Saturday, May 25, 2013

Πύλη ή κερκόπορτα;

(Από τη στήλη «Ελεύθερος Σκοπευτής», Επενδυτής, 25/5/2013)


Η όλη υπόθεση μου θυμίζει τον Φωτόπουλο στην ταινία του Σακελλάριου «Ούτε γάτα ούτε ζημιά», στον ρόλο του σταθμάρχη της Θυμαριάς, όπου εκτυλίσσεται ένα γαϊτανάκι συζυγικής απιστίας. Η Θυμαριά είναι ένα μικρό χωριό -μου είναι άγνωστο αν πράγματι υπάρχει- για το οποίο ο σταθμάρχης Φωτόπουλος θυμίζει με κάθε ευκαιρία ότι είναι «μικρό, αλλά κόμβος». Κάπως έτσι και η εκτός παγκοσμίου παραγωγικού και εμπορικού χάρτη Ελλάδα υποτίθεται ότι επιχειρεί να ανακτήσει τη θέση που είχε στο πέρασμα των αιώνων ως κόμβος μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Μικρά, παρηκμασμένη, υπερχρεωμένη, αλλά κόμβος. Ή πύλη, κατά την ορολογία που επισήμως υιοθέτησε ο πρωθυπουργός στο Πεκίνο και στη Σανγκάη. Για την ακρίβεια πύλη της Κίνας προς την Ευρώπη.

Θεμιτή η φιλοδοξία, αλλά πρέπει να σκεφτεί κανείς τα χωροταξικά, τα γεωοικονομικά, τα γεωπολιτικά και τα λοιπά όριά της. Για πόσους και ποιους «περαστικούς» η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει πύλη; Πύλη τις Κίνας, του εργοστάσιου του κόσμου, προς τη Δύση και αντιστρόφως. Ενεργειακή πύλη της Ρωσίας προς την Ευρώπη, αλλά και πύλη για το αζερικό αέριο προς τον ίδιο προορισμό. Πύλη, ή για την ακρίβεια κόμβος, των δικτύων μεταφοράς, εμπορευματικών και επιβατικών, από ανατολάς προς δυσμάς και τούμπαλιν. Και για να μην ξεχνιόμαστε, η Ελλάδα παραμένει βασική πύλη για τα μεταναστευτικά ρεύματα της Ασίας και της Αφρικής προς τη Δύση, ρεύματα τα οποία κατά κανόνα τροφοδοτεί η Δύση με τις πολεμικές και αποικιοκρατικές αθλιότητες στις οποίες συχνότατα επιδίδεται στην Ανατολή. Σημειωτέον, επίσης, ότι η Ελλάδα παραμένει πάντα πύλη, τουλάχιστον εφεδρική, για τις εκστρατευτικές εξόδους του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ προς Ασία και Αφρική. Επίσης, αντιμετωπίστηκε στο παρελθόν ως πύλη για την οικονομική επέκταση της Ευρώπης στα Βαλκάνια, αλλά και ως πύλη εισόδου των μεταναστευτικών πληθυσμών που εξόρισε η «ανασυγκρότηση» των Βαλκανίων και των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.

Το να γίνει μια χώρα «πύλη» ακούγεται ελκυστικό, προνομιακό. Υπόσχεται πλούτο, υπεραξίες, επενδύσεις, απασχόληση και εισόδημα. Ενέχει, ωστόσο, και τον κίνδυνο να τη μετατρέψει σε κέντρο διερχομένων. Το Χρηματιστήριο, για παράδειγμα, είναι εδώ και εβδομάδες μια «πύλη» κεφαλαίων που περνούν, κάνουν την αρπαχτή τους και εξαφανίζονται. Τίποτα δεν έρχεται για να μείνει ή έστω να σταθμεύσει για λίγους μήνες. Το τραπεζικό σύστημα, επίσης, εδώ και τρεις δεκαετίες χρησιμοποιήθηκε ως «πύλη» από την οποία πέρασαν κεφάλαια πολλών δισεκατομμυρίων, και σ’ αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό το χρηματοπιστωτικό big bang, από το οποίο σήμερα έχει απομείνει μόνο μια ισχνή σκιά. Τα δεκάδες δισεκατομμύρια των ΚΠΣ που ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’90 πέρασαν επίσης από την «πύλη» της ελληνικής οικονομίας και σήμερα δεν έχουν απομείνει παρά ελάχιστα ίχνη τους. Και το ολυμπιακό πάρτι του 2004 χρησιμοποιήθηκε ως μια τεράστια «πύλη» από κατασκευαστικούς και τεχνολογικούς κολοσσούς, αλλά τα δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ που πέρασαν από το κατώφλι του απλώς διεύρυναν τη μαύρη τρύπα του χρέους.

Το να επιλέγει μια χώρα να γίνει «πύλη» δεν επιφέρει αυτονόητα αγαθά. Μπορεί να επισωρεύει και δεινά. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο παραδείγματα παγκόσμιων «πυλών» που πλήρωσαν το προνόμιό τους με πολύχρονη αποικιοκρατία, συρράξεις, στρατιωτικές επεμβάσεις, πραξικοπήματα. Οι διώρυγες του Σουέζ και του Παναμά, τεχνητές πύλες τις διεθνούς ναυτιλίας και δίκτυα κατάκτησης των παγκόσμιων αγορών από τις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες, υπήρξαν ταυτόχρονα πυλώνες της αποικιοκρατίας για τους Αιγύπτιους και τους Παναμέζους. Οι δυο χώρες πλήρωσαν ακριβά, και μάλιστα αιματηρά, το προνόμιό τους.

Από πολλές απόψεις κάτι ανάλογο συνέβη και με το νεότερο ελληνικό κράτος. Η υποστήριξη της συγκρότησής του από τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις σχετίζεται ακριβώς με το γεγονός ότι το αντιμετώπιζαν σαν μοναδική γεωγραφικά πύλη για τις οικονομικές, αποικιοκρατικές και επεκτατικές βλέψεις τους. Έστω κι αν οι βλέψεις αυτές ήταν ανταγωνιστικές -τα σχέδια της βρετανικής αυτοκρατορίας, της Ρωσίας και της Γαλλίας συγκρούονταν στην κατανομή της ισχύος και της επιρροής στη διαμελιζόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία-, ευνόησαν την απελευθέρωση και τη συγκρότηση κράτους. Ωστόσο, το γεγονός ότι το κράτος αυτό παρέμεινε βασικά μια «πύλη», μια συμπληρωματική στις ισχυρές χώρες κρατική οντότητα και οικονομία, χωρίς ουσιώδη πολιτική και οικονομική αυτονομία, εξηγεί πολλές από τις αιματηρές περιπέτειες που διατρέχουν την ελληνική ιστορία από τα τέλη του 19ου και μετά. Ίσως και μέχρι τις μέρες μας, στους μνημονιακούς σκοτεινούς χρόνους.

Το αντεπιχείρημα που ενδεχομένως θα ακουστεί από τους ζηλωτές της μετατροπής της Ελλάδας σε «πύλη» είναι ότι ο ελλαδικός χώρος υπήρξε τέτοια πύλη ανέκαθεν. Από τους μυκηναϊκούς χρόνους και μετά, αυτή η έντονα διαμελισμένη κόγχη της Μεσογείου με τις δεκάδες νησιωτικές γέφυρες, που καθιστούσαν ασφαλέστερο ένα ναυτικό ταξίδι από την Πύλο στη Βόρεια Αφρική ή από τη Σικελία στα μικρασιατικά παράλια, αποτελεί τη σταθερή «πύλη» επικοινωνίας Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου. Ορθό, με τη διαφορά ότι ταυτόχρονα αποτέλεσε διαδοχικά την ενδοχώρα πολιτικά ισχυρών και οικονομικά ανθηρών ηγεμονιών ή αυτοκρατοριών επί σχεδόν 3.000 χρόνια, με μακρά σκοτεινά διαλείμματα, βεβαίως. Η αθηναϊκή θαλασσοκρατορία, η αλεξανδρινή αυτοκρατορία, τα ελληνιστικά βασίλεια, η ρωμαϊκή, η βυζαντινή και η οθωμανική αυτοκρατορία, με διακυμάνσεις και διαβαθμίσεις, προσέδιδαν στον ελλαδικό χώρο όχι απλά τον χαρακτήρα μιας «πύλης», αλλά μιας οικονομικής και κοινωνικής οντότητας που δεν εξαρτιόταν θανάσιμα από τους κύκλους της παγκόσμιας οικονομίας και του διεθνούς εμπορίου.

Επομένως, ακόμη κι αν κάποιος θεωρήσει σήμερα ως λύση ανασυγκρότησης τη μετατροπή της Ελλάδας σε πύλη του διεθνούς εμπορίου, ακόμη κι αν μετατρέψει όλα τα λιμάνια σε «πάρκινγκ» εμπορευματοκιβωτίων στη διαδρομή τους από την Ανατολή προς τη Δύση και αντίστροφα, ακόμη κι αν διαθέσει όλα τα μεταφορικά δίκτυα, τις σιδηροδρομικές ράγες, τους οδικούς άξονες, τα αεροδρόμια, το έδαφος από το οποίο περνούν αγωγοί πετρελαίου και αερίου, αυτό δεν εξασφαλίζει μακρόχρονη επιβίωση. Η μετατροπή μιας χώρας σε «διάδρομο» αγαθών και κεφαλαίων με τους σημερινούς όρους δεν αποτελεί παρά συγκεκαλυμμένη μορφή αποικιοποίησης μιας οικονομίας χωρίς έναν ελάχιστο παραγωγικό ιστό. Εκτός από κούληδες, βαστάζοι και σερβιτόροι, οι Έλληνες κάτι πρέπει να παράγουμε στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα. Πολύ περισσότερο που διαθέτουμε μια πολλά υποσχόμενη γη, με ό,τι αυτή περιλαμβάνει στο υπέδαφος και στην επιφάνειά της, κάτω από τη θάλασσα και στον αφρό της.

Το λέει, άλλωστε, και η Μέρκελ -«δεν νοείται χώρα χωρίς βιομηχανικό τομέα»-, με τη διαφορά ότι είναι η ίδια η χώρα που πρέπει να επιλέγει το είδος παραγωγικής δραστηριότητας που την καθιστά απαραίτητη κι όχι συμπληρωματική στις οικονομίες των ηγεμόνων της.

Χωρίς αυτή την προϋπόθεση, το «όραμα» της μετατροπής της Ελλάδας σε πύλη της Κίνας, της Ρωσίας, της Γερμανίας και οποιουδήποτε άλλου εξελίσσεται σε μια αποδοχή της νέας αποικιοποίησής της. Εκτός από αποικία χρέους, η ελληνική οικονομία προορίζεται για μια κανονική εμπορευματική αποικία, με τους όρους της σκληρής αποικιοκρατίας των προηγούμενων αιώνων. Το πλεονέκτημα της πύλης μετατρέπεται σε μια κερκόπορτα άλωσης της επικράτειας, των υποδομών της, του πλούτου της και των ανθρώπων της. Αν μάλιστα ο αποικισμός συνεχιστεί με τους κινεζικούς όρους απασχόλησης που φημολογείται πως επικρατούν στο λιμάνι του Πειραιά ή τους όρους «απελευθέρωσης» της αγοράς εργασίας που επιβάλλει η τρόικα (οποία αγαστή συνέργεια!), τότε η «πύλη» της Ανατολής για τη Δύση, και αντιστρόφως, για τους ιθαγενείς καταλήγει απλώς μια πύλη για την κόλαση.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Mεσόγειο τη λεν και παίζουνε γυμνά

παιδιά με μαύρα μάτια, αγάλματα πικρά

Γέννησε τους Θεούς, τον ίδιο το Χριστό,

το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τον καιρό.

Μεσ’ τη Μεσόγειο



Το αίμα τους αιώνες σκάλισε εκεί

τα βράχια και τους κάβους και τη βαθιά σιωπή.

Νησιά σαν περιστέρια, αιώνιες φυλακές,

το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τις βροχές.

Μεσ’ τη Μεσόγειο…



Οι κάμποι κι οι ελιές χάνονται στη φωτιά,

τα χέρια μένουν μόνα κι άδεια τα κορμιά.

Λαοί της συμφοράς και πίκρα του θανάτου,

το καλοκαίρι εκεί δε χάνει τα φτερά του.

Μεσ’ τη Μεσόγειο…



Εδώ, στη λίμνη αυτή γεννήθηκα κι εγώ.

Mεσόγειος του φόβου και των πικρών καιρών.

Τα όνειρα που ’παίζαν στα βαθιά νερά

γινήκαν δέντρα μόνα στα ξερά νησιά.

Μεσ’ τη Μεσόγειο…



Τον Παρθενώνα κρύβουν σύννεφα βαριά.

Στην Ισπανία εχάθη η λέξη «λευτεριά».

Πάντα η Αθήνα μένει όνειρο πικρό.

Το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τον καιρό.

Μεσ’ στη Μεσόγειο…


Δημήτρη Χριστοδούλου, «Μεσόγειος» (Μουσική Ζορζ Μουστακί)





Saturday, May 18, 2013

Οι επόμενες φούσκες


(Από τη στήλη "Ελεύθερος Σκοπευτής", Επενδυτής, 18/05/2013)



 
Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά, πατέρα; Γιατί οι «φίτσιδες», οι «μούντιδες» και οι «εσεντπίδες» ξαφνικά αγαπάνε Ελλάδα; Γιατί οι Ευρωπαίοι χαρτογιακάδες αλληλοσυγχαίρονται για τα success stories του στην άτακτη περιφέρεια; Γιατί τα χρηματιστήρια της κολλημένης στην ύφεση Γιουρολάνδης κάνουν πάρτι μέρα παρά μέρα και ανταγωνίζονται σε ρεκόρ; Γιατί οι πολύφερνοι ξένοι επενδυτές ανακάλυψαν ακόμη και το χαροξεχασμένο από το 2000 ελληνικό Χρηματιστήριο; Γιατί γίνονται ανάρπαστα τα κουρελόχαρτα των διασωληνωμένων στην εντατική της κρατικής διάσωσης τραπεζών; Γιατί η μητέρα όλων των αγορών Wall Street καταρρίπτει το ένα ιστορικό ρεκόρ μετά το άλλο; Πώς δικαιολογείται ο υπερδιπλασιασμός του «Ντάου Τζόνι» από το 2009 μέχρι σήμερα; Αντιστοιχεί αυτή η έκρηξη στην ισχνή αμερικανική ανάκαμψη, μετά βίας πάνω από το 1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την πενταετία της κρίσης; Τι χρηματοδοτεί τελικά η πλημμυρίδα χρήματος που εκπορεύτηκε από τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου -7 τρισ. δολάρια και συνεχίζουν!- από το 2008 και εντεύθεν; Την ανάκαμψη, την απασχόληση, το εισόδημα, το δημοσιονομικό καθαρτήριο της Μέρκελ ή μήπως ένα ανελέητο κερδοσκοπικό παιχνίδι που τρέφει την επόμενη φούσκα;
Όσοι έχουν χάψει το παραμύθι ότι αυτή τη φορά η καινούργια φάση «δημιουργικής καταστροφής» του καπιταλιστικού σύμπαντος θα έχει κάτι βαθιά εξυγιαντικό, καλό θα είναι να κρατήσουν λίγη από την όρεξή τους για τη συνέχεια. Θα σερβιριστεί και γλαρόσουπα. Το ίδιο ισχύει για όσους έχουν καταπιεί αμάσητη την προτεσταντική φλυαρία της γερμανικής ελίτ και όσων την περιβάλλουν περί κοπής του ομφαλίου λώρου κρατικού και τραπεζικού χρέους και τα άλλα χαριτωμένα για ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, φόρο στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, «λουκέτο» στους φορολογικούς παραδείσους και «αμείλικτο κυνήγι» της φοροδιαφυγής. Δεν λέω ότι είναι ανύπαρκτες οι σχετικές καλές προθέσεις, αλλά ως γνωστόν με τέτοιες είναι σπαρμένος και ο δρόμος προς την κόλαση. Και να μην έχετε αμφιβολίες ότι βαδίζουμε σε άλλο δρόμο, εκτός απ’ αυτόν.
Ωστόσο, το ερώτημα που προκύπτει από την κραυγαλέα αντίθεση ανάμεσα στον πολλαπλό οργασμό των αγορών και την έρπουσα πραγματική οικονομία, τουλάχιστον στην καπιταλιστική Δύση και πρωτίστως στην αληθινά Γηραιά (άρα, καταδικασμένη στο μοιραίο) Ήπειρο, είναι βάσιμο. Αφού τα θεμελιώδη δεδομένα των οικονομιών και των επιχειρηματικών κολοσσών της Ευρώπης και των ΗΠΑ είναι επιεικώς  άθλια, τουλάχιστον με βάση τα κριτήρια της νεοφιλελεύθερης οικονομικής ορθοφροσύνης, γιατί οι «επενδυτές» τα επιβραβεύουν γενναιόδωρα; Μήπως τα πράγματα έχουν αντιστραφεί και δεν το πήραμε είδηση; Μήπως τον ανταγωνισμό της ανάπτυξης, της μεγέθυνσης και της πλήρους απασχόλησης τον αντικατέστησε κάποιο πρωτάθλημα ύφεσης, ανεργίας και αποεπένδυσης; Τότε η Ελλάδα δικαιούται το έπαθλο. Είναι η υπερδύναμη της κρίσης.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν συμβαίνει κάτι παράταιρο και ξένο προς τη φύση του καπιταλιστικού κινητήρα. Η αντίφαση στην οποία έχουν χαθεί οι πολιτικοί σχεδιαστές του νέου «υγιούς», απαλλαγμένου από ακραία κερδοσκοπία, φούσκες και εικονικό πλούτο, καπιταλισμού είναι η αδυναμία τους να κατανοήσουν τις κρίσεις υπερσυσσώρευσης. Η «μαρξίστρια» Μέρκελ, που πάντρεψε γλυκά τα «απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας» από την FDJ με τα ταχύρρυθμα μαθήματα «προτεσταντικού καπιταλισμού» πλάι στον Κολ, φιλοδοξεί να σκάσει όσο το δυνατό περισσότερες από τις φούσκες που καταδυναστεύουν τον «παραγωγικό καπιταλισμό»: τη χρηματοπιστωτική, τη φούσκα των ακινήτων, τη φούσκα του κρατικού και ιδιωτικού χρέους, τη νομισματική φούσκα, την τεράστια φούσκα ενεργητικού του καπιταλιστικού κόσμου που στο τέλος αυτής της δεκαετίας υπολογίζεται πως θα ξεπεράσει τα 100 τρισ. δολάρια. Αλλά, για να σκάσει αυτή η φούσκα, θα πρέπει να μηδενιστεί το κοντέρ, να σταματήσει να δουλεύει εντελώς η «μηχανή». Όπερ αδύνατον.
Γιατί αυτό; Η δημιουργία πλούτου με διαρκή οικονομική μεγέθυνση και με αδιαπραγμάτευτο κίνητρο το κέρδος γεννά αυτό που αποκαλείται πλεονάζουσα ρευστότητα κεφαλαίου. Αυτοί που κατέχουν αυτή τη ρευστότητα, εφόσον θέλουν να παραμείνουν καπιταλιστές, πρέπει να επανεπενδύσουν ένα μέρος της με τρόπο και σε σφαίρες που τους αποδίδει κέρδος. Και τώρα πια έχουν να ανταγωνιστούν σ’ αυτό το πεδίο όχι τον ανταγωνιστή της γειτονιάς τους, της περιφέρειάς τους σε ακτίνα μερικών χιλιομέτρων ή της χώρας τους. Αλλά χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια κατόχους πλεονάζουσας ρευστότητας που αναζητούν περισσότερες και μεγαλύτερες αγορές σ’ όλον τον πλανήτη. Ωστόσο, ο πλανήτης των κατόχων ρευστότητας είναι και ενδιαίτημα υποαμειβόμενων μισθωτών και αδύναμων καταναλωτών. Και γι’ αυτό έχει όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες να απορροφήσει επενδυτικά την πλεονάζουσα ρευστότητα. Θα χρειαζόταν ένας παγκόσμιος μέσος ρυθμός ανάπτυξης τουλάχιστον 5%, όσος ήταν όλη τη μεταπολεμική περίοδο, για να αποδώσει ένα εύλογο κέρδος η επανεπένδυση ενός αντίστοιχου μέρους του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Με έναν ρυθμό ανάπτυξης 3% και κάτω, και τόσο άνισα κατανεμόμενο στον κόσμο, με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες καθηλωμένες στην ύφεση και την αμερικανική στην υποκατανάλωση, το πράγμα στραβώνει. Οι κάτοχοι του πλεονάζοντος κεφαλαίου έχουν, λοιπόν, δύο επιλογές: ή να ξεχάσουν ότι είναι καπιταλιστές, να παραιτηθούν από κάθε φιλοδοξία αύξησης κέρδους και να ξεκοκαλίσουν τα έτοιμα – που η αλήθεια είναι πως τους φτάνουν και για τα τρισέγγονα τους. Ή να ακολουθήσουν τη «φύση» τους, αναζητώντας εναλλακτικές πηγές κερδοφορίας. Η εικονική πραγματικότητα του χρήματος και των παραγώγων του σε κάθε δυνατή μορφή είναι η ιδεώδης εναλλακτική. Εξ ου και ο φλογερός έρωτας για τις μετοχές ακόμη και επιχειρηματικών κουφαριών, η λατρεία για τα ομόλογα ακόμη και της υποσαχάριας Αφρικής, το κυνήγι των κρατικών επιχειρήσεων που ξεπουλιούνται για μια τηγανιά πατάτες, οι τιτλοποιήσεις κάθε είδους μελλοντικής αξίας που, προς το παρόν, υπάρχει μόνο στη διεστραμμένη φαντασία τους ή το πάθος για την τέχνη – όσο πιο αφηρημένη και ακατάληπτη τόσο περισσότερα σκάνε γι’ αυτήν (60 εκατ. δολάρια για έναν Τζάκσον Πόλοκ έσκασε προ ημερών στη Νέα Υόρκη ένας ζαμπλουτίδης. Πού θα τον βάλει; Στο WC των επισκεπτών;).  Εν ολίγοις, η διέξοδος για την πλεονάζουσα ρευστότητα κεφαλαίου είναι οι φούσκες του εγγύς μέλλοντός μας.
Κατά πώς έλεγε και ο θείος Κάρολος -τον οποίο η «μαρξίστρια» Μέρκελ είναι απίθανο να είχε καταλάβει από τα μαρξιστικά ακτίφ της FDJ στην Ανατολική Γερμανία- κατά την περίοδο της ανάπτυξης ο κάτοχος κεφαλαίου λατρεύει τα χειροπιαστά αγαθά, ενώ την περίοδο της κρίσης αναγνωρίζει το άυλο χρήμα ως μοναδικό πλούτο: «Μόλις πριν από λίγο ο μεθυσμένος από τη βιομηχανική άνθηση αστός διακήρυσσε ότι το χρήμα είναι κούφια ιδέα και ότι “μόνο το εμπόρευμα είναι χρήμα, μόνο το χρήμα είναι εμπόρευμα!” – αυτή η φωνή αντηχεί τώρα πάνω από την παγκόσμια αγορά». Πώς τα ’λεγε, όμως, ο άτιμος! Σαν να είχε ακούσει τον Μπερνάνκι της Fed, τον Κουρόντα της BoJ ή τον Ντράγκι της ΕΚΤ, που με τις ποσοτικές τους χαλαρώσεις και τις ανακυκλώσεις εικονικής ρευστότητας θεωρούν ότι χτυπούν φλέβες πλούτου, όπως ο Μωυσής χτυπούσε τον βράχο κι ανάβλυζε νερό. Η ίδια ψευδαίσθηση οδηγεί μονεταριστές και νεοκεϊνσιανούς να διαπληκτίζονται πάνω στην «κούφια ιδέα του χρήματος» και να ανταγωνίζονται στα τρικ με τα οποία θα το δημιουργήσουν σε νέα αφθονία και σε νέες, ευφάνταστες, τοξικές μορφές.   
Είναι μάλλον απίθανο να αφήσει ασυγκίνητους τους κατόχους της πλεονάζουσας ρευστότητας αυτή η γενναιόδωρη προσφορά. Γύρω από τον πυρήνα χρήματος που προσπαθούν να «γεννήσουν» οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες για να τροφοδοτήσουν μια επενδυτική ανάκαμψη στήνονται οι επόμενες φούσκες: εταιρικά και κρατικά ομόλογα, μετοχές, μυστήριοι τζογαδόρικοι τίτλοι, ψηφιακά νομίσματα, υποθηκεύσεις της σοδειάς που δεν ξέρουμε αν θα μαζευτεί και πετρελαίου που δεν ξέρουμε αν ποτέ θα εξορυχθεί.
Τελικά, ίσως η χειρότερη φούσκα που μας απειλεί δεν είναι αυτή στην οποία δίνουν κάθε ανάσα τους οι κυνηγοί του κέρδους. Αλλά η φούσκα την οποία συνθέτουν οι πολιτικοί σχεδιαστές που θαρρούν πως μπορούν να απαλλάξουν τον καπιταλισμό από τις φούσκες και τον τοξικό τους αέρα.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Τα τελευταία 40 χρόνια, τα οργανωμένα θεσμικά πλαίσια αυτής της αντίστασης στην εξαχρειωτική αποστολή του κεφαλαίου έχουν συντριβεί, αφήνοντας πίσω τους ένα αλλόκοτο μείγμα παλιών και νέων θεσμών…, οι οποίοι δυσκολεύονται να αρθρώσουν μια συγκροτημένη ένσταση ή ένα συνεκτικό εναλλακτικό πρόγραμμα. Πρόκειται για μια κατάσταση που προμηνύει συμφορές τόσο για το κεφάλαιο όσο και για τον λαό. Οδηγεί σε μια πολιτική του τύπου «μετά από μένα το χάος», στην οποία οι πλούσιοι φαντασιώνονται ότι μπορούν να αποπλεύσουν ασφαλείς, με τις πάνοπλες και γεμάτες προμήθειες κιβωτούς τους(…), αφήνοντας εμάς τους υπόλοιπους να τα βγάλουμε πέρα με τον κατακλυσμό. Ωστόσο, οι πλούσιοι δεν θα μπορέσουν ποτέ να επιπλεύσουν σε έναν κόσμο φτιαγμένο από το κεφάλαιο, διότι πλέον στην κυριολεξία δεν υπάρχει κρυψώνα γι’ αυτούς.
Ντέιβιντ Χάρβεϊ, «Το αίνιγμα του κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού»


Saturday, May 11, 2013

Χωριά

(Επενδυτής, 11/5/2013)



Κατά βάση είμαι παιδί της πόλης – παιδί, βέβαια, δεν με λες πια, αλλά της πόλης είμαι σίγουρα. Αν και διαθέτω τόπο καταγωγής στην ύπαιθρο, ουδέποτε τον υιοθέτησα ως ιδιαίτερη πατρίδα, κι αυτός με τη σειρά του μάλλον δεν με αναγνώρισε ως γνήσιο τέκνο του. Η Αθήνα είναι η μόνη  διαθέσιμη ιδιαίτερη πατρίδα μου, μ’ όλη τη γοητεία και την αποκρουστικότητά της. Παρ’ όλα αυτά, ζηλεύω όσους αναφέρονται με τρυφερότητα και νοσταλγία στις ιδιαίτερες πατρίδες τους κι έχουν να αφηγηθούν κάτι ιδιαίτερο για τους δεσμούς τους μ’ αυτές. Ίσως αυτή η ζήλεια είναι κι ο λόγος που εδώ και πολλά χρόνια έχω αποδεχθεί μάλλον αδιαμαρτύρητα έναν εξ αγχιστείας δεσμό με την ιδιαίτερη πατρίδα της συμβίας μου, κάπου στη Ρούμελη – δεν έχει σημασία πού ακριβώς. Δυο με τρεις φορές τον χρόνο βρισκόμαστε για λίγα εικοσιτετράωρα εκεί, οικογενειακώς. Η συνήθεια επαναλήφθηκε το Πάσχα, στις γνωστές συνθήκες πρώιμου γαϊδουροκαλόκαιρου που μας έκαναν όλους κατά τι πιο ευτυχείς απ’ όσο μας επιτρέπει η τρόικα.

Όσοι τυχαίνει και επισκέπτονται τα χωριά τους και τις κωμοπόλεις -εξ αίματος ή εξ αγχιστείας ιδιαίτερες πατρίδες τους- εκτός εορταστικών περιόδων ή θέρους, έρχονται αντιμέτωποι με τη θλιβερή τους παρακμή. Ιδιαίτερα στην ηπειρωτική Ελλάδα, στις περιοχές που δεν διαθέτουν τα συμβατικά τουριστικά θέλγητρα και ζουν από τη γεωργία, την κτηνοτροφία ή ό,τι έχει απομείνει από αυτά, τρομάζει κανείς από τα κλειστά ή εγκαταλελειμμένα σπίτια, από την απουσία νέων και παιδιών, από την ανησυχητική συχνότητα που η καμπάνα της εκκλησίας αναγγέλλει πένθιμα την προϊούσα δημογραφική κρίση της περιφέρειας. Το φαινόμενο είναι παλιό, υπόθεση μισού και πλέον αιώνα, για να το παρατηρήσουμε μόλις τώρα. Η κρίση, ωστόσο, το υπογραμμίζει διπλά. Προφανώς, το χωριό μετατρέπεται και σε ένα είδος κοινωνικού κρυψώνα για ένα μέρος των ανέργων που εκτοπίζονται από τις πόλεις. Αλλά, αυτό δεν γίνεται παράγοντας αναζωογόνησής του. Αντιθέτως, μπορεί και να ενισχύει τη θλίψη που εκπέμπει. 
Στις γιορτές, ωστόσο, η εικόνα αλλάζει ριζικά. Τα ΜΜΕ την παρατηρούν από απόσταση κι απ’ την ανάποδη. Καταγράφουν την έξοδο από τις πόλεις, αλλά σπάνια τη μαζική είσοδο που συντελείται στα χωριά. Απεικονίζουν τις άδειες πόλεις, αλλά σχεδόν ποτέ τα γεμάτα από κόσμο χωριά. Σιωπηλά και σκοτεινά σπίτια φωτίζονται, γεμίζουν φωνές, στενοί χωριάτικοι δρόμοι πήζουν από αυτοκίνητα -με κάμποση από την αλαζονεία της πόλης στις λαμαρίνες τους-, οικογένειες ανασυντίθενται, τρεις, καμιά φορά και τέσσερις γενιές ανιόντων και κατιόντων συγγενών στριμώχνονται γύρω από μεγάλα τραπέζια, έρχονται οι φοιτητές από τις πανεπιστημιουπόλεις, φτάνουν και τα παιδιά που εργάζονται στις πόλεις, να και οι απρόθυμοι σνομπ έφηβοι με τα αξεσουάρ της ψηφιακής αποχαύνωσης στα χέρια, παρέες ξανασμίγουν στις πλατείες, διηγήσεις νεανικών ανδραγαθιών, εκμυστηρεύσεις ερωτικών περιπετειών, οικτιρμοί της κοινής τροϊκανής μοίρας, απολογισμοί περικοπών στους μισθούς, εναγώνιες ερωτήσεις για καμιά δουλειά, ό,τι να ’ναι,  βρισίδι στους πολιτικούς, πίτες με φύλλο ανοιγμένο στο χέρι και χόρτα από τον κήπο, κρασιά και τσίπουρα ιδιωτικής παραγωγής, ο μόσχος και η κότα και η γίδα η σιτευτή, το αυγό με τη ζέστη της πουλάδας ακόμη στο τσόφλι, οι γεμάτες καφετέριες, τα τσιπουράδικα, οι περαντζάδες, τα κουτσομπολιά, οι ασπασμοί…
Αυτές οι ολιγοήμερες εκρήξεις ζωής στα χωριά και στις κωμοπόλεις που δεν έχουν τίποτα το τουριστικό αποκαλύπτουν μια ιδιομορφία της ελληνικής κοινωνίας. Παρά την αδιάλειπτη, μακρόχρονη και μαζική αστικοποίηση του πληθυσμού που οδήγησε σε έναν ακραίο υδροκεφαλισμό, σε σημείο ώστε σχεδόν το ήμισυ των κατοίκων της χώρας να συνωθείται στα πολεοδομικά συγκροτήματα Αττικής και Θεσσαλονίκης, οι δεσμοί με τις ιδιαίτερες πατρίδες παραμένουν παράδοξα ενεργοί. Οι πληθυσμοί που τρεις με τέσσερις φορές τον χρόνο επιστρέφουν στα χωριά συμπεριφέρονται σαν να βρίσκονται στον φυσικό τους χώρο, λες και ποτέ δεν έφυγαν απ’ αυτόν. Κι αυτό συμβαίνει σε κάποιο βαθμό ακόμη και σε δεύτερης ή τρίτης γενιάς εσωτερικούς μετανάστες, που υιοθετούν με σχετική ευκολία τις ιδιαίτερες πατρίδες των γονιών ή των παππούδων τους. Κάποιο ρόλο παίζει και η ιδιοκτησία, τα περιουσιακά δικαιώματα ή οι μικρής κλίμακας παράλληλες οικονομικές δραστηριότητες που διατηρούνται στο χωριό από εργαζόμενους της πόλης, οι οποίοι θέλουν να είναι και λίγο αγρότες μερικές μέρες τον χρόνο -για τις ελιές ή το παλιάμπελο-, αλλά τον κύριο ρόλο τον παίζει ακόμη ο οικογενειακός δεσμός, οι γηραιοί γονείς που περιμένουν τα παιδιά από την πόλη, η τελευταία γενιά γηγενών που λειτουργεί ως ομφάλιος λώρος ανάμεσα στα χωριά και στον αστικό πληθυσμό.
Διαμορφώνεται έτσι το παράδοξο, ενώ ο τυπικός πληθυσμός των αγροτικών περιοχών να αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 25% των κατοίκων της χώρας -συντηρούμενος κι αυτός σε έναν βαθμό από τους μετανάστες που υποκατέστησαν την τελευταία εικοσαετία τους τυπικούς ιδιοκτήτες της γης στην καλλιέργειά της-, ο ηθικός ή συναισθηματικός πληθυσμός των χωριών, αν επιτρέπεται ο όρος, να διατηρείται στα επίπεδα της δεκαετίας του 1950, δηλαδή σχεδόν στο 50% του συνολικού πληθυσμού. Γι’ αυτό και η δεύτερη ή τρίτη ερώτηση που ακούγεται στο πλαίσιο της κοινωνικότητας των κατοίκων των πόλεων είναι το «από πού είσαι». Ίσως αυτή η ερώτηση να υποκρύπτει και μια παρεπόμενη: «πού θα επιστρέψεις».
Αυτή η πραγματικότητα, εμπειρικά διαπιστωμένη, εμπεριέχει και κάποιες δυνατότητες. Η συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις, ιδιαίτερα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, λειτουργεί αντικειμενικά ως πολλαπλασιαστής και μεγεθυντής της κρίσης. Οι οικονομικές δομές που συγκεντρώθηκαν στα αστικά κέντρα και γύρω από αυτά για να αξιοποιήσουν το φθηνό, ανειδίκευτο δυναμικό που συσσωρευόταν επί δεκαετίες εκεί, εύκολα κατέρρευσαν υπό το βάρος της πρωτοφανούς ύφεσης. Η μεγαλούπολη επιταχύνει τρομακτικά και χαοτικά τις επιδράσεις της βίαιης αναδιάρθρωσης στην απασχόληση, στην κατανάλωση, στα εισοδήματα, στις περιουσίες, στις αποταμιεύσεις. Το χωριό επιβάλλει μια βραδύτητα στην ίδια διαδικασία, βραδύτητα που σχετίζεται ακόμη και με τον κύκλο των εποχών και της φύσης. Ακόμη και η βραδύτητα κυκλοφορίας του χρήματος, που οφείλεται στο ότι πολλές συναλλαγές γίνονται ακόμη χωρίς αυτό, με αντιπραγματισμό, αντισταθμίζει την έλλειψή του.

 Αυτές οι παρατηρήσεις δεν είναι προϊόν κάποιας διάθεσής αναχωρητισμού και φυγής. Είναι απίθανο να κρυφτούμε από την  κρίση και τον μνημονιακό διωγμό, ακόμη κι αν καταφύγουμε όλοι στα χωριά ή πάρουμε τα βουνά. Στην καλύτερη περίπτωση θα επιτύχουμε να εξαγάγουμε εκεί τα χειρότερα συμπτώματα της κρίσης. Ωστόσο, τίθεται το ερώτημα αν μπορούν να αξιοποιηθούν οι βαθιοί δεσμοί που διατηρεί ακόμη ο αστικός πληθυσμός με την περιφέρεια, με το χωριό. Αναρωτιέται κανείς τι θα συνέβαινε αν όλος αυτός ο κόσμος που στις γιορτές πλημμυρίζει τα έρημα, γερασμένα χωριά επέλεγε να τα επανεποικίσει. Ένα πρώτο, ορατό αποτέλεσμα θα ήταν η αχρήστευση της διοικητικής μεταρρύθμισης που επιλέγει τη συγκέντρωση και την αστικοποίηση έναντι της αποκέντρωσης. Ένα δεύτερο αποτέλεσμα θα ήταν μια αντιστροφή στην άνιση σχέση ανάμεσα στην προσφορά και στη ζήτηση εργασίας, ιδιαίτερα αν σ’ αυτή την εσωτερική μετανάστευση περιλαμβανόταν το μορφωμένο και εξειδικευμένο δυναμικό των πόλεων. Κι ένα τρίτο, ίσως το σημαντικότερο, θα ήταν ένας συλλογικός αναστοχασμός πάνω στο παραγωγικό μοντέλο που ταιριάζει σ’ αυτή τη χώρα, αυτό που χρεοκόπησε καταστρέφοντας και τα χωριά και τις πόλεις και τους βίαια και άναρχα διαμορφωμένους πληθυσμούς τους.
Μπορεί το γερμανικό σχέδιο για τον μετασχηματισμό του ευρωπαϊκού Νότου να προβλέπει ότι δεν νοείται οικονομία της Ε.Ε. χωρίς έναν στοιχειώδη βιομηχανικό τομέα, όπως συχνά διακηρύσσει η κ. Μέρκελ, κι αυτό να έχει βάση. Αλλά, πολύ περισσότερο, μπορεί να αντιτείνει κανείς, δεν νοείται οικονομία χωρίς πυρήνα παραγωγής τροφής. Και σ’ αυτό τα χωριά, ιδιαίτερα τα μεσογειακά χωριά, κι ακόμη πιο ιδιαίτερα τα ελληνικά χωριά, με τους ζωντανούς ακόμη συναισθηματικούς δεσμούς των προσωρινών, εορταστικά παλιννοστούντων πληθυσμών τους, έχουν ένα αναντικατάστατο συγκριτικό πλεονέκτημα. Δεν λέω πως όλοι θα γίνουμε νεοφώτιστοι βουκόλοι και αδέξιοι καλλιεργητές. Αλλά η εναλλακτική της μετατροπής του πληθυσμού σε φθηνό πληβειακό δυναμικό για πιθανούς αλά καρτ επενδυτές ή σε εξειδικευμένους μετανάστες είναι προοπτική παραγωγικής και κοινωνικής παρακμής. Μερικές φορές πρόοδος μπορεί να σημαίνει να επιστρέφεις. Να κάνεις βήματα πίσω.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ήρθε μια βλάχα απ’ το βουνό/ στην ξελογιάστρα Αθήνα,/ άφησε αρνιά και έλατα /για να περάσει φίνα. /Μα όταν έφτασε/ η δόλια στην πόλη,/ την κοροϊδεύανε/ στον δρόμο όλοι/ γιατί φορούσε/ μακρύ φουστάνι./ Γι’ αυτό την βλάχα/ το πείσμα την πιάνει./ Κοντή φουστίτσα φόρεσε,/ έκοψε τα μαλλιά της/ και έδειξε τα κάλλη της/ κι όλη την ομορφιά της./ Τώρα μοντέρνα/ η βλάχα γυρνάει, /μα ούτε ένας άνθρωπος/ δεν την κοιτάει./ Και έγινε η βλάχα μας/ χωρίς φουστάνι/ χαμένο πρόβατο/ σε ξένη στάνη. /Κανείς δεν της μιλούσε πια/ ξέχασε το όνομά της,/ κι άρχισε να σκέφτεται/ τα γιδοπρόβατά της./ Και στο χωριό της/ η βλάχα γυρνάει/ και μαύρη πέτρα/ πίσω πετάει,/ εκεί τη βγάζει/ ζωή και κότα/ στερνή μου γνώση/ να σε είχα πρώτα.

Νίκου Στρογγυλάκου, Βασίλη Χρυσανθακόπουλου, «Μια βλάχα στην Αθήνα» (καλαματιανός)

 

 

 

 

Friday, May 3, 2013

We rise up slowly

(Επενδυτής, 3/5/2013)

Παρά τον διακηρυττόμενο υλισμό μου, συλλαμβάνω όλο και πιο συχνά τον εαυτό μου να ρέπει στον μυστικισμό. Ίσως να είναι το επελαύνον γήρας, η εγγύτητα του θανάτου, με τον οποίο προσποιούμαι πως είμαι θαυμάσια εξοικειωμένος. Ανακαλύπτω μυστικές αναλογίες, λανθάνοντες συμβολισμούς ανάμεσα σε διακριτά κι ασύμβατα εκ πρώτης όψεως πράγματα. Αίφνης, γιατί η νονά Στανίση εισβάλλει με κατακόκκινη σατινέ τουαλέτα στον κήπο της Λαμπρής, στη διαφήμιση του Jumbo; Γιατί όχι πράσινη ή γαλάζια ή έστω σομόν τουαλέτα, να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα της συγκυβέρνησης και της υπεσχημένης Ανάστασης; Τι υποδηλώνει το κατακόκκινο; Είναι απλώς «κομποζέ» με το αιμάτινο κόκκινο των πασχαλινών αυγών ή είναι ένας υπαινιγμός για την επερχόμενη επανάσταση; Η Στανίση το ξέρει αυτό;
Αν υπάρχει αυτός ο υπαινιγμός, μου φαίνεται κοινότοπος και φθηνός. Αιώνες τώρα η ευχή «καλή Ανάσταση» συσσωρεύει τις προσδοκίες κάθε πικραμένου να εγερθεί ό,τι είναι πεπτωκός. Τα υπόδουλα έθνη παρακινούνταν μ’ αυτή την ευχή ν’ απαλλαγούν από τους δυνάστες τους, οι υποτελείς τάξεις από τους εκμεταλλευτές τους, οι καταπιεσμένες κοινωνίες από τα αυταρχικά καθεστώτα τους. Αλλά η ευχή είχε πάντα και πιο ιδιοτελείς χρήσεις. Ανάσταση εύχονται οι μέτοχοι για τα χρηματιστήρια, οι ομολογιούχοι για τις αποδόσεις των ομολόγων τους, οι επιχειρήσεις για τους τζίρους και τα κέρδη τους, οι υπουργοί Οικονομικών για το ΑΕΠ τους και τα φορολογικά τους έσοδα, οι απλοί άνθρωποι για τα εισοδήματα και τις περιουσίες τους. Ακόμη και οι μεσήλικες και άνω εύχονται πυκνότερες και συχνότερες αναστάσεις του μυϊκού σωλήνα που βρίσκεται στο μαλακό τους υπογάστριο – αλλά ας μη γίνω περισσότερο γλαφυρός επ’ αυτού.
Το πρόβλημα, όμως, με την ανάσταση είναι ότι προϋποθέτει τον θάνατο. Πάνε πακέτο. Αυτό βρίσκεται στη βάση του μυστικισμού του χριστιανικού και κάθε άλλου παρεμφερούς θρησκευτικού ή κοσμοθεωρητικού μύθου. Αναρωτιέμαι συχνά γιατί ήταν τόσο απαραίτητος ο φρικτός θάνατος του Ναζωραίου ώστε να αποδείξει την αθάνατη φύση του; Δεν μπορούσε απλώς να κυκλοφορεί αθάνατος ανάμεσά μας, να συνεχίζει την ύπαρξή του από γενιά σε γενιά, από αιώνα σε αιώνα, ως απτό, υλικό, αδιαμφισβήτητο παράδειγμα της πίστης που ήθελε να εδραιώσει; Όχι, γιατί αυτό θα είχε αποτελεσματικότητα μόνο αν καθιστούσε την αθανασία ιδιότητα κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Πράγμα που θα είχε ολέθριες παρενέργειες και θα ανάγκαζε τον Θεό σε αλλεπάλληλες αλλαγές του δημιουργικού του σχεδίου – όπως για παράδειγμα η ανακατασκευή του σύμπαντος και η δημιουργία άπειρων πλανητών παρόμοιων με τη Γη, ικανών να θρέψουν την αθάνατη ανθρωπότητα. Πολύ αντιοικονομικό, ακόμη και για τις απεριόριστες δυνατότητες ενός άχωρου και άχρονου Θεού. Ένα ικανοποιητικό υποκατάστατο, λοιπόν, είναι η εναλλαγή δημιουργίας και καταστροφής, πτώσης και ανόδου, θανάτου και ανάστασης. Αυτό το σχέδιο ο Ναζωραίος εφάρμοσε ακόμη και στον εαυτό του – πρόβλεψε ακόμη και την περίπτωση που οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι θα έδειχναν απροθυμία να τον συλλάβουν, εξ ου και μου φαίνεται πειστική η εκδοχή του κατά Ιούδα ευαγγελίου που παρουσιάζει εαυτόν ως εντολοδόχο του δασκάλου του, κι όχι αργυρώνητο προδότη. Ο θάνατος, η καταστροφή, ακόμη και στην πιο βίαιη και μαρτυρική τους εκδοχή, μεγεθύνουν τη σημασία της ανάστασης, τη θαυμαστή μεγαλοπρέπεια της αναδημιουργίας.
Όσο το σκέπτομαι, τόσο ανακαλύπτω μια μυστική, σχεδόν συνωμοτική αναλογία του χριστιανικού μύθου με τον ύστατο μύθο του καπιταλισμού. Τόσο που αναρωτιέμαι ποιος αποτελεί αλληγορία του άλλου. Εντάξει, υποθέτουμε ότι ο καπιταλισμός μόνο ως υποψία υπήρχε στα χρόνια του Χριστού, αλλά μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το δίπολο θάνατος- ανάσταση ήταν από τότε μια βολική διέξοδος για κάθε σύστημα ή καθεστώς που ήθελε να διαιωνίσει την ύπαρξή του σκορπώντας την καταστροφή.
 Οι περισσότεροι γκουρού του καπιταλισμού της αγοράς δηλώνουν με τη ζέση θεοσοφικών ότι, μετά και την κατάρρευση του ανύπαρκτου σοσιαλισμού, το οικονομικό μοντέλο τους έχει κερδίσει την αιωνιότητα. Δεν υπάρχει τίποτε εναλλακτικό να το διαδεχθεί, εκτός από τον αναγεννώμενο μέσω της δημιουργικής καταστροφής εαυτό του. Μπορεί ο Φουκουγιάμα να απέσυρε κακήν κακώς το «Τέλος της Ιστορίας» του, αλλά οι γεμάτοι με το πάθος και τον φανατισμό των πρώτων χριστιανών επίγονοί του προσπαθούν να εξηγήσουν με το ίδιο πανάρχαιο δίπολο θανάτου-ανάστασης την αναγκαιότητα της καταστροφής που συντελείται γύρω μας από το 2008 και μετά.
Ο Σουμπέτερ στάθηκε το πιο πρόσφορο θεωρητικό τους καταφύγιο. Η «δημιουργική καταστροφή» του ακούγεται εξίσου οξύμωρη με τον «ζωντανό θάνατο», αλλά αποτελεί μια παρηγορητική ερμηνεία της θανατηφόρας καταστροφής διά της οποίας ο καπιταλισμός επιχειρεί τη διαιώνισή του. Σε αδρές γραμμές, η εκτεταμένη καταστροφή θέσεων εργασίας, η εκτόξευση της ανεργίας, η καταστροφή περιουσιών, η συρρίκνωση κλάδων, το τσεκούρι σε εισοδήματα, μισθούς και δικαιώματα παρουσιάζονται σαν μια φυσική, μεταβατική διαδικασία θανάτου για να επανέλθει το σύστημα σε μια νέα περίοδο ηρεμίας, μοιράζοντας χαμόγελα, ευημερία και νέα ζωή. «Μην ανησυχείτε! Τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα. Μετά, σας περιμένουν απολαύσεις», είναι περίπου το μήνυμα. Πόσο διαφέρει αυτό από τον μεταθανάτιο παράδεισο του χριστιανισμού, που προϋποθέτει το μαρτύριο της επίγειας ζωής και τον θάνατο; Όχι και πολύ.
Φυσικά, όλα αυτά λέγονται και γράφονται ερήμην του «προφήτη» Σουμπέτερ, που υφίσταται την κακοποίηση κάθε προφήτη από τους πιστούς του. Πουθενά ο Σουμπέτερ δεν υποσχέθηκε διαιώνιση του καπιταλισμού – το αντίθετο, προέβλεψε τον θάνατό του, επειδή ο «ορθολογισμός» του έρχεται σε σύγκρουση με τον «ανορθολογισμό» της κοινωνίας. Έτσι νόμιζε τουλάχιστον… Αλλά ας το αντιπαρέλθω αυτό – έχω αφήσει και μια Στανίση στημένη με την κόκκινη τουαλέτα της να γυρίζει το αρνί.
Ακόμη και τώρα, πάντως, στην ψυχορραγούσα στον σταυρό της Ευρώπη, το ευαγγέλιο της δημιουργικής καταστροφής, αναδιατυπωμένο από τη γερμανική ελίτ, προαναγγέλλει μια διαρκώς αναβαλλόμενη ανάσταση - ανάκαμψη - ανάπτυξη. Ο «θάνατος» που τίθεται ως προϋπόθεση είναι ο μεγαλύτερος «θάνατος» της μεταπολεμικής περιόδου, τουλάχιστον με όρους οικονομικούς και κοινωνικούς. Το έργο της καταστροφής κολοσσιαίο. Για να προκύψει υγιής ανάπτυξη, λένε οι «προφήτες» της προτεσταντικής επαγγελίας, πρέπει να απομοχλευθεί η φούσκα του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, να καταστραφεί μεγάλο μέρος της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας, που κάτω από το βάρος της ασφυκτιά το υγιές παραγωγικό κεφάλαιο. Μαζί σας, παιδιά! Να γίνω ο Ιούδας σας, να είμαι εγώ δήμιός σας, ο Ρωμαίος στρατιώτης σας που θα χτυπήσει το πρώτο καρφί, που θα τρυπήσει με τη λόγχη τα πλευρά. Μόνο που η καταστροφή δεν έχει τη γεωμετρία μιας σταύρωσης. Δεν προγραμματίζεται με ακρίβεια, ο «ορθολογισμός» του συστήματος δεν επιτρέπει να περιοριστεί ο θάνατος στις επιθυμητές περιοχές και όρια. Σκοτώνεις μια τράπεζα και πεθαίνουν εκατό εργοστάσια, ξεφουσκώνεις ένα παρασιτικό κλάδο και μαζί του εξαερώνονται δεκάδες άλλοι, καις ένα τετραγωνικό ξερόχορτα και μαζί τους αφανίζεις ένα στρέμμα χλωρά. Οι παράπλευρες απώλειες είναι τόσο μεγάλες, ώστε απομακρύνουν όλο και περισσότερο την αναδημιουργία. Αυτό δεν είναι δημιουργική καταστροφή. Είναι καταστροφή σκέτη. Τελεία.
Δεν φταίει ο Φουκουγιάμα, δεν φταίει ο Σουμπέτερ, δεν φταίει καν η Στανίση. Βυθιζόμαστε σε έναν άπατο ωκεανό πλάνης με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα αρχίσει η ώρα της ανάδυσης, γιατί τάχα υπάρχει ένα ευφυές σχέδιο και, κυρίως, γιατί δεν υπάρχει ένα, έστω αφελές ή εντελώς βλακώδες, εναλλακτικό. Να σας πω το μυστικό; Δεν υπάρχει ευφυές δημιουργικό σχέδιο, δεν υπάρχει εγγυημένη ανάσταση, οι Ναζωραίοι μας είναι τσαρλατάνοι θαυματοποιοί, τυφλωμένοι φονταμενταλιστές, επικίνδυνοι απατεώνες, σαδιστές που αντλούν ικανοποίηση να μας βλέπουν να μας τραβάει ο βυθός. Καιρός να αναδυθούμε, κι ας μην αναστηθούμε. We rise up slowly… Δεν το επιταχύνουμε κάπως; Δεν φτάνει η ανάσα ως την επιφάνεια.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Αυτή η συνεχής ανάγκη για το «νέο» διαρκώς διεγείρει και αναδομεί την οικονομική δομή από τα μέσα, διαρκώς καταστρέφει την παλιά δομή, διαρκώς δημιουργεί νέες. Αυτή είναι η διαδικασία δημιουργικής καταστροφής, που αποτελεί το πραγματικό διακύβευμα για τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός συνίσταται ακριβώς στην δημιουργική καταστροφή και σ’ αυτήν πρέπει να κατατείνει κάθε καπιταλιστική αρχιτεκτονική. Κατά συνέπεια, ο καπιταλισμός είναι μια μέθοδος οικονομικής μεταβολής, που όχι μόνο δεν είναι ποτέ, αλλά ούτε πρόκειται να γίνει ποτέ στατική. Ο καπιταλισμός είναι η αιώνια θύελλα της δημιουργικής καταστροφής.
Τζόζεφ Αλόις Σουμπέτερ, «Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία»