ΕφΣυν 31/10-1/11-2020
Σώπα κι άκουσε. Τώρα μιλάω
εγώ. Μιλάω, αν και δεν έχω στόμα, δεν έχω σώμα, πνευμόνια, κεφάλι. Μιλάω
εγώ που φωνητικές μου χορδές είναι τα λάστιχα γύρω απ’ τ’ αυτιά σου,
όταν δεν τα τυλίγεις στον καρπό σαν βραχιόλι, στον αγκώνα ή στο μπράτσο
σαν περιβραχιόνιο. Μιλάω χωρίς στόμα και για τις επόμενες μέρες,
βδομάδες και μήνες θα φράζω το δικό σου απύλωτο στόμα, ώρες πολλές κάθε
μέρα, θα αποκρούω τις θύελλες από σταγονίδια κι αέρα που εκπνέεις σε
κάθε βήμα, θα συγκρατώ τα βδελυρά εκκρίματα που εκτοξεύεις από την υγρή
άβυσσο πίσω από τα δόντια και τα ρουθούνια σου, θα παραμορφώνω τις
λέξεις και τις φράσεις που κατεβαίνουν από το περίπλοκο νευρωνικό δίκτυο
στο κεφάλι σου στον πιο ευκίνητο και τρυφερό μυ που διαθέτεις, που την
ύπαρξή του σχεδόν την αγνοείς καθημερινά, αντιστρόφως ανάλογα με την
ακατάπαυστη χρήση του, εκτός κι αν τον δαγκώσεις οδυνηρά από αδηφαγία ή
τον βυθίσεις με απληστία σ’ ένα άλλο στόμα, σ’ ένα βαθύ, υγρό, ζεστό
γλωσσόφιλο.
Τώρα θα μιλήσω εγώ, που για πολλές ώρες της μέρας θα διχοτομώ οριζόντια τα πρόσωπά σας ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια, γιατί τα χείλη και το στόμα μπορούν να υποκριθούν, να προσποιηθούν χαρά, εγκαρδιότητα, θλίψη, ευθυμία, αλλά το βλέμμα δύσκολα μπορεί να υποδυθεί και να κρύψει τη λύπη, τον θυμό, τη δυσφορία, την αδιαφορία, το μίσος ή τη λαχτάρα, τη φιλία, την αγάπη για τον απέναντι. Θα υποστείτε μέχρι εξουθενώσεως ο ένας την αλήθεια του άλλου κι εγώ, το ευτελές ορθογώνιο κομμάτι από χαρτί ή πανί που θα είμαι ό,τι πιο αυτοκόλλητο στο σώμα σας πέρα από τα εσώρουχά σας, καθαρό στην αρχή της μέρας, ρυπαρό στο τέλος της έπειτα από ατέλειωτες καταχρήσεις μου σαν σκουλαρίκι κρεμασμένο στ’ αυτί, μούσι στο πηγούνι, περικάρπιο ή πατσαβούρι χωμένο στην τσέπη, παρόν ακόμη κι όταν με πετάξετε στα σκουπίδια ή με ρίξετε στο βραστό νερό και με πατήσετε κάτω από τους 200 βαθμούς του πυρωμένου ατμοσίδερου, εγώ λοιπόν θα γίνω η μάσκα που θα ξεσκεπάσει από τα πρόσωπά σας όλες τις μάσκες της πλάνης και της απάτης.
Θα σκίσω τις μάσκες των ηρώων, των από μηχανής θεών, των ηγεμόνων και των αυτόκλητων ελευθερωτών. Θα πετάξω τη νεκρική προσωπίδα του Αγαμέμνονα, τη μάσκα του Ζορό, του Μπάτμαν και της Κατγούμαν, του Σπάιντερμαν και του αιμοδιψούς Τζέισον, του θεού Ρα και του φαραώ Τουταγχαμόν, τις μάσκες των Anonymous και τις μάσκες των Eponymous, τις μάσκες όλων των μασκοφόρων του κόσμου, τη μάσκα της «μασκέ πιπέζ», ακόμη και τη μάσκα του Ελον Μασκ. Φιλοδοξώ εγώ, η μάσκα που θα σκεπάζει για μήνες τα στόματα και τις μύτες σας, να γίνω αφορμή και μέσο για να δείτε τον κόσμο κατάματα, ν’ αντικρίσετε την πραγματικότητα χωρίς μάσκες, προσωπεία και θεατρινισμούς.
Οι μάσκες ήδη πέφτουν. Οι Μωυσήδες κατεβαίνουν απ’ το Σινά χωρίς νόμους και λύσεις, μόνο με απαγορεύσεις, εκφοβισμούς και βούρδουλα. Οι βουκόλοι του πλανήτη σηκώνουν τα χέρια ψηλά κι αμολάνε τα σκυλιά. Ολα τα μεγάλα όπλα τους πέφτουν άχρηστα μπροστά σε κάτι τόσο μικροσκοπικό, αόρατο, ιλιγγιωδώς διασπειρόμενο και διαρκώς μεταλλασσόμενο. Οι Λεβιάθαν της Δύσης λυγίζουν με δέος στο μεγάλο κύμα της πανδημίας. Οι τεχνοπολιτικές τους συντρίβονται, τα φράγματα φθηνού χρήματος παρασύρονται από διαδοχικά κύματα ύφεσης, οι μετοχές τους βυθίζονται, οι αγορές τους κλυδωνίζονται, οι επιχειρήσεις τους χρεοκοπούν, συρρικνώνονται, αγκιστρώνονται στο κρατικό χρήμα ή στήνουν μακάβριο κερδοσκοπικό πάρτι θανάτου. Γιατί για κάποιους, ακόμη και τώρα, ο θάνατός σας είναι η ζωή τους. Κι όσο η υπερφίαλη, διαιρεμένη, τρομοκρατημένη, παραπλανημένη ανθρωπότητα περιδινείται σε μια κρίση υγειονομική, ένα σοκ από το οποίο ο οικονομικός πολιτισμός σας νόμιζε ότι ήταν απρόσβλητος, τόσο οι υπερπλούσιοι του κόσμου μπαζώνουν πλούτο σε ποσότητες ασύλληπτες, με τη βεβαιότητα ότι αυτοί είναι οι μόνοι που και μπορούν και δικαιούνται να επιβιώσουν από μια πανδημία, μια πυρηνική καταστροφή, μια κλιματική κατάρρευση. Προφυλαγμένοι στα πολυτελή καταφύγιά τους, προστατευμένοι πίσω από τις μάσκες της αυταπάτης τους.
Εγώ δεν είμαι παρά ένα ταπεινό κομμάτι χαρτί ή πανί, βγαλμένο από μακρές αλυσίδες παραγωγής. Δεν έχω τη δόξα ενός κορονοϊού που τον φοβούνται και τον θαυμάζουν, τον παρατηρούν και τον αναλύουν σε χιλιάδες εργαστήρια σ’ όλο τον κόσμο. Ομολογώ ότι έκανα κι εγώ αρκετούς χαρούμενους και πλουσιότερους δίνοντάς τους την ευκαιρία να με παράγουν και να με πουλάνε κατά δισεκατομμύρια και σε κάθε δυνατή εκδοχή -χάρτινες, πάνινες, άσπρες, κόκκινες, εμπριμέ, πουά- αθροίζοντας τζίρους και κέρδη που τους ήταν αδιανόητα. Αλλά μου είναι αδύνατο να ανταγωνιστώ τον Covid-19, που έχει υποβάλει κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες, επιστημονικά ινστιτούτα, ερευνητικά εργαστήρια, πολυεθνικές εταιρείες στην ανάγκη να επενδύσουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε εμβόλια, φάρμακα, νέα μοντέλα εργασίας, νέες μορφές εκμετάλλευσης, ψηφιακούς μηχανισμούς επιτήρησης και αστυνόμευσης, νέες μεθόδους διακυβέρνησης, σε έναν ζοφερό καπιταλισμό νέου τύπου που αδυνατούν ακόμη και να τον περιγράψουν.
Οχι, εγώ δεν έχω τη δύναμη του Covid-19 να σας οδηγήσω στη σκοτεινή δυστοπία της επόμενης πεντηκονταετίας. Ο ταπεινός μου προορισμός είναι μόνο να σας κάνω να νοιαστείτε για τους άλλους με το καλυμμένο κάτω μισό του προσώπου σας, και να τους δείτε καθαρά με το ακάλυπτο πάνω μισό. Να ζείτε με την αλήθεια του βλέμματος, χωρίς τη μάσκα του ψέματος.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Το τεράστιο αυτό εργοστάσιο λειτουργούσε με ένα μυστηριώδες σύστημα δαπανών παραγωγής: λαμβάνοντας υπόψη του το οικονομικό αξίωμα ότι το επενδεδυμένο κεφάλαιο πρέπει να αποφέρει κέρδος, ήταν αφιερωμένο στον τερατώδη βωμό του Τίποτα. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που κάθε πρωί οι εργάτες έπρεπε ν’ απαγγέλλουν ένα μυστικό όρκο. Ποτέ μου δεν είχα δει τόσο παράξενο εργοστάσιο. Ολες οι μέθοδοι της σύγχρονης επιστήμης και διαχείρισης, και μαζί ο πιο ακριβής και ορθολογιστικός στοχασμός πολλών «μεγάλων κεφαλών», ήταν ταγμένα σε ένα και μοναδικό σκοπό: τον Θάνατο. Παράγοντας το μοντέλο Μηδέν των μαχητικών αεροπλάνων που χρησιμοποιούσαν οι μοίρες αυτοκτονίας, το τεράστιο αυτό εργοστάσιο έμοιαζε με μια μυστική θρησκεία που λειτουργούσε εκκωφαντικά- μουγκρίζοντας, στριγγλίζοντας, θρηνώντας.
Γιουκίο Μισίμα, «Εξομολογήσεις μιας μάσκας»