Saturday, November 16, 2013

Η προχειρότης του βίου

(Επενδυτής, 16/11/2013)



Κοιτάζω βίντεο και φωτογραφίες από τις Φιλιππίνες. Ο φακός έχει ρουφήξει αχόρταγα κάθε εκδοχή καταστροφής. Εστιάζει με υπόρρητο σαδισμό στα πρόσωπα που κραυγάζουν τον πόνο και την απελπισία. Οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων σαρώθηκαν από τη μανία του ωκεανού που γεννά τυφώνες. Κανείς δεν ξέρει πόσοι νεκροί, άστεγοι και πεινασμένοι θα μείνουν για καιρό ξεχασμένοι στα 7.000 νησιά του Αρχιπελάγους. «Όπου φτωχός κι η μοίρα του», «τους τιμωρεί και ο καιρός και ο Θεός», τα κοινότοπα σχόλια που αναμειγνύουν τον οίκτο με την ανακούφιση για το γεγονός ότι δεν είμαστε στη θέση τους κι είμαστε πολύ μακριά τους. Τώρα, αυτός ο δυστυχισμένος πληθυσμός των 100 εκατομμυρίων ανθρώπων, που γνώρισε τα «αγαθά» της δικτατορίας, των μεταρρυθμίσεων του ΔΝΤ και του «θαύματος» της ανάπτυξης, θα πρέπει να συμβιβαστεί σ’ ένα ακόμη κατώτερο σκαλοπάτι ανέχειας, κάτω κι από τα 1.700 δολάρια κατά κεφαλή που του αντιστοιχούσαν μέχρι σήμερα. Το μόνο σχέδιο ζωής που απομένει για μια τεράστια μάζα Φιλιππινέζων είναι η επιβίωση. Όχι για την επόμενη χρονιά, τον επόμενο μήνα, την επόμενη μέρα. Αλλά για την επόμενη ώρα.

Μου ’ρχεται ντροπή να τολμήσω την οποιαδήποτε σύγκριση. Άλλο να σ’ απειλεί ο δικαστικός επιμελητής με το κατασχετήριο του σπιτιού σου κι άλλο να σου ’χει πάρει ο τυφώνας και το σπίτι και το έδαφος κάτω από τα πόδια σου κι ολόκληρο το τοπίο που ήταν κάποτε το τροπικό ενδιαίτημά σου. Άλλο να αγχώνεσαι για το χαράτσι, για τα φορολογικά χρέη, για τους απλήρωτους λογαριασμούς κι άλλο να θρηνείς τη χαμένη σου οικογένεια, το εξαφανισμένο σου χωριό. Άλλο να μην έχεις δουλειά κι άλλο να μην έχεις ζωή. Άλλο να μην έχεις λεφτά κι άλλο τα λεφτά να μην έχουν κανένα απολύτως νόημα, γιατί δεν υπάρχει τίποτα να αγοράσεις και κανείς να εξαγοράσεις. Ο μόνος τρόπος επιβίωσης είναι να λεηλατήσεις, ν’ αρπάξεις, να φας και να πιεις ό,τι βρεις.

Παρ’ όλα αυτά τολμώ τη σύγκριση, διατηρώντας τις αναλογίες ανάμεσα στην ανθρωπιστική καταστροφή που κεραυνοβόλησε σε διάστημα ωρών τις Φιλιππίνες κι αυτήν που εξελίσσεται εδώ, αργόσυρτα, βασανιστικά, στατιστικά απροσδιόριστη ακόμη και από τους ζοφερούς αριθμούς της ανεργίας και της αυξανόμενης φτώχειας. Ο αριθμητής κάνει την τεράστια διαφορά, αλλά ο κοινός παρονομαστής ανάμεσα στη μία και στην άλλη καταστροφή είναι η προχειρότης του βίου που επιβάλλεται στους ανθρώπους. Η στέρησή τους από την ελάχιστη δυνατότητα να προβλέψουν και να σχεδιάσουν με κάποια ασφάλεια τη ζωή τους για την επόμενη ώρα, την επόμενη ημέρα, εβδομάδα, μήνα, χρόνο. Για τον Φιλιππινέζο, που έπεσε θύμα της μανίας του «Χαϊγιάν», αυτή η αδυναμία προέρχεται από το μέγεθος της καταστροφής και από την απόλυτη εξάρτησή του από τη διεθνή βοήθεια, που είναι άγνωστο πότε κι αν θα καταλήξει στους φυσικούς αποδέκτες της. Για τον νεοέλληνα που έχει πέσει θύμα του μνημονίου, η προχειρότης του βίου επιβάλλεται από τους δανειστές που χαράσσουν μια διαδρομή γεμάτη ζιγκ ζαγκ, παλινδρομήσεις, ανασχεδιασμούς και αναδιαπραγματεύσεις, σ’ έναν οδικό χάρτη σχεδόν χωρίς προορισμό.

Υπάρχει ένας αξιοσημείωτος συγχρονισμός ανάμεσα στην προχειρότητα των πάνω και στην προχειρότητα των κάτω. Ο πολιτικός βίος της χώρας και η διακυβέρνησή της εξελίσσονται πάνω σε απόλυτο στρατηγικό κενό. Όλα διαμορφώνονται από Eurogroup σε Eurogroup, από τη μία επίσκεψη της τρόικας στην άλλη, από δόση σε δόση. Κανείς δεν πιστεύει πια μεγαλόστομες κοινοτοπίες περί αρχής του τέλους, περί φωτός στην άκρη του τούνελ, περί επανεκκίνησης και αποδέσμευσης από το μνημόνιο. Αυτό που βλέπουν όλοι είναι η απόλυτη αδυναμία του κρατικού  μηχανισμού και της οικονομικής ελίτ που τον πλαισιώνει να προγραμματίσουν την επόμενη εβδομάδα ή τον επόμενο μήνα. Τη μια μέρα η τρόικα δαιμονοποιείται ως ενσάρκωση του κακού, την άλλη εξαίρεται ως από μηχανής θεός. Τη μια μέρα το μνημόνιο είναι το πληρέστερο κείμενο του κράτους, την άλλη κατακεραυνώνεται ως συνταγή καταστροφής. Τη μια είναι ορόσημο ο Ιούνιος, την άλλη ο Δεκέμβριος. Τη μια φταίει ο Τόμσεν, την άλλη ο Βίζερ. Τη μια η Μέρκελ είναι σωτήρας, την επομένη γίνεται ολετήρας. Η διακυβέρνηση που προκύπτει απ’ αυτή την εικόνα αντιστοιχεί σε μια λέξη: μπάχαλο. Η χώρα δεν κυβερνάται. Απλώς σέρνεται από το ένα εμπόδιο στο άλλο, με μόνο σχέδιο να υπερπηδήσει κάθε φορά αυτό που έχει μπροστά της, μόλις στο ένα μέτρο.

Αν η ηγεσία της χώρας πορεύεται έτσι πρόχειρα, παραιτημένη από κάθε ίχνος σχεδίου, τι διαφορετικό να κάνουν οι απελπισμένοι της υπήκοοι; Τα συμπτώματα είναι γύρω μας και πάνω μας: Έχω σταματήσει να προσέχω τι φοράω κάθε μέρα, κατά σύμπτωση οι κάλτσες είναι πάντα από το ίδιο ζευγάρι, δεν ξέρω αν περνάω τσατσάρα μου απ’ το κεφάλι πριν βγω, βάζω βενζίνη μόνο όταν το ηχητικό σήμα του άδειου ρεζερβουάρ με αιφνιδιάσει, στο σέρβις τρέχω μόνο αφού η μηχανή μουγκρίσει άγρια, τους λογαριασμούς τους πληρώνω σταθερά μετά τη λήξη τους. Μια εικόνα ατημελησίας και παραίτησης κάθεται σαν λεπτή πάχνη στα σώματα, στα σπίτια, στ’ αυτοκίνητα, στους δρόμους. Οι γυναίκες μοιάζουν να ’χουν παραιτηθεί απ’ την προσπάθεια να προσελκύσουν τα βλέμματα των ανδρών, οι άνδρες ίσως έχουν ήδη παραιτηθεί. Οι έφηβοι δεν ανησυχούν τόσο για τους εξεταστικούς μαραθωνίους που τους περιμένουν, οι φοιτητές δεν βιάζονται ν’ αποφοιτήσουν, οι απόφοιτοι περιφέρουν τα βιογραφικά τους σε δουλειές του ποδαριού, οι άνεργοι είναι ευτυχείς αν μπουν σε πεντάμηνη επιδοτούμενη απασχόληση, οι απασχολούμενοι αισθάνονται τυχεροί αν παίρνουν τον Νοέμβριο τον μισθό του Ιουλίου, οι δημόσιοι υπάλληλοι βιάζονται να πάρουν σύνταξη οι μισοί κι οι άλλοι μισοί ξέρουν ότι κάθονται σε προσωρινές καρέκλες. Οι επιχειρήσεις φορτώνουν με οφειλές τους προμηθευτές τους, οι προμηθευτές φορτώνουν το κράτος, τους υπαλλήλους τους, τις τράπεζες. Η νέα επιχειρηματικότητα που ανθεί στους δρόμους των πόλεων είναι κι αυτή προσαρμοσμένη στο πρόχειρο και στο προσωρινό, «ψωμί, γλυκό, καφές», άντε και σουβλατζίδικα, με πέντε ευρώ καβαλάς τη μέρα και πορεύεσαι. Τα νοικοκυριά έχουν εγκαταλείψει τα ταπεινά σχέδια για εκείνο ή το άλλο μερεμέτι στο σπίτι, οι διαχειριστές των πολυκατοικιών δεν ανησυχούν για τα ανείσπρακτα κοινόχρηστα - έτσι κι αλλιώς δεν προβλέπεται παραγγελία πετρελαίου-, στα μπαλκόνια και στις αποθήκες ντανιάζονται καυσόξυλα, στα σούπερ μάρκετ μπαίνουν σε περίοπτη θέση ηλεκτρικές σόμπες των 20-50 ευρώ. «Τούτο τον χειμώνα άμα τον πηδήξουμε, για άλλα δέκα χρόνια άιντε καθαρίσαμε». Ούτε λόγος για τέτοιες φιλοδοξίες. Η προχειρότης του βίου περιορίζει το μακροπρόθεσμο στις δέκα εβδομάδες το πολύ.

Παρατήρησα πως οι πιάτσες των αστέγων κατεβαίνουν προς τη Συγγρού. Βοηθούν πια τα κλειστά ισόγεια καταστήματα κάτω από τα υπόστεγα πολυώροφων, άδειων κτιρίων, βοηθούσε κι ο καιρός, το γλυκό μέχρι τώρα φθινόπωρο. Ένας ώριμος άνδρας κι ένα κορίτσι γύρω στα 11, πιθανά κόρη του, στρώνουν με επιμέλεια τα χαρτόκουτα στο πεζοδρόμιο, έπειτα μια κουβέρτα, τοποθετούν δίπλα τους τις σακούλες με τα υπάρχοντά τους και πιάνουν το στασίδι της νύχτας. Είναι λίγοι οι άστεγοι της Αθήνας, ελάχιστοι σε σχέση με τον πληθυσμό που δυσφορεί για όσα του συμβαίνουν. Αλλά αυτή η τελετουργία της προσωρινής εγκατάστασης για «να περάσει κι αυτή η νύχτα» συμπυκνώνει τη νέα συνθήκη της εποχής, την προχειρότητα του βίου στην οποία καθηλώνει τους ανθρώπους  η προχειρότητα της πολιτικής, φέρνοντας τις Φιλιππίνες πολύ πιο κοντά μας απ’ όσο νομίζουμε. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Κι όμως, το μάτι από τα παράθυρα του τρένου, το ξέχασαν. Αλλά υπάρχει και βλέπει την τεμπελιά και τη φροντίδα για την ομορφιά που ξεχάστηκε εμπρός στο κουτί που βγάζει ασταμάτητα εικόνες ενός κόσμου άλλου, αστραφτερού, που μπορεί να μην είναι ο δικός τους, αλλά τους βάζει να φαντάζονται αυτά που πρέπει να έχουν όλοι – κι αυτοί, γιατί όχι; Πού χρόνος πια! Φαγώνεται. Πού χρόνος για κήπια, κληματαριές κι ασβεστώματα!

Κι όμως, τα θυμάμαι. Άλλοτε τα είχα δει. Υπήρχαν όταν στα δώδεκα είχα περάσει με το τρένο για την Ολυμπία. Πάντα τα έφερνα στο μυαλό μου, όλα αυτά τα χρόνια, με τον τρόπο που γράφει τις εντυπώσεις ένα παιδί. Τους κήπους με τις πασχαλιές και τα τριαντάφυλλα, που ξεχείλιζαν από χρώματα μέσα στο μεσημεριάτικο φως στις μάντρες. Νόμιζα πως θα ήταν πάντα εκεί. Μοιάζει να βαριούνται την ίδια τους τη ζωή οι άνθρωποι και το κέρδος της να έχει μετατοπιστεί.

Κλεοπάτρα Δίγκα, «Θέση 44, Παράθυρο»

 

   

No comments:

Post a Comment