Ο κατάδικος διψάει για το χρήμα πυρετικά, μέχρι συσκοτισμού της σκέψης κι αν το πετάει σαν κουρέλι όταν γλεντάει, είναι για να αποκτήσει κάτι που το θεωρεί ανώτερο κι απ’ τα λεφτά. Ποιο είναι λοιπόν αυτό το ανώτερο κι απ’ τα λεφτά για έναν κατάδικο; Η λευτεριά, ή έστω και κάποια ελπίδα λευτεριάς. Οι κατάδικοι είναι μεγάλοι ονειροπόλοι. Γι ‘αυτό θα πω μερικά πράγματα αργότερα, μα μια και το ‘φερε η κουβέντα λέω τούτο: θα το πιστέψει άραγε κανείς πως είδα εξόριστους με εικοσάχρονη ποινή, που μου λέγανε με τη μεγαλύτερη ψυχραιμία τέτοιες, να πούμε, φράσεις; «Όμως περίμενε, όταν με το θέλημα του Θεού τελειώσω τα χρόνια μου, τότε…» Όλο κι όλο που σημαίνει η λέξη κατάδικος είναι τούτο: πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν έχει δικιά του θέληση. Μα ξοδεύοντας τα λεφτά του κάνει αυτό που θέλει. Παρά τα στίγματα, τις αλυσίδες, τους μισητούς πασσάλους του κάτεργου που του κλείνουν τον κόσμο του Θεού και τον περιορίζουν σαν θεριό σ’ ένα κλουβί, μπορεί να βρει ρακί, δηλαδή μια τρομερά απαγορευμένη απόλαυση, να πιει «κλουμπνίτσκα», ακόμη και να δωροδοκήσει μερικές φορές τους άμεσους επιτηρητές του, τους ανάπηρους και τον υπαξιωματικό ακόμα, που θα κάνουν τα στραβά μάτια όταν αυτός θα παραβιάσει τους κανονισμούς και την πειθαρχία.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, "Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων"
No comments:
Post a Comment