Οι Ανρούιγ δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι είχαν διασχίσει τη ζωή μόνο και μόνο για ν’ αποκτήσουν ένα σπίτι, και τους έκανε εντύπωση, λες και τους είχαν απεντοιχίσει. Πρέπει να 'χουν παράξενο ύφος οι άνθρωποι όταν τους ξεθάβεις από μπουντρούμι.
Οι Ανρούιγ σκέφτονταν ήδη πριν το γάμο τους ν’ αγοράσουν σπίτι. Πρώτα χώρια και μετά μαζί. Αρνιόνταν να σκεφτούν τίποτε άλλο επί μισό αιώνα, κι όταν η ζωή τους ανάγκασε να σκεφτούν κάτι άλλο, τον πόλεμο φερ’ ειπείν, και προπαντός τον γιό τους, αρρώσταιναν για τα καλά.
Όταν την κατοίκησαν, νιόπαντροι, με δέκα χρόνια οικονομίες έκαστος, η βιλίτσα τους δεν είχε ακόμη τελειώσει. Βρισκόταν ακόμη καταμεσίς στους αγρούς η βιλίτσα. Για να φτάσεις ίσαμε κει, το χειμώνα, χρειάζονταν τσόκαρα, τ’ άφηναν στον μανάβη, στη γωνία της οδού Εξεγέρσεως πηγαίνοντας κάθε πρωί στις έξι για το μεροκάματο, στη στάση του ιππήλατου τραμ για το Παρίσι, τρία χιλιόμετρα μακριά, δύο πεντάρες το εισιτήριο.
Είναι σημάδι καλής υγείας να αντέξεις μια ολόκληρη ζωή τέτοια στέρηση.
Σελίν, «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας»
No comments:
Post a Comment