(Από τη στήλη "Γράμματα στην κόρη μου", περιοδικό ΜΟΝΟ, 11/5/2012)
Αγαπημένη μου Βέρα,
Το καλοκαίρι πλησιάζει επικίνδυνα, κι εσύ σε ένα μήνα περίπου θα πεις «φτου ξελευτερία», τουλάχιστον από το σχολείο, για ένα γεμάτο τρίμηνο. Η όρασή σου θα απαλλαγεί από την βαρετή προσήλωση σε εξισώσεις, κλίσεις ρημάτων, σημασίες λέξεων και ορισμούς και θα εκτεθεί στις καλοκαιρινές λιακάδες. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ένα καλοκαίρι σαν όλα τ’ άλλα, με παρατεταμένες διακοπές κοντά στη θάλασσα, αλλά κάτι θα γίνει. Θα ήθελα, πάντως, να γεμίσεις λίγο από αυτόν τον αμέριμνο, ευχάριστα νεκρό χρόνο με λίγες σταγόνες από τη σοφία του
κόσμου. Με διαβάσματα απ’ αυτά που εγώ θεωρώ σημεία του ανθρώπινου ορίζοντα. Ξέρω, όμως, πως ό,τι σου προτείνω το βρίσκεις βαρετό. Μου αντιγυρίζεις πως το διάβασμα, όπως και το σινεμά ή η μουσική, είναι για διασκέδαση κι όχι για να πάθεις κατάθλιψη. Τα βρίσκεις όλα παλιομοδίτικα και στενάχωρα και αναρωτιέσαι τι σε νοιάζει εσένα τι γινόταν στην Αγγλία του Ντίκενς, στη Ρωσία του Γκόγκολ, ή στην Αμερική του Μαρκ Τουέιν. Κι εγώ ψάχνω πειστικά επιχειρήματα, ξεφυλλίζοντας τα παλιά μου βιβλία με τα ενοχλητικά μικρά τυπογραφικά στοιχεία, βάζοντας αναγκαστικά γυαλιά. Και τότε εσύ γελάς, ειρωνεύεσαι, πετάς σπόντες για την πρεσβυωπία μου, με εκείνη την αλαζονεία της νιότης που νομίζει ότι θα κρατήσει για πάντα.
Οφείλω, Βέρα μου, να παραδεχτώ πως με ενοχλεί η πρεσβυωπία μου. Παρ’ ότι τα γυαλιά έχουν γίνει προσάρτημα των ματιών και των αυτιών μου κι απ’ αυτά εξαρτάται σχεδόν το 50% της όρασής μου, δεν είμαι διόλου εξοικειωμένος με την εξάρτησή μου απ’ αυτά. Μ’ ενοχλεί περισσότερο όχι η φυσιολογική φθορά των ματιών, όσο η εξαφάνιση της ευκρίνειας στα κοντινά αντικείμενα. Χωρίς τα γυαλιά ένα ανοικτό βιβλίο είναι περισσότερο μια εικόνα, παρά ένα κείμενο. Είναι μορφή, παρά περιεχόμενο. Ακόμη και το πιάτο με το φαγητό μου είναι ένα απροσδιόριστο παζλ από χρώματα που μπερδεύονται ενοχλητικά. Τα επί μέρους στοιχεία της τροφής, έτσι, χωρίς περίγραμμα και σχήμα, έχουν χάσει τη σημασία τους. Κι έτσι, ως επί το πλείστον τρώω με τα γυαλιά. Κι εσύ γελάς.
Κι έχεις δίκιο, Βέρα μου, που γελάς. Μερικές φορές θαρρώ πως η πρεσβυωπία μου δεν είναι απλά ένα σύμπτωμα της φθοράς και του προϊόντος γήρατος, αλλά κάτι πιο δυσοίωνο. Είναι η δυσκολία να βλέπω τον κόσμο που αλλάζει και με ξεπερνάει ταχύτατα με την παλιά μου όραση. Αδυνατώ να διακρίνω τις λεπτομέρειες, τα περιγράμματα των πραγμάτων κι έτσι βολεύομαι στη γενική θολή εικόνα, δανεισμένη κατά κανόνα από το παρελθόν της δικής νιότης, εξίσου αλαζονικής με τη δική σου, όταν περίσσευαν οι βεβαιότητες κι οι αμφιβολίες εξορίζονταν. Έτσι, η πρεσβυωπία δεν είναι πια μια πάθηση της όρασης. Γίνεται μια αναπηρία πνευματική. Ίσως μια αναπηρία όλης της γενιάς μου, παρ’ ότι δεν είναι καθόλου οπαδός του χάσματος των γενεών. Δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε τη ροπή του κόσμου. Πάει μπροστά ή πίσω; Προοδεύει ή οπισθοδρομεί; Και ποιο είναι το κριτήριο; Η ευκολία με την οποία επικρίνουμε τη δική σου γενιά, τη γενιά του Facebook και των social media, την προσκόλλησή σας στην οθόνη του PC, του κινητού, της τηλεόρασης, η δυσφορία μας μπροστά στο γεγονός ότι αρκετά νεαρά παιδιά, λίγο μεγαλύτερα από σένα, σκόρπισαν το εκλογικό τους δικαίωμα στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής και σ’ άλλα γκρίζα δοχεία πολιτικής διαμαρτυρίας, ίσως είναι σύμπτωμα της δικής μας νεανικής αλαζονείας που επιβιώνει γερασμένη, τακτοποιώντας τους ανθρώπους στις κλίμακες «δεξιά- αριστερά», «πρόοδος- συντήρηση», «εκμεταλλευτές- εκμεταλλευόμενοι», ανυποψίαστοι για το ενδεχόμενο να έχουν σπάσει ή μετατοπιστεί οι διαχωριστικές γραμμές που ευνοούσαν τις βεβαιότητές μας.
Με την πρεσβυωπία, Βέρα μου, ο φακός του ματιού σκληραίνει. Χάνει την ελαστικότητα που δίνει στην όραση τη δυνατότητα να προσαρμόζεται γρήγορα από το κοντινό στο μακρινό κι αντίστροφα. Για μας τους πρεσβύωπες, λοιπόν, η όραση διχάζεται. Η σιγουριά της γενικής, μακρινής εικόνας των πραγμάτων αντισταθμίζεται από την αμφιβολία που εγκαθίσταται στην κοντινή, εστιασμένη εικόνα. Αυτό είναι ένα «ο», αλλά μήπως είναι «α»; Εδώ γράφει «ουτοπία», αλλά μήπως γράφει «δυστοπία»;
Αλλά, η αμφιβολία, Βέρα μου, δεν είναι κακό πράγμα. Κάθε άλλο. Χωρίς την αμφιβολία δεν παράγεται βεβαιότητα. Επομένως, η δική μας αμφίβολη όραση κι η δική σας βέβαιη και σταθερή, η φρέσκια και καθαρή ματιά της γενιάς σας κι η θολή ματιά της γενιάς των πρεσβυώπων πρέπει να συνεργαστούν για να «ξανασυλλάβουν» τον κόσμο που αλλάζει ταχύτατα, ρευστοποιείται, εξαερώνεται, από-σχηματίζεται.
Είμαι σίγουρος, Βέρα, πως απ’ αυτή την οπτική διασταύρωση κάτι καλό θα βγει. Όχι μόνο για να «δούμε» τον κόσμο. Αλλά κυρίως να τον απαλλάξουμε από την α-σχημία του.
τύφλα...
ReplyDelete