Η κρίση φοράει φερετζέ. Για την ακρίβεια, πολλούς φερετζέδες. Καμουφλάρεται κάτω από πέπλα και μάσκες και χορεύει τον χορό της σύγχυσης.
Αν πιάσουμε την άκρη του νήματος από το πρώτο ντόμινο που έπεσε στις ΗΠΑ την άνοιξη του 2007, μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις οβιδιακές μεταμορφώσεις της κρίσης. Πρώτα, έσκασε η φούσκα στην αγορά των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Υποτίθεται, λοιπόν, πως είχαμε μια κρίση στην αγορά ακινήτων και ακολούθως στη στεγαστική πίστη. Έπειτα, η κρίση μόλυνε τα τοξικά παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, πάνω στα οποία το «έξυπνο χρήμα» κερδοσκοπούσε ασύστολα, ερήμην των ανυποψίαστων Αμερικανών δανειοληπτών. Όσες τράπεζες και επενδυτές δεν είχαν φροντίσει να τα ξεφορτωθούν για να κατοχυρώσουν τα κέρδη τους, κατέρρευσαν. Η κρίση έγινε λοιπόν μια καθαρά τραπεζική κρίση. Τάραξε την αμερικανική οικονομία, μεταδόθηκε εύκολα στην Ευρώπη και στην Ασία και έγινε μια διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση.
Το επόμενο βήμα έγινε από τις κυβερνήσεις. Πρώτα στις ΗΠΑ, έπειτα στην Ευρώπη και στην Ασία, διέθεσαν τεράστια ποσά, άνω των 10 τρισ. δολ. (περίπου το 15% του ετήσιου παγκόσμιου ΑΕΠ) για να διασώσουν την απερίσκεπτη διεθνή τοκογλυφία, το τραπεζικό σύστημα. Και πώς το διέσωσαν; Δανείστηκαν (πάλι από το τραπεζικό σύστημα!) και εκτίναξαν το κρατικό χρέος και τα δημοσιονομικά ελλείμματα στις χώρες-διασώστες. Έτσι η κρίση μεταλλάχτηκε σε δημοσιονομική κρίση, κρίση δημόσιου χρέους και τελικά κρίση δανεισμού στην εφιαλτική εκδοχή της Ελλάδας. Στο μεταξύ, η κρατική διαχείριση της τραπεζικής κρίσης έδωσε την ευκαιρία στις διασωθείσες τράπεζες (αφού ξεφορτώθηκαν τα σαπάκια του τραπεζικού ανταγωνισμού) να επιστρέψουν θριαμβευτικά στην κερδοφορία μέσα σε ενάμιση χρόνο. Μας το ανακοίνωναν αλαζονικά μάλιστα, σαν να επρόκειτο για μεγαλειώδες επίτευγμα των μετόχων και των στελεχών τους. Απέκρυπταν όμως για μήνες ότι η επιστροφή στην κερδοφορία έγινε όχι μόνο χάρη στο δωρεάν κρατικό χρήμα που πήραν, αλλά και χάρη στο κλείσιμο της στρόφιγγας του δανεισμού σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η τραπεζική κρίση εξελίχθηκε σε κρίση ρευστότητας, η ζήτηση και η κατανάλωση έπεσαν, οι παραγγελίες αγαθών συρρικνώθηκαν, η εξέλιξη καταγράφηκε σαν μια καραμπινάτη ύφεση και τελικά η κρίση, απαλλαγμένη από πέπλα και τους φερετζέδες της, αποκαλύφθηκε ως μια κυκλική κρίση, μια κρίση υπερπαραγωγής, με τις απαραίτητες αποτυπώσεις της στα μικρά και μεγάλα κραχ των μετοχών, τις αλλεπάλληλες μαύρες Δευτέρες, Τρίτες, Τετάρτες (ευτυχώς που τα χρηματιστήρια είναι κλειστά το Σαββατοκύριακο, κι έτσι δεν διαθέτουμε Μαύρα Σάββατα και Μαύρες Κυριακές). Η χρηματιστηριακή κρίση είναι η συνηθέστερη μεταμόρφωση της κλασικής κρίσης υπερπαραγωγής.
Στην Ευρώπη, την υβριδική μεγάλη νομισματική ένωση του πλανήτη, μια άλλη μεταμόρφωση της κρίσης αποτυπώνεται στην περιπέτεια του ευρώ. Η κατρακύλα του ενιαίου νομίσματος στο φόντο της κρίσης χρέους το τελευταίο επτάμηνο παρήγαγε μια τυπική νομισματική κρίση, την κατάληξη της οποίας δεν έχουμε ακόμη δει, αλλά παρήγαγε και μια πρωτοφανή θεσμική κρίση στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες ταλαντεύτηκαν για μήνες, πρώτα αν αξίζει τον κόπο να «σώσουν» την Ελλάδα, έπειτα αν υπάρχει λόγος να σώσουν το ευρώ και, τελικά, αν χρειάζεται να σώσουν το ιερό ευαγγέλιο της δημοσιονομικής ορθοδοξίας και της νεοφιλελεύθερης ακαμψίας. Και κατέληξαν να το κάνουν, έστω κι αν χρειαστεί να κάνουν τους κανόνες πιο σκληρούς και τιμωρητικούς, έστω κι αν πρέπει να βάλουν έναν Αγγλοσάξονα κηδεμόνα στο σπίτι τους και στις τσέπες τους, το ΔΝΤ. Έτσι, η δημοσιονομική, νομισματική, τραπεζική, θεσμική κρίση στην Ε.Ε. έγινε μια κανονική ευρωπαϊκή κρίση. Μια κρίση ταυτότητας που δεν οφείλεται πια μόνο στην απροθυμία των Ευρωπαίων να πετάξουν τις εθνικές τους ταυτότητες και να φορέσουν τον φερετζέ μιας ευρωπαϊκής, αλλά στην απόλυτη υπαρξιακή αμηχανία των ηγετών τους. Ποιοι είναι, τι θέλουν από την Ευρώπη, τι το θέλουν το ευρώ;
Φυσικά, ο τρόπος με τον οποίο ανέλαβε η ευρωκρατία να αντιμετωπίσει την ευρωπαϊκή κρίση, με μια ριζική και βίαιη αναίρεση κάθε κοινωνικής σταθεράς του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού οικονομικού πολιτισμού, προκάλεσε και μια κρίση εμπιστοσύνης των κοινωνιών στην Ε.Ε. και τις ηγεσίες της, τελικά μια πολιτική κρίση. Πυρήνας της, φυσικά, είναι η υποβόσκουσα κοινωνική κρίση που θα προκαλέσουν η εφαρμογή των προγραμμάτων λιτότητας, η κατάρρευση του «ευρωπαϊκού ονείρου» και η συρρίκνωση της δημοκρατικής τάξης σε κάθε χώρα εν ονόματι του ευρωπαϊκού υπερ-κράτους.
Έχουμε, λοιπόν, τουλάχιστον μια δεκάδα εκδοχών της κρίσης, μπλέκουμε με τους όρους και τις μορφές της, αν και όλοι αντιλαμβανόμαστε -έστω και διαισθητικά- ότι δεν υπάρχουν πολλές, αλλά μία κρίση. Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε απλώς καπιταλιστική κρίση ή κρίση του καπιταλισμού, αλλά κι αυτό δεν λέει πολλά για ένα σύστημα που αναγεννάται από τις κρίσεις του, τους αλλεπάλληλους μικρούς θανάτους του, τις δημιουργικές καταστροφές του. Πίσω από όλες αυτές τις μορφές φαίνεται να υπάρχει μόνο το χρήμα, τις αντιλαμβανόμαστε σαν κρίση των μέσων πληρωμής, αλλά γνωρίζουμε πως το χρήμα δεν είναι παρά η συμβολική έκφραση του παραγόμενου πλούτου, άρα και οι δικές του κρίσεις αποτελούν το συμβολικό αποτύπωμα των κρίσεων στην παραγωγή, σ’ αυτό που συμβατικά αποκαλούμε εσχάτως πραγματική οικονομία.
Αν θέλουμε όμως να αποκρυπτογραφήσουμε το γενετικό υλικό αυτής της κρίσης, αυτό που τη διαφοροποιεί από όλες τις άλλες τις εμπορευματικές, νομισματικές ή άλλες κρίσεις που συνέβαιναν πάντα, σε όλα τα οικονομικά συστήματα του παρελθόντος, πρέπει να επιμείνουμε στο τι διαφοροποιεί τον καπιταλισμό από το δουλοκτητικό σύστημα του αρχαίου κόσμου, τη φεουδαρχία του μεσαίων ή τις προκαπιταλιστικές μορφές εμπορευματικής οικονομίας. Δεν είναι κάτι ιδιαίτερα απλό, αλλά δεν είναι και μυστήριο. Αυτό που στον καπιταλισμό είναι μοναδικό είναι η αγορά εργασίας. Αυτή είναι η απόλυτη ιδιοτυπία του. Και μπορεί εκ πρώτης όψεως να ισχύει σ’ αυτή την αγορά ό,τι και σε κάθε αγορά αγαθών ή χρήματος, δηλαδή η τιμή του εμπορεύματος εργασία να καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση, αλλά αυτός ο νόμος έχει μια πολύ περιορισμένη εφαρμογή σ’ αυτό το ιδιότυπο εμπόρευμα. Η τιμή οποιουδήποτε αγαθού μπορεί να ανέβει απεριόριστα, ανάλογα με τη σπανιότητά του, ή να εκμηδενιστεί όταν μένει αζήτητο στα ράφια κι απλώς να οδηγηθεί στη χωματερή. Ο μισθός, όμως, σπάνια παρακολουθεί την αύξηση της παραγωγικότητας, σπάνια υπερβαίνει τα απολύτως αναγκαία για την επιβίωση ακόμη και στις περιόδους ευημερίας και σε κάθε περίπτωση δεν προσδιορίζεται από τις ανάγκες του εργαζόμενου, αλλά του κεφαλαίου. Αντιθέτως, βοηθούσης και της ανεργίας, μπορεί να πέσει χαμηλά, πολύ χαμηλά, να υποβαθμίσει τους ανθρώπους που αποτελούν αυτή την αγορά στο επίπεδο μιας εξαθλιωμένης, πληβειακής μάζας. Αν αυτό φαίνεται αδιανόητο για την εποχή μας και την Ευρώπη του «κοινωνικού συμβολαίου», του «κοινωνικού κράτους» και της «κοινωνικής ειρήνης», είναι μάλλον κοινός τόπος για τις αναδυόμενες δυνάμεις του παγκόσμιου καπιταλισμού, την Κίνα, την Ινδία, τις ασιατικές τίγρεις που αντλούν όλη τους την ικμάδα από την πάμφθηνη εργασία των εξαθλιωμένων νέων προλεταρίων, όπως αποκαλύπτει η μικρή μισθολογική εξέγερση που εξελίσσεται εδώ και εβδομάδες στο εργοστάσιο του κόσμου. Κι είναι αυτή η υπερπροσφορά πάμφθηνης εργασίας στη ρίζα των ανισορροπιών ανάμεσα στις υπερδυνάμεις του καπιταλισμού που προκαλεί αντιθέσεις καλυμμένες πίσω από νομισματικούς, χρηματοπιστωτικούς ή φορολογικούς ανταγωνισμούς Δύσης και Ανατολής, ανταγωνισμούς που ενδέχεται να οδηγήσουν τον κόσμο μας σε μια Chinamerica, μια Chermany ή μια Chineuropa.
Παραδόξως, δεν χρειάστηκε να προστρέξουμε στον Μαρξ και τους επιγόνους του για να ανακαλύψουμε αυτή την πραγματικότητα. Είναι οι Ευρωπαίοι ηγέτες που μας θυμίζουν ότι το φθηνό εμπόρευμα που παράγει τον πλούτο αποτελεί την ουσία του καπιταλισμού και των κρίσεών του. Είναι οι ευρωκράτες που μας θύμισαν, με τον καταιγισμό μέτρων για τη βίαιη και μαζική υποτίμηση της εργατικής δύναμης, πως στη ρίζα των ανισορροπιών του οικονομικού μας πολιτισμού είναι η αποτυχία του μηχανισμού ισορροπίας στην αγορά εργασίας. Υψηλή ανεργία, χαμηλοί μισθοί, υψηλή παραγωγικότητα, χαμηλή αγοραστική δύναμη, να τα στοιχεία του νέου φαύλου κύκλου που ανοίγεται μπροστά μας. Arbeit macht frei, η εργασία απελευθερώνει, όπως ανέφερε και η επιγραφή στην είσοδο του Άουσβιτς. Απελευθερώνει. Αλλά ποιον άλλο, τι άλλο εκτός από το ποσοστό κέρδους;
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Sunday, June 27, 2010
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (26/7/2010)
Η θεωρία της έλλειψης κεφαλαίου δεν είναι μόνο αβάσιμη. Είναι και κοινωνικοπολιτικά επικίνδυνη. Αν κανείς πρεσβεύει αυτή τη θεωρία, τότε θα πρέπει να συμφωνήσει και με την άποψη ότι η ανεργία πρέπει να αντιμετωπιστεί διά της συμπίεσης των μισθών… «Μια υπερβολική άνοδος των μισθών είναι ασφαλώς κατά καιρούς δεδομένη και έχει την τάση να γίνεται συχνότερη». «Ένας υπερβολικά υψηλός μισθός οδηγεί σε υψηλή ανεργία». «Επειδή εξαιρετικά μεγάλα μέρη της εθνικής περιουσίας μεταβλήθηκαν από επιχειρηματικό εισόδημα σε εισόδημα από εργασία, αποταμιεύτηκε πολύ λίγο». «Η δύναμη αντίστασης των επιχειρηματιών κατά των εργατών επιτελεί μια σημαντική για το σύνολο της οικονομίας λειτουργία». «Αναπόφευκτα θα αποβεί στην αποφασιστικότερης σημασίας δυσχέρεια, αν η δύναμη των συνδικάτων συνεχίσει να αυξάνεται μ’ αυτόν τον ρυθμό»…
Οι μισθοί πείνας είναι, λοιπόν, όχι μόνο προς το συμφέρον του εκμεταλλευτή, αλλά και του εκμεταλλευόμενου. Η πολιτική συνέπεια αυτής της θεωρίας, που ουσιαστικά καλεί να συμπιεστούν οι μισθοί και να συντριβούν τα συνδικάτα, είναι ο φασισμός.
Ναταλί Μοσκόβσκα, «Θεωρίες για τις οικονομικές κρίσεις»
Οι μισθοί πείνας είναι, λοιπόν, όχι μόνο προς το συμφέρον του εκμεταλλευτή, αλλά και του εκμεταλλευόμενου. Η πολιτική συνέπεια αυτής της θεωρίας, που ουσιαστικά καλεί να συμπιεστούν οι μισθοί και να συντριβούν τα συνδικάτα, είναι ο φασισμός.
Ναταλί Μοσκόβσκα, «Θεωρίες για τις οικονομικές κρίσεις»
Saturday, June 19, 2010
Ο φασισμός των αγορών (19/06/2010)
Ας κάνουμε μια μικρή ανακεφαλαίωση, μπας και καταλάβουμε τι μας γίνεται. Το 2007 ξέσπασε στις ΗΠΑ η χρηματοπιστωτική κρίση, με επίκεντρο την αγορά στεγαστικών δανείων. Από τότε, οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο έδωσαν ένα σκασμό λεφτά (πάνω από 12 τρισ. δολάρια) των φορολογουμένων για να σώσουν τις τράπεζες. Οι πολιτικές ηγεσίες, ακολουθώντας τα κελεύσματα αυτών που προκάλεσαν την πρώτη κρίση, δημιούργησαν μια δεύτερη, πολύ σοβαρότερη. Την κρίση του δημόσιου χρέους, που απειλεί με χρεοκοπία πρώτα απ’ όλα τους αδύναμους κρίκους της αδύναμης Ευρωζώνης. Τώρα, επιχειρούν να λύσουν αυτή τη δεύτερη κρίση δίνοντας κι άλλα λεφτά των φορολογουμένων στους ίδιους που δημιούργησαν και την πρώτη και τη δεύτερη: στις τράπεζες. Οι χώρες της Ευρωζώνης έχουν δρομολογήσει πολυετή προγράμματα εξουθενωτικής δημοσιονομικής λιτότητας. Οι περικοπές κρατικών δαπανών που έχουν ανακοινωθεί στις βασικές χώρες της νομισματικής ένωσης υπερβαίνουν τα 200 δισ. ευρώ. Δίπλα σ’ αυτό υπάρχει και το «ταμείο» των 750 δισ. του μηχανισμού στήριξης για χώρες που τυχόν θα βρεθούν στο χείλος της χρεοκοπίας. Πού θα καταλήξει αυτό το 1 τρισ. ευρώ, στον βαθμό που χρησιμοποιηθεί; Στο μεγαλύτερο μέρος του θα καταλήξει στις τράπεζες (κυρίως ευρωπαϊκές) που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους κρατικά ομόλογα. Είναι μια σπάνια περίπτωση ανταμοιβής του συλληφθέντος ληστή με τα κλοπιμαία που βρέθηκαν στα χέρια του και κάτι παραπάνω...
ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟΥΜΕ σε ό,τι συντελείται στην Ευρώπη, το επόμενο ερώτημα είναι πώς ακριβώς υποτίθεται ότι λύνεται η κρίση του χρέους. Η επιλογή, με χώρα μοντέλο την Ελλάδα, είναι σαφής: με την κατεδάφιση όλου του μεταπολεμικού «κοινωνικού συμβολαίου» το οποίο στηριζόταν στην ελάχιστη προστασία της εργασίας, στην εγγύηση ενός ελάχιστου εισοδήματος, στη χρηματοδότηση μιας στοιχειώδους πρόνοιας και ασφάλισης και στη φιλοσοφία διαπραγμάτευσης των κοινωνικών εταίρων, που ορίζεται ως προϋπόθεση της «κοινωνικής ειρήνης». Δεν χρειάζεται να είναι κανείς αμετανόητος οπαδός της πάλης των τάξεων για να αντιληφθεί ότι συντελείται μια αλλαγή ιστορικών διαστάσεων. Συμβολικά μπορούμε μόνο να αναφέρουμε ότι το καθεστώς απολύσεων και αποζημιώσεων το οποίο σήμερα ξηλώνει με διαδικασίες οριακής νομιμότητας ο κ. Λοβέρδος έχει ηλικία 60 χρόνων, στη διάρκεια των οποίων, με πολύ κόπο και πολλές στρεβλώσεις, εδραίωσε αυτό το στοιχειώδες πλαίσιο προστασίας που δεν εμπόδισε καθόλου τη διεύρυνση της απασχόλησης από τις λίγες εκατοντάδες χιλιάδες της μετεμφυλιακής περιόδου, στα 6,5 εκατομμύρια μισθωτών που σήμερα κρεμιούνται σαν κρέας στο τσιγκέλι.
ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΙΣΗΓΗΤΕΣ και ποιοι οι υποβολείς του μεγάλου ξηλώματος στην Ελλάδα και σε όλη την Ε.Ε.; Εκ πρώτης όψεως, είναι οι πολιτικοί ηγέτες που φαίνεται να «προηγούνται» στην προώθηση της συνταγής η οποία βασίζεται στη μείωση της τιμής της εργασίας. Όμως, ευτυχώς, ήμασταν όλοι παρόντες στον κανιβαλισμό που διαδραματίστηκε το τελευταίο οκτάμηνο, με βασικό (αλλά όχι μόνο) έδεσμα την Ελλάδα και το χρέος της. Και είδαμε με τα μάτια μας ότι οι πραγματικοί εισηγητές του μείγματος πολιτικής στο οποίο κατέληξε η ευρωκρατία ήταν οι υποκριτικά καταγγελλόμενοι κερδοσκόποι και οι αγορές, στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν οι τράπεζες, εντός ή εκτός Ε.Ε. Η κρίση των spreads, ο πόλεμος των υποβαθμίσεων από τους «επάρατους» οίκους αξιολόγησης, η οριστική «εξορία» των ελληνικών ομολόγων στη χωματερή του παγκόσμιου χρέους από Moody’s και Fitch, τα στοιχήματα υπέρ της χρεοκοπίας της Ελλάδας και άλλων χωρών του ασθενούς Νότου, οι «επενδύσεις» των hedge funds στην κατολίσθηση του ευρώ, πέρα από τους καθαρά κερδοσκοπικούς στόχους, ήσαν εργαλεία πολιτικού εκβιασμού των λύσεων που ευνοούν οι αγορές του χρήματος. Όλα αυτά που σήμερα ανακοινώνονται ως «συμφωνίες» κυβέρνησης και επιτηρητών στην Ελλάδα ή ως έκτακτα μέτρα και «μεταρρυθμίσεις» στις άλλες χώρες της Ε.Ε. τα διαβάζαμε πολλούς μήνες πριν ως συστάσεις των αγορών ή ως ερμηνείες των ανοδικών ή καθοδικών αντιδράσεών τους. Άλλωστε, η πεμπτουσία αυτών των συστάσεων ήταν εγγυηθεί αυτές τις αλλαγές στην Ε.Ε. ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της διεθνούς τοκογλυφίας, το ΔΝΤ. Όπερ και εγένετο.
ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΚΡΙΒΕΙΣ, δεν χρειάστηκε και ιδιαίτερη προσπάθεια. Μπορεί να πει κανείς ότι η κερδοσκοπία χρησιμοποιήθηκε περισσότερο ως εφέ στη σκηνοθεσία της καταστροφής, παρά ως μηχανισμός πειθαναγκασμού των κυβερνήσεων. Σοσιαλδημοκράτες, χριστιανοδημοκράτες, κεντρώοι, κόμματα με φρέσκια και ισχυρή λαϊκή εντολή σε όλη την Ε.Ε. πέταξαν με εξαιρετική ευκολία στα σκουπίδια τις προεκλογικές δεσμεύσεις τους για να θέσουν σ’ εφαρμογή το «πρόγραμμα των αγορών». Ρισκάρουν συνταγματικές ακροβασίες, κινούνται στα όρια της δημοκρατικής νομιμότητας ή και εντελώς εκτός αυτής, διακινδυνεύουν με ταξική αυταπάρνηση ακόμη και την κατάρρευση των κομμάτων τους ή ολόκληρου του συστήματος εξουσίας, προκειμένου να είναι συνεπείς στα κελεύσματα των αγορών, που ζητούν αίμα, αίμα κι άλλο αίμα. Τόσο, ώστε η προθυμία τους να κάνει πολλούς ν’ αναρωτιούνται αν είναι κάτι παραπάνω από υποτελείς των αρπακτικών του χρήματος. Αρκετοί δεν έχουν αμφιβολίες περί αυτού. Όσο για τους ευρωκράτες, αυτό το ιδιαίτερο στρώμα από σπεσιαλίστες του μονεταρισμού, φονταμενταλιστές της αγοράς που δεν έχουν το παραμικρό δημοκρατικό έρεισμα, τη στοιχειώδη εξουσία εκπροσώπησης, αυτοί αποτελούν το πιο απτό δείγμα άλωσης της πολιτικής από την αγορά και μετατροπής 500 εκατομμυρίων ανθρώπων στις κοινωνίες της Ε.Ε. σε αναλώσιμα της μηχανής του κέρδους. Καταρρίπτεται έτσι και ο θεμελιώδης αστικός μύθος που θέλει την αγορά να τρέφεται αποκλειστικά από το οξυγόνο της δημοκρατίας.
Ο Κ. ΜΠΑΡΟΖΟ, για παράδειγμα, αυτό το υβρίδιο πολιτικού του κεφαλαίου, την περασμένη Παρασκευή, σε συνάντησή του με την Συνομοσπονδία των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, διατύπωσε ως εξής τον εκβιασμό προς τις κοινωνίες: «Η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία και άλλες χώρες μπορεί να εξαφανιστούν ως δημοκρατίες αν δεν εφαρμόσουν τα πακέτα λιτότητας». Ήταν απλώς μια ακραία ανησυχία ή μια κυνική προειδοποίηση για την καταστολή της όποιας αντίστασης; Προσωπικώς, δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για το δεύτερο, ότι είναι απλώς η ωμή έκφραση του φασισμού των αγορών, του οποίου η Κομισιόν και άλλα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. φέρονται ως πολιτικοί διαμεσολαβητές. Η μόνη ανακρίβεια στη διατύπωση του δεξιού -πρώην μαοϊκού- προέδρου της Κομισιόν είναι ότι η εξαφάνιση των δημοκρατιών δεν είναι ένα ενδεχόμενο, αλλά μια διαδικασία που συντελείται. Το ΔΝΤ, στην τελευταία του έκθεση για τις οικονομίες της Ε.Ε., το λέει ανοιχτά: «Το ιδεώδες για την οικονομική διακυβέρνηση είναι να επιτευχθεί η μετατόπιση των αποφάσεων προς το κέντρο», δηλαδή όσο πιο μακριά από την επιρροή των εκλογικών σωμάτων και των κοινωνιών. Η πολιτική ελίτ, που για χρόνια βαυκαλίζεται με γκρίνιες περί δημοκρατικού ελλείμματος, που έκλεισε σχεδόν δεκαετία διαπραγμάτευσης για την ευρωπαϊκή συνθήκη ώστε να παρακάμψει τα δημοκρατικά «όχι» των δημοψηφισμάτων, μέσα ελάχιστες εβδομάδες έχει επιτύχει μια θεσμική εκτροπή όχι μόνο από την ουσία, αλλά ακόμη και από τον τύπο της δημοκρατίας, υποβαθμίζοντας τα εθνικά Κοινοβούλια στη θέση μιας υποτελούς γραφειοκρατίας που απλώς πρέπει να επικυρώνει αποφάσεις και αποκλείοντας από κάθε δημοκρατική δοκιμασία αυτό που αποκαλείται οικονομική διακυβέρνηση.
ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ; Αν πιστέψει κανείς τις διακηρυττόμενες προθέσεις της ευρωπαϊκής ελίτ, η πρόοδος περνά μέσα από την οπισθοδρόμηση. Παρ’ ότι θα έπρεπε να έχουν όλοι παραιτηθεί για την παταγώδη αποτυχία της «στρατηγικής της Λισσαβώνας», που θα καθιστούσε φέτος, το 2010, την Ε.Ε. πιο ανταγωνιστική οικονομία του κόσμου (!), καλούν τις κοινωνίες να θυσιάσουν κεκτημένα ενός αιώνα για να υπάρξει «βιώσιμη ανάπτυξη» και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Φθηνές και πολλές. Όπως στην Κίνα, αυτό το παγκόσμιο μοντέλο ανταγωνιστικότητας. Αυτό υποδεικνύουν ως αξιοζήλευτο υπόδειγμα ο φασισμός των αγορών και ο ολοκληρωτισμός των ευρωκρατών. Γιατί να μη μιμηθούν και το πολιτικό της μοντέλο, μια απροκάλυπτη δικτατορία, βασισμένη στον φόβο, την πλύση εγκεφάλου και τα τεθωρακισμένα;
Η λεπτομέρεια που ξεχνούν ή κάνουν ότι αγνοούν είναι ότι ακόμη και αυτός ο κοιμώμενος γίγας, η κινεζική εργατική τάξη των εκατοντάδων εκατομμυρίων ξυπνά, διεκδικεί, θέλει μερίδιο στον πλούτο με τον οποίο πλημμυρίζει τις αγορές του κόσμου. Αλίμονό τους αν η κινεζική αφύπνιση εκτροχιαστεί και συγχρονιστεί με την ευρωπαϊκή δυσφορία. «Μεγάλη αναταραχή, ωραία κατάσταση», που θα ’λεγε και ο Μεγάλος Τιμονιέρης.
ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟΥΜΕ σε ό,τι συντελείται στην Ευρώπη, το επόμενο ερώτημα είναι πώς ακριβώς υποτίθεται ότι λύνεται η κρίση του χρέους. Η επιλογή, με χώρα μοντέλο την Ελλάδα, είναι σαφής: με την κατεδάφιση όλου του μεταπολεμικού «κοινωνικού συμβολαίου» το οποίο στηριζόταν στην ελάχιστη προστασία της εργασίας, στην εγγύηση ενός ελάχιστου εισοδήματος, στη χρηματοδότηση μιας στοιχειώδους πρόνοιας και ασφάλισης και στη φιλοσοφία διαπραγμάτευσης των κοινωνικών εταίρων, που ορίζεται ως προϋπόθεση της «κοινωνικής ειρήνης». Δεν χρειάζεται να είναι κανείς αμετανόητος οπαδός της πάλης των τάξεων για να αντιληφθεί ότι συντελείται μια αλλαγή ιστορικών διαστάσεων. Συμβολικά μπορούμε μόνο να αναφέρουμε ότι το καθεστώς απολύσεων και αποζημιώσεων το οποίο σήμερα ξηλώνει με διαδικασίες οριακής νομιμότητας ο κ. Λοβέρδος έχει ηλικία 60 χρόνων, στη διάρκεια των οποίων, με πολύ κόπο και πολλές στρεβλώσεις, εδραίωσε αυτό το στοιχειώδες πλαίσιο προστασίας που δεν εμπόδισε καθόλου τη διεύρυνση της απασχόλησης από τις λίγες εκατοντάδες χιλιάδες της μετεμφυλιακής περιόδου, στα 6,5 εκατομμύρια μισθωτών που σήμερα κρεμιούνται σαν κρέας στο τσιγκέλι.
ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΙΣΗΓΗΤΕΣ και ποιοι οι υποβολείς του μεγάλου ξηλώματος στην Ελλάδα και σε όλη την Ε.Ε.; Εκ πρώτης όψεως, είναι οι πολιτικοί ηγέτες που φαίνεται να «προηγούνται» στην προώθηση της συνταγής η οποία βασίζεται στη μείωση της τιμής της εργασίας. Όμως, ευτυχώς, ήμασταν όλοι παρόντες στον κανιβαλισμό που διαδραματίστηκε το τελευταίο οκτάμηνο, με βασικό (αλλά όχι μόνο) έδεσμα την Ελλάδα και το χρέος της. Και είδαμε με τα μάτια μας ότι οι πραγματικοί εισηγητές του μείγματος πολιτικής στο οποίο κατέληξε η ευρωκρατία ήταν οι υποκριτικά καταγγελλόμενοι κερδοσκόποι και οι αγορές, στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν οι τράπεζες, εντός ή εκτός Ε.Ε. Η κρίση των spreads, ο πόλεμος των υποβαθμίσεων από τους «επάρατους» οίκους αξιολόγησης, η οριστική «εξορία» των ελληνικών ομολόγων στη χωματερή του παγκόσμιου χρέους από Moody’s και Fitch, τα στοιχήματα υπέρ της χρεοκοπίας της Ελλάδας και άλλων χωρών του ασθενούς Νότου, οι «επενδύσεις» των hedge funds στην κατολίσθηση του ευρώ, πέρα από τους καθαρά κερδοσκοπικούς στόχους, ήσαν εργαλεία πολιτικού εκβιασμού των λύσεων που ευνοούν οι αγορές του χρήματος. Όλα αυτά που σήμερα ανακοινώνονται ως «συμφωνίες» κυβέρνησης και επιτηρητών στην Ελλάδα ή ως έκτακτα μέτρα και «μεταρρυθμίσεις» στις άλλες χώρες της Ε.Ε. τα διαβάζαμε πολλούς μήνες πριν ως συστάσεις των αγορών ή ως ερμηνείες των ανοδικών ή καθοδικών αντιδράσεών τους. Άλλωστε, η πεμπτουσία αυτών των συστάσεων ήταν εγγυηθεί αυτές τις αλλαγές στην Ε.Ε. ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της διεθνούς τοκογλυφίας, το ΔΝΤ. Όπερ και εγένετο.
ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΚΡΙΒΕΙΣ, δεν χρειάστηκε και ιδιαίτερη προσπάθεια. Μπορεί να πει κανείς ότι η κερδοσκοπία χρησιμοποιήθηκε περισσότερο ως εφέ στη σκηνοθεσία της καταστροφής, παρά ως μηχανισμός πειθαναγκασμού των κυβερνήσεων. Σοσιαλδημοκράτες, χριστιανοδημοκράτες, κεντρώοι, κόμματα με φρέσκια και ισχυρή λαϊκή εντολή σε όλη την Ε.Ε. πέταξαν με εξαιρετική ευκολία στα σκουπίδια τις προεκλογικές δεσμεύσεις τους για να θέσουν σ’ εφαρμογή το «πρόγραμμα των αγορών». Ρισκάρουν συνταγματικές ακροβασίες, κινούνται στα όρια της δημοκρατικής νομιμότητας ή και εντελώς εκτός αυτής, διακινδυνεύουν με ταξική αυταπάρνηση ακόμη και την κατάρρευση των κομμάτων τους ή ολόκληρου του συστήματος εξουσίας, προκειμένου να είναι συνεπείς στα κελεύσματα των αγορών, που ζητούν αίμα, αίμα κι άλλο αίμα. Τόσο, ώστε η προθυμία τους να κάνει πολλούς ν’ αναρωτιούνται αν είναι κάτι παραπάνω από υποτελείς των αρπακτικών του χρήματος. Αρκετοί δεν έχουν αμφιβολίες περί αυτού. Όσο για τους ευρωκράτες, αυτό το ιδιαίτερο στρώμα από σπεσιαλίστες του μονεταρισμού, φονταμενταλιστές της αγοράς που δεν έχουν το παραμικρό δημοκρατικό έρεισμα, τη στοιχειώδη εξουσία εκπροσώπησης, αυτοί αποτελούν το πιο απτό δείγμα άλωσης της πολιτικής από την αγορά και μετατροπής 500 εκατομμυρίων ανθρώπων στις κοινωνίες της Ε.Ε. σε αναλώσιμα της μηχανής του κέρδους. Καταρρίπτεται έτσι και ο θεμελιώδης αστικός μύθος που θέλει την αγορά να τρέφεται αποκλειστικά από το οξυγόνο της δημοκρατίας.
Ο Κ. ΜΠΑΡΟΖΟ, για παράδειγμα, αυτό το υβρίδιο πολιτικού του κεφαλαίου, την περασμένη Παρασκευή, σε συνάντησή του με την Συνομοσπονδία των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, διατύπωσε ως εξής τον εκβιασμό προς τις κοινωνίες: «Η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία και άλλες χώρες μπορεί να εξαφανιστούν ως δημοκρατίες αν δεν εφαρμόσουν τα πακέτα λιτότητας». Ήταν απλώς μια ακραία ανησυχία ή μια κυνική προειδοποίηση για την καταστολή της όποιας αντίστασης; Προσωπικώς, δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για το δεύτερο, ότι είναι απλώς η ωμή έκφραση του φασισμού των αγορών, του οποίου η Κομισιόν και άλλα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. φέρονται ως πολιτικοί διαμεσολαβητές. Η μόνη ανακρίβεια στη διατύπωση του δεξιού -πρώην μαοϊκού- προέδρου της Κομισιόν είναι ότι η εξαφάνιση των δημοκρατιών δεν είναι ένα ενδεχόμενο, αλλά μια διαδικασία που συντελείται. Το ΔΝΤ, στην τελευταία του έκθεση για τις οικονομίες της Ε.Ε., το λέει ανοιχτά: «Το ιδεώδες για την οικονομική διακυβέρνηση είναι να επιτευχθεί η μετατόπιση των αποφάσεων προς το κέντρο», δηλαδή όσο πιο μακριά από την επιρροή των εκλογικών σωμάτων και των κοινωνιών. Η πολιτική ελίτ, που για χρόνια βαυκαλίζεται με γκρίνιες περί δημοκρατικού ελλείμματος, που έκλεισε σχεδόν δεκαετία διαπραγμάτευσης για την ευρωπαϊκή συνθήκη ώστε να παρακάμψει τα δημοκρατικά «όχι» των δημοψηφισμάτων, μέσα ελάχιστες εβδομάδες έχει επιτύχει μια θεσμική εκτροπή όχι μόνο από την ουσία, αλλά ακόμη και από τον τύπο της δημοκρατίας, υποβαθμίζοντας τα εθνικά Κοινοβούλια στη θέση μιας υποτελούς γραφειοκρατίας που απλώς πρέπει να επικυρώνει αποφάσεις και αποκλείοντας από κάθε δημοκρατική δοκιμασία αυτό που αποκαλείται οικονομική διακυβέρνηση.
ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ; Αν πιστέψει κανείς τις διακηρυττόμενες προθέσεις της ευρωπαϊκής ελίτ, η πρόοδος περνά μέσα από την οπισθοδρόμηση. Παρ’ ότι θα έπρεπε να έχουν όλοι παραιτηθεί για την παταγώδη αποτυχία της «στρατηγικής της Λισσαβώνας», που θα καθιστούσε φέτος, το 2010, την Ε.Ε. πιο ανταγωνιστική οικονομία του κόσμου (!), καλούν τις κοινωνίες να θυσιάσουν κεκτημένα ενός αιώνα για να υπάρξει «βιώσιμη ανάπτυξη» και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Φθηνές και πολλές. Όπως στην Κίνα, αυτό το παγκόσμιο μοντέλο ανταγωνιστικότητας. Αυτό υποδεικνύουν ως αξιοζήλευτο υπόδειγμα ο φασισμός των αγορών και ο ολοκληρωτισμός των ευρωκρατών. Γιατί να μη μιμηθούν και το πολιτικό της μοντέλο, μια απροκάλυπτη δικτατορία, βασισμένη στον φόβο, την πλύση εγκεφάλου και τα τεθωρακισμένα;
Η λεπτομέρεια που ξεχνούν ή κάνουν ότι αγνοούν είναι ότι ακόμη και αυτός ο κοιμώμενος γίγας, η κινεζική εργατική τάξη των εκατοντάδων εκατομμυρίων ξυπνά, διεκδικεί, θέλει μερίδιο στον πλούτο με τον οποίο πλημμυρίζει τις αγορές του κόσμου. Αλίμονό τους αν η κινεζική αφύπνιση εκτροχιαστεί και συγχρονιστεί με την ευρωπαϊκή δυσφορία. «Μεγάλη αναταραχή, ωραία κατάσταση», που θα ’λεγε και ο Μεγάλος Τιμονιέρης.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (19/06/2010)
Ο Δούλος που δραπέτευσε
έλεγε προσευχές στους φιλήσυχους πολίτες
γονατίζοντας σε λιγδωμένα προσκέφαλα.
Εγώ δεν ήλπιζα πως μπορεί να σωθεί.
Οι χωροφύλακες έχουν γερή όραση –
δε διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα.
Τώρα αυτός που επέμενε να ρωτάει
φαίνεται θα ήταν αποφασισμένος για θάνατο
ή θα ήταν κατάσκοπος που δε φοβάται.
Εγώ πάντως
εξακολουθώ να βλέπω τον επερχόμενο
μεσαίωνα
με φάλαγγες πιστών
με αργυρά δισκοπότηρα αφρίζοντα αίμα
με σημαιοστολισμούς και παρελάσεις
με ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους
εικόνες από παλιές εκστρατείες
και τυφεκισμούς
ήρωες με αυστηρά βλέμματα
Άμες δε γ’ εσόμεθα
πληρωμένη εκπαίδευση
θεός αγέρας τα στοιχεία της φύσεως
κλειδωμένα στην εποχή σε χάλκινα θησαυροφυλάκια.
…………………………………………
Το ζήτημα πια έχει τεθεί:
Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε
όπως αυτός ο δραπέτης
ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο
απέναντί τους.
Μιχάλης Κατσαρός, Ο Δούλος (Κατά Σαδδουκαίων)
έλεγε προσευχές στους φιλήσυχους πολίτες
γονατίζοντας σε λιγδωμένα προσκέφαλα.
Εγώ δεν ήλπιζα πως μπορεί να σωθεί.
Οι χωροφύλακες έχουν γερή όραση –
δε διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα.
Τώρα αυτός που επέμενε να ρωτάει
φαίνεται θα ήταν αποφασισμένος για θάνατο
ή θα ήταν κατάσκοπος που δε φοβάται.
Εγώ πάντως
εξακολουθώ να βλέπω τον επερχόμενο
μεσαίωνα
με φάλαγγες πιστών
με αργυρά δισκοπότηρα αφρίζοντα αίμα
με σημαιοστολισμούς και παρελάσεις
με ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους
εικόνες από παλιές εκστρατείες
και τυφεκισμούς
ήρωες με αυστηρά βλέμματα
Άμες δε γ’ εσόμεθα
πληρωμένη εκπαίδευση
θεός αγέρας τα στοιχεία της φύσεως
κλειδωμένα στην εποχή σε χάλκινα θησαυροφυλάκια.
…………………………………………
Το ζήτημα πια έχει τεθεί:
Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε
όπως αυτός ο δραπέτης
ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο
απέναντί τους.
Μιχάλης Κατσαρός, Ο Δούλος (Κατά Σαδδουκαίων)
Sunday, June 13, 2010
Της μιας δραχμής τα γιασεμιά…
«Της μιας δραχμής τα γιασεμιά/ λένε στα ξέγνοιαστα ζευγάρια,/ από τις αγάπες τους καμιά/ ποτέ δεν ζει πολλά φεγγάρια./ Κι έχει μια μόνη ασχημιά,/ ο έρως που όλους περιπαίζει/ πως για μια νέα γνωριμιά/ της μιας δραχμής τα γιασεμιά/ ξεχνιούνται πάνω στο τραπέζι».
Τάδε έφη και τραγούδησε πριν καμιά εβδομηνταριά χρόνια ο Αττίκ. Ήταν το 1939, παραμονές του πολέμου, η Μεγάλη Ύφεση είχε κάνει ήδη τον γύρο του κόσμου αφήνοντας ερείπια και γεννώντας τέρατα, ο Χίτλερ είχε ήδη εισβάλει στην Πολωνία, ο Μουσολίνι είχε καταλάβει την Αλβανία, η Ελλάδα ζούσε στον απόηχο της χρεοκοπίας του 1932 και στην ακμή της μεταξικής δικτατορίας, μ’ έναν ευρωπαϊσμό ταλαντευόμενο ανάμεσα στους Άγγλους και τον φασιστικό άξονα. Αλλά ζούσε με τη δραχμή και τα γιασεμιά της. Ο Αττίκ έδωσε λυρική υπόσταση στο νόμισμα που λίγα χρόνια μετά έμελλε να εξευτελιστεί εντελώς από τις δυνάμεις κατοχής (οι Γερμανοί, ως γνωστόν, τότε ΔΕΝ ήταν τότε φίλοι μας…) που κατέστρεψαν και την τελευταία υποψία οικονομικής υποδομής. Θρήνησε με το τραγούδι του έναν διαψευσμένο έρωτα, για την ακρίβεια την απιστία της τρίτης του γυναίκας (το στόρι αποτέλεσε και σενάριο ελληνικής ταινίας του 1960), αλλά άθελά του έδωσε και ένα μέτρο σύγκρισης με την προπολεμική Ελλάδα που, επτά χρόνια μετά τη δεύτερη χρεοκοπία της to 1932, μπορούσε να θρέψει έστω έναν παράνομο έρωτα μ’ ένα μπουκέτο γιασεμιά της μιας δραχμής. Τα οποία μάλιστα εύκολα ξεχνιούνταν πάνω στο τραπέζι- ένδειξη της μικρής ανέμελης χλιδής που απολάμβαναν οι ανυποψίαστοι για τη λαίλαπα που ερχόταν μικροαστοί των πόλεων.
Το μελαγχολικό άσμα του Αττίκ – εμβληματικού και εξαίσια μελωδικού εισαγωγέα του πολιτισμικού ευρωπαϊσμού στην Ελλάδα - δεν προσφέρεται φυσικά ως δείκτης τιμών καταναλωτή της προπολεμικής (και μετα-πτωχευτικής) Ελλάδας. Ωστόσο, είναι ίσως ο πρώτος στίχος που φέρνει ο συνειρμός αυτής της εφιαλτικής νοσταλγίας της δραχμής η οποία ενέσκηψε σαν πανικός και δίνη σπερμολογίας για επιστροφή στο παλιό μας νόμισμα. Δεν ξέρω τελικά πόσοι νεοέλληνες έσπευσαν στο γκισέ της τράπεζας να αποσύρουν τις καταθέσεις τους (αυτό κανονικά θα έπρεπε να μας το πουν οι τραπεζίτες, μαζί με τις ψύχραιμες διαβεβαιώσεις ότι αποκλείεται χρεοκοπία και έξοδος από το ευρώ). Αλλά και η δική μου εμπειρία επιβεβαιώνει τα υπόγεια ρεύματα που «παγώνουν» την ελληνική κοινωνία. Φίλοι, συγγενείς, γνωστοί ρωτάνε τι να κάνουν τις καταθέσεις τους (κατ’ αρχάς απαντάω εκφράζοντας – για τους μισούς τουλάχιστον- έκπληξη: «Μπα; Έχετε καταθέσεις;»). Δεν ξέρω από πού προκύπτει η εντύπωσή τους ότι οι δημοσιογράφοι μπορεί να έχουν καλύτερη τεχνογνωσία επιβίωσης στη χρεοκοπία- ενδεχομένως παρακολουθούν πολύ τηλεοπτικά δελτία των 8 και έχουν εντυπωσιαστεί από τον «ξερολισμό» των άνκορμεν. Εγώ πάντως τους απαντώ ότι και ο χρυσός και οι λίρες είναι μια λύση, αλλά θα πρέπει να ανεχτούν τις τοκογλυφικές προμήθειες. Και τα γερμανικά ομόλογα είναι μια λύση, αλλά υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να φύγει από το ευρώ όχι η Ελλάδα αλλά η Γερμανία. Και η κατάθεση στο εξωτερικό είναι μια λύση, αλλά πρέπει να υπολογίσει κανείς τα οδοιπορικά. Και τα ακίνητα είναι λύση, αλλά η φούσκα είναι φούσκα, κάποια στιγμή θα σκάσει. Απαντώ πως, εν πάση περιπτώσει, ο,τιδήποτε φαίνεται σήμερα ασφαλέστερο από μια κατάθεση στην Ελλάδα, μπορεί αύριο να αποδειχθεί μαύρη τρύπα.
Από μιαν άποψη, λοιπόν (τους λέω), η ασφαλέστερη εναλλακτική επένδυση είναι τα ελληνικά ομόλογα (εκεί πέφτει σιωπή στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής). Ναι, ναι, επιμένω, ελληνικά ομόλογα, διότι είναι βέβαιο ότι οι μεγάλοι πιστωτές της χώρας μας έχουν βάλει τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι και έχουν εξασφαλίσει την εξόφληση των αξιώσεών τους μέχρι τελευταίο λεπτού, ακόμη κι αν πρέπει να πληρώνουν μέχρι και τα τρισέγγονά μας. Πολλώ μάλλον που έχουν πείσει τον μέσο νεοέλληνα να ασχολείται όχι με τα πέντε – δέκα χρόνια εργάσιμου βίου που του επιβάλλουν, όχι με τον μισθό που του κόβουν με θρασύτατο τσαμπουκά, όχι με τους νέους φόρους κατανάλωσης που ψαλιδίζουν το εισόδημά του, όχι με την ύφεση, τα λουκέτα στις επιχειρήσεις, τις απολύσεις, την ανεργία, τη διεύρυνση της φτώχειας, την περικοπή των κοινωνικών δαπανών, το τσαλαπάτημα της αξιοπρέπειας, την εξαΰλωση της δημοκρατίας, την ισοπέδωση της εθνικής κυριαρχίας, τον ευρωπαϊκό ολοκληρωτισμό, αλλά με την τύχη της μικρής ή μεσαίας κατάθεσής του. Δεν λέω, καλό είναι να διασώσει κανείς το χρήμα του, αλλά πώς θα διασώσει τον χρόνο του (αν μιλήσουμε για το ασφαλιστικό), τη θέση εργασίας του, το δικαίωμα να διαπραγματεύεται συλλογικά τον μισθό του; Τι κάνει την αποταμίευση (δηλαδή, τη «νεκρή» εργασία που είναι συσκευασμένη στην κατάθεσή του) πολυτιμότερη από τη ζωντανή εργασία που είναι υποχρεωμένος να προσφέρει άνευ όρων και εγγυήσεων μέχρι τα 70 του;
Δεν ξέρω αν είμαι πειστικός- μάλλον όχι, διότι οι συγγενείς, φίλοι και γνωστοί επιμένουν στο ερώτημα τι να κάνουν τις καταθέσεις τους, προφανώς δεν πείθονται ούτε από μένα που στο κάτω κάτω έχω δηλώσει από τον περασμένο Νοέμβριο, και από αυτή εδώ τη στήλη, πως η χρεοκοπία ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, η στάση πληρωμών, η άρνηση πληρωμής χρέους, δεν είναι κατ’ ανάγκη κάτι κακό. Αντιθέτως μπορεί να είναι η καλύτερη αν όχι η μοναδική λύση για να αποφευχθεί η ολοκληρωτική καταστροφή της κοινωνίας, τουλάχιστον όπως τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Αλλά ας πούμε ότι εγώ είμαι αναξιόπιστος και άσχετος, δεν χρειάζεται να μου δώσει κανείς σημασία. Το πρόβλημα είναι γιατί οι φίλοι, οι συγγενείς, οι γνωστοί αλλά και όλοι οι άγνωστοι μου μένουν σ’ αυτή τη χώρα δεν πείθονται από τις διαβεβαιώσεις των κατ’ εξοχήν αρμόδιων, της κυβέρνησης, των τραπεζιτών, του Τρισέ, της Κομισιόν, όλων των θεματοφυλάκων του ευρώ και της υποτιθέμενης αξιοπιστίας του. Διότι πολύ απλά το ρίσκο της χρεοκοπίας, τα σενάρια της αναδιάρθωσης του χρέους, οι προβλέψεις ότι μια επιστροφή στη δραχμή μπορεί να είναι η οδυνηρή μεν αλλά αναπόφευκτη λύση όταν το εξουθενωτικό πρόγραμμα λιτότητας αποδειχθεί ατελέσφορο, όλα αυτά δεν προέρχονται από τυχάρπαστους σπερμολόγους και παπαγαλάκια γραφείων στοιχημάτων. Είναι δημόσια διατυπωμένες εκτιμήσεις οικονομολόγων, αναλυτών τραπεζικών ομίλων, εκπροσώπων των οίκων αξιολόγησης, ακόμη και αξιωματούχων χωρών της Ε.Ε. που δεν έχουν την παραμικρή διαφωνία με την ουσία των μέτρων που λήφθηκαν στην Ελλάδα. Εκφράζουν όμως έναν ρεαλισμό, ίσως και κυνισμό, για τα αποτελέσματά τους. Να μερικά παραδείγματα, μόνο από τις τελευταίες μέρες: Ο επικεφαλής της «Μπούντεσμπανκ» (και υποψήφιος διαδοχος του Τρισέ στην ΕΚΤ) Άξελ Βέμπερ επανέλαβε την πρότασή του «να οδηγούνται σε στάση πληρωμών τα κράτη μέλη που δεν τηρούν τους δημοσιονομικούς κανόνες της ευρωζώνης». Το 73% των επενδυτών που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Bloomberg προβλέπει χρεοκοπία της Ελλάδας. Το 40% εκτιμά ότι ίσως εγκαταλείψει το ευρώ. Το ΔΝΤ, του οποίου μόλις επισημοποιήθηκε η θεσμική εμπλοκή στην Ε.Ε., με επιστολή του στο Εκοφίν ζητεί να αλλάξει η Συνθήκη της Λισαβόνας και να θεσπιστεί η αποπομπή από το ευρώ για χώρες με μεγάλα δημοσιονομικά προβλήματα. Δώδεκα οικονομολόγοι του Σίτι του Λονδίνου, σε έρευνα της Sunday Telegraph, εκτίμησαν ότι η ευρωζώνη σε πέντε χρόνια δεν θα υπάρχει, τουλάχιστον με τη σημερινή μορφή.
Ποιοι είναι όλοι αυτοί που προεξοφλούν ή προτείνουν χρεοκοπία, «κούρεμα» του χρέους, ακόμη και επιστροφή στη δραχμή, παρά την οδυνηρή λιτότητα και το ριζικό ξήλωμα του «κοινωνικού συμβολαίου» πάνω στο οποίο, κουτσά στραβά, στηρίχθηκε για δεκαετίες η ελληνική κοινωνία αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη; Επί της ουσίας, είναι οι εκπρόσωποι των πιστωτών της χώρας, οι επενδυτικοί τους σύμβουλοι, οι πολιτικοί τους εταίροι. Είναι οι εισηγητές του «σχεδίου διάσωσης» και οι υποτιθέμενοι εγγυητές της επιτυχίας του. Το οποίο προφανώς έχει και ένα “Plan B”, υπόρρητο αλλά υπαρκτό. Σχέδιο όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για αρκετές χώτες-παρίες της Ε.Ε.
Δεν ξέρω αν αυτό το σχέδιο θα έχει τελικά και δραχμή. Πάντως γιασεμιά σίγουρα δεν θα έχει.
Τάδε έφη και τραγούδησε πριν καμιά εβδομηνταριά χρόνια ο Αττίκ. Ήταν το 1939, παραμονές του πολέμου, η Μεγάλη Ύφεση είχε κάνει ήδη τον γύρο του κόσμου αφήνοντας ερείπια και γεννώντας τέρατα, ο Χίτλερ είχε ήδη εισβάλει στην Πολωνία, ο Μουσολίνι είχε καταλάβει την Αλβανία, η Ελλάδα ζούσε στον απόηχο της χρεοκοπίας του 1932 και στην ακμή της μεταξικής δικτατορίας, μ’ έναν ευρωπαϊσμό ταλαντευόμενο ανάμεσα στους Άγγλους και τον φασιστικό άξονα. Αλλά ζούσε με τη δραχμή και τα γιασεμιά της. Ο Αττίκ έδωσε λυρική υπόσταση στο νόμισμα που λίγα χρόνια μετά έμελλε να εξευτελιστεί εντελώς από τις δυνάμεις κατοχής (οι Γερμανοί, ως γνωστόν, τότε ΔΕΝ ήταν τότε φίλοι μας…) που κατέστρεψαν και την τελευταία υποψία οικονομικής υποδομής. Θρήνησε με το τραγούδι του έναν διαψευσμένο έρωτα, για την ακρίβεια την απιστία της τρίτης του γυναίκας (το στόρι αποτέλεσε και σενάριο ελληνικής ταινίας του 1960), αλλά άθελά του έδωσε και ένα μέτρο σύγκρισης με την προπολεμική Ελλάδα που, επτά χρόνια μετά τη δεύτερη χρεοκοπία της to 1932, μπορούσε να θρέψει έστω έναν παράνομο έρωτα μ’ ένα μπουκέτο γιασεμιά της μιας δραχμής. Τα οποία μάλιστα εύκολα ξεχνιούνταν πάνω στο τραπέζι- ένδειξη της μικρής ανέμελης χλιδής που απολάμβαναν οι ανυποψίαστοι για τη λαίλαπα που ερχόταν μικροαστοί των πόλεων.
Το μελαγχολικό άσμα του Αττίκ – εμβληματικού και εξαίσια μελωδικού εισαγωγέα του πολιτισμικού ευρωπαϊσμού στην Ελλάδα - δεν προσφέρεται φυσικά ως δείκτης τιμών καταναλωτή της προπολεμικής (και μετα-πτωχευτικής) Ελλάδας. Ωστόσο, είναι ίσως ο πρώτος στίχος που φέρνει ο συνειρμός αυτής της εφιαλτικής νοσταλγίας της δραχμής η οποία ενέσκηψε σαν πανικός και δίνη σπερμολογίας για επιστροφή στο παλιό μας νόμισμα. Δεν ξέρω τελικά πόσοι νεοέλληνες έσπευσαν στο γκισέ της τράπεζας να αποσύρουν τις καταθέσεις τους (αυτό κανονικά θα έπρεπε να μας το πουν οι τραπεζίτες, μαζί με τις ψύχραιμες διαβεβαιώσεις ότι αποκλείεται χρεοκοπία και έξοδος από το ευρώ). Αλλά και η δική μου εμπειρία επιβεβαιώνει τα υπόγεια ρεύματα που «παγώνουν» την ελληνική κοινωνία. Φίλοι, συγγενείς, γνωστοί ρωτάνε τι να κάνουν τις καταθέσεις τους (κατ’ αρχάς απαντάω εκφράζοντας – για τους μισούς τουλάχιστον- έκπληξη: «Μπα; Έχετε καταθέσεις;»). Δεν ξέρω από πού προκύπτει η εντύπωσή τους ότι οι δημοσιογράφοι μπορεί να έχουν καλύτερη τεχνογνωσία επιβίωσης στη χρεοκοπία- ενδεχομένως παρακολουθούν πολύ τηλεοπτικά δελτία των 8 και έχουν εντυπωσιαστεί από τον «ξερολισμό» των άνκορμεν. Εγώ πάντως τους απαντώ ότι και ο χρυσός και οι λίρες είναι μια λύση, αλλά θα πρέπει να ανεχτούν τις τοκογλυφικές προμήθειες. Και τα γερμανικά ομόλογα είναι μια λύση, αλλά υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να φύγει από το ευρώ όχι η Ελλάδα αλλά η Γερμανία. Και η κατάθεση στο εξωτερικό είναι μια λύση, αλλά πρέπει να υπολογίσει κανείς τα οδοιπορικά. Και τα ακίνητα είναι λύση, αλλά η φούσκα είναι φούσκα, κάποια στιγμή θα σκάσει. Απαντώ πως, εν πάση περιπτώσει, ο,τιδήποτε φαίνεται σήμερα ασφαλέστερο από μια κατάθεση στην Ελλάδα, μπορεί αύριο να αποδειχθεί μαύρη τρύπα.
Από μιαν άποψη, λοιπόν (τους λέω), η ασφαλέστερη εναλλακτική επένδυση είναι τα ελληνικά ομόλογα (εκεί πέφτει σιωπή στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής). Ναι, ναι, επιμένω, ελληνικά ομόλογα, διότι είναι βέβαιο ότι οι μεγάλοι πιστωτές της χώρας μας έχουν βάλει τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι και έχουν εξασφαλίσει την εξόφληση των αξιώσεών τους μέχρι τελευταίο λεπτού, ακόμη κι αν πρέπει να πληρώνουν μέχρι και τα τρισέγγονά μας. Πολλώ μάλλον που έχουν πείσει τον μέσο νεοέλληνα να ασχολείται όχι με τα πέντε – δέκα χρόνια εργάσιμου βίου που του επιβάλλουν, όχι με τον μισθό που του κόβουν με θρασύτατο τσαμπουκά, όχι με τους νέους φόρους κατανάλωσης που ψαλιδίζουν το εισόδημά του, όχι με την ύφεση, τα λουκέτα στις επιχειρήσεις, τις απολύσεις, την ανεργία, τη διεύρυνση της φτώχειας, την περικοπή των κοινωνικών δαπανών, το τσαλαπάτημα της αξιοπρέπειας, την εξαΰλωση της δημοκρατίας, την ισοπέδωση της εθνικής κυριαρχίας, τον ευρωπαϊκό ολοκληρωτισμό, αλλά με την τύχη της μικρής ή μεσαίας κατάθεσής του. Δεν λέω, καλό είναι να διασώσει κανείς το χρήμα του, αλλά πώς θα διασώσει τον χρόνο του (αν μιλήσουμε για το ασφαλιστικό), τη θέση εργασίας του, το δικαίωμα να διαπραγματεύεται συλλογικά τον μισθό του; Τι κάνει την αποταμίευση (δηλαδή, τη «νεκρή» εργασία που είναι συσκευασμένη στην κατάθεσή του) πολυτιμότερη από τη ζωντανή εργασία που είναι υποχρεωμένος να προσφέρει άνευ όρων και εγγυήσεων μέχρι τα 70 του;
Δεν ξέρω αν είμαι πειστικός- μάλλον όχι, διότι οι συγγενείς, φίλοι και γνωστοί επιμένουν στο ερώτημα τι να κάνουν τις καταθέσεις τους, προφανώς δεν πείθονται ούτε από μένα που στο κάτω κάτω έχω δηλώσει από τον περασμένο Νοέμβριο, και από αυτή εδώ τη στήλη, πως η χρεοκοπία ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, η στάση πληρωμών, η άρνηση πληρωμής χρέους, δεν είναι κατ’ ανάγκη κάτι κακό. Αντιθέτως μπορεί να είναι η καλύτερη αν όχι η μοναδική λύση για να αποφευχθεί η ολοκληρωτική καταστροφή της κοινωνίας, τουλάχιστον όπως τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Αλλά ας πούμε ότι εγώ είμαι αναξιόπιστος και άσχετος, δεν χρειάζεται να μου δώσει κανείς σημασία. Το πρόβλημα είναι γιατί οι φίλοι, οι συγγενείς, οι γνωστοί αλλά και όλοι οι άγνωστοι μου μένουν σ’ αυτή τη χώρα δεν πείθονται από τις διαβεβαιώσεις των κατ’ εξοχήν αρμόδιων, της κυβέρνησης, των τραπεζιτών, του Τρισέ, της Κομισιόν, όλων των θεματοφυλάκων του ευρώ και της υποτιθέμενης αξιοπιστίας του. Διότι πολύ απλά το ρίσκο της χρεοκοπίας, τα σενάρια της αναδιάρθωσης του χρέους, οι προβλέψεις ότι μια επιστροφή στη δραχμή μπορεί να είναι η οδυνηρή μεν αλλά αναπόφευκτη λύση όταν το εξουθενωτικό πρόγραμμα λιτότητας αποδειχθεί ατελέσφορο, όλα αυτά δεν προέρχονται από τυχάρπαστους σπερμολόγους και παπαγαλάκια γραφείων στοιχημάτων. Είναι δημόσια διατυπωμένες εκτιμήσεις οικονομολόγων, αναλυτών τραπεζικών ομίλων, εκπροσώπων των οίκων αξιολόγησης, ακόμη και αξιωματούχων χωρών της Ε.Ε. που δεν έχουν την παραμικρή διαφωνία με την ουσία των μέτρων που λήφθηκαν στην Ελλάδα. Εκφράζουν όμως έναν ρεαλισμό, ίσως και κυνισμό, για τα αποτελέσματά τους. Να μερικά παραδείγματα, μόνο από τις τελευταίες μέρες: Ο επικεφαλής της «Μπούντεσμπανκ» (και υποψήφιος διαδοχος του Τρισέ στην ΕΚΤ) Άξελ Βέμπερ επανέλαβε την πρότασή του «να οδηγούνται σε στάση πληρωμών τα κράτη μέλη που δεν τηρούν τους δημοσιονομικούς κανόνες της ευρωζώνης». Το 73% των επενδυτών που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Bloomberg προβλέπει χρεοκοπία της Ελλάδας. Το 40% εκτιμά ότι ίσως εγκαταλείψει το ευρώ. Το ΔΝΤ, του οποίου μόλις επισημοποιήθηκε η θεσμική εμπλοκή στην Ε.Ε., με επιστολή του στο Εκοφίν ζητεί να αλλάξει η Συνθήκη της Λισαβόνας και να θεσπιστεί η αποπομπή από το ευρώ για χώρες με μεγάλα δημοσιονομικά προβλήματα. Δώδεκα οικονομολόγοι του Σίτι του Λονδίνου, σε έρευνα της Sunday Telegraph, εκτίμησαν ότι η ευρωζώνη σε πέντε χρόνια δεν θα υπάρχει, τουλάχιστον με τη σημερινή μορφή.
Ποιοι είναι όλοι αυτοί που προεξοφλούν ή προτείνουν χρεοκοπία, «κούρεμα» του χρέους, ακόμη και επιστροφή στη δραχμή, παρά την οδυνηρή λιτότητα και το ριζικό ξήλωμα του «κοινωνικού συμβολαίου» πάνω στο οποίο, κουτσά στραβά, στηρίχθηκε για δεκαετίες η ελληνική κοινωνία αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη; Επί της ουσίας, είναι οι εκπρόσωποι των πιστωτών της χώρας, οι επενδυτικοί τους σύμβουλοι, οι πολιτικοί τους εταίροι. Είναι οι εισηγητές του «σχεδίου διάσωσης» και οι υποτιθέμενοι εγγυητές της επιτυχίας του. Το οποίο προφανώς έχει και ένα “Plan B”, υπόρρητο αλλά υπαρκτό. Σχέδιο όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για αρκετές χώτες-παρίες της Ε.Ε.
Δεν ξέρω αν αυτό το σχέδιο θα έχει τελικά και δραχμή. Πάντως γιασεμιά σίγουρα δεν θα έχει.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (12/06/2010)
…Αν ήμουν στο ελληνικό υπουργείο Οικονομικών θα μιλούσα με τους ανθρώπους της Αργεντινής που οργάνωσαν τη μετάβαση. Δεν είχαν προσχεδιάσει την υποτίμηση ή την αθέτηση του χρέους. Έτσι, ήταν πολύ περισσότερο χαοτικό απ’ όσο αναμενόταν. Η Ελλάδα θα μπορούσε σχεδόν σίγουρα να τα καταφέρει καλύτερα. Οι Αργεντινοί τα κατάφεραν εξαιρετικά και χωρίς καμία βοήθεια από το εξωτερικό,. Στην πραγματικότητα είχαν αρνητική βοήθεια, καθώς το ΔΝΤ και οι σύμμαχοι οργανισμοί του πήραν από τη χώρα ένα καθαρό 4% του ΑΕΠ, την ίδια ώρα που αυτή αγωνιζόταν να ανασυγκροτήσει το κατεστραμμένο τραπεζικό της σύστημα. Το ΔΝΤ και η Ε.Ε. υπόσχονται χρόνια ύφεσης, αν τα προγράμματά τους δουλέψουν καλά.
Mark Weisbrot, αμερικανός οικονομολόγος (συνέντευξη στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 6/6/2010)
Mark Weisbrot, αμερικανός οικονομολόγος (συνέντευξη στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 6/6/2010)
Saturday, June 5, 2010
Σχεδιάζοντας το μέλλον (5/6/2010)
Στα πρόσωπά τους είναι ζωγραφισμένη η ικανοποίηση δύο ερωτευμένων ανθρώπων έπειτα από μια ώρα εντατικού σεξ. Αυτή είναι κουρνιασμένη στην αγκαλιά του κι αυτός δεν έχει ακόμη αναζητήσει το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης ούτε έχει ανάγκη για τσιγάρο. Στο δωμάτιο για κάμποσα λεπτά δεν ακούγονται παρά μόνο οι ανάσες τους. Οι ήχοι του πολυσύχναστου δρόμου, έξω από το ρολό της μπαλκονόπορτας, δεν τους αφορούν, κι ας βρίσκονται σε ένα βασίλειο ηχορύπανσης, κάπου στο κέντρο της πόλης. Οι σιωπές τους μοιάζουν σαν συμφωνία που επεκτείνει στο μέλλον τη διάρκεια της στιγμής. Αλλά το μέλλον είναι η αιτία που προκαλεί το πρώτο ρήγμα στη σιωπή.
Ο ΘΗΛΥΚΟΣ ΝΟΥΣ παίρνει τη θέση του στην πλευρά του ορθολογισμού. «Πρέπει να μιλήσουμε για το μέλλον», λέει αυτή, αλλά αυτός δεν αιφνιδιάζεται, συγκατανεύει απλώς μ’ ένα «ναι». «Σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς», συνεχίζει αυτή -κι αυτός δεν έχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό- «είμαστε μαζί δυο χρόνια, περνάμε καλά, αλλά πώς θα είμαστε σε δυο, σε πέντε, σε δέκα χρόνια, όταν θα ’χουμε περάσει τα τριάντα;». «Για γάμο μιλάμε τώρα;», τη διακόπτει αυτός. «Δεν είναι ο γάμος το θέμα…αλλά… ποιο είναι το σχέδιο για τη ζωή μας, αν είμαστε μαζί; Θα μείνουμε μαζί; Πού, από πότε; Θα κάνουμε παιδιά; Πότε; Θα αποκτήσουμε ένα δικό μας σπίτι; Πώς; Κι από δουλειά; Δεν έχεις όνειρα για μια καλή καριέρα; Πήρες το πτυχίο, κάνεις ένα σπουδαίο μεταπτυχιακό, αλλά με τι σκοπό;».
ΑΥΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΑΜΙΑ πρόθεση για σοβαρή συζήτηση μέχρι τη στιγμή που αυτή άγγιξε την ευαίσθητη χορδή – η λέξη «καριέρα» ήταν το κλειδί. Η ερωτική έξαψη που ζέσταινε το δωμάτιο εξαφανίστηκε κι αυτός, αιφνιδιάζοντας την αγαπημένη του και κατακόκκινος και εκπέμποντας θυμό, άρχισε σχεδόν να παραληρεί:
«Λοιπόν… Με βάση το καλό σενάριο, κι αν υποθέσουμε ότι η κωλοχώρα που έχουμε την ατυχία να ζούμε δεν έχει χρεοκοπήσει, σε δυο χρόνια θα έχω τελειώσει από σπουδές… Δηλαδή, δεν θα υπάρχει τίποτε παραπάνω να κάνω, εκτός κι αν θέλω να μάθω και τέταρτη και πέμπτη γλώσσα, αν οι τρεις θεωρούνται λίγες. Με βάση πάντα το καλό σενάριο, στα 27 μου, κι έπειτα από μια λαμπρή καριέρα ως ντιλιβεράς και ως βοηθός λογιστή στην κατασκευαστική του θείου μου που βάζει λουκέτο, θα μπορώ να διεκδικήσω την πρώτη μου κανονική δουλειά ως κάτοχος διδακτορικού. Θα με προσλάβουν μετά χαράς με 500 ευρώ, θα με πετάξουν πίσω από ένα γκισέ τράπεζας και σε δυο τρία χρόνια, εκτιμώντας τα φοβερά μου προσόντα, θα με αναβαθμίσουν στην έγκριση χορηγήσεων ή ακόμη -πού ξέρεις;- και στο private banking με το φοβερό ποσό των 700 ευρώ και με πλήρη ασφάλιση, να μετράω τα εκατομμύρια να περνούν μπροστά στα μάτια μου. Έτσι, στα τριάντα μου, θα ξεκινάει ο κανονικός εργασιακός βίος των 40 ετών πλήρους ασφάλισης που θα χρειάζομαι για να φτάσω κάποτε στη σύνταξη – αν στο μεταξύ δεν έχει ξαναλλάξει το ασφαλιστικό και τα 40 δεν έχουν γίνει 45...
…ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ να με πανικοβάλει αυτό, είναι βέβαιο ότι θα ζήσω μέχρι τα 80 και τα 85, ίσως και τα 90 για να έχω τη μικρή ικανοποίηση ότι πήρα και 10 -15 χρόνια σύνταξη. Στο μεταξύ, όμως, η τράπεζα που θα μου έχει κάνει την τιμή να με προσλάβει μπορεί να έχει καταρρεύσει ή απλώς να έχει συγχωνευτεί με μια άλλη ευρωπαϊκή -ίσως γερμανική ή γαλλική- που φυσικά θα υποσχεθεί στους μετόχους της εξυγίανση, δηλαδή συρρίκνωση κόστους, δηλαδή απολύσεις. Φυσικά, θ’ αρχίσει από τους πιο φτηνούς, τους φερέλπιδες νέους υπαλλήλους με τις γλώσσες και τα διδακτορικά που η αποζημίωσή τους θα στοιχίζει τρίχες, αν βέβαια υπάρχει δικαίωμα αποζημίωσης. Με κάνα δυο χρόνια ανεργία θα έχω εξασφαλίσει την παράταση του εργασιακού βίου στα 42 χρόνια, αν όμως κρατήσει περισσότερο μπορεί να αναγκαστώ να σκεφτώ μια μετανάστευση στη Γερμανία, τη Γαλλία ή στην Κίνα – πού ξέρεις; Τι διάολο τις μάθαμε τις γλώσσες; Εσύ στο μεταξύ θα συνεχίζεις τη λαμπρή σου σταδιοδρομία ως πωλήτρια στου Zara με 670 ευρώ, αλλά κάπου στα τριάντα σου οι προϊστάμενοί σου θα παρατηρήσουν ότι η κορμάρα σου αρχίζει να μπαταλεύει, το κωλαράκι σου δεν είναι τόσο σφιχτό όσο την πρώτη μέρα που το εκτίμησαν σαν προσόν κι ότι επίσης έχεις αρχίσει να παραμελείς το μακιγιάζ σου. Θα σου προτείνουν, λοιπόν -επειδή είναι γενναιόδωροι- να μετατρέψετε τη συνεργασία σας σε part time, δυο τρεις φορές την εβδομάδα, φυσικά με τα μισά λεφτά. Εσύ θα τα πάρεις στο κρανίο και θα φύγεις χωρίς καν να πάρεις την αποζημίωση και θα αναζητήσεις δουλειά σε άλλο πολυκατάστημα ρούχων, με το φοβερό όπλο της συστατικής επιστολής που θα σου δώσουν πρόθυμα. Θα φας πόρτα, όμως, στα περισσότερα μαγαζιά του κέντρου που θα ψάξεις, όπου θα δουλεύουν αποκλειστικά καλοφτιαγμένα γκομενάκια το πολύ 25 ετών που πεθαίνουν να πάνε στο next top model και θα αναγκαστείς να πας σε σούπερ μάρκετ όπου μια τριαντάρα είναι αποδεκτή, τουλάχιστον για part time απασχόληση. Στο μεταξύ, θα έχουμε παντρευτεί, με τη βοήθεια των γονιών μας φυσικά, που χάρη στην εκατοστή μεγάααααλη, πολύ μεγάλη ασφαλιστική μεταρρύθμιση θα έχουν ψωνίσει άλλα δέκα-δεκαπέντε χρόνια δουλειάς εκτός σχεδίου. Αλλά, τουλάχιστον θα παίρνουν τους μισθούς τους από τους οποίους θα μας τσοντάρουν κάθε μήνα ένα πεντακοσάρικο για να ενισχύουν το φοβερό μας οικογενειακό εισόδημα των 1.200 ευρώ που θα φτάνει για το νοίκι και τα κοινόχρηστα σ’ ένα αχούρι 60 τετραγωνικών, το οποίο πάντως θα έχεις διακοσμήσει με το καλό σου γούστο. Για τα ξίδια κι τις κραιπάλες του Σαββατοκύριακου δεν θα μένει σάλιο, τηλεορασίτσα και πολύ είναι και με τους φίλους θα έχουμε κόψει τα πολλά-πολλά…
…ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΑΣ θα στενοχωριούνται που θα τα φέρνουμε στριμόκωλα, θ’ αρχίσουν να σκέφτονται πώς να βοηθήσουν κι άλλο – “την υγειά μας να χουμε συμπεθέρα”, θα λέει η μάνα σου στη μάνα μου, “αλλά πρέπει να τα βοηθήσουμε τα παιδιά”. Κι έτσι θα μπει σ’ εφαρμογή το σχέδιο “αγορά σπιτιού”. Θα πουλήσουν κάτι οι δικοί σου, θα τσοντάρουν κάτι κι οι δικοί μου από το κομπόδεμά τους, αλλά κι εμείς θα συμβάλουμε μ’ ένα δανειάκι, γιατί μια φορά παίρνεις σπίτι, μην είναι και στρούγκα. Έτσι, θα κληρονομήσουμε και μια δόση δανείου τον μήνα. Κάπου στα 35 μας θα ξυπνήσουν μέσα μας τα γονεϊκά φίλτρα – εσύ θα θέλεις να γίνεις μάνα, κι εγώ θα το θέλω, αλλά στην ιδέα θα με λούζει κρύος ιδρώτας. Γιατί στο μεταξύ η τρόικα, η Κομισιόν, το ΔΝΤ, η κυβέρνηση Παπανδρέου ή η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη -δεν ξέρω τι απ’ όλο αυτόν τον αχταρμά θα υπάρχει σε πέντε-δέκα χρόνια- θα έχουν καταργήσει οτιδήποτε ακούει στη λέξη επίδομα. Μπορεί να έχουν καταργήσει ακόμη και τα δημόσια σχολεία – για παιδικό σταθμό δεν το συζητώ. Εμείς όμως θα το τολμήσουμε, θα το κάνουμε, αγόρι θα θέλεις εσύ, κορίτσι εγώ, αλλά ό,τι κι αν βγει θα το μεγαλώσουμε με τη βοήθεια του μόνου κράτους πρόνοιας που θα υπάρχει: με τη μαμά σου και τη μαμά μου, αν βέβαια έχουν καταφέρει να βγουν στη σύνταξη. Στο μεταξύ, επειδή η ζωή μας δεν θα μας αφήνει να πλήξουμε ποτέ, μόνο εκπλήξεις θα μας επιφυλάσσει, εγώ κάπου στα σαράντα θα αναλάβω μία ακόμη μεγάλη πρόκληση: τα είκοσι χρόνια σπουδών θα είναι άχρηστα, η ειδικότητά μου θα έχει γίνει περιττή, οι τράπεζες μπορεί να μην έχουν καν υποκαταστήματα, όλα θα έχουν γίνει ψηφιακά. Οπότε, εγώ ο μαλάκας θα βγω άχρηστος, αλλά το σύστημα θα μου δώσει την ευκαιρία της διά βίου κατάρτισης. Ξανά στα θρανία για να γίνω δεν ξέρω κι εγώ τι – έτσι είναι η αγορά εργασίας, θα μου πουν, οι τεχνολογικές εξελίξεις πάντα την ξεπερνούν. Εσύ θα ξεκολώνεσαι στη σκυταλοδρομία παιδιού μετ’ εμποδίων -σπίτι, σχολείο, μαμά, πεθερά, δουλειά- και το βράδυ, όταν θα μαζευόμαστε στο σπίτι μετά το δεκάωρο -το οκτάωρο ξέχνα το, στο ’πα αυτό;- θα κοιμίζουμε το παιδί, θα σωριαζόμαστε στο κρεβάτι και θα βυθιζόμαστε στον ύπνο, πλάτη-πλάτη, φυσικά… Θα αγαπιόμαστε, αλλά και θα μισιόμαστε, αλλά ακόμη κι αν θέλουμε να χωρίσουμε, θα το αποφεύγουμε. Ακριβό σπορ. Με βάση πάντα το καλό σενάριο -αν δεν έχει χρεοκοπήσει η Ελλάδα, αν δεν μας έχουν αγοράσει οι Κινέζοι ή οι Ρώσοι, αν δεν έχουμε μεταναστεύσει στη Ρουμανία ή στο Καζακστάν- θα φτάσουμε στα 50 μας, θα φορτώνουμε με ακριβοπληρωμένα προσόντα το παιδί και θα ονειρευόμαστε ότι κάποια στιγμή θα βγούμε στη σύνταξη… Μεγάλη δουλειά! Εσύ, έχεις κανένα καλύτερο σχέδιο;».
Αυτή έχει ανασηκωθεί στο κρεβάτι. Έχει εκνευριστεί από το παραλήρημά του, της έρχεται να τον χαστουκίσει, αλλά όταν τον κοιτάζει κατάματα αλλάζει γνώμη, ξαναχώνεται στην αγκαλιά του και του λέει: «Το σχέδιό μου είναι… να ξεχάσουμε αυτή τη συζήτηση. Μαλακία μου που την άνοιξα».
Ο ΘΗΛΥΚΟΣ ΝΟΥΣ παίρνει τη θέση του στην πλευρά του ορθολογισμού. «Πρέπει να μιλήσουμε για το μέλλον», λέει αυτή, αλλά αυτός δεν αιφνιδιάζεται, συγκατανεύει απλώς μ’ ένα «ναι». «Σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς», συνεχίζει αυτή -κι αυτός δεν έχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό- «είμαστε μαζί δυο χρόνια, περνάμε καλά, αλλά πώς θα είμαστε σε δυο, σε πέντε, σε δέκα χρόνια, όταν θα ’χουμε περάσει τα τριάντα;». «Για γάμο μιλάμε τώρα;», τη διακόπτει αυτός. «Δεν είναι ο γάμος το θέμα…αλλά… ποιο είναι το σχέδιο για τη ζωή μας, αν είμαστε μαζί; Θα μείνουμε μαζί; Πού, από πότε; Θα κάνουμε παιδιά; Πότε; Θα αποκτήσουμε ένα δικό μας σπίτι; Πώς; Κι από δουλειά; Δεν έχεις όνειρα για μια καλή καριέρα; Πήρες το πτυχίο, κάνεις ένα σπουδαίο μεταπτυχιακό, αλλά με τι σκοπό;».
ΑΥΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΑΜΙΑ πρόθεση για σοβαρή συζήτηση μέχρι τη στιγμή που αυτή άγγιξε την ευαίσθητη χορδή – η λέξη «καριέρα» ήταν το κλειδί. Η ερωτική έξαψη που ζέσταινε το δωμάτιο εξαφανίστηκε κι αυτός, αιφνιδιάζοντας την αγαπημένη του και κατακόκκινος και εκπέμποντας θυμό, άρχισε σχεδόν να παραληρεί:
«Λοιπόν… Με βάση το καλό σενάριο, κι αν υποθέσουμε ότι η κωλοχώρα που έχουμε την ατυχία να ζούμε δεν έχει χρεοκοπήσει, σε δυο χρόνια θα έχω τελειώσει από σπουδές… Δηλαδή, δεν θα υπάρχει τίποτε παραπάνω να κάνω, εκτός κι αν θέλω να μάθω και τέταρτη και πέμπτη γλώσσα, αν οι τρεις θεωρούνται λίγες. Με βάση πάντα το καλό σενάριο, στα 27 μου, κι έπειτα από μια λαμπρή καριέρα ως ντιλιβεράς και ως βοηθός λογιστή στην κατασκευαστική του θείου μου που βάζει λουκέτο, θα μπορώ να διεκδικήσω την πρώτη μου κανονική δουλειά ως κάτοχος διδακτορικού. Θα με προσλάβουν μετά χαράς με 500 ευρώ, θα με πετάξουν πίσω από ένα γκισέ τράπεζας και σε δυο τρία χρόνια, εκτιμώντας τα φοβερά μου προσόντα, θα με αναβαθμίσουν στην έγκριση χορηγήσεων ή ακόμη -πού ξέρεις;- και στο private banking με το φοβερό ποσό των 700 ευρώ και με πλήρη ασφάλιση, να μετράω τα εκατομμύρια να περνούν μπροστά στα μάτια μου. Έτσι, στα τριάντα μου, θα ξεκινάει ο κανονικός εργασιακός βίος των 40 ετών πλήρους ασφάλισης που θα χρειάζομαι για να φτάσω κάποτε στη σύνταξη – αν στο μεταξύ δεν έχει ξαναλλάξει το ασφαλιστικό και τα 40 δεν έχουν γίνει 45...
…ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ να με πανικοβάλει αυτό, είναι βέβαιο ότι θα ζήσω μέχρι τα 80 και τα 85, ίσως και τα 90 για να έχω τη μικρή ικανοποίηση ότι πήρα και 10 -15 χρόνια σύνταξη. Στο μεταξύ, όμως, η τράπεζα που θα μου έχει κάνει την τιμή να με προσλάβει μπορεί να έχει καταρρεύσει ή απλώς να έχει συγχωνευτεί με μια άλλη ευρωπαϊκή -ίσως γερμανική ή γαλλική- που φυσικά θα υποσχεθεί στους μετόχους της εξυγίανση, δηλαδή συρρίκνωση κόστους, δηλαδή απολύσεις. Φυσικά, θ’ αρχίσει από τους πιο φτηνούς, τους φερέλπιδες νέους υπαλλήλους με τις γλώσσες και τα διδακτορικά που η αποζημίωσή τους θα στοιχίζει τρίχες, αν βέβαια υπάρχει δικαίωμα αποζημίωσης. Με κάνα δυο χρόνια ανεργία θα έχω εξασφαλίσει την παράταση του εργασιακού βίου στα 42 χρόνια, αν όμως κρατήσει περισσότερο μπορεί να αναγκαστώ να σκεφτώ μια μετανάστευση στη Γερμανία, τη Γαλλία ή στην Κίνα – πού ξέρεις; Τι διάολο τις μάθαμε τις γλώσσες; Εσύ στο μεταξύ θα συνεχίζεις τη λαμπρή σου σταδιοδρομία ως πωλήτρια στου Zara με 670 ευρώ, αλλά κάπου στα τριάντα σου οι προϊστάμενοί σου θα παρατηρήσουν ότι η κορμάρα σου αρχίζει να μπαταλεύει, το κωλαράκι σου δεν είναι τόσο σφιχτό όσο την πρώτη μέρα που το εκτίμησαν σαν προσόν κι ότι επίσης έχεις αρχίσει να παραμελείς το μακιγιάζ σου. Θα σου προτείνουν, λοιπόν -επειδή είναι γενναιόδωροι- να μετατρέψετε τη συνεργασία σας σε part time, δυο τρεις φορές την εβδομάδα, φυσικά με τα μισά λεφτά. Εσύ θα τα πάρεις στο κρανίο και θα φύγεις χωρίς καν να πάρεις την αποζημίωση και θα αναζητήσεις δουλειά σε άλλο πολυκατάστημα ρούχων, με το φοβερό όπλο της συστατικής επιστολής που θα σου δώσουν πρόθυμα. Θα φας πόρτα, όμως, στα περισσότερα μαγαζιά του κέντρου που θα ψάξεις, όπου θα δουλεύουν αποκλειστικά καλοφτιαγμένα γκομενάκια το πολύ 25 ετών που πεθαίνουν να πάνε στο next top model και θα αναγκαστείς να πας σε σούπερ μάρκετ όπου μια τριαντάρα είναι αποδεκτή, τουλάχιστον για part time απασχόληση. Στο μεταξύ, θα έχουμε παντρευτεί, με τη βοήθεια των γονιών μας φυσικά, που χάρη στην εκατοστή μεγάααααλη, πολύ μεγάλη ασφαλιστική μεταρρύθμιση θα έχουν ψωνίσει άλλα δέκα-δεκαπέντε χρόνια δουλειάς εκτός σχεδίου. Αλλά, τουλάχιστον θα παίρνουν τους μισθούς τους από τους οποίους θα μας τσοντάρουν κάθε μήνα ένα πεντακοσάρικο για να ενισχύουν το φοβερό μας οικογενειακό εισόδημα των 1.200 ευρώ που θα φτάνει για το νοίκι και τα κοινόχρηστα σ’ ένα αχούρι 60 τετραγωνικών, το οποίο πάντως θα έχεις διακοσμήσει με το καλό σου γούστο. Για τα ξίδια κι τις κραιπάλες του Σαββατοκύριακου δεν θα μένει σάλιο, τηλεορασίτσα και πολύ είναι και με τους φίλους θα έχουμε κόψει τα πολλά-πολλά…
…ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΑΣ θα στενοχωριούνται που θα τα φέρνουμε στριμόκωλα, θ’ αρχίσουν να σκέφτονται πώς να βοηθήσουν κι άλλο – “την υγειά μας να χουμε συμπεθέρα”, θα λέει η μάνα σου στη μάνα μου, “αλλά πρέπει να τα βοηθήσουμε τα παιδιά”. Κι έτσι θα μπει σ’ εφαρμογή το σχέδιο “αγορά σπιτιού”. Θα πουλήσουν κάτι οι δικοί σου, θα τσοντάρουν κάτι κι οι δικοί μου από το κομπόδεμά τους, αλλά κι εμείς θα συμβάλουμε μ’ ένα δανειάκι, γιατί μια φορά παίρνεις σπίτι, μην είναι και στρούγκα. Έτσι, θα κληρονομήσουμε και μια δόση δανείου τον μήνα. Κάπου στα 35 μας θα ξυπνήσουν μέσα μας τα γονεϊκά φίλτρα – εσύ θα θέλεις να γίνεις μάνα, κι εγώ θα το θέλω, αλλά στην ιδέα θα με λούζει κρύος ιδρώτας. Γιατί στο μεταξύ η τρόικα, η Κομισιόν, το ΔΝΤ, η κυβέρνηση Παπανδρέου ή η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη -δεν ξέρω τι απ’ όλο αυτόν τον αχταρμά θα υπάρχει σε πέντε-δέκα χρόνια- θα έχουν καταργήσει οτιδήποτε ακούει στη λέξη επίδομα. Μπορεί να έχουν καταργήσει ακόμη και τα δημόσια σχολεία – για παιδικό σταθμό δεν το συζητώ. Εμείς όμως θα το τολμήσουμε, θα το κάνουμε, αγόρι θα θέλεις εσύ, κορίτσι εγώ, αλλά ό,τι κι αν βγει θα το μεγαλώσουμε με τη βοήθεια του μόνου κράτους πρόνοιας που θα υπάρχει: με τη μαμά σου και τη μαμά μου, αν βέβαια έχουν καταφέρει να βγουν στη σύνταξη. Στο μεταξύ, επειδή η ζωή μας δεν θα μας αφήνει να πλήξουμε ποτέ, μόνο εκπλήξεις θα μας επιφυλάσσει, εγώ κάπου στα σαράντα θα αναλάβω μία ακόμη μεγάλη πρόκληση: τα είκοσι χρόνια σπουδών θα είναι άχρηστα, η ειδικότητά μου θα έχει γίνει περιττή, οι τράπεζες μπορεί να μην έχουν καν υποκαταστήματα, όλα θα έχουν γίνει ψηφιακά. Οπότε, εγώ ο μαλάκας θα βγω άχρηστος, αλλά το σύστημα θα μου δώσει την ευκαιρία της διά βίου κατάρτισης. Ξανά στα θρανία για να γίνω δεν ξέρω κι εγώ τι – έτσι είναι η αγορά εργασίας, θα μου πουν, οι τεχνολογικές εξελίξεις πάντα την ξεπερνούν. Εσύ θα ξεκολώνεσαι στη σκυταλοδρομία παιδιού μετ’ εμποδίων -σπίτι, σχολείο, μαμά, πεθερά, δουλειά- και το βράδυ, όταν θα μαζευόμαστε στο σπίτι μετά το δεκάωρο -το οκτάωρο ξέχνα το, στο ’πα αυτό;- θα κοιμίζουμε το παιδί, θα σωριαζόμαστε στο κρεβάτι και θα βυθιζόμαστε στον ύπνο, πλάτη-πλάτη, φυσικά… Θα αγαπιόμαστε, αλλά και θα μισιόμαστε, αλλά ακόμη κι αν θέλουμε να χωρίσουμε, θα το αποφεύγουμε. Ακριβό σπορ. Με βάση πάντα το καλό σενάριο -αν δεν έχει χρεοκοπήσει η Ελλάδα, αν δεν μας έχουν αγοράσει οι Κινέζοι ή οι Ρώσοι, αν δεν έχουμε μεταναστεύσει στη Ρουμανία ή στο Καζακστάν- θα φτάσουμε στα 50 μας, θα φορτώνουμε με ακριβοπληρωμένα προσόντα το παιδί και θα ονειρευόμαστε ότι κάποια στιγμή θα βγούμε στη σύνταξη… Μεγάλη δουλειά! Εσύ, έχεις κανένα καλύτερο σχέδιο;».
Αυτή έχει ανασηκωθεί στο κρεβάτι. Έχει εκνευριστεί από το παραλήρημά του, της έρχεται να τον χαστουκίσει, αλλά όταν τον κοιτάζει κατάματα αλλάζει γνώμη, ξαναχώνεται στην αγκαλιά του και του λέει: «Το σχέδιό μου είναι… να ξεχάσουμε αυτή τη συζήτηση. Μαλακία μου που την άνοιξα».
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (5/6/2010)
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ: Ούτε και στο δικό σας σπίτι υπάρχει καμιά πυρκαγιά;
ΚΥΡΙΑ ΜΑΡΤΙΝ: Δυστυχώς όχι…
ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝ: Δεν πάνε καθόλου καλά οι δουλειές αυτή την εποχή, ε!
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ: Απ’ το κακό στο χειρότερο. Δεν κάνουμε σεφτέ. Πού και πού καμιά καπνοδόχος, καμιά αχυροκαλύβα, τιποτένια πράγματα, ανάξια λόγου. Κι όταν δεν υπάρχει κατανάλωση, το κέρδος παραγωγής είναι ελαχιστότατο.
ΚΥΡΙΟΣ ΣΜΙΘ: Δυστυχώς σε όλα το ίδιο συμβαίνει, τίποτε δεν πάει μπροστά. Το εμπόριο, η γεωργία, όλα βρίσκονται σε κακή κατάσταση φέτος, όπως και με τις πυρκαγιές.
ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝ: Έλλειψις σιτηρών, έλλειψις πυρκαγιών.
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ: Κατά συνέπεια έλλειψις κατακλυσμών.
ΚΥΡΙΑ ΣΜΙΘ: Ναι, αλλά έχουμε ζάχαρη.
ΚΥΡΙΟΣ ΣΜΙΘ: Αυτό συμβαίνει γιατί την εισάγουμε απ’ το εξωτερικό.
ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝ: Για τις πυρκαγιές είναι πιο δύσκολο. Έχουν βλέπετε μεγάλη φορολογία.
Ευγένιου Ιονέσκο, «Η φαλακρή τραγουδίστρια»
ΚΥΡΙΑ ΜΑΡΤΙΝ: Δυστυχώς όχι…
ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝ: Δεν πάνε καθόλου καλά οι δουλειές αυτή την εποχή, ε!
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ: Απ’ το κακό στο χειρότερο. Δεν κάνουμε σεφτέ. Πού και πού καμιά καπνοδόχος, καμιά αχυροκαλύβα, τιποτένια πράγματα, ανάξια λόγου. Κι όταν δεν υπάρχει κατανάλωση, το κέρδος παραγωγής είναι ελαχιστότατο.
ΚΥΡΙΟΣ ΣΜΙΘ: Δυστυχώς σε όλα το ίδιο συμβαίνει, τίποτε δεν πάει μπροστά. Το εμπόριο, η γεωργία, όλα βρίσκονται σε κακή κατάσταση φέτος, όπως και με τις πυρκαγιές.
ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝ: Έλλειψις σιτηρών, έλλειψις πυρκαγιών.
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ: Κατά συνέπεια έλλειψις κατακλυσμών.
ΚΥΡΙΑ ΣΜΙΘ: Ναι, αλλά έχουμε ζάχαρη.
ΚΥΡΙΟΣ ΣΜΙΘ: Αυτό συμβαίνει γιατί την εισάγουμε απ’ το εξωτερικό.
ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝ: Για τις πυρκαγιές είναι πιο δύσκολο. Έχουν βλέπετε μεγάλη φορολογία.
Ευγένιου Ιονέσκο, «Η φαλακρή τραγουδίστρια»