(Άπό τη στήλη "Ελεύθερος Σκοπευτής", εφημερίδα "Επενδυτής", 4/5/2012)
Την Κυριακή, 6 Μαΐου, συμπληρώνονται δυο χρόνια από την έναρξη ισχύος του πρώτου μνημονίου. Είχε προηγηθεί ένα πολύμηνο θρίλερ αυτοδιαψεύσεων και αυτοαναιρέσεων της αξιοθρήνητης κυβέρνησης Παπανδρέου, που κατέληξε στην εκ Καστελορίζου αναγγελία της προσφυγής στον μηχανισμό στήριξης. Η ημερομηνία, με δεδομένη τη σχετικότητα του ιστορικού χρόνου, θα καταγραφεί ως ιστορική. Όχι για τις προθέσεις των πρωταγωνιστών της, αλλά για τη μακρόχρονη -καταστροφική προς το παρόν- επίδρασή της στον μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας και στην υπόσταση του ελληνικού κράτους. Το βράδυ των εκλογών θα ξέρουμε αν η ίδια ημερομηνία θα διαθέτει έναν ακόμη λόγο διακριτής καταγραφής στην Ιστορία.
Αποκλίνοντας από το συνήθως χρονογραφικό ύφος αυτής της στήλης, θα θυμηθούμε μερικά ξερά δεδομένα που είχαν προηγηθεί της ιστορικής- αποφράδος- 6ης Μαΐου 2010. Υπάρχουν, βέβαια, πολλές οπτικές γωνίες -ιδεολογικής, πολιτικής, οικονομικής- ανάγνωσης της κρίσης που διέρχεται η χώρα. Μπορεί να τη αντιμετωπίσει κανείς ως σύμπτωμα της κρίσης του καπιταλισμού, του πολιτικού συστήματος, του ευρωπαϊσμού ή ως μια διεθνή συνωμοσία. Ωστόσο, υπάρχει μια ακολουθία γεγονότων, πράξεων και παραλείψεων που, ανεξάρτητα από τα κίνητρα των πρωταγωνιστών τους -δολιότητα, άγνοια ή απλώς βλακεία-, δικαιούνται μια θέση στις υποσημειώσεις της Ιστορίας, με σοβαρό ενδεχόμενο στο μέλλον να αναβαθμιστούν μέχρι και στις επικεφαλίδες της.
Στις 4 Οκτωβρίου 2009 το ΠΑΣΟΚ καταγράφει εκλογικό θρίαμβο με ποσοστό 44%, με μια ατζέντα που υπόσχεται να αποτρέψει τον διαφαινόμενο -και συστηματικά αποκρυπτόμενο- δημοσιονομικό Αρμαγεδδώνα. Το πρόβλημα του δανεισμού είναι από τα πρώτα που έχει να αντιμετωπίσει, αλλά στο πλαίσιο μιας ρουτίνας παράδοξα αδιάφορης. Αν και έχει προηγηθεί η χρηματοπιστωτική κρίση που ανεβάζει το κόστος δανεισμού των κρατών τα οποία έχουν διαθέσει εκατοντάδες δισ. ευρώ και δολάρια για να σώσουν τις τράπεζές τους, επωμιζόμενα έτσι ένα υψηλό κόστος για τον δικό τους μακροχρόνιο δανεισμό, το κόστος του βραχυχρόνιου δανεισμού παραμένει εκπληκτικά χαμηλό.
Στις 13 Οκτωβρίου 2009, δέκα μέρες μετά τις εκλογές, το επιτόκιο των τρίμηνων εντόκων γραμματίων ήταν μόλις 0,35% και των εξάμηνων 0,59%. Δύο εβδομάδες μετά τις εκλογές (20.10.2009), μια αντίστοιχη έκδοση ετήσιων εντόκων γραμματίων κόστισε επιτόκιο μόλις 0,94%. Οι αριθμοί έχουν τη σημασία τους, αν υπολογίσει κανείς ότι τα ίδια κρατικά χρεόγραφα, π.χ. τα εξάμηνα, δέκα μήνες μετά τις εκλογές του 2009 τιμολογούνταν με οκταπλάσια και σήμερα σε δεκαπλάσια απόδοση. Εν ολίγοις, για αρκετό διάστημα πριν από την «πρόσκρουση του Τιτανικού» στο παγόβουνο των αγορών, των οίκων αξιολόγησης και των «Ταλιμπάν» του ευρώ, υπήρχε ένα παράθυρο ευκαιρίας για φθηνό βραχυχρόνιο δανεισμό του κράτους. Για παράδειγμα, στις 20 Οκτωβρίου του 2009, με επιτόκιο μόλις 0,35%, η κυβέρνηση μπορούσε να δανειστεί περίπου 7 δισ. ευρώ, όση ήταν η προσφορά για τα τρίμηνα έντοκα γραμμάτια που είχε εκδώσει. Ποία ταπεινότης και μετριοπάθεια της επέβαλε να δανειστεί μόνον 2,4 δισ. ευρώ;
Φυσικά, ακόμη κι αυτά τα χαμηλότατα επιτόκια του 2009 δεν ξεφεύγουν από τον κανόνα της τοκογλυφικής σχέσης των κρατών με τους δανειστές τους, ούτε ήταν αποτέλεσμα γενναιοδωρίας των τραπεζών. Ο Ερίκ Τουσέν, πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διαγραφή του Χρέους του Τρίτου Κόσμου, εξηγούσε γλαφυρά πριν από μερικούς μήνες το παράδοξο των χαμηλών ελληνικών βραχυχρόνιων επιτοκίων του 2009: έναν χρόνο πριν τον Οκτώβρη του 2009, το καλοκαίρι του 2009 και πριν από την κατάρρευση της Lehman Brothers, τα επιτόκια κρατικού δανεισμού ήταν τετραπλάσια. Έπεσαν κάτω από το 1% το φθινόπωρο του 2009 γιατί πολύ απλά οι τράπεζες, έχοντας πάρει τεράστια ποσά από τα κράτη για τη διάσωσή τους, τα χρησιμοποίησαν για να δανείσουν την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία ή την Ιταλία με τη βεβαιότητα ότι, ακόμη κι αν γινόταν το «κακό», η ΕΚΤ και η Ε.Ε. θα έσπευδαν να τις στηρίξουν. Όπερ και εγένετο, άλλωστε.
Το παράδοξο, λοιπόν, δεν είναι γιατί οι τράπεζες για αρκετούς μήνες αφότου η Ελλάδα κρεμάστηκε στα μανταλάκια για τον δημοσιονομικό της εκτροχιασμό τη δάνειζαν φτηνά. Το παράδοξο είναι γιατί η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν έπαιρνε αυτόν τον φθηνό, βραχυχρόνιο δανεισμό. Ο υπεράνω αντιμνημονιακής και αντιτραπεζικής υποψίας Ν. Χριστοδουλάκης, υπουργός Οικονομικών επί εκσυγχρονιστικού «έπους», στο βιβλίο του «Σώζεται ο Τιτανικός», επισημαίνει την παράδοξη, αν όχι ύποπτη, άρνηση της κυβέρνησης να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τον φθηνό βραχυχρόνιο δανεισμό. «…Η Ελλάδα αποδύθηκε μόνη της σε ένα κυνήγι εντυπώσεων όπου διαρκώς έβγαινε χαμένη. Προσπαθούσε να δανειστεί μακροχρόνια για να εμπεδώσει την παρουσία της στη διεθνή αγορά, αλλά η αγορά την επιβάρυνε… Αισθανόταν, λοιπόν, ότι έπρεπε να διορθώσει το πλήγμα, επανερχόταν για νέο δανεισμό και έφευγε με ακόμη μεγαλύτερο κόστος. Αποκορύφωμα αυτής της ακατανόητης τακτικής ήταν να “ανοίξει”, όπως λέγεται στη γλώσσα των αγορών, ένα παλιό εικοσαετές ομόλογο για να δανειστεί το κράτος 1 δισ. ευρώ, ποσό ασήμαντο μπροστά στα δεκάδες δισ. ευρώ πού ζητούσε σε άλλες δημοπρασίες. Η επίσημη δικαιολογία ήταν ότι αυτό έγινε όχι για να καλυφθούν ανάγκες, αλλά για επικαιροποίηση στις καμπύλες των αποδόσεων. Παρά το μικρό ποσό, η ζήτηση δεν καλύφθηκε και την επόμενη μέρα ο διεθνής οικονομικός Τύπος πρόβαλλε στην πρώτη σελίδα την αδυναμία της Ελλάδας να δανειστεί έστω και ένα δισ. ευρώ…».
Η κρίσιμη ημερομηνία ήταν η 30ή Μαρτίου 2010. Είχαν προηγηθεί, ωστόσο, κι άλλες κρίσιμες ημερομηνίες. Για παράδειγμα, η 3η Νοεμβρίου 2009 -έναν μήνα μετά τις εκλογές και τη συστηματική απόρριψη του προσιτού βραχυχρόνιου δανεισμού-, ημερομηνία συνάντησης του Γ. Παπανδρέου με τον πρόεδρο της Goldman Sachs Γκάρι Κον και άλλα στελέχη της τράπεζας-βαμπίρ στο Πεντελικόν, στην Κηφισιά. Επίσης, η 26η Ιανουαρίου 2010, ημερομηνία κατά την οποία η κυβέρνηση απέρριψε προσφορές ύψους 25 δισ. για δανεισμό σε πενταετή ομόλογα, με επιτόκιο 6%, μισή μόλις μονάδα από τα επιτόκια των αντίστοιχων δημοπρασιών του 2009. Ακόμη, είχε προηγηθεί η 12η Φεβρουαρίου, ημερομηνία εγκατάστασης του πρώην στελέχους της ίδιας τράπεζας, Πέτρου Χριστοδούλου, στη θέση του γενικού διευθυντή του ΟΔΔΗΧ, θέση που ο «Mr. 300 billion», κατά το «Spiegel» και άλλα διεθνή έντυπα, εγκαταλείπει, όπως έχει ήδη διαρρεύσει, για να συνεχίσει στον ιδιωτικό τομέα. Αγωνιούμε να μάθουμε σε ποιο χρηματοπιστωτικό οργανισμό. Έτσι κι αλλιώς η δουλειά με την Ελλάδα έχει ολοκληρωθεί. Μ’ έναν τουλάχιστον δεκαετή αποκλεισμό της από τις πιστωτικές αγορές και με -θεωρητικά- επιτόκια, αν θέλει να προβεί στο απονενοημένον διάβημα, 25% και πλέον.
Το νόημα αυτών των τεχνικής φύσης και, ίσως, βαρετών παραλειπομένων της επετείου δεν είναι να πλουτίσει τις ήδη πληθωρικές θεωρίες συνωμοσίας για το πώς η Ελλάδα περιήλθε στη σημερινή κατάσταση. Αλλά να συμπληρώσει την εικόνα που συντίθεται από πανοραμικά πλάνα αλλά και μικρές, πολιτικά βαρύνουσες λεπτομέρειες. Υπάρχει ο κυνικός καπιταλισμός, υπάρχουν οι ιέρακες των αγορών, υπάρχει ο δογματισμός και η παθογένεια της ευρωκρατίας, αλλά υπάρχουν και τα πρόσωπα και οι πράξεις τους που αφήνουν διακριτό το ίχνος τους στην Ιστορία. Τόσο διακριτό και οδυνηρό, ώστε να μη γίνεται ανεκτός ο (αφελής ή δόλιος;) ισχυρισμός του Γ. Παπανδρέου (στο «Time») ότι «τα μέτρα δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, επειδή η Ελλάδα ήταν το πειραματόζωο». Πρόκληση. Πολλά θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, ακόμη και με συνήθη τεχνοκρατικά μέσα, όπως αυτά που περιγράψαμε. Αλλά δεν… Πράγμα αναμενόμενο για τα δεδομένα του εγχώριου παρεΐστικου, αρπακτικού, κλεπτοκρατικού καπιταλισμού και των πολιτικών του εκπροσώπων. Αλλά και κολάσιμο. Καταρχήν πολιτικά (την Κυριακή των εκλογών), αλλά όχι μόνον.
No comments:
Post a Comment