Saturday, October 29, 2022

Η κορυφή του σκατόβουνου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 29-30/10/2022

Υπάρχει το γνωστό ερώτημα που θέτει ο αρχιαπατεών κύριος Πίτσαμ στην «Οπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;». Εχει γίνει κλισέ, αλλά και εδραιωμένο αξίωμα, σχεδόν διακομματικά αποδεκτό, με μόνη διαφοροποίηση ότι όσο δεξιότερα στο πολιτικό φάσμα χρησιμοποιείται τόσο περισσότερο μεταλλάσσεται σε κάτι τύπου: «οι τράπεζες είναι αναγκαίο κακό». Γνωστό το πόσο μας κόστισε και μας κοστίζει ακόμη αυτό το «αναγκαίο κακό».

Ας επεκτείνουμε το ρητορικό ερώτημα του Πίτσαμ στη συγκυρία. Γιατί, «τι είναι σκάνδαλο Πάτση μπροστά στο σκάνδαλο των “κόκκινων” δανείων και της τιτλοποίησής τους;». Τι είναι το σκάνδαλο της αδήλωτης μπίζνας των βουλευτών και των κυβερνητικών αξιωματούχων με τα χρέη των πολιτών μπροστά στην ύπαρξη των εισπρακτικών εταιρειών; Τι είναι το σκάνδαλο των απευθείας αναθέσεων στα εκλεκτά μέλη του γαλάζιου κομματικού μητρώου μπροστά στις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών με χρήματα των φορολογουμένων; Τι είναι το μοίρασμα των δημόσιων επενδύσεων στη λέσχη του εγχώριου παρεΐστικου καπιταλισμού μπροστά στη μετατροπή του ιδιωτικού χρέους των τραπεζών σε δημόσιο χρέος των πολιτών, ζώντων και απογόνων μέχρι τρίτης γενεάς; Τι είναι η διαφθορά μερικών κρατικών αξιωματούχων μπροστά στο σκάνδαλο των τιτλοποιήσεων των «κόκκινων» δανείων; Τι είναι το σκάνδαλο Πάτση μπροστά στο σκάνδαλο του «Ηρακλή»; Τι είναι ένας απατεωνίσκος πολιτευτής μπροστά στην απαλλαγή των τραπεζών από «κόκκινα» δάνεια δεκάδων δισ. με την εγγύηση του Δημοσίου, δηλαδή των φορολογουμένων; Και, τελικά, τι είναι η διασπάθιση 1 εκατ. ευρώ δημόσιου χρήματος μπροστά στην κατάπτωση κρατικών εγγυήσεων 35 δισ. ευρώ, δηλαδή μπροστά στη μετατροπή ακόμη μιας τραπεζικής τρύπας σε κρατικό χρέος;

Καθένα από τα παραπάνω ρητορικά ερωτήματα, που παραλλάσσουν ατέχνως τον Μπρεχτ, θα μπορούσε να είναι μόνον ο τίτλος μιας ξεχωριστής δημοσιογραφικής-ερευνητικής σάγκα για την ιστορία της οικονομικής παρακμής μας ή του μεγάλου πλιάτσικου που συντελείται όχι μόνο στην τριετία (και κάτι) Μητσοτάκη, αλλά εδώ και τουλάχιστον μια τριακονταετία. Ξεκινώντας, δηλαδή, από το μπινγκ μπανγκ του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, που μετέτρεψε τους τραπεζίτες σε ένα υβρίδιο εθνικών ηρώων και σταρ της δημόσιας ζωής, και φτάνοντας στη διάσωσή τους από την κατάρρευση με χρήματα των φορολογουμένων. Και με μια τεράστια μεταφορά πλούτου από κάτω και εντός προς τα πάνω και εκτός χώρας. Οπου το «εκτός χώρας» περιλαμβάνει και τις ευρωπαϊκές τράπεζες που τις γλιτώσαμε από τις ζημιές των ελληνικών ομολόγων και τις εξωχώριες (οφσόρ) εταιρείες στις οποίες η «εθνική» ολιγαρχία πάρκαρε τον λεηλατημένο, αφορολόγητο και ξεπλυμένο πλούτο της.

Εν τη αφελεία του ή μέσα στον απόλυτο κυνισμό του ο Πάτσης, όταν επιχείρησε να αιτιολογήσει τις πραγματικά νόμιμες, αν και απόλυτα ανήθικες, δραστηριότητές του, περιέγραψε με ακρίβεια τα μεγάλα κόλπα του χρηματοπιστωτικού Λεβιάθαν. Που αφού φόρτωσε το σύμπαν με κάθε μορφής καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια, διακοποδάνεια, μετοχοδάνεια, εορτοδάνεια, ακόμη και δανειοδάνεια με πλήρη γνώση και συναίσθηση ότι η πλήρης εξόφλησή τους για ένα σημαντικό μέρος δανειοληπτών μακροπρόθεσμα θα ήταν αδύνατη, στη συνέχεια άρχισε να τα «σπάει». Οπως οι επαγγελματίες μπαταχτσήδες σπάνε τις επιταγές. Ο Πάτσης αφηγήθηκε το πώς οι τράπεζες άρχισαν να πουλάνε τα προβληματικά δάνεια σε δικά τους παιδιά, δικούς τους ανθρώπους, δικές τους εισπρακτικές εταιρείες, αποδεχόμενες να γράψουν ζημιές που μετά απλώς τις μεταβίβασαν στους πολίτες. Αλλά αυτά τα νομίμως ανήθικα πράγματα τα έκαναν με την άδεια της αστυνομίας. Δηλαδή, της εποπτεύουσας πολιτείας και της επιτηρήτριας τράπεζας των τραπεζών, της ΕΚΤ, και της εγχώριας κεντρικής τράπεζας. Το αν σ’ αυτή την αλυσίδα παρεισέφρεε καμιά φορά και κανένας κανονικός μαφιόζος, που εκτός από ενοχλητικά τηλεφωνήματα στους ανυποψίαστους (ή και υποψιασμένους) δανειολήπτες έσπαζε και κανένα δάχτυλο ή πόδι, είναι απλή αστοχία νομιμότητας...

Αλλωστε, αυτό που έγινε σε μικρή κλίμακα τις ωραίες εκείνες μέρες της ευρωευφορίας, τις δεκαετίες 1990 και 2000, όταν οι Πάτσηδες γίνονταν κόρακες-δανειοεισπράκτορες εκατοντάδων εκατομμυρίων, στη μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση εποχή έγινε η εξυγιαντική κανονικότητα του τραπεζικού συστήματος. Με τις τεράστιες τιτλοποιήσεις δανείων των 100 δισ. ευρώ, τις καθωσπρέπει εταιρείες ειδικού σκοπού που ίδρυσαν μόνες ή σε κοινοπραξίες οι τράπεζες για να απαλλαγούν από τα σαπάκια, με τις δεκάδες εταιρείες διαχείρισης, τους σέρβισερ που κάνουν σέρβις στον οικονομικό θάνατο επιχειρήσεων και νοικοκυριών κι ετοιμάζονται για το μεγάλο πλιάτσικο μέσω χιλιάδων πλειστηριασμών. Ομως, αυτό το μεγάλο «σύστημα Πάτση» είναι καθαγιασμένο από τους δανειστές, την ΕΚΤ, την Κομισιόν, το ΔΝΤ, τον ESM και το πολιτικό σύστημα όχι απλώς ως «αναγκαίο κακό», αλλά ως πράξη σωτηρίας των τραπεζών και των αποταμιευτών: «Σας σώζουμε από τους εαυτούς σας», είναι περίπου το μήνυμα του τραπεζοπολιτικού συμπλέγματος, που κινείται μεταξύ Αθηνών, Βρυξελλών και Φρανκφούρτης, προς τους φορολογούμενους - δανειολήπτες - καταθέτες - πολίτες.

Το σκάνδαλο Πάτση είναι λοιπόν η κορυφή ενός παγόβουνου, το οποίο περιέχει την καθωσπρέπει ευρωπαϊκή νομενκλατούρα, τη χρηματοπιστωτική τεχνοκρατία και το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού μας συστήματος. Μόνο που το παγόβουνο δεν περιέχει κυρίως παγωμένο νερό, αλλά σάπιο χρέος. Μπορούμε να το φανταστούμε σαν ένα βουνό από την κόπρο που κανείς Ηρακλής δεν θα το σώσει. Ισα ίσα που αυτός ο «Ηρακλής» είναι συστατικό του σκατόβουνου.

ΚΙΜΠΙ
kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Χρειάστηκε να φτάσει η δεκαετία του 1980 για να αρχίσουν οι εμπορικές τράπεζες να χάνουν την αριστοκρατική και αντιδραστική εικόνα τους και να αποκτούν ένα είδος αίγλης που απειλούσε να ενθαρρύνει μια ανεπαίσθητη (αλλά παρ’ όλα αυτά, κατά τη γνώμη τού Τόμας, άκρως ανθυγιεινή) χροιά κοινής ωφέλειας. Υπεύθυνος γι’ αυτό ήταν, σε κάποιο βαθμό, ο ίδιος. Αναγνωρίζοντας τα τεράστια κέρδη που μπορούσε να αντλήσει ως σύμβουλος της κυβέρνησης στο πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης, έκανε τολμηρά βήματα προκειμένου να εξασφαλίσει η Στιούαρτς* ουσιαστική συμμετοχή σε αυτή την πολυδιαφημισμένη επιχείρηση. Το γλεντούσε με την ψυχή του ν’ αρπάζει αυτές τις μεγάλες κρατικές εταιρείες από τα χέρια των φορολογουμένων και να τις διαμελίζει σε μια μειοψηφία μετόχων που διψούσαν για κέρδη: η ιδέα ότι συνέβαλλε στην αφαίρεση ιδιοκτησίας από τους πολλούς και τη συγκέντρωσή της στα χέρια λίγων τον πλημμύριζε μ’ ένα βαθύ και καθησυχαστικό αίσθημα δικαιοσύνης. Ικανοποιούσε κάτι πρωτόγονο μέσα του.

Τζόναθαν Κόου, «Τι ωραίο πλιάτσικο»

*Επωνυμία τράπεζας

Saturday, October 22, 2022

Οι πρώην, νυν και αεί

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 22-23/10/2022

Παρίσι 1968. Εδώ κι αν βρίσκει κανείς πρώην...

Μεγάλη αναταραχή, αλλά καθόλου θαυμάσια κατάσταση προκλήθηκε από το καίριο σχόλιο της Χριστίνας Κοψίνη «Ο κομματάρχης» («Εφ.Συν.», 14/10/2022), που έθιγε μέσα από μιαν αδιάψευστη πληροφορία την πιο σκοτεινή -και αναπάντητη μέχρι στιγμής από αυτούς που θίγει και αφορά- διάσταση της ανατριχιαστικής υπόθεσης του Κολωνού: πώς ένας άνθρωπος που ενορχήστρωνε και εκτελούσε τόσο φρικτά εγκλήματα εις βάρος ενός παιδιού, στο φως της μέρας, των φωτογραφικών φακών και της επίσημης πολιτικής είχε γίνει πολύτιμος παραγοντίσκος του κυβερνώντος κόμματος, επαρκής να παρέχει τις υπηρεσίες του σε γαλάζιους υποψήφιους πολιτευτές και ήδη εκλεγμένους παράγοντες της κυβέρνησης ή της Αυτοδιοίκησης. 

Ωστόσο, στο παράλληλο σύμπαν των σόσιαλ μίντια -που όσο περνά ο καιρός πείθομαι ότι καλώς αποφεύγω να γίνω μόνιμος κάτοικός του, κι ας κινδυνεύω με εξορία στην ανυπαρξία- γύρω από το σχόλιο της Χρις εξελίχθηκε ένας άλλος «πόλεμος». «Πόλεμος» με βαρείς χαρακτηρισμούς και αμετροεπείς ατάκες για το δικαίωμα ενός εκάστου να φέρει, να απεμπολεί ή απλώς να αποκρύπτει τον τίτλο του «πρώην κνίτη», που αφορούσε το νεανικό πέρασμα από τη μαζικότερη πολιτική οργάνωση νεολαίας της Μεταπολίτευσης, την ΚΝΕ, υποψηφίου της Ν.Δ. (που στο μεταξύ πέρασε και από άλλα κόμματα), ο οποίος είχε μια ατυχή συσχέτιση με τον «γαλάζιο κομματάρχη» του Κολωνού και του δυσώδους blindchat. 

Επειδή οι αντιδράσεις ενός σμήνους ενοίκων του σοσιαλμιντιακού κόσμου, με κρυφές ή φανερές ταυτότητες, θυμίζουν λίγο τη μωσαϊκή εντολή «ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω», που αμφιβάλλω αν ακόμη και οι φανατικοί ορθόδοξοι Εβραίοι την πιστεύουν πια, επιτρέψτε μια δυο παρατηρήσεις ως πρώην κνίτη εμού του ιδίου. 

Ολοι είμαστε πρώην κάτι. Ακόμη κι αυτές οι γραμμές, αυτές οι λέξεις, από την ώρα που τις διαβάσετε, έχουν ήδη γίνει «πρώην». Είμαστε πρώην κνίτες, πρώην ρηγάδες, πρώην μαοϊκοί, πρώην τροτσκιστές, πρώην αναρχικοί, πρώην πανελλαδικάριοι, πρώην πασόκοι, πρώην εαρίτες, πρώην συνασπισμίτες, πρώην συριζαίοι. Οι υπερήλικες της Μεταπολίτευσης, οι μεσήλικες της «αλλαγής», οι ώριμοι της αριστεροδέξιας «κάθαρσης» του ’89, οι νεότεροι της κατάρρευσης του «υπαρκτού», της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, της φενάκης του εκσυγχρονισμού, της αντίδρασης στην παγκοσμιοποίηση, της κρίσης του 2008 και της μνημονιακής κόλασης, όλοι είμαστε ως μέλη, φίλοι ή απλοί οπαδοί και ψηφοφόροι «πρώην κάτι». Οχι μόνο γιατί αλλάξαμε εμείς, αλλά γιατί μπορεί στο μεταξύ να άλλαξε αυτό το «κάτι» που ήμασταν, ή απλώς να αποσυντέθηκε. Πριν από μερικά χρόνια κάποιοι ήταν «ποταμάκια», αλλά το «Ποτάμι» δεν υπάρχει πια, αν και αυτοί μπορούν να επικαλούνται την ιδιότητα του πρώην, όπου κι αν είναι σήμερα, σωστά; Γιατί το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, που λέει και το κλισέ, κι όπως μας δίδαξε ο Ηράκλειτος όλα τα όντα κινούνται κι αλλάζουν συνεχώς ακριβώς σαν το ποτάμι. Ολα τα πλάσματα, νυν και αεί, είναι κάθε στιγμή «πρώην». 

Αλλά αυτή η διαλεκτική της ακατάπαυστης αλλαγής, που έχει κονιορτοποιήσει και ανασυνθέσει το πολιτικό σύστημα, τα κόμματα, τις νεολαίες τους και τις ανθρωπογεωγραφίες τους άπειρες φορές τα τελευταία πενήντα χρόνια, δεν μπορεί να καταργήσει τη διαλεκτική της μνήμης. Η μόνη περιουσία μας είναι η μνήμη. Η ανάμνηση είναι η βάση της γνώσης – και της αυτογνωσίας. Αλλά στην αντίστοιχη αγγλική λέξη re-member (ανα+μέλος) έχει μια ακόμη πιο ισχυρή σημειολογία, γιατί η ανάμνηση γίνεται μια επανασυναρμολόγηση όλων των επιμέρους «πρώην» ιδιοτήτων ενός ατόμου, μιας ομάδας, μιας τάξης, ενός λαού, φυσικά και ενός έθνους. Θυμάμαι όλες τις πολιτικές φάσεις, ιδεολογικά στάδια, κοινωνικά στάτους που πέρασα, σημαίνει τελικά: επανασυναρμολογώ τον εαυτό μου. 

Δικαιούμαι να φέρω υπερηφάνως τον τίτλο του πρώην κνίτη; Φυσικά. Δικαιούμαι να το αποκρύπτω; Φυσικά, πάλι, όλοι έχουν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και της επινόησης του εαυτού τους με αποσιωπήσεις, λίφτινγκ και προσθετικές επεμβάσεις. Στην αγορά της κατασκευής εαυτών, άλλωστε – Instagram, Facebook, LinkedIn, Twitter- ο καθένας μπορεί να φιλοτεχνήσει ένα βιογραφικό εξωραϊσμένο και ευπώλητο, ακόμη και φωτοσόπ στη φάτσα του μπορεί να κάνει, ή να φουσκώσει τα επαγγελματικά και ακαδημαϊκά προσόντα του με τίτλους σπουδών και δεξιοτήτων αποκτημένους με γκρίζες διαδικασίες. Ο καθένας, δηλαδή, μπορεί να φιλοτεχνήσει τη μυθολογία του εαυτού του, όπως άλλωστε τα σύγχρονα έθνη βασίζουν τις συλλογικές συνειδήσεις σε μυθολογίες που δεν πολυαντέχουν στο φως της ιστορικής έρευνας. Αυτό ισχύει προφανώς για κόμματα και πολιτικές συλλογικότητες.

Αλλά η λογοκρισία και αυτολογοκρισία της μνήμης κατά την επανασυναρμολόγηση του εαυτού μας (ή της συλλογικότητας που υπερασπιζόμαστε την καθαρότητά της) προσκρούει στη μνήμη των άλλων. «Ημουν κι εγώ εκεί». «Αλήθεια; Κι εγώ αλλά δεν σε θυμάμαι». Ή: «Εγώ στα ΚΝΑΤ; Ποτέ!». «Εγώ στην κατάληψη του Πολυτεχνείου το ’95; Λάθος κάνεις, με κάποιον με μπερδεύεις». Πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα θυμάται αυτό που θέλουμε να ξεχαστεί για τους εαυτούς μας. Η αναγνώριση της στοιχειώδους κοινής αλήθειας είναι η βάση για να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Εμείς, οι κοινοί θνητοί, δεν έχουμε την ευχέρεια και τα χρήματα να εξαγοράσουμε τη συλλογική μνήμη με ιδρύματα, πολιτιστικά ινστιτούτα, μέγαρα τέχνης, φιλανθρωπικούς οργανισμούς που αγιογραφούν τους Νιάρχους, τους Ωνάσηδες, τους Λάτσηδες, τους Μποδοσάκηδες και το ληστρικό πέρασμά τους από τον δημόσιο πλούτο και τη νεότερη πολιτική Ιστορία της χώρας. Το δικό μας πέρασμα, ιδιαίτερα όσων αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί, ανεξάρτητα από το πόσες «πρώην» κομματικές εντάξεις συνθέτουν αυτή την ιδιότητα, ανεξάρτητα από το πόσες ήττες και οικτρές διαψεύσεις αθροίζει, έχει σημασία να αφήνει ένα ίχνος αλήθειας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Κι αυτό δεν εξαρτάται πάντα από την ετικέτα και την πολιτική ομπρέλα που επιλέγεις. Κάτω από τις ομπρέλες ενίοτε κρύβονται άθλιοι και αθλιότητες. Οπως έλεγε -πάλι- ο σκοτεινός Ηράκλειτος, "Ηθος ανθρώπω δαίμων" (Ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι η μοίρα του). 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Λέει ο Ηράκλειτος ότι τα πάντα κινούνται και τίποτα δεν μένει ακίνητο και παρομοιάζοντας τα όντα με τη ροή του ποταμού λέει ότι δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στον ίδιο ποταμό. 

Πλάτων, Κρατύλος (402α)


Saturday, October 15, 2022

Τι παίζει, τι δεν παίζει με το χρήμα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 15-16/11/2022

Υπάρχει αυτή η διαφήμιση που τρέχει κλιμακωτά εδώ και έναν μήνα σε δόσεις και με το ανάλογο σασπένς μέχρι να αποκαλύψει τι ακριβώς διαφημίζει. Είναι δυο τύποι που παραγγέλνουν καφέ, ο ένας λίγο ψιλοδιανοούμενος και προσεγμένος, ο άλλος πιο χύμα και με μαλλί σαν να σηκώθηκε μόλις από το κρεβάτι, παίρνουν τους καφέδες, «με μετρητά ή κάρτα;» ρωτά η υπάλληλος, ο χύμα κοιτάζει τον φίλο του απορημένος, προφανώς δεν έχει σάλιο ούτε σε μετρητά ούτε σε κάρτα. Αφού προηγήθηκαν μερικές μέρες προβολής του διαφημιστικού σποτ με αναπάντητο το ερώτημα της πωλήτριας, ακολούθησαν και τα αποκαλυπτήρια της πλήρους διαφήμισης: τι παίζει λοιπόν με την πληρωμή των καφέδων; Παίζει payzy, μια εφαρμογή ψηφιακών πληρωμών μέσω κινητού της Cosmote (εδώ κάνω κι εγώ διαφήμιση δωρεάν, αλλά δεν πειράζει, χαλάλι τους). Και μετά η διαφήμιση πλημμυρίζει με εικόνες στις οποίες ο προσεγμένος εξηγεί ότι με το payzy μπορείς να πληρώνεις όλα και όλους με το κινητό, ενώ ο χύμα, μες στην καλή χαρά, ρωτάει αν παίζει να πληρώνει ένα εμπριμέ πουκάμισο που δοκιμάζει, να πληρώνει τους λογαριασμούς ή να στείλει χρήματα στην αδελφή του. Τέσπα, την έχετε δει τη διαφήμιση, η σημειολογία της είναι προφανής, η ανεμελιά των πρωταγωνιστών της κραυγαλέα και το μήνυμά της είναι ότι το κινητό, πέρα απ' όλα τα άλλα, είναι και το πορτοφόλι σας. Δεν είναι άλλωστε ούτε η πρώτη ούτε η μόνη εκδοχή ψηφιακού πορτοφολιού και προφανώς σε πολύ λίγα χρόνια οι κάρτες, πιστωτικές ή χρεωστικές, θα περάσουν στην προϊστορία του χρήματος. 

Αυτό που δεν λέει η διαφήμιση του payzy και δεν μας αποκαλύπτουν οι χαμογελαστοί πρωταγωνιστές της είναι πώς ακριβώς γεμίζει ένα ψηφιακό πορτοφόλι και από πού πηγάζει η ξεγνοιασιά τους για το περιεχόμενό του. Παίζει να πας να πληρώσεις με payzy και να σου απαντήσει ο αθέατος big brother της ταμειακής ότι «δεν παίζει» η πληρωμή γιατί ο κουμπαράς του κινητού δεν έχει επαρκές υπόλοιπο; Παίζει και παραπαίζει, γιατί όσο κι αν οι περισσότεροι από μας έχουμε εξοικειωθεί με την εικόνα του κυριολεκτικά άδειου από χαρτονομίσματα και κέρματα δερμάτινου πορτοφολιού, δηλαδή με την ιδέα της σταδιακής εξαφάνισης του χρήματος στη φυσική μορφή των μετρητών, την ίδια στιγμή ζούμε με την αγωνία του υπολοίπου στην κάρτα κάθε φορά που πλησιάζουμε στο ταμείο του σούπερ μάρκετ ή που περνάμε την κάρτα από το ασύρματο POS του πρατηρίου βενζίνης, όπου ο υπάλληλος σχεδόν δεν ρωτάει πια, ξέρει: «Είκοσι;», «ναι, είκοσι», «να βάλω τη μεσαία που είναι σήμερα προσφορά;», «όχι, όχι, την απλή», γιατί κι ένα λίτρο σε βγάζει κουτσά στραβά για τα επόμενα 20-30 χιλιόμετρα. 

Από άποψη τάιμινγκ, που λέμε και ελληνιστί, το πρόβλημα με το λαμπερό και χαρωπό μήνυμα αυτής και άλλων συναφών διαφημίσεων ή νέων προϊόντων πληρωμής είναι ότι δεν έχουν και πολύ μεγάλη επαφή με την υλική πραγματικότητα της πλειονότητας των ανθρώπων. Το πρόβλημα δεν είναι πόσο εύκολα, ανέπαφα και μαγικά πληρώνεις -αν στο μέλλον π.χ. έχουμε ψηφιακά εμφυτεύματα στον εγκέφαλο θεωρητικά η εντολή πληρωμής θα είναι μια απλή σκέψη-, αλλά το αν έχεις να πληρώσεις. Αν οι λογαριασμοί, τα ενοίκια, οι δανειακές δόσεις, τα κοινόχρηστα αφήνουν κάτι στο συμβατικό, πιστωτικό ή ψηφιακό πορτοφόλι σου για τις υπόλοιπες συναλλαγές και αγορές, τις μεγάλες ανάγκες και τις μικρές πολυτέλειες, τις επιθυμίες ή πράξεις αλληλεγγύης προς συγγενείς και φίλους. Και ακόμη περισσότερο αν ο πληθωρισμός και οι ανατιμήσεις στα αγαθά της επιβίωσης καίνε το περιεχόμενο του φυσικού ή ψηφιακού πορτοφολιού μας πριν καν το βγάλουμε από την τσέπη, την τσάντα ή την οθόνη του κινητού. Προφανώς το πρόβλημα είναι ότι, ανεξαρτήτως μέσου πληρωμής, φέτος και του χρόνου, όπως με τόνους τρομοκρατικούς μάς πληροφορούν τα μέσα στα διαλείμματα της αισιόδοξης διαφημιστικής ροής, θα παγώσουμε, θα σφιχτούμε, θα στερηθούμε, θα εξοικονομήσουμε, θα στενάξουμε, κάποιοι ενδεχομένως και θα πεινάσουμε. 

Ας πούμε ωστόσο ότι αυτό είναι το αυτονόητο, που το καταλαβαίνουν οι πάντες, χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Ωστόσο πίσω από τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του χρήματος στην έσχατη ψηφιακή εκδοχή του και ειδικά στον διαφημιστικό εξωραϊσμό του αναπαράγεται ο ίδιος πανάρχαιος φετιχισμός, που στην εποχή της κυριαρχίας του πιστωτικού συστήματος έχει αποκτήσει διαστάσεις θρησκευτικής πίστης. Τι παίζει με το χρήμα; Από πού πηγάζουν οι ακατάσχετες χρηματορροές; Ποιος γεννάει τα 40 τρισ. δολάρια φυσικού ή πιστωτικού χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία σε όλο τον κόσμο; Ποιος είναι το θεϊκό χέρι που έχει δημιουργήσει το 1 τετράκις εκατομμύρια χρήματος κάθε εκδοχής, από το επενδυμένο χρήμα και τα παράγωγα μέχρι τα μυστικιστικά κρυπτονομίσματα που πλημμυρίζουν τον πλανήτη χλευάζοντας την ανέχεια της πλειονότητας των κατοίκων του; 

Τα ερωτήματα είναι ρητορικά και αν τα θέσει κανείς σε έναν κεντρικό τραπεζίτη ή και σε οποιονδήποτε τραπεζίτη θα πάρει απαντήσεις που θα επιχειρούν να βάλουν τη μεταφυσική του χρήματος σε ορθολογική και τεχνοκρατική συσκευασία. Κατά βάθος όμως πιστεύουν ότι είναι τα δικά τους θεϊκά χέρια που αυξομειώνουν τις παγκόσμιες χρηματορροές ανάλογα με τις επιδόσεις του πληθωρισμού ή του ΑΕΠ. Σαν να έχουν στα κινητά τους μια ψηφιακή εφαρμογή συνδεδεμένη με το άπειρο. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

«Το έγκλημα έγινε.

Εσπασε του παιδιού τον κουμπαρά

Χύθηκαν κάτω τα νομίσματα

Παλιές δεκάρες τρυπημένες στη μέση

Και μεγάλα στιλπνά κέρματα.

Οχι, τίποτα δεν μπορείς πια ν’ αγοράσεις

Τόσα πολλά νομίσματα κι όλα άχρηστα

Τίποτα δεν μπορείς πια ν’ αγοράσεις

Και το παιδί να κλαίει

Κι εσύ τίποτα δεν μπορείς πια ν’ αγοράσεις

Και το παιδί να κλαίει και να ζητά


Τίποτα τίποτα πια».


Μανόλης Αναγνωστάκης, «Η συνέχεια 3»   


Saturday, October 8, 2022

Οι τράπεζες, το μηδέν και το άπειρο

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 8-9/10/2022

 Κανονικά έπρεπε να είμαι ένας από τους πιο ευτυχείς ανθρώπους στον κόσμο. Μπορεί να χρωστάω μικροποσά δεξιά-αριστερά, στην Εφορία, στη ΔΕΗ, σε φίλους και συγγενείς, στο ασφαλιστικό ταμείο μου, αλλά δεν χρωστάω σε τράπεζα (χρωστάει η συμβία μου, βέβαια, για το κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας, αλλά προσποιούμαι ότι δεν με αφορά). Δεν είμαστε «κόκκινοι» οφειλέτες, βρε αδερφέ. Κι επειδή η τράπεζα είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου όταν δεν της χρωστάς, υποτίθεται ότι εγώ μπορώ να πάω σε μια από τις φίλες μου (τράπεζες) και να ζητήσω ένα δάνειο: ξυλοδάνειο, πετρελαιοδάνειο, αεριοδάνειο, πελετοδάνειο, ρευματοδάνειο, κάτι ταπεινό και ελεγχόμενο για να βγάλουμε τον χειμώνα χωρίς να ξεπαγιάσουμε. Θα με κόψει η φίλη μου η τράπεζα, θα δει τους λογαριασμούς με τα τρελά υπόλοιπα -25 ευρώ ο ένας, 0,75 ο άλλος-, θα δει και τα εκκαθαριστικά με το θηριώδες εισόδημα των 14.000 ετησίως και θα πει «πού πας ρε Καραμήτρο», κατά το γνωστό ανέκδοτο, μια και δεν με λένε Καραμήτρο. Αλλά, ακόμη κι αν αποφασίσει η φίλη μου να είναι ευγενής, έχει τον τρόπο της να μου δείξει την έξοδο ασφαλείας. Θέλετε ένα καταναλωτικούλι για να ζεσταθεί το κοκαλάκι σας; Ωραία, με 14,1% ανοιχτής διάρκειας, 11,2% αλλά κυμαινόμενο έναν χρόνο. Να τ’ αφήσω; «Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή, είπε το τίποτε στο κάτι. Κι εκείνο, το ηλίθιο, το 'χαψε» (Δημουλά). 

Αλλά το «κάτι» δεν το χάβει. Και να ήθελε αδυνατεί, γιατί πες ότι κάνεις την αποκοτιά και παίρνεις ένα δάνειο 1.000 ευρώ για πετρέλαιο, σόρι, αλλά γιατί να το ξεπληρώσεις με 140 ευρώ παραπάνω; Ή, για να το πούμε αλλιώς, γιατί το δικό μου χιλιάρικο, αν υποθέσουμε πως μου περισσεύει, ανταμείβεται με 40 λεπτά τον χρόνο όταν το εμπιστευτώ στην τράπεζα, ενώ το χιλιάρικο που μου εμπιστεύεται σαν βαρύ πεπόνι η τράπεζα πληρώνεται με κερατιάτικα 140 ευρώ; Ποιος είναι το τίποτα και ποιος το κάτι σε αυτή την παμπάλαια ολέθρια σχέση; Ποιος είναι κολλημένος στο 0 και ποιος απαιτεί το άπειρο;

Για να γίνω κομματάκι πιο σαφής και συγκεκριμένος, κοιτάξτε τι συμβαίνει τα τελευταία 7 χρόνια προ πληθωριστικής πανδημίας. Με τα επιτόκια της ΕΚΤ κολλημένα στο μηδέν και αρνητικά, οι ελληνικές τράπεζες πλήρωναν τους τολμηρούς αποταμιευτές με μέσα επιτόκια από 0,5% έως 0,05%. Στα ακριβά καταναλωτικά δάνεια και στις πιστωτικές τα επιτόκια ήταν κολλημένα στο 11% και στο 15% κατά μέσο όρο, αντίστοιχα. Ενέσκηψε η συμφορά του πληθωρισμού, που πέρσι τέτοιο καιρό η Φρανκφούρτη τον έβλεπε να σβήνει πριν από τα Χριστούγεννα (μιλάει με τον Αδωνι η Λαγκάρντ, άραγε;) και η ΕΚΤ, που είναι ο ακόμα καλύτερος φίλος των καλύτερων φίλων του ανθρώπου, μπήκε στο τριπάκι της αύξησης των επιτοκίων του ευρώ, γιατί υποτίθεται ότι έτσι θα αποθαρρυνθούν οι άνθρωποι από σπατάλες -ν’ ανάβουν καλοριφέρ, για παράδειγμα-, θα πέσει η ζήτηση, θα πέσει κι ο πληθωρισμός κι όλα καλά. Αυτό ξέρουν ως νομισματική πολιτική, αυτό κάνουν οι κεντρικές τράπεζες, έστω κι αν δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση στην ιστορία τους που να έχει πετύχει αυτή η ηλίθια συνταγή. Το επιτόκιο του ευρώ είναι ήδη στο 1,25%, κατά τα φαινόμενα μέχρι το τέλος του χρόνου μπορεί να το δούμε κοντά στο 3% και οι καλύτερες φίλες του ανθρώπου ετοιμάζονται για πάρτι αυξήσεων στα επιτόκια. Προσέξτε λοιπόν: μέσο επιτόκιο νέων καταθέσεων τον Αύγουστο, μετά τις αυξήσεις της ΕΚΤ, 0,04%. Μέσο επιτόκιο νέων δανείων 4%. Δηλαδή εκατονταπλάσιο! 

Υπάρχει ένα μέγεθος που λέγεται περιθώριο επιτοκίου, δηλαδή το σπρεντ, η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων και δανείων. Η ΕΚΤ και η δική μας κεντροτράπεζα το μετράει στο 3,61% και για τις εγχώριες τράπεζες είναι διπλάσιο από τον μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης. Γιατί; Γιατί έτσι θέλουν, γιατί είναι πιο μάγκισσες, γιατί είναι οι καλύτερες απ’ όλους τους καλύτερους φίλους του ανθρώπου και γιατί θέλουν να βγάλουν εξτραδάκια πάνω από 1 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2023 μόνο από τα έσοδα επιτοκίων. Γιατί τους ανήκουν τα πάντα, γιατί πνίγονται στη ρευστότητα και θέλουν κι άλλη, γιατί όλο το χρήμα του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ, της ΚΑΠ περνάει από τον πάγκο τους, γιατί αν και ιδιωτικές, βρίσκονται σε απόλυτη ώσμωση με όλο το κρατικό και ιδιωτικό χρήμα, όλο το χρήμα του κόσμου, φυσικό ή ψηφιακό, αποκτά υπόσταση μόνο ως πίστωση στους λογαριασμούς τους. Οι τράπεζες είναι το σύμπαν όλων των συναλλαγών και δικαιούνται να βγάζουν κι από τη μύγα ξίγκι. Μας χαρίζουν το 0 και απαιτούν το άπειρο. 

Ω, μα ναι, φυσικά, ακούω ήδη στ’ αυτιά μου τα συνήθη επιχειρήματα για τις προβλέψεις, τα χρήματα που πρέπει να βάζουν στην άκρη οι τράπεζες για κάθε ευρώ που δανείζουν, για τις υποχρεώσεις κεφαλαιακής επάρκειας, για τις καβάτζες που υποχρεούνται να έχουν για να συνεχίσουν να επιτελούν τον «κοινωνικό ρόλο» τους, να προστατεύσουν τις αποταμιεύσεις των ανθρώπων από τον κακό πληθωρισμό. (Με τι τις προστατεύουν; Με μηδενικά επιτόκια; Πλάκα κάνουμε;) Κι όλα τα γνωστά και χιλιοειπωμένα. 

Εντάξει, ας μην κάνουμε μαθήματα τραπεζικής δι’ αρχαρίους εδώ, γιατί το ερώτημα είναι συγκεκριμένο: Γιατί οι ελληνικές τράπεζες να έχουν διπλάσιο επιτοκιακό περιθώριο από τις άλλες της ευρωζώνης; Από πού αντλούν το δικαίωμα να αισχροκερδούν κάτω από τη μύτη της ΕΚΤ, της ΤτΕ κι όλων των ακριβοπληρωμένων εποπτικών αρχών; Γιατί επιβάλλουν στους αποταμιευτές κούρεμα στο ύψος του πληθωρισμού, αλλά απαιτούν από τους δανειζόμενους αμοιβή πάνω από αυτόν; 

Ρητορικά τα ερωτήματα, αλλά μια και μιλάμε για κουρέματα κι ο νους, θέλεις δεν θέλεις, πάει στο μεγάλο κούρεμα, το PSI του 2012, πώς ν’ αφήσει κανείς ασχολίαστη τη φιλοτραπεζική συνηγορία του Αρείου Πάγου σε πρόσφατη απόφαση που απορρίπτει αιτήματα ζημιωμένων ομολογιούχων; Διαβάστε την: «…Εν όψει όλων των περιστάσεων δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το πιστωτικό ίδρυμα, που διέθεσε το κρατικό ομόλογο περαιτέρω σε επενδυτή, υπέχει ευθύνη για τη μεταγενέστερη έλλειψη φερεγγυότητας του εκδότη Ελληνικού Δημοσίου». Ολη η ιστορία της ελληνικής κρίσης χρέους, αλλά ανεστραμμένη με το κεφάλι κάτω, σε 31 λέξεις. Αλήθεια τώρα; Δεν φταίνε οι τράπεζες για την πολλαπλή ελληνική χρεοκοπία; Δεν μας φορτώθηκε το PSI για να προστατευτούν οι γαλλικές, οι γερμανικές και οι άλλες τράπεζες; Δεν πληρώσαμε τη ζημιά των εγχώριων ευαγών ιδρυμάτων με δύο μνημόνια και με τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις με λεφτά των φορολογουμένων; Δεν πληρώνουμε το μεγάλο ξεφόρτωμα των «κόκκινων» δανείων, την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους και την αδάπανη ιδιωτικοποίησή τους με κρατικές εγγυήσεις δεκάδων δισ. ευρώ που οσονούπω θα μας τις φορτώσουν στο κρατικό χρέος; Αλήθεια τώρα, αυτή είναι η δίκαιη ιστορική κρίση των κορυφαίων δικαστών για την οικονομική μας τραγωδία; 

Σχόλια «μηδέν». Θυμός «άπειρος». 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Αγαπητοί θεατές, είναι έθιμο να λέει ο καταδικασμένος σε θάνατο δυο-τρεις τελευταίες κουβέντες, έτσι για να λευτερώσει την ψυχή του και να ταξιδέψει πιο λαφριά στους ουρανούς. Λοιπόν, αξιότιμες κυρίες και δεσποινίδες και κύριοι, όσο και να σας φαίνεται περίεργο, είμαι αθώος. Γιατί τι κακό μπορεί να κάνει σε τούτο τον κόσμο ένας φουκαράς κατεργάρης μπροστά στους μεγαλοκατεργάρηδες της Γης; Πάω στην κρεμάλα επειδή έκλεψα δυο δεκάρες, κι αυτοί που κλέβουν τον ιδρώτα του κοσμάκη θα πεθάνουν στα κρεβάτια τους. Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας; Σκότωσα για να μη με σκοτώσουν, κι αυτοί που σκοτώνουν για να κερδίσουν έχουν αγάλματα στις πλατείες. Με πνίγει το δίκιο μου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Είμαι μικρός και μ’ έφαγε το ανάστημά μου… 

Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Η όπερα της πεντάρας»  


Saturday, October 1, 2022

Καταρράκτης ή best death place

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 1-2/10/2022


Συνέβη κι αυτό. Οχι αφύσικα, αλλά κάπως βιαστικά, απρόσμενα, πρόωρα, βρε αδερφέ. «Καταρράκτης». Κάτι μ’ ενοχλούσε με τα γυαλιά πρεσβυωπίας, κάτι και με της υπερμετρωπίας, βγάλε τα μεν, βάλε τα δε, υπάρχουν και τα πολυεστιακά, δεν λέω, αλλά εγώ είχα βολευτεί μ’ αυτά για χρόνια και αίφνης ξεβολεύτηκα, σε σημείο που να βλέπω και να διαβάζω καλύτερα χωρίς γυαλιά παρά μ’ αυτά. «Μπορεί να είμαι ένα θαύμα της φύσης», σκέφτηκα, «αναίμακτη κι αδάπανη διόρθωση της γήρανσης του φακού, τι καλύτερο;». Ποιος ξέρει, μπορεί το φαινόμενο της αναστροφής να επεκταθεί και σε άλλα πεδία του σώματος όπου ο χρόνος κάνει αμείλικτα τη δουλειά του. Αλλά φευ, όπως νωρίς μ’ επισκέφτηκε η πρεσβυωπία, έτσι κάπως βιαστικά με βρήκε κι ο καταρράκτης. «Καταρράκτης;» είπα μ’ ένα μείγμα θυμού κι απογοήτευσης στον οφθαλμίατρο, αλλά αυτός δεν έβλεπε κανένα λόγο απορίας και αφού έκανε μια σύντομη εξήγηση της φυσιολογίας του φακού, μπήκε κατευθείαν στο ψητό, στις εναλλακτικές διόρθωσης. Μια επεμβασούλα λίγων λεπτών. Φθηνή και ασφαλιστικά καλυπτόμενη. 

Εγώ είχα τα κολλήματά μου, «Μα, γιατί βλέπω καλύτερα χωρίς γυαλιά;», αλλά οι ενοχλητικές απορίες με έφεραν προ απαντήσεων που επέκτειναν την απογοήτευσή μου από το απτό πεδίο της φύσης στο ρευστό τοπίο της ιδεολογικής αμφιβολίας: ο καταρράκτης έπληξε μόνο το αριστερό μάτι, ρίχνοντας στην όραση μια κουρτίνα που στρεβλώνει σχήματα, χρώματα, περιγράμματα, προς το παρόν σε ένα ποσοστό 60%, και προϊόντος του χρόνου στο 70% ή 90%, οπότε, πάπαλα, μόνο φως και σκοτάδι. Αντιθέτως, το πρεσβυωπικό δεξί μάτι, για να αντισταθμίσει την απώλεια του αριστερού, καταβάλλει μια υπερπροσπάθεια προσαρμογής, κάνοντας τη δουλειά και για τα δυο μάτια. Καταλαβαίνετε το υπονοούμενο; Η αριστερή όραση θολώνει, η δεξιά δυναμώνει. Αρα, μήπως διατρέχω τον κίνδυνο να δω με άλλο μάτι τον Κυριάκο, να συμπαθήσω τη Μελόνι, να λατρέψω την κερδοφορία των επιχειρήσεων, να αγαπήσω τους κεντρικούς τραπεζίτες, να χαρώ με κάθε αύξηση επιτοκίων, να διακηρύξω ότι φταίνε οι μισθοί για τον πληθωρισμό, να διαπιστώσω ότι ζούμε ένα αναπτυξιακό θαύμα, να καταλήξω στο συμπέρασμα πως οι φτωχοί φταίνε για τη φτώχεια τους κι οι πλούσιοι ανταμείβονται για τους κόπους και την ευφυΐα τους, να δω την Ελλάδα ως επί γης παράδεισο και τον καπιταλισμό ως την ουτοπία που πάντα γύρευα; Φυσικά, δεν τόλμησα να εκμυστηρευτώ στον οφθαλμίατρο τον φόβο μου, γιατί προφανώς θα με πέταγε έξω – και με το δίκιο του. 

Δεν ξέρω αν η επέμβαση, εκτός από την ισορροπία της όρασης, θα με απαλλάξει κι από την αμφιβολία για τη διαταραγμένη ισορροπία της οπτικής μου για τον κόσμο, από τον κίνδυνο δηλαδή να επιβεβαιώσω το ανόητο κλισέ ότι το γήρας είναι και μια δεξιόστροφη διολίσθηση, μια αναπότρεπτη και τάχα φυσική μετάβαση από την πρόοδο στη συντήρηση, από το κυνήγι της ουτοπίας στον συμβιβασμό και με την πιο ζοφερή δυστοπία. Ευτυχώς, η επιστήμη διαψεύδει αυτή τη γελοία δοξασία. Θα ήθελα να τη διαψεύσω και προσωπικά. Η φιλοδοξία μου ήταν κάθε δεκαετία γήρανσης να γίνομαι ακόμη πιο ριζοσπάστης, ώστε μέχρι τα 120 που σκοπεύω να ζήσω για να εκδικηθώ το ασφαλιστικό σύστημα να έχω εξελιχθεί σε έναν Γαβριά των ψηφιακών οδοφραγμάτων του μέλλοντος. Τι κρίμα που το σώμα δεν υπακούει στις προσδοκίες μας!

Ως εκ τούτου, εφόσον ο καταρράκτης, η οστεοπόρωση, τα τριγλυκερίδια, η πτώση της τεστοστερόνης, η απώλεια μυϊκής μάζας και όλα τα παρελκόμενα της γήρανσης μου πάνε κόντρα, γιατί η φύση είναι σε σατανική συμμαχία με τα αποθεματικά των συνταξιοδοτικών ταμείων, έχω δυο εναλλακτικές: πρώτον, να προστατεύσω από πρεσβυωπία, καταρράκτη, άνοια, Αλτσχάιμερ, αρθριτικά το τοπίο της σκέψης και της φαντασίας, που θεωρητικά μπορούν να χωρέσουν όσο ριζοσπαστισμό θέλετε. Και, δεύτερον, να φροντίσω να ζήσω τα επόμενα 50 –και θεωρητικά συνταξιοδοτούμενα– χρόνια της ζωής μου (είπαμε, έχω υψηλούς στόχους) στην καλύτερη χώρα για να γεράσει κανείς όμορφα. Που δεν είναι η Ελλάδα. Εκπλήσσεται κανείς; Οχι. Αλλά ίσως σας εκπλήξει το εύρημα ότι όχι απλώς δεν είναι η καλύτερη ή από τις καλύτερες, αλλά είναι μια από τις χειρότερες χώρες για να γεράσει κανείς. 

Γιατί, βρε παιδί μου, αυτό το πράγμα; Εχουμε τόσο ήλιο που ακόμη και τον καταρράκτη τον κάνει ανεκτό, τόση θάλασσα, τόσο ωραίο κλίμα, τόσες ομορφιές κι εναλλακτικές σε μια σταλιά τόπο, ε, πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα να είναι η 40ή ανάμεσα σε 44 χώρες του «Παγκόσμιου Δείκτη Συνταξιοδότησης» (ναι, υπάρχει τέτοιος δείκτης και φυσικά τον συντάσσει μια επενδυτική τράπεζα, η Natixis, που προφανώς κάποιες καλές ιδέες αξιοποίησης θα έχει για το κομπόδεμα των σχετικά πιο εύπορων συνταξιούχων), μόλις πάνω από Τουρκία, Κολομβία, Βραζιλία και Ινδία; Κάτω ακόμη και από την Κίνα, αλλά πολύ πιο κάτω και από την Τσεχία, τη Σλοβακία ή την Πορτογαλία (για να μη μιλήσουμε για τους προφανείς πρωταγωνιστές του δείκτη – ξέρετε, Σκανδιναβούς, Ελβετούς κ.λπ.). Μπας κι έχει γίνει κανένα λάθος; Μήπως οι ερευνητές έχουν καταρράκτη στο δεξί μάτι και πρεσβυωπία στο αριστερό (το αντίθετο με μένα, δηλαδή) και δεν διάβασαν σωστά τα στοιχεία; Οχι. Απλώς η Ελλάδα έχει μια καλή επίδοση στους υποδείκτες υγείας και ποιότητας ζωής (ας πούμε, είμαστε γερά σκαριά και το γλεντάμε), αλλά έχει άθλια επίδοση στους δείκτες «Χρηματοδότηση σύνταξης» και «Υλική ευημερία». Με λίγα λόγια, αποτυπώνεται με σχετική ακρίβεια η βίαιη φτωχοποίηση του πληθυσμού έπειτα από μια δεκαετία μνημονιακής «αναμόρφωσης», το πλιάτσικο στην περιουσία των Ταμείων, οι συντάξεις πείνας, ο ηλικιακός ρατσισμός, η αποστέρηση των ηλικιωμένων ακόμη και από τις οικονομίες μιας ζωής, γιατί χρειάστηκε να στηρίξουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους ή απλώς να επιβιώσουν. «Ανάλωση κεφαλαίου», που λέμε. Ισχύει και για το ανθρώπινο κεφάλαιο. 

Υποθέτουμε ότι δεν ήταν στις προθέσεις των συντακτών του δείκτη να κακοκαρδίσουν τους ενοίκους του μητσοτάκειου παράλληλου σύμπαντος, στο οποίο μειώνονται οι ανισότητες αν και αυξάνεται η φτώχεια ή χειροτερεύει η κατάσταση των συνταξιούχων. Εμένα πάντως με βοήθησε η καλή τράπεζα Natixis να βεβαιωθώ ότι ο καταρράκτης δεν έχει επεκταθεί και στον εγκέφαλο. 

Αλήθεια, μια και υπάρχει δείκτης για τις καλύτερες χώρες συνταξιοδότησης, έχει σκεφτεί κανείς να καταρτίσει έναν δείκτη best death places, τα καλύτερα μέρη για να πεθάνει κανείς; Πού θα ήταν άραγε η κατάταξη της Ελλάδας; (Ρωτήστε τον Λύτρα.) 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Με την πρεσβυωπία, Βέρα μου, ο φακός του ματιού σκληραίνει. Χάνει την ελαστικότητα που δίνει στην όραση τη δυνατότητα να προσαρμόζεται γρήγορα από το κοντινό στο μακρινό κι αντίστροφα. Για μας τους πρεσβύωπες, λοιπόν, η όραση διχάζεται. Η σιγουριά της γενικής, μακρινής εικόνας των πραγμάτων αντισταθμίζεται από την αμφιβολία που εγκαθίσταται στην κοντινή, εστιασμένη εικόνα. Αυτό είναι ένα «ο», αλλά μήπως είναι «α»; Εδώ γράφει «ουτοπία», αλλά μήπως γράφει «δυστοπία»; Αλλά, η αμφιβολία, Βέρα μου, δεν είναι κακό πράγμα. Κάθε άλλο. Χωρίς την αμφιβολία δεν παράγεται βεβαιότητα. Επομένως, η δική μας αμφίβολη όραση κι η δική σας βέβαιη και σταθερή, η φρέσκια και καθαρή ματιά της γενιάς σας κι η θολή ματιά της γενιάς των πρεσβυώπων πρέπει να συνεργαστούν για να «ξανασυλλάβουν» τον κόσμο που αλλάζει ταχύτατα, ρευστοποιείται, εξαερώνεται, απο-σχηματίζεται.

ΚΙΜΠΙ, Πρεσβυωπία, από τη στήλη «Γράμματα στην κόρη μου», περιοδικό ΜΟΝΟ, 11/5/2012 (σ.σ.: εντελώς αυτοαναφορική η στήλη σήμερα. Πουλάω εαυτόν κομμάτι κομμάτι).