«Τι θα κάνεις αύριο»; Ρώτησα τη Χριστίνα. «Τι είναι αύριο;» μου απάντησε. «Τι θα κάνεις αύριο;» ρώτησα και την Ιλεάνα. «Γιατί, τι είναι αύριο;» μου απάντησε ρωτώντας κι αυτή. Ρώτησα αρκετούς την ίδια μέρα, Τρίτη, προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς, τι θα έκαναν την παραμονή. Οι περισσότεροι είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους στο χρόνο, σχεδόν είχαν διαγράψει αυτή τη συμβατική οριογραμμή αλλαγής του έτους που συνήθως απορροφά όλη την επικούρεια, παγανιστική ικμάδα που μας επιβάλλει το mood των γιορτών. Προφανώς, καθένας κάτι είχε στο νου του για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αλλά για κανέναν δεν είχε τη σημαντικότητα που διέθετε άλλοτε, σε καιρούς ευφορίας. Έχει εξατμιστεί η ευφορία, κι ας ήταν σχεδόν γεμάτα τα σκυλάδικα και τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία με τους πρωτοχρονιάτικους μπουφέδες και τα σαλέ κοντά στα χιονοδρομικά κέντρα και η πλατεία Συντάγματος με τα πυροτεχνήματα και με το άκαυστο και ανελλιπώς φρουρούμενο δέντρο του Κακλαμάνη, με τους αστυνομικούς ολόγυρα σαν αίφνης αναστημένους Άγνωστους Στρατιώτες. Κι όσοι τα γέμισαν αυτά, το έκαναν προφανώς γιατί η ευτυχία είναι υποχρεωτική τουλάχιστον μια μέρα το χρόνο.
Αλλά, επειδή «ζούμε μέσα σ’ ένα όνειρο που τρίζει»- που θα ‘λεγε κι ο Σαββόπουλος- το τρίξιμο έγινε πια επικίνδυνο, έχει προκαλέσει βαθιές ρωγμές κι η ευτυχία τελεί υπό αίρεση ακόμη και στο μεταίχμιο του δωδεκαήμερου που θεωρητικώς κλείνει με μια έκρηξη αισιοδοξίας και με την επιστροφή των καλικατζάρων ή κωλοβελόνηδων στον Κάτω Κόσμο, έπειτα από την δισχιλιοστή απόπειρα να κόψουν το δέντρο της ζωής. Λάθος. Λάθος μας, λάθος μας… Οι καλικάντζαροι ήρθαν για να μείνουν, αν βέβαια είχαν λείψει ποτέ απ’ τον κόσμο μας. Δεν έχουν το παιχνιδιάρικο, ζημιάρικο, περιπαικτικό, κατεργάρικο αλλά κι αφελές ύφος των ηρώων του μύθου. Έχουν την τρομακτική όψη ισραηλινών στρατηγών, το απειλητικό στυλ τσαντισμένων αστυνομικών, την αυταρχική αλαζονεία της εξουσίας, το υποκριτικό ύφος των μάνατζερ που ανακοινώνουν απολύσεις, το περισπούδαστο τουπέ των τεχνοκρατών που υπολογίζουν τη διάρκεια και την ένταση της κρίσης. Έχουν τη μορφή της συλλογικής ανασφάλειας και του ατομικού φόβου που αγκυλώνει όλα τ’ άλλα ενδιάμεσα συναισθήματα.
Ίσως γι’ αυτό το πιο επιτυχημένο σύνθημα των ημερών, υιοθετημένο από τους «καλικατζάρους της οργής», είναι αυτό που διακινήθηκε απ’ τις παραμονές των Χριστουγέννων σε απάντηση του «αναγκαστικού νόμου» της καραμανλικής εξουσίας που διέταζε τους πολίτες να ευθυμήσουν, να τραγουδήσουν και να ψωνίσουν: Merry Crisis and a Happy New Fear. Δεν ξέρω ποιος το εφηύρε, πώς του κατέβηκε, αλλά του αξίζει το βραβείο ευστοχίας και ακρίβειας. Γιατί το 2009 είναι ένα Year γεμάτο Fear. Λίγοι πια αμφιβάλλουν γι’ αυτό.
Βεβαίως, όλοι φοβούνται, αλλά καθένας για τόσο διαφορετικά πράγματα που τα χωρίζει πραγματικό χάος.
Οι ισραηλινοί πολιτικοί φοβούνται ότι η νέα αμερικανική ηγεσία θα αλλάξει, έστω κι ανεπαίσθητα, τη γεωπολιτική χημεία στη Μέση Ανατολή, και διοχετεύουν όλο τους το φόβο σε ανυποψίαστους αμάχους. Οι Παλαιστίνιοι φοβούνται μια πολλοστή προδοσία της διεθνούς κοινότητας και μετατρέπουν το φόβο τους σε παναραβική, ίσως και πανισλαμική οργή που μπορεί να επαναφέρει τον κόσμο στα επίπεδα ανασφάλειας του 2000. Η «διεθνής κοινότητα» (και όσοι την εκπροσωπούν στους διακρατικούς οργανισμούς) φοβάται ότι δεν μπορεί να αντέξει τη διαχείριση μιας ακόμη περιφερειακής ανάφλεξης τώρα που πρέπει διοχετεύσει όλη της την ενέργεια στην διαχείριση της ύφεσης. Η «Διεθνής» του καπιταλισμού φοβάται ότι η κρίση θα λειτουργήσει ως οικονομική γενοκτονία για χιλιάδες επιχειρήσεις και ομίλους και μετακυλύει το φόβο της στην απασχόληση, περικόπτοντας εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Οι τραπεζίτες φοβούνται ότι τα χαρτοφυλάκιά τους θα πλημμυρίσουν επισφαλή και μη εξυπηρετούμενα δάνεια ή θα αδειάσουν από πολύτιμες καταθέσεις και διοχετεύουν τον φόβο τους σε στο κράτος και στο χρέος του, ρισκάροντας ακόμη και χρεοκοπίες ολόκληρων χωρών. Ο Κινέζος εργάτης φοβάται – αν δεν το ζει ήδη- ότι τα ψήγματα ευημερίας που του προσέφερε η επέλαση των πολυεθνικών εξανεμίζονται και ίσως πρέπει να επιστρέψει στα ξεχασμένα χωράφια του, στην αχανή κινεζική ενδοχώρα. Η Βουλγάρα μετανάστρια φοβάται ότι την επόμενη φορά που θα διανοηθεί να απαιτήσει συνδικαλιστική έκφραση για τη γκρίζα εργασία δεν θα αντιμετωπίσει μόνο τους «βιτριολιστές» αλλά και τους «χασάπηδες» του εργολαβικού μεσαίωνα. Ο έφηβος φοβάται ότι στο τέλος του εξεταστικού μαραθώνιου τον περιμένει το έπαθλο μιας επισφαλούς, γυμνής από δικαιώματα και κεκτημένα εργασίας και εκτονώνει τον φόβο του στον σιδερόφρακτο αστυνομικό, στο σχολείο ή στους γονείς του και σ’ όσους νομίζει ότι εκπροσωπούν την απρόσωπη εξουσία. Ο μικροεπιχειρηματίας φοβάται την αποστράγγιση των ταμείων του, τις κλειστές πόρτες των τραπεζών, το φρένο στις δαπάνες των καταναλωτών και διοχετεύει τον φόβο του στο προβληματικό ωράριο του μαγαζιού του, στην αργία της Κυριακής, στα ρεπό των υπαλλήλων του. Ο μισθωτός φοβάται για τη θέση εργασίας του, τρέμει για το εισόδημά του και κόβει τις καταναλωτικές του δαπάνες, σεμνά και ταπεινά προς το παρόν, δραστικά αργότερα, στα όρια του κατοχικού συνδρόμου όταν η ύφεση φτάσει στο αποκορύφωμά της. Και ο πολιτικός- α! ο πολιτικός- φοβάται το πολιτικό κόστος κάθε πράξης του, κάθε απόφασης που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη στα χαμηλά της κοινωνικής πυραμίδας ή δυσφορία και άρση εμπιστοσύνης στην κορυφή της.
Διαφορετικά επίπεδα φόβου, διαφορετικές πηγές ανασφάλειας, διαφορετικά συμπτώματα, απάδουσες και αλληλοαναιρούμενες αντιδράσεις. Ακόμη κι ο φόβος, που η διαχείρισή του αποτελεί το κυρίαρχο αίτημα της νέας χρονιάς, και ίσως αρκετών από τις επόμενες, χωρίζει με χάσματα τις κοινωνίες, τα κοινωνικά στρώματα, τις γενιές, την παγκόσμια κοινότητα. Παραδόξως, έχει μια προφανέστατη κοινή αιτία: την απορρύθμιση του οικονομικού πολιτισμού, την εξάλειψη και των τελευταίων στοιχείων οικονομικής ασφάλειας, την αποσταθεροποίηση και του τελευταίου κανόνα διεθνούς ασφάλειας. Κανείς δεν είναι ασφαλής στο σπίτι του, στη δουλειά του, στην επιχείρησή του, στην πατρίδα του, στην αυτοκρατορία του, στο κράτος- στρατόπεδό του, στον ετερόκλητο διακρατικό συνασπισμό του.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο, οι ελίτ του κόσμου και των εθνών πιστεύουν ότι ο φόβος θα λειτουργήσει παραλυτικά, υποχρεώνοντας άτομα και συλλογικότητες να λουφάξουν, να κρυφτούν στα λαγούμια της κοινωνικής αδράνειας. Τίποτε δεν αποδεικνύει ότι αυτό είναι κανόνας. Το αντίθετο, μάλιστα. Ο φόβος μεταλλάσσεται εύκολα σε οργή (δημιουργική ή καταστροφική, λεπτό το σύνορό τους). Στο κάτω κάτω οι άνθρωποι- είτε είναι οι βομβαρδισμένοι της Γάζας, είτε οι απελπισμένοι έφηβοι της Αθήνας- δεν έχουν να χάσουν τίποτε εκτός από τους φόβους τους. Έτσι μπορεί να αποκτήσει και κυριολεκτικό περιεχόμενο η ευχή των καιρών «happy New Fear». Φοβού τους φοβουμένους…
Μαζί με το "Προπατορικά Αμαρτήματα" ότι σπουδαιότερο έχει γραφτεί για τα Δεκεμβριανά - μαζί με 2,3 ακόμη άλλα κείμενα...
ReplyDeleteΥ.Γ. πώς και δεν αναδημοσιεύεις κι από εδώ τα κείμενά σου στην "ΓΑΛΕΡΑ";