(Επενδυτής, 19/10/2013)
Ξεκαθαρίζω
εξαρχής: Δεν καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Τουλάχιστον όχι πριν
αποσαφηνίσουμε από πού προέρχεται η βία. Η βία υπάρχει πριν το είδος μας κυριαρχήσει
στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Είναι ο όρος ύπαρξης αυτής της αλυσίδας. Και
κανένας κρίκος της -ούτε η αόρατη αμοιβάδα ούτε ο τρομερός λέων- διανοήθηκε να αξιολογήσει
ηθικά και να απορρίψει τη βία. Η περιγραφή του βιβλικού παραδείσου, όπου τα
είδη συνυπήρχαν χωρίς κανένα να διανοηθεί να κατασπαράξει άλλο, έχει ένα αβυσσαλέο
κενό: με τι τρέφονταν; Με φωτοσύνθεση;
Πέραν της τροφικής αλυσίδας, δεν χρειάζεται να
είναι κανείς αμετανόητος οπαδός του Μαρξ για να καταλάβει ότι η βία ήταν και παραμένει «η μαμή, που από κάθε παλιά κοινωνία, ξεγεννά μια καινούργια». Η
Ιστορία είναι μια επαναλαμβανόμενη επιβεβαίωση της παρατήρησης. Σε σημείο ώστε οι
ιστορικοί να αποκαλούν «σκοτεινούς αιώνες» τα μακρά διαλείμματα στην εξέλιξη
της ανθρωπότητας που χαρακτηρίζονται από ειρηνική «στασιμότητα» και απουσία
βίας. Η ίδια η πρόοδος, όσες ηθικές ενστάσεις κι αν έχει κανείς γι’ αυτήν, συντίθεται
από απίστευτες ποσότητες βίας -κρατικής, στρατιωτικής, πολιτικής, οικονομικής
και κοινωνικής- που ασκήθηκε από και σε εκατομμύρια ανθρώπους.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μαρξιστής για να το αντιληφθεί αυτό. Αρκεί η
στοιχειώδης γνώση της αρχαιοελληνικής μυθοπλασίας, ή μια επαφή με το έργο του
Αισχύλου, για να θυμηθεί τον ιδρυτικό μύθο: η Βία μαζί με τον αδελφό της, το
Κράτος, υπηρετούν τον Δία και υλοποιούν αδιαμαρτύρητα τη βάναυση εντολή του να καρφώσουν
τον «κλέφτη» Προμηθέα στα βράχια του Καυκάσου. Η Βία χαρακτηριστικά βουβή, το
Κράτος λαλίλαστο, επιτηρούν τον «εκτελεστή» Ήφαιστο, στον πρόλογο του «Προμηθέα
Δεσμώτη» Ο Αισχύλος δεν ήταν ένας προ Μαρξ μαρξιστής. Αποδοκιμάζει τη βία του
κυρίαρχου Δία και επιδοκιμάζει τη βία του «κλέφτη» Προμηθέα για να καταγράψει συμβολικά
τη συνθήκη της εποχής του. Η βία που ασκούσε ακόμη και το δημοκρατικά
διευθυνόμενο κράτος της κλασικής Αθήνας -για να μη σηκώνουν κεφάλι οι δούλοι,
για να εφαρμόζονται οι νόμοι που ψήφιζε η συνέλευση των πολιτών, για να
εξοστρακίζονται οι ανεπιθύμητοι πολιτικοί, για να συλλέγονται οι φόροι, για να
αντιμετωπίζονται οι εχθροί, για να καταπνίγονται οι εξεγέρσεις στις αποικίες- ήταν
μια βία αποδεκτή. Το αναγκαίο κακό που διασφάλιζε τις ελευθερίες των πολιτών.
Από την εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας μέχρι τα σύγχρονα συνταγματικά
κράτη δεν έχουν αλλάξει πολύ τα θεωρητικά δεδομένα ως προς τη βία, τις εκδοχές
της και τα όριά της. Αν ακολουθήσουμε τον βηματισμό της σκέψης του θεμελιωτή του
σύγχρονου κράτους Τόμας Χομπς, που βρίσκεται στον πυρήνα των σημερινών συνταγμάτων,
διακρίνουμε τρία είδη βίας: τη φυσική βία, από τις απεχθείς παρενέργειες της
οποίας θέλουμε να απαλλαγούμε ως είδος, την κρατική βία, δηλαδή τη δύναμη
επιβολής που εκχωρεί η πολιτική κοινότητα στον κυρίαρχο για να προστατευτεί,
και τη βία της αυτοάμυνας: εκείνο το μικρό μέρος φυσικής βίας που κανένας
κυρίαρχος δεν μπορεί να αρνηθεί στον υπήκοό του.
Ο Χομπς, σε αντίθεση με άλλους Διαφωτιστές, δεν είχε την καλύτερη γνώμη για
το ήθος του ανθρώπινου είδους. Η οποία, είναι αλήθεια, δεν έχει μέχρι σήμερα
διαψευσθεί. Αναγνωρίζοντας ως κίνητρα της έμφυτης βίας τον ανταγωνισμό
(κέρδος), τη δυσπιστία (ασφάλεια) και τη δόξα (φήμη), κατέληξε στο συμπέρασμα
ότι «όσο οι άνθρωποι ζουν χωρίς μια κοινή
εξουσία που θα τους κρατά όλους υποταγμένους, βρίσκονται σε κατάσταση πολέμου.
Και μάλιστα αυτός ο πόλεμος είναι πόλεμος πάντων εναντίον πάντων… Σε μια τέτοια
κατάσταση… μόνο το υπέρτατο κακό έχει θέση, δηλαδή ο διαρκής φόβος κι ο
κίνδυνος του βίαιου θανάτου. Ο ανθρώπινος βίος είναι μοναχικός, ενδεής,
βρωμερός, κτηνώδης και βραχύς», έγραφε. Αυτό είναι ίσως μια ενδιαφέρουσα
παρατήρηση για όσους σήμερα βλέπουν κάποια ιδιαίτερη «κουλτούρα βίας» στην
ελληνική κοινωνία.
Εν ονόματι, λοιπόν, της προστασίας απ’ το «υπέρτατο κακό», στον κυρίαρχο εκχωρείται
εξουσία πάνω στους υπηκόους. Η εκχώρηση αυτή είναι μια σύμβαση μεταξύ υπηκόων
και κυρίαρχου, αλλά οι συμβάσεις «δεν
είναι παρά λόγια και αέρας» αν δεν αντλούν την εξουσία επιβολής «από τη δύναμη που τους δίνει η δημόσια σπάθη».
Το μονοπώλιο της κρατικής βίας, επομένως, αποτελεί κατά τον Χομπς το ιδρυτικό
χαρακτηριστικό της πολιτικής κυριαρχίας. Είναι μια βία νομιμοποιημένη. Αλλά ακόμη
κι αυτή δεν απεριόριστη.
Ποιο είναι το όριό της; Η ίδια η σκοπιμότητα θέσμισής της. Η διασφάλιση των
δικαιωμάτων υπέρ των οποίων υπάρχει. «Τα
δικαιώματα αυτά είναι αμεταβίβαστα και αδιαχώριστα και συνιστούν την ουσία της
κυριαρχίας», λέει ο Χομπς, αλλά με τον τρόπο αυτό θεμελιώνει αρνητικά ένα ακόμη
δικαίωμα: το δικαίωμα στην ανυπακοή, το οποίο νομιμοποιεί κι έναν βαθμό βίας.
Ο συλλογισμός είναι απλός: Το μονοπώλιο βίας του κυρίαρχου είναι η έμπρακτη
εγγύηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των υπηκόων. Τι γίνεται, όμως, όταν ο
κυρίαρχος το χρησιμοποιεί όχι για να προστατεύσει, αλλά για να καταστρατηγήσει
τα δικαιώματα αυτά; Ο Χόμπς ήταν οπαδός της απολυταρχίας και δεν πίστευε διόλου
στο δικαίωμα της επανάστασης, όπως άλλοι σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι
Διαφωτιστές. Αλλά το συμπέρασμά του είναι σαφές: Αν ο κυρίαρχος διατάξει
κάποιον «να ακρωτηριάσει, να τραυματίσει
ή να θανατώσει τον εαυτό του, να μην αντισταθεί σε εκείνους που του
επιτίθενται, να απόσχει από την κατανάλωση τροφής, αέρα ή φαρμάκου ή
οποιουδήποτε άλλου αναγκαίου για την επιβίωσή του, αυτός ο άνθρωπος είναι
ελεύθερος να μην υπακούσει… Το δικαίωμα της αυτοπροστασίας που έχουν οι
άνθρωποι εκ φύσεως, όταν δεν υπάρχει κανείς να τους προστατεύσει, δεν μπορεί να
απεμποληθεί με καμιά σύμβαση». Η περιγραφή του Χομπς μπορεί να θεωρηθεί
προβοκατόρικο σχόλιο για τους αυτόχειρες του μνημονίου, για την αστυνομική βία
και τα χημικά, για την αποσύνθεση του ΕΣΥ και την προϊούσα φτωχοποίηση των
νοικοκυριών. Αλλά είναι απλώς απόσπασμα από τον «Λεβιάθαν».
Και να σκεφτεί κανείς ότι το κατά Χομπς δικαίωμα της ανυπακοής ωχριά
μπροστά στις παροτρύνσεις του φιλελεύθερου Τζον Λοκ- «ο σωστός
τρόπος για να αντιμετωπιστεί η παράνομη βία της εξουσίας είναι η ίδια η βία»-, ή του ουτοπιστή Ρουσσώ που υποδείκνυε για τον
σφετεριστή της εξουσίας: «Η βία και μόνο
τον στήριζε, η βία και μόνο τον ανατρέπει».
Αναφέρθηκα τόσο εκτενώς στην υπέρ της νόμιμης βίας συνηγορία του Χομπς και
των συγχρόνων για να δείξω πόσο πίσω ακόμη και από την παράδοση του Διαφωτισμού
μάς πάει το τάχα αθώο ερώτημα: «Καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;».
Φυσικά και την καταδικάζουμε, θα απαντούσε ο Χομπς, που θεωρούσε βίαιη την ανθρώπινη
φύση, το ίδιο θα απαντούσε ο Ρουσσώ, που πίστευε στην ηθική ανωτερότητα του
«ευγενούς άγριου», όπως κι ο Λοκ που θεωρούσε τον άνθρωπο «αγαθό, αλλά όχι
τέλειο». Όλοι ήθελαν, κι όλοι θέλουμε το τέλος της βίας και τελικά το «τέλος
της Ιστορίας». Όντως δεν υπάρχει καλή και κακή βία, η βία είναι μόνο κακή. Αλλά
από τη στιγμή που αποδεχόμαστε το «προστατευτικό» μονοπώλιο της κρατικής βίας,
είναι αδύνατο να αποκλείσουμε τις άλλες εκδοχές της. Η βία του κυρίαρχου δεν είναι
εξ ορισμού καλή, ενώ των υπηκόων εξ ορισμού κακή. Το ζήτημα είναι αν είναι δίκαιη
ή άδικη, και τελικά νόμιμη ή παράνομη, με τα κριτήρια των Διαφωτιστών. Επομένως,
το ερώτημα μπορεί να αντιστραφεί ως εξής: Ποιος είναι ο παράνομος εδώ; Ο
κυρίαρχος -και, μάλιστα, ένας εκτός «εθνικής κυριαρχίας» κυρίαρχος, η τρόικα-
που ασκεί τη βία του στα δικαιώματα των υπηκόων, ή ο υπήκοος που προσπαθεί να
τα υπερασπίσει;
Στο μεταξύ, μέχρι να απαντηθεί το ερώτημα, φυλακίστε τους Διαφωτιστές στις
εγκυκλοπαίδειες κι απαγορεύστε στη διαφωτιστική βία τους να δηλητηριάζει το
πνεύμα των υπηκόων...
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ενώ ο κ. Κόινερ, ο σκεπτόμενος, μιλούσε κάποτε μπροστά σε πολύν κόσμο κατά
της βίας, παρατήρησε πως οι άνθρωποι που ήταν μπροστά του άρχισαν να
οπισθοχωρούν και να φεύγουν. Γύρισε να κοιτάξει και βλέπει να στέκεται πίσω του
– η Βία.
«Τι έλεγες», τον ρώτησε η Βία.
"Μιλούσα υπέρ της βίας», απάντησε ο κ. Κόινερ.
Όταν έφυγε ο κ. Κόινερ από κει, οι μαθητές του τον ρώτησαν για τη ράχη του. Ο κ. Κόινερ απάντησε: «Τη ράχη μου δεν την έχω για σπάσιμο. Εγώ, βλέπεις, πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη Βία».
«Τι έλεγες», τον ρώτησε η Βία.
"Μιλούσα υπέρ της βίας», απάντησε ο κ. Κόινερ.
Όταν έφυγε ο κ. Κόινερ από κει, οι μαθητές του τον ρώτησαν για τη ράχη του. Ο κ. Κόινερ απάντησε: «Τη ράχη μου δεν την έχω για σπάσιμο. Εγώ, βλέπεις, πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη Βία».
Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Ιστορίες του κ. Κόινερ»
No comments:
Post a Comment