Πέντε μαύρα στίγματα. Αχνά, σχεδόν αόρατα πια στη βάση του δεξιού αντίχειρα. Η εκδίκηση του αχινού. Τι του ’κανα; Δεν είχα καμιά κακή πρόθεση εις βάρος του. Άλλωστε, η συνάντησή μας ήταν τυχαία. Αυτός βρέθηκε στον δρόμο μου, όχι εγώ στον δικό του. Εν πάση περιπτώσει, αυτά τα πέντε μαύρα στίγματα, οι μικροσκοπικές αιχμές της εκδίκησής του, είναι η πιο ζωηρή -και σχεδόν γλυκά οδυνηρή- υπόμνηση του τέλους εποχής. Η εκδίκηση του αχινού, υποδόρια και διακριτική, ίσως είναι μια απειροελάχιστη απάντηση σε όσα υφίσταται η θάλασσα κι ο κόσμος της από το αδηφάγο είδος των παραθεριστών. Εγώ, πάντως, τον έχω σε εκτίμηση τον αχινό. Τρελαίνομαι για αχινοσαλάτα.
Του οφείλω, επίσης, του ανυποψίαστου αχινού ότι άνοιξε μια διέξοδο για να γεμίσει με φλυαρίες αυτή η σελίδα. Ξέρετε, η αμηχανία του γραφιά μετά τις διακοπές. Τι να γράψεις; Γράψε κάτι για τις διακοπές, τόσα πράγματα είδες, τόσα άκουσες, τόσα γεύτηκες και μύρισες. ‘Όπως όταν ήμασταν παιδιά. Έκθεση ιδεών: Πώς επέρασα το καλοκαίρι. «Εγώ το καλοκαίρι επήγα στα Σούρμενα…». Μη γελάς, τη δεκαετία του ’60 τα Σούρμενα ήταν σχεδόν θέρετρο. Έπεφτε και η σχετική σάλτσα. Και μετά εξετίθετο η παιδική στατιστική: πόσα μπάνια έκανες, πόσα παγωτά έφαγες, πόσες φορές πήγες σινεμά. Και πόσους αχινούς πάτησες- γιατί όχι;- και οι αχινοί με τα εκατοντάδες πόδια τους έχουν μια θέση στον θερινό απολογισμό.
Τώρα γίνεται αλλιώς η στατιστική του θέρους. Πού πήγες, πόσο πλήρωσες, πόσο βρήκες τη βενζίνη, εφάρμοζαν εκεί το πλαφόν; Πόσο είχε το σουβλάκι; Και πόσο το ψαράκι; All inclusive ή κατσαρόλα στο δείγμα κουζίνας; Πόσα μέτρα απείχε η παραλία, πόσο είχε η ξαπλώστρα; Ο ΄Αρης, πάλι, θα το έλεγε αλλιώς: «Είχαμε αύξηση της κίνησης 3%, αύξηση των αφίξεων 7% και ενίσχυση του τουριστικού εισοδήματος πάνω από 8%». Καλό κι αυτό, αλλά δεν λέει αν περάσαμε καλά.
Μετράει πολύ η στατιστική της ψυχολογίας στις διακοπές. Έτσι καθώς αποκόβεσαι από τον καταναγκασμό της επιβίωσης και παραδίδεσαι, έστω και για λίγα εικοσιτετράωρα, στη νωχέλεια της απόλαυσης, είσαι επικίνδυνα εκτεθειμένος στην κυκλοθυμία της ύπαρξης. Ευτυχία να σε καίει ο ήλιος (μα ο ήλιος είναι μια απειλή), ευτυχία να σ’ αγκαλιάζει το νερό (όχι στα βαθιά, θα πνιγείς), ευτυχία να πίνεις τη βότκα σου μ’ ένα φεγγάρι ολοστρόγγυλο ν’ ανοίγει λεωφόρο στο πέλαγος, προβολέα της επιθυμίας (Οπ! Τι έγινε; Τι είναι αυτή η σκιά στην πανσέληνο; Κρύβεται, χάνεται! Προγραμματισμένη έκλειψη είναι, μην κάνεις έτσι, ακόμη κι η Λίτσα Πατέρα το έχει υπενθυμίσει, αμόρφωτε). Στρογγυλές οι απολαύσεις της μέσης ηλικίας και ακριβές πια, αλλά βολεύεσαι μ’ αυτές, όπως στους ανατομικούς καναπέδες του μπαρ, αν και λίγα μέτρα πιο κάτω υπάρχουν χιλιόμετρα χλιαρής και μαλακής αμμουδιάς, πρόθυμης να φιλοξενήσει όσα αποθέματα εφηβείας σού απομένουν. Αλλά πού εσύ. Θρονιασμένος εκεί, κρυφοκοιτάζεις μια παρέα εφήβων που διάλεξαν παραλία, άναψαν και μιαν αδύναμη φωτιά, λένε πονηρά αστεία και κάνουν ατέλειωτη φασαρία. Σ’ ενοχλεί ή ζηλεύεις τους πόθους που κρύβονται πίσω από τις κραυγές γέλιου; Καλοπροαίρετος φθόνος. Μικρό μνημόσυνο στη δική σου νιότη, που έκανε τα ίδια και δεν ανησυχούσε για τις τιμές.
Ο αχινός υπενθυμίζει την παρουσία του στον δεξιό αντίχειρα. Είναι ο μικρός του θρίαμβος, για λίγες μέρες ακόμη. Μέχρι η ηλεκτρική σκούπα να ρουφήξει και τους τελευταίους κόκκους άμμου που έχουν εισβάλει σε κάθε πτυχή του αυτοκινήτου. Μέχρι να πεταχτούν τα τελευταία κοχύλια που μάζεψες επιμελώς από τον βυθό κι οι πέτρες που συνέλεγε σαν πολύτιμα ορυκτά από την ακτή η κόρη σου. Μόνο για τους λογαριασμούς και τις αποδείξεις δείχνεις πια τόση συλλεκτική επιμέλεια. Ακόμη κι οι φωτογραφίες μάλλον θα μείνουν ξεχασμένες στον γυαλιστερό, μικρό ψηφιακό τους τάφο.
Κάπου αλλού ήθελα να το πάω, αλλά ας όψεται ο αχινός. Δεν είναι ο μόνος που τσιμπάει. Τσιμπάνε κι οι αχινοί της ξηράς. Ακούνε στο όνομα «ελληνικό τουριστικό προϊόν». Κάτι μου λέει ότι ο υπουργός το θεωρεί εξαίρετο, έξτρα παρθένο, και ο νυν και οι πρώην κι οι επόμενοι. Λογικό, αν έχουν συνηθίσει μόνο σε σουίτες πεντάστερες. Ούτε την υπηρέτρια της μαμάς τους δεν θα ’στελναν στ’ αχούρια όπου δοξάζεται η επιχειρηματικότητα της αρπαχτής των τριών μηνών. Δεν λέω, υπάρχουν και συμπαθητικά αχούρια, υπάρχουν και ανεκτά ενδιαιτήματα για τους πληβείους των άστεων, για τους παραθεριστές της μιας εβδομάδας, άντε, δέκα ημερών το πολύ. Αλλά ο κανόνας είναι άλλος. Οι διαχωριστικές γραμμές των πόλεων τον Αύγουστο μεταφέρονται σχεδόν αυτούσιες στα παραθαλάσσια θέρετρα. Υπάρχουν κι εκεί δυο Ελλάδες – ίσως και περισσότερες, αν υπολογίσουμε τις μέσες λύσεις που προσφέρονται για τον αποσυντιθέμενο μεσαίο χώρο. Οι δυο, τρεις, τέσσερις Ελλάδες του παραθερισμού παρακολουθούν με καταθλιπτική συνέπεια την εισοδηματική κλίμακα και την κοινωνική πυραμίδα. Απολαμβάνεις μόνον ότι πληρώνεις. Στην πραγματικότητα, πολύ λιγότερα απ’ αυτά.
Δεν θα ’λεγα ότι είμαι απ’ αυτούς που υποφέρουν, ελπίζω ότι δεν θα ολισθήσω στον πάτο της πυραμίδας. Ωστόσο, φέτος μπήκα στον πειρασμό της φειδούς. Φραγή εισερχομένων τροφών, λιγότερη μάσα – για κάποιο λόγο οι νεοέλληνες έχουμε αναγάγει τις διακοπές σε γκουρμέ εμπειρία. Επέλεξα, λοιπόν, τη λύση του ελεγχόμενου κόστους που αποκαλείται all inclusive. Το all μην το πάρετε τοις μετρητοίς, ένα πρωινό κι ένα βραδινό γεύμα. Η τιμή ενδιαφέρουσα. Διέσχισα σχεδόν όλη την ηπειρωτική Ελλάδα για να φτάσω σε μια περιοχή που θεωρείται η κορυφή της εγχώριας τουριστικής βιομηχανίας. Η ιντερνετική μόστρα φαινόταν πειστική. Το ίδιο και η προφορική επικοινωνία. Η πρώτη επαφή με τη Γη της παραθεριστικής Επαγγελίας ήταν ένα σοκ. Δυο χιλιόμετρα ακτής κατειλημμένης από μικρομέγαλα καταλύματα βαβυλωνιακού ρυθμού, περίπου σαν την Αχαρνών στο χαμηλό της. Το δεύτερο σοκ επήλθε μόλις αντικρίσαμε το «ξενοδοχείο»: τρεις τριώροφες πολυκατοικίες με δείγματα μπαλκονιών που έβλεπαν σ’ έναν ακάλυπτο χώρο ελάχιστων τετραγωνικών. Λίγο ν’ άπλωνες το χέρι σου, χαιρετούσες τον γείτονα. Δεν πειράζει, ο τουρισμός μάς φέρνει πιο κοντά. Τρίτο σοκ, το εσωτερικό των «διαμερισμάτων». Κρεβάτι στην κουζίνα, προσκέφαλο κάτω από ένα παράθυρο από το οποίο παρέλαυναν όλοι οι ένοικοι του «παραδείσου». Τέταρτο σοκ, το μενού: προκατεψυγμένη πίτσα, μακαρόνια με κέτσαπ, ίχνη κρέατος άγνωστης βιολογίας και απαράμιλλης δυσωδίας. Το Υγειονομικό θα είχε πολύ δουλειά να κάνει εκεί. Το πέμπτο σοκ το έπαθε ο επιχειρηματίας του ελληνικού τουριστικού θαύματος όταν του ανακοίνωσα ότι την κάνουμε οικογενειακώς. Ήταν κι έτοιμος για τσαμπουκά, γιατί θεωρούσε απαράδεκτο να αφήσει κενό έστω κι ένα τετραγωνικό μέτρο από την ανθρωποποθήκη του. «Εσύ είσαι παράξενος, όλοι οι άλλοι είναι ευχαριστημένοι», με αποστόμωσε, αλλά δεν ήταν ιδέα μου η διάχυτη μελαγχολία στα πρόσωπα των Βαλκάνιων -κυρίως- πελατών του.
Μπορεί εγώ πράγματι να είμαι παράξενος, ίσως φταίνε και οι ακαμψίες της μέσης ηλικίας, κι εγώ έχω κοιμηθεί σε ταράτσες στα νιάτα μου, αλλά τουλάχιστον τις πλήρωνα για ταράτσες κι αυλές. Μπορείς να περάσεις καλά και σε μια σπηλιά, μια σκήτη ή να τη βγάλεις σαν στυλίτης, αλλά απ’ τη στιγμή που η απόλαυση και η αναψυχή από ιδιωτική υπόθεση γίνονται προϊόν ενός κλάδου που κομπάζει ότι αποτελεί τη βαριά βιομηχανία της οικονομίας μας, ρωτάς αναγκαστικά για την ποιότητα. Και η ποιότητα και αυτής της επηρμένης βιομηχανίας ακολουθεί τον κανόνα του αεριτζιδισμού, της αρπαχτής, του μήνα που τρέφει τους έντεκα. Το ελληνικό τουριστικό προϊόν, μοιρασμένο ανάμεσα στην αυθαιρεσία του γιγαντισμού και την απληστία του επαρχιώτικου μικροκαπιταλισμού, είναι άθλιο για μια χώρα τόσο ευνοημένη από τα στοιχεία της φύσης.
Για όσους έχουν αντίρρηση, προσφέρω γεύμα με ορντέβρ αχινοσαλάτα. Και τ’ αγκάθια all inclusive. Μισή εκδίκηση του αχινού, μισή δική μου.
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Monday, August 25, 2008
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (23/8/2008)
Εγώ όταν θα μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέμβρης, έλεγε ο Αύγουστος…
Δέναν οι παραθεριστές
στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα,
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.
Πεθαίναν απ’ τη ζήλεια τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου.
Απ’ τ’ ανοιχτά παραθυράκια τους,
μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς,
κουρτινάκια φτεράκιζαν κατά έξω,
νάυλον γλάροι εμπριμέ, δεμένοι.
Λοξά στημένη νανούριζε τα τέλια της
μια κιθάρα ηλιοκαμένη.
Ευτυχώς βελτιώθηκε
το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.
Γίνανε βάρκες κατοικίδιες- αστυφιλία των σκαριών.
Αστραφτερές, εξωλέμβιες,
πάνω σε τρέιλερ κουρνιασμένες,
ακολουθούν τ’ αφεντικά τους,
σκυλάκια ράτσας
χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.
Γλάροι πηδάνε κατά πάνω,
μια τελευταία ασημένια περιέργεια.
Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το προς το τέλος.
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέριο.
Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο εσωλέμβιε.
Είσαι μες στην αρμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα.
Κική Δημουλά, «Βροχή επιστροφής», συλλογή «Το τελευταίο σώμα μου»
θα γίνω Σεπτέμβρης, έλεγε ο Αύγουστος…
Δέναν οι παραθεριστές
στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα,
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.
Πεθαίναν απ’ τη ζήλεια τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου.
Απ’ τ’ ανοιχτά παραθυράκια τους,
μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς,
κουρτινάκια φτεράκιζαν κατά έξω,
νάυλον γλάροι εμπριμέ, δεμένοι.
Λοξά στημένη νανούριζε τα τέλια της
μια κιθάρα ηλιοκαμένη.
Ευτυχώς βελτιώθηκε
το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.
Γίνανε βάρκες κατοικίδιες- αστυφιλία των σκαριών.
Αστραφτερές, εξωλέμβιες,
πάνω σε τρέιλερ κουρνιασμένες,
ακολουθούν τ’ αφεντικά τους,
σκυλάκια ράτσας
χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.
Γλάροι πηδάνε κατά πάνω,
μια τελευταία ασημένια περιέργεια.
Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το προς το τέλος.
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέριο.
Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο εσωλέμβιε.
Είσαι μες στην αρμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα.
Κική Δημουλά, «Βροχή επιστροφής», συλλογή «Το τελευταίο σώμα μου»
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (23/8/2008)
Εγώ όταν θα μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέμβρης, έλεγε ο Αύγουστος…
Δέναν οι παραθεριστές
στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα,
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.
Πεθαίναν απ’ τη ζήλεια τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου.
Απ’ τ’ ανοιχτά παραθυράκια τους,
μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς,
κουρτινάκια φτεράκιζαν κατά έξω,
νάυλον γλάροι εμπριμέ, δεμένοι.
Λοξά στημένη νανούριζε τα τέλια της
μια κιθάρα ηλιοκαμένη.
Ευτυχώς βελτιώθηκε
το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.
Γίνανε βάρκες κατοικίδιες- αστυφιλία των σκαριών.
Αστραφτερές, εξωλέμβιες,
πάνω σε τρέιλερ κουρνιασμένες,
ακολουθούν τ’ αφεντικά τους,
σκυλάκια ράτσας
χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.
Γλάροι πηδάνε κατά πάνω,
μια τελευταία ασημένια περιέργεια.
Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το προς το τέλος.
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέριο.
Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο εσωλέμβιε.
Είσαι μες στην αρμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα.
Κική Δημουλά, «Βροχή επιστροφής», συλλογή «Το τελευταίο σώμα μου»
θα γίνω Σεπτέμβρης, έλεγε ο Αύγουστος…
Δέναν οι παραθεριστές
στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα,
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.
Πεθαίναν απ’ τη ζήλεια τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου.
Απ’ τ’ ανοιχτά παραθυράκια τους,
μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς,
κουρτινάκια φτεράκιζαν κατά έξω,
νάυλον γλάροι εμπριμέ, δεμένοι.
Λοξά στημένη νανούριζε τα τέλια της
μια κιθάρα ηλιοκαμένη.
Ευτυχώς βελτιώθηκε
το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.
Γίνανε βάρκες κατοικίδιες- αστυφιλία των σκαριών.
Αστραφτερές, εξωλέμβιες,
πάνω σε τρέιλερ κουρνιασμένες,
ακολουθούν τ’ αφεντικά τους,
σκυλάκια ράτσας
χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.
Γλάροι πηδάνε κατά πάνω,
μια τελευταία ασημένια περιέργεια.
Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το προς το τέλος.
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέριο.
Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο εσωλέμβιε.
Είσαι μες στην αρμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα.
Κική Δημουλά, «Βροχή επιστροφής», συλλογή «Το τελευταίο σώμα μου»
Saturday, August 9, 2008
Η παραγωγική αργία (9/8/2008)
«Αργία μήτηρ πάσης κακίας;» Ποιος το είπε αυτό; Και γιατί του δώσαμε δίκιο, έτσι, χωρίς ενδοιασμό; Τίποτε δεν αποδεικνύουν ο αποκεφαλισμός της Σαντορίνης, η δολοφονία της Μυκόνου, το αμόκ του Ηρακλείου. Ατυχείς οι συνειρμοί που συνδέουν το καλοκαίρι και τα νησιά, τα παραθεριστικά θέρετρα, τους νωχελικούς άπραγους αδειούχους με αμαρτίες και παρεκτροπές. Άλλωστε, οι μπράβοι της Μυκόνου δολοφόνησαν εν ώρα εργασίας. Αυτή τελικά ήταν η δουλειά τους. Για τους άλλους αιματηρούς δράστες τον λόγο έχει η ψυχιατρική και μόνο. Πάσα κακία, λοιπόν, διασκορπίζεται ομοιόμορφα στο χρόνο, στη διαδοχή των εποχών, στις πόλεις, στα χωριά, στις παραλίες, στα θέρετρα του Αυγούστου. Απλώς, το καλοκαίρι τις προσέχουμε πιο πολύ.
Δεν θα υπερασπιστώ για μια ακόμη φορά την τεμπελιά, στις μικρές ή μεγαλύτερες δόσεις της που μας αναλογούν όλη τη διάρκεια του παραγωγικού έτους. Άλλωστε, για όσους με γνωρίζουν- φίλους, συναδέλφους, συγγενείς- καθίσταμαι αναξιόπιστος και γραφικός. Δεν δείχνω άνθρωπος που πιστεύει βαθιά στο παραγωγικό περιεχόμενο της τεμπελιάς. Τείνω να γίνω παράδειγμα προς αποφυγήν. Αλλά αφήστε το αυτό.
Αναρωτιέμαι αν αναρωτιέστε και σεις: πώς γίνεται αυτό το μικρό παραγωγικό θαύμα του Αυγούστου; Αν είστε στην πόλη, αντιλαμβάνεστε ότι λείπουν οι μισοί. Αν είστε στην ύπαιθρο βλέπετε ότι προφανώς έχουν μεταφερθεί εκεί. Για τα μπάνια του λαού, τα ηλιόλουτρα της σάρκας, τα οφθαλμόλουτρα του βλέμματος. Πάντως, λίγοι είναι στις δουλειές τους. Λιγότεροι στους δρόμους των πόλεων, μισοάδεια τα μέσα μεταφοράς, κρατικές υπηρεσίες σχεδόν κενές, εργοστάσια σε υπολειτουργία, καταστήματα με πινακίδες που δίνουν ραντεβού μετά το Δεκαπενταύγουστο. Λείπουν τα αφεντικά, λείπουν και οι μισθωτοί σκλάβοι. Λείπουν οι μάνατζερ, λείπουν και οι γενικών καθηκόντων. Λείπουν οι προϊστάμενοι, λείπουν και οι υφιστάμενοι. Και όσοι μένουν πίσω λουφάρουν όσο μπορούν. Καλά κάνουν. Δεν είναι καμιά ελληνική ιδιομορφία. Και στο Μιλάνο αν πας Αυγουστιάτικα το πολύ να συναντήσεις γιαπωνέζους τουρίστες. Σχεδόν όλο το βόρειο ημισφαίριο, ίσως το ένα τρίτο της ευημερούσας ανθρωπότητας είναι «κλειστόν λόγω διακοπών». Για λίγες μέρες, λίγες εβδομάδες, δεν έχει σημασία, πάντως λείπει. Αλλά σε κανέναν δεν λείπει τίποτε. Αν το 50% του εργασιακού πληθυσμού δεν είναι στον πάγκο του, στην αλυσίδα παραγωγής του, στη βάρδια του, στο γραφείο του, πώς γίνεται και δεν πεινάμε, δεν ζεσταινόμαστε, δεν μας λείπουν τα καύσιμα, τα αγαθά της ψυχαγωγίας, της ενημέρωσης; Η οικονομία, αυτός ο πολύπλοκος μηχανισμός παραγωγής χρήσιμων και άχρηστων αγαθών που γεμίζουν το στομάχι μας ή την πλήξη μας, δουλεύει στο ρελαντί. Σαν αυτοκίνητο σε στάση, με την υπόκριση του μουρμουρητού ενός αθόρυβου κλιματιστικού. Μήπως, τελικά, η αργία είναι πιο παραγωγική απ’ όσο μας έχουν πείσει;
Παίζεται. Ισχυρισμός προς απόδειξη. Πολύ περισσότερο που η αργία, η σχόλη, οι διακοπές, τα ταξίδια συνοδεύονται πάντα από μια καταναλωτική έξαρση. Στις διακοπές τρώμε πολύ χωριάτικη σαλάτα, πολλά ψάρια, πολλά κρέατα. Ικανοποιούμε συμβατικές ή ακραίες επιθυμίες για τις οποίες σε άλλη περίπτωση θα σκεπτόμασταν το κόστος τους. Θέλουμε περισσότερες ντομάτες, περισσότερο αλκοόλ, περισσότερη βενζίνη. Και τα βρίσκουμε. Ακριβότερα ή φθηνότερα, δεν είναι της παρούσης, πάντως είναι εκεί. Όπου και να μεταφέρουμε την άπληστη ύπαρξή μας. Στη Γαύδο ή στη Σαμοθράκη. Στα Κανάρια νησιά ή στο Πουκέ. Επομένως, δεν ευσταθεί το επιχείρημα ότι στον καυτό μήνα Αύγουστο η κατανάλωση πέφτει ευθέως ανάλογα με την παραγωγικότητα. Κάθε άλλο. Η κατανάλωση απλώς μετακομίζει.
Μετακομίζει, βεβαίως, και η παραγωγή. Η τουριστική βιομηχανία, με την έντονη εποχικότητα που τη διακρίνει σε χώρες σαν τη δική μας είναι μια δεύτερη πιθανή εξήγηση γι’ αυτό το μυστηριώδες παραγωγικό ισοζύγιο του Αυγούστου. Μερικές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κάθε χρόνο αποικίζουν τα νησιά για τρεις- τέσσερις μήνες και τα μετατρέπουν σε μικρές παραγωγικές κολάσεις. Άλλοι γιατί θέλουν μ’ ένα παπά να θάψουν πέντε-έξι και να βγάλουν τα έξοδα της χρονιάς κι όχι μόνο (σαν τα μυρμήγκια του μύθου). Κι άλλοι γιατί είναι υποχρεωμένοι να προσαρμοστούν στις ιδιατερότητες της εγχώριας τουριστικής βιομηχανίας. Παρτ τάιμ επιχειρηματίες, πάρτ τάιμ εργαζόμενοι. Όμως, αυτή η εποχική, μαζική μετακόμιση της παραγωγής και της απασχόλησης παρά θιν’ αλός τους θερινούς μήνες δεν εξηγεί όλο το παραγωγικό ισοζύγιο του Αυγούστου. Μπορεί να καλύπτει το 20%, το 30% της απασχόλησης που πάει διακοπές και ένα αντίστοιχο ποσοστό της παραγωγής που χάνεται. Αλλά το υπόλοιπο; Πού πάει διάολε;
Θα υπήρχε μια πειστική απάντηση στο ερώτημα αν, για παράδειγμα, οι χώρες του ευημερούντος (αν και παραπαίοντος τελευταία) καπιταλισμού ανακοίνωναν περιχαρείς κάθε καλοκαίρι ότι η παραγωγή τους μειώθηκε 10%, 20%, ότι το ΑΕΠ τους συρρικνώθηκε, οι υπεραξίες κάνουν βουτιές στις παραλίες, σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Αλλά, όχι. Καμιά δεν το κάνει. Αντιθέτως, ο πολύπλοκος οικονομικός μηχανισμός εξακολουθεί να δουλεύει σαν εργοστάσιο συνεχούς πυράς. Και δεν μας λείπει τίποτε. Δεν πεινάμε, δεν καιγόμαστε, δεν μένουμε από νερό και ρεύμα. Δεν ακούμε καν τη γκρίνια της επιχειρηματικής ελίτ που κυνηγά τον ήλιο και τη θάλασσα πάνω στα σκάφη της.
Μήπως αυτοί, οι λίγοι που μένουν πίσω, δουλεύουν πολύ; Μήπως δουλεύουν για δύο και για τρεις ο καθένας, επιτελώντας ένα μικρό άθλο παραγωγικότητας; Παίζει κι αυτό, αλλά εξηγεί ίσως ένα ακόμη 20%-30% του παραγωγικού ελλείμματος που προκαλεί η φυγή των αδειούχων του Αυγούστου. Κι αν ισχύει θα ήταν ενδιαφέρον να μάθουμε πώς ακριβώς ανταμείβονται οι παραγωγοί που κλωνοποιούν τους εαυτούς τους, πολλαπλασιάζουν τα χέρια και τα πόδια τους ή αυξάνουν τον όγκο του εγκεφάλου τους για να καλύψουν και τους απόντες.
Μήπως πάλι συμβαίνει κάτι αντίστοιχο όλο τον υπόλοιπο, εκτός θερινής ραστώνης, χρόνο; Μήπως δηλαδή το χειμώνα και την άνοιξη και το φθινόπωρο υπάρχει ένα περίσσευμα παραγωγικότητας, ένας υπερβάλλων εργασιακός ζήλος που αποθηκεύει αξίες και υπεραξίες για τη μικρή ανάπαυλα του Αυγούστου; Κάτι σαν μέρμηγκες του Αισώπου, αλλά από την ανάποδη. Αν συμβαίνει αυτό, σημαίνει ότι μας πιάνουν κώτσους. Διότι υποτίθεται ότι η άδεια είναι ένας εκχωρημένος χρόνος, αλλά τώρα ανακαλύπτουμε ότι είναι απλώς μιας προκαταβεβλημένη εργασία. Ας κάνουμε ότι δεν το καταλάβαμε, για να μη χαλάσουμε την ατμόσφαιρα των διακοπών. Άλλωστε, κι αυτό να ισχύει πάλι δεν εξηγεί παρά ένα μικρό ποσοστό του παραγωγικού ελλείμματος του θέρους.
Τι συμβαίνει τελικά; Ίσως κάτι πολύ απλό, που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας. Υπάρχει μια περίσσεια εργασίας και εργάσιμου χρόνου, μια περιττή παραγωγική προσφορά που παρέχουμε όλο το χρόνο, χειμώνα-καλοκαίρι που δεν καλύπτει καμιά παραγωγική ανάγκη, καμιά πίεση από την πλευρά της κατανάλωσης, καμιά πιεστική απαίτηση από την πλευρά της αγοράς. Ένας χρόνος παραγωγικά νεκρός, σπαταλημένος σε επιχειρηματικές εμμονές και φιλελεύθερες ιδεοληψίες. Ένας εργασιακός χρόνος που αν καταργηθεί εδώ και τώρα δεν θα λείψει σε κανένα. Δεν θα προκαλέσει καμιά κρίση προσφοράς και αντίθετα, μπορεί και να απαλλάξει τον οικονομικό μας πολιτισμό από κρίσεις υπερπαραγωγής. Μπορούμε εδώ και τώρα να πούμε αντίο στο οκτάωρο όχι υπέρ του δεκάωρου, αλλά προς ένα χαλαρό εξάωρο ή πεντάωρο. Μπορούμε εδώ και τώρα να ορίσουμε στους δύο μήνες το χρόνο των διακοπών κι αργότερα στους τρεις, ν’ αυξήσουνε τις αργίες, να εφεύρουμε γιορτές θρησκευτικές, εθνικές, προσωπικές και σε κανένα να μη λείψει τίποτε. Γιατί η αργία είναι τελικά παραγωγική.
Προς το παρόν το σύστημα, οι φωτεινοί παντογνώστες του οικονομικού μας πολιτισμού δουλεύουν ακριβώς για το αντίθετο. Ο κ, Σαρκοζί κατάργησε το 35ωρο, οι ευρωκράτες θέλουν να παρατείνουν τον εργασιακό βίο μέχρι βαθέος γήρατος. Αυτή η απέχθειά τους στην αργία, τη ραστώνη, τη νωχέλεια είναι νοσηρή. Μάλλον χρειάζονται διακοπές. Διαρκείας. Ας τους τις δώσουμε.
Δεν θα υπερασπιστώ για μια ακόμη φορά την τεμπελιά, στις μικρές ή μεγαλύτερες δόσεις της που μας αναλογούν όλη τη διάρκεια του παραγωγικού έτους. Άλλωστε, για όσους με γνωρίζουν- φίλους, συναδέλφους, συγγενείς- καθίσταμαι αναξιόπιστος και γραφικός. Δεν δείχνω άνθρωπος που πιστεύει βαθιά στο παραγωγικό περιεχόμενο της τεμπελιάς. Τείνω να γίνω παράδειγμα προς αποφυγήν. Αλλά αφήστε το αυτό.
Αναρωτιέμαι αν αναρωτιέστε και σεις: πώς γίνεται αυτό το μικρό παραγωγικό θαύμα του Αυγούστου; Αν είστε στην πόλη, αντιλαμβάνεστε ότι λείπουν οι μισοί. Αν είστε στην ύπαιθρο βλέπετε ότι προφανώς έχουν μεταφερθεί εκεί. Για τα μπάνια του λαού, τα ηλιόλουτρα της σάρκας, τα οφθαλμόλουτρα του βλέμματος. Πάντως, λίγοι είναι στις δουλειές τους. Λιγότεροι στους δρόμους των πόλεων, μισοάδεια τα μέσα μεταφοράς, κρατικές υπηρεσίες σχεδόν κενές, εργοστάσια σε υπολειτουργία, καταστήματα με πινακίδες που δίνουν ραντεβού μετά το Δεκαπενταύγουστο. Λείπουν τα αφεντικά, λείπουν και οι μισθωτοί σκλάβοι. Λείπουν οι μάνατζερ, λείπουν και οι γενικών καθηκόντων. Λείπουν οι προϊστάμενοι, λείπουν και οι υφιστάμενοι. Και όσοι μένουν πίσω λουφάρουν όσο μπορούν. Καλά κάνουν. Δεν είναι καμιά ελληνική ιδιομορφία. Και στο Μιλάνο αν πας Αυγουστιάτικα το πολύ να συναντήσεις γιαπωνέζους τουρίστες. Σχεδόν όλο το βόρειο ημισφαίριο, ίσως το ένα τρίτο της ευημερούσας ανθρωπότητας είναι «κλειστόν λόγω διακοπών». Για λίγες μέρες, λίγες εβδομάδες, δεν έχει σημασία, πάντως λείπει. Αλλά σε κανέναν δεν λείπει τίποτε. Αν το 50% του εργασιακού πληθυσμού δεν είναι στον πάγκο του, στην αλυσίδα παραγωγής του, στη βάρδια του, στο γραφείο του, πώς γίνεται και δεν πεινάμε, δεν ζεσταινόμαστε, δεν μας λείπουν τα καύσιμα, τα αγαθά της ψυχαγωγίας, της ενημέρωσης; Η οικονομία, αυτός ο πολύπλοκος μηχανισμός παραγωγής χρήσιμων και άχρηστων αγαθών που γεμίζουν το στομάχι μας ή την πλήξη μας, δουλεύει στο ρελαντί. Σαν αυτοκίνητο σε στάση, με την υπόκριση του μουρμουρητού ενός αθόρυβου κλιματιστικού. Μήπως, τελικά, η αργία είναι πιο παραγωγική απ’ όσο μας έχουν πείσει;
Παίζεται. Ισχυρισμός προς απόδειξη. Πολύ περισσότερο που η αργία, η σχόλη, οι διακοπές, τα ταξίδια συνοδεύονται πάντα από μια καταναλωτική έξαρση. Στις διακοπές τρώμε πολύ χωριάτικη σαλάτα, πολλά ψάρια, πολλά κρέατα. Ικανοποιούμε συμβατικές ή ακραίες επιθυμίες για τις οποίες σε άλλη περίπτωση θα σκεπτόμασταν το κόστος τους. Θέλουμε περισσότερες ντομάτες, περισσότερο αλκοόλ, περισσότερη βενζίνη. Και τα βρίσκουμε. Ακριβότερα ή φθηνότερα, δεν είναι της παρούσης, πάντως είναι εκεί. Όπου και να μεταφέρουμε την άπληστη ύπαρξή μας. Στη Γαύδο ή στη Σαμοθράκη. Στα Κανάρια νησιά ή στο Πουκέ. Επομένως, δεν ευσταθεί το επιχείρημα ότι στον καυτό μήνα Αύγουστο η κατανάλωση πέφτει ευθέως ανάλογα με την παραγωγικότητα. Κάθε άλλο. Η κατανάλωση απλώς μετακομίζει.
Μετακομίζει, βεβαίως, και η παραγωγή. Η τουριστική βιομηχανία, με την έντονη εποχικότητα που τη διακρίνει σε χώρες σαν τη δική μας είναι μια δεύτερη πιθανή εξήγηση γι’ αυτό το μυστηριώδες παραγωγικό ισοζύγιο του Αυγούστου. Μερικές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κάθε χρόνο αποικίζουν τα νησιά για τρεις- τέσσερις μήνες και τα μετατρέπουν σε μικρές παραγωγικές κολάσεις. Άλλοι γιατί θέλουν μ’ ένα παπά να θάψουν πέντε-έξι και να βγάλουν τα έξοδα της χρονιάς κι όχι μόνο (σαν τα μυρμήγκια του μύθου). Κι άλλοι γιατί είναι υποχρεωμένοι να προσαρμοστούν στις ιδιατερότητες της εγχώριας τουριστικής βιομηχανίας. Παρτ τάιμ επιχειρηματίες, πάρτ τάιμ εργαζόμενοι. Όμως, αυτή η εποχική, μαζική μετακόμιση της παραγωγής και της απασχόλησης παρά θιν’ αλός τους θερινούς μήνες δεν εξηγεί όλο το παραγωγικό ισοζύγιο του Αυγούστου. Μπορεί να καλύπτει το 20%, το 30% της απασχόλησης που πάει διακοπές και ένα αντίστοιχο ποσοστό της παραγωγής που χάνεται. Αλλά το υπόλοιπο; Πού πάει διάολε;
Θα υπήρχε μια πειστική απάντηση στο ερώτημα αν, για παράδειγμα, οι χώρες του ευημερούντος (αν και παραπαίοντος τελευταία) καπιταλισμού ανακοίνωναν περιχαρείς κάθε καλοκαίρι ότι η παραγωγή τους μειώθηκε 10%, 20%, ότι το ΑΕΠ τους συρρικνώθηκε, οι υπεραξίες κάνουν βουτιές στις παραλίες, σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Αλλά, όχι. Καμιά δεν το κάνει. Αντιθέτως, ο πολύπλοκος οικονομικός μηχανισμός εξακολουθεί να δουλεύει σαν εργοστάσιο συνεχούς πυράς. Και δεν μας λείπει τίποτε. Δεν πεινάμε, δεν καιγόμαστε, δεν μένουμε από νερό και ρεύμα. Δεν ακούμε καν τη γκρίνια της επιχειρηματικής ελίτ που κυνηγά τον ήλιο και τη θάλασσα πάνω στα σκάφη της.
Μήπως αυτοί, οι λίγοι που μένουν πίσω, δουλεύουν πολύ; Μήπως δουλεύουν για δύο και για τρεις ο καθένας, επιτελώντας ένα μικρό άθλο παραγωγικότητας; Παίζει κι αυτό, αλλά εξηγεί ίσως ένα ακόμη 20%-30% του παραγωγικού ελλείμματος που προκαλεί η φυγή των αδειούχων του Αυγούστου. Κι αν ισχύει θα ήταν ενδιαφέρον να μάθουμε πώς ακριβώς ανταμείβονται οι παραγωγοί που κλωνοποιούν τους εαυτούς τους, πολλαπλασιάζουν τα χέρια και τα πόδια τους ή αυξάνουν τον όγκο του εγκεφάλου τους για να καλύψουν και τους απόντες.
Μήπως πάλι συμβαίνει κάτι αντίστοιχο όλο τον υπόλοιπο, εκτός θερινής ραστώνης, χρόνο; Μήπως δηλαδή το χειμώνα και την άνοιξη και το φθινόπωρο υπάρχει ένα περίσσευμα παραγωγικότητας, ένας υπερβάλλων εργασιακός ζήλος που αποθηκεύει αξίες και υπεραξίες για τη μικρή ανάπαυλα του Αυγούστου; Κάτι σαν μέρμηγκες του Αισώπου, αλλά από την ανάποδη. Αν συμβαίνει αυτό, σημαίνει ότι μας πιάνουν κώτσους. Διότι υποτίθεται ότι η άδεια είναι ένας εκχωρημένος χρόνος, αλλά τώρα ανακαλύπτουμε ότι είναι απλώς μιας προκαταβεβλημένη εργασία. Ας κάνουμε ότι δεν το καταλάβαμε, για να μη χαλάσουμε την ατμόσφαιρα των διακοπών. Άλλωστε, κι αυτό να ισχύει πάλι δεν εξηγεί παρά ένα μικρό ποσοστό του παραγωγικού ελλείμματος του θέρους.
Τι συμβαίνει τελικά; Ίσως κάτι πολύ απλό, που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας. Υπάρχει μια περίσσεια εργασίας και εργάσιμου χρόνου, μια περιττή παραγωγική προσφορά που παρέχουμε όλο το χρόνο, χειμώνα-καλοκαίρι που δεν καλύπτει καμιά παραγωγική ανάγκη, καμιά πίεση από την πλευρά της κατανάλωσης, καμιά πιεστική απαίτηση από την πλευρά της αγοράς. Ένας χρόνος παραγωγικά νεκρός, σπαταλημένος σε επιχειρηματικές εμμονές και φιλελεύθερες ιδεοληψίες. Ένας εργασιακός χρόνος που αν καταργηθεί εδώ και τώρα δεν θα λείψει σε κανένα. Δεν θα προκαλέσει καμιά κρίση προσφοράς και αντίθετα, μπορεί και να απαλλάξει τον οικονομικό μας πολιτισμό από κρίσεις υπερπαραγωγής. Μπορούμε εδώ και τώρα να πούμε αντίο στο οκτάωρο όχι υπέρ του δεκάωρου, αλλά προς ένα χαλαρό εξάωρο ή πεντάωρο. Μπορούμε εδώ και τώρα να ορίσουμε στους δύο μήνες το χρόνο των διακοπών κι αργότερα στους τρεις, ν’ αυξήσουνε τις αργίες, να εφεύρουμε γιορτές θρησκευτικές, εθνικές, προσωπικές και σε κανένα να μη λείψει τίποτε. Γιατί η αργία είναι τελικά παραγωγική.
Προς το παρόν το σύστημα, οι φωτεινοί παντογνώστες του οικονομικού μας πολιτισμού δουλεύουν ακριβώς για το αντίθετο. Ο κ, Σαρκοζί κατάργησε το 35ωρο, οι ευρωκράτες θέλουν να παρατείνουν τον εργασιακό βίο μέχρι βαθέος γήρατος. Αυτή η απέχθειά τους στην αργία, τη ραστώνη, τη νωχέλεια είναι νοσηρή. Μάλλον χρειάζονται διακοπές. Διαρκείας. Ας τους τις δώσουμε.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (9/8/2008)
Θέλεις να με σώσεις;
Είμαι τεμπέλης όταν αγαπώ, τεμπέλης όταν παίζω
Τεμπέλης με το κορίτσι μου χίλιες φορές τη μέρα
Είμαι τεμπέλης όταν μιλάω, τεμπέλης όταν περπατάω
Τεμπέλης όταν χορεύω, τεμπέλης όταν συζητάω
Χασμουρητά βγαίνουν ορμητικά απ’ το στόμα μου
Τίποτε δεν κάνω, τίποτε ποτέ. Πώς σου φαίνομαι τώρα;
Δεν θα ήταν τρελό, δεν θα ήταν υπέροχο
Τεμπέλα, τυχερή κυρία, να κάνουμε έρωτα και να χορεύουμε όλη την ώρα;
Είμαι τεμπέλης και μοχθηρός. Θέλεις να με σώσεις;
Κάποιοι έχουν το χρήμα και κάποιων οι ζωές είναι όμορφες
Κάποιοι παίρνουν αποφάσεις κι άλλοι καθαρίζουν τους δρόμους. Τώρα, φαντάσου πώς είναι, φαντάσου πώς ακούγεται
Φαντάσου ότι η ζωή είναι τέλεια κι όλα δουλεύουν στην εντέλεια
Φαντάσου ότι υπάρχει ένα κορίτσι, φαντάσου ότι υπάρχει δουλειά
Φαντάσου πως υπάρχει μια απάντηση, φαντάσου πως υπάρχει Θεός
Φαντάσου ότι είμαι ο διάβολος, φαντάσου ότι είμαι ένας άγιος
Τεμπέλικο χρήμα, τεμπέλικος έρωτας, τεμπέλης έξω από το χώρο
Τεμπέλης στα χέρια, τεμπέλης στο κρεβάτι
Είμαι τεμπέλης στο παιχνίδι, τεμπέλης στη δουλειά
Εχω τεμπέλικο μυαλό, μάτι νωθρό, είμαι τεμπέλης για πατέρας
Δύσκολοι άνδρες, δύσκολες ζωές
Δύσκολο να τα κρατάς όλα μέσα σου
Όμορφοι καιροί, καλός Θεός
Είμαι τόσο τεμπέλης που τώρα σταματώ
David Byrne, “Lazy”
Είμαι τεμπέλης όταν αγαπώ, τεμπέλης όταν παίζω
Τεμπέλης με το κορίτσι μου χίλιες φορές τη μέρα
Είμαι τεμπέλης όταν μιλάω, τεμπέλης όταν περπατάω
Τεμπέλης όταν χορεύω, τεμπέλης όταν συζητάω
Χασμουρητά βγαίνουν ορμητικά απ’ το στόμα μου
Τίποτε δεν κάνω, τίποτε ποτέ. Πώς σου φαίνομαι τώρα;
Δεν θα ήταν τρελό, δεν θα ήταν υπέροχο
Τεμπέλα, τυχερή κυρία, να κάνουμε έρωτα και να χορεύουμε όλη την ώρα;
Είμαι τεμπέλης και μοχθηρός. Θέλεις να με σώσεις;
Κάποιοι έχουν το χρήμα και κάποιων οι ζωές είναι όμορφες
Κάποιοι παίρνουν αποφάσεις κι άλλοι καθαρίζουν τους δρόμους. Τώρα, φαντάσου πώς είναι, φαντάσου πώς ακούγεται
Φαντάσου ότι η ζωή είναι τέλεια κι όλα δουλεύουν στην εντέλεια
Φαντάσου ότι υπάρχει ένα κορίτσι, φαντάσου ότι υπάρχει δουλειά
Φαντάσου πως υπάρχει μια απάντηση, φαντάσου πως υπάρχει Θεός
Φαντάσου ότι είμαι ο διάβολος, φαντάσου ότι είμαι ένας άγιος
Τεμπέλικο χρήμα, τεμπέλικος έρωτας, τεμπέλης έξω από το χώρο
Τεμπέλης στα χέρια, τεμπέλης στο κρεβάτι
Είμαι τεμπέλης στο παιχνίδι, τεμπέλης στη δουλειά
Εχω τεμπέλικο μυαλό, μάτι νωθρό, είμαι τεμπέλης για πατέρας
Δύσκολοι άνδρες, δύσκολες ζωές
Δύσκολο να τα κρατάς όλα μέσα σου
Όμορφοι καιροί, καλός Θεός
Είμαι τόσο τεμπέλης που τώρα σταματώ
David Byrne, “Lazy”
Monday, August 4, 2008
Η ιστορία της πτωχής Αγόρως (02/08/2008)
Σήμερα το κατάστημα διαθέτει παραμύθι.
Σε μια εποχή όχι μακρινή από τη δική μας, σε μια περιοχή αρκετά κοντινή μας, σε ένα χωριό (σχεδόν κεφαλοχώρι) ζούσε μια νέα εκπάγλου καλλονής, λυγερόκορμη, αεράτη, αντικείμενο πόθου όλου του ανδρικού πληθυσμού της περιφέρειας. Αγορά ήταν τ’ όνομά της, Αγόρω ή Αγορίτσα τη φωνάζαν στην ντοπιολαλιά (και δεν της άρεσε καθόλου αυτό, γιατί είχε υψηλούς στόχους στη ζωή της). Περιζήτητη ήταν, αλλά όχι και πολύφερνη, κάτω του μεσαίου το οικογενειακό της εισόδημα. Αλλά η ομορφιά της ήταν αρκετό εισιτήριο για να καλοπαντρευτεί. «Κοίτα να τακτοποιηθείς», της έλεγε η μάνα της, αλλά η Αγόρω δεν το ’χε καθόλου σκοπό. Ήθελε να χορτάσει μέχρι σκασμού την ελευθερία της. Όλη μέρα σεργιανούσε, στα παζάρια, στις εμποροπανηγύρεις και ζωοπανηγύρεις, στους πάγκους των υπαίθριων πωλητών, στις προθήκες των καταστημάτων νεοτερισμών, στις μικρές και μεγάλες τρύπες που αποτελούσαν το υποτυπώδες εμπορικό κέντρο του χωριού. Κι όλοι την τρώγαν (αφού τη γδύναν) με τα μάτια τους.
Αλλά ή Αγόρω δεν είχε μάτια για κανέναν. Ούτε για τον μπακάλη, ούτε για τον μανάβη, ούτε για τον φούρναρη. Απέρριπτε με αλαζονεία όλα τα προξενιά. Μάταια η μάνα της προσπαθούσε να την πείσει να το σκεφτεί τουλάχιστον. Και πιο πολύ να ρίξει ένα βλέφαρο στον καλύτερο του χωριού. Ο Κράτος ήταν πρωτευουσιάνος με ρίζες στο χωριό και την ήθελε σαν τρελός. Κι είχε και περιουσία ατράνταχτη – και ακίνητα και αυτοκίνητα και άλογα και μουλάρια και μποστάνια και χωράφια. Ο Κράτος ήταν καλό παιδί, λίγο μπούλης βέβαια, ελαφρά παχύσαρκος και δυσκίνητος, ίσως και κάπως βλάκας, αλλά έλιωνε για την Αγορά, αφήστε δε που με την περιουσία του θα ζούσαν ζωή και κότα. Βλέπετε, η Αγόρω δεν είχε προίκα της προκοπής. Τα ρούχα της, τα εσώρουχά της, ένα γιούκο με ασπρόρουχα, μερικά κεντήματα και υφαντά… Αυτά. «Α, πα πα πα», έλεγε ανένδοτη η Αγόρω. «Εγώ θα ζήσω ελεύθερη ζωή. Free market, mammy. Κάτω ο προστατευτισμός. Νταβά στο κεφάλι μου δεν βάζω!» Κι η προξενήτρα που ’φερνε πεσκέσια και προξενιά του Κράτου έφευγε άπρακτη, με τα χέρια ξερά.
Η Αγορίτσα -που στο μεταξύ είχε απαγορεύσει σε όλους δια ροπάλου να τη φωνάζουν με τα επαρχιώτικα υποκοριστικά της- ξεκίνησε για την περιπέτεια που είχε επιλέξει. Παράτησε τα παζάρια, τους γραφικούς πάγκους των μικροπωλητών και τα μπεζεστένια των χωριών και βγήκε στην πόλη. Όπου έκανε, είναι αλήθεια, μεγάλο σουξέ. «Free market», διαλαλούσε στα πολυκαταστήματα, τα Mall, τις υπεραγορές, τις εμπορικές αλυσίδες, τους εμπορικούς πεζοδρόμους με τα βαριά brand names και τις λαμπερές φίρμες που πρόφερε με την ελαφρώς επαρχιώτικη αξάν της. Λιγότερο από Prada δεν ανεχόταν στο κορμί της, κάτω από Bvlgari δεν έβαζε στον καρπό της και για τον λαιμό και τ’ αυτιά σπανίως συμβιβαζόταν με Βιλδιρίδη, κι αυτό μόνον κατόπιν παραγγελίας και αποκλειστικής σχεδίασης. Η κραιπάλη της Αγόρως άρχιζε από πρωίας, με συστηματικό shopping therapy στα εμπορικά κέντρα, όπου έσκαγε με αεροπλανικές πιρουέτες, κάνοντας τους λυσσασμένους αρσενικούς να τα δίνουν όλα για πάρτη της. Το μεσημέρι έπαιρνε το lunch της στα πιο μουράτα ρεστοράν της πόλης, περιστοιχιζόμενη πάντα από έγκαυλους θαυμαστές και το βράδυ την έβγαζε στα νυχτερινά της παραλιακής, σπανίως καθήμενη, συνήθως σε τσακίρ κέφι πάνω στα τραπέζια, αλαλάζοντας «free market» και άδοντας παράφωνα το σουξέ της: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη Αγορά, παρά σαράντα χρόνια στου Κράτου τα δεσμά». Χύνονταν στο άκουσμα του άσματος και στα λικνίσματα της Αγόρως οι πολυάριθμοι θαυμαστές της: κληρονόμοι παλαιών τζακιών, ανυποψίαστοι διαχειριστές νέων τζακιών, αεριτζήδες, νεογιάπηδες, μάνατζερ αυτοδίδακτοι ή με σπουδές στο εξωτερικό, κάτοχοι μεταπτυχιακού στα χρηματοικονομικά, ευτραφείς ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί, νεο-σοσιαλ-φιλελεύθεροι πολιτικοί που έσκιζαν τα Boss πουκάμισά τους στο άκουσμα του κουπλέ από το τελευταίο σουξέ της παραλιακής: «Του ιάπιδος (σ.σ.: εκ του γιάπις) ο τράχηλος κράτος δεν υποφέρει». Κι όταν αισθάνονταν κάτι αέρινο να τους θωπεύει ηδονικά ανάμεσα στα σκέλια, ήξεραν ότι δεν ήταν ο γαλατάς, αλλά το αόρατο χέρι της Αγοράς…
Αυτόν τον βίο διήγε η Αγορά, η ορμή της οποίας ήταν πλέον αδύνατο να περιοριστεί στα εθνικά σύνορα και -όπως ήταν φυσικό- ξεκίνησε διεθνή καριέρα με απρόβλεπτη επιτυχία. Εκτός του τίτλου της εθνικής σταρ, με τη γοητεία της απέσπασε εύκολα τον τίτλο της Μις Ευρώπη και τελικά της Μις Υφήλιος. Κινούνταν με άνεση μεταξύ Μυκόνου και Σαν Τροπέ το καλοκαίρι, Ελβετικών Άλπεων και Αράχοβας τον χειμώνα. Η ακόρεστη δίψα της για shopping έσβηνε πλέον μόνο στην λεωφόρο Σανς Ελιζέ στο Παρίσι, στην 5th Avenue στη Νέα Υόρκη, σπανιότερα στη Φρανκφούρτη και στο Λονδίνο και τα ψυχαγωγικά της ενδιαφέροντά της είχαν στραφεί και στις μετοχές, στα ευρωπαϊκά, ασιατικά και αμερικανικά χρηματιστήρια, στα προθεσμιακά συμβόλαια πετρελαίου, στις εξαγορές, στις συγχωνεύσεις και στις απολύσεις, που έγιναν μάλιστα αγαπημένο της σπορ. Η Αγόρω ήταν πια μια παγκοσμιοποιημένη γκόμενα.
Ο πολυτελής βίος που διήγε κίνησε, βεβαίως, κάποια στιγμή το ενδιαφέρον των ελεγκτικών Αρχών στις χώρες που κινούνταν με άνεση, ιδιαίτερα των φορολογικών και των επιτροπών ανταγωνισμού, μιας και δεν ήταν σαφές τι ακριβώς επαγγέλλετο η Αγόρω και πώς δικαιολογούσε τις απίστευτες δαπάνες της. Αλλά η Αγορά αντεπεξήλθε επιτυχώς με τη γοητεία της και αυτή την περιπέτεια, με το ύφος μιας περήφανης, άδικα διωκόμενης celebrity και με τις απαραίτητες προμήθειες.
Κάπως έτσι πέρασε η χρυσή εικοσαετία της Αγόρως. Η ελευθερία, όμως, έχει και το τίμημά της. Η πληθωρική κραιπάλη και κατανάλωση είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση της άλλοτε αέρινης ύπαρξης σε όλες τις διαστάσεις του χωροχρόνου. Με τα χρόνια η Αγόρω έγινε πληθωρική, ευτραφής και τελικά παχύδερμη. Έπειτα άρχισε να πλήττεται από αλλεπάλληλες κυκλικές κρίσεις βουλιμίας και νευρικής ανορεξίας. Φούσκωνε, ξεφούσκωνε και τελικά το δέρμα της έκατσε πάνω στον σκελετό της σαν τσαλακωμένος πλισές. Το φωτεινό της πρόσωπο χαράχτηκε από τα ίχνη του χρόνου. Και να τα λίφτινγκ, να οι λιποαναρροφήσεις, οι αναδομήσεις, τα κολλαγόνα, οι μεταρρυθμίσεις, οι αυτορρυθμίσεις, οι απορρυθμίσεις…Όχι ο Φουστάνος, ούτε ο Πιταγκί ήταν εις θέσιν να κάνει το θαύμα του. Φυσικά, αυτή η κρίση είχε και το μοιραίο της αποτέλεσμα: τα εκατομμύρια θαυμαστών της Αγόρως έχασαν κάθε ενθουσιασμό γι’ αυτήν – άλλωστε δεν ήταν σε θέση να κάνει πια ούτε τις αεροπλανικές πιρουέτες της (το αόρατο χέρι της είχε πια αρθρίτιδα). Και, τελικά, ήλθε και εκείνη η κρίση νοσταλγίας για την πατρίδα της και το πατρικό της, όπου είχε ρίξει μαύρη πέτρα.
«Στα ’λεγα, θα μείνεις στο ράφι», της είπε η μάνα της, όχι με χαιρεκακία, αλλά με τρυφερότητα και πόνο, μόλις την αντίκρισε, αγνώριστη και αλλόκοτα παραμορφωμένη από τον χρόνο και τις κραιπάλες. «Ο μανάβης; Ο μπακάλης; Ο φούρναρης;», ήταν οι πρώτες ερωτήσεις που έκανε η Αγόρω, αποφασισμένη να πουλήσει τις τελευταίες υποψίες γοητείας που είχαν απομείνει πάνω της. «Τους έφαγε κι αυτούς η απελευθέρωση, σαν και σένα. Είναι υπάλληλοι στο σούπερ μάρκετ», είπε η μάνα της. «Και ο… Κράτος;», ρώτησε δειλά αλλά με μιαν ελπίδα η Αγόρω, ξέροντας ότι ήταν ο μεγάλος του έρωτας. «Ο Κράτος; Μπακούρι έμεινε. Την περισσότερη περιουσία του την έχει πουλήσει. Έχει, βέβαια, εισοδήματα… Αλλά, δεν ξέρω…». «Να δίναμε μίζα στην προξενήτρα;», ρώτησε αθώα η Αγόρω (που στο μεταξύ άρχισε να συνηθίζει το παλιό υποκοριστικό της).
Η συνάντηση Κράτους και Αγοράς μετά είκοσι έτη είχε φόρτιση και εκπλήξεις. Ο Κράτος δεν είδε στην όψη της Αγοράς τη μούσα των εφηβικών του ονειρώξεων, και η Αγόρω αντίκρισε έναν Κράτο συρρικνωμένο, ισχνό, γερασμένο, αλλά και με μια μικρή δόση γοητείας πάνω του. «Θα με προστατεύεις;», ρώτησε με κάποια αγωνία η Αγόρω. «Ό,τι έχω είναι και δικό σου. Δεν είναι πολλά, αλλά έχω τον τρόπο μου», απάντησε ξέπνοα ο Κράτος. Και ρίχτηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Μιας αγκαλιάς που έπνιξε τα τελευταία ίχνη απελευθέρωσης που τους κρατούσαν όλα αυτά τα χρόνια μακριά.
Σε μια εποχή όχι μακρινή από τη δική μας, σε μια περιοχή αρκετά κοντινή μας, σε ένα χωριό (σχεδόν κεφαλοχώρι) ζούσε μια νέα εκπάγλου καλλονής, λυγερόκορμη, αεράτη, αντικείμενο πόθου όλου του ανδρικού πληθυσμού της περιφέρειας. Αγορά ήταν τ’ όνομά της, Αγόρω ή Αγορίτσα τη φωνάζαν στην ντοπιολαλιά (και δεν της άρεσε καθόλου αυτό, γιατί είχε υψηλούς στόχους στη ζωή της). Περιζήτητη ήταν, αλλά όχι και πολύφερνη, κάτω του μεσαίου το οικογενειακό της εισόδημα. Αλλά η ομορφιά της ήταν αρκετό εισιτήριο για να καλοπαντρευτεί. «Κοίτα να τακτοποιηθείς», της έλεγε η μάνα της, αλλά η Αγόρω δεν το ’χε καθόλου σκοπό. Ήθελε να χορτάσει μέχρι σκασμού την ελευθερία της. Όλη μέρα σεργιανούσε, στα παζάρια, στις εμποροπανηγύρεις και ζωοπανηγύρεις, στους πάγκους των υπαίθριων πωλητών, στις προθήκες των καταστημάτων νεοτερισμών, στις μικρές και μεγάλες τρύπες που αποτελούσαν το υποτυπώδες εμπορικό κέντρο του χωριού. Κι όλοι την τρώγαν (αφού τη γδύναν) με τα μάτια τους.
Αλλά ή Αγόρω δεν είχε μάτια για κανέναν. Ούτε για τον μπακάλη, ούτε για τον μανάβη, ούτε για τον φούρναρη. Απέρριπτε με αλαζονεία όλα τα προξενιά. Μάταια η μάνα της προσπαθούσε να την πείσει να το σκεφτεί τουλάχιστον. Και πιο πολύ να ρίξει ένα βλέφαρο στον καλύτερο του χωριού. Ο Κράτος ήταν πρωτευουσιάνος με ρίζες στο χωριό και την ήθελε σαν τρελός. Κι είχε και περιουσία ατράνταχτη – και ακίνητα και αυτοκίνητα και άλογα και μουλάρια και μποστάνια και χωράφια. Ο Κράτος ήταν καλό παιδί, λίγο μπούλης βέβαια, ελαφρά παχύσαρκος και δυσκίνητος, ίσως και κάπως βλάκας, αλλά έλιωνε για την Αγορά, αφήστε δε που με την περιουσία του θα ζούσαν ζωή και κότα. Βλέπετε, η Αγόρω δεν είχε προίκα της προκοπής. Τα ρούχα της, τα εσώρουχά της, ένα γιούκο με ασπρόρουχα, μερικά κεντήματα και υφαντά… Αυτά. «Α, πα πα πα», έλεγε ανένδοτη η Αγόρω. «Εγώ θα ζήσω ελεύθερη ζωή. Free market, mammy. Κάτω ο προστατευτισμός. Νταβά στο κεφάλι μου δεν βάζω!» Κι η προξενήτρα που ’φερνε πεσκέσια και προξενιά του Κράτου έφευγε άπρακτη, με τα χέρια ξερά.
Η Αγορίτσα -που στο μεταξύ είχε απαγορεύσει σε όλους δια ροπάλου να τη φωνάζουν με τα επαρχιώτικα υποκοριστικά της- ξεκίνησε για την περιπέτεια που είχε επιλέξει. Παράτησε τα παζάρια, τους γραφικούς πάγκους των μικροπωλητών και τα μπεζεστένια των χωριών και βγήκε στην πόλη. Όπου έκανε, είναι αλήθεια, μεγάλο σουξέ. «Free market», διαλαλούσε στα πολυκαταστήματα, τα Mall, τις υπεραγορές, τις εμπορικές αλυσίδες, τους εμπορικούς πεζοδρόμους με τα βαριά brand names και τις λαμπερές φίρμες που πρόφερε με την ελαφρώς επαρχιώτικη αξάν της. Λιγότερο από Prada δεν ανεχόταν στο κορμί της, κάτω από Bvlgari δεν έβαζε στον καρπό της και για τον λαιμό και τ’ αυτιά σπανίως συμβιβαζόταν με Βιλδιρίδη, κι αυτό μόνον κατόπιν παραγγελίας και αποκλειστικής σχεδίασης. Η κραιπάλη της Αγόρως άρχιζε από πρωίας, με συστηματικό shopping therapy στα εμπορικά κέντρα, όπου έσκαγε με αεροπλανικές πιρουέτες, κάνοντας τους λυσσασμένους αρσενικούς να τα δίνουν όλα για πάρτη της. Το μεσημέρι έπαιρνε το lunch της στα πιο μουράτα ρεστοράν της πόλης, περιστοιχιζόμενη πάντα από έγκαυλους θαυμαστές και το βράδυ την έβγαζε στα νυχτερινά της παραλιακής, σπανίως καθήμενη, συνήθως σε τσακίρ κέφι πάνω στα τραπέζια, αλαλάζοντας «free market» και άδοντας παράφωνα το σουξέ της: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη Αγορά, παρά σαράντα χρόνια στου Κράτου τα δεσμά». Χύνονταν στο άκουσμα του άσματος και στα λικνίσματα της Αγόρως οι πολυάριθμοι θαυμαστές της: κληρονόμοι παλαιών τζακιών, ανυποψίαστοι διαχειριστές νέων τζακιών, αεριτζήδες, νεογιάπηδες, μάνατζερ αυτοδίδακτοι ή με σπουδές στο εξωτερικό, κάτοχοι μεταπτυχιακού στα χρηματοικονομικά, ευτραφείς ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί, νεο-σοσιαλ-φιλελεύθεροι πολιτικοί που έσκιζαν τα Boss πουκάμισά τους στο άκουσμα του κουπλέ από το τελευταίο σουξέ της παραλιακής: «Του ιάπιδος (σ.σ.: εκ του γιάπις) ο τράχηλος κράτος δεν υποφέρει». Κι όταν αισθάνονταν κάτι αέρινο να τους θωπεύει ηδονικά ανάμεσα στα σκέλια, ήξεραν ότι δεν ήταν ο γαλατάς, αλλά το αόρατο χέρι της Αγοράς…
Αυτόν τον βίο διήγε η Αγορά, η ορμή της οποίας ήταν πλέον αδύνατο να περιοριστεί στα εθνικά σύνορα και -όπως ήταν φυσικό- ξεκίνησε διεθνή καριέρα με απρόβλεπτη επιτυχία. Εκτός του τίτλου της εθνικής σταρ, με τη γοητεία της απέσπασε εύκολα τον τίτλο της Μις Ευρώπη και τελικά της Μις Υφήλιος. Κινούνταν με άνεση μεταξύ Μυκόνου και Σαν Τροπέ το καλοκαίρι, Ελβετικών Άλπεων και Αράχοβας τον χειμώνα. Η ακόρεστη δίψα της για shopping έσβηνε πλέον μόνο στην λεωφόρο Σανς Ελιζέ στο Παρίσι, στην 5th Avenue στη Νέα Υόρκη, σπανιότερα στη Φρανκφούρτη και στο Λονδίνο και τα ψυχαγωγικά της ενδιαφέροντά της είχαν στραφεί και στις μετοχές, στα ευρωπαϊκά, ασιατικά και αμερικανικά χρηματιστήρια, στα προθεσμιακά συμβόλαια πετρελαίου, στις εξαγορές, στις συγχωνεύσεις και στις απολύσεις, που έγιναν μάλιστα αγαπημένο της σπορ. Η Αγόρω ήταν πια μια παγκοσμιοποιημένη γκόμενα.
Ο πολυτελής βίος που διήγε κίνησε, βεβαίως, κάποια στιγμή το ενδιαφέρον των ελεγκτικών Αρχών στις χώρες που κινούνταν με άνεση, ιδιαίτερα των φορολογικών και των επιτροπών ανταγωνισμού, μιας και δεν ήταν σαφές τι ακριβώς επαγγέλλετο η Αγόρω και πώς δικαιολογούσε τις απίστευτες δαπάνες της. Αλλά η Αγορά αντεπεξήλθε επιτυχώς με τη γοητεία της και αυτή την περιπέτεια, με το ύφος μιας περήφανης, άδικα διωκόμενης celebrity και με τις απαραίτητες προμήθειες.
Κάπως έτσι πέρασε η χρυσή εικοσαετία της Αγόρως. Η ελευθερία, όμως, έχει και το τίμημά της. Η πληθωρική κραιπάλη και κατανάλωση είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση της άλλοτε αέρινης ύπαρξης σε όλες τις διαστάσεις του χωροχρόνου. Με τα χρόνια η Αγόρω έγινε πληθωρική, ευτραφής και τελικά παχύδερμη. Έπειτα άρχισε να πλήττεται από αλλεπάλληλες κυκλικές κρίσεις βουλιμίας και νευρικής ανορεξίας. Φούσκωνε, ξεφούσκωνε και τελικά το δέρμα της έκατσε πάνω στον σκελετό της σαν τσαλακωμένος πλισές. Το φωτεινό της πρόσωπο χαράχτηκε από τα ίχνη του χρόνου. Και να τα λίφτινγκ, να οι λιποαναρροφήσεις, οι αναδομήσεις, τα κολλαγόνα, οι μεταρρυθμίσεις, οι αυτορρυθμίσεις, οι απορρυθμίσεις…Όχι ο Φουστάνος, ούτε ο Πιταγκί ήταν εις θέσιν να κάνει το θαύμα του. Φυσικά, αυτή η κρίση είχε και το μοιραίο της αποτέλεσμα: τα εκατομμύρια θαυμαστών της Αγόρως έχασαν κάθε ενθουσιασμό γι’ αυτήν – άλλωστε δεν ήταν σε θέση να κάνει πια ούτε τις αεροπλανικές πιρουέτες της (το αόρατο χέρι της είχε πια αρθρίτιδα). Και, τελικά, ήλθε και εκείνη η κρίση νοσταλγίας για την πατρίδα της και το πατρικό της, όπου είχε ρίξει μαύρη πέτρα.
«Στα ’λεγα, θα μείνεις στο ράφι», της είπε η μάνα της, όχι με χαιρεκακία, αλλά με τρυφερότητα και πόνο, μόλις την αντίκρισε, αγνώριστη και αλλόκοτα παραμορφωμένη από τον χρόνο και τις κραιπάλες. «Ο μανάβης; Ο μπακάλης; Ο φούρναρης;», ήταν οι πρώτες ερωτήσεις που έκανε η Αγόρω, αποφασισμένη να πουλήσει τις τελευταίες υποψίες γοητείας που είχαν απομείνει πάνω της. «Τους έφαγε κι αυτούς η απελευθέρωση, σαν και σένα. Είναι υπάλληλοι στο σούπερ μάρκετ», είπε η μάνα της. «Και ο… Κράτος;», ρώτησε δειλά αλλά με μιαν ελπίδα η Αγόρω, ξέροντας ότι ήταν ο μεγάλος του έρωτας. «Ο Κράτος; Μπακούρι έμεινε. Την περισσότερη περιουσία του την έχει πουλήσει. Έχει, βέβαια, εισοδήματα… Αλλά, δεν ξέρω…». «Να δίναμε μίζα στην προξενήτρα;», ρώτησε αθώα η Αγόρω (που στο μεταξύ άρχισε να συνηθίζει το παλιό υποκοριστικό της).
Η συνάντηση Κράτους και Αγοράς μετά είκοσι έτη είχε φόρτιση και εκπλήξεις. Ο Κράτος δεν είδε στην όψη της Αγοράς τη μούσα των εφηβικών του ονειρώξεων, και η Αγόρω αντίκρισε έναν Κράτο συρρικνωμένο, ισχνό, γερασμένο, αλλά και με μια μικρή δόση γοητείας πάνω του. «Θα με προστατεύεις;», ρώτησε με κάποια αγωνία η Αγόρω. «Ό,τι έχω είναι και δικό σου. Δεν είναι πολλά, αλλά έχω τον τρόπο μου», απάντησε ξέπνοα ο Κράτος. Και ρίχτηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Μιας αγκαλιάς που έπνιξε τα τελευταία ίχνη απελευθέρωσης που τους κρατούσαν όλα αυτά τα χρόνια μακριά.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (02/08/2008)
Πόσο διασκεδαστική θα ήταν η κωμωδία των νεοπροσήλυτων που παίζεται τώρα στην παγκόσμια θεατρική σκηνή, αν δεν είχε την πικρή γεύση της πραγματικότητας! Όχι οι εργαζόμενοι, όχι οι σοσιαλδημοκράτες ή οι κομμουνιστές, όχι οι φτωχοί και οι δικαιούχοι της κοινωνικής πρόνοιας, αλλά τα αφεντικά των τραπεζών και οι κορυφαίοι μάνατζερ της παγκόσμιας οικονομίας ζητούν να παρέμβει το κράτος, για να σώσει την οικονομία από τον εαυτό της. Είναι πρώτος απ’ όλους ο Τζόζεφ Λίπσκι, διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και γνωστός φονταμενταλιστής της αγοράς, εκείνος που τώρα, με μια δραματική έκκληση, προτρέπει ξαφνικά τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών να κάνουν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που κήρυττε μέχρι τώρα, δηλαδή να εμποδίσουν την κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας με μαζικά προγράμματα δημόσιων δαπανών. Παντού έγινε ξαφνικά σαφές ότι χωρίς το κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει τίποτα.
Ούλριχ Μπεκ, «Οι προφήτες της αγοράς» (από τη στήλη «Σημειωματάριο Ιδεών», της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας»)
Ούλριχ Μπεκ, «Οι προφήτες της αγοράς» (από τη στήλη «Σημειωματάριο Ιδεών», της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας»)