Τρελαίνομαι για τσιτάτα. Θα το έχετε αντιληφθεί. Γι’ αυτό και πάντα αναζητώ ένα τσιτάτο, λιγότερο ή περισσότερο σχετικό με την εβδομαδιαία φλυαρία μου, εύστοχο ή όχι, το οποίο και φιλοξενείται στη θυγατρική στήλη «Θεωρίες για την Υπεραξία» εδώ και εννιά χρόνια. Έχω ενθουσιαστεί, λοιπόν, από το γεγονός ότι δεκάδες συνάδελφοι και αρκετοί εθνοπατέρες, πριν βγουν στην τηλεοπτική πασαρέλα, ακόμη αναζητούν εναγωνίως την πατρότητα του περίφημου διλήμματος «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;». Την αγωνία δεν την αντιλαμβάνομαι, καθώς η βαρβαρότητα είναι η μόνη σταθερά του καθημερινού μας βίου με την οποία οι περισσότεροι είμαστε εξοργιστικά συμφιλιωμένοι. Έχει όμως ενδιαφέρον ότι ανάμεσα στα διλήμματα «Μύκονος ή Πάρος;», «αποχή ή εκδρομή;», «του Αγίου Κόμματος ή του Αγίου Πνεύματος;», «ντάκιρι ή στόλι με πάγο;», «ΠΑΣΟΚ ή Ν.Δ.;» κ.λπ. παρεισέφρησαν ο Ένγκελς, η Λούξεμπουργκ, ο Καστοριάδης και μια μακρά σειρά μελαγχολικών αναμνήσεων της νικηφόρας επανάστασης που χάθηκε. Πάλι καλά που η αναζήτηση της πατρότητας του διλήμματος περιορίζεται μεταξύ σχετικών ονομάτων. Διότι άκουσα και από ανεκδιήγητη τηλεοπτική περσόνα να ισχυρίζεται ενώπιον συνεντευξιαζόμενης -και εμβρόντητης- υπουργού ότι το δίλημμα πρωτοδιατυπώθηκε από τον Σωκράτη (ή τον Ισοκράτη, κι ο ίδιος δεν ήταν πολύ σίγουρος). Αυτά προς επίρρωση της νεοελληνικής βαρβαρότητας, που είναι υπεράνω του ιστορικού πλην επίκαιρου διλήμματος.
Το δεδομένο πάντως είναι ότι οι επτά προεκλογικές μέρες που μας απομένουν θα κινηθούν, κατά πώς φαίνεται, μεταξύ pet shops, γραφείων ταξιδίων, εταιρειών δημοσκοπήσεων και βιβλιοθηκών (όπου ενδεχομένως θα αναζητηθούν τα άπαντα Ένγκελς και Λούξεμπουργκ). Κι απ’ αυτούς (αφού τα παπαγαλάκια αποφασίσουν να αποδημήσουν ντροπιασμένα στους θλιβερούς τροπικούς και η Λούξεμπουργκ διακτινιστεί και πάλι στο σύμπαν της λήθης), μόνο οι δημοσκόποι και τα γραφεία ταξιδίων θ’ απομείνουν να κάνουν παιχνίδι. Έχουν, άλλωστε, έναν κοινό τόπο: την προδιαγραφόμενη αποχή από τις κάλπες.
Πού θα φτάσει η αποχή; Οι ευρωπαϊκές δημοσκοπήσεις αναδεικνύουν τους Έλληνες σε πρωταθλητές της συμμετοχής μαζί με τους Ιρλανδούς. Αντίθετα, οι εγχώριες μας προετοιμάζουν για αρνητικό ρεκόρ. Πού θα φτάσει, λοιπόν; Στο 40%; Στο 50%; Ποιο είναι το όριο που αποσταθεροποιεί το πολιτικό σύστημα, που καθιστά ανεπαρκή και δυσλειτουργική τη δημοκρατική του νομιμοποίηση; Γιατί αυτό που είναι φυσιολογικό για αρκετά παλαιότερες δημοκρατίες, όπως η αμερικανική ή αρκετές ευρωπαϊκές, για την Ελλάδα είναι αφύσικο και προβληματικό; Υπάρχει κάποιος κανόνας που δεν τον έχω αντιληφθεί; Μάλλον ναι. Ο κανόνας είναι ότι στην Ελλάδα οι ψηφοφόροι έχουν κακομάθει το πολιτικό σύστημα. Του προσφέρουν με εξαιρετική φιλοτιμία άλλοθι συνενοχής κάθε φορά που βρίσκεται σε τρομακτικά αδιέξοδα, που αποσυντίθεται επικίνδυνα αδυνατώντας να κατακτήσει το επόμενο σημείο ισορροπίας.
Τα δεδομένα της συγκυρίας, στον βαθμό που οι δημοσκοπήσεις την αποτυπώνουν ρεαλιστικά, είναι τα εξής: τουλάχιστον τέσσερις στους δέκα ψηφοφόρους, σκεπτόμενοι ότι οι ευρωεκλογές δεν κρίνουν τη μάχη της διακυβέρνησης, αλλά χρησιμοποιούνται απλώς σαν πρόβα τζενεράλε γι’ αυτήν, αποφασίζουν να μη γίνουν κομπάρσοι της και να κάνουν ένα ωραίο καψώνι στα κόμματα εξουσίας και όχι μόνον. Και, προφανώς, η αργία μαζί με την κάψα του Ιουνίου προσφέρει ένα ακαταμάχητο ψυχολογικό άλλοθι σ’ αυτή τους την επιλογή. Άρνηση πρώτη. Επίσης, τρεις στους δέκα θεωρούν ότι κανένα κόμμα δεν είναι κατάλληλο για τη διακυβέρνηση της χώρας και τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, αφού ούτως ή άλλως έχουν πειστεί ότι αφενός θα την πληρώσουν οι συνήθεις ύποπτοι, αφετέρου τον λογαριασμό τον εκδίδουν όχι οι επιτελείς του Μαξίμου και της Φιλελλήνων, αλλά η Κομισιόν και το ΔΝΤ. Άρνηση δεύτερη. Ακόμη, τουλάχιστον ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους εξακολουθεί να μη βρίσκει πια πρόσωπο κατάλληλο για πρωθυπουργό ανάμεσα στους υπάρχοντες πολιτικούς αρχηγούς. Άρνηση τρίτη. Επίσης, τουλάχιστον τρεις στους δέκα ψηφοφόρους αρνούνται ακόμη και τους εαυτούς τους, δηλώνοντας ότι θα ψηφίσουν άλλο κόμμα από αυτό που επέλεξαν στις εθνικές εκλογές του 2007. Άρνηση τέταρτη. Και, τέλος, τρεις στους δέκα τοποθετούνται με παγερή αδιαφορία απέναντι στο θέμα της διακυβέρνησης (που έτσι κι αλλιώς δεν κρίνεται τώρα), επιλέγοντας κόμματα και σχήματα που δεν έχουν -τουλάχιστον επίσημα και άμεσα- διακηρυγμένη προοπτική εξουσίας. Πέμπτη άρνηση.
Δυο αρνήσεις μάς κάνουν μια κατάφαση, μας μάθαιναν παλιά στη Λογική και στο Συντακτικό. Πέντε αρνήσεις (και βάλε) τι μας κάνουν; Μας κάνουν μια πολύ ενδιαφέρουσα ρήξη του κοινωνικού σώματος με το υπάρχον σύστημα εξουσίας, μια διάρρηξη του κοινωνικού consensus στο οποίο στηρίχτηκε ο δικομματισμός την τελευταία τριακονταπενταετία. Το ίδιο ισχύει και για τη μοναδική κατάφαση που καταγράφεται, δηλαδή την ευκολία με την οποία υιοθετείται το πιο πρόσφατο φρούτο του κομματικού συστήματος, οι Οικολόγοι Πράσινοι. Αυτή η ρήξη, η καθαρή άρνηση με όλες τις αποχρώσεις και τις διαβαθμίσεις της, βάλλεται από πολλούς ως στάση «απολιτίκ», αφού αφήνει μετέωρο το ερώτημα της εξουσίας. Και από άλλους θεωρείται πολιτικά ύποπτη, αποτέλεσμα συστηματικών υποβολών από τα κέντρα της παράλληλης εξουσίας: τα ΜΜΕ, την επιχειρηματική ελίτ, τους επίδοξους ανασχεδιαστές του πολιτικού συστήματος. Στα πολιτικά φαινόμενα, πράγματι, αντανακλώνται ταυτόχρονα πολύ παράγοντες. Παίζουν τον ρόλο τους και τα χαζοχαρούμενα τηλεοπτικά πρωινάδικα που γεμίζουν το βλέμμα μα παραλίες και σφριγηλά σώματα και οι τηλεοπτικοί μικροί θεοί που με τη σφραγίδα της αυθεντίας αποφασίζουν ποιο είναι το ρεύμα και οι δημοσκόποι που υπερμεγεθύνουν το ρεύμα και η συνήθεια του μέσου πολίτη να πηγαίνει με το ρεύμα. Και μπορεί να προσθέσει κανείς και τους προβοκάτορες και τις μυστικές υπηρεσίες και τους κατασκευαστές κομμάτων του εργαστηρίου και όλες τις θεωρίες συνωμοσίας που μπορεί κανείς να φανταστεί.
Αλλά από όλα αυτά υπάρχει κάτι που προφανώς παίζει τον κυρίαρχο ρόλο. Λοιπόν, ο καμβάς είναι η ύφεση. Η άρνηση είναι μια πολιτική στάση που ταιριάζει στην ύφεση. Όχι μόνο γιατί, σε όλη την Ευρώπη, ο μέσος ψηφοφόρος διαπιστώνει με δέος την τρομακτική αδυναμία του πολιτικού συστήματος να τον προστατεύσει. Αλλά και γιατί η δημιουργική καταστροφή που συντελείται στην παραγωγή, στην οικονομία με τον μηχανισμό της ύφεσης, προκαλεί αναπόφευκτα μιαν αντίστοιχη δημιουργική καταστροφή στο πολιτικό σύστημα. Η ύφεση έφερε τον Ομπάμα στην εξουσία, η ίδια καταβαραθρώνει τους Εργατικούς στη Βρετανία και αποσυνθέτει την Αριστερά και την Κεντροαριστερά στη Γαλλία ή στην Ιταλία. Η ύφεση διαλύει συστηματικά τις οικονομικές αυταπάτες οι οποίες στήριξαν κατά τον «αιώνα της ευημερίας» ασταθή κοινωνικά στρώματα, το νεφέλωμα του μεσαίου χώρου το οποίο αποτέλεσε το προνομιακό πεδίο για τη σύγκλιση φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατία στο Κέντρο. Το νεφέλωμα διαλύεται, η πλασματική ευημερία βουλιάζει στα χρέη και οι πολιτικοί του εκφραστές βρίσκονται αίφνης σε ένα διαφοροποιημένο ακροατήριο γεμάτο δυσφορία, απόρριψη, άρνηση. Καθώς το κομματικό σύστημα είναι απροετοίμαστο να υποδεχθεί αυτή τη στάση, στον ρόλο του δοχείου παραπόνων μπορεί να βρεθεί οτιδήποτε και οποιοσδήποτε. Η αποχή, τα άκρα, οι γραφικοί, οι ανιματέρ των εκλογών, οι πράσινοι, οι κατακόκκινοι, οι φαιοί…
Άλλωστε, η δυσφορία για την ανεπάρκεια του σημερινού πολιτικού συστήματος δεν προέρχεται μόνο από τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Ακόμη και η κορυφή της έχει εκφραστεί δημοσίως υπέρ της ριζικής αναδόμησης της «στομωμένης μεταπολιτευτικής δημοκρατίας», για να θυμηθούμε την πιο πρόσφατη γλαφυρή διατύπωση του προέδρου του ΣΕΒ, Δ. Δασκαλόπουλου. Κι αυτή είναι μια επίσης ηχηρή άρνηση του σημερινού κομματικού σύμπαντος. Δεν ξέρω αν θα εκφραστεί σε αποχή, ούτε αν οι σελέμπριτι του εγχωρίου παρεΐστικου καπιταλισμού προτιμήσουν να ελλιμενιστούν το τριήμερο στη Μύκονο, αντί να ασκήσουν το εκλογικό τους καθήκον έναντι του σημερινού συστήματος εξουσίας (τους). Υποψιάζομαι, ωστόσο, ότι η προφανής αποστασιοποίησή τους από αυτό δεν εξαντλείται σε μια άρνηση. Συνοδεύεται και από μια λανθάνουσα κατάφαση, από μια λιγότερο ή περισσότερο ορατή εύνοια σε νέους πολιτικούς σχηματισμούς που, ανεξαρτήτως τίτλου, ετικέτας και ταυτότητας, μπορεί να παίξουν ρόλο σε έναν μετα-δικομματισμό. Και κάποιοι πυρήνες της επιχειρηματικής μας ελίτ δραστηριοποιούνται σοβαρά εδώ και καιρό στο πεδίο αυτό. Άλλοτε μοιράζοντας λαμπτήρες χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας, άλλοτε κραυγάζοντας κατά της διαφθοράς των πολιτικών και άλλοτε δίνοντας σταθερό βήμα προβολής στα ανερχόμενα πρόσωπα του πολιτικού σταρ σίστεμ.
Επομένως, η άρνηση που πλανάται στην προεκλογική ατμόσφαιρα και ρευστοποιεί το πολιτικό τοπίο δεν είναι ούτε απολίτικη ούτε αδιάφορη. Ίσα ίσα, που σ’ αυτήν προβάλλονται συμφέροντα και ενδιαφέροντα σαφώς αντιτιθέμενα, δυο κόσμοι που ζουν στον κατ’ επίφαση ενιαίο κόσμο μας, των οποίων η σύγκρουση αενάως αναβάλλεται. Είναι μια κυοφορία για την έκβαση της οποίας απλώς δεν γνωρίζουμε αν θα είναι τερατογένεση ή ελπίδα.
Αγαπητέ ΚΙΜΠΙ,
ReplyDeleteπολύ καλή η ανάλυση σου και όντως με έβαλε σε προβληματισμούς σχετικά με την αποχή. Οπως ίσως θα προσεξες γραφω μετά την ημέρα των εκλογών και έχοντας ήδη ψηφίσει. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος έχεις δίκιο σε όσα έφραψες (αν και εμεινα με την απορία αν θα πήγαινες στις κάλπες). Σε αυτο που δεν θα συμφωνήσω είναι ότι αν κάποιος δεν έπελεγε τις κάλπες αλλά τις ξάπλες με το δικό σου σκεπτικό θα ήταν ίσως και μία πρόοδος του πολιτικού μας συστήματος. Δυστυχώς όμως ελάχιστοι σκέφτηκαν όπως εσύ, οι περισσότεροι αδιαφορούν (όχι συνειδητά) και αφήνουν τους άλλους να αποφασίζουν. Μήπως αν παγιοποιηθεί το ποσοστο της αποχής δίνουμε μία πολύ καλή λύση στους κρατούντες αφού θα έχουν ένα πολύ μικρο ποσοστό να τους "σκοτίζει", σίγουρα από το 50% οι πιο πολλοί θα είναι και πάλι δικοί τους...
Με εκτίμηση.
Γ