Κόσμος πάει κι έρχεται στο Μέγαρο Μαξίμου. Φαίνεται ότι είναι πεσμένο το ηθικό (αλλά, προς Θεού, όχι η ηθική!) του αρχηγού. Εγώ πάλι δεν πιστεύω τίποτα. Πονούν τα παλικάρια; Κι αν δεν πονούν, γιατί και να κουραστούν; Ακάματοι στο έργο της ακαμάτρας εξουσίας… Αλλά δεν είναι το θέμα μου η κόπωσή τους. Αυτά είναι θέματα παμμέγιστων δημοσιογράφων που δέχονται de profundis εκμυστηρεύσεις παμμέγιστων ηγετών. Ούτε παρωνυχίδα στ’ ακροδάκτυλο του αριστερού τους ποδιού εγώ… Τι έλεγα; Α, ναι, για τα σούρτα-φέρτα στο Μαξίμου. Χαϊλίκια. Και να οι ευρωκράτες και οι νομπελίστες και οι παγκόσμιοι τραπεζίτες. Όλοι τους κάνουν κονσομασιόν στην κρίση. Να δείτε που αυτή η λέξη κάποια στιγμή θα λογοκριθεί διά ροπάλου. Η κρίση, όχι η κονσομασιόν. Θα ποινικοποιηθεί η χρήση της ακριβώς σαν την κουκούλα. Και χειρότερα. Μέχρι ισόβια θα επισύρει. Μη σας πω ότι μπορεί να δούμε και επαναφορά της θανατικής ποινής. Αλλά αυτά, μετά, όταν θα μας περάσει η κρίση. Προς το παρόν, την εξορκίζουμε ομαδικώς. Σαν να μπήκαν στο αγνό σώμα του οικονομικού μας πολιτισμού ο Μάμμων, ο Λεβιάθαν και ο Βιλφεγώρ μαζί...
Ένας εκ των εξορκιστών τους που πρόσφατα πέρασαν από το Μέγαρο Μαξίμου ήταν και ο κ. Ρότσιλντ. Για την ακρίβεια, ο κ. Νταβίντ ντε Ροτσίλντ, του γαλλικού κλάδου της οικογενείας που μεσουρανεί στο διεθνές τραπεζικό στερέωμα εδώ και τρεις αιώνες. Είχε κι αυτός την εξήγησή του για την κρίση. «Φταίει -είπε- η βουλιμία των τραπεζών και των στελεχών τους». Τι πρωτότυπο! Για Νόμπελ!
Αν αναλογιστεί κανείς ποιος το είπε, τι εκπροσωπεί, ποιας οικονομικής και επιχειρηματικής κουλτούρας απόγονος είναι, θα μπορούσε να αντιπαρέλθει την εκτίμηση με το γνωστό ρητό «κλαίνε οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες». Γιατί ο οίκος Ρότσιλντ, με την ιστορία των 265 ετών και τη διάχυση της τραπεζικής του αυτοκρατορίας σε όλο το οικονομικό μας σύμπαν, έχει την ευθύνη (μαζί με τους ομόσταυλούς του) για την ίδρυση κεντρικών τραπεζών, για τη δημιουργία σχεδόν όλου του ευρωπαϊκού και αμερικανικού πιστωτικού συστήματος, για τους αιματηρούς πολέμους και τα κρατικά χρέη που το έθρεψαν, για όλα τα κραχ και τις υφέσεις που το διέτρεξαν μέχρι τις μέρες μας, αφήνοντας πίσω πτώματα και συντρίμμια. Αλλά, εμείς δεν πιστεύουμε στην οικογενειακή, ούτε πολύ περισσότερο στη γενεαλογική ευθύνη... Οπότε, υποθέτουμε ότι οι σημερινοί Ρότσιλντ έχουν ένα ηθικό κώδικα κατά τι βελτιωμένο σε σχέση με αυτόν των προγόνων τους, που χρηματοδοτούσαν ταυτόχρονα και τον Ναπολέοντα και τον Ουέλιγκτον λίγο πριν η συντριβή του πρώτου στο Βατερλό τούς αποφέρει εκατομμύρια λίρες στο χρηματιστήριο του Λονδίνου.
Το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν οι Ρότσιλντ και η ευκολία με την οποία αποδίδουν την ύφεση στην απληστία των τραπεζικών στελεχών – δηλαδή των υπαλλήλων τους. Το πρόβλημα είναι η ευκολία με την οποία η πλειοψηφία της κοινής γνώμης (9 στους 10 Έλληνες, για παράδειγμα, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση) έχουν υιοθετήσει ακριβώς την ίδια άποψη. Ότι για όλα φταίνε τα golden boys. Η άποψη αυτή έχει παγκοσμιοποιηθεί και έχει επισημοποιηθεί μ’ έναν τρόπο σχεδόν αμετάκλητο. Και η ευκολία με την οποία αρκετές κυβερνήσεις υιοθέτησαν μέτρα περιορισμού στα bonus, τα stock options, στις αμοιβές και τις πολυτελείς παρεκτροπές των στελεχών καταδεικνύει -μεταξύ άλλων- μιαν αγωνία ηθικής εξυγίανσης του οικονομικού μηχανισμού της αγοράς και του κέρδους, ως κινητήριας δύναμης του επιχειρηματικού κύκλου. Και αντιστρόφως, ότι η κρίση εξηγείται από την εκτροπή μερικών κωλόπαιδων από έναν υπαρκτό ηθικό κανόνα, έναν κανόνα μέτρου που διατρέχει τον καπιταλισμό. Ο οποίος, αν τηρείται, διασφαλίζει οικονομική ομαλότητα και αειφορία, χωρίς κρίσεις υπερπαραγωγής και ζήτησης.
Η ηθικολογική αιτιολόγηση της ύφεσης έχει δύο λειτουργίες. Πρώτον, υπονοεί ότι, εφόσον ο καπιταλισμός της αγοράς απαλλαγεί από τους «άπληστους», τους αλαζόνες και τους άρπαγες, μπορεί να επανέλθει σ’ έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο, χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις. Και δεύτερον -και σημαντικότερο- «αποκαλύπτει» ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, αλλά λίγο κάτω απ’ αυτήν. Δεν είναι η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, αλλά η διαχείρισή της, δεν είναι οι αφανείς ιδιοκτήτες των επιχειρηματικών κολοσσών αλλά οι υφιστάμενοί τους που υπερέβησαν τα εσκαμμένα, που το παράχεσαν, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση που προσβάλλει τα χρηστά σας ήθη. Δεν είναι οι βασικοί μέτοχοι, οι πραγματικοί κύριοι των εταιρειών, αλλά οι τεχνοκράτες στους οποίους εμπιστεύθηκαν τη διοίκηση των επιχειρήσεων, τη διαχείριση του πλούτου, τους παραγωγικούς στόχους, τα σχέδια επέκτασης των αγορών, το παιχνίδι στα χρηματιστήρια, τις επενδύσεις, τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Αυτοί, στους οποίους εμπιστεύθηκαν ακόμη και το δικαίωμα να καθορίζουν το ύψος των αμοιβών και των προνομίων τους, «χάλασαν τη δουλειά», εξέτρεψαν τις επιχειρήσεις από τα όρια των δυνατοτήτων τους, δημιούργησαν «φούσκες», προκάλεσαν την κοινωνία με την προκλητική χλιδή του βίου τους και έριξαν το σκάφος στα ύφαλα της ύφεσης. Η ιδιοκτησία, αφανής, προστατευμένη πίσω από τα νομικά τείχη της ανώνυμης εταιρείας, χαμένη κατά κανόνα στην ανωνυμία του πλήθους του «λαϊκού καπιταλισμού» και της «δημοκρατίας των μετόχων», δικαιούται να νίψει τα χείρας της ως Πόντιος Πιλάτος. «Αθώα ειμί του αίματος τούτου, υμείς όψεσθε»… Κανένα ρόλο δεν έπαιξαν στην κρίση η ακόρεστη δίψα για υψηλότερα κέρδη, για μεγαλύτερα μερίσματα, για θεαματικές αποδόσεις μετοχών, για κατάκτηση νέων αγορών, για εξουθένωση και εξαφάνιση περισσότερων ανταγωνιστών, για περισσότερη και φθηνότερη εργασία, για ληστρική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Για όλα φταίνε οι υπάλληλοί μας, η αριστοκρατία της εργασίας, οι νεόπλουτοι διαχειριστές του πλούτου μας, τα golden boys…
Αυτή η ηθική αποκατάσταση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας διά της ενοχοποίησης των αδέξιων και άπληστων διαχειριστών της συμπληρώνεται από την επιχείρηση θυματοποίησης των Κροίσων της κρίσης. Εδώ πέφτουν οι λίστες της απωλείας… Πόσα έχασε ο Μπιλ Γκέιτς, τι έχασαν οι Ρώσοι ολιγάρχες, πόσο «φτωχοί» έγιναν οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο… Οι απολογισμοί είναι ιλιγγιώδεις, οι λίστες του «Forbes» πενθούν, κλαίνε καθώς μετρούν τα δισεκατομμύρια που χάθηκαν, και το μόνο που απομένει είναι να εκφράσουμε την παρόρμησή μας για έναν έρανο αποκατάστασης των περιουσιών τους…
Αυτό το τελευταίο, βέβαια, είναι κάτι που ήδη γίνεται. Όχι ακριβώς με τη μορφή ενός εράνου με εθελοντική συμμετοχή, αλλά με τη βίαιη αναδιανομή του κρατικά ελεγχόμενου πλούτου (δηλαδή, του πλούτου των φορολογουμένων) υπέρ των «πτωχών» πλουσίων. Η διαχεόμενη πεποίθηση ότι η ύφεση έχει μια ομοιόμορφη, ή τουλάχιστον αναλογική, επίδραση σε εισοδήματα και τάξεις (23% των περιουσιών τους έχασαν οι πλούσιοι του «Forbes» σε ένα χρόνο, τι θα γίνει αν χάσουν και οι μισθωτοί ένα 5%;), γίνεται το ηθικό πρόσχημα για να διοχετευθούν δισεκατομμύρια στην πλευρά της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Έτσι, η ηθική κάθαρση του καπιταλισμού της αγοράς (διά της σταύρωσης των golden boys and girls) δίνει τη λαβή στις πολιτικές ελίτ να επιχειρήσουν μια επανενεργοποίηση του μηχανισμού της απληστίας: επειδή μόνον ο πλούτος γεννά πλούτο, για να ξεκινήσει και πάλι ο κύκλος της αύξησής του, για να βγούμε από την ύφεση και την παραγωγική συρρίκνωση, πρέπει να ταΐσουμε το «θηρίο» με πλούτο και αισιοδοξία για την περαιτέρω αύξησή του. Ο χαλινός αρκεί να μπει στους διαμεσολαβητές, στους διαχειριστές, στους παρεκτραπέντες και ακόρεστους μάνατζερ.
Βεβαίως, καθώς οι απώλειες της ύφεσης, η εκκωφαντική εξαέρωση της χρηματοπιστωτικής -και όχι μόνο- φούσκας, μετριούνται σε τρισεκατομμύρια ευρώ ή δολάρια, προκαλούνται και ορισμένοι αριθμητικοί συνειρμοί. Αν αθροίσει κανείς τις προκλητικές αμοιβές και παροχές των απανταχού «διαμεσολαβητών» του αστικού πλούτου, ενδεχομένως να βρει αρκετά δισεκατομμύρια ενθυλακωμένα και μεταποιημένα σε πολυτελείς δαπάνες (σπίτια, σκάφη, αεροσκάφη…), αλλά αυτά εξηγούν ένα πολύ μικρό μέρος της ζημιάς. Το 2%, το 3%, άντε το 5%. Τα υπόλοιπα τρισεκατομμύρια πού πήγαν; Οι κύριοι Ρότσιλντ του οικονομικού μας σύμπαντος είναι οι μόνοι που μπορούν να δώσουν λύση στο μυστήριο. Αλλά δεν υποχρεούνται κιόλας. Θεωρητικά, πρέπει να τους είμαστε ευγνώμονες και μόνο για το γεγονός ότι μας αποκάλυψαν ένα από τα εκατοντάδες παζλ της απάτης – αλλά, προς Θεού, όχι την εικόνα. Κι αυτοί με τη σειρά τους μάς είναι ευγνώμονες που τους πιστέψαμε. Στο κάτω κάτω, γιατί να σπαταλάνε τζάμπα, σε αμοιβές και bonus σφογγοκωλαρίων, την υπεραξία τους όταν μπορούν να την έχουν όλη δική τους;
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Sunday, March 29, 2009
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (28/3/2009)
Το μεγαλοφυές στον καπιταλισμό, αντιστρόφως, ή μάλλον (αφού κανένας δεν τον εφεύρε) η λογική του η ίδια, η εγγενής του δύναμη, έγκειται στο ότι δεν ζητάει τίποτε άλλο από τα άτομα, για να λειτουργήσει περίπου, παρά να είναι ακριβώς όπως είναι: «Να είστε εγωιστές, ασχοληθείτε με το συμφέρον σας, αν είναι δυνατόν έξυπνα, κι όλα θα πάνε προς το καλύτερο, μέσα στον καλύτερο των δυνατών κόσμων, που δεν είναι παρά ένα όνειρο, αλλά περίπου ικανοποιητικά μέσα στον πιο αποτελεσματικό των πραγματικών οικονομικών κόσμων, που είναι η αγορά».
Αντρέ Κοντ-Σπονβίλ, «Είναι ηθικός ο καπιταλισμός;»
Αντρέ Κοντ-Σπονβίλ, «Είναι ηθικός ο καπιταλισμός;»
Sunday, March 22, 2009
Gran Torino (21/3/2009)
Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που συμπυκνώνουν μ’ ένα υπέροχο τρόπο την εποχή τους, τη γενιά τους, τη χώρα τους, τον πολιτισμό και το σύστημα αξιών τους. Αυτή τους η ιδιότητα φαίνεται να τους υπερβαίνει, δεν είναι απαραίτητο να τη συνειδητοποιούν ή να την υπηρετούν με πρόθεση, σχέδιο και πρόγραμμα. Μπορεί απλώς να τους προκύπτει. Μπορεί το κοινωνικό τους ένστικτο, η πολιτική τους διαίσθηση να καταφέρνει να φιλτράρει και να ανταποδίδει εύστοχα διεργασίες που δεν έχουν καταφέρει να «πιάσουν» ούτε τα πολυπληθέστερα ερευνητικά και ακαδημαϊκά επιτελεία. Συμβαίνει πρωτίστως στην τέχνη.
Είδα το «Gran Torino». Και εδραίωσα την ιδέα ότι ο Κλιντ Ίστγουντ, αυτός ο «ήσυχος ρεπουμπλικανός», ο ψυχρόαιμος καουμπόι, ο εκδικητικός μπάτσος του Χόλιγουντ, αποτελεί τελικά μία από τις πιο ευαίσθητες χορδές του. Οι τελευταίες πέντε- έξι ταινίες του ανακεφαλαιώνουν μ’ έναν εμβληματικό τρόπο τη μεταπολεμική αμερικανική ιστορία. Ανακοινώνουν, άλλοτε χαμηλόφωνα (όπως το «Million dollar baby»), άλλοτε εκκωφαντικά (όπως οι «Σημαίες των προγόνων μας» και η «Ίβο Ζίμα), την κονιορτοποίηση του «αμερικανικού ονείρου». Και μετά, το «αρχειοθετούν» με τον προσήκοντα σεβασμό στο νεκροταφείο της συλλογικής μνήμης. Αυτό συμβαίνει ακόμη περισσότερο στην τελευταία ταινία του, στο «Gran Torino», στο οποίο ο Κλιντ Ίστγουντ ανακεφαλαιώνει -και αναθεωρεί- τον εαυτό του και τη μυθολογία την οποία, ηθελημένα ή αθέλητα, εκπροσώπησε. Είναι πιθανό (το απεύχομαι), με μια αίσθηση των ορίων του ανθρώπινου χρόνου και παρ’ ότι δηλώνει ότι θα δουλεύει και θα κινηματογραφεί μέχρι τέλους (αλλά ποιος ξέρει πότε είναι αυτό το τέλος;), να μας κλείνει το μάτι μ’ ένα είδος απολογισμού-αποχαιρετισμού, μια κινηματογραφική διαθήκη.
Προλαβαίνω τη σκέψη σας (τι δουλειά έχει εδώ πάλι, σ’ αυτή τη στήλη, ένας λιβανωτός στον Ίστγουντ; σε οικονομικό ένθετο γράφεις, όχι στο «Καγιέ ντε σινεμά»), προκαταβάλλοντας το συμπέρασμά μου: το «Gran Torino» μάς λέει πολύ πιο ουσιώδη πράγματα για την ύφεση -ή, πιο σωστά, για την κρίση ενός ολόκληρου οικονομικού πολιτισμού- από όσα μας αραδιάζουν ο περιπλανώμενος (με το αζημίωτο) νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν, οι αλληλοαναιρούμενες φλυαρίες των κεντρικών τραπεζιτών, τα αυτοκαταργούμενα «μανιφέστα» του G20 και των Συνόδων Κορυφής της Ε.Ε. Και, το κυριότερο, είναι μια ειλικρινής κατάθεση των συνενοχών που κουβαλάει η «άλλη» Αμερική για ανομήματα της επίσημης.
Τα σύμβολα της ταινίας είναι κάτι παραπάνω από προφανή: τόπος, μια κωμόπολη του Μίσιγκαν, περικυκλωμένη από το Ντιτρόιτ, την καρδιά του ιστορικού καπιταλισμού των ΗΠΑ, την πολιτεία της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, μια Motor City. Πρωταγωνιστής, υπερήλικας Αμερικανός, πολωνικής καταγωγής, «τέκνο» της Μεγάλης Ύφεσης, βετεράνος του πολέμου στην Κορέα, πνιγμένος σε ανομολόγητες τύψεις για τα μικρά και μεγάλα εγκλήματα στα οποία συνέργησε. Συνταξιούχος εργάτης της Ford, κατάφερε να «μετατάξει» τα παιδιά του στη μεσοαστική Αμερική. Αλλά, τα παρατηρεί με απέχθεια να προτιμούν τα γιαπωνέζικα από τα αμερικανικά αυτοκίνητα. Φετίχ του, το Gran Torino, μοντέλο του 1972, όταν η Ford μεσουρανούσε και η αμερικανική οικονομία εκτόξευε στο σύμπαν των αγορών λαμπερά αγαθά και νέες καταναλωτικές αξίες. Ο Γουόλτ Κοβάλσκι, αποξενωμένος από την οικογένειά του, επιλέγει να ζήσει τη δύση του βίου του στο μικρό του φρούριο, ένα σπίτι-κιβωτό του παλαιού κόσμου, περικυκλωμένος από τους «κιτρινιάρηδες» γείτονες που έχουν εποικίσει τον άλλοτε «παράδεισο» του προλεταριακού καθωσπρεπισμού. Οι Ασιάτες γείτονες μιλούν ακατανόητες γλώσσες, έχουν ακατανόητα έθιμα, ο Κοβάλσκι-Ίστγουντ γρυλίζει διαρκώς αμερικανικές, ρατσιστικές βρισιές σε βάρος τους, αλλά κατά βάθος κατανοεί ότι πρέπει να συμβιώσει μ’ αυτή την ιδιότυπη ανθρώπινη συλλογή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Χωρίς ίχνος πολιτικής ορθότητας, διασχίζει το αδιόρατο σύνορο που χωρίζει το καλοσυντηρημένο γκαζόν του από τον ξεραμένο κήπο των Ασιατών γειτόνων του και προσπαθεί ν’ αντιληφθεί τον φοβισμένο νέο κόσμο που αναπόφευκτα διαδέχεται τον επηρμένο αλλά παρηκμασμένο δικό του. Ο διάλογος ανάμεσα σε γενιές, φυλές, πολιτισμούς, κόσμους που προκύπτει διακυμαίνεται από το χιούμορ μέχρι την τραγωδία, έχει διαστάσεις καθημερινές αλλά και αιματηρές, και καταλήγει σε ένα είδος θυσίας-κάθαρσης, με την οποία ο ήρωας αναλαμβάνει μια ατομική και συνάμα κοινωνική αποστολή: να ξεπλύνει τις «αμαρτίες» που βαραίνουν τον ίδιο, το έθνος του, την τάξη του, τη γενιά του για την παγκοσμιοποιημένη βία στην οποία συναίνεσαν. Και να κληροδοτήσει στους κληρονόμους που επιλέγει ο ίδιος (όχι στους φυσικούς διαδόχους του, τους γιους του, αλλά στους «κιτρινιάρηδες» γείτονές του) εκείνο το πυρηνικό απόθεμα ανθρωπιστικών αξιών που δεν «κάηκε» έπειτα από τόσες δεκαετίες καπιταλιστικής εκπαίδευσης.
Η ταινία δεν είναι μια τοιχογραφία της σύγχρονης Αμερικής, δεν θέλει να τα πει όλα. Εστιάζει το ενδιαφέρον της στον μικρόκοσμο των αμερικανικών Middletown που έχουν χάσει πια την αίγλη της βιομηχανικής ευημερίας και δεν είναι οι μικροί παράδεισοι των καλοπληρωμένων «μπλε κολάρων», αλλά πολυεθνικά συνονθυλεύματα ανέργων και ημιαπασχολουμένων που δεν πρόλαβαν τα χρόνια της ευημερίας και βυθίζονται στη μιζέρια. Αφροαμερικανοί, ισπανόφωνοι, Ασιάτες βρίσκονται εκτεθειμένοι στη βιομηχανική παρακμή, στην εγκατάλειψη των Middletown, στην ανυπαρξία κοινωνικού κράτους, στη διάλυση των ταξικών δεσμών, σ’ έναν νέο κύκλο φυλετικού μίσους και στην ανεξέλεγκτη ένοπλη βία των συμμοριών που συγκροτούν οι αποκλεισμένοι φτωχοδιάβολοι της γκρίζας Αμερικής. Σ’ αυτή τη βία εστιάζει το «Gran Torino», σαν το σημαντικότερο σύμπτωμα μιας κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που έχει ξεκινήσει πολύ πριν αναγγελθεί επίσημα η «Μεγάλη Ύφεση» του 21ου αιώνα. Βία που δεν έχει λόγο να φοράει κουκούλα, βγάζει με θράσος τη γλώσσα στην Αστυνομία και μετατρέπει τον κοινωνικό πόλεμο σε ένα εμφύλιο ολοκαύτωμα των αποκλεισμένων. Η μικρή κόλαση που εκτυλίσσεται στην ταινία ενσαρκώνει εν σπέρματι τον βασικό φόβο όλων όσοι προβλέπουν στις παρενέργειες της οικονομικής κρίσης μιαν ανεξέλεγκτη, ασύμμετρη κοινωνική έκρηξη, έξω από συμβατικές δομές της οργανωμένης ή και της αυθόρμητης συλλογικής αντίδρασης.
Απέναντι σ’ αυτό τον φόβο, θα περίμενε κανείς ότι η αντίδραση του «ήσυχου ρεπουμπλικανού», που με μεγάλη ευκολία ανασύρει από την αποθήκη το γυαλισμένο του Μ1, θα ήταν η αυτοδικία, η «δικαιοσύνη του Κάλαχαν», όλα όσα ενσαρκώνει ο ίδιος ο Ίστγουντ με τη macho κινηματογραφική μυθολογία του. Αλλά το όπλο του περιφέρεται και επιδεικνύεται χωρίς ποτέ να χρησιμοποιηθεί, οι σφαίρες δεν ανταποδίδονται και τελικά ο Ίστγουντ απογυμνώνει τον ήρωά του -όπως και τον εαυτό του- από κάθε ηρωισμό («δεν είμαι ήρωας», βρυχάται στους φοβισμένους Ασιάτες που τον βλέπουν σαν σωτήρα) και τον παραδίδει ως πρόβατο επί σφαγή, θυσία σ’ ένα μακελειό χωρίς αιτία.
Δεν σας λέω περισσότερα (έχω ήδη πει πολλά) για την πλοκή του έργου ώστε να έχετε κίνητρο να το δείτε. Αναρωτιέμαι αν θα δείτε πράγματα που είδα κι εγώ – είναι πολύ πιθανό η θετική μου προδιάθεση για τον δημιουργό που μας έχει εκπλήξει ευχάριστα (αλλά και τόσο δυσάρεστα…) να προσθέτει στην εικόνα του πράγματα που δεν υπάρχουν ούτε ως πρόθεση ούτε ως υπονοούμενο. Δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει να δείξουμε δεκτικότητα στις αλλαγές που έρχονται. Έστω και λίγη από τη δεκτικότητα του ήρωα του «Gran Torino», του Γουόλτ Κοβάλσκι. Ή του ίδιου του Κλιντ Ίστγουντ, που μεθοδικά ξύνει τα τελευταία ψήγματα λούστρου από τη χλωμή Αμερική. Καθώς οι μελλοντολόγοι της καταστροφής μάς προετοιμάζουν για ένα τεκτονικό σεισμό που θα μετατρέψει αυτοκρατορίες σε παρίες της διεθνούς οικονομίας, μητροπόλεις της ευημερίας σε θερμοκήπια εξαθλίωσης και τα καλοβαλμένα μικροαστικά σπίτια σε αβέβαια καταφύγια επιβίωσης, ας διασχίσουμε το τοπίο της ύφεσης ψύχραιμοι. Σαν να κάνουμε βόλτα με τη στιλάτη, απαστράπτουσα «Gran Torino» του Γουόλτ Κοβάλσκι στη βομβαρδισμένη Γάζα…
Είδα το «Gran Torino». Και εδραίωσα την ιδέα ότι ο Κλιντ Ίστγουντ, αυτός ο «ήσυχος ρεπουμπλικανός», ο ψυχρόαιμος καουμπόι, ο εκδικητικός μπάτσος του Χόλιγουντ, αποτελεί τελικά μία από τις πιο ευαίσθητες χορδές του. Οι τελευταίες πέντε- έξι ταινίες του ανακεφαλαιώνουν μ’ έναν εμβληματικό τρόπο τη μεταπολεμική αμερικανική ιστορία. Ανακοινώνουν, άλλοτε χαμηλόφωνα (όπως το «Million dollar baby»), άλλοτε εκκωφαντικά (όπως οι «Σημαίες των προγόνων μας» και η «Ίβο Ζίμα), την κονιορτοποίηση του «αμερικανικού ονείρου». Και μετά, το «αρχειοθετούν» με τον προσήκοντα σεβασμό στο νεκροταφείο της συλλογικής μνήμης. Αυτό συμβαίνει ακόμη περισσότερο στην τελευταία ταινία του, στο «Gran Torino», στο οποίο ο Κλιντ Ίστγουντ ανακεφαλαιώνει -και αναθεωρεί- τον εαυτό του και τη μυθολογία την οποία, ηθελημένα ή αθέλητα, εκπροσώπησε. Είναι πιθανό (το απεύχομαι), με μια αίσθηση των ορίων του ανθρώπινου χρόνου και παρ’ ότι δηλώνει ότι θα δουλεύει και θα κινηματογραφεί μέχρι τέλους (αλλά ποιος ξέρει πότε είναι αυτό το τέλος;), να μας κλείνει το μάτι μ’ ένα είδος απολογισμού-αποχαιρετισμού, μια κινηματογραφική διαθήκη.
Προλαβαίνω τη σκέψη σας (τι δουλειά έχει εδώ πάλι, σ’ αυτή τη στήλη, ένας λιβανωτός στον Ίστγουντ; σε οικονομικό ένθετο γράφεις, όχι στο «Καγιέ ντε σινεμά»), προκαταβάλλοντας το συμπέρασμά μου: το «Gran Torino» μάς λέει πολύ πιο ουσιώδη πράγματα για την ύφεση -ή, πιο σωστά, για την κρίση ενός ολόκληρου οικονομικού πολιτισμού- από όσα μας αραδιάζουν ο περιπλανώμενος (με το αζημίωτο) νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν, οι αλληλοαναιρούμενες φλυαρίες των κεντρικών τραπεζιτών, τα αυτοκαταργούμενα «μανιφέστα» του G20 και των Συνόδων Κορυφής της Ε.Ε. Και, το κυριότερο, είναι μια ειλικρινής κατάθεση των συνενοχών που κουβαλάει η «άλλη» Αμερική για ανομήματα της επίσημης.
Τα σύμβολα της ταινίας είναι κάτι παραπάνω από προφανή: τόπος, μια κωμόπολη του Μίσιγκαν, περικυκλωμένη από το Ντιτρόιτ, την καρδιά του ιστορικού καπιταλισμού των ΗΠΑ, την πολιτεία της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, μια Motor City. Πρωταγωνιστής, υπερήλικας Αμερικανός, πολωνικής καταγωγής, «τέκνο» της Μεγάλης Ύφεσης, βετεράνος του πολέμου στην Κορέα, πνιγμένος σε ανομολόγητες τύψεις για τα μικρά και μεγάλα εγκλήματα στα οποία συνέργησε. Συνταξιούχος εργάτης της Ford, κατάφερε να «μετατάξει» τα παιδιά του στη μεσοαστική Αμερική. Αλλά, τα παρατηρεί με απέχθεια να προτιμούν τα γιαπωνέζικα από τα αμερικανικά αυτοκίνητα. Φετίχ του, το Gran Torino, μοντέλο του 1972, όταν η Ford μεσουρανούσε και η αμερικανική οικονομία εκτόξευε στο σύμπαν των αγορών λαμπερά αγαθά και νέες καταναλωτικές αξίες. Ο Γουόλτ Κοβάλσκι, αποξενωμένος από την οικογένειά του, επιλέγει να ζήσει τη δύση του βίου του στο μικρό του φρούριο, ένα σπίτι-κιβωτό του παλαιού κόσμου, περικυκλωμένος από τους «κιτρινιάρηδες» γείτονες που έχουν εποικίσει τον άλλοτε «παράδεισο» του προλεταριακού καθωσπρεπισμού. Οι Ασιάτες γείτονες μιλούν ακατανόητες γλώσσες, έχουν ακατανόητα έθιμα, ο Κοβάλσκι-Ίστγουντ γρυλίζει διαρκώς αμερικανικές, ρατσιστικές βρισιές σε βάρος τους, αλλά κατά βάθος κατανοεί ότι πρέπει να συμβιώσει μ’ αυτή την ιδιότυπη ανθρώπινη συλλογή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Χωρίς ίχνος πολιτικής ορθότητας, διασχίζει το αδιόρατο σύνορο που χωρίζει το καλοσυντηρημένο γκαζόν του από τον ξεραμένο κήπο των Ασιατών γειτόνων του και προσπαθεί ν’ αντιληφθεί τον φοβισμένο νέο κόσμο που αναπόφευκτα διαδέχεται τον επηρμένο αλλά παρηκμασμένο δικό του. Ο διάλογος ανάμεσα σε γενιές, φυλές, πολιτισμούς, κόσμους που προκύπτει διακυμαίνεται από το χιούμορ μέχρι την τραγωδία, έχει διαστάσεις καθημερινές αλλά και αιματηρές, και καταλήγει σε ένα είδος θυσίας-κάθαρσης, με την οποία ο ήρωας αναλαμβάνει μια ατομική και συνάμα κοινωνική αποστολή: να ξεπλύνει τις «αμαρτίες» που βαραίνουν τον ίδιο, το έθνος του, την τάξη του, τη γενιά του για την παγκοσμιοποιημένη βία στην οποία συναίνεσαν. Και να κληροδοτήσει στους κληρονόμους που επιλέγει ο ίδιος (όχι στους φυσικούς διαδόχους του, τους γιους του, αλλά στους «κιτρινιάρηδες» γείτονές του) εκείνο το πυρηνικό απόθεμα ανθρωπιστικών αξιών που δεν «κάηκε» έπειτα από τόσες δεκαετίες καπιταλιστικής εκπαίδευσης.
Η ταινία δεν είναι μια τοιχογραφία της σύγχρονης Αμερικής, δεν θέλει να τα πει όλα. Εστιάζει το ενδιαφέρον της στον μικρόκοσμο των αμερικανικών Middletown που έχουν χάσει πια την αίγλη της βιομηχανικής ευημερίας και δεν είναι οι μικροί παράδεισοι των καλοπληρωμένων «μπλε κολάρων», αλλά πολυεθνικά συνονθυλεύματα ανέργων και ημιαπασχολουμένων που δεν πρόλαβαν τα χρόνια της ευημερίας και βυθίζονται στη μιζέρια. Αφροαμερικανοί, ισπανόφωνοι, Ασιάτες βρίσκονται εκτεθειμένοι στη βιομηχανική παρακμή, στην εγκατάλειψη των Middletown, στην ανυπαρξία κοινωνικού κράτους, στη διάλυση των ταξικών δεσμών, σ’ έναν νέο κύκλο φυλετικού μίσους και στην ανεξέλεγκτη ένοπλη βία των συμμοριών που συγκροτούν οι αποκλεισμένοι φτωχοδιάβολοι της γκρίζας Αμερικής. Σ’ αυτή τη βία εστιάζει το «Gran Torino», σαν το σημαντικότερο σύμπτωμα μιας κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που έχει ξεκινήσει πολύ πριν αναγγελθεί επίσημα η «Μεγάλη Ύφεση» του 21ου αιώνα. Βία που δεν έχει λόγο να φοράει κουκούλα, βγάζει με θράσος τη γλώσσα στην Αστυνομία και μετατρέπει τον κοινωνικό πόλεμο σε ένα εμφύλιο ολοκαύτωμα των αποκλεισμένων. Η μικρή κόλαση που εκτυλίσσεται στην ταινία ενσαρκώνει εν σπέρματι τον βασικό φόβο όλων όσοι προβλέπουν στις παρενέργειες της οικονομικής κρίσης μιαν ανεξέλεγκτη, ασύμμετρη κοινωνική έκρηξη, έξω από συμβατικές δομές της οργανωμένης ή και της αυθόρμητης συλλογικής αντίδρασης.
Απέναντι σ’ αυτό τον φόβο, θα περίμενε κανείς ότι η αντίδραση του «ήσυχου ρεπουμπλικανού», που με μεγάλη ευκολία ανασύρει από την αποθήκη το γυαλισμένο του Μ1, θα ήταν η αυτοδικία, η «δικαιοσύνη του Κάλαχαν», όλα όσα ενσαρκώνει ο ίδιος ο Ίστγουντ με τη macho κινηματογραφική μυθολογία του. Αλλά το όπλο του περιφέρεται και επιδεικνύεται χωρίς ποτέ να χρησιμοποιηθεί, οι σφαίρες δεν ανταποδίδονται και τελικά ο Ίστγουντ απογυμνώνει τον ήρωά του -όπως και τον εαυτό του- από κάθε ηρωισμό («δεν είμαι ήρωας», βρυχάται στους φοβισμένους Ασιάτες που τον βλέπουν σαν σωτήρα) και τον παραδίδει ως πρόβατο επί σφαγή, θυσία σ’ ένα μακελειό χωρίς αιτία.
Δεν σας λέω περισσότερα (έχω ήδη πει πολλά) για την πλοκή του έργου ώστε να έχετε κίνητρο να το δείτε. Αναρωτιέμαι αν θα δείτε πράγματα που είδα κι εγώ – είναι πολύ πιθανό η θετική μου προδιάθεση για τον δημιουργό που μας έχει εκπλήξει ευχάριστα (αλλά και τόσο δυσάρεστα…) να προσθέτει στην εικόνα του πράγματα που δεν υπάρχουν ούτε ως πρόθεση ούτε ως υπονοούμενο. Δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει να δείξουμε δεκτικότητα στις αλλαγές που έρχονται. Έστω και λίγη από τη δεκτικότητα του ήρωα του «Gran Torino», του Γουόλτ Κοβάλσκι. Ή του ίδιου του Κλιντ Ίστγουντ, που μεθοδικά ξύνει τα τελευταία ψήγματα λούστρου από τη χλωμή Αμερική. Καθώς οι μελλοντολόγοι της καταστροφής μάς προετοιμάζουν για ένα τεκτονικό σεισμό που θα μετατρέψει αυτοκρατορίες σε παρίες της διεθνούς οικονομίας, μητροπόλεις της ευημερίας σε θερμοκήπια εξαθλίωσης και τα καλοβαλμένα μικροαστικά σπίτια σε αβέβαια καταφύγια επιβίωσης, ας διασχίσουμε το τοπίο της ύφεσης ψύχραιμοι. Σαν να κάνουμε βόλτα με τη στιλάτη, απαστράπτουσα «Gran Torino» του Γουόλτ Κοβάλσκι στη βομβαρδισμένη Γάζα…
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (21/3/2009)
Γουόλτ: Λοιπόν, έχεις ποτέ σκεφτεί τι θα κάνεις στη ζωή σου;
Τάο: Δεν ξέρω
Γουόλτ: Δεν το χεις σκεφτεί ποτέ;
Τάο: Φυσικά και το ‘χω σκεφτεί.
Γουόλτ: Ωραία, όσο το σκέφτεσαι κοίταξε να μη μου τσαλαπατάς το γρασίδι.
Τάο: Συγνώμη
Γουόλτ: Βάλε λίγα σάπια φύλλα γύρω από την αγγουριά.
Τάο: Σκεφτόμουν ίσως για τις πωλήσεις.
Γουόλτ: Ο μεγάλος μου γιος ασχολείται με τις πωλήσεις. Πουλάει αυτοκίνητα.
Τάο: Τα πάει καλά;
Γουόλτ: Έχει άδεια να κλέβει. Δούλεψα στη Ford για τριάντα χρόνια και ο γιος μου πουλάει τα καταραμένα γιαπωνέζικα αμάξια.
Τάο: Έφτιαχνες αυτοκίνητα;
Γουόλτ: Ακριβώς. Κι έβαλα ο ίδιος τη μεσαία κολώνα στο Gran Torino όταν τσούλησε στη γραμμή παραγωγής το 1972.
Κλίντ Ίστγουντ, Νιν Σενκ, Ντέιν Γιόχανσον, «Gran Torino»
Τάο: Δεν ξέρω
Γουόλτ: Δεν το χεις σκεφτεί ποτέ;
Τάο: Φυσικά και το ‘χω σκεφτεί.
Γουόλτ: Ωραία, όσο το σκέφτεσαι κοίταξε να μη μου τσαλαπατάς το γρασίδι.
Τάο: Συγνώμη
Γουόλτ: Βάλε λίγα σάπια φύλλα γύρω από την αγγουριά.
Τάο: Σκεφτόμουν ίσως για τις πωλήσεις.
Γουόλτ: Ο μεγάλος μου γιος ασχολείται με τις πωλήσεις. Πουλάει αυτοκίνητα.
Τάο: Τα πάει καλά;
Γουόλτ: Έχει άδεια να κλέβει. Δούλεψα στη Ford για τριάντα χρόνια και ο γιος μου πουλάει τα καταραμένα γιαπωνέζικα αμάξια.
Τάο: Έφτιαχνες αυτοκίνητα;
Γουόλτ: Ακριβώς. Κι έβαλα ο ίδιος τη μεσαία κολώνα στο Gran Torino όταν τσούλησε στη γραμμή παραγωγής το 1972.
Κλίντ Ίστγουντ, Νιν Σενκ, Ντέιν Γιόχανσον, «Gran Torino»
Sunday, March 15, 2009
Οι ιστορίες των άλλων (14/3/2009)
Τ’ ακούμε όλα σαν να μη μας αφορούν άμεσα. Τα παρακολουθούμε σαν ένα θέαμα αποκρουστικό μεν, πλην ανεκτό γιατί πρωταγωνιστές του είναι άλλοι. Αίφνης, η πρόβλεψη για τα 50 εκατομμύρια θέσεις εργασίας που θα κοστίσει φέτος η ύφεση σ’ όλο τον κόσμο, είτε θεωρηθεί πολύ μετριοπαθής είτε τρομοκρατικά δραματοποιημένη, ηχεί ασήμαντη μπροστά στα 6 δισ. κατοίκων του πλανήτη. Τι είναι 50 εκατ. άνεργοι επιπλέον; Ούτε το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού. Την ίδια λειτουργία έχουν όλοι οι τρομοκρατικοί αριθμοί: ο επιτηδευμένος πεσιμισμός του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για αρνητική ανάπτυξη, οι ψυχρές ανακοινώσεις των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων για 10.000 απολύσεις, 20.000 απολύσεις… Έχουμε εθιστεί επικίνδυνα στους αριθμούς και στα μεγέθη, ξεχνώντας ότι πίσω απ’ αυτά υπάρχουν οι άνθρωποι και οι δραστηριότητές τους. Μέχρι, λοιπόν, η ύφεση να φτάσει στο κατώφλι μας, με τη μορφή ενός χαρτιού απόλυσης, ενός άδειου πορτοφολιού, ενός κατασχεμένου ακινήτου, μιας αναμονής στην ουρά για το επίδομα ανεργίας, όλα αυτά δεν μας αφορούν παρά μόνο σαν δραματικές ιστορίες των άλλων. Παρηγορούμαστε στην εντύπωση ότι δεν θα γίνουμε συνιστώσες του απεχθούς 1%. Έτσι, η κρίση διαδραματίζεται σαν ένα χάπενινγκ τηλεοπτικό, ένα γεγονός ιστορικό μεν, αλλά με τη διάσταση της «ιστορίας» που του δίνουν οι συμβολικοί του σταθμοί: οι «μαύρες» Δευτέρες, Τρίτες και Παρασκευές των χρηματιστηρίων, οι ατελέσφορες σύνοδοι κορυφής των Βρυξελλών, οι δραματικές κυβερνητικές ανακοινώσεις, οι βαρύγδουπες ατάκες των πολιτικών, οι επίσημες εθνικές χρεοκοπίες, τα ηχηρά επιχειρηματικά κανόνια.
Αλλά αυτή δεν είναι η δική μας ιστορία της ύφεσης. Αυτή είναι η «ιστορία» από την πλευρά της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, από τη σκοπιά της αριστοκρατίας του πλούτου και της εξουσίας. Μοιάζει με την ιστορία που μας διδάσκουν τα σχολικά βιβλία: βασιλείς, αυτοκράτορες, ίντριγκες εξουσίας, πόλεμοι, επεκτατικά έπη, ευφυή στρατιωτικά σχέδια, πνευματικά άλματα, λαμπερές ανακαλύψεις, αιματηρές συγκρούσεις εθνών, αλλά πάντα πάνω στη γραμμή της προόδου. Εκατομμύρια άνθρωποι, αλεσμένοι στον μύλο της ιστορίας, χάνονται κάτω από στρώματα ανωνυμίας και ανυπαρξίας. Και όταν εμφανίζονται εμπλουτίζουν απλώς τις στατιστικές του θανάτου ή της καταστροφής. Έτσι ο άνθρωπος, αντί να είναι δημιουργός της ιστορίας του, γίνεται ένα ασήμαντο, ποταπό δημιούργημά της.
Θα συμβεί πιθανότατα πάλι το ίδιο. Για τους ιστορικούς του απώτατου μέλλοντος, η «Μεγάλη Ύφεση 2008 - 20…» (πόσο άραγε;) θα καταλάβει στα βιβλία μια παράγραφο. στην οποία θα περιλαμβάνεται το «κραχ» του Οκτωβρίου, τα ονόματα 2-3 αμερικανικών τραπεζών, η νίκη του Ομπάμα, η νιοστή μεταρρύθμιση του διεθνούς συστήματος εποπτείας των κεφαλαιαγορών από το G20 και μερικοί αριθμοί. Κανένα από τα στοιχεία αυτά δεν θα περιγράφει τους μικρούς «πολέμους» που διεξάγονται στους χώρους δουλειάς, στους διαδρόμους των σούπερ μάρκετ, ακόμη και μέσα στα νοικοκυριά, καθώς η οικονομική κρίση ενσαρκώνεται σε συγκεκριμένες επιλογές, με συγκεκριμένους «δήμιους» και «θύματα»: πρέπει να απολυθεί το 10%, αλλά ποιοι θα το αποτελέσουν; Πρέπει να αδειάσουμε το καλάθι, αλλά ποια αγαθά θα αφήσουμε αζήτητα στα ράφια; Πρέπει να περικοπούν οι οικογενειακές δαπάνες, αλλά ποιων οι ανάγκες θα μείνουν ανικανοποίητες; Κι αυτή είναι η πιο ήπια εκδοχή των διλημμάτων.
Καθώς η απασχόληση (δηλαδή, και πάλι η εργασία) γίνεται η αίρουσα τας αμαρτίας του κεφαλαίου, θα πρέπει ν’ ακολουθήσουμε την πορεία της σπείρας στην οποία «κυλάει» κάθε απόφαση για μερικές εκατοντάδες ή χιλιάδες απολύσεις. Τι επιπτώσεις έχει, ποιες μικρές μάχες προκαλεί, πώς διαλέγει τα «θύματά» της καθώς φεύγει από το απαστράπτον τραπέζι του διοικητικού συμβουλίου για να φτάσει μέχρι τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας παραγωγής. Μέχρι την υλοποίηση αυτής της απρόσωπης απόφασης, διαδραματίζονται δεκάδες μικρές ιστορίες διαγκωνισμού, αλληλοφαγίας, κανιβαλισμού, αφού όλοι ξέρουν πως όποιος είναι έξω από το μαντρί τον τρώει ο λύκος. Να προηγηθούν οι μεγάλοι, που θέλουν λίγα χρόνια για τη σύνταξη ή οι μικροί, που έτσι κι αλλιώς έχουν όλοι τη ζωή μπροστά τους; Οι ειδικευμένοι που αμείβονται καλύτερα και θα πάρουν υψηλότερες αποζημιώσεις ή οι ανειδίκευτοι που θα προσαρμοστούν καλύτερα στις συνθήκες ευελιξίας που δημιουργεί η υψηλή ανεργία; Οι γυναίκες που είναι χρήσιμες και στο σπίτι ή οι άνδρες που καλύπτουν μεγαλύτερη γκάμα επαγγελματικών επιλογών; Τα «λευκά κολάρα» με τα πολλά πτυχία και τις ποικίλες δεξιότητες ή οι «μπλε φόρμες» με τις μονότονες κινήσεις στην αλυσίδα παραγωγής; Οι «κολλητοί» των προϊσταμένων που θα δείξουν κατανόηση ή οι εκτός «αυλών» που ο διωγμός τους δεν επιφέρει τύψεις; Οι συνδικαλιζόμενοι και ενοχλητικοί ή οι φοβισμένοι και φιλήσυχοι; Οι φτωχότεροι ή αυτοί που έχουν τις «καβάντζες» τους; Οι παλιοί ή οι νέοι; Ή μήπως πρέπει απλώς να τους βάλουμε να διαλέξουν μεταξύ τους; Με κλήρο ή με «δημοκρατική» ψηφοφορία;
Όλα αυτά τα διλήμματα, θαμμένα κάτω από τη φλυαρία της μακροοικονομίας, όταν τεθούν στον μικρόκοσμο του τόπου εργασίας, του εργοστάσιου, του γραφείου, του τμήματος, παίρνουν συνήθως τη διάσταση ενός αλληλοσπαραγμού. Μια αντίθεση, προφανής πια και στους πιο ανυποψίαστους, ανάμεσα στους παραγωγούς και τους απαλλοτριωτές του κοινωνικού πλούτου, μετατίθεται στον κόσμο της εργασίας, κατακερματίζεται σε πολλά μικρά δράματα στην πλευρά των θυμάτων της κρίσης. Ο ανταγωνισμός των «δημίων» για το ποιος θα βρεθεί στον αφρό της «δημιουργικής καταστροφής» που προκαλεί η κρίση γίνεται ανταγωνισμός των «θανατοποινιτών» για τη σειρά εκτέλεσης. Στο μεταξύ, οι ηγεσίες ανησυχούν: οι πολιτικοί για την απασχόληση (και όχι για τους απασχολούμενους), οι επιχειρηματίες για την παραγωγή (αλλά όχι για τους παραγωγούς), οι οικονομολόγοι για την κατανάλωση (και όχι για τους καταναλωτές).
Ευτυχώς, η δική μας ιστορία της ύφεσης δεν είναι μονοδιάστατη, δεν έχει μόνο «μελό». Έχει και τις φωτεινές της όψεις, πολλά, μικρά, χαμηλόφωνα ή ηχηρά «όχι» που ακούγονται όταν τα διλήμματα σαν κόψη λαιμητόμου.;;;;; «Όχι» που επιβεβαιώνουν ότι δεν έχει χαθεί εντελώς ο δεσμός της αλληλεγγύης. Συνέβη και το 1929. Από τη «Μεγάλη Ύφεση» έχουν διασωθεί ως «ιστορία» τα καραβάνια των εξαθλιωμένων που μετακινούνταν από την Ανατολή προς τη Δύση για λίγα μεροκάματα, οι ουρές των συσσιτίων, οι παραγκουπόλεις «Hooverville». Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Διαβάζοντας στην «Ιστορία του λαού των ΗΠΑ» του Χάουαρντ Ζιν το κεφάλαιο για την ύφεση, ανακαλύπτεις έναν εντελώς άγνωστο «γαλαξία» πράξεων εξέγερσης, συχνά αιματηρών, που διατρέχουν την καπιταλιστική αυτοκρατορία για μια ολόκληρη δεκαετία. Σιάτλ, Ουάσινγκτον, Ουισκόνσιν, Τενεσί και δεκάδες άλλες βιομηχανικές πόλεις έγιναν θέατρα αυθόρμητων αντιδράσεων από ανέργους και εργαζόμενους. Και χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα χρόνια σκληρών συγκρούσεων από το κραχ του 1929 πριν γεννηθεί στο μυαλό της πολιτικής ελίτ η ιδέα του πρώτου και του δεύτερου «New Deal». Αυτή η ιστορία έχει εξοβελιστεί στο περιθώριο των υποσημειώσεων των ιστοριογράφων της Ύφεσης. Όχι τυχαία, υποθέτω.
Κατά κάποιο τρόπο μια ανάλογη ιστορία γράφεται τώρα. Τα περιστατικά της δύσκολα διαπερνούν την επίσημη ενημέρωση ή τον αμήχανο και ξύλινο λόγο των συνδικάτων. Αλλά είναι υπαρκτά. Είναι οι «ιστορίες των άλλων», άλλοτε γκρίζες, άλλοτε φωτεινές, διασπαρμένες σε εκατομμύρια μεγάλους και μικρούς χώρους παραγωγής. Δεν έχουν την τύχη να συντίθενται σε έναν ενιαίο, στεντόρειο λόγο του κόσμου της εργασίας, τον δικό της λόγο για έξοδο από την κρίση. Αλλά διασώζουν τουλάχιστον μια ενστικτώδη συναίσθηση συνοχής, τάξης, αλληλεγγύης. Διασώζουν αυτό που πριν από τέσσερις αιώνες ο Άγγλος ποιητής Τζον Νταν περιέγραφε ως δεσμό κοινότητας, ιστορίας και ανθρωπιάς, σ’ αυτούς τους απαράμιλλους στίχους:
«Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, ακέριος μοναχός του.
Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι ηπείρου, ένα μέρος στεριάς.
Αν η θάλασσα ξεπλύνει ένα σβόλο χώμα, η Ευρώπη γίνεται μικρότερη.
'Οπως κι αν ξεπλύνει ένα ακρωτήρι ή ένα σπίτι φίλων σου ή δικό σου.
Κάθε ανθρώπου ο θάνατος λιγοστεύει εμένα τον ίδιο, γιατί είμαι ένα με την Ανθρωπότητα.
Κι έτσι ποτέ σου μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπάει για σένα».
Αλλά αυτή δεν είναι η δική μας ιστορία της ύφεσης. Αυτή είναι η «ιστορία» από την πλευρά της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, από τη σκοπιά της αριστοκρατίας του πλούτου και της εξουσίας. Μοιάζει με την ιστορία που μας διδάσκουν τα σχολικά βιβλία: βασιλείς, αυτοκράτορες, ίντριγκες εξουσίας, πόλεμοι, επεκτατικά έπη, ευφυή στρατιωτικά σχέδια, πνευματικά άλματα, λαμπερές ανακαλύψεις, αιματηρές συγκρούσεις εθνών, αλλά πάντα πάνω στη γραμμή της προόδου. Εκατομμύρια άνθρωποι, αλεσμένοι στον μύλο της ιστορίας, χάνονται κάτω από στρώματα ανωνυμίας και ανυπαρξίας. Και όταν εμφανίζονται εμπλουτίζουν απλώς τις στατιστικές του θανάτου ή της καταστροφής. Έτσι ο άνθρωπος, αντί να είναι δημιουργός της ιστορίας του, γίνεται ένα ασήμαντο, ποταπό δημιούργημά της.
Θα συμβεί πιθανότατα πάλι το ίδιο. Για τους ιστορικούς του απώτατου μέλλοντος, η «Μεγάλη Ύφεση 2008 - 20…» (πόσο άραγε;) θα καταλάβει στα βιβλία μια παράγραφο. στην οποία θα περιλαμβάνεται το «κραχ» του Οκτωβρίου, τα ονόματα 2-3 αμερικανικών τραπεζών, η νίκη του Ομπάμα, η νιοστή μεταρρύθμιση του διεθνούς συστήματος εποπτείας των κεφαλαιαγορών από το G20 και μερικοί αριθμοί. Κανένα από τα στοιχεία αυτά δεν θα περιγράφει τους μικρούς «πολέμους» που διεξάγονται στους χώρους δουλειάς, στους διαδρόμους των σούπερ μάρκετ, ακόμη και μέσα στα νοικοκυριά, καθώς η οικονομική κρίση ενσαρκώνεται σε συγκεκριμένες επιλογές, με συγκεκριμένους «δήμιους» και «θύματα»: πρέπει να απολυθεί το 10%, αλλά ποιοι θα το αποτελέσουν; Πρέπει να αδειάσουμε το καλάθι, αλλά ποια αγαθά θα αφήσουμε αζήτητα στα ράφια; Πρέπει να περικοπούν οι οικογενειακές δαπάνες, αλλά ποιων οι ανάγκες θα μείνουν ανικανοποίητες; Κι αυτή είναι η πιο ήπια εκδοχή των διλημμάτων.
Καθώς η απασχόληση (δηλαδή, και πάλι η εργασία) γίνεται η αίρουσα τας αμαρτίας του κεφαλαίου, θα πρέπει ν’ ακολουθήσουμε την πορεία της σπείρας στην οποία «κυλάει» κάθε απόφαση για μερικές εκατοντάδες ή χιλιάδες απολύσεις. Τι επιπτώσεις έχει, ποιες μικρές μάχες προκαλεί, πώς διαλέγει τα «θύματά» της καθώς φεύγει από το απαστράπτον τραπέζι του διοικητικού συμβουλίου για να φτάσει μέχρι τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας παραγωγής. Μέχρι την υλοποίηση αυτής της απρόσωπης απόφασης, διαδραματίζονται δεκάδες μικρές ιστορίες διαγκωνισμού, αλληλοφαγίας, κανιβαλισμού, αφού όλοι ξέρουν πως όποιος είναι έξω από το μαντρί τον τρώει ο λύκος. Να προηγηθούν οι μεγάλοι, που θέλουν λίγα χρόνια για τη σύνταξη ή οι μικροί, που έτσι κι αλλιώς έχουν όλοι τη ζωή μπροστά τους; Οι ειδικευμένοι που αμείβονται καλύτερα και θα πάρουν υψηλότερες αποζημιώσεις ή οι ανειδίκευτοι που θα προσαρμοστούν καλύτερα στις συνθήκες ευελιξίας που δημιουργεί η υψηλή ανεργία; Οι γυναίκες που είναι χρήσιμες και στο σπίτι ή οι άνδρες που καλύπτουν μεγαλύτερη γκάμα επαγγελματικών επιλογών; Τα «λευκά κολάρα» με τα πολλά πτυχία και τις ποικίλες δεξιότητες ή οι «μπλε φόρμες» με τις μονότονες κινήσεις στην αλυσίδα παραγωγής; Οι «κολλητοί» των προϊσταμένων που θα δείξουν κατανόηση ή οι εκτός «αυλών» που ο διωγμός τους δεν επιφέρει τύψεις; Οι συνδικαλιζόμενοι και ενοχλητικοί ή οι φοβισμένοι και φιλήσυχοι; Οι φτωχότεροι ή αυτοί που έχουν τις «καβάντζες» τους; Οι παλιοί ή οι νέοι; Ή μήπως πρέπει απλώς να τους βάλουμε να διαλέξουν μεταξύ τους; Με κλήρο ή με «δημοκρατική» ψηφοφορία;
Όλα αυτά τα διλήμματα, θαμμένα κάτω από τη φλυαρία της μακροοικονομίας, όταν τεθούν στον μικρόκοσμο του τόπου εργασίας, του εργοστάσιου, του γραφείου, του τμήματος, παίρνουν συνήθως τη διάσταση ενός αλληλοσπαραγμού. Μια αντίθεση, προφανής πια και στους πιο ανυποψίαστους, ανάμεσα στους παραγωγούς και τους απαλλοτριωτές του κοινωνικού πλούτου, μετατίθεται στον κόσμο της εργασίας, κατακερματίζεται σε πολλά μικρά δράματα στην πλευρά των θυμάτων της κρίσης. Ο ανταγωνισμός των «δημίων» για το ποιος θα βρεθεί στον αφρό της «δημιουργικής καταστροφής» που προκαλεί η κρίση γίνεται ανταγωνισμός των «θανατοποινιτών» για τη σειρά εκτέλεσης. Στο μεταξύ, οι ηγεσίες ανησυχούν: οι πολιτικοί για την απασχόληση (και όχι για τους απασχολούμενους), οι επιχειρηματίες για την παραγωγή (αλλά όχι για τους παραγωγούς), οι οικονομολόγοι για την κατανάλωση (και όχι για τους καταναλωτές).
Ευτυχώς, η δική μας ιστορία της ύφεσης δεν είναι μονοδιάστατη, δεν έχει μόνο «μελό». Έχει και τις φωτεινές της όψεις, πολλά, μικρά, χαμηλόφωνα ή ηχηρά «όχι» που ακούγονται όταν τα διλήμματα σαν κόψη λαιμητόμου.;;;;; «Όχι» που επιβεβαιώνουν ότι δεν έχει χαθεί εντελώς ο δεσμός της αλληλεγγύης. Συνέβη και το 1929. Από τη «Μεγάλη Ύφεση» έχουν διασωθεί ως «ιστορία» τα καραβάνια των εξαθλιωμένων που μετακινούνταν από την Ανατολή προς τη Δύση για λίγα μεροκάματα, οι ουρές των συσσιτίων, οι παραγκουπόλεις «Hooverville». Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Διαβάζοντας στην «Ιστορία του λαού των ΗΠΑ» του Χάουαρντ Ζιν το κεφάλαιο για την ύφεση, ανακαλύπτεις έναν εντελώς άγνωστο «γαλαξία» πράξεων εξέγερσης, συχνά αιματηρών, που διατρέχουν την καπιταλιστική αυτοκρατορία για μια ολόκληρη δεκαετία. Σιάτλ, Ουάσινγκτον, Ουισκόνσιν, Τενεσί και δεκάδες άλλες βιομηχανικές πόλεις έγιναν θέατρα αυθόρμητων αντιδράσεων από ανέργους και εργαζόμενους. Και χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα χρόνια σκληρών συγκρούσεων από το κραχ του 1929 πριν γεννηθεί στο μυαλό της πολιτικής ελίτ η ιδέα του πρώτου και του δεύτερου «New Deal». Αυτή η ιστορία έχει εξοβελιστεί στο περιθώριο των υποσημειώσεων των ιστοριογράφων της Ύφεσης. Όχι τυχαία, υποθέτω.
Κατά κάποιο τρόπο μια ανάλογη ιστορία γράφεται τώρα. Τα περιστατικά της δύσκολα διαπερνούν την επίσημη ενημέρωση ή τον αμήχανο και ξύλινο λόγο των συνδικάτων. Αλλά είναι υπαρκτά. Είναι οι «ιστορίες των άλλων», άλλοτε γκρίζες, άλλοτε φωτεινές, διασπαρμένες σε εκατομμύρια μεγάλους και μικρούς χώρους παραγωγής. Δεν έχουν την τύχη να συντίθενται σε έναν ενιαίο, στεντόρειο λόγο του κόσμου της εργασίας, τον δικό της λόγο για έξοδο από την κρίση. Αλλά διασώζουν τουλάχιστον μια ενστικτώδη συναίσθηση συνοχής, τάξης, αλληλεγγύης. Διασώζουν αυτό που πριν από τέσσερις αιώνες ο Άγγλος ποιητής Τζον Νταν περιέγραφε ως δεσμό κοινότητας, ιστορίας και ανθρωπιάς, σ’ αυτούς τους απαράμιλλους στίχους:
«Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, ακέριος μοναχός του.
Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι ηπείρου, ένα μέρος στεριάς.
Αν η θάλασσα ξεπλύνει ένα σβόλο χώμα, η Ευρώπη γίνεται μικρότερη.
'Οπως κι αν ξεπλύνει ένα ακρωτήρι ή ένα σπίτι φίλων σου ή δικό σου.
Κάθε ανθρώπου ο θάνατος λιγοστεύει εμένα τον ίδιο, γιατί είμαι ένα με την Ανθρωπότητα.
Κι έτσι ποτέ σου μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπάει για σένα».
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (14/3/2009)
…Πιστεύω πως δεν πρέπει να δεχόμαστε ότι η μνήμη των κρατών ταυτίζεται με τη δική μας. Τα έθνη δεν είναι και δεν υπήρξαν ποτέ κοινότητες. Όταν η ιστορία μιας χώρας παρουσιάζεται ως ιστορίας μιας οικογένειας, τότε αποκρύπτονται λυσσαλέες συγκρούσεις συμφερόντων (που μερικές φορές εμφανίζονται στο προσκήνιο, αλλά τις περισσότερες φορές είναι καταπιεσμένες) ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους, σε αφέντες και δούλους, σε καπιταλιστές και εργάτες, σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, σε άτομα διαφορετικής φυλής και φύλου. Και σ’ έναν τέτοιο κόσμο συγκρούσεων, σ’ έναν κόσμο θυμάτων και δημίων, είναι καθήκον των σκεπτόμενων ανθρώπων, όπως είπε ο Αλμπέρ Καμί, να μη συμμαχήσουν με τους δήμιους.
Χάουαρντ Ζιν, «Η ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών»
Χάουαρντ Ζιν, «Η ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών»
Sunday, March 8, 2009
Το τέλος της ηγεμονίας (7/3/2009)
«Όταν ακούω τάξη, ανθρωπινό κρέας μού μυρίζει», έλεγε ο Ελύτης. Μιλούσε βεβαίως για μια άλλη τάξη, για την ακαμψία που δημιουργούν τα αυταρχικά πλαίσια κανόνων στις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Αλλά μιλώντας και για την άλλη «τάξη», την ομαδοποίηση των ανθρώπινων όντων με βάση συμφέροντα και ενδιαφέροντα, πάλι στη μυρωδιά «ανθρωπινού κρέατος» πάει ο νους. Παρ’ ότι η πάλη των τάξεων τελεί εν υπνώσει, γνωρίζουμε από την ιστορία ότι ο ανταγωνισμός και οι συγκρούσεις τους έχουν συχνά έκβαση αιματηρή. Άγρια πράγματα.
Η κοινωνική εξέλιξη, βέβαια, δεν επιτυγχάνεται μόνο με την «αγριότητα» των συγκρούσεων, αλλά και με την ηπιότητα της συναίνεσης. Βλέπετε, η λέξη που έγινε πάλι το αγαπημένο κλισέ των ημερών, στην Ουάσιγκτον, στις Βρυξέλλες και στην Αθήνα, έχει μια προϊστορία κι ένα βάθος που ούτε το υποψιάζονται οι χρήστες της. Η συναίνεση είναι το alter ego της καταστολής, όταν αυτή είναι αδύνατη ή αναποτελεσματική. Πέρα από την αδέξια, μικροπολιτική της χρήση για τις ανάγκες του εγχώριου εκλογικού κύκλου, η κοινωνική συναίνεση είναι ο όρος εξασφάλισης της κυριαρχίας των οικονομικών και πολιτικών ελίτ έναντι των υποτελών τάξεων. Και, όπως μας έδειξε ο μακαρίτης ο Γκράμσι, προϋπόθεση εξασφάλισης αυτής της συναινετικής κυριαρχίας είναι η ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων -ηγεμονία πολιτική, πνευματική, ιδεολογική, ηθική- πάνω σε όλο το κοινωνικό οικοδόμημα.
Περάσαμε «τριάντα ένδοξα χρόνια» σχεδόν σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο κατά τα οποία ούτε η ηγεμονία της οικονομικής ελίτ αμφισβητήθηκε σοβαρά ούτε η συναίνεση αποσταθεροποιήθηκε. «Σεισμικά» επεισόδια μπορεί να είχαμε, αλλά κανένα δεν είχε ένα χαρακτήρα γενικευμένο και αρκετά βαθύ ώστε να ανατρέψει, έστω και σε μία χώρα, τις σχέσεις εξουσίας και συναίνεσης, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Αυτή η σταθερότητα της αστικής ηγεμονίας οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός ότι χώρες και τάξεις διήνυσαν αρκετά χιλιόμετρα στη σπείρα της αναπτυξιακής μεγέθυνσης, έστω και με όρους διευρυνόμενης ανισότητας.
Καθώς η γραμμή της «ευημερίας» διακόπτεται απότομα από τις τεκτονικές δονήσεις της ύφεσης, ο καθρέφτης της αστικής ηγεμονίας γεμίζει ρωγμές, γίνεται θρύψαλα. Σε κάθε εθνική οικονομία χωριστά, αλλά και στην άτυπη παγκόσμια διακυβέρνηση των πολυεθνικών, των νομισματικών ενώσεων και των συγκοινωνουσών αγορών. Το παρακολουθούμε εδώ και μήνες, το παρατηρούμε στη σημειολογία της επίσημης ρητορικής των ηγετών, των ευρωκρατών, των κεντρικών τραπεζιτών, των εντεταλμένων οικονομολόγων. Όλοι τους αντιδρούν σαν ζαλισμένα κοτόπουλα μπροστά στο γεγονός ότι το οικοδόμημα που όρθωσαν στις κοινωνίες της αγοράς συμπεριφέρεται απρόβλεπτα, καταστροφικά, σαν ακυβέρνητο σκάφος στα κύματα της ύφεσης. «Διαψευστήκαμε… δεν είχαμε προβλέψει… τα γεγονότα είναι αναπάντεχα… όλα είναι απρόβλεπτα… οι εξελίξεις μας ξεπερνούν… η κρίση είναι πρωτοφανής…». Τι σας θυμίζουν αυτές οι φράσεις; Λίγο Καραμανλή, λίγο Σουφλιά, λίγο Αλμούνια ή Μπαρόζο ή Μέρκελ. Μπορείτε επίσης να τις συναντήσετε στα απολογητικά κείμενα του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ, στις ανακοινώσεις των εταιρειών που συνοδεύουν τις προαναγγελίες χιλιάδων απολύσεων, στα δελτία τύπου των τραπεζών για τις μαύρες τρύπες των ισολογισμών τους. Η αδυναμία της επιχειρηματικής, τεχνοκρατικής και πολιτικής ηγεσίας (εγχώριας και διεθνούς) να δώσει μια συνεκτική, αξιόπιστη απάντηση στην κρίση, έστω και για να περιορίσει στο ελάχιστο τις κοινωνικές της επιπτώσεις, είναι μια τρανταχτή ομολογία απώλειας της ηγεμονίας της στα υποτελή στρώματα και τάξεις. Έτσι, η επίκληση της συναίνεσης τη στιγμή που η ύφεση μετρά θύματα και συσσωρεύει εκρηκτική δυσφορία, ηχεί περισσότερο σαν κραυγή απόγνωσης και πανικού, παρά σαν επιταγή ηγεμόνα.
Λογικό είναι. Στα «τριάντα ένδοξα χρόνια» της αναπτυξιακής επέκτασης και της κερδοσκοπικής φρενίτιδας, οι αστικές τάξεις των καπιταλιστικών παραδείσων έκαναν επιλογές που περιέκλειαν το σπέρμα του ολέθρου. Διοχέτευσαν την ηγεμονία τους σ’ ένα μοντέλο που οδηγεί στην αναίρεσή της. Εδραίωσαν τον νεοφιλελευθερισμό στην πολιτική, τον ανταγωνιστικό καπιταλισμό στην επιχειρηματικότητα, τον κανιβαλισμό της αυτορρύθμισης στις αγορές. Όλο το θεσμικό οπλοστάσιο που απαίτησαν οι επιχειρηματικές ελίτ και που προώθησαν με ζήλο οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι -συντηρητικοί ή σοσιαλδημοκράτες- ύψωσε ένα δυσθεώρητο τείχος ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική. Ο ρόλος της δεύτερης ως συνεκτικού ιστού των συλλογικών συμφερόντων των εθνικών ή κοσμοπολίτικων αστικών τάξεων καταλύθηκε. Τώρα, αδυνατούν έστω και να μιλήσουν μεταξύ τους. Γαλλικό προστατευτισμό θέλει ο Σαρκοζί, ευρωπαϊκό προστατευτισμό αντιπαραθέτει η Μέρκελ, καθόλου προστατευτισμό λέει ο Αλμούνια, υπεράσπιση του επιτεύγματος της ενιαίας αγοράς απαιτεί ο Μπαρόζο. Ποιο επίτευγμα και ποια ενιαία αγορά; Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Και όλοι εναντίον όλων: πιστωτικό κεφάλαιο εναντίον βιομηχανικού, εμπορικό κεφάλαιο εναντίον εφοπλιστικού, πιστωτές εναντίον οφειλετών, οικονομολόγοι εναντίον κεντρικών τραπεζιτών, πολιτικοί εναντίον επιχειρηματιών.
Ούτε στην Ευρώπη, αλλά ούτε καν στο πεδίο μιας μικρομεσαίας χώρας όπως η Ελλάδα δεν υπάρχει μια ηγέτιδα κοινωνική ομάδα που να αρθεί «στο ύψος των περιστάσεων», να αποκτήσει μια στοιχειώδη συνείδηση της «αποστολής» της, των μακροπρόθεσμων συλλογικών της συμφερόντων, να επεξεργαστεί ένα στοιχειώδες όραμα για το τι είδος καπιταλισμό θέλει και θεωρεί βιώσιμο και να οργανώσει μια αποτελεσματική άμυνα στην ύφεση. Εκπαιδευμένοι όλοι τους στη φιλοσοφία του βραχυπρόθεσμου κέρδους που ανέδειξε ο καπιταλισμός-καζίνο, τσαλαβουτάνε αδέξια σε παράδοξα μείγματα κεϊνσιανισμού, απο-ενοχοποιημένου νεοφιλελευθερισμού, κρατισμού, εθνικοποιήσεων, προστατευτισμού, ακόμη και (λελογισμένων) δόσεων σοσιαλισμού.
Η τελευταία γραμμή άμυνας, το τελευταίο πεδίο ανάκτησης της ηγεμονίας της κοινωνικής ελίτ είναι ο πατριωτικός καπιταλισμός. Η ύφεση είναι μια ανεξέλεγκτη, εξωτερική απειλή, μια επίθεση αόρατου εχθρού που επιβάλλει εθνική συσπείρωση τάξεων, στρωμάτων, κομμάτων πέρα από τα ιδιαίτερα συμφέροντα και ενδιαφέροντά τους. Ωραία. Αλλά, τι είναι η πατρίδα μας; Θα αναρωτηθούμε με το ύφος του ποιητή. Ποια είναι η πατρίδα που καλούμαστε να υπερασπιστούμε; Σε ποια από τις απειλούμενες συνοριακές γραμμές της πρέπει να χύσουμε το αίμα μας (ή το χρέος μας ή το χρήμα μας ή τις αποταμιεύσεις μας); Ας μας δώσουν ΜΙΑ συγκεκριμένη απάντηση οι «ηγεμόνες» αυτής της χώρας για ν’ αποφασίσουμε αν και πώς θ’ ανταποκριθούμε. Γιατί είναι βέβαιο ότι, αν ρωτήσουμε κάθε ομάδα χωριστά, θα μας υποδείξουν κάτι διαφορετικό. Οι τραπεζίτες θα μας στείλουν στα Βαλκάνια, στο «καζίνο» των οποίων παίξανε τις φθίνουσες αποταμιεύσεις μας. Οι εφοπλιστές θα μας στείλουν στον Ινδικό και στον Ατλαντικό Ωκεανό που διασχίζουν τα φορτηγά και τα γκαζάδικά τους. Οι τουριστικοί επιχειρηματίες θα μας υποδείξουν τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες απ’ όπου αντλούν την εφήμερη πελατεία τους. Οι κατασκευαστές θα μας στείλουν στο Ντουμπάι ή στις εθνικές οδούς. Οι γραφειοκράτες θα μας υποδείξουν ως τελευταία έπαλξη τα τραπεζικά γκισέ που πωλούν το χρέος του μέλλοντός μας, οι εκδότες τα περίπτερα από τα οποία κρέμονται τα κλισέ της ύφεσης. Αν διασπαστούμε σε τόσα μέτωπα, η ήττα του εθνικού μας καπιταλισμού είναι βεβαία. Υπάρχει ένα και μόνο μέτωπο στο οποίο όλοι συμφωνούν: στον κρατικό προϋπολογισμό, το Πρυτανείο από το οποίο απαιτούν να αντλήσουν δωρεάν χρήμα, τζάμπα πολεμοφόδια προορισμένα για ένα χαμένο από τώρα πόλεμο. (Η κ. Μέρκελ, για λογαριασμό της δικής της κοινωνικής ελίτ, το είπε εύστοχα και κομψά τις τελευταίες μέρες: «Τι λόγο έχει το γερμανικό κράτος να σώσει την Opel; Η Opel δεν είναι μια συστημική επιχείρηση…». Ας τη σώσουν η General Motors και ο αμερικανικός καπιταλισμός, εν ολίγοις. Ο οποίος επίσης δεν έχει λόγους να υπερασπιστεί γερμανικές θέσεις εργασίας. Κι έτσι, οι Γερμανοί εργάτες της αμερικανόκτητης Opel μένουν χωρίς πατρίδα. Και άνεργοι, επίσης…).
Ίσως, λοιπόν, είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στην έκταση που το ζούμε. Υπάρχει διαπιστωμένο κενό ηγεμονίας στις κοινωνίες της αγοράς που αποσταθεροποιούνται από την κρίση. Κενό ηγεμονίας, που στην εγχώρια εκδοχή του μεγεθύνεται από την ιστορική ιδεολογική και πνευματική αναπηρία της ιθύνουσας τάξης, εμπλουτισμένης από τα νέα «τζάκια» τυχοδιωκτών, μιζαδόρων και τροφίμων του κρατικού Πρυτανείου. Αφού δεν κατάφερε να διαχειριστεί και να κεφαλαιοποιήσει την επιτυχία της, πώς να διαχειριστεί την αποτυχία της;
Ποιος θα καλύψει το κενό ηγεμονίας; Και πώς; Η ιστορία δεν προβλέπει επετηρίδα ούτε λίστα επιλαχόντων. Τα στρώματα και οι τάξεις που υφίστανται κατεξοχήν τις επιπτώσεις της ύφεσης, ο κόσμος της εργασίας που έχει ελάχιστες συνενοχές για τον παρασιτικό καπιταλισμό του οποίου την απορρύθμιση απολαμβάνουμε έχουν την ευκαιρία τους να καλύψουν αυτό το κενό. Να το προσδοκούμε; Για να θυμηθούμε πάλι τον Γκράμσι, καθοδηγούμαστε από την απαισιοδοξία της σκέψης και την αισιοδιοξία της πράξης.
Πράξεις δεν βλέπω, βέβαια. Και θα με ρωτήσετε δικαίως και σεις: «Κι εσύ, τι πράττεις;».
Η κοινωνική εξέλιξη, βέβαια, δεν επιτυγχάνεται μόνο με την «αγριότητα» των συγκρούσεων, αλλά και με την ηπιότητα της συναίνεσης. Βλέπετε, η λέξη που έγινε πάλι το αγαπημένο κλισέ των ημερών, στην Ουάσιγκτον, στις Βρυξέλλες και στην Αθήνα, έχει μια προϊστορία κι ένα βάθος που ούτε το υποψιάζονται οι χρήστες της. Η συναίνεση είναι το alter ego της καταστολής, όταν αυτή είναι αδύνατη ή αναποτελεσματική. Πέρα από την αδέξια, μικροπολιτική της χρήση για τις ανάγκες του εγχώριου εκλογικού κύκλου, η κοινωνική συναίνεση είναι ο όρος εξασφάλισης της κυριαρχίας των οικονομικών και πολιτικών ελίτ έναντι των υποτελών τάξεων. Και, όπως μας έδειξε ο μακαρίτης ο Γκράμσι, προϋπόθεση εξασφάλισης αυτής της συναινετικής κυριαρχίας είναι η ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων -ηγεμονία πολιτική, πνευματική, ιδεολογική, ηθική- πάνω σε όλο το κοινωνικό οικοδόμημα.
Περάσαμε «τριάντα ένδοξα χρόνια» σχεδόν σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο κατά τα οποία ούτε η ηγεμονία της οικονομικής ελίτ αμφισβητήθηκε σοβαρά ούτε η συναίνεση αποσταθεροποιήθηκε. «Σεισμικά» επεισόδια μπορεί να είχαμε, αλλά κανένα δεν είχε ένα χαρακτήρα γενικευμένο και αρκετά βαθύ ώστε να ανατρέψει, έστω και σε μία χώρα, τις σχέσεις εξουσίας και συναίνεσης, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Αυτή η σταθερότητα της αστικής ηγεμονίας οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός ότι χώρες και τάξεις διήνυσαν αρκετά χιλιόμετρα στη σπείρα της αναπτυξιακής μεγέθυνσης, έστω και με όρους διευρυνόμενης ανισότητας.
Καθώς η γραμμή της «ευημερίας» διακόπτεται απότομα από τις τεκτονικές δονήσεις της ύφεσης, ο καθρέφτης της αστικής ηγεμονίας γεμίζει ρωγμές, γίνεται θρύψαλα. Σε κάθε εθνική οικονομία χωριστά, αλλά και στην άτυπη παγκόσμια διακυβέρνηση των πολυεθνικών, των νομισματικών ενώσεων και των συγκοινωνουσών αγορών. Το παρακολουθούμε εδώ και μήνες, το παρατηρούμε στη σημειολογία της επίσημης ρητορικής των ηγετών, των ευρωκρατών, των κεντρικών τραπεζιτών, των εντεταλμένων οικονομολόγων. Όλοι τους αντιδρούν σαν ζαλισμένα κοτόπουλα μπροστά στο γεγονός ότι το οικοδόμημα που όρθωσαν στις κοινωνίες της αγοράς συμπεριφέρεται απρόβλεπτα, καταστροφικά, σαν ακυβέρνητο σκάφος στα κύματα της ύφεσης. «Διαψευστήκαμε… δεν είχαμε προβλέψει… τα γεγονότα είναι αναπάντεχα… όλα είναι απρόβλεπτα… οι εξελίξεις μας ξεπερνούν… η κρίση είναι πρωτοφανής…». Τι σας θυμίζουν αυτές οι φράσεις; Λίγο Καραμανλή, λίγο Σουφλιά, λίγο Αλμούνια ή Μπαρόζο ή Μέρκελ. Μπορείτε επίσης να τις συναντήσετε στα απολογητικά κείμενα του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ, στις ανακοινώσεις των εταιρειών που συνοδεύουν τις προαναγγελίες χιλιάδων απολύσεων, στα δελτία τύπου των τραπεζών για τις μαύρες τρύπες των ισολογισμών τους. Η αδυναμία της επιχειρηματικής, τεχνοκρατικής και πολιτικής ηγεσίας (εγχώριας και διεθνούς) να δώσει μια συνεκτική, αξιόπιστη απάντηση στην κρίση, έστω και για να περιορίσει στο ελάχιστο τις κοινωνικές της επιπτώσεις, είναι μια τρανταχτή ομολογία απώλειας της ηγεμονίας της στα υποτελή στρώματα και τάξεις. Έτσι, η επίκληση της συναίνεσης τη στιγμή που η ύφεση μετρά θύματα και συσσωρεύει εκρηκτική δυσφορία, ηχεί περισσότερο σαν κραυγή απόγνωσης και πανικού, παρά σαν επιταγή ηγεμόνα.
Λογικό είναι. Στα «τριάντα ένδοξα χρόνια» της αναπτυξιακής επέκτασης και της κερδοσκοπικής φρενίτιδας, οι αστικές τάξεις των καπιταλιστικών παραδείσων έκαναν επιλογές που περιέκλειαν το σπέρμα του ολέθρου. Διοχέτευσαν την ηγεμονία τους σ’ ένα μοντέλο που οδηγεί στην αναίρεσή της. Εδραίωσαν τον νεοφιλελευθερισμό στην πολιτική, τον ανταγωνιστικό καπιταλισμό στην επιχειρηματικότητα, τον κανιβαλισμό της αυτορρύθμισης στις αγορές. Όλο το θεσμικό οπλοστάσιο που απαίτησαν οι επιχειρηματικές ελίτ και που προώθησαν με ζήλο οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι -συντηρητικοί ή σοσιαλδημοκράτες- ύψωσε ένα δυσθεώρητο τείχος ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική. Ο ρόλος της δεύτερης ως συνεκτικού ιστού των συλλογικών συμφερόντων των εθνικών ή κοσμοπολίτικων αστικών τάξεων καταλύθηκε. Τώρα, αδυνατούν έστω και να μιλήσουν μεταξύ τους. Γαλλικό προστατευτισμό θέλει ο Σαρκοζί, ευρωπαϊκό προστατευτισμό αντιπαραθέτει η Μέρκελ, καθόλου προστατευτισμό λέει ο Αλμούνια, υπεράσπιση του επιτεύγματος της ενιαίας αγοράς απαιτεί ο Μπαρόζο. Ποιο επίτευγμα και ποια ενιαία αγορά; Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Και όλοι εναντίον όλων: πιστωτικό κεφάλαιο εναντίον βιομηχανικού, εμπορικό κεφάλαιο εναντίον εφοπλιστικού, πιστωτές εναντίον οφειλετών, οικονομολόγοι εναντίον κεντρικών τραπεζιτών, πολιτικοί εναντίον επιχειρηματιών.
Ούτε στην Ευρώπη, αλλά ούτε καν στο πεδίο μιας μικρομεσαίας χώρας όπως η Ελλάδα δεν υπάρχει μια ηγέτιδα κοινωνική ομάδα που να αρθεί «στο ύψος των περιστάσεων», να αποκτήσει μια στοιχειώδη συνείδηση της «αποστολής» της, των μακροπρόθεσμων συλλογικών της συμφερόντων, να επεξεργαστεί ένα στοιχειώδες όραμα για το τι είδος καπιταλισμό θέλει και θεωρεί βιώσιμο και να οργανώσει μια αποτελεσματική άμυνα στην ύφεση. Εκπαιδευμένοι όλοι τους στη φιλοσοφία του βραχυπρόθεσμου κέρδους που ανέδειξε ο καπιταλισμός-καζίνο, τσαλαβουτάνε αδέξια σε παράδοξα μείγματα κεϊνσιανισμού, απο-ενοχοποιημένου νεοφιλελευθερισμού, κρατισμού, εθνικοποιήσεων, προστατευτισμού, ακόμη και (λελογισμένων) δόσεων σοσιαλισμού.
Η τελευταία γραμμή άμυνας, το τελευταίο πεδίο ανάκτησης της ηγεμονίας της κοινωνικής ελίτ είναι ο πατριωτικός καπιταλισμός. Η ύφεση είναι μια ανεξέλεγκτη, εξωτερική απειλή, μια επίθεση αόρατου εχθρού που επιβάλλει εθνική συσπείρωση τάξεων, στρωμάτων, κομμάτων πέρα από τα ιδιαίτερα συμφέροντα και ενδιαφέροντά τους. Ωραία. Αλλά, τι είναι η πατρίδα μας; Θα αναρωτηθούμε με το ύφος του ποιητή. Ποια είναι η πατρίδα που καλούμαστε να υπερασπιστούμε; Σε ποια από τις απειλούμενες συνοριακές γραμμές της πρέπει να χύσουμε το αίμα μας (ή το χρέος μας ή το χρήμα μας ή τις αποταμιεύσεις μας); Ας μας δώσουν ΜΙΑ συγκεκριμένη απάντηση οι «ηγεμόνες» αυτής της χώρας για ν’ αποφασίσουμε αν και πώς θ’ ανταποκριθούμε. Γιατί είναι βέβαιο ότι, αν ρωτήσουμε κάθε ομάδα χωριστά, θα μας υποδείξουν κάτι διαφορετικό. Οι τραπεζίτες θα μας στείλουν στα Βαλκάνια, στο «καζίνο» των οποίων παίξανε τις φθίνουσες αποταμιεύσεις μας. Οι εφοπλιστές θα μας στείλουν στον Ινδικό και στον Ατλαντικό Ωκεανό που διασχίζουν τα φορτηγά και τα γκαζάδικά τους. Οι τουριστικοί επιχειρηματίες θα μας υποδείξουν τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες απ’ όπου αντλούν την εφήμερη πελατεία τους. Οι κατασκευαστές θα μας στείλουν στο Ντουμπάι ή στις εθνικές οδούς. Οι γραφειοκράτες θα μας υποδείξουν ως τελευταία έπαλξη τα τραπεζικά γκισέ που πωλούν το χρέος του μέλλοντός μας, οι εκδότες τα περίπτερα από τα οποία κρέμονται τα κλισέ της ύφεσης. Αν διασπαστούμε σε τόσα μέτωπα, η ήττα του εθνικού μας καπιταλισμού είναι βεβαία. Υπάρχει ένα και μόνο μέτωπο στο οποίο όλοι συμφωνούν: στον κρατικό προϋπολογισμό, το Πρυτανείο από το οποίο απαιτούν να αντλήσουν δωρεάν χρήμα, τζάμπα πολεμοφόδια προορισμένα για ένα χαμένο από τώρα πόλεμο. (Η κ. Μέρκελ, για λογαριασμό της δικής της κοινωνικής ελίτ, το είπε εύστοχα και κομψά τις τελευταίες μέρες: «Τι λόγο έχει το γερμανικό κράτος να σώσει την Opel; Η Opel δεν είναι μια συστημική επιχείρηση…». Ας τη σώσουν η General Motors και ο αμερικανικός καπιταλισμός, εν ολίγοις. Ο οποίος επίσης δεν έχει λόγους να υπερασπιστεί γερμανικές θέσεις εργασίας. Κι έτσι, οι Γερμανοί εργάτες της αμερικανόκτητης Opel μένουν χωρίς πατρίδα. Και άνεργοι, επίσης…).
Ίσως, λοιπόν, είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στην έκταση που το ζούμε. Υπάρχει διαπιστωμένο κενό ηγεμονίας στις κοινωνίες της αγοράς που αποσταθεροποιούνται από την κρίση. Κενό ηγεμονίας, που στην εγχώρια εκδοχή του μεγεθύνεται από την ιστορική ιδεολογική και πνευματική αναπηρία της ιθύνουσας τάξης, εμπλουτισμένης από τα νέα «τζάκια» τυχοδιωκτών, μιζαδόρων και τροφίμων του κρατικού Πρυτανείου. Αφού δεν κατάφερε να διαχειριστεί και να κεφαλαιοποιήσει την επιτυχία της, πώς να διαχειριστεί την αποτυχία της;
Ποιος θα καλύψει το κενό ηγεμονίας; Και πώς; Η ιστορία δεν προβλέπει επετηρίδα ούτε λίστα επιλαχόντων. Τα στρώματα και οι τάξεις που υφίστανται κατεξοχήν τις επιπτώσεις της ύφεσης, ο κόσμος της εργασίας που έχει ελάχιστες συνενοχές για τον παρασιτικό καπιταλισμό του οποίου την απορρύθμιση απολαμβάνουμε έχουν την ευκαιρία τους να καλύψουν αυτό το κενό. Να το προσδοκούμε; Για να θυμηθούμε πάλι τον Γκράμσι, καθοδηγούμαστε από την απαισιοδοξία της σκέψης και την αισιοδιοξία της πράξης.
Πράξεις δεν βλέπω, βέβαια. Και θα με ρωτήσετε δικαίως και σεις: «Κι εσύ, τι πράττεις;».
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (7/3/2009)
Αθηναίοι: «…Έχουμε έρθει εδώ για τα συμφέροντα της δικής μας ηγεμονίας, και αυτά που θα πούμε στοχεύουν ταυτόχρονα και στη σωτηρία της δικής σας πόλης. Γιατί θέλουμε από τη μια να πετύχουμε χωρίς δυσκολίες την επιβολή της εξουσίας μας επάνω σας και από την άλλη να μην καταστραφείτε και εσείς, για το κοινό συμφέρον και των δυο μας».
Μήλιοι: «Και πώς είναι δυνατό να είναι εξίσου συμφέρον για μας το να γίνουμε δούλοι και για σας να γίνετε κυρίαρχοί μας;».
Αθηναίοι: «Διότι σε σας δίνεται η δυνατότητα να υποταχθείτε, αντί να υποστείτε τα έσχατα δεινά, και σ’ εμάς να ωφεληθούμε με το να μην σας καταστρέψουμε».
Μήλιοι: «Ώστε δεν θα δεχθείτε εμάς να είμαστε φίλοι σας καλύτερα παρά εχθροί σας, και να ζούμε ειρηνικά, και να μην ανήκουμε στη συμμαχία ούτε του ενός ούτε του άλλου;».
Αθηναίοι: « Όχι. Γιατί η έχθρα σας μας βλάπτει πολύ λιγότερο από τη φιλία σας. Γιατί στα μάτια των υπηκόων μας η φιλία σας αποτελεί απόδειξη αδυναμίας, ενώ το μίσος σας αποτελεί απόδειξη δύναμης».
Θουκιδίδη, «Ιστορίαι» (Βιβλίο Ε΄, 91-96)
Μήλιοι: «Και πώς είναι δυνατό να είναι εξίσου συμφέρον για μας το να γίνουμε δούλοι και για σας να γίνετε κυρίαρχοί μας;».
Αθηναίοι: «Διότι σε σας δίνεται η δυνατότητα να υποταχθείτε, αντί να υποστείτε τα έσχατα δεινά, και σ’ εμάς να ωφεληθούμε με το να μην σας καταστρέψουμε».
Μήλιοι: «Ώστε δεν θα δεχθείτε εμάς να είμαστε φίλοι σας καλύτερα παρά εχθροί σας, και να ζούμε ειρηνικά, και να μην ανήκουμε στη συμμαχία ούτε του ενός ούτε του άλλου;».
Αθηναίοι: « Όχι. Γιατί η έχθρα σας μας βλάπτει πολύ λιγότερο από τη φιλία σας. Γιατί στα μάτια των υπηκόων μας η φιλία σας αποτελεί απόδειξη αδυναμίας, ενώ το μίσος σας αποτελεί απόδειξη δύναμης».
Θουκιδίδη, «Ιστορίαι» (Βιβλίο Ε΄, 91-96)
Monday, March 2, 2009
Απόδραση από την ανάπτυξη (28/2/2009)
Ας υποθέσουμε ότι διαθέτω ένα ελικόπτερο, αξίας 300.000 (όχι απαραίτητα σαν αυτό του Παλαιοκώστα). Για να το χρησιμοποιήσω, όμως, στις καθημερινές μου μετακινήσεις πρέπει να έχω εξασφαλίσει ένα ελικοδρόμιο στο σπίτι και ένα στη δουλειά και -αν ισχύουν όλα τα δρακόντεια μέτρα που επεξεργάζονται οι γκαφατζήδες του Μαξίμου- να υποβάλλω κάθε φορά σχέδιο πτήσης στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, να κάνω έλεγχο στους τυχόν συνεπιβαίνοντες για όπλα και ενδεχομένως να διαθέτω μια οργανωμένη πτητική βάση, με εξειδικευμένο προσωπικό ασφαλείας, τεχνικούς κ.λπ. Έτσι, το ένα λεπτό εναέριας διαδρομής που έχω να κάνω καθημερινά μετατρέπεται σε τουλάχιστον μία ώρα και έξοδα αρκετών χιλιάδων ευρώ. Αλλά εγώ έχω ανάγκη να πηγαίνω γρήγορα στη δουλειά μου. Εσείς, λοιπόν, διαθέτετε ένα «παπάκι» των 3.000 ευρώ και κάνετε την ίδια διαδρομή σε ένα τέταρτο. Το πολύ που μπορεί να σας τύχει είναι ένας τροχαίος έλεγχος για κράνος. Αλλά αυτό που σας λείπει είναι ένα γρήγορο μέσο για να πηγαίνετε κάθε Σαββατοκύριακο στο χωριό σας, που είναι 8 ώρες μακριά με το αυτοκίνητο. Τι θα γινόταν, λοιπόν, αν σας ζητούσα να ανταλλάξουμε τα οχήματά μας; Από τη σκοπιά της οικονομίας, μια τέτοια ανταλλαγή είναι απαράδεκτη, κι αν ο κάτοχος του ελικοπτέρου το δώσει για το «παπί» χωρίς τουλάχιστον να ζητήσει τα υπόλοιπα 297.000 ευρώ της εμπορικής του αξίας, αξίζει δημόσια τιμωρία δι’ ανασκολοπισμού στο Σύνταγμα. Έλα, όμως, που κι εγώ κι εσείς καλύπτουμε τις ανάγκες μας. Επομένως, ανεξαρτήτως της ανταλλακτικής αξίας του αγαθού που διαθέτει έκαστος, η χρηστική τους αξία για μας είναι περίπου η ίδια.
Δεν σας πείθει το παράδειγμα; Ας πάμε σ’ ένα πιο εξωτικό. Είστε στη μέση της ερήμου, διψάτε και πεθαίνετε της πείνας. Το μόνο που έχετε είναι ένα διαμάντι αξίας ενός εκατομμυρίου δολαρίων στην τσέπη και λίγες ώρες ζωής. Πάνω στην ώρα, εμφανίζεται μπροστά σας ένας καμηλιέρης που και νερό έχει και λίγους ξηρούς καρπούς και μία επί πλέον θέση στην καμπούρα της καμήλας. Ποια είναι, λοιπόν, η αξία του διαμαντιού σας; Ούτε ευρώ μεγαλύτερη από την αξία των τριών πραγμάτων που έχει να σας προσφέρει ο καμηλιέρης. Διαφωνείτε; Τότε, καλά σαράντα… Αφήστε, δε, που η αξία του διαμαντιού σας μπορεί να είναι ακόμη μικρότερη. Είτε γιατί η φάτσα σας είναι πολύ λευκή για τα γούστα του καμηλιέρη, είτε -πιο σύνηθες και αναμενόμενο- γιατί πιθανότατα θα σας προσφέρει αυτά που έχετε ανάγκη, χωρίς να σας ζητήσει κανένα αντάλλαγμα.
Η λεγόμενη αναπτυγμένη ανθρωπότητα βρίσκεται ακριβώς στη θέση του χαμένου στην έρημο πεζοπόρου. Κινδυνεύει να πεθάνει από πείνα, δίψα και καταπόνηση και κλαίει γοερά για το διαμάντι που ενδεχομένως θα χάσει αν κάνει αυτήν τη δίκαιη συναλλαγή με τον καμηλιέρη. Που δεν είναι και δεδομένο ότι θα του ζητηθεί. Ακροθιγώς το ανέφερα και στο προηγούμενο φύλλο: το να χάσουμε για μερικά χρόνια το διαμάντι της ανάπτυξης, να κινηθούμε ως κοινωνίες και οικονομίες στο αναπτυξιακό επίπεδο «μηδέν», δεν είναι και προς θάνατον. Παράγουμε ήδη τόσα όσα χρειάζονται τα 6 δισ. επιβατών του πλανήτη Γη για να μην πεινάνε, να έχουν μια αξιοπρεπή στέγη, να μην πεθαίνουν από απλές λοιμώξεις, να έχουν πρόσβαση στη βασική εκπαίδευση, να χαίρονται και να απολαμβάνουν την καθημερινότητά τους. Αυτά τα αυτονόητα, όμως, που σαν αξίες χρήσης υπερκαλύπτονται κατά πολύ από την παραγωγική δύναμη των οικονομιών, κατανέμονται με όρους τρομακτικής ανισότητας, από τη στιγμή που περνούν από τον παραμορφωτικό φακό της ανταλλακτικής αξίας. Ας μην το κάνουμε μελό, αυτά τα λέει με αριθμούς ακόμη και ο υπεράνω αντικαπιταλιστικής υποψίας ΟΗΕ. Η μηδενική ανάπτυξη, λοιπόν, η αποφράς ύφεση, μπορεί να σημαίνουν και ευκαιρία επαναπροσδιορισμού των σχέσεων αξίας που μας έχει επιβάλει η εμπορευματική και χρηματική οικονομία.
Σας έχω, όμως, ακόμη καλύτερα νέα (ή χειρότερα – όπως το πάρει κανείς). Υπάρχει διέξοδος και κάτω από το μηδέν. Όχι απλά μηδενική οικονομία, όχι μόνο φρενάρισμα της ανάπτυξης, όχι απλώς αυτάρκεια και άρνηση της μεγέθυνσης την οποία τόσο έχει λατρέψει όλο το πολιτικοιδεολογικό φάσμα, από την άκρα Δεξιά μέχρι την αντεξουσιαστική Αριστερά. Υπάρχει και η καθαρή μείωση, η απο-ανάπτυξη. Θα μου πείτε: η ίδια η ύφεση είναι μια μορφή απο-ανάπτυξης, αν υπολογίσει κανείς την ευκολία με την οποία πολυεθνικοί βιομηχανικοί κολοσσοί ανακοινώνουν κλείσιμο μονάδων, φρενάρουν τις αλυσίδες παραγωγής, αναστέλλουν την παραγωγή νέων προϊόντων και μοιράζουν κατά δεκάδες χιλιάδες τα χαρτιά απόλυσης. Ναι, αλλά, η ύφεση του καπιταλιστικού κύκλου παραγωγής, έστω κι αν μεγεθύνεται και επιμηκύνεται σε διάρκεια πρωτοφανώς από τον βαθμό διεθνοποίησης των οικονομιών, υπόσχεται αργά ή γρήγορα επιστροφή στον φαύλο κύκλο της μεγέθυνσης. Όπως μας διδάσκουν τα οικονομικά της δολίας απάτης (και όχι αθώας, όπως ήθελε να πιστεύει ο μακαρίτης Γκαλμπρέιθ), ο κύκλος της ύφεσης θα κλείσει με ηττημένη την εργασία, εξουθενωμένα τα μεσαία στρώματα και λιγότερους παίκτες στην κορυφή της οικονομικής πυραμίδας να επιδίδονται σε έναν ακόμη γύρο αναπτυξιακού κανιβαλισμού.
Οι θιασώτες της απο-ανάπτυξης (της οποίας τείνω να γίνω κι εγώ «φαν», αν ξεπεράσω τις αρκετές ιδεολογικές μου καχυποψίες) προτείνουν κάτι πιο ριζοσπαστικό. Να αποδράσουμε μια και διά παντός από την κουλτούρα της ανταλλακτικής αξίας, να εγκαταλείψουμε το μετρικό σύστημα της οικονομίας, να βγάλουμε σε τελευταία ανάλυση την παραγωγική και αναπαραγωγική λειτουργία των κοινωνιών από την ίδια την έννοια της οικονομίας. Αυτή κι αν θα ήταν μια πραγματικά ασύλληπτη απόδραση! Ουσιαστικά, αυτή η εκκολαπτόμενη νέα ουτοπία (που δεν έχει κλείσει ούτε δεκαετία από την εν σπέρματι διατύπωσή της) ζητάει απλά πράγματα: να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι υπάρχει μια οροφή στην παραγωγή και συσσώρευση του πλούτου -αυτή που ορίζεται από τους πεπερασμένους φυσικούς πόρους της Γης- κι επομένως όχι απλώς να φρενάρουμε, αλλά να συρρικνώσουμε εδώ και τώρα την άντλησή τους. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει μια μείωση στον ρυθμό δημιουργίας νέων αναγκών, ένα πάγωμα της τεχνολογίας στη δημιουργία νέων προϊόντων, μία προσγείωση της κατανάλωσης στα όρια που θέτουν το σώμα μας και ο εγκέφαλός μας και όχι στον καταιγιστικό ρυθμό που επιβάλλει το μάρκετινγκ. Μια χαρούμενη, μοιρασμένη λιτότητα είναι προτιμότερη από την απρόσιτη αφθονία, λένε με λίγα λόγια οι εμπνευστές της απο-ανάπτυξης και υποδεικνύουν ένα νέο πεδίο πλούτου, μη μετρήσιμου με όρους αξίας, αλλά υπολογίσιμου σε ευημερία και απόλαυση, που θα προκύψει από αυτήν την εκούσια εγκράτεια: λιγότερη απασχόληση, περισσότερος ελεύθερος χρόνος, περισσότερες και βαθύτερες σχέσεις, ισχυρότεροι κοινωνικοί δεσμοί, ουσιαστικότερη πολιτική δημοκρατία. Όλη αυτή η αντιστροφή για την αντίληψή μας περί πλούτου προκαλεί αυτόματα και μια μετάθεση της παραγωγικής δραστηριότητας σε πεδία που σήμερα βρίσκονται μάλλον στο περιθώριο του οικονομικού μας πολιτισμού: ενεργειακή εξοικονόμηση, αποκατάσταση και προστασία περιβάλλοντος, διάσωση της βιοποικιλότητας, βιολογική γεωργία, πολιτισμός, αναψυχή, αθλητισμός, κοινωνική προστασία, δημόσιες υποδομές, κοινόχρηστα αγαθά, θεσμοί κοινωνικής αλληλεγγύης. Ιδού τα νέα πεδία τεχνολογικής και παραγωγικής καινοτομίας που προτείνει η απο-ανάπτυξη.
Φυσικά, αυτό το μοντέλο δραστικής και εθελοντικής «ύφεσης» δεν αφορά ισότιμα όλους. Κανείς, ούτε οι πιο φανατικοί της απο-ανάπτυξης, δεν διανοείται να απαιτήσει από τις φτωχές κοινωνίες του νότου να μπουν στο «τριπάκι» της παραγωγικής συρρίκνωσης. Τι να κόψουν οι πληθυσμοί που ζουν με ένα-δυο δολάρια τη μέρα; Ωστόσο, στον βασανιστικό αναπτυξιακό τους δρόμο υπάρχει κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να αποφύγουν: να αποτελέσουν ρεπλίκες του δυτικού ανθρώπου, να υιοθετήσουν άκριτα το καταναλωτικό «αμερικανικό όνειρο» και να επιδοθούν στον μανιώδη παραγωγισμό εις βάρος εαυτών και του περιβάλλοντός τους. Άλλωστε, ακόμα και η χαμηλή, έως και μηδενική, «παραγωγικότητα» των κοινοτήτων που έχουν επιλέξει την τεχνολογική στασιμότητα στη λίθινη εποχή, στην πραγματικότητα είναι ανεκτίμητης αξίας, και με όρους οικονομίας. Πώς θα αποτιμηθεί, για παράδειγμα, το οξυγόνο που παράγουν για λογαριασμό όλης της υφηλίου ο Αμαζόνιος και όλοι οι θλιβεροί τροπικοί χάρη στην επιλογή των κατοίκων τους να λατρεύουν τα δέντρα και να μην παραδίδουν τα δάση τους στο real estate;
Δεν σας πείθει το παράδειγμα; Ας πάμε σ’ ένα πιο εξωτικό. Είστε στη μέση της ερήμου, διψάτε και πεθαίνετε της πείνας. Το μόνο που έχετε είναι ένα διαμάντι αξίας ενός εκατομμυρίου δολαρίων στην τσέπη και λίγες ώρες ζωής. Πάνω στην ώρα, εμφανίζεται μπροστά σας ένας καμηλιέρης που και νερό έχει και λίγους ξηρούς καρπούς και μία επί πλέον θέση στην καμπούρα της καμήλας. Ποια είναι, λοιπόν, η αξία του διαμαντιού σας; Ούτε ευρώ μεγαλύτερη από την αξία των τριών πραγμάτων που έχει να σας προσφέρει ο καμηλιέρης. Διαφωνείτε; Τότε, καλά σαράντα… Αφήστε, δε, που η αξία του διαμαντιού σας μπορεί να είναι ακόμη μικρότερη. Είτε γιατί η φάτσα σας είναι πολύ λευκή για τα γούστα του καμηλιέρη, είτε -πιο σύνηθες και αναμενόμενο- γιατί πιθανότατα θα σας προσφέρει αυτά που έχετε ανάγκη, χωρίς να σας ζητήσει κανένα αντάλλαγμα.
Η λεγόμενη αναπτυγμένη ανθρωπότητα βρίσκεται ακριβώς στη θέση του χαμένου στην έρημο πεζοπόρου. Κινδυνεύει να πεθάνει από πείνα, δίψα και καταπόνηση και κλαίει γοερά για το διαμάντι που ενδεχομένως θα χάσει αν κάνει αυτήν τη δίκαιη συναλλαγή με τον καμηλιέρη. Που δεν είναι και δεδομένο ότι θα του ζητηθεί. Ακροθιγώς το ανέφερα και στο προηγούμενο φύλλο: το να χάσουμε για μερικά χρόνια το διαμάντι της ανάπτυξης, να κινηθούμε ως κοινωνίες και οικονομίες στο αναπτυξιακό επίπεδο «μηδέν», δεν είναι και προς θάνατον. Παράγουμε ήδη τόσα όσα χρειάζονται τα 6 δισ. επιβατών του πλανήτη Γη για να μην πεινάνε, να έχουν μια αξιοπρεπή στέγη, να μην πεθαίνουν από απλές λοιμώξεις, να έχουν πρόσβαση στη βασική εκπαίδευση, να χαίρονται και να απολαμβάνουν την καθημερινότητά τους. Αυτά τα αυτονόητα, όμως, που σαν αξίες χρήσης υπερκαλύπτονται κατά πολύ από την παραγωγική δύναμη των οικονομιών, κατανέμονται με όρους τρομακτικής ανισότητας, από τη στιγμή που περνούν από τον παραμορφωτικό φακό της ανταλλακτικής αξίας. Ας μην το κάνουμε μελό, αυτά τα λέει με αριθμούς ακόμη και ο υπεράνω αντικαπιταλιστικής υποψίας ΟΗΕ. Η μηδενική ανάπτυξη, λοιπόν, η αποφράς ύφεση, μπορεί να σημαίνουν και ευκαιρία επαναπροσδιορισμού των σχέσεων αξίας που μας έχει επιβάλει η εμπορευματική και χρηματική οικονομία.
Σας έχω, όμως, ακόμη καλύτερα νέα (ή χειρότερα – όπως το πάρει κανείς). Υπάρχει διέξοδος και κάτω από το μηδέν. Όχι απλά μηδενική οικονομία, όχι μόνο φρενάρισμα της ανάπτυξης, όχι απλώς αυτάρκεια και άρνηση της μεγέθυνσης την οποία τόσο έχει λατρέψει όλο το πολιτικοιδεολογικό φάσμα, από την άκρα Δεξιά μέχρι την αντεξουσιαστική Αριστερά. Υπάρχει και η καθαρή μείωση, η απο-ανάπτυξη. Θα μου πείτε: η ίδια η ύφεση είναι μια μορφή απο-ανάπτυξης, αν υπολογίσει κανείς την ευκολία με την οποία πολυεθνικοί βιομηχανικοί κολοσσοί ανακοινώνουν κλείσιμο μονάδων, φρενάρουν τις αλυσίδες παραγωγής, αναστέλλουν την παραγωγή νέων προϊόντων και μοιράζουν κατά δεκάδες χιλιάδες τα χαρτιά απόλυσης. Ναι, αλλά, η ύφεση του καπιταλιστικού κύκλου παραγωγής, έστω κι αν μεγεθύνεται και επιμηκύνεται σε διάρκεια πρωτοφανώς από τον βαθμό διεθνοποίησης των οικονομιών, υπόσχεται αργά ή γρήγορα επιστροφή στον φαύλο κύκλο της μεγέθυνσης. Όπως μας διδάσκουν τα οικονομικά της δολίας απάτης (και όχι αθώας, όπως ήθελε να πιστεύει ο μακαρίτης Γκαλμπρέιθ), ο κύκλος της ύφεσης θα κλείσει με ηττημένη την εργασία, εξουθενωμένα τα μεσαία στρώματα και λιγότερους παίκτες στην κορυφή της οικονομικής πυραμίδας να επιδίδονται σε έναν ακόμη γύρο αναπτυξιακού κανιβαλισμού.
Οι θιασώτες της απο-ανάπτυξης (της οποίας τείνω να γίνω κι εγώ «φαν», αν ξεπεράσω τις αρκετές ιδεολογικές μου καχυποψίες) προτείνουν κάτι πιο ριζοσπαστικό. Να αποδράσουμε μια και διά παντός από την κουλτούρα της ανταλλακτικής αξίας, να εγκαταλείψουμε το μετρικό σύστημα της οικονομίας, να βγάλουμε σε τελευταία ανάλυση την παραγωγική και αναπαραγωγική λειτουργία των κοινωνιών από την ίδια την έννοια της οικονομίας. Αυτή κι αν θα ήταν μια πραγματικά ασύλληπτη απόδραση! Ουσιαστικά, αυτή η εκκολαπτόμενη νέα ουτοπία (που δεν έχει κλείσει ούτε δεκαετία από την εν σπέρματι διατύπωσή της) ζητάει απλά πράγματα: να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι υπάρχει μια οροφή στην παραγωγή και συσσώρευση του πλούτου -αυτή που ορίζεται από τους πεπερασμένους φυσικούς πόρους της Γης- κι επομένως όχι απλώς να φρενάρουμε, αλλά να συρρικνώσουμε εδώ και τώρα την άντλησή τους. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει μια μείωση στον ρυθμό δημιουργίας νέων αναγκών, ένα πάγωμα της τεχνολογίας στη δημιουργία νέων προϊόντων, μία προσγείωση της κατανάλωσης στα όρια που θέτουν το σώμα μας και ο εγκέφαλός μας και όχι στον καταιγιστικό ρυθμό που επιβάλλει το μάρκετινγκ. Μια χαρούμενη, μοιρασμένη λιτότητα είναι προτιμότερη από την απρόσιτη αφθονία, λένε με λίγα λόγια οι εμπνευστές της απο-ανάπτυξης και υποδεικνύουν ένα νέο πεδίο πλούτου, μη μετρήσιμου με όρους αξίας, αλλά υπολογίσιμου σε ευημερία και απόλαυση, που θα προκύψει από αυτήν την εκούσια εγκράτεια: λιγότερη απασχόληση, περισσότερος ελεύθερος χρόνος, περισσότερες και βαθύτερες σχέσεις, ισχυρότεροι κοινωνικοί δεσμοί, ουσιαστικότερη πολιτική δημοκρατία. Όλη αυτή η αντιστροφή για την αντίληψή μας περί πλούτου προκαλεί αυτόματα και μια μετάθεση της παραγωγικής δραστηριότητας σε πεδία που σήμερα βρίσκονται μάλλον στο περιθώριο του οικονομικού μας πολιτισμού: ενεργειακή εξοικονόμηση, αποκατάσταση και προστασία περιβάλλοντος, διάσωση της βιοποικιλότητας, βιολογική γεωργία, πολιτισμός, αναψυχή, αθλητισμός, κοινωνική προστασία, δημόσιες υποδομές, κοινόχρηστα αγαθά, θεσμοί κοινωνικής αλληλεγγύης. Ιδού τα νέα πεδία τεχνολογικής και παραγωγικής καινοτομίας που προτείνει η απο-ανάπτυξη.
Φυσικά, αυτό το μοντέλο δραστικής και εθελοντικής «ύφεσης» δεν αφορά ισότιμα όλους. Κανείς, ούτε οι πιο φανατικοί της απο-ανάπτυξης, δεν διανοείται να απαιτήσει από τις φτωχές κοινωνίες του νότου να μπουν στο «τριπάκι» της παραγωγικής συρρίκνωσης. Τι να κόψουν οι πληθυσμοί που ζουν με ένα-δυο δολάρια τη μέρα; Ωστόσο, στον βασανιστικό αναπτυξιακό τους δρόμο υπάρχει κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να αποφύγουν: να αποτελέσουν ρεπλίκες του δυτικού ανθρώπου, να υιοθετήσουν άκριτα το καταναλωτικό «αμερικανικό όνειρο» και να επιδοθούν στον μανιώδη παραγωγισμό εις βάρος εαυτών και του περιβάλλοντός τους. Άλλωστε, ακόμα και η χαμηλή, έως και μηδενική, «παραγωγικότητα» των κοινοτήτων που έχουν επιλέξει την τεχνολογική στασιμότητα στη λίθινη εποχή, στην πραγματικότητα είναι ανεκτίμητης αξίας, και με όρους οικονομίας. Πώς θα αποτιμηθεί, για παράδειγμα, το οξυγόνο που παράγουν για λογαριασμό όλης της υφηλίου ο Αμαζόνιος και όλοι οι θλιβεροί τροπικοί χάρη στην επιλογή των κατοίκων τους να λατρεύουν τα δέντρα και να μην παραδίδουν τα δάση τους στο real estate;
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (28/2/2009)
Κανένας πλέον δεν πιστεύει αληθινά στην πρόοδο. Όλοι θέλουν να έχουν κάτι περισσότερο για την επόμενη χρονιά, κανένας όμως δεν πιστεύει ότι η ευτυχία της ανθρωπότητας βρίσκεται στην κατά 3% ετήσια αύξηση του επιπέδου κατανάλωσης. Το φαντασιακό της μεγέθυνσης σίγουρα είναι πάντα εδώ: και είναι μάλιστα το μόνο που επιζεί στον δυτικό κόσμο. Ο δυτικός άνθρωπος δεν πιστεύει πλέον σε τίποτε, εκτός από το ό,τι θα μπορέσει σύντομα να αποκτήσει μια τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας.
Κορνήλιου Καστοριάδη, «Μια κοινωνία υπό εκφυλισμό»
Κορνήλιου Καστοριάδη, «Μια κοινωνία υπό εκφυλισμό»