Αν ξεπεράσουμε τη φιλολογική γραφικότητα της αντιπαράθεσης που εκτυλίχθηκε τις προάλλες στη βουλή περί «βίας» και «βιας» του Εθνικού Ύμνου, υπάρχουν χίλια δυο άλλα δεδομένα στην καθημερινότητά μας για να αναζητήσουμε το πνεύμα του αμφιλεγόμενου του τόνου. Έτσι κι αλλιώς, η οξύτονη «βια» (δηλαδή, η κατά Μάντζαρο βιασύνη) εμπεριέχει αρκετή δόση από την παροξύτονη «βία» (την κατά Σολωμό). Η βιασύνη μας να προλάβουμε πράγματα στο πεπερασμένο του βίου μας είναι η βία με την οποία απαντάμε στη φυσική, απρόκλητη βία του χρόνου. Διόλου τυχαία, άλλωστε, βίος και βία είναι λέξεις ομόριζες και έννοιες όμορες. Δεν υπάρχει η μεν χωρίς τη δε. Σκεφτείτε και μόνο την πράξη της γέννησης. Σκεφτείτε πόση βία ασκούν ο ένας στον άλλο η κυοφορούσα μητέρα και το γεννώμενο βρέφος. Το νεογνό σχεδόν εξαρθρώνει τα οστά της γυναικείας λεκάνης στην προσπάθεια να βγει στο φως που αντιστοιχεί με την εκτυφλωτική λάμψη χιλίων ηλίων στο παρθένο βλέμμα του. Ο γυναικείος κόλπος είναι μια μέγγενη που σφίγγει μέχρι ασφυξίας και πασχίζει να αποβάλει σαν ξένο σώμα το βρέφος. Κι αυτό με τη σειρά του ανταποδίδει με τον μικρό του όγκο στη μάνα άλλο τόσο πόνο, καθώς πολεμά να βγει από τη σκοτεινή, σάρκινη φυλακή του. Είναι μια βία αθώα, άδολη, απρόθετη αυτή που ασκούν ο ένας στον άλλο. Αλλά μια βία που αποδίδει τον τόκο της ζωής. Βία μαμή της ζωής, στην κυριολεξία.
Αλλά, κι ο υπόλοιπος, μετά τη γέννηση βίος δεν είναι μια εγκατάσταση στη μήτρα της ασφάλειας. Η φύση δεν διαθέτει ηθικούς κώδικες ή πρωτόκολλο πολιτικής ορθότητας, αλλά άσκησε ανείπωτη βία στον άνθρωπο και την ανθρωπότητα απ’ λυκαυγές τους. Η βία είναι η βασική συνιστώσα στην οικονομία της φύσης. Κι άνθρωπος επιβίωσε στο τραχύ της περιβάλλον ανταποδίδοντας τη βία αυτή σε εκατομμύρια έμβια και άβια όντα που τον περιέβαλλαν. Αυτό που αποκαλούμε πολιτισμός είναι μια συστηματική άσκηση βίας στη φύση, η αδιάλειπτη λεηλασία της. Μέχρι ένα σημείο, η βία που ασκούν ο άνθρωπος στη φύση και αντιστρόφως είναι μια διαδικασία φυσική και δημιουργική καθώς αναπτύσσεται σε ένα πλαίσιο εναρμόνισης. Σήμερα ζούμε την ανατροπή αυτής της ισορροπίας την οποία η ανθρωπότητα προσλαμβάνει με τη μορφή μιας φύσης «βίαιης και εκδικούμενης». Έτσι αντιλαμβανόμαστε την περιβαλλοντική κρίση. Φυσικά, η φύση ασκεί τη βία της χωρίς συναισθήματα και θα ανακτήσει την ισορροπία της σ’ ένα νέο επίπεδο, έστω κι αν χρειαστεί να εξαλείψει κάποιο είδος, όπως προ εκατομμυρίων ετών τους δεινοσαύρους.
Είναι, βεβαίως, στοιχείο σχετικής προόδου, όταν φεύγουμε από το πεδίο της φύσης και μπαίνουμε σε αυτό της κοινωνικής οργάνωσης, να αντιλαμβανόμαστε τη βία ως στοιχείο ασύμβατο με το περιεχόμενο της «ανθρωπιάς» μας. Υποθέτουμε ότι η «ανθρωπιά» μας έχει ξεκόψει από την παράδοση των παγκοσμίων και των πανευρωπαϊκών πολέμων, των εμφυλίων, των πολέμων ανάμεσα σε έθνη, θρησκείες, πολιτισμούς και τάξεις. Για το σκοπό αυτό, άλλωστε, έχουμε δημιουργήσει διεθνείς θεσμούς αντι-βίας που ωστόσο κι αυτοί, δια της ένοπλης βίας επιχειρούν να διακόψουν βίαιες περιφερειακές και τοπικές διενέξεις. Η ειρηνευτική βία, η ανθρωπιστική βία, η εξαγωγή της δημοκρατίας, η επιβολή της διεθνούς και εθνικής ασφάλειας είναι οι έσχατες μορφές βίας που επιδιώκουν έναν θεωρητικό στόχο τόσο κραυγαλέα αντίθετο με τα μέσα των οποίων μετέρχονται. Συνήθως δε και με τα αποτελέσματά τους. Σ’ αυτόν και στον προηγούμενο αιώνα, ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ είναι ίσως τα μοναδικά παραδείγματα ηγετών που επιχείρησαν να προσδώσουν δύναμη επιβολής στα πασιφιστικά τους κινήματα. Ωστόσο ούτε η ινδική ανεξαρτησία ούτε η απελευθέρωση των Αφροαμερικανών ήταν υποθέσεις που επιτεύχθηκαν χωρίς να προσφύγουν τελικά στη βία.
Η βία της διεθνούς πολιτικής, ο ανταγωνισμός εθνών, κρατών, φυλών και πολιτισμών είναι κάτι στο οποίο μάλλον είμαστε εξοικειωμένοι ως είδος, παρά τη θεωρητική προσπάθεια να απαλλαγούμε απ’ αυτήν. Παρ’ ότι ο Κλαούζεβιτς όρισε τον πόλεμο ως συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα, τα περισσότερα από τα αποτελέσματα της σύγχρονης πολιτικής και διπλωματίας αποδεικνύουν ότι ισχύει και το αντίστροφο. Οι πολιτικές απελευθέρωσης των αγορών, ελέγχου των φυσικών πόρων, των εμπορικών και ενεργειακών διαδρόμων έχουν εξ ίσου αιματηρά και βίαια αποτελέσματα με πολλούς από τους ιμπεριαλιστικούς και αποικιοκρατικούς πολέμους του παρελθόντος. Άλλωστε, η οικονομική ισχύς των σύγχρονων αυτοκρατοριών συνοδεύεται σχεδόν πάντα από την πολεμική ισχύ, από πολυπλόκαμους και πανάκριβους εξοπλιστικούς μηχανισμούς. Η ένοπλη ειρήνη των καιρών μας αποδεικνύει πόση βία εμπεριέχει η διεθνής αντι-βία.
Το ίδιο συμβαίνει και στο πλαίσιο των εθνών-κρατών, των σύγχρονων κοινωνιών της αγοράς. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως ταξική ειρήνη, ως κοινωνική συναίνεση ή ανοχή είναι μάλλον ένα ετεροβαρές ισοζύγιο βίας. Ετεροβαρές υπέρ του κράτους, των κοινωνικών ελίτ, των ιθυνουσών τάξεων. Ο κοινωνικός πόλεμος σπάνια παίρνει τη μορφή βίαιων αναμετρήσεων, αλλά δεν λείπουν κι αυτές, έστω κι αν το διακύβευμά τους είναι ασαφές. Ταϊλάνδη, Γεωργία, Μολδαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ, Σομαλία. Η καθημερινή ατζέντα της βίας είναι πολύ πυκνή για να ισχυριζόμαστε ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο που έχει σταματήσει να προσφεύγει, δίκαια ή άδικα, σ’ αυτήν.
Άλλωστε, όλοι συμφωνούν στη διάκριση αυτή. Βία δίκαιη και άδικη, ηθική και ανήθικη, βία ιστορικά αναγκαία και βία ανιστόρητη. Αλλά, ποιος καθορίζει την ιστορικότητα της στιγμής; Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι το bossnaping, οι «απαγωγές» εργοδοτών που δεν πληρώνουν ούτε τις αποζημιώσεις των απολυομένων της κρίσης, δεν είναι βία δίκαιη και κοινωνικά νομιμοποιημένη; Ποιος μπορεί να προβλέψει αν αυτό που εγκρίνουν σήμερα ως αποδεκτή πρακτική οι μισοί Γάλλοι δεν θα γίνει αναπόφευκτη ρουτίνα για όλη την Ευρώπη; Η κρίση τοκίζει με υψηλά επιτόκια τα αποθέματα βίας που συσσωρεύονται στα κοινωνικά στρώματα κι είναι απρόβλεπτο τι υπεραξίες έκρηξης θα αποδώσει.
Επομένως, ο εξορκισμός της βίας ως απαράδεκτης κοινωνικής έκφρασης στις «συντεταγμένες κοινωνίες» εμπεριέχει μεγάλες δόσεις υποκρισίας. Πρώτον, διότι «συντεταγμένες κοινωνίες» δεν υφίστανται, ιδιαίτερα στις συνθήκες της κρίσης που αναιρούν διαρκώς τις ελάχιστες σταθερές του οικονομικού και κοινωνικού βίου: εργασία, δικαιώματα, εισόδημα, όλα υπό αίρεση και επαναρύθμιση προς τα κάτω. Δεύτερον, διότι η βία βρίσκεται στον γενετικό πυρήνα του οικονομικού μας πολιτισμού. Η βία είναι στο DNA του βίου μας, ακόμη κι αν δεν έχει τα αιματηρά αποτελέσματα που περιγράφουμε με τη λέξη αυτή, ή τις απεχθείς εκδοχές του κοινού εγκλήματος που μας αφήνει καθημερινά άφωνους με την κτηνώδη ωμότητά του. Ο Ησιόδος μας έχει παραδώσει τον ευρηματικό και εύγλωττο μύθο για το Κράτος, τη Βία, τον Ζήλο και την Νίκη, παιδιά της Στυγός και απαραίτητα συστατικά κάθε εξουσίας. Τα τρία πρόσωπα είναι προφανή στο συμβολισμό τους, λιγότερο προφανής είναι όμως ο ρόλος του Ζήλου. Ζήλος εστίν η δι’ επιθυμίαν μίμησης γενόμενη δοκούντος τινός καλού, μας εξηγεί ο Αμμώνιος ο Γραμματικός για να διακρίνει τον ζήλο από τον φθόνο, αλλά στη συνέχεια κάνει μια βουτιά στη ρίζα του οικονομικού μας σύμπαντος. «Ζήλος εστίν λύπη επ’ αλλοτρίοις αγαθοίς οία και αυτώ τις επιθυμεί περιποιήσαι». Διάνα! Ο Ζήλος, το αδελφάκι της Βίας, δεν είναι άλλο από την ιστορία της ιδιοκτησίας και του πλούτου. Κάθε συσσώρευση πλούτου, κάθε απαλλοτρίωση γης, αέρα, θάλασσας, φυσικών πόρων και αγαθών εμπεριέχει ένα βαθμό βίας, η βία είναι μια άμεση επένδυση στον πλούτο, μας αρέσει –δεν μας αρέσει, εδώ και χιλιετίες. Η διαδοχή των εθνών, των φυλών, των πολιτισμών πάνω στη Γη είναι μια διαρκής βίαιη μετάβαση από την κατάσταση της ακτημοσύνης, σ’ αυτή την κοινοκτημοσύνης κι απ’ αυτή με τη σειρά της στην απαλλοτρίωση κάθε σπιθαμής εδάφους, υπεδάφους, βυθού ή ατμόσφαιρας. Κάθε πράξη ιδιοποίησης ενός τμήματος γης ή μιας αξίας είναι εξ ορισμού μια πράξη αποκλεισμού όλων των άλλων από την απόλαυσή τους, συνηθέστατα βίαιου αποκλεισμού, αλλά δεν είναι ανάγκη να μεσολαβεί πάντα κι ένας πόλεμος ή ένας φόνος. Η βία είναι η ίδια η αποβολή ή ο αποκλεισμός των άλλων από τον πλούτο που απολαμβάνει κάποιος ατομικά. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται ιδιαίτερα επιχειρήματα για να υπερασπίσει κανείς την άποψη για τη βία που εμπεριέχουν τα τραπεζικά και εταιρικά κέρδη- άποψη που προκάλεσε την ιερά αγανάκτηση του Καραμανλή στη βουλή-, η ατομική ιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου είναι εξ ορισμού βίαιη έστω κι αν δεν έχει ανοίξει ρουθούνι. Γι’ άυτό κι οι Λατίνοι έδιναν στον πλούτο μια διάσταση αιματηρή- non olet pecunia sed sanguis, δεν μυρίζει χρήμα αλλά αίμα, έγραφαν, και επιβεβαιώθηκαν από τους ποταμούς αίματος που έρρευσαν για να στερεωθούν και να καταρρεύσουν οι αυτοκρατορίες που διαδέχθηκαν τη δική τους.
Ως εκ τούτου, η «βία» του Σολωμού, όπως κι αν την τονίσεις δεν περιγράφει απλώς το ελληνικό, αλλά όλο το ανθρώπινο έπος, στην ηρωική και στη θλιβερή του διάσταση, στη διαδοχή και συνύπαρξη μεγαλείου και ιδιοτέλειας που συνοδεύει κάθε βίαιο πέταγμα προς την ελευθερία. Όπως θα το ‘λεγε ο Γκάτσος- για να μείνουμε στους ποιητές- «νικημένο μου αστέρι/ δεν αλλάζουν οι καιροί/ με φωτιά και με μαχαίρι/ πάντα ο κόσμος προχωρεί». Είναι μάλλον απίθανο, λοιπόν, να αποστειρώσουμε από «βία» αυτή τη βασανιστική μετάβαση από «το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας» (αυτό δεν είναι το ζητούμενο; Ή έχει αλλάξει κάτι και δεν το έχω πάρει πρέφα;). Ως εκ τούτου, πολλές γενιές ακόμη θα λερώσουν τα χέρια τους. Το ξέρω, είναι σκληρό, όπως ΄λελεγε κι ο Οσακρ Ουάιλντ, «όταν η ελευθερία έρχεται με τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα, είναι δύσκολο να κάνει χειραψία μαζί της», αλλά η εναλλακτική λύση τότε είναι η καθαρότητα της δουλείας.
No comments:
Post a Comment