Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Saturday, June 25, 2011
Το δικαίωμα στην αποτυχία (25/6/2011)
Υπό άλλες συνθήκες, θα είχε μια κάποια σημασία το φαινόμενο της αναμενόμενης πτώσης των βάσεων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η πτώση των βαθμολογιών που έχει ήδη καταγραφεί. Βεβαίως, ο τρόπος της δημοσιογραφικής αποτύπωσης -μειώθηκαν οι αριστούχοι, αυξήθηκαν τα γραπτά κάτω από τη βάση 10- αντικατοπτρίζει ένα ιδιότυπο μοντέλο «κοινωνικής» διαστρωμάτωσης των υποψηφίων, στο οποίο χωρούν μόνο οι άριστοι και οι «πάτοι». Λες και ενδιάμεσες κλίμακες δεν υπάρχουν. Ή του ύψους ή του βάθους. Αυτό επιβάλλει το «αριστοκρατικό» εκπαιδευτικό μας σύστημα που εκπαιδεύει τους βλαστούς της κοινωνίας σε μια κουλτούρα αδιάκοπου ανταγωνισμού, στο πλαίσιο του οποίου η επιτυχία του ενός αποκλείει τον άλλο.
Κι όμως, σ’ ένα ορθολογικό εκπαιδευτικό σύστημα που επαίρεται ότι επιχειρεί να αντιστοιχηθεί στον μεγαλύτερο βαθμό με τις ανάγκες της παραγωγής και της αγοράς εργασίας, θα αρκούσε απλώς η διαπίστωση της επάρκειας των υποψηφίων σ’ ένα ελάχιστο πλαίσιο γνώσεων που θα τους οδηγούσε στην επόμενη εκπαιδευτική βαθμίδα, την τριτοβάθμια εν προκειμένω.
Αλλά αυτά θα είχαν σημασία υπό κανονικές συνθήκες. Στις παρούσες συνθήκες, μοιάζουν συζητήσεις για το φύλο των αγγέλων. Περίπου 100.000 παιδιά πέρασαν και φέτος τη δοκιμασία της επιτυχίας ή αποτυχίας, αν και δεν είναι βέβαιο ότι το άριστα ή και λίαν καλώς που τους εισάγει (όσους εισάγει) στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ έχει κάποιο χειροπιαστό αντίκρισμα. Οι προειδοποιήσεις των πανεπιστημιακών Αρχών ότι πολλά ιδρύματα είναι άγνωστο πώς θα καταφέρουν να λειτουργήσουν με τον στραγγαλισμό πόρων που τους επιφυλάσσουν τα μνημόνια αδειάζουν από περιεχόμενο και την επιτυχία και την αποτυχία. Το ερώτημα τίθεται ορθά κοφτά και δεν είναι πόσα παιδιά θα περάσουν στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, αλλά πόσα θα ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Όχι από δική τους αδυναμία και ανεπάρκεια, αλλά από την αδυναμία ενός υποτελούς στους δανειστές του κράτους να διασφαλίσει τη λειτουργία τους.
Αλλά ακόμη κι αν, ως εκ θαύματος, τα πανεπιστήμια καταφέρουν να λειτουργήσουν με συνεχώς μειούμενες δαπάνες, με όλο και χειρότερα αμειβόμενους καθηγητές, με όλο και πιο ανόρεκτους δασκάλους, με λιγότερα κονδύλια για έρευνα και με μια διαρκή πολιορκία από ιδιώτες επενδυτές που οραματίζονται να μετατρέψουν τα ΑΕΙ σε εργαστήρια σχεδιασμού νέων καταναλωτικών προϊόντων και υπηρεσιών, αυτό δεν σημαίνει τίποτε για το μέλλον των επιτυχόντων. Θα χρειαστεί ένα δεύτερο, ακόμη μεγαλύτερο θαύμα για να μεταφραστούν η επόμενη επιτυχία τους, η απόκτηση πτυχίου, και η μεθεπόμενη, η ολοκλήρωση ενός μεταπτυχιακού, σε επαγγελματική καριέρα ή, τουλάχιστον, σε μια βιώσιμη απασχόληση. Τα δεδομένα είναι λίγο πολύ γνωστά. Η παρατεταμένη ύφεση που υπόσχεται η «πιστή τήρηση» των μνημονίων (αλλά και η ίδια η αποτυχία τους) «εγγυώνται» τη συνέχιση της αποβιομηχάνισης, την παραγωγική αποδιάρθρωση της χώρας και την καταστροφή των σταθερών «πηγών» απασχόλησης. Ο τρόπος που μας «διασώζουν» οι δανειστές μας από την κρίση χρέους καταλήγει ακριβώς σ’ αυτό: στη μαζική δέσμευση των φυσικών και ανθρώπινων πόρων που διαθέτει η χώρα σε μια μηχανή αποπληρωμής των τόκων με το χαμηλότερο δυνατό κόστος και τους πιο ευτελιστικούς όρους. Στη μετατροπή των νέων ανθρώπων, ανεξαρτήτως προσόντων και ποσοστών «επιτυχίας», σε μια πληβειακή μάζα, μονίμως υποαμειβόμενη και αενάως επανειδικευόμενη («διά βίου εκπαίδευση») σε ένα περιβάλλον μαζικής ανεργίας, που θα τρέχει πίσω από τις σημαίες επενδυτικής ευκαιρίας τις οποίες θα υψώνουν οι κατακτητές-πιστωτές. Μπορεί, πράγματι, η Ελλάδα σε μερικά χρόνια να μετατραπεί σε Ελντοράντο του τουρισμού ή σε «εξαγωγέα» ήλιου, όπως συστήνει ο Βόλφγκαγκ Σόιμπλε, αλλά αυτό σημαίνει ταυτόχρονα ότι οι επιτυχόντες μηχανικοί, τεχνολόγοι, οικονομολόγοι, αρχιτέκτονες, γιατροί, φιλόλογοι, μαθηματικοί, φυσικοί πρέπει απλώς να μάθουν να σερβίρουν ευγενικά ή να «φυτεύουν» φωτοβολταϊκά. Και μαζί να σερβίρουν ή να «φυτέψουν» το διαπιστευτήριο της επιτυχίας τους.
Ο Γιώργος Κ. πέτυχε, λοιπόν, και πέτυχε με επίδοση αρίστου, υπερνικώντας και την κουτοπονηριά της εκπαιδευτικής ηγεσίας να φέρει φέτος τα παιδιά στις εξετάσεις αντιμέτωπα με θέματα δυσκολίας που ούτε ένα στα είκοσι δημόσια σχολεία δεν είχε τη δυνατότητα να διδάξει (η αντίστοιχη στατιστική για τα φροντιστήρια είναι άγνωστη και αδιάφορη, αφού εδώ υποτίθεται πως κρίνεται το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα). Ο Γιώργος Κ. πέτυχε ακόμη και με τα πιο άκαμπτα κριτήρια αξιολόγησης και εξασφαλίζει την είσοδό του στο πανεπιστήμιο επιλογής του. Αλλά, αντιμετωπίζει το δίλημμα αν θα πρέπει να εξαργυρώσει την επιτυχία του με μια θέση στα ελληνικά πανεπιστημιακά έδρανα ή θα πρέπει απλώς να την προσθέσει στον «φάκελό» του για την εγγραφή σε ένα αντίστοιχο πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Ο Γιώργος Κ. είναι, βλέπετε, από τα λίγα παιδιά που η οικογένειά του, είτε γιατί έχει κάνει το σκατό της παξιμάδι είτε γιατί απλώς έχει την άνεση, μπορεί να του προσφέρει την ευχέρεια επιλογής. Το δίλημμα είναι ισχυρό, γιατί ο Γιώργος Κ., παρά την αφοσίωσή του επί τρία σχεδόν χρόνια στην προσδοκώμενη επιτυχία του, δεν ζούσε σε γυάλα και ενημερωνόταν για την αποτυχία της χώρας, του κράτους, της κοινωνίας στη διαρκή Ιερά Εξέταση των αγορών, της ανταγωνιστικότητας, του ευρώ, του Τρισέ, του Μπαρόζο και όλων όσοι έχουν παντρευτεί την επιτυχία (σε τι, άλλο θέμα). Και γνωρίζει ότι αυτή η δημόσια αποτυχία εμπεριέχει το ρίσκο να αφήσει την ανεξαργύρωτη την επιτυχία του, πρώτον, γιατί μπορεί το δημόσιο πανεπιστήμιο να μην μπορεί να λειτουργήσει και, δεύτερον, ακόμη κι αν καταφέρει να λειτουργήσει χάρη στον πατριωτισμό των Ελλήνων και των καθηγητών του, μπορεί να του προσφέρει ένα πτυχίο και ένα μεταπτυχιακό που θα είναι ισότιμο με δίπλωμα για «παπάκι». Όχι λόγω επιστημονικής ανεπάρκειας, αλλά γιατί πολύ απλά οι θέσεις για «ντελίβερι» ή «σεκιούριτι» (και κάποιες ανάλογες μ’ αυτές, που παραπάνω περιγράψαμε ) θα είναι οι μόνες που θα προσφέρει η παραγωγικά κατεστραμμένη οικονομία της μετα-μνημονιακής Ελλάδας (αν υπάρξει βεβαίως μετά μνημόνιο εποχή, τουλάχιστον στο πλαίσιο του μέσου ανθρώπινου χρόνου).
Και το επόμενο δίλημμα που θα αντιμετωπίσει ο Γιώργος Κ. σε λίγα χρόνια, αν δεν έχει γίνει κάποιο από τα θαύματα που προαναφέραμε, είναι πώς θα αξιοποιήσει τις επιτυχίες του στο τοπίο της αποτυχίας, πώς θα μεταφράσει σε δουλειά το πτυχίο και το μεταπτυχιακό από μια σχολή και σε μια ειδικότητα που παραγωγικά έχει προ πολλού μεταναστεύσει στην Άπω Ανατολή ή στη Βόρεια Ευρώπη. Όχι γιατί η Ελλάδα (για την ακρίβεια: η Ελλάδα της ναυτοσύνης) δεν διαθέτει μια μακρόχρονη παράδοση και μια ισχυρή βάση επενδύσεων σ’ αυτήν – το αντίθετο. Αλλά γιατί η επιχειρηματική ελίτ που επαίρεται για τις παγκόσμιες επιδόσεις της στο πεδίο αυτό κυνηγά πάντα τις σημαίες ευκαιρίας και εξαντλεί τον πατριωτισμό της σε αιτήματα για φοροαπαλλαγές και κρατικά κίνητρα.
Ως εκ τούτου, η συμβουλή μου στον Γιώργο Κ. και σ’ οποιονδήποτε Γιώργο βρίσκεται μπροστά σε ανάλογα διλήμματα για την εξαργύρωση αυτής της πρώτης, μεγάλης επιτυχίας στη ζωή του, θα ήταν να μη διστάσει να φύγει. Ξέρω, ο «πόλεμος» θα γίνει εδώ κι ίσως η φυγή μοιάζει με λιποταξία. Αλλά εμείς οι μεσήλικες νιώθουμε καλύτερα αν ξέρουμε ότι έχουμε φυγαδεύσει το μέλλον μακριά από τα ολοκαυτώματα του παρόντος. Κι ο ίδιος, άλλωστε, διατρέχει τον κίνδυνο ν’ αναρωτηθεί, έπειτα από λίγα χρόνια, μήπως ήταν προτιμότερο να έχει αποτύχει.
Η αποτυχία, βλέπετε, σε απαλλάσσει από τα διλήμματα. Σε οδηγεί σ’ έναν ιδιότυπο μονόδρομο, όπου το λάθος μπορεί να επαναλαμβάνεται άπειρες φορές, σαν να πρόκειται για την άσκηση ενός ιερού δικαιώματος: ο πολιτικός μπορεί να αποτυγχάνει, αλλά να επανεκλέγεται. Η διπλωματία σπανίως αποτρέπει τον πόλεμο, αλλά δικαιούται να διαπραγματεύεται αιώνια την ειρήνη. Το μνημόνιο μπορεί να απέτυχε, αλλά την επόμενη φορά τού αυξάνουμε τη δόση. Το Μάαστριχτ μπορεί να μετέτρεψε την Ευρωζώνη σε κόλαση χρέους, αλλά οι ευρωκράτες θα το αυστηροποιήσουν. Και ο καπιταλισμός μπορεί να αποτυγχάνει παταγωδώς στο απόλυτο ιδεώδες του, την επιβράβευση της ατομικής επιτυχίας. Αλλά το κακό διορθώνεται εύκολα, με τη μετατροπή της αστοχίας του σε συλλογική μας αποτυχία. Και τιμωρία.
Και ως μικρή παρηγοριά στο σύμπαν της αποτυχίας, επαναλαμβάνω ένα παλιό, αναρχικό ρητό, γραμμένο σε τοίχο δημόσιας τουαλέτας (ελαφρώς παραφρασμένο, για λόγους κοσμιότητας): «Μην αφοδεύετε εντός της οπής. Η επιτυχία αλλοτριώνει».
No comments:
Post a Comment