Στην αρχή με ξένισε κάπως η σημειολογία της διατύπωσης. Ύστερα σκέφτηκα πως ο Μεϊμαράκης υπουργός είναι, πρωτοκλασάτο στέλεχος είναι, έχει διατελέσει και γραμματέας του κόμματος, επιστήθιος του Καραμανλή, δεν μπορεί, κάτι θα ξέρει περισσότερο. Κατόπιν, παρατήρησα ότι υπάρχει μια συνέχεια στις αναφορές του: «Ο Καραμανλής αποτελεί το βασικό κεφάλαιο της ΝΔ». Και επίσης: «Δεν είναι δυνατό με προσωπικές συμπεριφορές να σπαταλάμε το κεφάλαιο Καραμανλής».
Αποφάσισα λοιπόν να ενσαρκώσω, να δώσω υλική υπόσταση στο σχήμα λόγου. Κι άρχισα να σκέφτομαι τον Καραμανλή ως κεφάλαιο.
Υποθέτω ότι ο υπουργός Άμυνας δεν υπονοεί την ταξική υπόσταση του κόμματός του και του αρχηγού του χρησιμοποιώντας τη λέξη κεφάλαιο. Αν η διατύπωση υπονοούσε ότι η ΝΔ είναι κόμμα του κεφαλαίου και ο αρχηγός της κατ’ εξοχήν εκπρόσωπός του θα είχαμε καθαρίσει. Μια τέτοια απλοϊκή και κυνική ομολογία θα αποσαφήνιζε πλήρως το πολιτικό τοπίο, θα πέταγε στα σκουπίδια τα φληναφήματα περί λαϊκής δεξιάς, κόμματος του μεσαίου χώρου, επανίδρυσης, ανααχηματισμού και θα έθετε τα κοινωνικά στρώματα ενώπιον μιας καθαρής επιλογής: με ποιους θα παν και ποιους θ’ αφήσουν. Αλλά υπάρχουν δύο προσκόμματα σε μια τέτοια αντιστοίχηση. Πρώτον, το κεφάλαιο προ πολλού έχει εγκαταλείψει τις αποκλειστικές κομματικές προτιμήσεις και έχει επιλέξει να εκπροσωπείται όχι από ένα κόμμα, αλλά από ένα σύστημα κομμάτων τα οποία μεταλλάσσονται διαχρονικά, πέρα από τον χώρο και τον χρόνο του οικονομικού και επιχειρηματικού κύκλου. Και δεύτερον, είναι εντελώς ντεμοντέ, αν όχι και πολιτική αυτοκτονία, να δηλώνεις κόμμα του κεφαλαίου, ιδιαίτερα σήμερα που το κεφάλαιο εγκαταλείπει τα φιλανθρωπικά προσχήματα, επιδεικνύει το αποκρουστικό πρόσωπο της απληστίας κι έχει γίνει αντιπαθές ακόμη και στους ίδιους τους κεφαλαιοκράτες.
Ως εκ τούτου, η μεϊμαράκεια σημειολογία κάπου αλλού το πάει (μη θεωρείτε τίποτα αυτονόητο και κοινότοπο, προσποιηθείτε ότι είστε εντελώς ηλίθιοι για να απολαύσουμε την επέκταση του συλλογισμού).
Μια δεύτερη εξήγηση, λοιπόν, προϋποθέτει να αντιληφθούμε το κυβερνών κόμμα και την φαιογάλανη διακυβέρνηση ως οικονομικό οργανισμό. Δηλαδή, σαν εταιρεία. Σαν μια ΑΕ ή μια ΕΠΕ, για παράδειγμα, αν όχι και ως Ομόρρυθμη Εταιρεία. Εδώ ανοίγει ένα νομικό πεδίο με λεπτές διαφοροποιήσεις ως προς το τι τύπου εταιρεία είναι η ΝΔ. Αν πρόκειται για Ανώνυμη, ο Καραμανλής αποτελεί αναμφισβήτητα το μετοχικό της κεφάλαιο. Το οποίο επενδύθηκε ευφυώς στην κατάρρευση του φαιοπράσινου αντιπάλου δέους προ πενταετίας, απέσπασε το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς του, λεηλάτησε τις υπεραξίες και την τεχνογνωσία του στη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος. Τα στελέχη κόμματος και κυβέρνησης, ως μέτοχοι με μετοχές κοινές ή προνομιούχες, άντλησαν άπληστα όλες τις υπεραξίες που δημιούργησε η κυανή Α.Ε. και ετοιμάζονται να βάλουν χέρι και στο μετοχικό της κεφάλαιο, δηλαδή στον Καραμανλή. Αλλά η χρυσοτόκος όρνιθα έφτασε στα όριά της. Τρεις λύσεις έχει μπροστά της η Α.Ε. Ή να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (το οποίο, όμως, τι ακριβώς σημαίνει; Να παχύνει ο Καραμανλής; Ή μήπως να προσφύγει στο χρηματιστήριο της κάλπης; Και ποιος θα εμπιστευτεί χρήματα σε μια μετοχή σε ελεύθερη πτώση;) Ή να βγει από το χρηματιστήριο, να εξαγοράσει τους μετόχους και να προσφύγει σε τραπεζικό δανεισμό για να εξελιχθεί τελικά σε μονοπρόσωπη ΑΕ, με τον Καραμανλή μοναδικό μέτοχο – one man show. Ή, τέλος να κηρύξει πτώχευση και να περιμένει την κρατικοποίησή της, κατά την προσφιλή μέθοδο του κρατικού καπιταλισμού που ενέσκηψε ως ύστατος νεοφιλελευθερισμός στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Από τις τρεις λύσεις καμιά δεν προσφέρει ασφαλή διέξοδο. Η χθεσινή Κεντρική Επιτροπή της ΝΔ, αν την αντιληφθούμε ως συνέλευση των μετόχων, ουδεμία αύξηση κεφαλαίου επέφερε. Οι τράπεζες δεν είναι ηλίθιες για να δανείσουν μια ζημιογόνο εταιρεία. Και το κράτος κινείται ήδη (χάρη στην αλογοσκούφεια λογιστική), στα όρια της πτώχευσης για να μπορεί να σώσει οποιονδήποτε άλλο πτωχεύοντα.
Ωστόσο, τίποτε στη λειτουργία της Ν.Δ. δεν θυμίζει Ανώνυμη Εταιρεία, αρχές εταιρικής διακυβέρνησης, Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Αν είναι ακριβής η εικόνα που διαμορφώνεται εσχάτως, με τους μισούς υπουργούς να αυξάνουν τα περιουσιακά τους χαρτοφυλάκια ως «σορτάκηδες» της Wall και τους άλλους μισούς να αφρίζουν από φθόνο διότι αντί να βάζουν βγάζουν από την τσέπη, τότε η ΝΔ δεν είναι σε καμία περίπτωση Ομόρρυθμος Εταιρεία (στην οποία δεν ισχύει το άλλος γ…. και άλλος πληρώνει). Θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί Ετερόρρυθμος Εταιρεία, με την έννοια ότι ο Καραμανλής έχει βάλει τα πολλά λεφτά κι όλοι οι άλλοι έχουν εισφέρει ψιλολόγια, άρα ο πρωθυπουργός ως βασικό κεφάλαιο της εταιρείας ευθύνεται απεριόριστα και με όλα τα περιουσιακά του στοιχεία. Αλλά, αν έχω αντιληφθεί καλά, ο Καραμανλής προτίθεται να ανασχηματίσει ή να αναδομήσει οποιονδήποτε άλλο πλην του εαυτού του, άρα δεν επιδεικνύει συμπεριφορά ομορρύθμου εταίρου ετερορρύθμου εταιρείας.
Απομένει η εκδοχή της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης. Σημειολογικά αυτό ταιριάζει απόλυτα και στη φαιογάλανη διακυβέρνηση και στον Καραμανλή προσωπικά που δεν έχουν ευθύνη για ο,τιδήποτε κακό συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα. Πάντα φταίνε οι άλλοι: το επάρατο ΠΑΣΟΚ, η διεθνής κρίση, οι σατανικές συντεχνίες, οι διεφθαρμένοι κρατικοί λειτουργοί, οι μεταρρυθμιστικές ακαμψίες της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς προς το γράμμα του νόμου πρέπει να αποκλείσουμε κι αυτή την εκδοχή. Ο νόμος απαγορεύει στις ΕΠΕ να ασκούν δραστηριότητες τραπεζικές, ασφαλιστικές, χρηματιστηριακές, διαχείριση χαρτοφυλακίου αξιογράφων, διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων, χρηματοδοτική μίσθωση, πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων και αθλητικές δραστηριότητες. Ένας πρόχειρος απολογισμός της υπερτετραετούς θητείας (από τα ομόλογα μέχρι το Βατοπέδι), όμως, καταδεικνύει ότι τα περισσότερα μέλη της νέας διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων και των κουμπάρων, φίλων τους, των συζύγων τους, των εξ αίματος και εξ αγχιστείας συγγενών τους, των μπατζανάκηδών τους, επιδίδονται κατ’ εξοχήν σ’ αυτές τις απαγορευμένες δραστηριότητες, και σε βαθμό τέτοιο ώστε αποκλείεται να προλαβαίνουν να ασκήσουν και διακυβέρνηση. Πολυτέλειες, τώρα...
Έχουμε, λοιπόν, αποκλείσει όλες τις δυνατές εκδοχές για τη νομική μορφή της εταιρείας στην οποία ο Καραμανλής αποτελεί το κεφάλαιο. Αναρωτιέμαι, όμως, αν η μεϊμαρέκεια έκκληση «μη σπαταλάτε το κεφάλαιο Καραμανλή) περιείχε έναν άλλο φορολογικό υπαινιγμό. Το φορολογικό μας σύστημα, ως γνωστόν, επιτρέπει στους εισοδηματίες να αιτιολογούν φορολογικά μέρος των δαπανών τους με τη λεγόμενη «ανάλωση κεφαλαίου». Αν πήραν, για παράδειγμα, 73 ακίνητα, 152 αυτοκίνητα 4χ4 και καμιά ογδονταριά σκάφη αναψυχής και μπορούν να το δικαιολογήσουν με το «κομπόδεμά» τους, έχει καλώς. Αλλά, πόσο ν’ αντέξει το «κομπόδεμα Καραμανλής»; Σε πόσα ακίνητα και σκάφη αναψυχής αντιστοιχεί; Αν, λοιπόν, οι «λυσσασμένοι για εξουσία» (που έλεγε κι η Φάνη) γαλάζιοι φύλαρχοι το παράκαναν στην «ανάλωση κεφαλαίου», δεν έχουν υποπέσει απλώς σε φοροδιαφυγή, αλλά σε κανονικό ξέπλυμα μαύρου χρήματος (αλλά, πού Ζορμπάς πλέον να τους τσιμπήσει;)
Το πιθανότερο είναι ότι θα μείνουμε με την απορία για το τι είδους εταιρεία είναι η Ν.Δ. Και έχοντας αποκλείσει όλους τους άλλους τύπους, απομένει αυτός της off shore να της ταιριάζει περισσότερο που μπορεί να ιδρυθεί με κεφάλαιο ευτελέστατο κι ας διαχειρίζεται αξίες δισεκατομμυρίων (υποθέτω ότι ο κ. Βουλγαράκης δεν είναι η εξαίρεση). Και τι είδους κεφάλαιο είναι ο Καραμανλής, εν τοιαύτη περιπτώσει; Ένα κεφάλαιο ορφανό, κατασπαταλημένο ή απλώς υπερεκτιμημένο, στα όρια μιας πολιτικής (και αφόρητα ηθικολογικής) φούσκας της οποίας απλώς απολαμβάνουμε τώρα την εκκωφαντική εξαέρωση.
Συμπέρασμα: Κάτω το κεφάλαιο. Έτσι, γενικώς…
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Monday, September 29, 2008
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (27/9/2008
Σ’ ευχαριστώ, ω εταιρεία
εν αφθονία μου παρέχεις
στέγη, τροφή και προστασία
Σ’ ευχαριστώ, ω εταιρεία
Ω, τα παιδιά αυτού του κόσμου
Χλωμά τρελά και κουρασμένα
παίρνουν το δρόμο για τη μητέρα
κι εγώ ξαναγυρνώ σ εσένα.
Διονύση Σαββόπουλου, «Μπάλος» (1970)
εν αφθονία μου παρέχεις
στέγη, τροφή και προστασία
Σ’ ευχαριστώ, ω εταιρεία
Ω, τα παιδιά αυτού του κόσμου
Χλωμά τρελά και κουρασμένα
παίρνουν το δρόμο για τη μητέρα
κι εγώ ξαναγυρνώ σ εσένα.
Διονύση Σαββόπουλου, «Μπάλος» (1970)
Monday, September 22, 2008
Τρία συντέλειες σε συσκευασία μίας (20/9/2008)
Είμαστε στη μοναδική θέση να ζήσουμε τρεις συντέλειες ακόμη, πριν από την τελική συντέλεια του κόσμου (την οποία -ευτυχώς- δεν θα ζήσουμε, εκτός αν αποδειχθούν αληθινοί όσοι προβλέπουν ότι όλα θα χαθούν στη μαύρη τρύπα του CERN μέχρι τα τέλη του χρόνου). Εν αναμονή της αβέβαιης και απλώς εικαζόμενης τελικής συντέλειας, ας απολαύσουμε τις βέβαιες, έστω και ατελείς.
Συντέλεια πρώτη. Το τέλος της Νέας Δημοκρατίας και της φιλελεύθερης αβελτηρίας. Κατά ένα παράδοξο τρόπο, αν και ο Θεός είναι κατά τεκμήριο συντηρητικός, φαίνεται ότι έβαλε το χέρι του στην επιτάχυνση αυτού του τέλους. Τι άλλο να υποθέσει κανείς αφού οι επί γης εκπρόσωποί του, και μάλιστα οι αυθεντικότεροι, οι original του Αγίου Όρους, επιτάχυναν την αποσύνθεση του μύθου, την εξαέρωση της νεοφιλελεύθερης και ηθικολογικής φούσκας μέσα σε δυο-τρεις εβδομάδες;
Συντέλεια δεύτερη. Το τέλος της Pax Americana. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι πρέπει κανείς να χαίρεται με την ανάδυση του απροσδόκητου ρωσικού ιμπεριαλισμού (με όλα τα χαρακτηριστικά ενός κανονικότατου ιμπεριαλισμού των αγορών και της στρατιωτικοπολιτικής επέκτασης). Αλλά τουλάχιστον μπορούμε να ανακουφιστούμε με την αποδυνάμωση του αμερικανικού (ή, ορθότερα, ευρω-ατλαντικού) ιμπεριαλισμού που επέβαλε το καταθλιπτικό δόγμα της «ενιαίας σκέψης» και -το χειρότερο- της ενιαίας πράξης.
Συντέλεια τρίτη. Το τέλος του καπιταλισμού; Κρατηθείτε, μη σκίσουμε και κανένα καλσόν. Όμως σίγουρα ζούμε το τέλος των ελεύθερων αγορών, όπως τουλάχιστον τις συνέλαβαν οι αρρωστημένοι νόες που την τελευταία εικοσαετία κινούνται ως μοναδικοί κάτοικοι του πλανήτη ανάμεσα στα διευθυντικά επιτελεία των χρηματοπιστωτικών κολοσσών, τις ηγεσίες κυβερνήσεων και διεθνών οργανισμών και τα ακαδημαϊκά θερμοκήπια του οικονομικού δογματισμού. Ζούμε την ιστορική ήττα του νεοφιλελευθερισμού, αλλά με έναν τρόπο καταστροφικό όχι για τους εμπνευστές και προπαγανδιστές του, μα για τα κατεξοχήν θύματά του. Δηλαδή εμάς. Είτε είμαστε στη θέση ενός νευρικού Αμερικανού αποταμιευτή. Είτε είμαστε ανήσυχοι νεοέλληνες δανειολήπτες. Είτε περιλαμβανόμαστε στο 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους που φέτος τους επισκέφθηκε -με φονικές διαθέσεις- η πείνα.
Η κρίση που τώρα κορυφώνεται με όλα τα χαρακτηριστικά ενός κανονικού κραχ -λέξη που ουδείς χρησιμοποιεί επισήμως προφανώς για εξορκίσει το κακό (ακόμη κι οι αγορές έχουν τις προλήψεις τους, επενδεδυμένες με τεχνικό, ακαδημαϊκό μανδύα)- είναι μια ακόμη φάση ενός διετούς φαύλου κύκλου που αφήνει πίσω του νεκρούς. Πριν χύσουμε δάκρυα για τις υπεραξίες που χάθηκαν σε λίγα εικοσιτετράωρα από τα παχυλά χαρτοφυλάκια της Wall και της Ευρώπης, πριν μελαγχολήσουμε επειδή η λίστα του «Forbes» με τους πλουσιότερους Αμερικανούς τούς εμφανίζει φέτος κατά τι φτωχότερους, καλό θα ήταν να βάλουμε στον απολογισμό μας τα 6 εκατομμύρια θανάτους που προστέθηκαν -σύμφωνα με τον ΟΗΕ- στη στατιστική της πείνας. Η επισιτιστική κρίση ήταν η πρώτη πραγματική εκδήλωση του χρηματοπιστωτικού πανικού που σαρώνει τις αγορές. Και μαζί με τις μαζικές εξώσεις των ανυποψίαστων Αμερικανών δανειοληπτών από τα ενυπόθηκα σπίτια τους, οι μόνες που δίνουν ανθρώπινη διάσταση σ’ ένα παιχνίδι που μοιάζει απλώς με τζόγο.
Υπάρχει μια λεπτή κόκκινη γραμμή που διαπερνά όλα τα διαδοχικά ή ταυτόχρονα φαινόμενα της παγκόσμιας οικονομίας, από την κρίση των τροφίμων, στη φρενήρη κούρσα του «μαύρου χρυσού» και από τη δημοσιονομική κρίση στην ύφεση που καθηλώνει τις ακόρεστες για ανάπτυξη εθνικές αγορές. Ποια είναι αυτή η κόκκινη γραμμή; Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, το οποίο αποδεικνύει για πολλοστή φορά, με χίλιους δυο τρόπους, τον παρασιτικό του χαρακτήρα. Για το περιγράψω τελείως απλοϊκά: τραπεζίτες και επενδυτικά funds επιχείρησαν προκαταβολικά να αντισταθμίσουν τις διαφαινόμενες απώλειες από τον τζόγο πάνω στα επισφαλή στεγαστικά δάνεια, πρώτον, κάνοντας παιχνίδι με τις τιμές των τροφίμων και, δεύτερον, βγάζοντας όσο το δυνατό περισσότερα σπασμένα από το ράλι των ενεργειακών προϊόντων. Οι υπεραξίες που χάνονται από τις τραπεζικές μετοχές σήμερα τόσο βίαια (σαν βροντερή πορδή έπειτα από υπερβολική κατανάλωση οσπρίων), θα πρέπει να αναζητηθούν ήδη στην τρομακτική ρευστότητα που διαθέτουν οι σεΐχηδες του πετρελαίου, στα κέρδη που έχουν μπαζώσει τα επενδυτικά κεφάλαια από το χρηματιστηριακό παίγνιο σε τρόφιμα και καύσιμα, στις αγοραπωλησίες γης και ακινήτων που έχουν καταγραφεί στα χαρτοφυλάκιά τους, στις υπεραξίες που θα επιτύχουν λίαν προσεχώς οι μετοχές εταιρειών της πραγματικής οικονομίας, από την πληροφορική μέχρι τις κατασκευές και από τη μεταποίηση τροφίμων μέχρι την αμυντική βιομηχανία.
Όταν προ μηνών ο πρόεδρος του Eurogroup, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, επιτίθετο με βιαιότητα εναντίον της απληστίας των μάνατζερ του χρηματοπιστωτικού τομέα για τις προκλητικές αμοιβές τους, κι όταν οι «17 σοφοί» της Ευρώπης με το μανιφέστο τους υπέρ ενός «αξιοπρεπούς καπιταλισμού» κατήγγειλαν ουσιαστικά τους τραπεζίτες ως αρχιτέκτονες μιας παγκόσμιας λεηλασίας, υποθέτω ότι δεν είχαν καμιά διάθεση να επιβεβαιώσουν τον Μαρξ. Αλλά, αναπόφευκτα το έκαναν, αποδίδοντας στην Πίστη τα χαρακτηριστικά «τζόγου και αγυρτείας». Δικαίωσαν ακόμη και τον Μωάμεθ, που προορίζει για τους τοκογλύφους ένα εκλεκτό, καυτό μέρος στην Κόλαση. Αλλά αυτή η καθυστερημένη ηθικοπολιτική «εξέγερση» κατά της παρασιτικής Πίστης είναι καθαρή βλακεία, αν όχι και υποκρισία.
Στην πραγματικότητα ο καπιταλισμός (άρα και οι καπιταλιστές, είτε είναι «παραγωγικοί βιομήχανοι» είτε είναι «αργόσχολοι εισοδηματίες») οφείλει στο χρηματοπιστωτικό σύστημα την ευδαιμονική ανάπτυξη δύο αιώνων. Χωρίς τους τραπεζίτες, που μετέτρεψαν τις μεγάλες ατομικές περιουσίες σε μετοχικές εταιρείες και τους ιδιοκτήτες σε απλούς εισπράκτορες μερισμάτων, δεν θα έσπαζαν τα εσωτερικά δεσμά του παραγωγικού μας πολιτισμού ούτε θα δημιουργούνταν η παγκόσμια αγορά, η οποία ζει σήμερα την απόλυτη ακμή της έπειτα από το δειλό ξεκίνημά της τον 19ο αιώνα. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ένα είδος απελευθερωτή του καπιταλισμού. Οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε. Πήρε το παραγωγικό κεφάλαιο από τους απρόθυμους, ράθυμους ή ανέμπνευστους κεφαλαιοκράτες και το κοινωνικοποίησε, αναδιανέμοντάς το σε χαρισματικούς, ευρηματικούς και άπληστους κυνηγούς του πλούτου, επιφέροντας τα παραγωγικά και τεχνολογικά άλματα που φτάνουν στο σπίτι μας σαν προϊόντα που ήταν αδιανόητα για τους προγόνους μας. Αλλά, ταυτόχρονα, ο απελευθερωτής γίνεται ένας κυνικός υποδουλωτής. Γιατί καθιστά όλο και μεγαλύτερο μέρος του πλούτου που κοινωνικοποιεί κτήμα όλο και λιγότερων ανθρώπων. Είναι μια αντίφαση σχιζοφρενική, που κάνει τις αναταράξεις του οικονομικού κύκλου όλο και πιο βίαιες, και ίσως στο μέλλον πιο συχνές.
Σ’ αυτή τη σχιζοφρενική αντίφαση έχει τη ρίζα του και ο καβγάς για τη «φούσκα». Φούσκα; Τι εστί φούσκα; Αέρας κοπανιστός. Πράγματι, οι τεράστιες υπεραξίες που συσσώρευσε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έχουν χαρακτήρα πλασματικό, εικονικό. Αλλά, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι υπεραξίες άυλες, ανύπαρκτες, θεόσταλτες. Αυτό είναι καθαρή βλακεία. Η ρευστότητα που για δύο δεκαετίες λίμναζε στα ταμεία τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών, επενδυτικών κεφαλαίων είναι πλούτος πραγματικός, χειροπιαστός, αποσπασμένος βίαια από επιχειρήσεις που έκλεισαν, κλάδους που καταστράφηκαν, θέσεις εργασίας που καταργήθηκαν. Και το χρήμα που βγάζουν (ένα τρισ. δολάρια μέχρι στιγμής!) γενναιόδωρα οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις από τα ταμεία τους για να σώσουν τις αγορές με σκανδαλώδεις κρατικοποιήσεις, είναι χρήμα πραγματικό, λεηλατημένο από τους μικροκαταθέτες και τους φορολογούμενους, χάρη και στη χρηματοπιστωτική φούσκα.
Ας τελειώνουμε με τη μυθολογία της φούσκας. Αυτή τη στιγμή συντελείται αθόρυβα μια ακόμη παγκόσμια ληστεία εις βάρος δισεκατομμυρίων και υπέρ μιας ευάριθμης αριστοκρατίας του χρήματος. Όταν πέσει ο κουρνιαχτός, όταν καεί ό,τι είναι να καεί, θα αρχίσουμε πάλι το συλλογικό γλείψιμο στους εναπομείναντες μεγαλύτερους, ισχυρότερους και λιγότερους ηγεμόνες της Πίστης. Οι λοιδορίες θα ξεχαστούν, η προκλητική επίδειξη του πλούτου θα περιοριστεί στις κοσμικές στήλες και το σταρ σύστεμ των μάνατζερ θα επιδοθεί και πάλι ανενόχλητο στον ανταγωνισμό των παχυλών αμοιβών και των ακριβών γούστων. Μόνο όφελος απ’ αυτή την περιπέτεια, η χρεοκοπία του νεοφιλελεύθερου μονοδρόμου. Αυτή είναι και η μόνη πραγματική πτώχευση. Κρίμα που οι δυνάμεις της εργασίας υποφέρουν ακόμη από τη δική τους μακρόχρονη ιδεολογική πτώχευση. Ίσως μας απάλλασσαν από την επόμενη ιδεολογική φούσκα που θα επεξεργαστούν οι τεχνοκράτες της οικονομίας μόλις συνέλθουν από τη μεγάλη ζαλάδα.
Συντέλεια πρώτη. Το τέλος της Νέας Δημοκρατίας και της φιλελεύθερης αβελτηρίας. Κατά ένα παράδοξο τρόπο, αν και ο Θεός είναι κατά τεκμήριο συντηρητικός, φαίνεται ότι έβαλε το χέρι του στην επιτάχυνση αυτού του τέλους. Τι άλλο να υποθέσει κανείς αφού οι επί γης εκπρόσωποί του, και μάλιστα οι αυθεντικότεροι, οι original του Αγίου Όρους, επιτάχυναν την αποσύνθεση του μύθου, την εξαέρωση της νεοφιλελεύθερης και ηθικολογικής φούσκας μέσα σε δυο-τρεις εβδομάδες;
Συντέλεια δεύτερη. Το τέλος της Pax Americana. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι πρέπει κανείς να χαίρεται με την ανάδυση του απροσδόκητου ρωσικού ιμπεριαλισμού (με όλα τα χαρακτηριστικά ενός κανονικότατου ιμπεριαλισμού των αγορών και της στρατιωτικοπολιτικής επέκτασης). Αλλά τουλάχιστον μπορούμε να ανακουφιστούμε με την αποδυνάμωση του αμερικανικού (ή, ορθότερα, ευρω-ατλαντικού) ιμπεριαλισμού που επέβαλε το καταθλιπτικό δόγμα της «ενιαίας σκέψης» και -το χειρότερο- της ενιαίας πράξης.
Συντέλεια τρίτη. Το τέλος του καπιταλισμού; Κρατηθείτε, μη σκίσουμε και κανένα καλσόν. Όμως σίγουρα ζούμε το τέλος των ελεύθερων αγορών, όπως τουλάχιστον τις συνέλαβαν οι αρρωστημένοι νόες που την τελευταία εικοσαετία κινούνται ως μοναδικοί κάτοικοι του πλανήτη ανάμεσα στα διευθυντικά επιτελεία των χρηματοπιστωτικών κολοσσών, τις ηγεσίες κυβερνήσεων και διεθνών οργανισμών και τα ακαδημαϊκά θερμοκήπια του οικονομικού δογματισμού. Ζούμε την ιστορική ήττα του νεοφιλελευθερισμού, αλλά με έναν τρόπο καταστροφικό όχι για τους εμπνευστές και προπαγανδιστές του, μα για τα κατεξοχήν θύματά του. Δηλαδή εμάς. Είτε είμαστε στη θέση ενός νευρικού Αμερικανού αποταμιευτή. Είτε είμαστε ανήσυχοι νεοέλληνες δανειολήπτες. Είτε περιλαμβανόμαστε στο 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους που φέτος τους επισκέφθηκε -με φονικές διαθέσεις- η πείνα.
Η κρίση που τώρα κορυφώνεται με όλα τα χαρακτηριστικά ενός κανονικού κραχ -λέξη που ουδείς χρησιμοποιεί επισήμως προφανώς για εξορκίσει το κακό (ακόμη κι οι αγορές έχουν τις προλήψεις τους, επενδεδυμένες με τεχνικό, ακαδημαϊκό μανδύα)- είναι μια ακόμη φάση ενός διετούς φαύλου κύκλου που αφήνει πίσω του νεκρούς. Πριν χύσουμε δάκρυα για τις υπεραξίες που χάθηκαν σε λίγα εικοσιτετράωρα από τα παχυλά χαρτοφυλάκια της Wall και της Ευρώπης, πριν μελαγχολήσουμε επειδή η λίστα του «Forbes» με τους πλουσιότερους Αμερικανούς τούς εμφανίζει φέτος κατά τι φτωχότερους, καλό θα ήταν να βάλουμε στον απολογισμό μας τα 6 εκατομμύρια θανάτους που προστέθηκαν -σύμφωνα με τον ΟΗΕ- στη στατιστική της πείνας. Η επισιτιστική κρίση ήταν η πρώτη πραγματική εκδήλωση του χρηματοπιστωτικού πανικού που σαρώνει τις αγορές. Και μαζί με τις μαζικές εξώσεις των ανυποψίαστων Αμερικανών δανειοληπτών από τα ενυπόθηκα σπίτια τους, οι μόνες που δίνουν ανθρώπινη διάσταση σ’ ένα παιχνίδι που μοιάζει απλώς με τζόγο.
Υπάρχει μια λεπτή κόκκινη γραμμή που διαπερνά όλα τα διαδοχικά ή ταυτόχρονα φαινόμενα της παγκόσμιας οικονομίας, από την κρίση των τροφίμων, στη φρενήρη κούρσα του «μαύρου χρυσού» και από τη δημοσιονομική κρίση στην ύφεση που καθηλώνει τις ακόρεστες για ανάπτυξη εθνικές αγορές. Ποια είναι αυτή η κόκκινη γραμμή; Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, το οποίο αποδεικνύει για πολλοστή φορά, με χίλιους δυο τρόπους, τον παρασιτικό του χαρακτήρα. Για το περιγράψω τελείως απλοϊκά: τραπεζίτες και επενδυτικά funds επιχείρησαν προκαταβολικά να αντισταθμίσουν τις διαφαινόμενες απώλειες από τον τζόγο πάνω στα επισφαλή στεγαστικά δάνεια, πρώτον, κάνοντας παιχνίδι με τις τιμές των τροφίμων και, δεύτερον, βγάζοντας όσο το δυνατό περισσότερα σπασμένα από το ράλι των ενεργειακών προϊόντων. Οι υπεραξίες που χάνονται από τις τραπεζικές μετοχές σήμερα τόσο βίαια (σαν βροντερή πορδή έπειτα από υπερβολική κατανάλωση οσπρίων), θα πρέπει να αναζητηθούν ήδη στην τρομακτική ρευστότητα που διαθέτουν οι σεΐχηδες του πετρελαίου, στα κέρδη που έχουν μπαζώσει τα επενδυτικά κεφάλαια από το χρηματιστηριακό παίγνιο σε τρόφιμα και καύσιμα, στις αγοραπωλησίες γης και ακινήτων που έχουν καταγραφεί στα χαρτοφυλάκιά τους, στις υπεραξίες που θα επιτύχουν λίαν προσεχώς οι μετοχές εταιρειών της πραγματικής οικονομίας, από την πληροφορική μέχρι τις κατασκευές και από τη μεταποίηση τροφίμων μέχρι την αμυντική βιομηχανία.
Όταν προ μηνών ο πρόεδρος του Eurogroup, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, επιτίθετο με βιαιότητα εναντίον της απληστίας των μάνατζερ του χρηματοπιστωτικού τομέα για τις προκλητικές αμοιβές τους, κι όταν οι «17 σοφοί» της Ευρώπης με το μανιφέστο τους υπέρ ενός «αξιοπρεπούς καπιταλισμού» κατήγγειλαν ουσιαστικά τους τραπεζίτες ως αρχιτέκτονες μιας παγκόσμιας λεηλασίας, υποθέτω ότι δεν είχαν καμιά διάθεση να επιβεβαιώσουν τον Μαρξ. Αλλά, αναπόφευκτα το έκαναν, αποδίδοντας στην Πίστη τα χαρακτηριστικά «τζόγου και αγυρτείας». Δικαίωσαν ακόμη και τον Μωάμεθ, που προορίζει για τους τοκογλύφους ένα εκλεκτό, καυτό μέρος στην Κόλαση. Αλλά αυτή η καθυστερημένη ηθικοπολιτική «εξέγερση» κατά της παρασιτικής Πίστης είναι καθαρή βλακεία, αν όχι και υποκρισία.
Στην πραγματικότητα ο καπιταλισμός (άρα και οι καπιταλιστές, είτε είναι «παραγωγικοί βιομήχανοι» είτε είναι «αργόσχολοι εισοδηματίες») οφείλει στο χρηματοπιστωτικό σύστημα την ευδαιμονική ανάπτυξη δύο αιώνων. Χωρίς τους τραπεζίτες, που μετέτρεψαν τις μεγάλες ατομικές περιουσίες σε μετοχικές εταιρείες και τους ιδιοκτήτες σε απλούς εισπράκτορες μερισμάτων, δεν θα έσπαζαν τα εσωτερικά δεσμά του παραγωγικού μας πολιτισμού ούτε θα δημιουργούνταν η παγκόσμια αγορά, η οποία ζει σήμερα την απόλυτη ακμή της έπειτα από το δειλό ξεκίνημά της τον 19ο αιώνα. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ένα είδος απελευθερωτή του καπιταλισμού. Οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε. Πήρε το παραγωγικό κεφάλαιο από τους απρόθυμους, ράθυμους ή ανέμπνευστους κεφαλαιοκράτες και το κοινωνικοποίησε, αναδιανέμοντάς το σε χαρισματικούς, ευρηματικούς και άπληστους κυνηγούς του πλούτου, επιφέροντας τα παραγωγικά και τεχνολογικά άλματα που φτάνουν στο σπίτι μας σαν προϊόντα που ήταν αδιανόητα για τους προγόνους μας. Αλλά, ταυτόχρονα, ο απελευθερωτής γίνεται ένας κυνικός υποδουλωτής. Γιατί καθιστά όλο και μεγαλύτερο μέρος του πλούτου που κοινωνικοποιεί κτήμα όλο και λιγότερων ανθρώπων. Είναι μια αντίφαση σχιζοφρενική, που κάνει τις αναταράξεις του οικονομικού κύκλου όλο και πιο βίαιες, και ίσως στο μέλλον πιο συχνές.
Σ’ αυτή τη σχιζοφρενική αντίφαση έχει τη ρίζα του και ο καβγάς για τη «φούσκα». Φούσκα; Τι εστί φούσκα; Αέρας κοπανιστός. Πράγματι, οι τεράστιες υπεραξίες που συσσώρευσε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έχουν χαρακτήρα πλασματικό, εικονικό. Αλλά, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι υπεραξίες άυλες, ανύπαρκτες, θεόσταλτες. Αυτό είναι καθαρή βλακεία. Η ρευστότητα που για δύο δεκαετίες λίμναζε στα ταμεία τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών, επενδυτικών κεφαλαίων είναι πλούτος πραγματικός, χειροπιαστός, αποσπασμένος βίαια από επιχειρήσεις που έκλεισαν, κλάδους που καταστράφηκαν, θέσεις εργασίας που καταργήθηκαν. Και το χρήμα που βγάζουν (ένα τρισ. δολάρια μέχρι στιγμής!) γενναιόδωρα οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις από τα ταμεία τους για να σώσουν τις αγορές με σκανδαλώδεις κρατικοποιήσεις, είναι χρήμα πραγματικό, λεηλατημένο από τους μικροκαταθέτες και τους φορολογούμενους, χάρη και στη χρηματοπιστωτική φούσκα.
Ας τελειώνουμε με τη μυθολογία της φούσκας. Αυτή τη στιγμή συντελείται αθόρυβα μια ακόμη παγκόσμια ληστεία εις βάρος δισεκατομμυρίων και υπέρ μιας ευάριθμης αριστοκρατίας του χρήματος. Όταν πέσει ο κουρνιαχτός, όταν καεί ό,τι είναι να καεί, θα αρχίσουμε πάλι το συλλογικό γλείψιμο στους εναπομείναντες μεγαλύτερους, ισχυρότερους και λιγότερους ηγεμόνες της Πίστης. Οι λοιδορίες θα ξεχαστούν, η προκλητική επίδειξη του πλούτου θα περιοριστεί στις κοσμικές στήλες και το σταρ σύστεμ των μάνατζερ θα επιδοθεί και πάλι ανενόχλητο στον ανταγωνισμό των παχυλών αμοιβών και των ακριβών γούστων. Μόνο όφελος απ’ αυτή την περιπέτεια, η χρεοκοπία του νεοφιλελεύθερου μονοδρόμου. Αυτή είναι και η μόνη πραγματική πτώχευση. Κρίμα που οι δυνάμεις της εργασίας υποφέρουν ακόμη από τη δική τους μακρόχρονη ιδεολογική πτώχευση. Ίσως μας απάλλασσαν από την επόμενη ιδεολογική φούσκα που θα επεξεργαστούν οι τεχνοκράτες της οικονομίας μόλις συνέλθουν από τη μεγάλη ζαλάδα.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (20/9/2008)
Στέλλα: Θα έπρεπε να γίνω μέντιουμ, αντί για νοσοκόμα ασφαλιστικής εταιρείας. Η μύτη μου μυρίζεται τις φασαρίες, μπορώ να τις μυριστώ από μίλια μακριά… Έχεις ακούσει για το κραχ του ’29 στο χρηματιστήριο; Το πρόβλεψα.
Τζεφ: Πώς;
Στέλλα: Πολύ απλά. Ήμουν νοσοκόμα ενός διευθυντή της Τζέναραλ Μότορς. Πρόβλημα στα νεφρά, έλεγαν οι γιατροί. Νεύρα, έλεγα εγώ. Ύστερα αναρωτήθηκα, τι προκαλεί νεύρα στην Τζένεραλ Μότορς; Υπερπαραγωγή, κατάρρευση, απάντησα. Όταν η Τζένεραλ Μότορς πάει στην τουαλέτα δέκα φορές τη μέρα, όλη η χώρα είναι έτοιμη να τα κάνει πάνω της.
Τζεφ: Στέλλα, στην οικονομία μια πάθηση των νεφρών δεν έχει σχέση με το χρηματιστήριο. Καμία απολύτως.
Στέλλα: Το χρηματιστήριο κατέρρευσε όμως, δεν κατέρρευσε;
Άλφρεντ Χίτσκοκ, Κόρνελ Γούλριτς «Σιωπηλός μάρτυς» («Rear window», 1954)
Τζεφ: Πώς;
Στέλλα: Πολύ απλά. Ήμουν νοσοκόμα ενός διευθυντή της Τζέναραλ Μότορς. Πρόβλημα στα νεφρά, έλεγαν οι γιατροί. Νεύρα, έλεγα εγώ. Ύστερα αναρωτήθηκα, τι προκαλεί νεύρα στην Τζένεραλ Μότορς; Υπερπαραγωγή, κατάρρευση, απάντησα. Όταν η Τζένεραλ Μότορς πάει στην τουαλέτα δέκα φορές τη μέρα, όλη η χώρα είναι έτοιμη να τα κάνει πάνω της.
Τζεφ: Στέλλα, στην οικονομία μια πάθηση των νεφρών δεν έχει σχέση με το χρηματιστήριο. Καμία απολύτως.
Στέλλα: Το χρηματιστήριο κατέρρευσε όμως, δεν κατέρρευσε;
Άλφρεντ Χίτσκοκ, Κόρνελ Γούλριτς «Σιωπηλός μάρτυς» («Rear window», 1954)
Monday, September 15, 2008
Και οίκος εμπορίου και οίκος ανοχής (13/9/2008)
Ίσως να είναι ειλικρινές το σοκ που υφίστανται οι λεγόμενοι βαρόνοι του πολιτικού μας συστήματος και της γαλάζιας διακυβέρνησης, όταν αντιλαμβάνονται ότι οι επίγονοί τους έχουν μια χρυσοφόρο σχέση με την πολιτική γενικώς και με την άσκηση της διακυβέρνησης ειδικώς. Το σοκ μπορεί να προέρχεται από δύο αιτίες: είτε νιώθουν ότι προσβάλλεται η αριστοκρατική τους αντίληψη για τη διαχείριση της εξουσίας (κατά την οποία τα συλλογικά ταξικά οφέλη προηγούνται των ατομικών). Είτε ανακάλυψαν ότι το δικό τους P/E, η σχέση προσφοράς και ανταμοιβής στο πολιτικό παίγνιο, είναι εξαιρετικά πενιχρό μπροστά σ’ αυτό των επιγόνων. Δηλαδή αισθάνονται ριγμένοι, θιγμένοι και βλάκες.
Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα τι από τα δύο ισχύει. Ακούγοντας τον κ. Βαρβιτισώτη, για παράδειγμα, να μέμφεται υπουργούς και πολιτικούς που έχουν μετατρέψει τον ναό της δημοκρατίας σε οίκο εμπορίου, αναρωτήθηκα τι παραπάνω είναι η Βουλή από αυτό. Και γιατί πρέπει η σύγκρισή της με το εμπόριο να είναι αναγκαστικά μειωτική. Υποθέτω ότι, αν ήταν στο χέρι αυτών των αριστοκρατών της πολιτικής, θα έμπαιναν στο Κοινοβούλιο έμπλεοι οργής με το φραγγέλιο στο χέρι και θα διέλυαν τα αγαθά της πολιτικής συναλλαγής ως άλλοι Ναζωραίοι, κραυγάζοντας εις βάρος όσων μετατρέπουν τον οίκο του πατρός τους σε οίκο εμπορίου. Μέχρι στιγμής δεν έγινε κάτι τόσο μελοδραματικό, αλλά κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί, καθώς βυθιζόμαστε στον πάτο του βαρελιού.
Οφείλω, όμως, να επανατοποθετήσω και την ηθικοπολιτική κριτική που ξεχειλίζει από παντού τα τελευταία χρόνια, μήνες εβδομάδες και μέρες, αλλά και τον θυμό όσων την εκφράζουν, σε μια πιο ρεαλιστική βάση. Γιατί η αλήθεια είναι πως το Κοινοβούλιο, όπως και οι περισσότεροι θεσμοί της δημοκρατίας εν γένει, είναι κατ’ εξοχήν οίκος εμπορίου. Ένας χώρος συνεχούς διαπραγμάτευσης, συνδιαλλαγής και συναλλαγής. Δούναι και λαβείν. Πράγμα που δεν είναι εξ ορισμού κακό. Τάξεις, ομάδες ισχύος και επιρροής, λόμπι, συντεχνίες, πολιτικοοικονομικά καρτέλ, θύλακες όλων των διακριτών και αδιάκριτων εξουσιών, σκιώδεις «συμμορίες» συμφερόντων και «νταβατζήδες» (για να μην ξεχνιόμαστε…) συναντώνται εμμέσως στον ναό της δημοκρατίας και μεταλλάσσουν τις αντιθέσεις τους σε μια διαρκή διαπραγμάτευση. Σκληρή ή ήπια, φανερή ή συγκαλυμμένη, αλλά πάντως καθαρή διαπραγμάτευση. Δεν υπάρχει τίποτε παράδοξο σ’ αυτό, πάντα ήταν έτσι, ακόμη και την εποχή ακμής της αθηναϊκής δημοκρατίας που στοιχειώνει μέχρι σήμερα την εθνική μας έπαρση. Σ’ αυτήν, άλλωστε, οφείλουμε την τεχνογνωσία της μετενσάρκωσης της αγοράς, με την εμπορευματική έννοια του όρου, στην πολιτική αγορά της άμεσης ή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και σ’ αυτήν τη συναλλαγή αποσκοπούσαν οι εφευρέτες της δημοκρατίας, όταν εμπιστεύονταν μικρές δόσεις πολιτικής ισχύος όχι μόνο στους αργόσχολους αριστοκράτες, αλλά και στους δυσώδεις αλλαντοπώλες, στους λερούς οπωροπώλες, στους ακατέργαστους αγρότες, στους βρόμικους κεραμοποιούς και στους αμόρφωτους υποδηματοποιούς της Αθήνας. Η αγορά του δήμου ήταν ακόμα και τότε ένας οίκος εμπορίου και κάθε της απόφαση μια καθαρή συναλλαγή. Ποιος έχει αμφιβολία ότι οι καραβοκυραίοι και οι ναυπηγοί ήταν οι πρώτοι που υπερψήφισαν με χέρια και με πόδια την πρόταση του Θεμικστοκλή να κατασκευάσει η Αθήνα μαζικά τα πλοία που αργότερα έφεραν τον θρίαμβο της Σαλαμίνας; Πατριωτισμός και δημοκρατία, αλλά με το αζημίωτο.
Αυτά για να απο-ηθικοποιήσουμε τη φλυαρία περί εμπορευματοποίησης της δημοκρατίας, της Βουλής και των υπουργών που υπερέβησαν τα εσκαμμένα. Άλλωστε, και οι αριστοκράτες της πολιτικής με το αζημίωτο, θαρρώ, διαχειρίστηκαν την εξουσία. Ελάχιστοι κατέστησαν φτωχότεροι τις δεκαετίες κατά τις οποίες μια εικοσάδα πολιτικές οικογένειες, οι φίλοι τους, οι κουμπάροι τους και οι συνεταίροι τους έχουν κατσικωθεί στο κομματικό σύστημα. Και μπορεί να πει κανείς ότι κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει καμιά σκιά, ούτε ένα ίχνος παρανομίας σε μια πολιτική απόφαση. Προφανώς και ο Βουλγαράκης και ο Ρουσόπουλος θα βγουν πλουσιότεροι από τη βραχεία ή μακρά εμπλοκή τους στην πολιτική. Όχι μόνο γιατί η βουλευτική τους αποζημίωση φτάνει και περισσεύει για να κάνουν τις καβάτζες τους. Αλλά γιατί η διαρκής σύγκρουση και σύνθεση συμφερόντων που διαχειρίζονται δημιουργεί συνέργιες, επαγγελματικές και οικονομικές, με όποια τυχόν παράλληλη οικονομική δραστηριότητα έχουν οι ίδιοι ή οι οικείοι τους. Ο ψηφοφόρος-πελάτης του πολιτικού προφανώς θα προτιμήσει την επαγγελματία σύζυγο του υπουργού από κάποιον συνάδελφό της, και αυτό όχι χωρίς ιδιοτέλεια. Και ο πολιτικός που θα αποσυρθεί στο επάγγελμά του, γιατί κάηκε ή γιατί βαρέθηκε, θα έχει αυξήσει το πελατολόγιό του κατά αρκετές χιλιάδες άτομα. Στη χειρότερη περίπτωση, θα τον περιμένει μια αξιοπρεπής θέση στελέχους στον ιδιωτικό τομέα. Αυτές είναι υπεραξίες που εγγράφονται στο χαρτοφυλάκιο της πολιτικής, κέρδη μια εμπορικής συναλλαγής που δεν προϋποθέτει απαραίτητα ενθυλάκωση μαύρου χρήματος. Όταν υπάρχει κι αυτό -και μάλιστα ασφαλές και αόρατο- ακόμη καλύτερα.
Εμπορικό κέρδος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, επιδιώκεται, βεβαίως, και από την άλλη πλευρά της πολιτικής αγοράς, τους ψηφοφόρους. Οι οποίοι δεν είναι απλώς πολίτες που εισφέρουν ανιδιοτελώς την ψήφο τους στον εκπρόσωπο και τον διαχειριστή της εξουσίας. Η ίδια η διαδικασία των γενικών εκλογών είναι μια κατ’ εξοχήν εμπορική πράξη, έστω και αβέβαιης απόδοσης για την πλευρά των ψηφοφόρων. Αλλά το εμπόριο, έτσι κι αλλιώς, είναι ένας χώρος ρίσκου και αβεβαιότητας. Τα κόμματα, λοιπόν, υποβάλλουν στην κοινωνία ένα εμπορικό συμβόλαιο, την υπόσχεση εκπλήρωσης μιας σειράς προσδοκιών, με απόλυτα υλικό, εμπορικό και τελικά χρηματικό περιεχόμενο. Οι κοινωνικές ομάδες, οι τάξεις, τα στρώματα που θα συνασπιστούν με την ιδιότητα των ψηφοφόρων, περιμένουν ακριβώς μια συγκεκριμένη απόδοση της ψήφου τους. Απόδοση σε εισόδημα, προνόμια, ανταλλάξιμη ισχύ. Αυτό ακριβώς συνέβη το 2004 και επαναλήφθηκε αρκετά περιορισμένα το 2007. Το μεσαιοχωρίτικο συνονθύλευμα που συνωστίστηκε στο φιλελεύθερο ταμείο τότε προσδοκούσε φοροαπαλλαγές, εισοδηματικό άλμα, κοινωνική ανέλιξη. Ψώνισε από σβέρκο, ας πρόσεχε. Ατυχής εμπορική συναλλαγή.
Η συναλλαγή συνεχίζεται και μετά τις εκλογές. Το μεσοδιάστημα μέχρι την επόμενη αναμέτρηση η διαπραγμάτευση συνεχίζεται εντός του οίκου εμπορίου, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί και οίκος ανοχής. Όχι με την έννοια που του αποδίδουν οι αντεξουσιαστές φωνασκώντας το γνωστό σύνθημα («να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή»). Αλλά από την άποψη ότι η ανοχή είναι η μόνη δυνατή στάση που μπορούν τηρήσουν οι ψηφοφόροι-αγοραστές έναντι του κυβερνητικού μονοπωλίου. Το οποίο μπορεί να αθετεί ελεύθερα τους όρους της εμπορικής σύμβασης, να τους αναθεωρεί μονομερώς ή να τους επαναδιαπραγματεύεται παζαρεύοντας την ανοχή των προδομένων ψηφοφόρων.
Και μιλάμε για κανονικό παζάρι. Πάρτε για παράδειγμα τη ρύθμιση Αλογοσκούφη για τα «μπλοκάκια». Στην αρχή διέρρευσε ότι η ρομφαία θα έπεφτε επί δικαίων και αδίκων. Έπειτα άρχισαν οι εκπτώσεις. Εξαιρέθηκαν οι κατά συνθήκην μισθωτοί σε έναν εργοδότη. Έπειτα και όσοι εργάζονται και σε δύο εργοδότες. Μπήκε και το όριο ηλικίας των 40 ετών. «Να το πάμε μέχρι τα 43», αντιπρότεινε ο κ. Μανώλης. Δεν εισακούστηκε, αλλά έγινε κι αυτό μέρος του παζαριού. Όλο αυτό το αλισβερίσι δεν ήταν παρά μια λανθάνουσα διαπραγμάτευση με επάλληλες ομάδες ψηφοφόρων της απροσδιόριστης γενιάς των 700 ευρώ κι ένα ταυτόχρονο κλείσιμο του ματιού στους επαγγελματίες φοροφυγάδες, των οποίων ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει. Ποιος θα βγει κερδισμένος απ’ αυτό το παζάρι (επιπέδου εμποροπανηγύρεως) δεν είναι σαφές. Θυμίζει, πάντως, τον έμπορο που προσπαθεί να κλέψει τον πελάτη στα ρέστα. «Α, συγνώμη. Νόμιζα ότι μου δώσατε εικοσάρικο». Και δίνει χαμογελαστός τα σωστά ρέστα, από πενηντάρικο. Ο πελάτης έχει δύο επιλογές. Ή να φύγει ικανοποιημένος που δεν τον έκλεψαν και πεπεισμένος για την τιμιότητα του εμπόρου. Ή να μην ξαναπατήσει στο μαγαζί του.
Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα τι από τα δύο ισχύει. Ακούγοντας τον κ. Βαρβιτισώτη, για παράδειγμα, να μέμφεται υπουργούς και πολιτικούς που έχουν μετατρέψει τον ναό της δημοκρατίας σε οίκο εμπορίου, αναρωτήθηκα τι παραπάνω είναι η Βουλή από αυτό. Και γιατί πρέπει η σύγκρισή της με το εμπόριο να είναι αναγκαστικά μειωτική. Υποθέτω ότι, αν ήταν στο χέρι αυτών των αριστοκρατών της πολιτικής, θα έμπαιναν στο Κοινοβούλιο έμπλεοι οργής με το φραγγέλιο στο χέρι και θα διέλυαν τα αγαθά της πολιτικής συναλλαγής ως άλλοι Ναζωραίοι, κραυγάζοντας εις βάρος όσων μετατρέπουν τον οίκο του πατρός τους σε οίκο εμπορίου. Μέχρι στιγμής δεν έγινε κάτι τόσο μελοδραματικό, αλλά κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί, καθώς βυθιζόμαστε στον πάτο του βαρελιού.
Οφείλω, όμως, να επανατοποθετήσω και την ηθικοπολιτική κριτική που ξεχειλίζει από παντού τα τελευταία χρόνια, μήνες εβδομάδες και μέρες, αλλά και τον θυμό όσων την εκφράζουν, σε μια πιο ρεαλιστική βάση. Γιατί η αλήθεια είναι πως το Κοινοβούλιο, όπως και οι περισσότεροι θεσμοί της δημοκρατίας εν γένει, είναι κατ’ εξοχήν οίκος εμπορίου. Ένας χώρος συνεχούς διαπραγμάτευσης, συνδιαλλαγής και συναλλαγής. Δούναι και λαβείν. Πράγμα που δεν είναι εξ ορισμού κακό. Τάξεις, ομάδες ισχύος και επιρροής, λόμπι, συντεχνίες, πολιτικοοικονομικά καρτέλ, θύλακες όλων των διακριτών και αδιάκριτων εξουσιών, σκιώδεις «συμμορίες» συμφερόντων και «νταβατζήδες» (για να μην ξεχνιόμαστε…) συναντώνται εμμέσως στον ναό της δημοκρατίας και μεταλλάσσουν τις αντιθέσεις τους σε μια διαρκή διαπραγμάτευση. Σκληρή ή ήπια, φανερή ή συγκαλυμμένη, αλλά πάντως καθαρή διαπραγμάτευση. Δεν υπάρχει τίποτε παράδοξο σ’ αυτό, πάντα ήταν έτσι, ακόμη και την εποχή ακμής της αθηναϊκής δημοκρατίας που στοιχειώνει μέχρι σήμερα την εθνική μας έπαρση. Σ’ αυτήν, άλλωστε, οφείλουμε την τεχνογνωσία της μετενσάρκωσης της αγοράς, με την εμπορευματική έννοια του όρου, στην πολιτική αγορά της άμεσης ή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και σ’ αυτήν τη συναλλαγή αποσκοπούσαν οι εφευρέτες της δημοκρατίας, όταν εμπιστεύονταν μικρές δόσεις πολιτικής ισχύος όχι μόνο στους αργόσχολους αριστοκράτες, αλλά και στους δυσώδεις αλλαντοπώλες, στους λερούς οπωροπώλες, στους ακατέργαστους αγρότες, στους βρόμικους κεραμοποιούς και στους αμόρφωτους υποδηματοποιούς της Αθήνας. Η αγορά του δήμου ήταν ακόμα και τότε ένας οίκος εμπορίου και κάθε της απόφαση μια καθαρή συναλλαγή. Ποιος έχει αμφιβολία ότι οι καραβοκυραίοι και οι ναυπηγοί ήταν οι πρώτοι που υπερψήφισαν με χέρια και με πόδια την πρόταση του Θεμικστοκλή να κατασκευάσει η Αθήνα μαζικά τα πλοία που αργότερα έφεραν τον θρίαμβο της Σαλαμίνας; Πατριωτισμός και δημοκρατία, αλλά με το αζημίωτο.
Αυτά για να απο-ηθικοποιήσουμε τη φλυαρία περί εμπορευματοποίησης της δημοκρατίας, της Βουλής και των υπουργών που υπερέβησαν τα εσκαμμένα. Άλλωστε, και οι αριστοκράτες της πολιτικής με το αζημίωτο, θαρρώ, διαχειρίστηκαν την εξουσία. Ελάχιστοι κατέστησαν φτωχότεροι τις δεκαετίες κατά τις οποίες μια εικοσάδα πολιτικές οικογένειες, οι φίλοι τους, οι κουμπάροι τους και οι συνεταίροι τους έχουν κατσικωθεί στο κομματικό σύστημα. Και μπορεί να πει κανείς ότι κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει καμιά σκιά, ούτε ένα ίχνος παρανομίας σε μια πολιτική απόφαση. Προφανώς και ο Βουλγαράκης και ο Ρουσόπουλος θα βγουν πλουσιότεροι από τη βραχεία ή μακρά εμπλοκή τους στην πολιτική. Όχι μόνο γιατί η βουλευτική τους αποζημίωση φτάνει και περισσεύει για να κάνουν τις καβάτζες τους. Αλλά γιατί η διαρκής σύγκρουση και σύνθεση συμφερόντων που διαχειρίζονται δημιουργεί συνέργιες, επαγγελματικές και οικονομικές, με όποια τυχόν παράλληλη οικονομική δραστηριότητα έχουν οι ίδιοι ή οι οικείοι τους. Ο ψηφοφόρος-πελάτης του πολιτικού προφανώς θα προτιμήσει την επαγγελματία σύζυγο του υπουργού από κάποιον συνάδελφό της, και αυτό όχι χωρίς ιδιοτέλεια. Και ο πολιτικός που θα αποσυρθεί στο επάγγελμά του, γιατί κάηκε ή γιατί βαρέθηκε, θα έχει αυξήσει το πελατολόγιό του κατά αρκετές χιλιάδες άτομα. Στη χειρότερη περίπτωση, θα τον περιμένει μια αξιοπρεπής θέση στελέχους στον ιδιωτικό τομέα. Αυτές είναι υπεραξίες που εγγράφονται στο χαρτοφυλάκιο της πολιτικής, κέρδη μια εμπορικής συναλλαγής που δεν προϋποθέτει απαραίτητα ενθυλάκωση μαύρου χρήματος. Όταν υπάρχει κι αυτό -και μάλιστα ασφαλές και αόρατο- ακόμη καλύτερα.
Εμπορικό κέρδος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, επιδιώκεται, βεβαίως, και από την άλλη πλευρά της πολιτικής αγοράς, τους ψηφοφόρους. Οι οποίοι δεν είναι απλώς πολίτες που εισφέρουν ανιδιοτελώς την ψήφο τους στον εκπρόσωπο και τον διαχειριστή της εξουσίας. Η ίδια η διαδικασία των γενικών εκλογών είναι μια κατ’ εξοχήν εμπορική πράξη, έστω και αβέβαιης απόδοσης για την πλευρά των ψηφοφόρων. Αλλά το εμπόριο, έτσι κι αλλιώς, είναι ένας χώρος ρίσκου και αβεβαιότητας. Τα κόμματα, λοιπόν, υποβάλλουν στην κοινωνία ένα εμπορικό συμβόλαιο, την υπόσχεση εκπλήρωσης μιας σειράς προσδοκιών, με απόλυτα υλικό, εμπορικό και τελικά χρηματικό περιεχόμενο. Οι κοινωνικές ομάδες, οι τάξεις, τα στρώματα που θα συνασπιστούν με την ιδιότητα των ψηφοφόρων, περιμένουν ακριβώς μια συγκεκριμένη απόδοση της ψήφου τους. Απόδοση σε εισόδημα, προνόμια, ανταλλάξιμη ισχύ. Αυτό ακριβώς συνέβη το 2004 και επαναλήφθηκε αρκετά περιορισμένα το 2007. Το μεσαιοχωρίτικο συνονθύλευμα που συνωστίστηκε στο φιλελεύθερο ταμείο τότε προσδοκούσε φοροαπαλλαγές, εισοδηματικό άλμα, κοινωνική ανέλιξη. Ψώνισε από σβέρκο, ας πρόσεχε. Ατυχής εμπορική συναλλαγή.
Η συναλλαγή συνεχίζεται και μετά τις εκλογές. Το μεσοδιάστημα μέχρι την επόμενη αναμέτρηση η διαπραγμάτευση συνεχίζεται εντός του οίκου εμπορίου, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί και οίκος ανοχής. Όχι με την έννοια που του αποδίδουν οι αντεξουσιαστές φωνασκώντας το γνωστό σύνθημα («να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή»). Αλλά από την άποψη ότι η ανοχή είναι η μόνη δυνατή στάση που μπορούν τηρήσουν οι ψηφοφόροι-αγοραστές έναντι του κυβερνητικού μονοπωλίου. Το οποίο μπορεί να αθετεί ελεύθερα τους όρους της εμπορικής σύμβασης, να τους αναθεωρεί μονομερώς ή να τους επαναδιαπραγματεύεται παζαρεύοντας την ανοχή των προδομένων ψηφοφόρων.
Και μιλάμε για κανονικό παζάρι. Πάρτε για παράδειγμα τη ρύθμιση Αλογοσκούφη για τα «μπλοκάκια». Στην αρχή διέρρευσε ότι η ρομφαία θα έπεφτε επί δικαίων και αδίκων. Έπειτα άρχισαν οι εκπτώσεις. Εξαιρέθηκαν οι κατά συνθήκην μισθωτοί σε έναν εργοδότη. Έπειτα και όσοι εργάζονται και σε δύο εργοδότες. Μπήκε και το όριο ηλικίας των 40 ετών. «Να το πάμε μέχρι τα 43», αντιπρότεινε ο κ. Μανώλης. Δεν εισακούστηκε, αλλά έγινε κι αυτό μέρος του παζαριού. Όλο αυτό το αλισβερίσι δεν ήταν παρά μια λανθάνουσα διαπραγμάτευση με επάλληλες ομάδες ψηφοφόρων της απροσδιόριστης γενιάς των 700 ευρώ κι ένα ταυτόχρονο κλείσιμο του ματιού στους επαγγελματίες φοροφυγάδες, των οποίων ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει. Ποιος θα βγει κερδισμένος απ’ αυτό το παζάρι (επιπέδου εμποροπανηγύρεως) δεν είναι σαφές. Θυμίζει, πάντως, τον έμπορο που προσπαθεί να κλέψει τον πελάτη στα ρέστα. «Α, συγνώμη. Νόμιζα ότι μου δώσατε εικοσάρικο». Και δίνει χαμογελαστός τα σωστά ρέστα, από πενηντάρικο. Ο πελάτης έχει δύο επιλογές. Ή να φύγει ικανοποιημένος που δεν τον έκλεψαν και πεπεισμένος για την τιμιότητα του εμπόρου. Ή να μην ξαναπατήσει στο μαγαζί του.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (13/9/2008)
Οι συμβάσεις δεν είναι παρά λόγια και αέρας, και τους λείπει κάθε δύναμη υποχρέωσης, συγκράτησης, εξαναγκασμού ή προστασίας οποιουδήποτε πέρα από τη δύναμη που τους δίνει η δημόσια σπάθη, με άλλα λόγια, τα λυτά χέρια του ανθρώπου -ή της συνέλευσης των ανθρώπων- που κατέχει την κυριαρχία κι έχει τις πράξεις του εγγυημένες από όλους, επιτελώντας τες με την συνενωμένη σ’ αυτόν δύναμη όλων. Και βέβαια, όταν κυρίαρχη αναγορεύεται μια συνέλευση, τότε κανείς δεν θεωρεί ότι κάποια σύμβαση έχει συναφθεί κατά τη θέσμισή της. Διότι κανείς δεν είναι τόσο ηλίθιος ώστε να λέει, για παράδειγμα, ότι εφόσον οι Ρωμαίοι συνήψαν σύμβαση με τον Λαό της Ρώμης, αναθέτοντάς του την κυριαρχία υπό ορισμένους όρους, αν ο τελευταίος παραβεί αυτούς τους όρους, τότε οι Ρωμαίοι δικαιούνται νόμιμα να καθαιρέσουν τον Ρωμαϊκό Λαό.
Τόμας Χομπς, «Λεβιάθαν, ή ύλη, μορφή και εξουσία μιας εκκλησιαστικής και λαϊκής πολιτικής κοινότητας»
Τόμας Χομπς, «Λεβιάθαν, ή ύλη, μορφή και εξουσία μιας εκκλησιαστικής και λαϊκής πολιτικής κοινότητας»
Monday, September 8, 2008
Ο αργός θάνατος της ιδιοκτησίας (6/9/2008)
Θεωρητικά είμαι πολέμιος της ιδιοκτησίας. Αλλά ως ιδιοκτήτης υποθέτω ότι θα πέσω στη φωτιά για να υπερασπιστώ και το παραμικρό μόριό της που απειλείται. Όπως κάθε μικροαστός που σέβεται τη νεφελώδη ταξική του υπόσταση. Όπως έχω ξαναπεί (δηλαδή, ξαναγράψει), αντιγράφοντας την Πατρίτσια Χάισμιθ και τα ψυχογραφήματα του δαιμόνιου ήρωά της Τομ Ρίπλεϊ, «η ιδιοκτησία μας θυμίζει ότι υπάρχουμε». Αυτή είναι η πιο γενναιόδωρη παραχώρηση του καπιταλισμού στους προλετάριους, τους προορισμένους να μην διαθέτουν κυριότητα σε τίποτε άλλο εκτός από το σώμα τους. Διεύρυνε τα υπαρξιακά όρια των προλετάριων φορτώνοντάς τους τίτλους κυριότητας: έχουν σπίτι, αυτοκίνητο, οικόπεδα, έπιπλα, σκεύη, τηλέφωνα, γκατζετάκια, υπολογιστές, τραπεζικούς λογαριασμούς. Κι όλοι είμαστε ευχαριστημένοι αφού, θεωρητικά, είτε είμαστε μισθωτοί των 700 ευρώ είτε βασικοί μέτοχοι Α.Ε. με ετήσιο τζίρο 100 εκατομμύρια ευρώ, προστατευόμαστε από το ίδιο πλαίσιο σχέσεων ιδιοκτησίας. Το Σύνταγμα, οι κοινοτικές οδηγίες, οι νόμοι, τα δικαστήρια υποτίθεται ότι έχουν βρει τον απόλυτο προορισμό τους στην υπεράσπιση του υπέρτατου υπαρξιακού αγαθού, της ιδιοκτησίας. Είτε είναι λίγα τετραγωνικά μέτρα είτε το μετοχικό κεφάλαιο μιας πολυεθνικής.
Κι όμως, αγαπητοί εν καπιταλισμώ ιδιοκτήτες, αυτά είναι πια προϊστορία. Μπορεί να αυξάνονται οι τίτλοι κυριότητας που πλουτίζουν το χαρτοφυλάκιο της ύπαρξής μας, στην πραγματικότητα ζούμε τον αργό θάνατο της ιδιοκτησίας. Ιδού οι τελευταίες ενδείξεις της επικαιρότητας, τροφοδοτούμενες από τον φοροτεχνικό οίστρο της φιλελεύθερης διακυβέρνησης.
Ο κατά συνθήκην νεοφιλελεύθερος Γιώργος Αλογοσκούφης και ο υποτιθέμενος εκπρόσωπος του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού βουλευτής Γιάννης Μανώλης συμφώνησαν προ ημερών στη βουλή ότι είναι ένα θεμιτό και συμβατό προς τον φιλελευθερισμό τους μέτρο να κατάσχει (δηλαδή, να κλέψει) το κράτος τους ακίνητους καταθετικούς λογαριασμούς που λιμνάζουν στις τράπεζες. Και το ποσό που θα αρπαγεί, να τροφοδοτήσει το ταμείο κατά της φτώχειας (sic!), εν είδει κοινωνικής δικαιοσύνης και αναδιανεμητικής πολιτικής. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ασήμαντο, συμβολικού χαρακτήρα μέτρο. Και μάλιστα, ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας του ενισχύεται με το επιχείρημα ότι μέχρι τώρα είναι οι τράπεζες που προχωρούν στη δέσμευση αυτών των ανενεργών λογαριασμών, επικαλούμενες το ασύμφορο κόστος διατήρησής τους.
Πόσοι είναι αυτοί οι ακίνητοι λογαριασμοί, τι ποσά περιέχουν; Κανείς δεν ξέρει (για την ακρίβεια, κάθε τράπεζα ξέρει άριστα τι έχει στο χαρτοφυλάκιό της). Μπορεί να είναι μερικές εκατοντάδες χιλιάδες, μπορεί να είναι και μερικά εκατομμύρια, καταθετικά μνημεία ύπαρξης ανθρώπων και γενιών που έχουν φύγει από τη ζωή, αφήνοντας ανενεργές και αδιάθετες αυτές τις μικρές νησίδες ιδιοκτησίας, με λίγες χιλιάδες δραχμές ή μερικές δεκάδες ευρώ. Μπορεί να είναι επίσης αρκετές χιλιάδες λογαριασμών ολοζώντανων πολιτών-καταναλωτών, με ασήμαντα υπόλοιπα που ξεχάστηκαν, γιατί οι καταθέτες αποφάσισαν να γίνουν γενναιόδωροι προς τις τράπεζες, γιατί άλλαξαν τράπεζα ή γιατί θεωρούν ότι προσβάλλει τον νεοπλουτισμό τους να πάνε στην τράπεζα και να σηκώσουν τα τελευταία 11,5 ευρώ του ανενεργού λογαριασμού τους. Ό,τι και να ισχύει, μιλάμε για ένα τελικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται και σε αρκετές δεκάδες εκατομμύρια. Και σε κάθε περίπτωση είναι χρήματα που ανήκουν σε κάποιον (ο οποίος πιθανά δεν το ξέρει καν). Και ο νομικός μας πολιτισμός υποτίθεται ότι καθιστά απαράγραπτα τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και στην ίδια δίνει μια υπόσταση αιώνια.
Έτσι νομίζετε. Αυτά που ξέρατε επί καπιταλισμού, ξεχάστε τα. Τώρα ζούμε στον μετα-καπιταλισμό. Που επιτρέπει στην τράπεζα να τσεπώνει και να καταγράφει στις υπεραξίες της τα ξεχασμένα υπόλοιπα, χωρίς να ρωτήσει τον ενδεχόμενο δικαιούχο. Τυπικά, αυτό λέγεται κλοπή, αρπαγή, υπεξαίρεση αλλά ακόμη και το πιο φιλότιμο δικαστήριο αποκλείεται να χρησιμοποιήσει αυτόν τον βάναυσο όρο. Το πολύ να μιλήσει για κατάχρηση δικαιώματος. Το δικαίωμα της τράπεζας σ’ αυτή την αδιόρατη αρπαγή έρχεται να αμφισβητήσει το κράτος για λογαριασμό του. Αυτό- κατά τον νεοφιλελεύθερο οίστρο του και τον φορολογικό πανικό του- θα βαφτίσει αυτή την μικρο-κλοπή πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης.
΄Ετσι, οι τράπεζες και το κράτος αναδεικνύονται πανηγυρικά στους πρώτους νταβατζήδες της ιδιοκτησίας που αργοπεθαίνει, βαίνει αυτοκαταργούμενη όσο διαδίδεται και στα πιο ταπεινά στρώματα της κοινωνικής πυραμίδας. Οι τράπεζες μέσω της χρηματοδότησης κάθε σεμνού ή χλιδάτου αποκτήματός μας το οποίο περισσότερο της ανήκει παρά μας ανήκει. Και το κράτος μέσω της φορολογικής πολιτικής που αναιρεί την υπόσταση κάθε μορφής ιδιοκτησίας σε χρήμα ή σε είδος. Καθώς ο δημοσιονομικός πανικός εξωθεί ακόμη και τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους να πλήξουν το DNA του οικονομικού μας πολιτισμού, δεν υπάρχει πλέον περιοχή ιδιοκτησίας στην οποία το κράτος να μην επιβάλει δια των φόρων ένα είδος καταναγκαστικής κοινοκτημοσύνης. Τα εμά εμά και τα σα πάλι εμά. Κι αυτό δεν αντιβαίνει καθόλου στην παράλληλη μανία ιδιωτικοποίησης κάθε δημόσιας περιουσίας. Είναι μια ιδιότυπη προσαρμογή του κράτους ως συλλογικού καπιταλιστή στα δεδομένα της οικονομίας του χρήματος και των υπηρεσιών. Το κράτος αρχίζει και προσομοιάζει σ’ αυτούς που υπεραγαπά και ανταγωνίζεται ταυτόχρονα. Τους τραπεζίτες. Λειτουργεί σαν κομμάτι του χρηματοπιστωτικού συστήματος και σπάει το νομικό κέλυφος της ιδιοκτησίας και για τον εαυτό του και για τους υπηκόους-φορολογούμενους. Το κράτος είναι μια τράπεζα. Εισπράττει, πληρώνει, δανείζεται, δανείζει, πουλάει, υποθηκεύει. Η μόνη διαφορά είναι ότι δεν έχει ποτέ υπεραξίες. Μόνον ελλείμματα. Τα οποία καλύπτονται με αρπαγές ιδιοκτησίας.
Θεωρητικά, εγώ θα έπρεπε να χαίρομαι, ως διαπρύσιος πολέμιος της ιδιοκτησίας (των άλλων, για να είμαι ειλικρινής). Δεν νομίζω ότι έχει ξεπεραστεί το δόγμα του Προυντόν ότι «η ιδιοκτησία είναι κλοπή», αλλά εδώ ζούμε μια περίεργη αντιστροφή του. Η κλοπή της ιδιοκτησίας μεταμορφώνεται σε πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης. Αν η άγρια φορολογία κάθε κινητής και ακίνητης αξίας είναι μια μορφή κοινωνικοποίησης της ιδιοκτησίας, τότε ο υπουργός Οικονομίας (και πολλοί ομόλογοί του διεθνώς) θα καταγραφεί ως ο άνθρωπος που μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στον κομμουνισμό. Υποθέτω πως δεν είναι στις προθέσεις του, αλλά κανείς δεν ξέρει…
Για να σοβαρευτούμε πάντως, ο αργός θάνατος της ιδιοκτησίας δεν είναι ένα γραφικό, εγχώριο σύμπτωμα, αποτέλεσμα του δημοσιονομικού ολέθρου που επέφερε η γαλάζια διακυβέρνηση. Και δεν είναι ταξικά ουδέτερο. Ίσα – ίσα. Η αναίρεση αυτού του πανάρχαιου πυρήνα των εμπορευματικών οικονομιών αφορά τα κατώτερα στρώματα της κοινωνικής πυραμίδας. Τους νεόκοπους ιδιοκτήτες που πληρώνουν περίπου για μια ζωή κάθε μικρό ή μεγάλο απόκτημά τους. Στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας συμβαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Οι πλούσιοι όλο και περισσότερο απαλλάσσονται από το περιττό νομικό κοστούμι της κυριότητας. Η ιδιοκτησία γίνεται ντεμοντέ. Της μόδας είναι πια η πρόσβαση. Η απεριόριστη πρόσβαση σε κάθε αγαθό και υπηρεσία που μπορείς να το απολαμβάνεις νοικιάζοντάς το ή απλώς χρησιμοποιώντας το, χωρίς κανένα φορολογικό άγχος. Γιατί να αγοράσεις ένα αυτοκίνητο όταν μπορείς να διαθέτεις κάθε χρόνο καινούργιο με leasing; Για ποιο λόγο να σου ανήκει η έπαυλή σου, το δωδεκάμετρο σκάφος σου, το πολυτελές εξοχικό με την πισίνα σου όταν μπορείς να τα απολαμβάνεις με μακροχρόνια μίσθωση ή με μεταβίβαση στον κανένα που εκπροσωπεί μια off shore; Γιατί να φορτωθείς το πλειοψηφικό πακέτο μιας επιχείρησης όταν μπορείς να την ελέγχεις ασκώντας απλώς μάνατζμεντ ή διαχέοντας τα βάρη της ιδιοκτησίας σε εκατομμύρια μικρομετόχους που παλεύουν να διασώσουν τις υπεραξίες τους από τις άτακτες φορολογικές επιδρομές του κράτους;
Πάλι ριγμένοι οι φτωχοδιάβολοι και οι κατά φαντασία νεόπλουτοι του μετα-καπιταλισμού. Η ιδιοκτησία εκδημοκρατίστηκε, φτάνει και στον τελευταίο πένητα, αλλά ο εκδημοκρατισμός της έγινε ταυτόχρονα το μέσο περιορισμού, φορολογικού ή τραπεζικού καταναγκασμού και αργού θανάτου της. Οι πλούσιοι ευχαρίστως θα παραστούν στην κηδεία της καταθέτοντας στέφανο τιμής για όσα τους πρόσφερε αιώνες τώρα, όντας ακριβοθώρητη και στερητική για τα εκατομμύρια ηλίθιων που την πιστέψαμε ως μέσο απελευθέρωσης. Αιωνία σου η μνήμη, αξιομακάριστη.
Κι όμως, αγαπητοί εν καπιταλισμώ ιδιοκτήτες, αυτά είναι πια προϊστορία. Μπορεί να αυξάνονται οι τίτλοι κυριότητας που πλουτίζουν το χαρτοφυλάκιο της ύπαρξής μας, στην πραγματικότητα ζούμε τον αργό θάνατο της ιδιοκτησίας. Ιδού οι τελευταίες ενδείξεις της επικαιρότητας, τροφοδοτούμενες από τον φοροτεχνικό οίστρο της φιλελεύθερης διακυβέρνησης.
Ο κατά συνθήκην νεοφιλελεύθερος Γιώργος Αλογοσκούφης και ο υποτιθέμενος εκπρόσωπος του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού βουλευτής Γιάννης Μανώλης συμφώνησαν προ ημερών στη βουλή ότι είναι ένα θεμιτό και συμβατό προς τον φιλελευθερισμό τους μέτρο να κατάσχει (δηλαδή, να κλέψει) το κράτος τους ακίνητους καταθετικούς λογαριασμούς που λιμνάζουν στις τράπεζες. Και το ποσό που θα αρπαγεί, να τροφοδοτήσει το ταμείο κατά της φτώχειας (sic!), εν είδει κοινωνικής δικαιοσύνης και αναδιανεμητικής πολιτικής. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ασήμαντο, συμβολικού χαρακτήρα μέτρο. Και μάλιστα, ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας του ενισχύεται με το επιχείρημα ότι μέχρι τώρα είναι οι τράπεζες που προχωρούν στη δέσμευση αυτών των ανενεργών λογαριασμών, επικαλούμενες το ασύμφορο κόστος διατήρησής τους.
Πόσοι είναι αυτοί οι ακίνητοι λογαριασμοί, τι ποσά περιέχουν; Κανείς δεν ξέρει (για την ακρίβεια, κάθε τράπεζα ξέρει άριστα τι έχει στο χαρτοφυλάκιό της). Μπορεί να είναι μερικές εκατοντάδες χιλιάδες, μπορεί να είναι και μερικά εκατομμύρια, καταθετικά μνημεία ύπαρξης ανθρώπων και γενιών που έχουν φύγει από τη ζωή, αφήνοντας ανενεργές και αδιάθετες αυτές τις μικρές νησίδες ιδιοκτησίας, με λίγες χιλιάδες δραχμές ή μερικές δεκάδες ευρώ. Μπορεί να είναι επίσης αρκετές χιλιάδες λογαριασμών ολοζώντανων πολιτών-καταναλωτών, με ασήμαντα υπόλοιπα που ξεχάστηκαν, γιατί οι καταθέτες αποφάσισαν να γίνουν γενναιόδωροι προς τις τράπεζες, γιατί άλλαξαν τράπεζα ή γιατί θεωρούν ότι προσβάλλει τον νεοπλουτισμό τους να πάνε στην τράπεζα και να σηκώσουν τα τελευταία 11,5 ευρώ του ανενεργού λογαριασμού τους. Ό,τι και να ισχύει, μιλάμε για ένα τελικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται και σε αρκετές δεκάδες εκατομμύρια. Και σε κάθε περίπτωση είναι χρήματα που ανήκουν σε κάποιον (ο οποίος πιθανά δεν το ξέρει καν). Και ο νομικός μας πολιτισμός υποτίθεται ότι καθιστά απαράγραπτα τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και στην ίδια δίνει μια υπόσταση αιώνια.
Έτσι νομίζετε. Αυτά που ξέρατε επί καπιταλισμού, ξεχάστε τα. Τώρα ζούμε στον μετα-καπιταλισμό. Που επιτρέπει στην τράπεζα να τσεπώνει και να καταγράφει στις υπεραξίες της τα ξεχασμένα υπόλοιπα, χωρίς να ρωτήσει τον ενδεχόμενο δικαιούχο. Τυπικά, αυτό λέγεται κλοπή, αρπαγή, υπεξαίρεση αλλά ακόμη και το πιο φιλότιμο δικαστήριο αποκλείεται να χρησιμοποιήσει αυτόν τον βάναυσο όρο. Το πολύ να μιλήσει για κατάχρηση δικαιώματος. Το δικαίωμα της τράπεζας σ’ αυτή την αδιόρατη αρπαγή έρχεται να αμφισβητήσει το κράτος για λογαριασμό του. Αυτό- κατά τον νεοφιλελεύθερο οίστρο του και τον φορολογικό πανικό του- θα βαφτίσει αυτή την μικρο-κλοπή πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης.
΄Ετσι, οι τράπεζες και το κράτος αναδεικνύονται πανηγυρικά στους πρώτους νταβατζήδες της ιδιοκτησίας που αργοπεθαίνει, βαίνει αυτοκαταργούμενη όσο διαδίδεται και στα πιο ταπεινά στρώματα της κοινωνικής πυραμίδας. Οι τράπεζες μέσω της χρηματοδότησης κάθε σεμνού ή χλιδάτου αποκτήματός μας το οποίο περισσότερο της ανήκει παρά μας ανήκει. Και το κράτος μέσω της φορολογικής πολιτικής που αναιρεί την υπόσταση κάθε μορφής ιδιοκτησίας σε χρήμα ή σε είδος. Καθώς ο δημοσιονομικός πανικός εξωθεί ακόμη και τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους να πλήξουν το DNA του οικονομικού μας πολιτισμού, δεν υπάρχει πλέον περιοχή ιδιοκτησίας στην οποία το κράτος να μην επιβάλει δια των φόρων ένα είδος καταναγκαστικής κοινοκτημοσύνης. Τα εμά εμά και τα σα πάλι εμά. Κι αυτό δεν αντιβαίνει καθόλου στην παράλληλη μανία ιδιωτικοποίησης κάθε δημόσιας περιουσίας. Είναι μια ιδιότυπη προσαρμογή του κράτους ως συλλογικού καπιταλιστή στα δεδομένα της οικονομίας του χρήματος και των υπηρεσιών. Το κράτος αρχίζει και προσομοιάζει σ’ αυτούς που υπεραγαπά και ανταγωνίζεται ταυτόχρονα. Τους τραπεζίτες. Λειτουργεί σαν κομμάτι του χρηματοπιστωτικού συστήματος και σπάει το νομικό κέλυφος της ιδιοκτησίας και για τον εαυτό του και για τους υπηκόους-φορολογούμενους. Το κράτος είναι μια τράπεζα. Εισπράττει, πληρώνει, δανείζεται, δανείζει, πουλάει, υποθηκεύει. Η μόνη διαφορά είναι ότι δεν έχει ποτέ υπεραξίες. Μόνον ελλείμματα. Τα οποία καλύπτονται με αρπαγές ιδιοκτησίας.
Θεωρητικά, εγώ θα έπρεπε να χαίρομαι, ως διαπρύσιος πολέμιος της ιδιοκτησίας (των άλλων, για να είμαι ειλικρινής). Δεν νομίζω ότι έχει ξεπεραστεί το δόγμα του Προυντόν ότι «η ιδιοκτησία είναι κλοπή», αλλά εδώ ζούμε μια περίεργη αντιστροφή του. Η κλοπή της ιδιοκτησίας μεταμορφώνεται σε πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης. Αν η άγρια φορολογία κάθε κινητής και ακίνητης αξίας είναι μια μορφή κοινωνικοποίησης της ιδιοκτησίας, τότε ο υπουργός Οικονομίας (και πολλοί ομόλογοί του διεθνώς) θα καταγραφεί ως ο άνθρωπος που μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στον κομμουνισμό. Υποθέτω πως δεν είναι στις προθέσεις του, αλλά κανείς δεν ξέρει…
Για να σοβαρευτούμε πάντως, ο αργός θάνατος της ιδιοκτησίας δεν είναι ένα γραφικό, εγχώριο σύμπτωμα, αποτέλεσμα του δημοσιονομικού ολέθρου που επέφερε η γαλάζια διακυβέρνηση. Και δεν είναι ταξικά ουδέτερο. Ίσα – ίσα. Η αναίρεση αυτού του πανάρχαιου πυρήνα των εμπορευματικών οικονομιών αφορά τα κατώτερα στρώματα της κοινωνικής πυραμίδας. Τους νεόκοπους ιδιοκτήτες που πληρώνουν περίπου για μια ζωή κάθε μικρό ή μεγάλο απόκτημά τους. Στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας συμβαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Οι πλούσιοι όλο και περισσότερο απαλλάσσονται από το περιττό νομικό κοστούμι της κυριότητας. Η ιδιοκτησία γίνεται ντεμοντέ. Της μόδας είναι πια η πρόσβαση. Η απεριόριστη πρόσβαση σε κάθε αγαθό και υπηρεσία που μπορείς να το απολαμβάνεις νοικιάζοντάς το ή απλώς χρησιμοποιώντας το, χωρίς κανένα φορολογικό άγχος. Γιατί να αγοράσεις ένα αυτοκίνητο όταν μπορείς να διαθέτεις κάθε χρόνο καινούργιο με leasing; Για ποιο λόγο να σου ανήκει η έπαυλή σου, το δωδεκάμετρο σκάφος σου, το πολυτελές εξοχικό με την πισίνα σου όταν μπορείς να τα απολαμβάνεις με μακροχρόνια μίσθωση ή με μεταβίβαση στον κανένα που εκπροσωπεί μια off shore; Γιατί να φορτωθείς το πλειοψηφικό πακέτο μιας επιχείρησης όταν μπορείς να την ελέγχεις ασκώντας απλώς μάνατζμεντ ή διαχέοντας τα βάρη της ιδιοκτησίας σε εκατομμύρια μικρομετόχους που παλεύουν να διασώσουν τις υπεραξίες τους από τις άτακτες φορολογικές επιδρομές του κράτους;
Πάλι ριγμένοι οι φτωχοδιάβολοι και οι κατά φαντασία νεόπλουτοι του μετα-καπιταλισμού. Η ιδιοκτησία εκδημοκρατίστηκε, φτάνει και στον τελευταίο πένητα, αλλά ο εκδημοκρατισμός της έγινε ταυτόχρονα το μέσο περιορισμού, φορολογικού ή τραπεζικού καταναγκασμού και αργού θανάτου της. Οι πλούσιοι ευχαρίστως θα παραστούν στην κηδεία της καταθέτοντας στέφανο τιμής για όσα τους πρόσφερε αιώνες τώρα, όντας ακριβοθώρητη και στερητική για τα εκατομμύρια ηλίθιων που την πιστέψαμε ως μέσο απελευθέρωσης. Αιωνία σου η μνήμη, αξιομακάριστη.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (6/9/2008
Οι Ανρούιγ δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι είχαν διασχίσει τη ζωή μόνο και μόνο για ν’ αποκτήσουν ένα σπίτι, και τους έκανε εντύπωση, λες και τους είχαν απεντοιχίσει. Πρέπει να 'χουν παράξενο ύφος οι άνθρωποι όταν τους ξεθάβεις από μπουντρούμι.
Οι Ανρούιγ σκέφτονταν ήδη πριν το γάμο τους ν’ αγοράσουν σπίτι. Πρώτα χώρια και μετά μαζί. Αρνιόνταν να σκεφτούν τίποτε άλλο επί μισό αιώνα, κι όταν η ζωή τους ανάγκασε να σκεφτούν κάτι άλλο, τον πόλεμο φερ’ ειπείν, και προπαντός τον γιό τους, αρρώσταιναν για τα καλά.
Όταν την κατοίκησαν, νιόπαντροι, με δέκα χρόνια οικονομίες έκαστος, η βιλίτσα τους δεν είχε ακόμη τελειώσει. Βρισκόταν ακόμη καταμεσίς στους αγρούς η βιλίτσα. Για να φτάσεις ίσαμε κει, το χειμώνα, χρειάζονταν τσόκαρα, τ’ άφηναν στον μανάβη, στη γωνία της οδού Εξεγέρσεως πηγαίνοντας κάθε πρωί στις έξι για το μεροκάματο, στη στάση του ιππήλατου τραμ για το Παρίσι, τρία χιλιόμετρα μακριά, δύο πεντάρες το εισιτήριο.
Είναι σημάδι καλής υγείας να αντέξεις μια ολόκληρη ζωή τέτοια στέρηση.
Σελίν, «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας»
Οι Ανρούιγ σκέφτονταν ήδη πριν το γάμο τους ν’ αγοράσουν σπίτι. Πρώτα χώρια και μετά μαζί. Αρνιόνταν να σκεφτούν τίποτε άλλο επί μισό αιώνα, κι όταν η ζωή τους ανάγκασε να σκεφτούν κάτι άλλο, τον πόλεμο φερ’ ειπείν, και προπαντός τον γιό τους, αρρώσταιναν για τα καλά.
Όταν την κατοίκησαν, νιόπαντροι, με δέκα χρόνια οικονομίες έκαστος, η βιλίτσα τους δεν είχε ακόμη τελειώσει. Βρισκόταν ακόμη καταμεσίς στους αγρούς η βιλίτσα. Για να φτάσεις ίσαμε κει, το χειμώνα, χρειάζονταν τσόκαρα, τ’ άφηναν στον μανάβη, στη γωνία της οδού Εξεγέρσεως πηγαίνοντας κάθε πρωί στις έξι για το μεροκάματο, στη στάση του ιππήλατου τραμ για το Παρίσι, τρία χιλιόμετρα μακριά, δύο πεντάρες το εισιτήριο.
Είναι σημάδι καλής υγείας να αντέξεις μια ολόκληρη ζωή τέτοια στέρηση.
Σελίν, «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας»
Monday, September 1, 2008
Υπουργείο Φοροτεχνίας (30/8/2008)
Μάλλον είναι η καταλληλότερη στιγμή. Η κυβέρνηση των μεταρρυθμιστών έχει την ευκαιρία να πραγματοποιήσει την πρώτη -και ίσως τη μόνη- πραγματική μεταρρύθμιση. Το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, τέως υπουργείο Εθνικής Οικονομίας (ή «Αντεθνικής Σπατάλης», όπως λέει και ο φίλος μου ο Πρόεδρος) μπορεί και τυπικά να αυτοκαταργηθεί. Έχει επί της ουσίας καταργηθεί προ πολλού ως προς τις περισσότερες συνιστώσες αυτού που αποκαλείται «οικονομική πολιτική». Μπορεί να περιοριστεί στο μόνο που πραγματικά απασχολεί τον πολυπλόκαμο και δυσκίνητο μηχανισμό του: τη φοροτεχνία και τη λογιστική.
Αν επιχειρήσουμε έναν πρόχειρο, αδρό απολογισμό της φιλελεύθερης διαχείρισης των 4,5 χρόνων, θα καταλήξουμε στο ιχνογράφημα ενός πρωτοφανούς φαύλου κύκλου που επιχείρησε να μεγαλουργήσει πάνω στο τίποτα: δημοσιονομική απογραφή - αναθεώρηση ελλείμματος - κοινοτική επιτήρηση - πρόσθετοι φόροι - μείωση ελλείμματος - αναθεώρηση ΑΕΠ - βύθιση φορολογικών εσόδων - επιστροφή της δημιουργικής λογιστικής - νέα αύξηση ελλείμματος - νέοι φόροι - απειλή νέας επιτήρησης. Σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο μπορεί να προσθέσει κανείς κι άλλα θεμελιώδη μεγέθη, με πρώτο το δημόσιο χρέος, το οποίο εξακοντίστηκε, από 201 δισ. ευρώ το 2004, στα 252 δισ. φέτος, μέχρι στιγμής, χωρίς να αποκλείεται επιδείνωση μέχρι το τέλος της χρονιάς.
Αυτός ο λογιστικός, ηράκλειος άθλος είναι μια άνευ ουσίας και προστιθεμένης αξίας διαδικασία που διαχειρίζεται απλώς αριθμούς. Ο υπουργός Οικονομίας δίνει στις δραστηριότητες του ίδιου και των επιτελών του βαρύγδουπους τίτλους, όπως «πρώτη φάση δημοσιονομικής εξυγίανσης», «δεύτερη φάση δημοσιονομικής εξυγίανσης» κ.ο.κ. Είναι πλέον, ή βέβαιον, ότι θα χρειαστεί και τρίτη και τέταρτη φάση, αν δοθεί ευκαιρία συνέχισης της διακυβέρνησης στους αμέριμνους ενοίκους του Μαξίμου. Κι επειδή τα οικονομικά φαίνεται ότι αποτελούν terra incognita για τον νοικοκύρη της κυβέρνησης, τα έχει εμπιστευτεί απολύτως σε ελαχίστους που διαθέτουν τη σχετική ακαδημαϊκή πιστοποίηση. Η οποία προφανώς δεν αρκεί για να πετύχεις, έστω, και ως νεοφιλελεύθερος υπουργός Οικονομίας.
Ας επιχειρήσουμε μια μεταφυσική αφαίρεση και ας υποθέσουμε ότι δεν μας ενδιαφέρει η κατεύθυνση, η φιλοσοφία, το κοινωνικό περιεχόμενο της οικονομικής πολιτικής (αν και, σε τελευταία ανάλυση, αυτά είναι τα μόνα που μας ενδιαφέρουν). Και ας μετρήσουμε ως ψυχροί τεχνοκράτες την οικονομική πολιτική της τελευταίας τετραετίας ως προς την αποτελεσματικότητά της. Το αποτέλεσμα είναι οικτρό. Όχι μόνο γιατί λεηλατήθηκε φορολογικά εισόδημα, κοινωνικός πλούτος τζάμπα και βερεσέ, για να επιστρέψουν οι αριθμοί που γοητεύουν τους οικονομικούς υπουργούς και τους κεντρικούς τραπεζίτες στην αθλιότητα που τους άφησε το επάρατον ΠΑΣΟΚ. Αλλά κυρίως γιατί, από αυτό που αποκαλείται «οικονομική πολιτική», δεν έχει μείνει παρά μόνο το τσόφλι. Η λοκομοτίβα του κράτους έχει αυτοπεριοριστεί στον ρόλο του φοροτέχνη, του λογιστή. Τίποτε άλλο! Μια πολυτελής δημοσιονομική γραφειοκρατία ασχολείται αποκλειστικά με την αστυνόμευση και τον εντοπισμό εισοδήματος, την εφεύρεση φόρων, την περιστολή δημοσίων δαπανών και την πληρωμή τόκων του δημοσίου χρέους. Ως εκεί. Τελεία. Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι η άσκηση φορολογικής πολιτικής και πολιτικής δημοσίων δαπανών είναι μια ουσιώδης διαδικασία διατήρησης, αύξησης και δικαιότερης αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου, εδώ, στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, αυτό δεν ισχύει. Μόνος προορισμός του διαρκώς μεταλλασσόμενου φορολογικού συστήματος είναι η συντήρηση του όλο και πιο υψηλού κόστους του.
Το υπουργείο Οικονομίας θυμίζει πια λογιστήριο μικρομεσαίας επιχείρησης που πασχίζει να διατηρήσει το ισοζύγιο στο βιβλίο εσόδων - εξόδων. Υπολείπονται τα έσοδα; Προσθέτουμε φόρους. Ξεφεύγουν τα έξοδα; Προσθέτουμε κι άλλους φόρους. Ξεφεύγουν τα χρέη μας; Δανειζόμαστε κι άλλα. Δεν μας κάνουν πίστωση οι τράπεζες; Κόβουμε δαπάνες. Το χειρότερο είναι ότι ακόμη και σ’ αυτή τη μίζερη λογιστική αποτυγχάνουν θεαματικά.
Η ηλικία μου επιτρέπει να έχω ένα επαρκές απόθεμα μνήμης για τα έργα και ημέρες σχεδόν όλων των οικονομικών επιτελείων των κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης. Καμιά φορολογική συνταγή απ’ όσες χρησιμοποιήθηκαν δεν είχε χαρακτηριστικά κοινωνικής δικαιοσύνης, μιας θαρραλέας παρέμβασης για την αναδιανομή του πλούτου. Όλες, ωστόσο, περιείχαν έναν στόχο, αναπτυξιακό ή σταθεροποιητικό, και εξέφραζαν μια κοινωνική συμμαχία, που επιθυμούσε να εκφράσει η εκάστοτε κυβέρνηση τόσο με τη φορολογική της πολιτική όσο και με τις άλλες συνιστώσες της οικονομικής της πολιτικής. Οι κυβερνήσεις, γαλάζιες ή πράσινες, άλλοτε έτειναν χείρα συνεργασίας στα παλαιά τζάκια, άλλοτε έκλειναν το μάτι στα νέα τζάκια, κατά καιρούς τα έβαζαν με νησίδες του παρασιτικού κεφαλαίου κι άλλοτε του πρόσφεραν ιδεολογική και κοινωνική νομιμοποίηση, άλλοτε στρέφονταν στους μικρομεσαίους ή συγκρούονταν με τα λεγόμενα «ρετιρέ» της μισθωτής εργασίας για να κερδίσουν την εύνοια των ισογείων της. Σε όλες τις περιπτώσεις, πάντως, λίγο ή πολύ, η φορολογική πολιτική που εφάρμοζαν, πέρα από τον εισπρακτικό της χαρακτήρα, περιέκλειε και μια πολιτική στρατηγική. Ενδεχομένως και ένα όραμα για το μοντέλο καπιταλισμού που ήθελε κάθε κυβέρνηση. Θυμηθείτε τον «σοσιαλμανή» Παπαληγούρα, τον «σταθεροποιητή» Αρσένη, τον «γενναιόδωρο» Τσοβόλα, τον «εκποιητή» Μάνο, τον «θεσμικό» Παπαδόπουλο, τον «αγοραίο» Χριστοδουλάκη. Θυμηθείτε την ένταξη στην ΕΟΚ, την πράσινη «αλλαγή», την ΟΝΕ, τον σημιτικό εκσυγχρονισμό. Όλες οι φορολογικές πολιτικές, άδικες, κακές, αναποτελεσματικές -δεν έχει τόση σημασία- εξέφραζαν πάντως έναν στόχο, μια στρατηγική. Και συμπλήρωναν ένα ευρύτερο σχέδιο για το οικονομικό μοντέλο, φιλελεύθερης ή σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής, προστατευτικής ή «απελευθερωτικής» απόκλισης.
Πέστε μου, τώρα, ποιο σχέδιο, ποια κοινωνική συμμαχία, ποιο οικονομικό μοντέλο εκφράζει ο αλογοσκούφιος φορολογικός οίστρος; Όποιος το ανακαλύψει κερδίζει φοροαπαλλαγή και επιστροφή φόρου. Καθώς όλη η οικονομική πολιτική έχει συμπυκνωθεί σε ένα λογιστικό βιβλίο και σε μια βροχή ρυθμίσεων και νομοσχεδίων που εφευρίσκουν νέους φόρους και μηχανισμούς είσπραξής τους, δεν υπάρχει κανένας άλλος αναγνωρίσιμος αναπτυξιακός, στρατηγικός στόχος. Πώς φαντάζονται τον εγχώριο παρεΐστικο καπιταλισμό τους; Θέλουν να γίνει η Ελλάδα χρηματοπιστωτικό κέντρο της Μεσογείου; Θέλουν να γίνει η Φλόριντα της Ευρώπης; Να γίνουμε μήπως η Silicon Valley των Βαλκανίων; Ή ο πληθωρικός, πλούσιος οπωρώνας της Ε.Ε.; Να γίνουμε ενεργειακός κόμβος της Ευρασίας; Ή διαμετακομιστικό κέντρο της νοτιανατολικής mare nostrum; Όποιος απαντήσει και σ’ αυτά κερδίζει, εκτός της φοροαπαλλαγής, και μια ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Στην πραγματικότητα, όλα αυτά φιλοξενούνται κατά καιρούς στη μεταρρυθμιστική ρητορική της γαλάζιας διακυβέρνησης, αλλά τίποτε πέραν αυτού. Με εξαίρεση τις ενεργειακές συμφωνίες με τους Ρώσους -που και αυτές είναι υπόθεση παλιά και αποτέλεσμα διπλωματικών και όχι οικονομικών επιλογών και απολύτως μετέωρες για λόγους που δεν εξαρτώνται πια καθόλου από την Αθήνα- όλα έχουν εναποτεθεί σε αυτόματους πιλότους. Ο αυτόματος πιλότος της απελευθερωμένης αγοράς θα αποφασίσει τι θα καταστραφεί και τι θα διασωθεί. Ο αυτόματος πιλότος θεμιτού κι αθέμιτου ανταγωνισμού αποφασίζει για τις τιμές και το κόστος ζωής. Ο αυτόματος πιλότος των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων αποφασίζει για το ποια μεγάλα έργα θα γίνουν. Ο αυτόματος πιλότος του Μάαστριχτ (παρά την πολιτική του χρεοκοπία, τον πνιγμό του στη θάλασσα της διεθνούς ύφεσης) αποφασίζει για το μείγμα οικονομικής πολιτικής που θα ακολουθηθεί. Τι μένει; Μια φορολογική πολιτική. Στην οποία οι μαθητευόμενοι φοροτέχνες εξαντλούν τη φαντασία τους. «Φορολογείστε ό,τι κινείται και ό,τι μένει ακίνητο. Ξεχάστε ό,τι κρύβεται». «Κι εσείς, ξεχάστε 1-1,5 μονάδα από τον επίπλαστο ρυθμό ανάπτυξής σας», λέω εγώ.
Πώς το είπε ο κ. Μυλωνάς του ΣΒΒΕ; Διαχειριστική ανικανότητα… Προσυπογράφω, αν και αντιλαμβάνομαι ότι άλλες διαχειριστικές ικανότητες απαιτούν από μια κυβέρνηση οι βιομήχανοι, άλλες οι μισθωτοί κι άλλες οι μικρομεσαίοι. Παραδόξως, ζούμε μια σπάνια συγκυρία κατά την οποία συγκλίνουν οι διαπιστώσεις των πιο ετερόκλητων κοινωνικών δυνάμεων. Και δεν έχει καν ανασταλεί η πάλη των τάξεων.
Αν επιχειρήσουμε έναν πρόχειρο, αδρό απολογισμό της φιλελεύθερης διαχείρισης των 4,5 χρόνων, θα καταλήξουμε στο ιχνογράφημα ενός πρωτοφανούς φαύλου κύκλου που επιχείρησε να μεγαλουργήσει πάνω στο τίποτα: δημοσιονομική απογραφή - αναθεώρηση ελλείμματος - κοινοτική επιτήρηση - πρόσθετοι φόροι - μείωση ελλείμματος - αναθεώρηση ΑΕΠ - βύθιση φορολογικών εσόδων - επιστροφή της δημιουργικής λογιστικής - νέα αύξηση ελλείμματος - νέοι φόροι - απειλή νέας επιτήρησης. Σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο μπορεί να προσθέσει κανείς κι άλλα θεμελιώδη μεγέθη, με πρώτο το δημόσιο χρέος, το οποίο εξακοντίστηκε, από 201 δισ. ευρώ το 2004, στα 252 δισ. φέτος, μέχρι στιγμής, χωρίς να αποκλείεται επιδείνωση μέχρι το τέλος της χρονιάς.
Αυτός ο λογιστικός, ηράκλειος άθλος είναι μια άνευ ουσίας και προστιθεμένης αξίας διαδικασία που διαχειρίζεται απλώς αριθμούς. Ο υπουργός Οικονομίας δίνει στις δραστηριότητες του ίδιου και των επιτελών του βαρύγδουπους τίτλους, όπως «πρώτη φάση δημοσιονομικής εξυγίανσης», «δεύτερη φάση δημοσιονομικής εξυγίανσης» κ.ο.κ. Είναι πλέον, ή βέβαιον, ότι θα χρειαστεί και τρίτη και τέταρτη φάση, αν δοθεί ευκαιρία συνέχισης της διακυβέρνησης στους αμέριμνους ενοίκους του Μαξίμου. Κι επειδή τα οικονομικά φαίνεται ότι αποτελούν terra incognita για τον νοικοκύρη της κυβέρνησης, τα έχει εμπιστευτεί απολύτως σε ελαχίστους που διαθέτουν τη σχετική ακαδημαϊκή πιστοποίηση. Η οποία προφανώς δεν αρκεί για να πετύχεις, έστω, και ως νεοφιλελεύθερος υπουργός Οικονομίας.
Ας επιχειρήσουμε μια μεταφυσική αφαίρεση και ας υποθέσουμε ότι δεν μας ενδιαφέρει η κατεύθυνση, η φιλοσοφία, το κοινωνικό περιεχόμενο της οικονομικής πολιτικής (αν και, σε τελευταία ανάλυση, αυτά είναι τα μόνα που μας ενδιαφέρουν). Και ας μετρήσουμε ως ψυχροί τεχνοκράτες την οικονομική πολιτική της τελευταίας τετραετίας ως προς την αποτελεσματικότητά της. Το αποτέλεσμα είναι οικτρό. Όχι μόνο γιατί λεηλατήθηκε φορολογικά εισόδημα, κοινωνικός πλούτος τζάμπα και βερεσέ, για να επιστρέψουν οι αριθμοί που γοητεύουν τους οικονομικούς υπουργούς και τους κεντρικούς τραπεζίτες στην αθλιότητα που τους άφησε το επάρατον ΠΑΣΟΚ. Αλλά κυρίως γιατί, από αυτό που αποκαλείται «οικονομική πολιτική», δεν έχει μείνει παρά μόνο το τσόφλι. Η λοκομοτίβα του κράτους έχει αυτοπεριοριστεί στον ρόλο του φοροτέχνη, του λογιστή. Τίποτε άλλο! Μια πολυτελής δημοσιονομική γραφειοκρατία ασχολείται αποκλειστικά με την αστυνόμευση και τον εντοπισμό εισοδήματος, την εφεύρεση φόρων, την περιστολή δημοσίων δαπανών και την πληρωμή τόκων του δημοσίου χρέους. Ως εκεί. Τελεία. Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι η άσκηση φορολογικής πολιτικής και πολιτικής δημοσίων δαπανών είναι μια ουσιώδης διαδικασία διατήρησης, αύξησης και δικαιότερης αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου, εδώ, στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, αυτό δεν ισχύει. Μόνος προορισμός του διαρκώς μεταλλασσόμενου φορολογικού συστήματος είναι η συντήρηση του όλο και πιο υψηλού κόστους του.
Το υπουργείο Οικονομίας θυμίζει πια λογιστήριο μικρομεσαίας επιχείρησης που πασχίζει να διατηρήσει το ισοζύγιο στο βιβλίο εσόδων - εξόδων. Υπολείπονται τα έσοδα; Προσθέτουμε φόρους. Ξεφεύγουν τα έξοδα; Προσθέτουμε κι άλλους φόρους. Ξεφεύγουν τα χρέη μας; Δανειζόμαστε κι άλλα. Δεν μας κάνουν πίστωση οι τράπεζες; Κόβουμε δαπάνες. Το χειρότερο είναι ότι ακόμη και σ’ αυτή τη μίζερη λογιστική αποτυγχάνουν θεαματικά.
Η ηλικία μου επιτρέπει να έχω ένα επαρκές απόθεμα μνήμης για τα έργα και ημέρες σχεδόν όλων των οικονομικών επιτελείων των κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης. Καμιά φορολογική συνταγή απ’ όσες χρησιμοποιήθηκαν δεν είχε χαρακτηριστικά κοινωνικής δικαιοσύνης, μιας θαρραλέας παρέμβασης για την αναδιανομή του πλούτου. Όλες, ωστόσο, περιείχαν έναν στόχο, αναπτυξιακό ή σταθεροποιητικό, και εξέφραζαν μια κοινωνική συμμαχία, που επιθυμούσε να εκφράσει η εκάστοτε κυβέρνηση τόσο με τη φορολογική της πολιτική όσο και με τις άλλες συνιστώσες της οικονομικής της πολιτικής. Οι κυβερνήσεις, γαλάζιες ή πράσινες, άλλοτε έτειναν χείρα συνεργασίας στα παλαιά τζάκια, άλλοτε έκλειναν το μάτι στα νέα τζάκια, κατά καιρούς τα έβαζαν με νησίδες του παρασιτικού κεφαλαίου κι άλλοτε του πρόσφεραν ιδεολογική και κοινωνική νομιμοποίηση, άλλοτε στρέφονταν στους μικρομεσαίους ή συγκρούονταν με τα λεγόμενα «ρετιρέ» της μισθωτής εργασίας για να κερδίσουν την εύνοια των ισογείων της. Σε όλες τις περιπτώσεις, πάντως, λίγο ή πολύ, η φορολογική πολιτική που εφάρμοζαν, πέρα από τον εισπρακτικό της χαρακτήρα, περιέκλειε και μια πολιτική στρατηγική. Ενδεχομένως και ένα όραμα για το μοντέλο καπιταλισμού που ήθελε κάθε κυβέρνηση. Θυμηθείτε τον «σοσιαλμανή» Παπαληγούρα, τον «σταθεροποιητή» Αρσένη, τον «γενναιόδωρο» Τσοβόλα, τον «εκποιητή» Μάνο, τον «θεσμικό» Παπαδόπουλο, τον «αγοραίο» Χριστοδουλάκη. Θυμηθείτε την ένταξη στην ΕΟΚ, την πράσινη «αλλαγή», την ΟΝΕ, τον σημιτικό εκσυγχρονισμό. Όλες οι φορολογικές πολιτικές, άδικες, κακές, αναποτελεσματικές -δεν έχει τόση σημασία- εξέφραζαν πάντως έναν στόχο, μια στρατηγική. Και συμπλήρωναν ένα ευρύτερο σχέδιο για το οικονομικό μοντέλο, φιλελεύθερης ή σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής, προστατευτικής ή «απελευθερωτικής» απόκλισης.
Πέστε μου, τώρα, ποιο σχέδιο, ποια κοινωνική συμμαχία, ποιο οικονομικό μοντέλο εκφράζει ο αλογοσκούφιος φορολογικός οίστρος; Όποιος το ανακαλύψει κερδίζει φοροαπαλλαγή και επιστροφή φόρου. Καθώς όλη η οικονομική πολιτική έχει συμπυκνωθεί σε ένα λογιστικό βιβλίο και σε μια βροχή ρυθμίσεων και νομοσχεδίων που εφευρίσκουν νέους φόρους και μηχανισμούς είσπραξής τους, δεν υπάρχει κανένας άλλος αναγνωρίσιμος αναπτυξιακός, στρατηγικός στόχος. Πώς φαντάζονται τον εγχώριο παρεΐστικο καπιταλισμό τους; Θέλουν να γίνει η Ελλάδα χρηματοπιστωτικό κέντρο της Μεσογείου; Θέλουν να γίνει η Φλόριντα της Ευρώπης; Να γίνουμε μήπως η Silicon Valley των Βαλκανίων; Ή ο πληθωρικός, πλούσιος οπωρώνας της Ε.Ε.; Να γίνουμε ενεργειακός κόμβος της Ευρασίας; Ή διαμετακομιστικό κέντρο της νοτιανατολικής mare nostrum; Όποιος απαντήσει και σ’ αυτά κερδίζει, εκτός της φοροαπαλλαγής, και μια ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Στην πραγματικότητα, όλα αυτά φιλοξενούνται κατά καιρούς στη μεταρρυθμιστική ρητορική της γαλάζιας διακυβέρνησης, αλλά τίποτε πέραν αυτού. Με εξαίρεση τις ενεργειακές συμφωνίες με τους Ρώσους -που και αυτές είναι υπόθεση παλιά και αποτέλεσμα διπλωματικών και όχι οικονομικών επιλογών και απολύτως μετέωρες για λόγους που δεν εξαρτώνται πια καθόλου από την Αθήνα- όλα έχουν εναποτεθεί σε αυτόματους πιλότους. Ο αυτόματος πιλότος της απελευθερωμένης αγοράς θα αποφασίσει τι θα καταστραφεί και τι θα διασωθεί. Ο αυτόματος πιλότος θεμιτού κι αθέμιτου ανταγωνισμού αποφασίζει για τις τιμές και το κόστος ζωής. Ο αυτόματος πιλότος των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων αποφασίζει για το ποια μεγάλα έργα θα γίνουν. Ο αυτόματος πιλότος του Μάαστριχτ (παρά την πολιτική του χρεοκοπία, τον πνιγμό του στη θάλασσα της διεθνούς ύφεσης) αποφασίζει για το μείγμα οικονομικής πολιτικής που θα ακολουθηθεί. Τι μένει; Μια φορολογική πολιτική. Στην οποία οι μαθητευόμενοι φοροτέχνες εξαντλούν τη φαντασία τους. «Φορολογείστε ό,τι κινείται και ό,τι μένει ακίνητο. Ξεχάστε ό,τι κρύβεται». «Κι εσείς, ξεχάστε 1-1,5 μονάδα από τον επίπλαστο ρυθμό ανάπτυξής σας», λέω εγώ.
Πώς το είπε ο κ. Μυλωνάς του ΣΒΒΕ; Διαχειριστική ανικανότητα… Προσυπογράφω, αν και αντιλαμβάνομαι ότι άλλες διαχειριστικές ικανότητες απαιτούν από μια κυβέρνηση οι βιομήχανοι, άλλες οι μισθωτοί κι άλλες οι μικρομεσαίοι. Παραδόξως, ζούμε μια σπάνια συγκυρία κατά την οποία συγκλίνουν οι διαπιστώσεις των πιο ετερόκλητων κοινωνικών δυνάμεων. Και δεν έχει καν ανασταλεί η πάλη των τάξεων.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (30/8/2008)
Όσες φορές η φορολογία εξωθείται στα άκρα, προκαλεί το αξιοθρήνητο τούτο αποτέλεσμα, δηλαδή στερεί τον φορολογούμενο τμήμα του πλούτου του, χωρίς όμως να πλουτίζει και το κράτος. Αυτό μπορούμε να το αντιληφθούμε, αν αναλογιστούμε ότι η αγοραστική δύναμη κάθε ανθρώπου, παραγωγική ή μη, περιορίζεται από το εισόδημά του. Δεν μπορεί, λοιπόν, να στερηθεί μέρος της προσόδου του χωρίς να αναγκαστεί σε ανάλογο περιορισμό της κατανάλωσής του. Γι’ αυτό και προκύπτει μείωση της ζήτησης των εμπορευμάτων, και ιδίως των φορολογηθέντων. Από τη μείωση αυτή της ζήτησης προκύπτει μείωση της παραγωγής, επομένως και των φορολογητέων αγαθών. Ο φορολογούμενος, λοιπόν, θα χάσει μέρος των απολαύσεών του, ο παραγωγός μέρος των κερδών του και το κρατικό θησαυροφυλάκιο τμήμα των εσόδων του.
Ζαν Μπατίστ Σέι, «Πραγματεία της πολιτικής οικονομίας» (1803)
Ζαν Μπατίστ Σέι, «Πραγματεία της πολιτικής οικονομίας» (1803)
Subscribe to:
Posts (Atom)