«Είναι παράξενο πώς η αρρώστια δεν έχει πάρει τη θέση της μαζί με τον έρωτα και τον πόλεμο και τη ζήλεια στα πρωτεύοντα θέματα της λογοτεχνίας. Θα περίμενε κανείς να αφιερώνονται μυθιστορήματα στη γρίπη. Επικά ποιήματα στον τυφοειδή πυρετό. Ωδές στην πνευμονία. Λυρικοί στίχοι στον πονόδοντο. Κι όμως όχι…»
Αυτή είναι η εύγλωττη- αν και χαμηλόφωνη- διαμαρτυρία της Βιρτζίνια Γουλφ, διατυπωμένη σ’ ένα μοναδικό μικρό δοκίμιο, γραμμένο πριν από 83 χρόνια (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Συνάψεις», του ακάματου φίλου Θανάση Καράβατου, του εύχομαι να περνάει καλά), για το πόσο παραγκωνισμένα είναι στη λογοτεχνία τα πάθη του σώματος, η αρρώστια. Κάτι ήξερε από αρρώστια η Βιρτζίνια Γουλφ, καθηλωμένη για μεγάλα διαστήματα από αληθινές ασθένειες και ψυχοσωματικά σύνδρομα ατελούς διάγνωσης ή προσωπικής εφεύρεσης, που ωστόσο «παρήγαγαν» τα γνώριμα αριστουργήματά της (δυστυχώς, και τη αυτοχειρία της). Και προφανώς, σήμερα, θα παρακολουθούσε απορημένη, αν όχι εξεγερμένη από θυμό, το δέος με τον οποίο η ανθρωπότητα (για την ακρίβεια: το δυτικό μισό της) υποδέχεται την πανδημία της νέας γρίπης. Δεν θα συμφωνούσε καθόλου με την παρουσίαση της ασθένειας ως αντιπαραγωγικής λαίλαπας που θα
ισοπεδώσει όσα έχει αφήσει όρθια η ύφεση.
Δεν είμαι οπαδός του Μάλθους και δεν θεωρώ την πανδημία ως την «τελική» ή την «ενδιάμεση» λύση στο πρόβλημα του υπερπληθυσμού, της ένδειας των πόρων, της ανισοκατανομής του πλούτου. Άλλωστε, ακόμη και τα πιο μαύρα σενάρια δεν αποτολμούν να εκτιμήσουν τον αριθμό των θυμάτων της νέας γρίπης ούτε στο ένα δέκατο των θανάτων που προκαλεί κάθε χρόνο η κοινή γρίπη. Που είναι μισό εκατομμύριο παγκοσμίως, τουλάχιστον. Θα πείτε: στο θάνατο δεν υπάρχει «πολύ» ή «λίγο». Αλλά, καθώς η νέα γρίπη απασχολεί σήμερα περισσότερο τη στατιστική και λιγότερο τους επιστήμονες, τους
ερευνητές και τους επαγγελματίες της ιατρικής, οφείλουμε να τον χρησιμοποιούμε και ως μέτρο της ζωής. Λοιπόν, υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον μήνυμα που φθάνει στα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία τις τελευταίες μέρες. Υιοθετεί ένα από τα γνωστά σενάρια συνωμοσίας για τους υποκινητές του πανικού περί τη νέα γρίπη. Σενάριο που στοχοποιεί τις φαρμακευτικές εταιρείες παρασκευής των αντιγριπικών φαρμάκων και καταλήγει ότι η πραγματική απειλή είναι η πανδημία του κέρδους (στο οποίο μου είναι αδύνατον να διαφωνήσω). Γενικώς είμαι καχύποπτος έναντι των θεωριών συνωμοσίας, αλλά το συγκεκριμένο ηλεκτρονικό μήνυμα περιέχει μερικές πολύ χρήσιμες και κρίσιμες αλήθειες για την καταστροφή που (δεν) μας απειλεί. «Κάθε χρόνο πεθαίνουν δύο εκατομμύρια άνθρωποι από μαλάρια, κάτι το οποίο θα μπορούσε να αποφευχθεί με μια κουνουπιέρα… Κάθε χρόνο πεθαίνουν δύο εκατομμύρια παιδιά από διάρροια, κάτι το οποίο θα μπορούσε να αποφευχθεί ένα ένα σιρόπι των 25 σεντς….Ιλαρά, πνευμονίες, ασθένειες θεραπεύσιμες με φτηνά εμβόλια είναι υπεύθυνες για τον θάνατο δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως κάθε χρόνο…Η γρίπη των πουλερικών προκάλεσε τον θάνατο μόλις 250 ατόμων παγκοσμίως, 250 θάνατοι σε δέκα χρόνια, δηλαδή αναλογικά 25 θάνατοι τον χρόνο. Η κοινή γρίπη σκοτώνει μισό εκατομμύριο ανθρώπων κάθε χρόνο παγκοσμίως. Μισό εκατομμύριο έναντι 25. Για ένα λεπτό. Τότε γιατί τόση φασαρία με τη γρίπη των πουλερικών; Γιατί πίσω από τα κοτόπουλα υπήρχε ένα «κόκορας» με μεγάλο λειρί. Η φαρμακευτική εταιρεία με το πασίγνωστο Tamiflu που πούλησε εκατομμύρια δόσεων στις ασιατικές χώρες…» Το σενάριο συνωμοσίας που συνοδεύει το μήνυμα αυτό καταλήγει στον πρώην υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ Ντόναλντ Ράμσφελντ, μέτοχο της εταιρείας που διαθέτει την πατέντα του αντιγριπικού φαρμάκου, αλλά δεν έχει τόσο σημασία αυτό όσο το γεγονός ότι οι κοινές, πασίγνωστες αλήθειες που μεταφέρει σε αριθμούς μας κάνουν να αναρωτιόμαστε αν η ασθένεια που μας απειλεί σχετίζεται πράγματι με τον ιό των χοίρων ή έχει σχέση με το μικρόβιο της απληστίας ή της αήττητης ανθρώπινης βλακείας.
Ωστόσο, η αμφισβήτηση της Βιρτζίνια Γούλφ (διατυπωμένη σε χρόνο ανύποπτο και απευθυνόμενη σε μιαν Ευρώπη ταλαιπωρημενη και αποδεκατισμένη και από τη γρίπη και τον πόλεμο) είναι πιο ριζική, πιο θεμελιώδης. Η αρρώστια, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι ανίατη, ότι είναι παροδική και δεν οδηγεί στο μοιραίο, ίσως δεν είναι τόσο αντιπαραγωγική όσο νομίζουμε. Η ασθένεια είναι παραγωγική, ίσως πιο παραγωγική από την ασθένεια της παραγωγικότητας, της αναπτυξιακής φενάκης που συσσωρεύει απίστευτες ποσότητες ανθρώπινου κόπου καταδικασμένου στην απαξίωση του οικονομικού κύκλου. Η Γουλφ, άρρωστη – ίσως και κατά φαντασία μερικές φορές- παρατηρεί από το κρεβάτι ή την πολυθρόνα της ένα μικρό κομμάτι ουρανού πίσω από το τζάμι του παραθύρου. Παρατηρεί την αναρχική δημιουργικότητα των νεφών – «νέφη που αλληλοσυγκρούονται, συρμοί ατέλειωτοι από πλοία και βαγόνια ζωγραφίζονται από βορρά προς νότο, αυλαίες φωτός και σκιάς που πέφτουν ακατάπαυστα…. Τούτη η ατέρμονη δραστηριότητα, που δαπανά ο θεός ξέρει τι κολοσσιαία ποσά ιπποδύναμης, χρόνος μπαίνει
χρόνος βγαίνει αφήνεται να εκπληρώνει ανενόχλητη τη βούλησή της». Η Γουλφ, προφανώς, δεν ανησυχεί καθόλου για τις εργατοώρες που χάνονται από την εξαναγκαστική καθήλωση που μας επιβάλει ένας απρόσκλητος ιός, μια ανεπιθύμητη λοίμωξη, το καψόνι του γενετικού μας υλικού που διατάσσει το τάδε γονίδιο να βγει από τη ρουτίνα της κανονικότητας, να παραδώσει το σώμα σε μια εξουθενωτική επανάσταση εκφρασμένη σε πυρετό, πονοκέφαλο, πονόλαιμο, μυαλγία, αδυναμία, νωχέλεια, υπνηλία, εναλλαγές νοητικής αδράνειας και πνευματικής
διέγερσης. (Άλλωστε, είναι πιθανό από τις σχέσεις της με τον Τζον Μέϊναρντ Κέινς στον κύκλο του «Μπλούσμπερι», να έχει πεισθεί ότι η πλήρης απασχόληση δεν είναι το παν, αλλά η κατανάλωση είναι αυτή που μπορεί να επαναφέρει σε ισορροπία τις ασθενείς από την ύφεση οικονομίες. Και η ασθένεια είναι μια μορφή ανάλωσης-κατανάλωσης του ανθρώπινου, σωματικού κεφαλαίου). Αυτή η δημιουργική αδράνεια της ασθένειας, θα έκανε να βγάζουν φλύκταινες οι ειδικοί των οικονομικών της υγείας που προειδοποιούν με ύφος αυστηρό και επιστημονική αδιαλλαξία ότι η νέα γρίπη θα κοστίσει στην ελληνική οικονομία 3 δις. ευρώ και στην παγκόσμια ίσως και ένα τρις. Μεγάλη δουλειά! Είναι εύκολο να μετρήσεις με όρους ποσότητας τις εργατοώρες που θα χαθούν από τα εκατομμύρια ασθενών οι οποίοι θα χουχουλιάζουν κάτω από τα παπλώματά τους με θερμοκρασίες άνω των 38 βαθμών, με βλέμμα θολό, με δυσφορία και κακή διάθεση. Αλλά, πώς θα μετρήσουμε με όρους ποιότητας τις μικρές και μεγάλες αναθεωρήσεις της ζωής και του κόσμου που μας επιτρέπει η ασθένεια; Πώς θα μετρήσουμε την απροσδόκητη δύναμη που παράγει η σωματική αδυναμία; Πώς θα μετρήσουμε τον μικρό θρίαμβο που πετυχαίνει το σώμα στον πόλεμο κατά του ιού, τα αντισώματα που τον κάνουν απρόσβλητο στην επόμενη επίθεσή του; Αν δεν νοσήσουμε, δεν θα ανοσοποιηθούμε, έτσι δεν είναι;
Οι επιδημίες είναι κατά κάποιο τρόπο συνδημιουργοί του είδους μας, έχουν καταστήσει το γενετικό μας υλικό πιο ανθεκτικό στην πολιορκία των ιών, των βακίλων, των μικροβίων και κληροδοτούν τις γενιές του μέλλοντος με άμυνες που θα ήταν αδιανόητες για τους προγόνους μας. Συν τοις άλλοις, υπάρχει μια τρομακτική συνέργια ανάμεσα στην προσπάθεια που καταβάλλει το ανθρώπινο σώμα -τα εκατομμύρια ανθρώπινα σώματα που νοσούν- για να συνυπάρξει με τον ιό, και στην πνευματική δύναμη που συσσωρεύεται στα εργαστήρια, πάνω από δοκιμαστικούς σωλήνες, μηχανές φυγοκέντρισης, μικροσκόπια για να παραχθεί το φάρμακο, το εμβόλιο, η θεραπεία που θα βοηθήσει το ανθρώπινο είδος να γίνει άτρωτο στην επόμενη επιδημία.
Στην αρρώστια- και δη στις επιδημίες, αυτές που αφάνιζαν σαν δρεπανηφόρα άρματα τους πληθυσμούς τους προηγούμενους αιώνες- οφείλουν την ύπαρξη τους τα κρατικά συστήματα υγείας, αυτά που μετέτρεψαν την ασθένεια από ατομική, σωματική υπόθεση του κάθε ασθενή σε υπόθεση της κοινωνίας. Βεβαίως, δεν κινητοποιήθηκε μόνο το αίσθημα της συμπόνιας, της αλληλεγγύης ή της αυτοσυντήρησης των κοινωνιών και των εθνών αλλά και το ένστικτο του κέρδους που βλέπει σε κάθε μικρόβιο, σε κάθε ιό, σε κάθε ασθένεια μια φλέβα χρυσού.
Άλλωστε, η πανδημία της νέας γρίπης μπορεί να εκληφθεί και σαν μια παραβολή για τον οικονομικό μας πολιτισμό, αυτόν που πριν μερικούς μήνες έφτασε στο χείλος της αβύσσου, εξουθενωμένος από τον ιό της ύφεσης. Είναι άγνωστο αν τα εμβόλια της αθρόας κρατικής χρηματοδότησης των χρηματοπιστωτικών και βιομηχανικών κολοσσών που έπεσαν του θανατά είναι αυτά που ανοσοποίησαν το σύστημα μέχρι την επόμενη ύφεση, ή αν ο καπιταλισμός έχει τόσο ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα που θα μας πεθάνει πριν να τον πεθάνουμε (όσους έχουμε τη σχετική πρόθεση τουλάχιστον). Αν ισχύει ωστόσο ότι μετά από κάθε κρίση ο οικονομικός μηχανισμός της απληστίας βγαίνει ισχυρότερος, τότε αποδεικνύεται πως η ασθένεια έχει και στην περίπτωσή του το παραγωγικό περιεχόμενο που υπαινίσσεται η Γουλφ για την αρρώστια του σώματος. Αυτό, βεβαίως, μέχρι την τελική αναμέτρηση που κατά κανόνα δεν έρχεται με τη μορφή μιας ίωσης, αλλά ενός καρκίνου, ενός εμφράγματος ή απλώς σαν γηρατειά.
Οπότε; Οπότε ας χαλαρώσουμε κι ας την απολαύσουμε τη γρίπη, με τον πυρετό της αλλά και με την περίσκεψη που θα μας επιτρέψουν τα διαλείμματα απύρετης διαύγειας. Κι αν νοσήσουν δύο εκατομμύρια Έλληνες, τι θα γίνει, τι θα συμβεί στην οικονομία, στην παραγωγικότητα, στην αγορά; Γιατί; Τι συμβαίνει τον Αύγουστο όταν πέντε εκατομμύρια Έλληνες (ένας στους δυο) εξαφανίζονται στις παραλίες;
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Sunday, July 26, 2009
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (25/7/2009)
… Όταν όμως είμαστε υγιείς οι αγαθοί σκοποί πρέπει να επιδιώκονται αδιάλειπτα και οι προσπάθειες να ανανεώνονται – να επικοινωνούμε, να εκπολιτίζουμε, να μοιραζόμαστε, να καλλιεργούμε την έρημο, να εκπαιδεύουμε τους ιθαγενείς, να εργαζόμαστε από κοινού την ημέρα, και τη νύχτα να ψυχαγωγούμεθα. Όταν αρρωσταίνουμε αυτή η φιλοδοξία παύει. Γυρεύουμε αμέσως το κρεβάτι μας, ή βουλιάζουμε σ’ ένα κάθισμα μέσα σε μαξιλάρια, ανασηκώνουμε τα πόδια δυο τρία εκατοστά πάνω σ’ ‘άλλο μαξιλάρι, και παύουμε να ‘μαστε στρατιώτες στη
στρατιά των ορθίων. Γινόμαστε λιποτάκτες. Εκείνοι πορεύονται στη μάχη. Εμείς πλέουμε, κατεβαίνοντας μαζί με τα κούτσουρα το ρεύμα του ποταμού. Στροβιλιζόμαστε μαζί με τα πεθαμένα φύλλα στο γρασίδι, ανεύθυνοι και ουδέτεροι και ικανοί, ίσως για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, να κοιτάξουμε γύρω μας, να κοιτάξουμε πάνω μας- να κοιτάξουμε- φερ’ ειπείν- τον ουρανό...
Βιρτζίνια Γουλφ, «Πώς είναι να είσαι άρρωστος»
στρατιά των ορθίων. Γινόμαστε λιποτάκτες. Εκείνοι πορεύονται στη μάχη. Εμείς πλέουμε, κατεβαίνοντας μαζί με τα κούτσουρα το ρεύμα του ποταμού. Στροβιλιζόμαστε μαζί με τα πεθαμένα φύλλα στο γρασίδι, ανεύθυνοι και ουδέτεροι και ικανοί, ίσως για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, να κοιτάξουμε γύρω μας, να κοιτάξουμε πάνω μας- να κοιτάξουμε- φερ’ ειπείν- τον ουρανό...
Βιρτζίνια Γουλφ, «Πώς είναι να είσαι άρρωστος»
Monday, July 20, 2009
Ξένοι στον τόπο μας (18/7/2009)
Μη βιαστείτε να με ερμηνεύσετε για τον τίτλο. Όχι, δεν προσχώρησα κι εγώ στην «ατζέντα Καρατζαφέρη» (αν και είδα ένα περίεργο όνειρο με πρωταγωνιστές εμένα, εκείνον και την υπουργό Εξωτερικών – από πού κι ως πού; Δεν σας το αφηγούμαι για να μη γίνω γραφικός και με πάρετε στο ψιλό. Σας λέω μόνο ότι δεν είχα χάπι εντ και ξύπνησα σαν από εφιάλτη. Αλλά, γιατί «σαν»;). Όταν λέω «ξένοι στον τόπο μας», επισημαίνω ένα θετικό, αναπότρεπτο και μη αντιστρέψιμο γεγονός. Όλοι είμαστε ξένοι στον τόπο μας εξ ορισμού. Και οι άρτι αφιχθέντες Κινέζοι που κάνουν μικρομπίζνες στην Ομόνοια. Και οι Νιγηριανοί που εκδίδουν ανενδοίαστα ανήλικες συμπατριώτισσές τους στην Ευριπίδου. Και οι υποτιθέμενοι δέκα γενεών Γκάγκαροι που ζουν ως άεργοι εισοδηματίες από δυο-τρία ακίνητα στο Κολωνάκι. Όλοι είμαστε ξένοι στον τόπο μας, με την έννοια ότι αποτελούμε τα προϊόντα μιας απίστευτης ανακύκλωσης γονιδίων από όλες τις γωνιές της γης, από όλες της κόγχες της ιστορίας της.
Πριν πάρουμε τους δρόμους διαδηλώνοντας στα Πατήσια, στη Μανωλάδα ή στην Πάτρα για την ενοχλητική παρουσία λαθρομεταναστών, θα πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι το μακρύ ταξίδι της ανθρωπότητας στον χώρο και τον χρόνο είναι μια ατέλειωτη σειρά μετακινήσεων από την κοιτίδα του είδους μας, την Αφρική, προς όλες τις άλλες ηπείρους. Από την άποψη αυτή, οι μόνοι που δικαιούνται να αισθάνονται σαν στο σπίτι τους είναι οι Αφρικανοί, όσοι τουλάχιστον η πείνα, η υπανάπτυξη, το AIDS, οι εμφύλιοι, η αποικιοκρατία, οι ιεραποστολές, η λεηλασία των φυσικών πόρων από τους «εκσυγχρονιστές» της Μαύρης Ηπείρου δεν τους διώχνουν από τα ενδιαιτήματά τους. Όλοι οι άλλοι είμαστε σταγόνες από τον χυλό που παρήγαγε το μίξερ της ιστορίας.
Στοιχειώδη πράγματα αυτά, οι ανθρωπολόγοι τα επιβεβαιώνουν με κάθε εύρημά τους που κατακρημνίζει τους θεμελιώδεις εθνικούς μύθους, τη φενάκη που αποδίδει σε κάθε έθνος τις μαγικές ιδιότητες μιας παρθενογένεσης και τα θαυματουργά στοιχεία κάποιου ιδιαίτερου γενετικού υλικού που κάνει τους Έλληνες Έλληνες, τους Αφγανούς Αφγανούς και τους Σκοτσέζους Σκοτσέζους. Θα έπρεπε να διδάσκονται εξ απαλών ονύχων, στα νηπιαγωγεία, όχι μόνο σε όσα γεμίζουν πια από πολύχρωμα και αλλόγλωσσα παιδικά κεφαλάκια, αλλά και σε κείνα όπου πηγαίνουν οι γόνοι λευκών, γηγενών, καθωσπρέπει μικροαστών με ακριβό εισιτήριο φυλετικής και εθνικής καθαρότητας.
Ηχούν κοινότοπα όλα αυτά, εγκυκλοπαιδικού επιπέδου, αλλά θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής την ψυχολογική μας διάθεση απέναντι στο φαινόμενο που παρήγαγε, διαμόρφωσε και εκτόξευσε το είδος μας σε κάθε ήπειρο. Η μετανάστευση, είτε με το πρόθεμα «λάθρα» είτε χωρίς αυτό, είτε είχε τη μορφή μιας ήρεμης, μακράς πορείας πεινασμένων είτε έπαιρνε τη μορφή μιας βίαιης εισβολής εξαγριωμένων πολεμιστών, είτε είχε ως κίνητρο την ανθρώπινη περιέργεια, είτε ήταν ένας βάρβαρος εξανδραποδισμός πληθυσμών που πουλιούνταν στα σκλαβοπάζαρα, είναι κατεξοχήν στοιχείο της ανθρώπινης προόδου. Ό,τι θαυμάζουμε στους μικρούς και μεγάλους πολιτισμούς, τα μεγαλειώδη μνημεία, τα συναρπαστικά έπη, τα οικονομικά επιτεύγματα, ο πλούτος που συσσώρευαν οι μεγάλες αυτοκρατορίες, περιέχουν μεταναστευτικούς ηρωισμούς ή τραγωδίες.
Αν είχαμε μια στοιχειώδη αίσθηση της ιστορίας (και της προϊστορίας), θα έπρεπε όλοι να συμπεριφερόμαστε σαν ξένοι στον τόπο μας. Κάθε τι που σήμερα θεωρούμε δικό μας, πριν ήταν κάποιου άλλου – το ίδιο ισχύει και για το διαμέρισμά μας των 90 τετραγωνικών μέτρων συν τον ημιυπαίθριο και για την πατρίδα των 131 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων (μαζί με τον υπαίθριο χώρο που καίμε ή θάβουμε κάτω από όγκους μπετόν). Ό,τι θεωρούμε δικό μας είναι προϊόν μιας ατέλειωτης σειράς μεταβιβάσεων και αλλαγής κτήτορα, μέχρι που φθάνουμε σε ένα απώτατο παρελθόν όπου κανείς δεν κατείχε τίποτα, ούτε καν το σώμα του, αν ήταν ανδράποδο απρόσκλητων εισβολέων ή χρήσιμος δούλος φιλήσυχων νοικοκυραίων. Η ευκολία με την οποία εγκατέλειπαν οι μακρινοί μας πρόγονοι εστίες και πατρίδες αναζητώντας καλύτερους όρους επιβίωσης αποδεικνύει ότι η ιδιοκτησία, μακροπρόθεσμα, είναι ένας μάλλον αδύναμος δεσμός με τη γη, τουλάχιστον πολύ πιο αδύναμος από τις ενοχλήσεις των γαστρικών υγρών, την περιέργεια, ακόμη και την απληστία.
Αν είχαμε τη δυνατότητα να ζούμε σαν Μαθουσάλες, 900 ή 1.000 χρόνια, χωρίς τις παρενέργειες του υπερπληθυσμού και τους εφιάλτες του Μάλθους, αυτή η αίσθηση της ιστορίας θα ήταν ένα αδιάψευστο βίωμα και θα μας οδηγούσε χωρίς δεύτερη κουβέντα στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατο να διακόψεις το ατέρμονο ταξίδι της ανθρωπότητας. Θα ήμασταν σίγουρα κοσμοπολίτες Οδυσσείς χωρίς τη βάσανο του νόστου, χωρίς ιδιαίτερη καούρα για επιστροφή στην Ιθάκη. Θα είχαμε μια Πηνελόπη σε κάθε νησί, έναν Τηλέμαχο σε κάθε πρόσκαιρη πατρίδα. Και θα απολαμβάναμε το ταξίδι, σύμφωνα με τις συστάσεις του Καβάφη. Αλλά ζούμε πολύ λιγότερο από τον Μαθουσάλα, αν και οι πρόγονοί μας θα μας αντιμετώπιζαν με θαυμασμό το γεγονός ότι οι περισσότεροι καταφέρνουμε και ξεπερνάμε τα 70. Ωστόσο, δεν χρειάζεται καν να ζήσουμε μια χιλιετία για να ανακτήσουμε την αίσθηση της ιστορίας. Ο 20ός αιώνας (δυστυχώς και ο 21ος) προσφέρει γεγονότα και βιώματα σε απίστευτη πυκνότητα για να παριστάνουμε ότι αγνοούμε. Η μεταπολεμική Ευρώπη, η θεαματική ανοικοδόμηση και ανάπτυξή της είναι το αποτέλεσμα αλλεπάλληλων διαδοχικών μεταναστευτικών ρευμάτων – όπως το αμερικανικό οικονομικό θαύμα στηρίχθηκε στα πέντε μεταναστευτικά κύματα πέντε αιώνων, συμπεριλαμβανομένου του δουλεμπορίου από την Αφρική και των ευρωπαϊκών αφίξεων στο Έλις Άιλαντ. Ό,τι σήμερα αποκαλούμε γαλλική ταυτότητα, γερμανική ταυτότητα, βρετανική ταυτότητα, είναι πολιτιστικά και φυλετικά συνονθυλεύματα, η διαμόρφωση των οποίων δεν ήταν καθόλου ανώδυνη και δημιούργησε πολλές καταστάσεις «αποσταθεροποίησης», σαν αυτές που βλέπει για την Ελλάδα ο επίτροπος Ζακ Μπαρό. Ρωτήστε και τους Έλληνες ή τους Τούρκους «γκασταρμπάιτερ» στη Γερμανία. Για να μην θυμίσουμε την κολοσσιαία «αποσταθεροποίηση» που έφερε το 1,5 εκατομμύριο προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ελάχιστα από τα πράγματα που συνέβησαν ανάμεσα στους γηγενείς Ελλαδίτες και τους ελληνογενείς Μικρασιάτες τις πρώτες δεκαετίες κολακεύουν την εθνική μας μυθολογία.
Υπάρχει άλλωστε η πολύ πιο πρόσφατη εμπειρία, του μεταναστευτικού ρεύματος που εξαπέλυσε εντός της Ευρώπης η κατάρρευση των καθεστώτων του ανύπαρκτου σοσιαλισμού. Οι χώρες της Ε.Ε. υποδέχθηκαν και αφομοίωσαν μάλλον με μικρές παρενέργειες ένα σημαντικό όγκο ανθρώπων στις αγορές εργασίας και στις κοινωνίες. Μιλάμε για αρκετά εκατομμύρια. Μόνο για την Ελλάδα τουλάχιστον ενάμισι εκατομμύριο -κυρίως Βαλκάνιων οικονομικών προσφύγων- την τελευταία εικοσαετία πέρασαν από το καθεστώς του λαθρομετανάστη στην κατάσταση του γείτονα, του συναδέλφου, του συμμαθητή, ακόμη και του συμπολίτη. Γιατί, άραγε, οι 140.000 λαθρομετανάστες της τελευταίας χρονιάς (αν είναι τόσοι), γιατί οι «Άθλιοι των Πατησίων» (ή των Αχαρνών ή της Ομόνοιας) δημιουργούν μια έκτακτη κατάσταση, δίνουν σήμα συναγερμού;
Η άποψη υπονοεί πως δεν ισχύει το «χίλιοι καλοί χωράνε», ότι κάποια στιγμή μια χώρα «φρακάρει», άρα χρειάζεται να επιβάλει ένα πλαφόν στον πληθυσμό που μπορεί να θρέψει και μια ποσόστωση στους «ξένους» που μπορεί να ανεχτεί. Η καρατζαφέρεια ποσόστωση έγινε, τελικά ένα είδος εθνικού μέσου όρου, στον οποίο συγκλίνει σύμπαν το πολιτικό σύστημα ως προς τη διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης. Να υποθέσουμε, λοιπόν, ότι το περίφημο δημογραφικό πρόβλημα δεν υφίσταται πια, ότι οι εθνικοί κοπετοί για τη γήρανση του πληθυσμού σταματούν, ότι δεν υπάρχει λόγος να ενθαρρύνουμε τις γεννήσεις, ούτε να εντάξουμε νέους παραγωγούς στο καταρρέον ασφαλιστικό σύστημα, ότι ο τόπος έπιασε «οροφή» (ή πάτο) και στο εξής δεν μπορεί να θρέψει όχι μόνο αλλοδαπούς, αλλά και πολλούς ημεδαπούς που θα περισσεύουν. Στο εξής και άλλοι θα καταστούμε «ξένοι στον τόπο μας».
Κι η πραγματικότητα είναι ακριβώς αυτή. «Ξένοι στον τόπο τους» είναι ήδη το 10% των ανέργων και όσοι προστίθενται στην οδυνηρή εφεδρεία της απασχόλησης λόγω ύφεσης. «Ξένοι» και οι απόφοιτοι που δεν θα εισαχθούν στα πανεπιστήμια, «ξένοι» οι μικροεπιχειρηματίες που τους ξεβράζει η κρίση, ο ανταγωνισμός και οι ακάλυπτες επιταγές, «ξένοι» και οι αγρότες που πρέπει να πουλήσουν τη γη τους και ν’ αλλάξουν επάγγελμα ελέω γεωργικών «αναδιαρθρώσεων». Για να προσγειώσουμε, λοιπόν, τα δεδομένα και να σταματήσουν κάποιοι να επαίρονται περί της ιδεολογικής τους ηγεμονίας, δεν είναι ο ΛΑΟΣ που επέβαλε τη μεταναστευτική ατζέντα του στην κυβέρνηση και στο πολιτικό σύστημα. Είναι η κρίση που παράγει «ξένους», είτε έρχονται από τα βάθη της Ασίας, είτε απλώς μπαίνουν στο γραφείο τους και βρίσκουν το χαρτί της απόλυσης. Κι είναι η τρομακτική αδυναμία της πολιτικής να προσφέρει μια στοιχειώδη προστασία που την ωθεί να επιλέξει ποιοι «ξένοι» είναι εντελώς ανεπιθύμητοι και αποδιοπομπαίοι και ποιους πρέπει να ανεχτεί, να κολακέψει, να εντυπωσιάσει, όχι λόγω χρώματος, εθνικότητας ή θρησκείας, αλλά γιατί αποτελούν την ζωτική εκλογική τους πελατεία.
Πριν πάρουμε τους δρόμους διαδηλώνοντας στα Πατήσια, στη Μανωλάδα ή στην Πάτρα για την ενοχλητική παρουσία λαθρομεταναστών, θα πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι το μακρύ ταξίδι της ανθρωπότητας στον χώρο και τον χρόνο είναι μια ατέλειωτη σειρά μετακινήσεων από την κοιτίδα του είδους μας, την Αφρική, προς όλες τις άλλες ηπείρους. Από την άποψη αυτή, οι μόνοι που δικαιούνται να αισθάνονται σαν στο σπίτι τους είναι οι Αφρικανοί, όσοι τουλάχιστον η πείνα, η υπανάπτυξη, το AIDS, οι εμφύλιοι, η αποικιοκρατία, οι ιεραποστολές, η λεηλασία των φυσικών πόρων από τους «εκσυγχρονιστές» της Μαύρης Ηπείρου δεν τους διώχνουν από τα ενδιαιτήματά τους. Όλοι οι άλλοι είμαστε σταγόνες από τον χυλό που παρήγαγε το μίξερ της ιστορίας.
Στοιχειώδη πράγματα αυτά, οι ανθρωπολόγοι τα επιβεβαιώνουν με κάθε εύρημά τους που κατακρημνίζει τους θεμελιώδεις εθνικούς μύθους, τη φενάκη που αποδίδει σε κάθε έθνος τις μαγικές ιδιότητες μιας παρθενογένεσης και τα θαυματουργά στοιχεία κάποιου ιδιαίτερου γενετικού υλικού που κάνει τους Έλληνες Έλληνες, τους Αφγανούς Αφγανούς και τους Σκοτσέζους Σκοτσέζους. Θα έπρεπε να διδάσκονται εξ απαλών ονύχων, στα νηπιαγωγεία, όχι μόνο σε όσα γεμίζουν πια από πολύχρωμα και αλλόγλωσσα παιδικά κεφαλάκια, αλλά και σε κείνα όπου πηγαίνουν οι γόνοι λευκών, γηγενών, καθωσπρέπει μικροαστών με ακριβό εισιτήριο φυλετικής και εθνικής καθαρότητας.
Ηχούν κοινότοπα όλα αυτά, εγκυκλοπαιδικού επιπέδου, αλλά θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής την ψυχολογική μας διάθεση απέναντι στο φαινόμενο που παρήγαγε, διαμόρφωσε και εκτόξευσε το είδος μας σε κάθε ήπειρο. Η μετανάστευση, είτε με το πρόθεμα «λάθρα» είτε χωρίς αυτό, είτε είχε τη μορφή μιας ήρεμης, μακράς πορείας πεινασμένων είτε έπαιρνε τη μορφή μιας βίαιης εισβολής εξαγριωμένων πολεμιστών, είτε είχε ως κίνητρο την ανθρώπινη περιέργεια, είτε ήταν ένας βάρβαρος εξανδραποδισμός πληθυσμών που πουλιούνταν στα σκλαβοπάζαρα, είναι κατεξοχήν στοιχείο της ανθρώπινης προόδου. Ό,τι θαυμάζουμε στους μικρούς και μεγάλους πολιτισμούς, τα μεγαλειώδη μνημεία, τα συναρπαστικά έπη, τα οικονομικά επιτεύγματα, ο πλούτος που συσσώρευαν οι μεγάλες αυτοκρατορίες, περιέχουν μεταναστευτικούς ηρωισμούς ή τραγωδίες.
Αν είχαμε μια στοιχειώδη αίσθηση της ιστορίας (και της προϊστορίας), θα έπρεπε όλοι να συμπεριφερόμαστε σαν ξένοι στον τόπο μας. Κάθε τι που σήμερα θεωρούμε δικό μας, πριν ήταν κάποιου άλλου – το ίδιο ισχύει και για το διαμέρισμά μας των 90 τετραγωνικών μέτρων συν τον ημιυπαίθριο και για την πατρίδα των 131 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων (μαζί με τον υπαίθριο χώρο που καίμε ή θάβουμε κάτω από όγκους μπετόν). Ό,τι θεωρούμε δικό μας είναι προϊόν μιας ατέλειωτης σειράς μεταβιβάσεων και αλλαγής κτήτορα, μέχρι που φθάνουμε σε ένα απώτατο παρελθόν όπου κανείς δεν κατείχε τίποτα, ούτε καν το σώμα του, αν ήταν ανδράποδο απρόσκλητων εισβολέων ή χρήσιμος δούλος φιλήσυχων νοικοκυραίων. Η ευκολία με την οποία εγκατέλειπαν οι μακρινοί μας πρόγονοι εστίες και πατρίδες αναζητώντας καλύτερους όρους επιβίωσης αποδεικνύει ότι η ιδιοκτησία, μακροπρόθεσμα, είναι ένας μάλλον αδύναμος δεσμός με τη γη, τουλάχιστον πολύ πιο αδύναμος από τις ενοχλήσεις των γαστρικών υγρών, την περιέργεια, ακόμη και την απληστία.
Αν είχαμε τη δυνατότητα να ζούμε σαν Μαθουσάλες, 900 ή 1.000 χρόνια, χωρίς τις παρενέργειες του υπερπληθυσμού και τους εφιάλτες του Μάλθους, αυτή η αίσθηση της ιστορίας θα ήταν ένα αδιάψευστο βίωμα και θα μας οδηγούσε χωρίς δεύτερη κουβέντα στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατο να διακόψεις το ατέρμονο ταξίδι της ανθρωπότητας. Θα ήμασταν σίγουρα κοσμοπολίτες Οδυσσείς χωρίς τη βάσανο του νόστου, χωρίς ιδιαίτερη καούρα για επιστροφή στην Ιθάκη. Θα είχαμε μια Πηνελόπη σε κάθε νησί, έναν Τηλέμαχο σε κάθε πρόσκαιρη πατρίδα. Και θα απολαμβάναμε το ταξίδι, σύμφωνα με τις συστάσεις του Καβάφη. Αλλά ζούμε πολύ λιγότερο από τον Μαθουσάλα, αν και οι πρόγονοί μας θα μας αντιμετώπιζαν με θαυμασμό το γεγονός ότι οι περισσότεροι καταφέρνουμε και ξεπερνάμε τα 70. Ωστόσο, δεν χρειάζεται καν να ζήσουμε μια χιλιετία για να ανακτήσουμε την αίσθηση της ιστορίας. Ο 20ός αιώνας (δυστυχώς και ο 21ος) προσφέρει γεγονότα και βιώματα σε απίστευτη πυκνότητα για να παριστάνουμε ότι αγνοούμε. Η μεταπολεμική Ευρώπη, η θεαματική ανοικοδόμηση και ανάπτυξή της είναι το αποτέλεσμα αλλεπάλληλων διαδοχικών μεταναστευτικών ρευμάτων – όπως το αμερικανικό οικονομικό θαύμα στηρίχθηκε στα πέντε μεταναστευτικά κύματα πέντε αιώνων, συμπεριλαμβανομένου του δουλεμπορίου από την Αφρική και των ευρωπαϊκών αφίξεων στο Έλις Άιλαντ. Ό,τι σήμερα αποκαλούμε γαλλική ταυτότητα, γερμανική ταυτότητα, βρετανική ταυτότητα, είναι πολιτιστικά και φυλετικά συνονθυλεύματα, η διαμόρφωση των οποίων δεν ήταν καθόλου ανώδυνη και δημιούργησε πολλές καταστάσεις «αποσταθεροποίησης», σαν αυτές που βλέπει για την Ελλάδα ο επίτροπος Ζακ Μπαρό. Ρωτήστε και τους Έλληνες ή τους Τούρκους «γκασταρμπάιτερ» στη Γερμανία. Για να μην θυμίσουμε την κολοσσιαία «αποσταθεροποίηση» που έφερε το 1,5 εκατομμύριο προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ελάχιστα από τα πράγματα που συνέβησαν ανάμεσα στους γηγενείς Ελλαδίτες και τους ελληνογενείς Μικρασιάτες τις πρώτες δεκαετίες κολακεύουν την εθνική μας μυθολογία.
Υπάρχει άλλωστε η πολύ πιο πρόσφατη εμπειρία, του μεταναστευτικού ρεύματος που εξαπέλυσε εντός της Ευρώπης η κατάρρευση των καθεστώτων του ανύπαρκτου σοσιαλισμού. Οι χώρες της Ε.Ε. υποδέχθηκαν και αφομοίωσαν μάλλον με μικρές παρενέργειες ένα σημαντικό όγκο ανθρώπων στις αγορές εργασίας και στις κοινωνίες. Μιλάμε για αρκετά εκατομμύρια. Μόνο για την Ελλάδα τουλάχιστον ενάμισι εκατομμύριο -κυρίως Βαλκάνιων οικονομικών προσφύγων- την τελευταία εικοσαετία πέρασαν από το καθεστώς του λαθρομετανάστη στην κατάσταση του γείτονα, του συναδέλφου, του συμμαθητή, ακόμη και του συμπολίτη. Γιατί, άραγε, οι 140.000 λαθρομετανάστες της τελευταίας χρονιάς (αν είναι τόσοι), γιατί οι «Άθλιοι των Πατησίων» (ή των Αχαρνών ή της Ομόνοιας) δημιουργούν μια έκτακτη κατάσταση, δίνουν σήμα συναγερμού;
Η άποψη υπονοεί πως δεν ισχύει το «χίλιοι καλοί χωράνε», ότι κάποια στιγμή μια χώρα «φρακάρει», άρα χρειάζεται να επιβάλει ένα πλαφόν στον πληθυσμό που μπορεί να θρέψει και μια ποσόστωση στους «ξένους» που μπορεί να ανεχτεί. Η καρατζαφέρεια ποσόστωση έγινε, τελικά ένα είδος εθνικού μέσου όρου, στον οποίο συγκλίνει σύμπαν το πολιτικό σύστημα ως προς τη διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης. Να υποθέσουμε, λοιπόν, ότι το περίφημο δημογραφικό πρόβλημα δεν υφίσταται πια, ότι οι εθνικοί κοπετοί για τη γήρανση του πληθυσμού σταματούν, ότι δεν υπάρχει λόγος να ενθαρρύνουμε τις γεννήσεις, ούτε να εντάξουμε νέους παραγωγούς στο καταρρέον ασφαλιστικό σύστημα, ότι ο τόπος έπιασε «οροφή» (ή πάτο) και στο εξής δεν μπορεί να θρέψει όχι μόνο αλλοδαπούς, αλλά και πολλούς ημεδαπούς που θα περισσεύουν. Στο εξής και άλλοι θα καταστούμε «ξένοι στον τόπο μας».
Κι η πραγματικότητα είναι ακριβώς αυτή. «Ξένοι στον τόπο τους» είναι ήδη το 10% των ανέργων και όσοι προστίθενται στην οδυνηρή εφεδρεία της απασχόλησης λόγω ύφεσης. «Ξένοι» και οι απόφοιτοι που δεν θα εισαχθούν στα πανεπιστήμια, «ξένοι» οι μικροεπιχειρηματίες που τους ξεβράζει η κρίση, ο ανταγωνισμός και οι ακάλυπτες επιταγές, «ξένοι» και οι αγρότες που πρέπει να πουλήσουν τη γη τους και ν’ αλλάξουν επάγγελμα ελέω γεωργικών «αναδιαρθρώσεων». Για να προσγειώσουμε, λοιπόν, τα δεδομένα και να σταματήσουν κάποιοι να επαίρονται περί της ιδεολογικής τους ηγεμονίας, δεν είναι ο ΛΑΟΣ που επέβαλε τη μεταναστευτική ατζέντα του στην κυβέρνηση και στο πολιτικό σύστημα. Είναι η κρίση που παράγει «ξένους», είτε έρχονται από τα βάθη της Ασίας, είτε απλώς μπαίνουν στο γραφείο τους και βρίσκουν το χαρτί της απόλυσης. Κι είναι η τρομακτική αδυναμία της πολιτικής να προσφέρει μια στοιχειώδη προστασία που την ωθεί να επιλέξει ποιοι «ξένοι» είναι εντελώς ανεπιθύμητοι και αποδιοπομπαίοι και ποιους πρέπει να ανεχτεί, να κολακέψει, να εντυπωσιάσει, όχι λόγω χρώματος, εθνικότητας ή θρησκείας, αλλά γιατί αποτελούν την ζωτική εκλογική τους πελατεία.
Sunday, July 19, 2009
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (18/7/2009)
…Τώρα η μετακίνηση είναι ανεπαίσθητη επειδή έχει τη μορφή μιας πτήσης με το αεροσκάφος, μιας σύντομης παραμονής στα γραφεία αλλοδαπών ή ενός παράνομου ξεμπαρκαρίσματος. Γίνεται από τον Νότο, που όλο και περισσότερο τον βασανίζουν η πείνα και η ξηρασία, προς τον Βορρά. Μοιάζει με μετανάστευση, πρόκειται όμως για μετακίνηση. Είναι ένα ιστορικό γεγονός με ανυπολόγιστες συνέπειες. Δεν γίνεται με ορδές που απ’ όπου περνάνε με τ’ άλογά τους δεν ξαναφυτρώνει χορτάρι, Γίνεται με μικρές ταπεινές ομάδες που κινούνται διακριτικά. Δεν θα χρειαστεί, όμως, αιώνες ή χιλιετίες, αλλά μόνο δεκαετίες. Κι όπως όλες οι μεγάλες μετακινήσεις, θα έχει σαν τελικό αποτέλεσμα μια εθνική αναδιάρθρωση στις χώρες προορισμού, μιαν αναπόφευκτη αλλαγή στα ήθη, μιαν ασυγκράτητη διασταύρωση που θα αλλάξει στατιστικά το χρώμα του δέρματος, των μαλλιών και των ματιών σ’ ολόκληρο τον πληθυσμό, ακριβώς όπως λίγοι Νορμανδοί εγκατέστησαν στη Σικελία απογόνους ξανθούς και με γαλανά μάτια.
Ουμπέρτο Έκο, «Όταν η Ευρώπη θα γίνει Αφρο-ευρώπη»
Ουμπέρτο Έκο, «Όταν η Ευρώπη θα γίνει Αφρο-ευρώπη»
Sunday, July 12, 2009
Fahrenheit 752 (4/7/2009)
Ο τίτλος προφανώς κάτι σας θυμίζει. Την περίφημη ταινία του Τριφό, «Φαρενάιτ 451». Και φυσικά το κλασικό (ηλικίας μισού αιώνα) ομώνυμο βιβλίο του Ρέι Μπράντμπερι. Λοιπόν, όχι, δεν έκανα λάθος στον αριθμό, δηλαδή στους βαθμούς ανάφλεξης του χαρτιού που αναφέρει ο Μπράντμπερι, προβλέποντας ένα ζοφερό μέλλον, στο οποίο το βιβλίο θεωρείται αιτία όλων των κακών, τελεί υπό απαγόρευση και οι κάτοχοί του διώκονται ως εχθροί της κοινωνίας. Εν ανάγκη καίγονται μαζί με τα αγαπημένα τους βιβλία τους. Φυσικά, σε θερμοκρασία πολύ υψηλότερη από τους 451 βαθμούς Φαρενάιτ, στους οποίους καίγεται το χαρτί.
Η δική μου υπόθεση «Φαρενάιτ 752» αναφέρεται στην καύση ενός άλλου υλικού. Του καπνού. Ζούμε ήδη τα πρώτα εικοσιτετράωρα της μ.Τ. (μετά Τσιγάρο) εποχής και δεν γνωρίζω αν στο μεταξύ έχουν μεσολαβήσει μεγάλη κοινωνική αναταραχή, συγκρούσεις καπνιστών και μη καπνιστών, μαζικές αυτοκτονίες με δηλητηριώδεις δόσεις νικοτίνης, κατάρρευση των τηλεφωνικών δικτύων από κατακλυσμό κλήσεων στον τετραψήφιο της αντικαπνικής ρουφιανιάς και εμφάνιση της πρώτης θεματικής τρομοκρατικής οργάνωσης με την ευφάνταστη επωνυμία Σέχτα Εξοργισμένων Χαρμανιών. Ενδεχομένως να μην δούμε τίποτε απ’ όλα αυτά και να ενταχθούμε ομαλά ή με τις συνήθεις αποκλίσεις και εθνικές ιδιαιτερότητες στον πολιτισμό της καπνοαπαγόρευσης.
«Φαρενάιτ 752» είναι οι βαθμοί καύσης του καπνού. Για την ακρίβεια, η θερμοκρασία που αναπτύσσεται στην περιφέρεια της καύτρας ενός τσιγάρου. Στο κέντρο της καύτρας η θερμοκρασία που αναπτύσσεται φτάνει τους 1.100 βαθμούς Φαρενάιτ, όσο κρατάμε το τσιγάρο στο χέρι. Η θερμοκρασία εκτοξεύεται στους 1.300 βαθμούς κάθε φορά που τραβάμε μια βαθιά ρουφηξιά, οδηγώντας τον καπνό και στην τελευταία κυψελίδα των πνευμόνων μας. Αλλά ας μείνουμε στους 752 βαθμούς, που φαίνεται ότι αρκούν για την πρόσληψη της αναγκαίας δόσης νικοτίνης.
Κατ’ αναλογία προς τους ήρωες του Μπράντμπερι και του Τριφό, το Φαρενάιτ 752 μπορεί να γίνει ένα ισχυρό σύμβολο για τους αντιστασιακούς της καπνοαπαγόρευσης. Αν δεν βολεύει η κλίμακα Φαρενάιτ, υπάρχει και η εναλλακτική λύση των 400 βαθμών της κλίμακας Κελσίου, που μας είναι πιο οικεία. Αλλά, ποια είναι η πράξη αντίστασης που θα μπορούσε να αντιστοιχηθεί στον τρόπο με τον οποίο οι ήρωες του «Φαρενάιτ 451» αποστήθιζαν τον Όμηρο, τον Ντοστογιέφσκι ή τον Μπαλζάκ; Η μετατροπή των προσωπικών μας καταλυμάτων σε νεφοσκεπείς τεκέδες; Οι συλλογές από χαρμάνια που έχουν δηλητηριάσει τα σωθικά μας και από κουτιά τσιγάρων που έχουν αφαιμάξει τα πορτοφόλια μας; Η αλήθεια είναι ότι, ακόμη και για έναν φανατικό καπνιστή, ηχεί βλάσφημη η σύγκριση βιβλίου και τσιγάρου και ότι ο Όμηρος δεν είναι συγκρίσιμο μέγεθος με δέκα τζούρες καπνού. Γενικώς, τα επιχειρήματα υπεράσπισης της ελευθερίας τού να αυτοκτονεί κανείς αργά και απολαυστικά είναι περιορισμένα. Πολύ περισσότερο όταν η ελευθερία αυτή καταστρατηγεί την ελευθερία άλλων να μην καπνίζουν. Αλλά για την υπεράσπιση αυτών των συγκρουόμενων, εκ πρώτης όψεως, ελευθεριών υπάρχουν απλούστεροι τρόποι, πολύ αποτελεσματικότεροι από την ηθικολογική υστερία που έχει καταλάβει τον ανεπτυγμένο κόσμο.
Κατ’ αρχάς, ας ξεπετάξουμε το απολύτως βλακώδες επιχείρημα ότι ο πόλεμος κατά του τσιγάρου είναι υπόθεση πολιτισμού. Από καταβολής ανθρωπότητας υπάρχουν πράγματα που έχουν σκοτώσει δισεκατομμύρια ανθρώπους, χωρίς τα οποία ωστόσο θα ήταν αδιανόητο αυτό που ονομάζουμε ιστορικό ανθρώπινο πολιτισμό. Για παράδειγμα, τα όπλα. Από το πρώτο κλαδί ή λιθάρι που έγιναν φονικά όπλα στα χέρια του πρωτόγονου ανθρώπου μέχρι τα όπλα μαζικής καταστροφής που κατασκευάζονται σήμερα, δεν υπήρξε ποτέ δίλημμα ή αμφιβολία για τον προορισμό τους. Αλλά ποτέ κανείς διανοήθηκε, ακόμη και μετά τους δύο φονικότερους παγκόσμιους πολέμους του προηγούμενου αιώνα, να επιβάλει μια γενική, εδώ και τώρα, απαγόρευσή τους και -πολύ περισσότερο- να εξαιρέσει τα όπλα από τα επιτεύγματα της ανθρώπινης ευφυΐας. Κι αυτό δεν περιέχει το παραμικρό ίχνος μιλιταρισμού και πολεμοκαπηλίας. Ο πολιτισμός δεν περνά μόνο από ανθόσπαρτα μονοπάτια και εργαστήρια ζωγραφικής. Περισσότερο πατάει επί πτωμάτων.
Μπορούμε ν’ απαριθμήσουμε ένα σωρό ακόμη εκδηλώσεις του πολιτισμού μας που λειτούργησαν και λειτουργούν ως όπλα μαζικής καταστροφής, με θύματα απείρως περισσότερα από το τσιγάρο: η θρησκεία, οι ιδεολογίες, οι εθνικισμοί, η ιδιοκτησία, η δουλεία, χάρη στην οποία απολαμβάνουμε ιστορικά μνημεία που μας κάνουν περήφανους, όπως η Ακρόπολη, η βιομηχανική επανάσταση, το αυτοκίνητο, το τζανκ φουντ της βιομηχανίας τροφίμων, η υπερεργασία, το στρες, οι καπιταλιστικές κρίσεις, η ανεργία, η φτώχεια, η ανισότητα, η περιβαλλοντική καταστροφή που συντελείται με κάθε βήμα οικονομικής «προόδου». Αν εξοβελίσουμε όλες αυτές τις έννοιες και πραγματικότητες από την έννοια του πολιτισμού, τι ακριβώς θα μείνει; Ούτε καν καπνός...
Ως εκ τούτου, οι ρέκτες της καπνικής αποστείρωσης θα ήταν καλό να εφεύρουν ένα λιγότερο μεταφυσικό και περισσότερο ορθολογικό επιχείρημα για την αναγκαιότητα της απαγόρευσης. Αίφνης εγώ, ως καπνιστής, ακούω με μεγάλη προσοχή τα επιχειρήματα για το υψηλό κόστος περίθαλψης που συνεπάγονται το κάπνισμα και οι νόσοι που το συνοδεύουν. Ας το μετρήσουμε αυτό το κόστος, όπως ακριβώς άλλωστε και ο σύγχρονος καπνιστής, με πλήρη γνώση των βλαβερών συνεπειών του καπνού, διαμορφώνει ένα ενδόμυχο ισοζύγιο ρίσκου και απόλαυσης και αναλαμβάνει τη διαχείρισή του, έστω και με ένα μεγάλο βαθμό αυταπάτης. Τι κοστίζει, λοιπόν, στο ΕΣΥ το κάπνισμα; Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι μόνο στην Ελλάδα οι καπνιστές «χρεώνουν» το ΕΣΥ και τα ασφαλιστικά ταμεία περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο. Υποθέτω ότι λένε την αλήθεια. Ωραία. Τι πληρώνουν, όμως, οι καπνιστές στο κράτος επίσης κάθε χρόνο; Από 2,5 δισ. μέχρι 3 δισ. μόνο με τους έμμεσους φόρους που πληρώνουν ντούκου, με κάθε πακέτο, με κάθε ρουφηξιά. Αν υπολογίσουμε και όσα πληρώνουν για τους λοιπούς έμμεσους και άμεσους φόρους επί αγαθών και υπηρεσιών που συνοδεύουν τα ήθη και έθιμα του καπνού, π.χ. για αλκοολούχα ποτά, για καφέ, για αναπτήρες κ.λπ., είναι πιθανό το κρατικό έσοδο της καπνιστικής ιεροτελεστίας (μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές της «επανόρθωσης») να υπερβαίνει τα 10 δισ. ευρώ. Ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 30% του συνόλου των έμμεσων φόρων ή το 15% του συνόλου των φόρων. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι απλό: είναι διατεθειμένο το κράτος να χάσει τα έσοδα αυτά διά παντός; Και είναι προετοιμασμένο να τα αντικαταστήσει; Κι αν ναι, ποιες υγιεινές ή ανθυγιεινές καταναλωτικές συνήθειες θα επιβαρύνει φορολογικά; Το διάβασμα; Τα σουβλάκια; Την τηλεοπτική αποβλάκωση; Το σεξ;
Προφανώς, πέρα από το απόλυτο δικαίωμα των μη καπνιστών να μην εκτίθενται στις δυσώδεις εκπνοές των καπνιστών, υπάρχει ένας σημαντικός βαθμός υποκρισίας στις κρατικές πολιτικές που την τελευταία εικοσαετία μετατοπίστηκαν από τις «τρομοκρατικές» εκστρατείες πειθούς, στα μέτρα «Σπιναλόγκας», τις μεθόδους αποκλεισμού των καπνιστών. Θα ήταν πολύ ειλικρινέστερη και εσωτερικά συνεπής μια πολιτική καθολικής απαγόρευσης της χρήσης του καπνού σε κάθε του εκδοχή. Ακόμη και απολύτως ιδιωτικής και κατά μόνας. Όπως συμβαίνει με τα ναρκωτικά. Θα έκλειναν οι καπνοβιομηχανίες, θα σταματούσε η παραγωγή καπνού, θα χάνονταν μερικά εκατομμύρια θέσεις εργασίας, θα χάνονταν και φορολογικοί πόροι δισεκατομμυρίων, αλλά τουλάχιστον το υποτιθέμενο ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία, καπνιστών και μη, θα ήταν αυταπόδεικτο. Θα αντιμετωπίζαμε ενδεχομένως μια μαύρη αγορά καπνού, αλλά αυτή σε καμία περίπτωση δεν θα επηρέαζε το 30% ή 40% του πληθυσμού, όπως συμβαίνει σήμερα.
Τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει. Ουσιαστικά επιλέγεται μια παράδοξη ισορροπία. Το κράτος κραδαίνει τη ρομφαία του θανάτου μπροστά στους καπνιστές, αλλά δεν θέλει να χάσει ούτε ένα ευρώ από τα έσοδα που του αφήνουν. Θέλει τους φόρους τους, αλλά δεν θέλει να πληρώνει ούτε σεντ για τη νοσηλεία τους. Τους εξαφανίζει από τον δημόσιο χώρο, αλλά τους προτιμά αρειμάνιους και θεριακλήδες στον ιδιωτικό. Θέλει να τους απαλλάξει από την αυτοκαταστροφική συνήθεια, αλλά τελικά τους εγκλωβίζει σ’ αυτήν, εφευρίσκοντας ένα ακόμη σύνορο που χωρίζει τον κόσμο μας: από τη μια οι επιρρεπείς, χαμηλής αυτοεκτίμησης και ελλειμματικής βούλησης καπνιστές, από την άλλη οι υγιείς, γεμάτοι αυτοπειθαρχία και θέληση για ζωή μη καπνιστές. Ναζιστικής έμπνευσης ο διαχωρισμός αυτός, ο Χίτλερ έχει το copyright της πρώτης αντικαπνιστικής εκστρατείας εν ονόματι της υγειονομικής αποστείρωσης των Αρίων, αλλά ας υποθέσουμε ότι οι προθέσεις των σύγχρονων πολέμιων του τσιγάρου είναι αγαθότερες. Πολύ ωραία! Αρχής γενομένης από το τσιγάρο, ας δημιουργήσουμε τη μακρά λίστα των επόμενων απαγορεύσεων όλων των αποδεδειγμένα καταστροφικών και θανατηφόρων δράσεων του «υγειονομικού» καπιταλισμού: της απληστίας, της ανισότητας, της φτώχειας, της εκμετάλλευσης, της ανεργίας, της υπερεργασίας, της υπερκατανάλωσης, της πείνας, της γραφειοκρατίας, της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, του ατομισμού, του ανταγωνισμού, του σκοταδισμού, του φανατισμού… Ουφ! Μακρά η λίστα. Διακοπή για τσιγάρο.
Η δική μου υπόθεση «Φαρενάιτ 752» αναφέρεται στην καύση ενός άλλου υλικού. Του καπνού. Ζούμε ήδη τα πρώτα εικοσιτετράωρα της μ.Τ. (μετά Τσιγάρο) εποχής και δεν γνωρίζω αν στο μεταξύ έχουν μεσολαβήσει μεγάλη κοινωνική αναταραχή, συγκρούσεις καπνιστών και μη καπνιστών, μαζικές αυτοκτονίες με δηλητηριώδεις δόσεις νικοτίνης, κατάρρευση των τηλεφωνικών δικτύων από κατακλυσμό κλήσεων στον τετραψήφιο της αντικαπνικής ρουφιανιάς και εμφάνιση της πρώτης θεματικής τρομοκρατικής οργάνωσης με την ευφάνταστη επωνυμία Σέχτα Εξοργισμένων Χαρμανιών. Ενδεχομένως να μην δούμε τίποτε απ’ όλα αυτά και να ενταχθούμε ομαλά ή με τις συνήθεις αποκλίσεις και εθνικές ιδιαιτερότητες στον πολιτισμό της καπνοαπαγόρευσης.
«Φαρενάιτ 752» είναι οι βαθμοί καύσης του καπνού. Για την ακρίβεια, η θερμοκρασία που αναπτύσσεται στην περιφέρεια της καύτρας ενός τσιγάρου. Στο κέντρο της καύτρας η θερμοκρασία που αναπτύσσεται φτάνει τους 1.100 βαθμούς Φαρενάιτ, όσο κρατάμε το τσιγάρο στο χέρι. Η θερμοκρασία εκτοξεύεται στους 1.300 βαθμούς κάθε φορά που τραβάμε μια βαθιά ρουφηξιά, οδηγώντας τον καπνό και στην τελευταία κυψελίδα των πνευμόνων μας. Αλλά ας μείνουμε στους 752 βαθμούς, που φαίνεται ότι αρκούν για την πρόσληψη της αναγκαίας δόσης νικοτίνης.
Κατ’ αναλογία προς τους ήρωες του Μπράντμπερι και του Τριφό, το Φαρενάιτ 752 μπορεί να γίνει ένα ισχυρό σύμβολο για τους αντιστασιακούς της καπνοαπαγόρευσης. Αν δεν βολεύει η κλίμακα Φαρενάιτ, υπάρχει και η εναλλακτική λύση των 400 βαθμών της κλίμακας Κελσίου, που μας είναι πιο οικεία. Αλλά, ποια είναι η πράξη αντίστασης που θα μπορούσε να αντιστοιχηθεί στον τρόπο με τον οποίο οι ήρωες του «Φαρενάιτ 451» αποστήθιζαν τον Όμηρο, τον Ντοστογιέφσκι ή τον Μπαλζάκ; Η μετατροπή των προσωπικών μας καταλυμάτων σε νεφοσκεπείς τεκέδες; Οι συλλογές από χαρμάνια που έχουν δηλητηριάσει τα σωθικά μας και από κουτιά τσιγάρων που έχουν αφαιμάξει τα πορτοφόλια μας; Η αλήθεια είναι ότι, ακόμη και για έναν φανατικό καπνιστή, ηχεί βλάσφημη η σύγκριση βιβλίου και τσιγάρου και ότι ο Όμηρος δεν είναι συγκρίσιμο μέγεθος με δέκα τζούρες καπνού. Γενικώς, τα επιχειρήματα υπεράσπισης της ελευθερίας τού να αυτοκτονεί κανείς αργά και απολαυστικά είναι περιορισμένα. Πολύ περισσότερο όταν η ελευθερία αυτή καταστρατηγεί την ελευθερία άλλων να μην καπνίζουν. Αλλά για την υπεράσπιση αυτών των συγκρουόμενων, εκ πρώτης όψεως, ελευθεριών υπάρχουν απλούστεροι τρόποι, πολύ αποτελεσματικότεροι από την ηθικολογική υστερία που έχει καταλάβει τον ανεπτυγμένο κόσμο.
Κατ’ αρχάς, ας ξεπετάξουμε το απολύτως βλακώδες επιχείρημα ότι ο πόλεμος κατά του τσιγάρου είναι υπόθεση πολιτισμού. Από καταβολής ανθρωπότητας υπάρχουν πράγματα που έχουν σκοτώσει δισεκατομμύρια ανθρώπους, χωρίς τα οποία ωστόσο θα ήταν αδιανόητο αυτό που ονομάζουμε ιστορικό ανθρώπινο πολιτισμό. Για παράδειγμα, τα όπλα. Από το πρώτο κλαδί ή λιθάρι που έγιναν φονικά όπλα στα χέρια του πρωτόγονου ανθρώπου μέχρι τα όπλα μαζικής καταστροφής που κατασκευάζονται σήμερα, δεν υπήρξε ποτέ δίλημμα ή αμφιβολία για τον προορισμό τους. Αλλά ποτέ κανείς διανοήθηκε, ακόμη και μετά τους δύο φονικότερους παγκόσμιους πολέμους του προηγούμενου αιώνα, να επιβάλει μια γενική, εδώ και τώρα, απαγόρευσή τους και -πολύ περισσότερο- να εξαιρέσει τα όπλα από τα επιτεύγματα της ανθρώπινης ευφυΐας. Κι αυτό δεν περιέχει το παραμικρό ίχνος μιλιταρισμού και πολεμοκαπηλίας. Ο πολιτισμός δεν περνά μόνο από ανθόσπαρτα μονοπάτια και εργαστήρια ζωγραφικής. Περισσότερο πατάει επί πτωμάτων.
Μπορούμε ν’ απαριθμήσουμε ένα σωρό ακόμη εκδηλώσεις του πολιτισμού μας που λειτούργησαν και λειτουργούν ως όπλα μαζικής καταστροφής, με θύματα απείρως περισσότερα από το τσιγάρο: η θρησκεία, οι ιδεολογίες, οι εθνικισμοί, η ιδιοκτησία, η δουλεία, χάρη στην οποία απολαμβάνουμε ιστορικά μνημεία που μας κάνουν περήφανους, όπως η Ακρόπολη, η βιομηχανική επανάσταση, το αυτοκίνητο, το τζανκ φουντ της βιομηχανίας τροφίμων, η υπερεργασία, το στρες, οι καπιταλιστικές κρίσεις, η ανεργία, η φτώχεια, η ανισότητα, η περιβαλλοντική καταστροφή που συντελείται με κάθε βήμα οικονομικής «προόδου». Αν εξοβελίσουμε όλες αυτές τις έννοιες και πραγματικότητες από την έννοια του πολιτισμού, τι ακριβώς θα μείνει; Ούτε καν καπνός...
Ως εκ τούτου, οι ρέκτες της καπνικής αποστείρωσης θα ήταν καλό να εφεύρουν ένα λιγότερο μεταφυσικό και περισσότερο ορθολογικό επιχείρημα για την αναγκαιότητα της απαγόρευσης. Αίφνης εγώ, ως καπνιστής, ακούω με μεγάλη προσοχή τα επιχειρήματα για το υψηλό κόστος περίθαλψης που συνεπάγονται το κάπνισμα και οι νόσοι που το συνοδεύουν. Ας το μετρήσουμε αυτό το κόστος, όπως ακριβώς άλλωστε και ο σύγχρονος καπνιστής, με πλήρη γνώση των βλαβερών συνεπειών του καπνού, διαμορφώνει ένα ενδόμυχο ισοζύγιο ρίσκου και απόλαυσης και αναλαμβάνει τη διαχείρισή του, έστω και με ένα μεγάλο βαθμό αυταπάτης. Τι κοστίζει, λοιπόν, στο ΕΣΥ το κάπνισμα; Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι μόνο στην Ελλάδα οι καπνιστές «χρεώνουν» το ΕΣΥ και τα ασφαλιστικά ταμεία περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο. Υποθέτω ότι λένε την αλήθεια. Ωραία. Τι πληρώνουν, όμως, οι καπνιστές στο κράτος επίσης κάθε χρόνο; Από 2,5 δισ. μέχρι 3 δισ. μόνο με τους έμμεσους φόρους που πληρώνουν ντούκου, με κάθε πακέτο, με κάθε ρουφηξιά. Αν υπολογίσουμε και όσα πληρώνουν για τους λοιπούς έμμεσους και άμεσους φόρους επί αγαθών και υπηρεσιών που συνοδεύουν τα ήθη και έθιμα του καπνού, π.χ. για αλκοολούχα ποτά, για καφέ, για αναπτήρες κ.λπ., είναι πιθανό το κρατικό έσοδο της καπνιστικής ιεροτελεστίας (μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές της «επανόρθωσης») να υπερβαίνει τα 10 δισ. ευρώ. Ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 30% του συνόλου των έμμεσων φόρων ή το 15% του συνόλου των φόρων. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι απλό: είναι διατεθειμένο το κράτος να χάσει τα έσοδα αυτά διά παντός; Και είναι προετοιμασμένο να τα αντικαταστήσει; Κι αν ναι, ποιες υγιεινές ή ανθυγιεινές καταναλωτικές συνήθειες θα επιβαρύνει φορολογικά; Το διάβασμα; Τα σουβλάκια; Την τηλεοπτική αποβλάκωση; Το σεξ;
Προφανώς, πέρα από το απόλυτο δικαίωμα των μη καπνιστών να μην εκτίθενται στις δυσώδεις εκπνοές των καπνιστών, υπάρχει ένας σημαντικός βαθμός υποκρισίας στις κρατικές πολιτικές που την τελευταία εικοσαετία μετατοπίστηκαν από τις «τρομοκρατικές» εκστρατείες πειθούς, στα μέτρα «Σπιναλόγκας», τις μεθόδους αποκλεισμού των καπνιστών. Θα ήταν πολύ ειλικρινέστερη και εσωτερικά συνεπής μια πολιτική καθολικής απαγόρευσης της χρήσης του καπνού σε κάθε του εκδοχή. Ακόμη και απολύτως ιδιωτικής και κατά μόνας. Όπως συμβαίνει με τα ναρκωτικά. Θα έκλειναν οι καπνοβιομηχανίες, θα σταματούσε η παραγωγή καπνού, θα χάνονταν μερικά εκατομμύρια θέσεις εργασίας, θα χάνονταν και φορολογικοί πόροι δισεκατομμυρίων, αλλά τουλάχιστον το υποτιθέμενο ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία, καπνιστών και μη, θα ήταν αυταπόδεικτο. Θα αντιμετωπίζαμε ενδεχομένως μια μαύρη αγορά καπνού, αλλά αυτή σε καμία περίπτωση δεν θα επηρέαζε το 30% ή 40% του πληθυσμού, όπως συμβαίνει σήμερα.
Τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει. Ουσιαστικά επιλέγεται μια παράδοξη ισορροπία. Το κράτος κραδαίνει τη ρομφαία του θανάτου μπροστά στους καπνιστές, αλλά δεν θέλει να χάσει ούτε ένα ευρώ από τα έσοδα που του αφήνουν. Θέλει τους φόρους τους, αλλά δεν θέλει να πληρώνει ούτε σεντ για τη νοσηλεία τους. Τους εξαφανίζει από τον δημόσιο χώρο, αλλά τους προτιμά αρειμάνιους και θεριακλήδες στον ιδιωτικό. Θέλει να τους απαλλάξει από την αυτοκαταστροφική συνήθεια, αλλά τελικά τους εγκλωβίζει σ’ αυτήν, εφευρίσκοντας ένα ακόμη σύνορο που χωρίζει τον κόσμο μας: από τη μια οι επιρρεπείς, χαμηλής αυτοεκτίμησης και ελλειμματικής βούλησης καπνιστές, από την άλλη οι υγιείς, γεμάτοι αυτοπειθαρχία και θέληση για ζωή μη καπνιστές. Ναζιστικής έμπνευσης ο διαχωρισμός αυτός, ο Χίτλερ έχει το copyright της πρώτης αντικαπνιστικής εκστρατείας εν ονόματι της υγειονομικής αποστείρωσης των Αρίων, αλλά ας υποθέσουμε ότι οι προθέσεις των σύγχρονων πολέμιων του τσιγάρου είναι αγαθότερες. Πολύ ωραία! Αρχής γενομένης από το τσιγάρο, ας δημιουργήσουμε τη μακρά λίστα των επόμενων απαγορεύσεων όλων των αποδεδειγμένα καταστροφικών και θανατηφόρων δράσεων του «υγειονομικού» καπιταλισμού: της απληστίας, της ανισότητας, της φτώχειας, της εκμετάλλευσης, της ανεργίας, της υπερεργασίας, της υπερκατανάλωσης, της πείνας, της γραφειοκρατίας, της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, του ατομισμού, του ανταγωνισμού, του σκοταδισμού, του φανατισμού… Ουφ! Μακρά η λίστα. Διακοπή για τσιγάρο.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (4/7/2009)
…Μέσω του ταμπάκου που κάπνιζα ήταν ο κόσμος όλος που καιγόταν, που καπνιζόταν, που ανασχηματιζόταν σε αχνό προκειμένου και πάλι να εισαχθεί εντός μου. Για να τηρήσω την απόφασή μου να κόψω το κάπνισμα, όφειλα να κατορθώσω ένα είδος αποκρυστάλλωσης – δηλαδή, χωρίς να το συνειδητοποιήσω επακριβώς, περιόρισα τον καπνό στο καθεαυτό είναι του: σε ένα φύλλο που καίγεται. Έκοψα τους συμβολικούς δεσμούς μου με τον κόσμο, έπεισα τον εαυτό μου ότι δεν θα έχανα τίποτε από το θέατρο, από το τοπίο, από το βιβλίο που μελετούσα, εάν τ’ αντιμετώπιζα χωρίς την πίπα μου. Κατέληξα, δηλαδή, στο ότι πρέπει να έχω άλλους τρόπους κατοχής αυτών των αντικειμένων, και όχι μέσω εκείνης της θυσιαστικής τελετουργίας. Αμέσως μόλις πείστηκα γι’ αυτό, η θλίψη μου περιορίστηκε στην ασημαντότητα.
Ζαν Πολ Σαρτρ, «Το είναι και το μηδέν»
Ζαν Πολ Σαρτρ, «Το είναι και το μηδέν»