Η Εφημερίδα των Συντακτών, 29-30/10/2022
Υπάρχει το γνωστό ερώτημα που θέτει ο αρχιαπατεών κύριος Πίτσαμ στην «Οπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;». Εχει γίνει κλισέ, αλλά και εδραιωμένο αξίωμα, σχεδόν διακομματικά αποδεκτό, με μόνη διαφοροποίηση ότι όσο δεξιότερα στο πολιτικό φάσμα χρησιμοποιείται τόσο περισσότερο μεταλλάσσεται σε κάτι τύπου: «οι τράπεζες είναι αναγκαίο κακό». Γνωστό το πόσο μας κόστισε και μας κοστίζει ακόμη αυτό το «αναγκαίο κακό».
Καθένα από τα παραπάνω ρητορικά ερωτήματα, που παραλλάσσουν ατέχνως τον Μπρεχτ, θα μπορούσε να είναι μόνον ο τίτλος μιας ξεχωριστής δημοσιογραφικής-ερευνητικής σάγκα για την ιστορία της οικονομικής παρακμής μας ή του μεγάλου πλιάτσικου που συντελείται όχι μόνο στην τριετία (και κάτι) Μητσοτάκη, αλλά εδώ και τουλάχιστον μια τριακονταετία. Ξεκινώντας, δηλαδή, από το μπινγκ μπανγκ του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, που μετέτρεψε τους τραπεζίτες σε ένα υβρίδιο εθνικών ηρώων και σταρ της δημόσιας ζωής, και φτάνοντας στη διάσωσή τους από την κατάρρευση με χρήματα των φορολογουμένων. Και με μια τεράστια μεταφορά πλούτου από κάτω και εντός προς τα πάνω και εκτός χώρας. Οπου το «εκτός χώρας» περιλαμβάνει και τις ευρωπαϊκές τράπεζες που τις γλιτώσαμε από τις ζημιές των ελληνικών ομολόγων και τις εξωχώριες (οφσόρ) εταιρείες στις οποίες η «εθνική» ολιγαρχία πάρκαρε τον λεηλατημένο, αφορολόγητο και ξεπλυμένο πλούτο της.
Εν τη αφελεία του ή μέσα στον απόλυτο κυνισμό του ο Πάτσης, όταν επιχείρησε να αιτιολογήσει τις πραγματικά νόμιμες, αν και απόλυτα ανήθικες, δραστηριότητές του, περιέγραψε με ακρίβεια τα μεγάλα κόλπα του χρηματοπιστωτικού Λεβιάθαν. Που αφού φόρτωσε το σύμπαν με κάθε μορφής καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια, διακοποδάνεια, μετοχοδάνεια, εορτοδάνεια, ακόμη και δανειοδάνεια με πλήρη γνώση και συναίσθηση ότι η πλήρης εξόφλησή τους για ένα σημαντικό μέρος δανειοληπτών μακροπρόθεσμα θα ήταν αδύνατη, στη συνέχεια άρχισε να τα «σπάει». Οπως οι επαγγελματίες μπαταχτσήδες σπάνε τις επιταγές. Ο Πάτσης αφηγήθηκε το πώς οι τράπεζες άρχισαν να πουλάνε τα προβληματικά δάνεια σε δικά τους παιδιά, δικούς τους ανθρώπους, δικές τους εισπρακτικές εταιρείες, αποδεχόμενες να γράψουν ζημιές που μετά απλώς τις μεταβίβασαν στους πολίτες. Αλλά αυτά τα νομίμως ανήθικα πράγματα τα έκαναν με την άδεια της αστυνομίας. Δηλαδή, της εποπτεύουσας πολιτείας και της επιτηρήτριας τράπεζας των τραπεζών, της ΕΚΤ, και της εγχώριας κεντρικής τράπεζας. Το αν σ’ αυτή την αλυσίδα παρεισέφρεε καμιά φορά και κανένας κανονικός μαφιόζος, που εκτός από ενοχλητικά τηλεφωνήματα στους ανυποψίαστους (ή και υποψιασμένους) δανειολήπτες έσπαζε και κανένα δάχτυλο ή πόδι, είναι απλή αστοχία νομιμότητας...
Το σκάνδαλο Πάτση είναι λοιπόν η κορυφή ενός παγόβουνου, το οποίο περιέχει την καθωσπρέπει ευρωπαϊκή νομενκλατούρα, τη χρηματοπιστωτική τεχνοκρατία και το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού μας συστήματος. Μόνο που το παγόβουνο δεν περιέχει κυρίως παγωμένο νερό, αλλά σάπιο χρέος. Μπορούμε να το φανταστούμε σαν ένα βουνό από την κόπρο που κανείς Ηρακλής δεν θα το σώσει. Ισα ίσα που αυτός ο «Ηρακλής» είναι συστατικό του σκατόβουνου.
ΚΙΜΠΙ
kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Χρειάστηκε να φτάσει η δεκαετία του 1980 για να αρχίσουν οι εμπορικές τράπεζες να χάνουν την αριστοκρατική και αντιδραστική εικόνα τους και να αποκτούν ένα είδος αίγλης που απειλούσε να ενθαρρύνει μια ανεπαίσθητη (αλλά παρ’ όλα αυτά, κατά τη γνώμη τού Τόμας, άκρως ανθυγιεινή) χροιά κοινής ωφέλειας. Υπεύθυνος γι’ αυτό ήταν, σε κάποιο βαθμό, ο ίδιος. Αναγνωρίζοντας τα τεράστια κέρδη που μπορούσε να αντλήσει ως σύμβουλος της κυβέρνησης στο πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης, έκανε τολμηρά βήματα προκειμένου να εξασφαλίσει η Στιούαρτς* ουσιαστική συμμετοχή σε αυτή την πολυδιαφημισμένη επιχείρηση. Το γλεντούσε με την ψυχή του ν’ αρπάζει αυτές τις μεγάλες κρατικές εταιρείες από τα χέρια των φορολογουμένων και να τις διαμελίζει σε μια μειοψηφία μετόχων που διψούσαν για κέρδη: η ιδέα ότι συνέβαλλε στην αφαίρεση ιδιοκτησίας από τους πολλούς και τη συγκέντρωσή της στα χέρια λίγων τον πλημμύριζε μ’ ένα βαθύ και καθησυχαστικό αίσθημα δικαιοσύνης. Ικανοποιούσε κάτι πρωτόγονο μέσα του.