κυρίως- πελατών του.
Μπορεί εγώ πράγματι να είμαι παράξενος, ίσως φταίνε και οι ακαμψίες της μέσης ηλικίας, κι εγώ έχω κοιμηθεί σε ταράτσες στα νιάτα μου, αλλά τουλάχιστον τις πλήρωνα για ταράτσες κι αυλές. Μπορείς να περάσεις καλά και σε μια σπηλιά, μια σκήτη ή να τη βγάλεις σαν στυλίτης, αλλά απ’ τη στιγμή που η απόλαυση και η αναψυχή από ιδιωτική υπόθεση γίνονται προϊόν ενός κλάδου που κομπάζει ότι αποτελεί τη βαριά βιομηχανία της οικονομίας μας, ρωτάς αναγκαστικά για την ποιότητα. Και η ποιότητα και αυτής της επηρμένης βιομηχανίας ακολουθεί τον κανόνα του αεριτζιδισμού, της αρπαχτής, του μήνα που τρέφει τους έντεκα. Το ελληνικό τουριστικό προϊόν, μοιρασμένο ανάμεσα στην αυθαιρεσία του γιγαντισμού και την απληστία του επαρχιώτικου μικροκαπιταλισμού, είναι άθλιο για μια χώρα τόσο ευνοημένη από τα στοιχεία της φύσης.
Για όσους έχουν αντίρρηση, προσφέρω γεύμα με ορντέβρ αχινοσαλάτα. Και τ’ αγκάθια all inclusive. Μισή εκδίκηση του αχινού, μισή δική μου.
Καταπληκτική η αχινοσαλάτα,
ReplyDeleteΕίχα δοκιμάσει τη συνταγή του Gourmed.gr
SUPER!!