Sunday, June 28, 2020

Αναζητώντας το χαμένο χρήμα

ΕφΣυν, 27-28/6/2020

Θυμάστε τον μακαρίτη Κώστα Τσάκωνα στο «Μάθε παιδί μου γράμματα» του Μαραγκού; Αναρωτιόταν: «Εξι χρόνια στο Δημοτικό, έξι χρόνια στο Γυμνάσιο, έξι χρόνια στο Πολυτεχνείο κι έξι χρόνια μέχρι να πάω σχολείο ίσον 24 κι άλλα έξι στο εξωτερικό 30. Είμαι 36, πού πήγαν τα άλλα έξι χρόνια;». Κι ανάλογη ήταν η απορία του αυταρχικού πατέρα Διαμαντόπουλου που αντικρίζοντας τη γυαλιστερή φαλάκρα του γιου αναρωτήθηκε «πού πήγαν οι μπούκλες του;».

Λοιπόν, αυτό ακριβώς μου θύμισε ο απολογισμός που έκανε ο ΣΕΒ για τα 40 χρόνια ελληνικής διαδρομής στην ενωμένη Ευρώπη και στον περίπλοκο κόσμο των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (θυμάστε τα ΜΟΠ;), των πακέτων Ντελόρ, των πακέτων Σαντέρ κ.λπ., των ΕΣΠΑ. Ο απολογισμός του ΣΕΒ κινείται στα όρια της θρηνωδίας. Θρηνωδίας για τον χαμένο χρόνο, τον χαμένο κόπο και το χαμένο χρήμα. «Σπαταλάμε ευρωπαϊκούς πόρους για δεκαετίες με τον ίδιο τρόπο περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα», λέει το special report του ΣΕΒ. Δηλαδή, πεταμένα λεφτά. Σωρευτικά διατέθηκαν περίπου 160 δισ. ευρώ από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία σε 4 δεκαετίες, υποτίθεται για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της σύγκλισης, κι έχει συμβεί το αντίθετο. Η παραγωγικότητα, ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, είναι πίσω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και από συγκρίσιμες χώρες όπως η Πορτογαλία και το χάσμα από τις άλλες χώρες διευρύνεται. Ο μεθερμηνευόμενον, πρέπει να δούμε τι θα γίνει με το νέο ΕΣΠΑ, πώς θα μοιραστούν τα λεφτά της επόμενης επταετίας.

Ας πούμε ότι προσυπογράφω
. Ναι, ναι, προσυπογράφω μια διαπίστωση του ΣΕΒ που θα είχε μεγαλύτερη αξία αν αποτελούσε ειλικρινή αυτοκριτική -που δεν είναι-, μια και ο ΣΕΒ και οι στυλοβάτες του αυτές τις τέσσερις δεκαετίες της σπατάλης -στα όρια της διασπάθισης δημόσιου χρήματος- των ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων ήταν υποβολείς, συνδιαχειριστές, συγκυβερνήτες, συνδιαμορφωτές του ολέθριου παραγωγικού μοντέλου το οποίο τώρα πενθούν. Στο πάρτι της πελατειακής και χωρίς παραγωγική στρατηγική χρηματοδότησης ο ΣΕΒ και το επιχειρηματικό λόμπι που εκπροσωπεί ήταν ο ντι τζέι. Οι σχέσεις συνενοχής του με το πολιτικό σύστημα, με την παλαιοκομματική πελατεία, την κρατική και ευρωκρατική γραφειοκρατία αποτυπώνονται στα μνημεία βιομηχανικής παρακμής, στα εγκαταλειμμένα κουφάρια που είναι διάσπαρτα κατά μήκος των εθνικών οδών, στα παραγωγικά νεκροταφεία που αποκαλούνται βιομηχανικές ζώνες.

Στη συλλογική αρπαχτή πολλά μικρά μοσχαράκια βύζαξαν την αγελάδα, αλλά τη μεγάλη καρδάρα με το γάλα την έχυσαν οι εθνικοί βιομήχανοι, οι εθνικοί προμηθευτές, οι εθνικοί εργολάβοι και οι εθνικοί επενδυτές. Δηλαδή, όσους κυρίως εκπροσωπεί ο ΣΕΒ.

Στην απομύζηση,
φυσικά, πρωταγωνίστησε κι ένα νέο στρώμα γραφειοκρατίας και παρασιτικής διαμεσολάβησης στη διαχείριση των κοινοτικών πόρων που διαμορφώθηκε αυτές τις δεκαετίες: οι «προγραμματάκηδες». Το κόστος αυτής της διαμεσολάβησης συχνά συναγωνίζεται ή και υπερβαίνει την ποσόστωση προμήθειας (ελληνιστί: μίζας) που αναλογεί σε κάθε καθωσπρέπει σύστημα διασπάθισης δημόσιου χρήματος. Ακόμη και οι εγγυήσεις διαφάνειας, δημοσιότητας και επιτήρησης που επέβαλε η ευρωπαϊκή νομενκλατούρα θαρρείς ότι δεν είχαν άλλο στόχο από το να σιτίσουν τους διαμεσολαβητές, στους οποίους συνυπάρχουν από ΚΕΚ και δημοτικές επιχειρήσεις μέχρι τράπεζες, συνδικάτα και επιχειρηματικές ενώσεις. Οι εγγυήσεις και οι πολυσχιδείς διαδικασίες βουλώνουν στόματα και θαμπώνουν μάτια των ιθαγενών της ευρωπεριφέρειας, που πρέπει να θυμούνται ότι κάθε χιλιόμετρο οδοστρώματος που διασχίζουν με το αυτοκίνητό τους, κάθε μέτρο πεζοδρομίου που περπατούν, κάθε ράμπα αναπήρου που μπλοκάρουν με τα αυτοκίνητά τους, κάθε κυβικό τσιμέντου που έπεσε σε δημόσια και ιδιωτικά κτίρια έγιναν «με τη συγχρηματοδότηση Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ενωσης». Το αποτέλεσμα; Σε κάθε δέκα ευρώ ευρωπαϊκού χρήματος, τρία με τέσσερα χάνονται πριν φτάσουν στον προορισμό τους. Και προστασία σε μαφιόζους να πληρώναμε, πιο φτηνά θα ερχόταν.

Και για να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για το ότι χωρίς «πορτιέρηδες» και φέις κοντρόλ ΕΣΠΑ δεν βλέπεις, ιδού, ακόμη και αυτό το διαπρύσιο, μαστιγωτικό special report του ΣΕΒ για τις χαμένες τέσσερις δεκαετίες, τα πεταμένα 160 δισ. και την «ώρα για αλλαγή πορείας» με το επόμενο ΕΣΠΑ συνοδεύεται από την υποχρεωτική σημείωση: «Το παρόν συντάχθηκε από τον Τομέα Βιομηχανίας, Ανάπτυξης, Δικτύων &και Περιφερειακής Πολιτικής του ΣΕΒ. Αξιοποιήθηκαν στοιχεία που παράχθηκαν στο πλαίσιο του έργου "Μηχανισμός παρακολούθησης των αλλαγών και υποστήριξης των δράσεων ανάπτυξης και προσαρμοστικότητας της βιομηχανίας", το οποίο συγχρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την Ε.Ε. (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) μέσω του Ε.Π. "Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία"». Ακολουθούν τα λογότυπα της Ε.Ε., του ΕΠΑνΕΚ και του ΕΣΠΑ. Ητοι, ακόμη κι αυτή η 13 σελίδων προχειρογραφία, συρραφή κοινότοπων διαπιστώσεων του ΣΕΒ, έγινε με χρήματα του ΕΣΠΑ. Τόσο απλά. 

Οι διαπιστώσεις, ακόμη και οι διατυπωμένες με «συγχρηματοδότηση», θα είχαν κάποια αξία αν κατέληγαν κάπου. Κι αν φώτιζαν και την άλλη όψη του τραγικού απολογισμού του χαμένου χρήματος. Διότι η νεοελληνική δοξασία ότι η δαιμόνια πελατειακή μηχανή που στήθηκε εδώ ξεγέλασε και τ' άρπαξε από τους κουτόφραγκους είναι η πραγματικότητα με το κεφάλι κάτω. Μια χαρά ήξεραν οι κουτόφραγκοι πού τα δίναν. Η υποτιθέμενη γενναιοδωρία τους ήταν το τίμημα που τους εξασφάλιζε τη μετατροπή της ευρωπεριφέρειας σε σουπερμάρκετ για τα προϊόντα τους. Δεν έτυχε. Πέτυχε.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ


Στην πράξη τα ΕΣΠΑ δεν έχουν βελτιώσει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών ΜμΕ. Η υπέρμετρη γραφειοκρατία και η διαχρονική επιμονή στην πιστοποίηση επιλέξιμων δαπανών έχουν αποτελέσει σημαντική τροχοπέδη. Επιπλέον, για την εξυπηρέτηση πρόσκαιρων σκοπιμοτήτων, αναπαράγεται ένα οικονομικό μοντέλο που δεν στηρίζεται σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας, αλλά ευνοεί τον παραγωγικό κατακερματισμό. Είναι κρίσιμο το νέο ΕΣΠΑ να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της νέας δεκαετίας (τις δεξιότητες, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την πράσινη ανάπτυξη) και να λειτουργήσει συμπληρωματικά στα οριζόντια επενδυτικά κίνητρα. Διαφορετικά θα προστεθεί στο μακρύ ιστορικό χαμένων αναπτυξιακών προοπτικών και κατασπατάλησης του παρελθόντος.

ΣΕΒ, «Νέο ΕΣΠΑ: ώρα για αλλαγή πορείας»

Saturday, June 20, 2020

Η παραγωγικότητα της λούφας

 ΕφΣυν, 21-22/6/2020


 
Είναι, άραγε, η τηλεργασία η νέα χρυσοτόκος όρνιθα του νεο-καπιταλισμού (ή του μετα-καπιταλισμού, τουρμπο-καπιταλισμού, τηλε-καπιταλισμού, πείτε τον όπως θέλετε); Ετσι φαίνεται να αντιλαμβάνονται την υπόθεση τόσο οι εγχώριοι ψιλικατζήδες της επιχειρηματικής αρπαχτής όσο και οι πολυεθνικοί δεινόσαυροι της αλγοριθμικής οικονομίας, τα θεριά -Google, Facebook, Microsoft και λοιπές- που έσπευσαν να εξορίσουν στα σπίτια τους την πλειονότητα των εργαζομένων, μετατρέποντας κρεβατοκάμαρες και σαλονάκια σε γραφεία ή εργαστήρια και τα ψηφιακά δίκτυα σε αλυσίδες παραγωγής. Ο κορονοϊούλης θεωρήθηκε ιδεώδης ευκαιρία για μια γρήγορη, βίαιη ανατροπή του μοντέλου εργασίας που βασίζεται στη φυσική παρουσία των ανθρώπων στον κοινό χώρο. Χωρίς παζάρια, συλλογικές ή ατομικές διαπραγματεύσεις, συνδικάτα, περιττές συναντήσεις και χάσιμο χρόνου, στο κυλικείο, στο μπαλκόνι για κάπνισμα ή γύρω από τον ψύκτη του νερού.

Φυσικά, μέχρι να αναπτυχθεί η τεχνολογία του διακτινισμού και της τηλεμεταφοράς -λέμε τώρα-, οι οραματιστές του τηλε-καπιταλισμού θα ανεχθούν την ενοχλητική ανθρώπινη παρουσία και συνύπαρξη σε «βρομοδουλειές» που δεν μπορούν να γίνουν αλλιώς. Είτε πρόκειται για τις μπέιμπι σίτερ των βλαστών τους, είτε για τους ντελιβεράδες των παραγγελιών τους, είτε ακόμη και για τους «ντάλιτ», τους «Ανέγγιχτους» της Ινδίας, που είναι καταδικασμένοι να καθαρίζουν τους βόθρους των υπόλοιπων καστών. Ολα δένονται γλυκά στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό: ο φουτουρισμός της τηλεργασίας και η προϊστορία της βαρβαρότητας. 

Η τηλεργασία
από μόνη της δεν είναι καλή ή κακή. Ενας κινητικά ανάπηρος μπορεί να απαλλαγεί από την καθημερινή δυσκολία της μετακίνησης και να είναι πλήρως παραγωγικός με εργασία εξ αποστάσεως. Κι ο αστροναύτης του διαστημικού σταθμού δουλεύει αναγκαστικά σε απόσταση περίπου 400 χιλιομέτρων από τα γήινα κοσμοδρόμια. Αλλά αυτό έχει και το κόστος του: την απώλεια της ανθρώπινης επαφής στον χώρο εργασίας που, όσο κι αν μισούμε τον καταναγκασμό της, ταυτόχρονα έχουμε ανάγκη την εγγύτητα και τη σωματικότητά της. Το παρατηρήσατε κι εσείς, υποθέτω: το χαμόγελο κι όχι η κατήφεια επικρατούσε στα πρόσωπα όσων επέστρεψαν στα πόστα τους έπειτα από 2-3 μήνες αναγκαστικής τηλεργασίας. 

Γιατί η συνύπαρξη στον χώρο δουλειάς δεν είναι μόνο παραγωγή, χειρωναξία, πληκτρολόγηση, εξυπηρέτηση πελατών, αποθήκευση, συναρμολόγηση, ανταλλαγή μέιλ. Είναι και κουβεντολόι με τον διπλανό, κουτσομπολιό για τον προϊστάμενο, συζήτηση στο διάλειμμα για τσιγάρο, γύρω από μια κούπα καφέ, πάνω από τον ψύκτη νερού. Εργασία δεν είναι πια ο αριστοτεχνικά κατακερματισμένος, αξιοποιημένος μέχρι τελευταίου δευτερολέπτου εργάσιμος χρόνος του φορντικού μοντέλου. Είναι και ο χαμένος, παραγωγικά νεκρός χρόνος του χαζέματος, της χρονοτριβής, της μικρολούφας.
Αυτό ακούγεται αναμενόμενο από την πλευρά των εργαζόμενων, για τους οποίους οι μικροκλοπές παραγωγικού χρόνου από τον εργοδότη (αλλά και από τους εαυτούς τους) είναι μηχανισμός επιβίωσης. Αλλά δεν είναι διόλου αναμενόμενο να το ακούς από εργοδότες ή από ακριβοπληρωμένους τεχνοκράτες του επιστημονικού μάνατζμεντ. «Γιατί η τηλεργασία δεν αφήνει τις ιδέες να ανθίσουν» είναι ο τίτλος ενός απροσδόκητου άρθρου που διάβασα στους Financial Times – των οποίων ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει την προσήλωση στο πνεύμα του καπιταλισμού και της παραγωγικότητας της εργασίας. Η απλή ιδέα του άρθρου είναι ότι η τηλεργασία ίσως κάνει πια περιττούς τους ψύκτες νερού και το όποιο κόστος τους, αλλά «ένα δυνητικό θύμα είναι η ευκαιρία για δημιουργικότητα που παρέχει η κουβεντούλα γύρω από τον ψύκτη. Τέτοιες ανεπίσημες συναντήσεις, που τις στιγματίζει το ενδεχόμενο να είναι πρόσφορο έδαφος για καλλιέργεια και διάδοση ασθενειών, καλλιεργούν επίσης τις ιδέες». Προφανώς, το άρθρο δεν εννοεί ενοχλητικές κουβεντούλες και ιδέες συλλογικής οργάνωσης των εργαζομένων για να διεκδικήσουν αυξήσεις ή βελτίωση των συνθηκών δουλειάς. Αλλά ιδέες για να βελτιώσουν την παραγωγικότητα και την καινοτομία της επιχείρησης. 

Η υπόθεση είναι αρκετά παλιά. Ανάγεται στις απαρχές του νεοφιλελευθερισμού, στη δεκαετία του '80, που με χαρακτηριστικό θράσος δανειζόταν από το ιδεοστάσιο της εργατικής αυτοδιαχείρισης και της σοσιαλδημοκρατικής «συμμετοχής» για να εισαγάγει πειράματα συμμετοχικού μάνατζμεντ. Με «κύκλους ποιότητας» στους οποίους ομάδες εργαζομένων ανά τμήμα παραγωγής συζητούσαν τρόπους βελτίωσης της παραγωγικότητας, εκτονώνοντας ταυτόχρονα δυσφορίες και αντι-εργοδοτικά αισθήματα. Ηταν ένας ευφυής τρόπος ενσωμάτωσης των εργαζομένων στη στρατηγική αναπαραγωγής του κεφαλαίου, που δεν ευδοκίμησε, καθώς επικράτησαν ο βούρδουλας και το αυταρχικό μάνατζμεντ. 

Η μεγάλη καραντίνα
φαίνεται ότι φρεσκάρει αυτούς τους προβληματισμούς ακόμη και στον σκληρό πυρήνα των πολυεθνικών κολοσσών, που είναι έτοιμοι να δουλέψουν ως διαδικτυακές πλατφόρμες δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων, διεσπαρμένων σε όλες τις ηπείρους. Στο επίκεντρο της έρευνάς τους είναι οι μελέτες του ανθρωπολόγου και καθηγητή εξελικτικής ψυχολογίας Robin Dunbar, γνωστού για τον «αριθμό Ντάνμπαρ». Κατά τον οποίο, ανάμεσα στα πρωτεύοντα θηλαστικά, στη χρήση των κινητών τηλεφώνων και στις ιεραρχημένες στρατιωτικές ομάδες, υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό: ο μέσος άνθρωπος μπορεί να διαχειριστεί έναν ανώτατο αριθμό 150 συνανθρώπων με τους οποίους μπορεί να έχει ουσιαστικές φιλικές και κοινωνικές σχέσεις, διαβαθμισμένες σε ομόκεντρους κύκλους με διαφορετικά επίπεδα εγγύτητας και οικειότητας. Αυτή η ανθρώπινη ιδιότητα, που επιβιώνει από την εποχή του κυνηγού-τροφοσυλλέκτη, στον χώρο εργασίας παράγει άτυπες «κοινότητες πρακτικής», επαγγελματικές ομάδες λίγων δεκάδων με κοινά ενδιαφέροντα, αίσθηση κοινού συμφέροντος και αλληλεγγύης, που ακόμη και στη λούφα γύρω από τη μηχανή του καφέ μπορεί να εισφέρουν ιδέες πολύ πιο παραγωγικές από αυτές των ακριβοπληρωμένων μάνατζερ.
Την ώρα, λοιπόν, που τα αφεντικά του κόσμου επινοούν μηχανισμούς επιτήρησης των απομακρυσμένων και απομονωμένων εργαζομένων, οι ανθρωπολόγοι τούς συστήνουν να βρουν τρόπους ενθάρρυνσης των αυτοπαρακινούμενων εργασιακών κοινοτήτων, φυσικών, ψηφιακών ή μικτών. Κρίμα, βεβαίως, γιατί οι ανθρωπολόγοι, αν θέλουν να τιμήσουν την επιστήμη τους, αλλού πρέπει να στρέψουν τις συμβουλές τους.




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 
 
Τα τείχη και η παγκοσμιοποίηση κατέστησαν απαρχαιωμένο έναν δεσμό στον οποίο μας είχαν συνηθίσει οι αναφορές στην οικονομία: μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η μετακίνηση του χρήματος είναι εικονική. Σε μια στιγμή, μέσω διαδικτύου, τα κεφάλαια φτάνουν στην άλλη άκρη της Γης. Ομως, το εργατικό δυναμικό, τα «εργατικά χέρια» είναι πραγματικά χέρια, που δεν μπορούν να κοπούν από τους βραχίονες και από το σώμα στο οποίο ανήκουν. Κι εκείνο το σώμα, ακολουθώντας με απελπισία τις μετατοπίσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων, συχνά σταματά να ζει. 
 
Λουίτζι Τζόγια, «Ο θάνατος του πλησίον»

Sunday, June 14, 2020

Ο κύκλος μιας πολιτικής απάτης

ΕφΣυν, 13-14/6-2020
 


Στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) που δόθηκε την Πέμπτη στη δημοσιότητα –«Μαθήματα από τη χρηματοδοτική βοήθεια στην Ελλάδα-Ανεξάρτητη Εκθεση Αξιολόγησης»– υπάρχει μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: στο εξώφυλλο του αναρτημένου στο site του ESM εγγράφου, κάτω από τον βαρύγδουπο τίτλο απλώνεται μια «γαλανόλευκη» γραφιστική σύνθεση που συμπυκνώνει τη στερεότυπη εικόνα για την Ελλάδα. Ασπρογάλανος ουρανός, βαθύ μπλε στα βουνά, διαβαθμίσεις του μπλε ενδιάμεσα, μέχρι το θαλασσί της θάλασσας και τρία κτίρια. Αριστερά, κάτι που θυμίζει δωρικό ναό, στο μέσον ένα εκκλησάκι κυκλαδίτικης εκδοχής, δεξιά ένα σχεδόν αιωρούμενο στέγαστρο, η αφαιρετική απεικόνιση του «Σταύρος Νιάρχος» στο Φάληρο. Το μόνο που φαίνεται να λείπει από την εικόνα είναι ένα καράβι στη θάλασσα και μερικά γλαροπούλια στον ουρανό. Αυτό που πετάει στον ουρανό είναι δύο τεθλασμένες ιστογραμμές γραφημάτων που εξελίσσονται ανοδικά, μία άσπρη και μία κόκκινη. Η πρώτη θα μπορούσε να αντανακλά την ανεργία και η δεύτερη το χρέος, αλλά πιθανότατα είναι τυχαίες και η ανοδική τους κίνηση προσπαθεί να βάλει μια πινελιά αισιοδοξίας.

Η σύνθεση δεν είναι καθόλου κακή. Αντιθέτως, ακριβώς επειδή περιλαμβάνει τα βασικά στερεότυπα των Ευρωπαίων για την Ελλάδα, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ποια χώρα απεικονίζει. Πιθανότατα δεν υπάρχει άνθρωπος από τη γραφειοκρατία και την τεχνοκρατία που υπηρετεί το πολυπλόκαμο τέρας των ευρωπαϊκών θεσμών (Βρυξέλλες, Στρασβούργο, Λουξεμβούργο, Φρανκφούρτη) που να μην έχει επισκεφτεί την Ελλάδα και να μην έχει λατρέψει τα νησιά, τις θάλασσες, τα βουνά, τα μνημεία της, τα μακριά καυτά καλοκαίρια της, τη νυχτερινή ζωή, τα γλέντια, ακόμη και τα θερινά πανηγύρια της. Στο μυαλό των περισσότερων η Ελλάδα είναι ένας αγαπημένος και φτηνός τουριστικός προορισμός που δεν είναι πολύ σαφές με τι άλλο ασχολείται εκτός τουριστικής σεζόν. Τι παράγει, πώς βιοπορίζονται οι πολίτες της, πού δουλεύουν. Πέρα από την τουριστική, ελληνοχριστιανική και κρατικιστική καρικατούρα που έχουν στο μυαλό τους, κατά τα λοιπά η Ελλάδα είναι ένα συνονθύλευμα αριθμών και στατιστικών που αποτέλεσαν την πρώτη ύλη του τεράστιου οικονομικού και κοινωνικού πειράματος «εκσυγχρονισμού» και «εξευρωπαϊσμού» της πιο απροσάρμοστης για τα κεντροευρωπαϊκά δεδομένα κοινωνίας.

Σε τι κατέληξε το πείραμα της δεκαετούς μνημονιακής αναμόρφωσης της απροσάρμοστης Ελλάδας; Σε μια παταγώδη αποτυχία, με βάση τα κριτήρια των «αναμορφωτών». Οχι, θα αντιτείνω εγώ. Είναι μια τεράστια επιτυχία με βάση τους στόχους που υπηρέτησε η στρατηγική της αναμόρφωσης: η ευρωζώνη, που κανονικά θα έπρεπε να έχει διαλυθεί υπό το βάρος της κρίσης χρέους και του γερμανικού οικονομικού εθνικισμού, σώθηκε. Η ελληνική οικονομία, το πειραματόζωο που πιέστηκε μέχρι κονιορτοποίησης, έγινε το κονίαμα που συνέδεσε τους χαλαρούς αρμούς της. Το ελληνικό χρέος έγινε ο μοχλός διάσωσης των ευρωπαϊκών τραπεζών. Και, τελικά, η καταστροφική αντι-μεταρρύθμιση που επιβλήθηκε στην Ελλάδα έγινε το εφαλτήριο μεταρρύθμισης της ευρωζώνης. Μεταρρύθμισης ατελούς, ανάπηρης, χωρίς στρατηγικό όραμα, αλλά τόσης ώστε η νομισματική ένωση να στέκεται στα πόδια της και να ετοιμάζεται για την επόμενη οδυνηρή προσαρμογή στη μετά πανδημία εποχή.

Η μετατροπή της ελληνικής οικονομίας σε παραγωγικό και κοινωνικό ερειπιώνα είναι η κορυφαία επιτυχία της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας (την αυτονόητη συνέργεια της ελληνικής ιθύνουσας τάξης και του ζαλισμένου πολιτικού συστήματος δεν την αγνοώ, απλώς δεν είναι της παρούσης).
Αλλά, πέρα από αποτυχία ή επιτυχία, το πείραμα είναι μια κορυφαία πολιτική απάτη, κυνικά ομολογημένη από όλους τους πρωταγωνιστές της. Ο ESM είναι ο τελευταίος που κλείνει τον κύκλο αυτής της ευρωπαϊκής (και διεθνούς) πολιτικής απάτης, με την «ανεξάρτητη έκθεση αξιολόγησης». Στις σχεδόν 180 σελίδες της με το ασπρογάλαζο καλοκαιρινό εξώφυλλο, ομολογείται –φλύαρα και με διατυπώσεις πολιτικής ορθότητας– ότι τα μνημόνια που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα είχαν καταστροφικά κοινωνικά αποτελέσματα. Οτι τα οικονομικά τους αποτελέσματα ήταν αντίθετα από τους διακηρυγμένους στόχους τους. Και ότι τα δημοσιονομικά μεγέθη –το χρέος, το έλλειμμα– χρησιμοποιήθηκαν ως πολιτικά εργαλεία για τη χειραγώγηση των πολιτικών αποφάσεων των δανειστών.

Για να μην κοροϊδευόμαστε
μεταξύ μας, τι είναι ο ESM; Δεν είναι παρά το «άτυπο» Eurogroup, με την ίδια ακριβώς σύνθεση και τον ίδιο συσχετισμό ισχύος (με το βέτο της Γερμανίας να μπορεί να μπλοκάρει κάθε απόφαση), που απλώς αλλάζει κοστούμι και καπέλο. Ο ESM είναι ο τελευταίος στη σειρά των συνεργών του συλλογικού εγκλήματος εις βάρος της ελληνικής οικονομίας που ομολογεί κυνικά το «λάθος». Εχουν προηγηθεί το ΔΝΤ, η Κομισιόν, το Ευρωκοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, ο Γιούνκερ, ο Ντάισελμπλουμ, ο Μοσκοβισί, η Λαγκάρντ, ο Ντράγκι, πλείστοι κεντρικοί τραπεζίτες, σχεδόν όλοι οι επικεφαλής οικονομολόγοι αναλυτές του ΔΝΤ και των ευρωπαϊκών οργανισμών που, λίγο πριν χαθούν πίσω από τις περιστρεφόμενες πόρτες, ομολογούν τις πολιτικές και στατιστικές λαθροχειρίες ή γράφουν ευπώλητα γαργαλιστικά απομνημονεύματα.

Τι αξία και τι νόημα έχουν οι ομολογούμενες αμαρτίες των συνεργών της απάτης; Το αν ικανοποιούν τις βαθύτερες, μεταφυσικές ή ψυχολογικές τους ανάγκες μάς είναι αδιάφορο. Ενδιαφέρον θα ήταν, ενδεχομένως, αν εξέφραζαν διεργασίες για μια μεταστροφή της ευρωζώνης, από μια σκατόψυχη νομισματική ένωση κραυγαλέα άνισων εταίρων, σε μια στοιχειωδώς πιο αλληλέγγυα οντότητα. Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη γι’ αυτό, το αντίθετο ακριβώς αποδεικνύουν οι χαώδεις διαφωνίες για το Ταμείο Ανάκαμψης.

Ετσι, απομένει η ενδεχόμενη διδακτική επίδραση της αποκαλυπτόμενης ευρωπαϊκής απάτης στο εγχώριο πολιτικό σύστημα. Με την Ελλάδα ξανά στο χείλος ενός ακόμη οικονομικού γκρεμού, υποτίθεται ότι το όφελος της οδυνηρής δεκαετίας ήταν η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Ωραία. Ρωτάω εγώ ο δραχμιστής: Για πείτε λοιπόν, άξιζε τον κόπο;



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 
 
Tο πρόγραμμα ESM χαρακτηρίστηκε από ανοιχτή διαφωνία σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους μεταξύ των εταίρων του προγράμματος και των βασικών ενδιαφερομένων. Αυτή η διαφωνία επηρέασε αρνητικά τη συνεργασία και την εφαρμογή του προγράμματος. Ενώ το DSA είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για την εστίαση της λήψης αποφάσεων, οι διαφορές στις υποθέσεις DSA μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των βασικών ενδιαφερόμενων φορέων έθεσαν προκλήσεις για τη συνεργασία και την εφαρμογή του προγράμματος. Από ένα τεχνικό μέσο δημοσιονομικής εποπτείας, το DSA μετατράπηκε σε ένα πολιτικοποιημένο εργαλείο για τη λήψη αποφάσεων που εξέθεσε την εγγενή σύγκρουση μεταξύ των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων προοπτικών για την επίλυση κρίσεων.

ESM, «Μαθήματα από τη χρηματοδοτική βοήθεια στην Ελλάδα-Ανεξάρτητη Εκθεση Αξιολόγησης»

Friday, June 5, 2020

Μικρό πλιάτσικο, μεγάλο πλιάτσικο

ΕΦΣΥΝ, 5-7/6/2020

Ενδεχομένως παραβιάζω ανοιχτές πόρτες. Εγραψε το περασμένο Σάββατο ο Αρης Χατζηστεφάνου ένα εύστοχο κείμενο για το «Δικαίωμα στο πλιάτσικο», ξεκινώντας από την αγγλοσαξονική λέξη loot που χρησιμοποιείται για τη λεηλασία, την αρπαγή, κι εκεί επισήμανε την απροσδόκητη σύνδεση του looting (=πλιάτσικο) με τις οικονομικές και κοινωνικές ρίζες του ρατσισμού: εφόσον ιδιοκτησία στη δουλοκτητική Αμερική σήμαινε λίγο πολύ μέχρι και τον 19ο αιώνα την κατοχή γης και μαύρων δούλων, looting (=πλιάτσικο) αποκαλούνταν και η διά της βίας απελευθέρωση ενός σκλάβου από πλήθος εξεγερμένων μαύρων (ενδεχομένως με τη δειλή υποστήριξη και λίγων λευκών). Και σ’ αυτήν την αυτονόητη στις μέρες μας απελευθερωτική πράξη θεμελιώνεται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ένα «δικαίωμα στο πλιάτσικο», κατά τον τίτλο του κειμένου του Α.Χ. («Εφ.Συν.» 30/5/2020).

Είτε μας ενοχλεί είτε όχι, είτε προσβάλλει την αστική, τη δημοκρατική, τη δικαιωματική, ενδεχομένως και την επαναστατική μας αισθητική ή όχι, το πλιάτσικο (η αρπαγή, η λεηλασία) ήταν και παραμένει θεμελιώδης συνιστώσα διαμόρφωσης του κόσμου μας. Από την εποχή των μεγάλων προϊστορικών μεταναστεύσεων μέχρι την εδραίωση της αποικιοκρατίας και τη μεταλαμπάδευση του αρπακτικού της πνεύματος στον σύγχρονο καπιταλισμό. Η ιστορία της ανθρωπότητας μπορεί να διαβαστεί κι έτσι: ως μια διαδοχή ανελέητων πράξεων αρπαγής, λεηλασίας, εξανδραποδισμού, βίας και μαζικής εξόντωσης πληθυσμών. Πράγμα που δεν εμπόδισε διόλου τα λαμπερά πνευματικά και τεχνολογικά επιτεύγματά της που μας κάνουν να νιώθουμε περήφανοι για το είδος μας. Αντιθέτως, μας αρέσει ή όχι, ο Παρθενώνας, η Καπέλα Σιστίνα και η Σιλικον Βάλεϊ προϋποθέτουν την αρπακτική ιστορία των αρχαίων Αθηναίων, του Βατικανού και της ιμπεριαλιστικής Αμερικής. Μεγαλείο και αθλιότητα συνυπάρχουν διαρκώς.

Είναι άλλωστε κάτι διαφορετικό η ιστορία του οικονομικού μας πολιτισμού; Αν υποθέσουμε ότι ο σκληρός πυρήνας της που διατρέχει όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς, από τη δουλοκτησία μέχρι τον ύστερο καπιταλισμό, είναι η ιδιοκτησία, τι άλλο είναι αυτή η έννοια από μια πράξη απαλλοτρίωσης και αποκλεισμού όλων των άλλων από το ηθικά και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα κτήσης πάνω σε ένα κομμάτι γης, ένα αντικείμενο ή ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο; (Εδώ ο Προυντόν τώρα δικαιώνεται, η ιδιοκτησία είναι πράγματι κλοπή, είναι και φόνος…)

Και παρότι κανείς -ούτε εγώ, ομολογώ- δεν είναι διατεθειμένος να παραιτηθεί από το δικαίωμα στα ταπεινά αποκτήματά του, υποθέτω ότι κανείς δεν πιστεύει στα σοβαρά ότι η ιδιοκτησία, όλες οι υλικές και άυλες περιουσίες του κόσμου, οι ελάχιστες και οι τεράστιες, είναι τάχα προϊόντα μιας ήρεμης και αναίμακτης σειράς δισεκατομμυρίων πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβίβασης, κληρονομιάς, ανταλλαγής ή δωρεάς που συνομολογήθηκαν σε ήσυχα συμβολαιογραφικά γραφεία. Πίσω από ή ανάμεσα σ’ αυτές τις νόμιμες δραστηριότητες παρεμβάλλονται επιδρομές, λεηλασίες, αρπαγές και μικρά ή μεγάλα πλιάτσικα προγόνων και προκατόχων μας. Τα περισσότερα απλώς τα αγνοούμε. Ορισμένα τα γνωρίζουμε, τα αποσιωπούμε ή απλώς τα εξωραΐζουμε σε μια φιλοτεχνημένη ατομική, οικογενειακή, συλλογική ή εθνική μυθολογία.

Το πλιάτσικο λοιπόν
(εκ της αλβανικής λέξης plaçkë ή της σλαβικής pljatška) που τόσο ενοχλεί όταν συνοδεύει μια ανεξέλεγκτη έκρηξη κοινωνικής οργής, όπως αυτή που διαδραματίζεται στις ΗΠΑ, που τόσα «ναι μεν, αλλά…» προκαλεί όταν απεικονίζεται με φλεγόμενα καταστήματα, κατεβασμένες βιτρίνες, αδειασμένα ράφια σούπερ μάρκετ, κλεμμένες τηλεοράσεις, κινητά και λάπτοπ, που τόση απέχθεια γεννά στην καθωσπρέπει Αμερική των ένοπλων ιδιοκτητών οι οποίοι δικαιούνται να ρίξουν στο ψαχνό όποιου πατάει το κατώφλι της ιδιοκτησίας τους, το μικρό πλιάτσικο των νεαρών φτωχοδιάβολων και το μεγάλο πλιάτσικο των μεγάλων αρπάγων είναι εδώ και αιώνες ο βασικός τρόπος διανομής και αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου.

Για τους νεαρούς
μικρο-πλιατσικολόγους των αμερικανικών πόλεων μάλιστα ίσως αυτές οι ταπεινές και απεχθείς πράξεις ποινικά κολάσιμης κλοπής είναι το μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας αναδιανομής πλούτου. Μια ασήμαντη πρόσβαση σε έναν πλούτο που λιμνάζει σε τρομακτικές ποσότητες στο πλουσιότερο 0,1% της αμερικανικής κοινωνίας και της υφηλίου. Πάω στοίχημα ότι, ακόμα κι αν αθροιστούν όλες οι κλοπές, οι καταστροφές και οι (ασφαλισμένες) ζημιές στις πόλεις της πολυήμερης αναταραχής και της μεγάλης ασφυξίας (I can’t breath, mama…), δεν πρόκειται να ανταγωνιστούν σε αξία ούτε την ετήσια αμοιβή του Ελον Μασκ για την επιτυχία των στόχων πώλησης και κερδών της Tesla. Αυτή η αμοιβή κι όλες οι αντίστοιχες αμοιβές των golden boys του τουρμπο-καπιταλισμού είναι το πραγματικό, το μεγάλο πλιάτσικο, το προκλητικά νομιμοποιημένο, το εξοργιστικά αυτονόητο. Το πλιάτσικο των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών ακινήτων από τις τράπεζες. Το πλιάτσικο του δημόσιου χρέους από τη διεθνή τοκογλυφία. Το πλιάτσικο της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας και των κοινωνικών αγαθών. Το πλιάτσικο της φοροδιαφυγής των πολυεθνικών. Το πλιάτσικο του εθνικού πλούτου των φτωχότερων χωρών. Το πλιάτσικο του αγροϊμπεριαλισμού που στερεί πληθυσμούς τροπικών παραδείσων από στοιχειώδη είδη διατροφής. Το πλιάτσικο της διάσωσης χρεοκοπημένων ιδιωτικών εταιρειών με πόρους των φορολογουμένων. Το πλιάτσικο της περιβαλλοντικής καταστροφής αλλά και της πράσινης υποκρισίας. Το πλιάτσικο των προσωπικών μας δεδομένων από τους ιδιοκτήτες της ψηφιακής μας ζωής. Το πλιάτσικο εις βάρος δισεκατομμυρίων εργαζομένων, το πλιάτσικο του εργάσιμου χρόνου, των δεξιοτήτων, των γνώσεων, της ταυτότητας των ανθρώπων. Είναι τόσο εξόφθαλμο, τόσο προφανές και χυδαίο το πραγματικό μεγάλο πλιάτσικο, που κάθε προσπάθεια να το περιγράψεις καταντάει κλισέ και μελό.

Ως εκ τούτου
ο μαύρος έφηβος που φεύγει από τη σπασμένη βιτρίνα με μια οθόνη παραμάσχαλα και 2-3 κινητά στις τσέπες, μπροστά στο μεγάλο πλιάτσικο από τους μεγάλους άρπαγες ίσως να εκτελεί μια απλή πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

 
Το γλένταγε με την ψυχή του ν’ αρπάζει αυτές τις μεγάλες κρατικές εταιρείες από τα χέρια των φορολογουμένων και να τις διαμελίζει σε μια μειοψηφία μετόχων που διψούσαν για κέρδη: η ιδέα ότι συνέβαλλε στην αφαίρεση ιδιοκτησίας από τους πολλούς και στη συγκέντρωσή της στα χέρια ολίγων τον πλημμύριζε μ’ ένα βαθύ και καθησυχαστικό αίσθημα δικαιοσύνης. Ικανοποιούσε κάτι το πρωτόγονο μέσα του. Ο μόνος χώρος όπου ο Τόμας έβρισκε ακόμα μεγαλύτερη και μονιμότερη ικανοποίηση ήταν, ίσως, ο χώρος των συγχωνεύσεων και των εξαγορών εταιρειών.

Τζόναθαν Κόου, «Τι ωραίο πλιάτσικο!»