Saturday, March 30, 2024

Το μεγάλο τρακάρισμα

Η Εφημερίδα των Συντακτών 30-31/3/2024


Τρακάρισμα. Σημαίνει τη σύγκρουση δύο οχημάτων, αλλά ενδεχομένως και δύο ανθρώπων. Απλώς, στη δεύτερη περίπτωση δεν προκαλείται ο δυνατός και ξερός ήχος που προκαλείται στην πρώτη από την «τράκα», δηλαδή την πρόσκρουση, ειδικά αν μιλάμε για τεράστιους όγκους σίδερου, ατσαλιού κι άλλων μετάλλων και κραμάτων. Τώρα, και στην περίπτωση των ανθρώπινων σωμάτων, δεν αποκλείεται να προκληθεί κάποιος εκκωφαντικός ήχος, ενδεχομένως κι ένας σεισμός, ειδικά αν ο ένας είναι ογκώδης, ευτραφής και σέρνει καράβια, πολλά καράβια, και μαζί σέρνει και μιντιακές ναυαρχίδες, κι ο άλλος είναι μεν ψηλός και φιτ, αλλά σέρνει μια ολόκληρη χώρα, σέρνει κι όλες τις αμαρτίες που έχει κάνει εις βάρος της, αλλά κυρίως μία, έχει αθετήσει κάποια υπόσχεση, ένα δάνειο, κάποια μεγάλη «τράκα», έχει φερθεί σαν αγνώμων τρακαδόρος δηλαδή, κι αυτά στον κόσμο του λιμανιού δεν συγχωρούνται. Κι έτσι επέρχεται το μεγάλο τρακάρισμα, θορυβώδες και σεισμικό.


Τρακέρνουν τα τρένα, που λέει και εκ Κολάμπια Μητσοτάκης (όχι πως δεν υπάρχει στα λεξικά το ρήμα, αλλά κάπως ακούγεται από έναν γλωσσαμύντορα της αγγλικής), τρακέρνουν οι άνθρωποι, τρακέρνουν όμως και οι λέξεις. Κι εδώ ας με συγχωρήσουν οι καλοί μας συνεργάτες Σαραντάκος και Μεθενίτης που μπαίνω στα λεξιλογικά χωράφια τους, αλλά είναι παράξενο πώς οι λέξεις εκδικούνται τους χρήστες τους με τις διφορούμενες έννοιες και τις περίεργες ετυμολογίες τους. Διότι τράκα είναι η ηχηρή σύγκρουση αλλά και η απόσπαση αγαθού ή χρημάτων χωρίς σαφή δέσμευση επιστροφής, με γλείψιμο, υποσχέσεις, κολακεία, εκ του ιταλικού attracar πιθανά, και τρακαδόρος είναι τελικά ο τζαμπατζής που, όταν γίνει πολύ ενοχλητικός στους ανεκτικούς μέχρι τότε πιστωτές του, πρέπει να είναι έτοιμος για ένα μεγάλο τρακάρισμα, όχι τυχαίο, αλλά σχεδιασμένο και εκκωφαντικό, εξ ου και ο μεγάλος τρακαδόρος του Μαξίμου δεν μπορούσε να κρύψει στη Βουλή το μεγάλο τρακάρισμά του (άλλη μια σημασία της λέξης, για το σοκ/τρακ που παθαίνει κάποιος έπειτα από μια σύγκρουση ή για την κατάσταση αγωνίας και άγχους που του προκαλεί μια επικείμενη δοκιμασία). Και σταματώ εδώ την ετυμολογία.

Εκτυλίσσεται μπροστά μας ένα μεγάλο τρακάρισμα. Το βλέπουμε σε σλόου μόσιον. Δεν αφορά τρένα, φορτηγά πλοία, νταλίκες, αλλά τα οχήματα της εξουσίας, της οικονομικής ισχύος και της πολιτικής επιρροής. Τους ίδιους πόλους εξουσίας που μέχρι και τις εκλογές του περασμένου καλοκαιριού εγγυώντο μια ακόμη σχετικά αδιατάρακτη τετραετία για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Τα ίδια κέντρα ισχύος που, ακόμη και μετά τον εκλογικό θρίαμβο της Ν.Δ. και το σοκ κατάρρευσης και κατακερματισμού της αντιπολίτευσης, διακήρυσσαν ότι «έχουμε την καλύτερη κυβέρνηση στην Ε.Ε. από άποψη οικονομικών μεταρρυθμίσεων, επιχειρηματικού περιβάλλοντος και προοπτικών ανάπτυξης». Το διακήρυσσαν ακόμη και δημόσια και επώνυμα, σε διεθνή και εγχώρια φόρουμ. Και το συγκρότημα Μαρινάκη, παρότι υπήρχαν αφορμές δυσφορίας και αιτίες ενόχλησης (μα, και ο πρόεδρος παρακολουθούμενος;) και πεδία τριβής (π.χ. με τον Δημητριάδη), δεν είχε δείξει κάποια πρόθεση μετωπικής σύγκρουσης με το σύστημα Μητσοτάκη.

Τι άλλαξε; Γιατί το συγκρότημα Μαρινάκη αποφάσισε τώρα να πάει για το μεγάλο τρακάρισμα; Ποιο είναι το διακύβευμα, με δεδομένο ότι τα μείζονα επιχειρηματικά ενδιαφέροντα του εφοπλιστή, μιντιάρχη, ιδιοκτήτη ΠΑΕ είναι κυρίως εν πλω; Είναι γινάτι, είναι η λαγνεία της εξουσίας και της επιρροής, είναι η αντίδραση σε υποβόσκουσες ή ορατές διεργασίες στην κοινωνία με τις οποίες ο μιντιακός όμιλος θέλει να συγχρονιστεί ή τουλάχιστον να μην αποκλειστεί, είναι τα νέα πεδία εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας στα οποία συναντά εμπόδια ή υπερβολικά ευνοημένους από το Μαξίμου ανταγωνιστές; Ή μήπως η απλή διαπίστωση ότι η Μητσοτάκης Α.Ε. έχει αποκτήσει υπερβολική δύναμη, ότι το πολιτικό της μονοπώλιο πρέπει να αποδυναμωθεί δραστικά και να αντισταθμιστεί με τη διαμόρφωση ή ανακατασκευή ενός δεύτερου ισχυρού πόλου στο κομματικό σύστημα;

Δεν χρειάζεται να καταφύγει κανείς σε ευφάνταστες θεωρίες συνωμοσίας για να ερμηνεύσει το εν εξελίξει μεγάλο τρακάρισμα. Εχει συμβεί αρκετές φορές στη μεταπολιτευτική πεντηκονταετία να μετακινούνται οι τεκτονικές πλάκες της εξουσίας, να συγκρούονται και να προκαλούν σεισμούς στο πολιτικό προσκήνιο και στο σύστημα διακυβέρνησης. Οταν ο Παπανδρέου διακήρυξε την πρόθεσή του να ευνοήσει «νέα τζάκια» στο επιχειρηματικό στερέωμα, προσέλκυσε πολλούς που θέλησαν να μπουν στη σορτ λιστ, αλλά προκάλεσε και μια αντισυσπείρωση παλιών τζακιών που του κήρυξαν τον πόλεμο, με αποκορύφωμα το λεγόμενο «βρόμικο ’89». Κι όταν ο πατήρ Μητσοτάκης βγήκε υπερβολικά ισχυρός από αυτή την εξέλιξη, εξαιρετικά γρήγορα βρήκε απέναντί του μια επιχειρηματική αντισυσπείρωση πρόθυμη να τον ροκανίσει, έστω κι αν ανάμεσα στις συνιστώσες της πολλοί είχαν ευεργετηθεί από την πολιτική του. Το ίδιο συνέβη με τον Σημίτη, παρά το γεγονός ότι το «εκσυγχρονιστικό» σχέδιό του γέμισε χρήμα πολλούς επιχειρηματικούς ομίλους, κι αυτό συνέβη και με τον Κ. Καραμανλή, όταν ψέλλισε τα γνωστά περί «νταβαντζήδων», στο μέτωπο των οποίων κονιορτοποιήθηκε το φιλόδοξο κατασκεύασμα του «βασικού μετόχου».

Το φλυνάφημα Μητσοτάκη ότι «δεν θα συγκυβερνήσει με κανένα παράκεντρο» δεν παίζει. Δεν υπήρξε κυβέρνηση στη μεταπολιτευτική Ελλάδα που να μη συγκυβερνούσε, εκούσα άκουσα, όχι με παράκεντρα, αλλά με καράκεντρα οικονομικής ισχύος, ή να μη στηριζόταν τουλάχιστον σε έναν συσχετισμό ανοχής τους. Ισως η μοναδική εξαίρεση είναι η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2015, που δέχθηκε ανοιχτό και ανελέητο πόλεμο από το επιχειρηματικό «μενουμευρωπιστάν». Μετά, έπεσε κι αυτή σε έναν αδύναμο συσχετισμό ανοχής, μέχρι να κάνει τη βρομοδουλειά του τρίτου μνημονίου, ώστε να ετοιμαστεί η μητσοτάκεια διακυβέρνηση της μεγάλης γιούργιας στο κράτος και στο δημόσιο ταμείο.

Τα μεγάλα τρακαρίσματα των προηγούμενων δεκαετιών έχουν όλα τα βασικά υλικά για ερμηνεύσουμε και το τελευταίο, που εξελίσσεται μπροστά μας σε αργή κίνηση, με πρώτο σταθμό τις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Η αποσκίρτηση του ομίλου Μαρινάκη από το μέτωπο στήριξης ή ανοχής της Μητσοτάκη Α.Ε., αν δεν προκύψει κάποια ανακωχή, θα υποχρεώσει όλους τους πρωταγωνιστές του επιχειρηματικού προσκηνίου σε αναδιάταξη. Λίγο πολύ όλα τα μεγάλα τζάκια που βρίσκονται σε στενή και διαρκή επαφή με το δημόσιο ταμείο, ως προμηθευτές, εργολάβοι, δανειστές, υποβολείς ή χειροκροτητές ευνοϊκών «μεταρρυθμίσεων», θα υποχρεωθούν να πάρουν θέση. Τα περιθώρια «ουδετερότητας» είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Τα μεγάλα διλήμματα θα τα αντιμετωπίσουν οι μεγάλοι κατασκευαστικοί/ενεργειακοί παίκτες, με τα μεγάλα ανεκτέλεστα δημοσίων και ιδιωτικών έργων. Ανάλογα δύσκολη είναι η θέση όσων κινούνται μεταξύ εφοπλισμού και ΜΜΕ. Οι τραπεζίτες πρέπει να ρωτήσουν τους νέους, ξένους ιδιοκτήτες τους, Τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια που αγοράζουν ό,τι κινείται και πωλείται, είναι πιθανό να πιεστούν να εγκαταλείψουν έστω και πρόσκαιρα τον συνήθη πολιτικό «αγνωστικισμό» τους. Και, φυσικά, απέναντι στην όποια επιχειρηματική συσπείρωση κατά του συστήματος Μητσοτάκη είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει και μια αντισυσπείρωση στήριξης. Πάντως, το μεγαλο τρακάρισμα είναι αναπότρεπτο. Βάλτε ζώνες ασφαλείας.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Πολιτικάντηδες, καραβανάδες,
ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες,
μούργοι, μουνούχοι και θηλυκά –
τράβα αγωγιάτη! βάρα αμαξά!

Φτωχή Πατρίδα, στα μάγουλά σου
μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου·
μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή,
κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή:

το ματσαράγκα, το φαταούλα
με μπογαλάκια και με μπαούλα·
τη χύτρα που έβραζε κάθε βρωμιά
λες και την άδειασαν όλη μεμιά

σ᾿ αυτούς ανάμεσα τους ήπιους λόφους
όπου μας κλείσανε σαν υποτρόφους
ενός αδιάντροπου φρενοβλαβή
που στο βραχνά του παραμιλεί.

Γιώργου Σεφέρη, «Το απομεσήμερο ενός φαύλου» (1944)


Saturday, March 23, 2024

Στρατόκαυλοι στις Βρυξέλλες

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 23-25/3/2024


 Λάθος καταλάβατε όσα διακήρυσσε η ευρωπαϊκή νομενκλατούρα για την πράσινη συμφωνία, την πράσινη μετάβαση και τη φιλοδοξία της να μετατρέψει την Ευρώπη στην πιο πράσινη περιοχή του πλανήτη. Δεν αντιληφθήκατε την ακριβή απόχρωση της κατά τα λοιπά περιβαλλοντικά υπεύθυνης και κλιματικά ευαίσθητης φιλοδοξίας. Δεν είναι πράσινη φυτρί, ούτε σμαραγδί, ούτε κυπαρισσί, ούτε πετρόλ, ούτε λάιμ. Είναι φαιοπράσινη, χακί, ενδεχομένως με μερικές πινελιές παραλλαγής. Είναι πράσινη μιλιτέρ, δηλαδή στρατόκαυλη, για να το πούμε με όρους που καταλαβαίνει ο μέσος άρρην ενήλικος που έχει κάνει στρατιωτική θητεία και έχει διασταυρωθεί με αξιωματικούς και υπαξιωματικούς οι οποίοι αντλούν ηδονή μέσα σε στολές, που στους λοιπούς προκαλούν αλλεργία, στα παραγγέλματα πειθαρχίας στον παραλογισμό, στην επαφή με τις κρύες μεταλλικές κάννες όπλων. 

Η ηγεσία της Ε.Ε. ετοιμάζεται για τη φαιοπράσινη μετάβασή της. Και απέναντι στη χειρότερη πολεμική πρόκληση σε ευρωπαϊκό έδαφος εδώ και 75 χρόνια, από τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, δεν έχει να αντιτάξει καμιά πρωτοβουλία ειρήνευσης, διαπραγμάτευσης και συνδιαλλαγής ώστε να αποφύγει μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση και εκτός Ουκρανίας. Εχει να αντιπαραθέσει μόνο περισσότερα όπλα και περισσότερα χρήματα για όπλα. Κανονικά, ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης, ιδιαίτερα όσοι έχουν παιδιά, εγγόνια, ανίψια και διατηρούν έστω κι αμυδρά τη μνήμη των δύο μεγάλων πολέμων του 20ού αιώνα που αφάνισαν ή σακάτεψαν τον νεανικό ανθό της Ευρώπης, θα έπρεπε να έχουν ανατριχιάσει, να έχουν εξεγερθεί με όσα εκτοξεύονται εδώ και μερικούς μήνες από τις ομιλούσες κεφαλές των Βρυξελλών και όλων των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. 

Ο Πούτιν είναι απλώς το άλλοθι. Εντάξει, ας πούμε ότι είναι ένας κατσαπλιάς, ένας αδίστακτος ηγέτης που πουλάει πατριωτισμό και στέλνει νεαρούς Ρώσους στον θάνατο ή στην αναπηρία υποσχόμενος να αποκαταστήσει ιστορικές αδικίες αιώνων εις βάρος της μεγάλης Ρωσίας. Ο Πούτιν, εκπροσωπώντας μια ομάδα ολιγαρχών που θησαυρίζουν από τους τεράστιους φυσικούς πόρους της μεγαλύτερης σε έκταση χώρας του πλανήτη, μετέτρεψε την εισβολή στην Ουκρανία σε μια επιχείρηση μετασχηματισμού της ρωσικής οικονομίας σε οικονομία πολέμου. Σε έναν σκληρό πολεμικό καπιταλισμό που κατευθύνει τεράστιες δημόσιες δαπάνες στην παραγωγή όπλων, αλλά και στην προσαρμογή όλης της οικονομίας, της αγοράς και της κοινωνίας στις συνθήκες πολέμου και απομόνωσης από τις δυτικές αγορές. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και χωρίς να μπορεί να προβλέψει κανείς τις μακροπρόθεσμες συνέπειες, αυτό το μοντέλο τού βγήκε. Ο Πούτιν και οι επιτελείς του είχαν μελετήσει καλά τις ιστορικές εμπειρίες πολεμικής οικονομίας της ίδιας της Ρωσίας (ως ΕΣΣΔ) και της Δύσης, και το μοντέλο τούς βγήκε. Οι δυτικές κυρώσεις πήγαν στον κουβά, η οικονομία της Ρωσίας δεν καταβαραθρώθηκε, όπως με βεβαιότητα προέβλεπε η Φον ντερ Λάιεν και οι συν αυτή, και η ρωσική ηγεσία μπορεί να εξαγοράσει με λίγο χρήμα τον πατριωτισμό των Ρώσων και τον πόνο που έχει προκαλέσει στους πεσόντες υπέρ πατρίδας και στους συγγενείς τους. 

Αλλά η ηγεσία της Ε.Ε.; Πού ακριβώς πάει; Και πού το πάει; Πού πας, ρε Καραμήτρο, για να θυμηθούμε και ένα κλασικό στρατόκαυλο ανέκδοτο, για τον τρόπο που βρήκε ο ακατέργαστος καραβανάς να ανακοινώσει στον ανυποψίαστο φαντάρο ότι έχασε τη μάνα του (ή τον πατέρα του; Δεν θυμάμαι). Ακούγοντας τον Σαρλ Μισέλ να απαιτεί τη μετατροπή της ευρωπαϊκής οικονομίας σε «οικονομία πολέμου», την προαλειφόμενη για δεύτερη θητεία πρόεδρο της Κομισιόν να πιέζει τις χώρες να ετοιμάζονται για πόλεμο, τον επίτροπο Μπρετόν να μιλάει σαν πλασιέ των μεγαλύτερων αμυντικών βιομηχανιών της Ε.Ε. (φυσικά, πρωτίστως των γαλλικών), είναι αδύνατο να μη θυμηθεί κανείς το «Εμβατήριο» (Κωστούλα Μητροπούλου, Μάνος Λοΐζος) ή το «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου» του Μπρεχτ. 

Η μιλιταριστική εκτροπή της Ευρώπης έχει όλα τα χαρακτηριστικά των παραμονών του Πρώτου ή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ή, αν αυτό φαίνεται υπερβολικό με δεδομένη την ασύγκριτη φρίκη της ναζιστικής θηριωδίας, όλα τα χαρακτηριστικά του Ψυχρού Πολέμου που ξεκίνησε ουσιαστικά την επομένη της νίκης των Συμμάχων. Οι αμυντικές βιομηχανίες που κολύμπησαν στο χρήμα χάρη στις αθρόες κρατικές παραγγελίες και ενισχύσεις ήταν αδύνατο να συμβιβαστούν με την ιδέα μιας διαρκούς και άοπλης παγκόσμιας ειρήνης, που φυσικά θα έφερνε βουτιά στα έσοδα και τα κέρδη τους. Γι’ αυτό και άσκησαν αφόρητη πίεση στις κυβερνήσεις για νέα κούρσα εξοπλισμών. Πρωτίστως στις ΗΠΑ, όπου ακόμη και ο Αϊζενχάουερ προειδοποίησε για τον κίνδυνο που συνιστά για τη χώρα η τεράστια πολιτική επιρροή του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος. 

Η προειδοποίηση του «Αϊκ» πήγε στα χαμένα, οι ΗΠΑ ως παγκόσμιος στρατιωτικός ηγεμών δεν σταμάτησαν στιγμή να εξελίσσονται σε οικονομία πολέμου, έστω κι αν φρόντιζαν πάντα τα όπλα και οι αναλώσιμοι χρήστες τους να χρησιμοποιούνται και να σκοτώνονται μακριά από το αμερικανικό έδαφος. Για την Ευρώπη όμως, τον χρήσιμο ηλίθιο της νέας μιλιταριστικής υστερίας κατά της Ρωσίας, αυτό είναι κάτι καινούργιο. Δεν είναι απλά η ανταπόκριση στις αμερικανικές και ΝΑΤΟϊκές πιέσεις για περισσότερο χρήμα σε οπλικά συστήματα. Είναι η προσπάθεια να επισημοποιηθεί ο ρόλος του ευρωπαϊκού στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος ως πολιτικού υποβολέα των αποφάσεων της Ε.Ε. Το λόμπινγκ που επί χρόνια έκαναν η ευρωπαϊκή EADS/Airbus, οι γαλλικές Safran, Thales, Dassault, η γερμανική Rheinmetall, η ιταλική Leonardo, η βρετανική BAE και οι δορυφόροι τους έχει πιάσει τόπο, ποντάροντας και στη συγκυρία της ρωσικής εισβολής και στην προθυμία της Ε.Ε. να στείλει πακτωλό όπλων στην Ουκρανία, αλλά και στον πολιτικό τυχοδιωκτισμό πολλών κυβερνώντων κομμάτων που βλέπουν στην πολεμοκαπηλία και πατριδοκαπηλία ευκαιρίες χειραγώγησης των πολιτών στις επικείμενες ευρωεκλογές. 

Non olet pecunia, sed sanguis. Δεν μυρίζει χρήμα, αλλά αίμα η επιλογή της ευρωπαϊκής ηγεσίας και του εξοπλιστικού λόμπι να δημιουργηθεί κοινό αμυντικό ταμείο, να εκδοθούν πολεμικά ομόλογα, να χρεωθούν κι άλλο οι ευρωπαϊκές κοινωνίες για να αγοραστούν όπλα, να μετατραπεί τελικά η Ε.Ε. σε Ενωση Πολέμου. Και μυρίζει αίμα γιατί η απόσταση που χωρίζει έναν Ψυχρό Πόλεμο από έναν θερμό (ή και θερμοπυρηνικό) είναι μια κλωστή, όταν ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός αναπτύσσεται κατά μήκος των 2.500 χιλιομέτρων χερσαίων συνόρων Ε.Ε. και Ρωσίας, στην ίδια την Ευρώπη. Ο Ατλαντικός και τα 8.000 χιλιόμετρα που χωρίζουν Ουάσινγκτον και Μόσχα έδινε τουλάχιστον στον προηγούμενο Ψυχρό Πόλεμο μια διάσταση κάπως απόμακρη και θεωρητική. Η εφιαλτική εγγύτητα των ανταγωνιστών κάνει τώρα τη διαφορά. 

Να επενδύσει κανείς στην ελπίδα που έβλεπε ο Μπρεχτ στο γεγονός ότι τα τανκς χρειάζονται οδηγούς και οι οδηγοί έχουν το ελάττωμα να σκέπτονται; Ελα όμως που οι στρατόκαυλοι έχουν βρει και σε αυτό τη λύση: τανκς αυτοκινούμενα, όπλα αυτοσκεπτόμενα. Ο αντιμιλιταρισμός μας χρειάζεται τεχνολογική αναβάθμιση.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Στρατηγέ, το τανκ σου είναι δυνατό μηχάνημα.

Θερίζει δάση ολόκληρα, κι εκατοντάδες άνδρες αφανίζει.

Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:

Χρειάζεται οδηγό.


Στρατηγέ, το βομβαρδιστικό σου είναι πολυδύναμο.

Πετάει πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο, κι απ’ τον ελέφαντα σηκώνει

βάρος πιο πολύ.

Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:

Χρειάζεται πιλότο.


Στρατηγέ, ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ.

Ξέρει να πετάει, ξέρει και να σκοτώνει.

Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:

Ξέρει να σκέφτεται.

Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου» (Μετάφραση Μάριου Πλωρίτη)


Sunday, March 17, 2024

Η ζωή στην πλατφόρμα

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 16-18/3/2024

Μια ιδέα για τη ζωή στην πλατφόρμα στην έσχατη εκδοχή της
ίσως δίνει η ισπανική ταινία The  Plattform. 

Το κινητό μου με ρουφιανεύει ξεδιάντροπα. Δεν ξέρω τι καταλαβαίνουν οι αλγόριθμοι της ατομικής μου επιτήρησης για τα γούστα, τις επιλογές, τις αναζητήσεις και τις συναλλαγές μου μέσω της συσκευής που έχει μετατραπεί σε συμπυκνωτή της ψηφιακής μας ύπαρξης, συνέχεια του χεριού μας και του μυαλού μας, αλλά οι ειδοποιήσεις και ενημερώσεις που μου στέλνει είναι σαν να προορίζονται για κάποιον άλλο. Ή μήπως εγώ έχω γίνει ήδη κάποιος άλλος και απλώς δεν το έχω αντιληφθεί; Παίζει κι αυτό, αν υπολογίσω πόσο έχει αλλάξει η σχέση μου με το κινητό, πόσα levels έχω ανέβει από τότε, δύο δεκαετίες πριν, που διακήρυσσα πως δεν μου χρειάζεται, αφού στο 80% του 24ώρου βρίσκομαι κοντά σε μια συσκευή σταθερού τηλεφώνου, ο νεκρός επικοινωνιακά χρόνος ήταν ελάχιστες ώρες της μέρας. 

Αλλά το κινητό μου με ρουφιανεύει παράξενα. Οι ενημερωτικές και ψυχαγωγικές προτάσεις που μου στέλνει η Google αντιστοιχούν σε έναν ανθρωπότυπο που καταναλώνει ίσως και το 50% της μέρας του στην παρακολούθηση σειρών και ταινιών. «Δείτε τρεις ταινιάρες που έχει αυτή τη βδομάδα το Ertflix». «Αυτές οι σειρές στο Netflix θα σας κάνουν να χάσετε τον ύπνο σας». «Υπάρχει κανείς που δεν θα κλάψει με το One Day;» «Ερχεται η 7η σεζόν του Black Mirror». Εσχάτως στις ειδοποιήσεις έχουν προστεθεί μερικές από Amazon Prime, Disney+, ενώ στη smart tv μου, που αν και smart τη χρησιμοποιώ με τον παραδοσιακό χαζό τρόπο, ως κανονική τηλεόραση, με τρομάζει ο αριθμός των πλατφορμών που προσφέρουν σειρές και ταινίες με 2 έως 10 ευρώ τον μήνα. 

Βεβαίως ο αλγόριθμος που με επιτηρεί δεν κάνει λάθος. Ξέρει ότι στο κινητό μου έχω εγκατεστημένες τις εφαρμογές δύο πλατφορμών streaming (δωρεάν ή «κλεμμένες» δεν τον πολυνοιάζει) και έχει κρυφοκοιτάξει στις τραπεζικές συναλλαγές μου διαπιστώνοντας ότι πληρώνω κάθε μήνα για μία τρίτη. Με αντιμετωπίζει ως κανονικό χρήστη και με βομβαρδίζει με επιλογές. Υποθέτω ότι αν διέθετα 4 με 5 ώρες τη μέρα στην παρακολούθηση σειρών και ταινιών, το καλάθι των προτάσεων της Google από τα δεκάδες ενημερωτικά σάιτ που διαγκωνίζονται ανελέητα στο clickbait δεν θα περιλάμβανε καν τις λίγες κανονικές ειδήσεις της πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας ή έστω τις γαστρονομικές προτάσεις που περιέχει η προσωποποιημένη λίστα ενημερώσεων.

 Ενα πράγμα είναι βεβαίως το χρήμα, τα τεράστια ποσά που παίζονται στην παγκόσμια βιομηχανία της ψηφιακής τηλεθέασης για να αποσπάσουν τον μηνιαίο οβολό εκατοντάδων εκατομμυρίων χρηστών σε όλο τον κόσμο, αλλά ένα άλλο πράγμα, ίσως πιο σημαντικό, είναι η ανθρωπολογική μετάλλαξη που συντελείται μέσα από την απορρόφηση όλο και μεγαλύτερου μέρους του ελεύθερου χρόνου των ανθρώπων, ειδικά των νεότερων, από τη μονοδιάστατη ψυχαγωγία της πλατφόρμας. Αναρωτιέται κανείς αν το «καθήκον» του χρήστη είναι να αναλώσει ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο για να δει απνευστί, με διαλείμματα για φαΐ και τουαλέτα, μια σειρά 8 επεισοδίων, τότε τι χρόνος τού μένει για φυσική, ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία χωρίς τη διαμεσολάβηση της οθόνης και των ακουστικών; Για μια βόλτα, λίγο διάβασμα, κουβέντα γύρω από ένα τραπέζι με κανονικό φαγητό ή απλό χάζεμα σε ένα πάρκο ή σε μια παραλιακή περαντζάδα;

Ολη μας η ζωή οργανώνεται πλέον ως μια διαδοχή συναλλαγών με πλατφόρμες. Μεγαλώνει πια μια γενιά που η μόρφωσή της, οι δεξιότητές της, η εργασία της, η ψυχαγωγία της, η κατανάλωσή της, η σχέση της με την αγορά, το χρήμα, το πιστωτικό σύστημα, το κράτος και όλες τις τυπικά δημόσιες ή ιδιωτικά παρεχόμενες υπηρεσίες του γίνονται μέσω κάποιας πλατφόρμας. Ακόμη και οι σχέσεις της με την πολιτική και την όποια μορφή συλλογικής δράσης μεταφέρονται σταδιακά σε ψηφιακές πλατφόρμες χωρίς ορατή και φυσική ανθρώπινη διαμεσολάβηση. Τα κόμματα γίνονται κι αυτά πλατφόρμες με χρήστες, η ίδια η έννοια του πολίτη μεταλλάσσεται σε κάτι που προσομοιάζει με χρήστη υπηρεσιών ή πελάτη. Και φυσικά η δημόσια έκφραση, ατομική ή συλλογική, η ξεχασμένη παρρησία της κλασικής αθηναϊκής δημοκρατίας, διοχετεύεται στις πλατφόρμες των σόσιαλ μίντια, που λειτουργούν όχι ως φόρουμ, αλλά ως αρένες εκτόνωσης, χωματερές απόψεων και ναρκισσιστικής επίδειξης. 

Ο καπιταλισμός της πλατφόρμας δεν είναι απλώς μια διαρθρωτική αλλαγή στον τρόπο παραγωγής της αξίας και απόσπασης της υπεραξίας από τις πολυεθνικές που ελέγχουν τις παγκόσμιες ψηφιακές πλατφόρμες. Ούτε μόνο μια ριζική αλλαγή στη σχέση των μισθωτών/παραγωγών με τους κατόχους των ψηφιακών μέσων παραγωγής και των αλγόριθμων. Εξελίσσεται ραγδαία σε μια βίαιη και δυστοπική αλλαγή σε όλο το πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων και στη σχέση του ατόμου με το κράτος, την αγορά, το κοινωνικό σύνολο. Οι πλατφόρμες δεν εμπορευματοποιούν απλώς κάθε αγαθό, υπηρεσία, φυσικό πόρο και ανθρώπινη ανάγκη. Εμπορευματοποιούν τον χρόνο, την ανθρώπινη βούληση, τις ελευθερίες και τα δικαιώματα ατόμων και ομάδων, τον ίδιο τον τρόπο που είναι οργανωμένες οι σύγχρονες δημοκρατίες. 

Πολίτες πελάτες, εργαζόμενοι πάροχοι υπηρεσιών, καταναλωτές χρήστες. 

Παρότι ο καπιταλισμός, το πιο ανθεκτικό και διαρκώς μεταλλασσόμενο σύστημα στην ιστορία της ανθρωπότητας, και ως καπιταλισμός της ψηφιακής πλατφόρμας δεν θα πάψει να λειτουργεί με σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο το κέρδος, το μεγάλο ερώτημα είναι τι είδους ανθρώπινα όντα «παράγει» η έσχατη μετάλλαξή του. Τι θα είναι, πώς θα είναι, πώς θα ζουν τον ελεύθερο και τον εργάσιμο χρόνο τους -αν διασωθεί αυτός ο διαχωρισμός- οι «ουμπεράνθρωποι» του εγγύς μέλλοντός μας; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Η επιλογή που έχουν οι χρήστες είναι απλή όσο είναι και δύσκολη: είτε αποδέχονται το γεγονός ότι η διαδικτυακή τους δραστηριότητα παρακολουθείται από την αγορά, η οποία και την εκμεταλλεύεται, είτε παύουν να χρησιμοποιούν μια σειρά από δημοφιλείς υπηρεσίες και αποκόβονται από ένα τεράστιο τμήμα της διαδικτυακής κοινωνικότητας αναλαμβάνοντας και το αντίστοιχο κοινωνικό και επαγγελματικό κόστος. Σε κάθε περίπτωση κανένας υφιστάμενος κανονισμός δεν μπορεί να τους βοηθήσει σε αυτό το δίλημμα.

Νίκου Σμυρναίου, «Το ολιγοπώλιο του διαδικτύου. Πώς οι Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft πήραν τον έλεγχο της ψηφιακής μας ζωής» (2018)


Saturday, March 9, 2024

Ο Τύπος επί των ήλων

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 8-9/3/2024


Μυρωδιά φρεσκοτυπωμένου χαρτιού. Τα μελάνια πάνω στις πορώδεις σελίδες δεν έχουν ακόμη προλάβει να στεγνώσουν, το πολύ δέκα ώρες από τη στιγμή που βγήκαν από τα πιεστήρια, έγιναν δέματα, φορτώθηκαν στα φορτηγά και πήραν τον δρόμο της διανομής με κάθε μέσο, σε κάθε σημείο της ελληνικής επικράτειας. Ακόμη και σε απομακρυσμένα χωριά που τα έχει ήδη συρρικνώσει η εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση. Οι εφημερίδες φτάνουν, αφήνονται πάνω στα τραπέζια καφενείων για κοινή χρήση και ανάγνωση, μπαίνουν στα σπίτια μαζί με το φρέσκο ψωμί, κυκλοφορούν σε τσάντες ή φοιτητικές κωλότσεπες, ανοίγονται σε λεωφορεία, κρεμιούνται σε περίπτερα με την προειδοποιητική πινακίδα «Απαγορεύεται η λαθρανάγνωση». Που σήμαινε απλώς «αν θες να διαβάσεις, αγόρασε». 


Και πολλοί αγόραζαν. Το 1974, μετά την πτώση της χούντας, έγινε ένα αξιοσημείωτο άλμα στις κυκλοφορίες των εφημερίδων. Πωλούνταν περίπου 600.000 φύλλα τη μέρα, που σημαίνει ότι τουλάχιστον 1,5 εκατ. πολίτες διάβαζαν ή έστω ξεφύλλιζαν μια εφημερίδα. Οταν μετά το 1982 προστέθηκαν και οι παχουλές κυριακάτικες εκδόσεις, η μέση ημερήσια κυκλοφορία εφημερίδων εκτοξεύτηκε πάνω από το 1 εκατ. φύλλα. Το «πικ» καταγράφεται το 2007, οπότε οι μεταλλαγμένες σε μίνι μάρκετ προσφορών κυριακάτικες εκδόσεις πουλούσαν 1,2 εκατ. φύλλα κάθε φορά. Ενας στους τέσσερις κατοίκους αυτής της χώρας έπαιρνε κάτι από την εφημερίδα. Το σώμα με την αρθρογραφία, το σομόν ένθετο, το περιοδικό ποικίλης ύλης, το CD, το DVD, το βιβλίο, το εκπτωτικό κουπόνι, το κραγιόν. Για τους μεσοαστούς και διαβαστερούς μικροαστούς η αγορά και ανάγνωση 3-4 εφημερίδων την Κυριακή μετέτρεπε την κατά Μαρξ «πρωινή προσευχή του αστού» σε μια ολική μαγνητική της πάλης των τάξεων και των τάσεων στην Ελλάδα και στον κόσμο. Οι μιντιάρχες έβαζαν τον τομογράφο και οι δημοσιογράφοι ήταν ακτινοδιαγνώστες. 


Επειτα άρχισε η κατάρρευση. Μέχρι το τέλος των μνημονίων, η μέση κυκλοφορία των καθημερινών πολιτικών εφημερίδων έπεσε κάτω από τα 70.000 φύλλα τη μέρα και των εβδομαδιαίων Σαββάτου και Κυριακής κάτω από τα 200.000 φύλλα. Ετσι, το ενημερωτικό Βig Βang της μεταπολίτευσης, αυτή η έκρηξη ενημέρωσης, ελευθερίας έκφρασης, διακίνησης ιδεών, ανταγωνισμού επιρροής, συγκρούσεων για τον έλεγχο της διακυβέρνησης, της εξουσίας και του δημόσιου χρήματος, κιτρινισμού και διαπλοκής με μικρά και μεγάλα επιχειρηματικά τζάκια, προσγειώθηκε σε ένα μιντιακό limbo: τα μεγάλα εγχώρια ΜΜΕ είναι συγκεντροποιημένα σε λιγότερα χέρια από ποτέ, αλλά η επιρροή τους είναι συρρικνωμένη και αντισταθμίζεται από μια πανσπερμία πηγών πληροφόρησης, υπερπληροφόρησης, παραπληροφόρησης και αποπληροφόρησης, που ελέγχονται από πολυεθνικές πλατφόρμες με έδρα τη Silicon Valley ή την Ιρλανδία. Με λίγα λόγια, οι Ελληνες μιντιάρχες του 2024 λογικά έχουν συναίσθηση ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν την αλγοριθμική πλημμυρίδα των Μασκ, Γκέιτς και Ζούκερμπεργκ. 


Παρ' όλα αυτά το προσπαθούν. Δεν πρόκειται να ξαναδούμε έναν Λαμπράκη σε ρόλο ρυθμιστή του συστήματος, ούτε τους Μπόμπολα, Κόκκαλη, Τεγόπουλο σε ολική επαναφορά, θα πορευτούμε μάλλον με το υπάρχον δυναμικό. Με Αλαφούζους, Βαρδινογιάννη, Κυριακού, σε ελεγχόμενες δόσεις μιντιακής επιρροής, αλλά χωρίς τις επεκτατικές διαθέσεις της δεκαετίας του ’90. Με Μελισσανίδη, Γιαννακόπουλο, Μάρη, Μπακοκαϋμενάκηδες, Φιλιππόπουλο και άλλους να συγκεντρώνουν μικρότερους, αλλά διόλου αμελητέους αστερισμούς μέσων. Αλλά και με το πρωτοφανές για τα δεδομένα της πεντηκονταετίας από τη μεταπολίτευση φαινόμενο ενός τεράστιου ενημερωτικού μονοπωλίου που σε μέγεθος και δυνατότητα επιρροής αντισταθμίζει όλους τους άλλους μαζί. Φυσικά μιλάω για τον Ομιλο του Βαγγέλη Μαρινάκη. 


Είχε ήδη πάρει όλο το βαρύ πυροβολικό του ΔΟΛ, «Βήμα», «Νέα», in.gr, ανάστησε ακόμη και ξεχασμένους τίτλους όπως ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος», ελέγχει τη διανομή μέσω του Αργους, κατέστησε το Mega ένα πλήρως ανταγωνιστικό κανάλι, έχει και το ONE, είναι «μεσοτοιχία» και με έναν μικρότερο μιντιακό όμιλο με δύο τίτλους εφημερίδων, ραδιόφωνο, ιστοσελίδες. Αλλά η αγορά των τίτλων της πτωχευμένης «Ελευθεροτυπίας» κάνει τη μεγάλη διαφορά. Γιατί άραγε θέλει να ενισχύσει την παρουσία του στο πεδίο τής κατά τα λοιπά συρρικνούμενης έντυπης ενημέρωσης με τους τρεις πιο βαρείς τίτλους εφημερίδων της μεταπολίτευσης, που από το 1975 και για τρεις δεκαετίες διαγκωνίζονταν σκληρά στη διεκδίκηση του αντιδεξιού κοινού; Πώς θα συνυπάρξουν τα «ορφανά» του ΔΟΛ, που ακροβατούν κυρίως δίπλα και σπανίως απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη, με μια «Ελευθεροτυπία» που φιλοξενούσε τις πιο ριζοσπαστικές διαστάσεις της μεταπολίτευσης και συνομιλούσε με μια Αριστερά που εκτεινόταν από το ΠΑΣΟΚ μέχρι τις παρυφές της «ένοπλης ανυπακοής»; Και τι αξιοπιστία θα είχε μια «Ελευθεροτυπία» χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά που την έκαναν και οικονομικά ισχυρό πόλο, και ισότιμο συνομιλητή του μιντιακού και πολιτικού συστήματος; 


Προφανώς για τον Β. Μαρινάκη το διακύβευμα μόνο οικονομικό δεν είναι. Ολα όσα έχει δώσει μέχρι σήμερα για τη μιντιακή συλλογή του και τα άλλα αποκτήματά του πέραν της ναυτιλίας είναι τα ναύλα μερικών φορτίων πετρελαίου ή LNG, ακόμη κι αν δεν πρέπει να διασχίσει την επικίνδυνη Ερυθρά. Προφανώς η πρόθεση, έστω κι αν δεν έχει πάρει ακόμη τον χαρακτήρα μιας πλήρως διαμορφωμένης στρατηγικής, είναι να παίξει ρόλο στην ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος, ιδιαίτερα στο πεδίο της κατακερματισμένης και αποδυναμωμένης Αριστεράς και Κεντροαριστεράς. 


Ομως, η προσομοίωση της μεταπολίτευσης είναι πρακτικά αδύνατη. Η ελληνική κοινωνία και οικονομία έχουν ριζικά μετασχηματιστεί. Από τα παλιά επιχειρηματικά τζάκια ελάχιστα απομένουν ενεργά, κυρίως στο Ελντοράντο των δημόσιων έργων και της ενέργειας, τα περισσότερα έχουν υποκατασταθεί από επενδυτικά funds που ελέγχουν το τραπεζικό σύστημα και ό,τι έχει απομείνει ως παραγωγική δραστηριότητα στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Ο Τύπος έπεσε κι αυτός θύμα αυτού του μετασχηματισμού, πληρώνει ακόμη τις χρεοκοπίες και τα φιάσκα των παλιών ιδιοκτητών του. Επομένως, η ανασύσταση του ρόλου του ως μοχλού διαμόρφωσης του πολιτικού συστήματος, ως κυρίαρχου πόλου στην αγορά πολιτικής επιρροής φαίνεται από δύσκολη έως αδύνατη. Τι νόημα έχει να ελέγχεις πέντε ή δέκα εφημερίδες, όταν δεν μπορείς να εξασφαλίσεις μέσω του δικού σου δικτύου διανομής να φτάνουν έστω στο 50% της επικράτειας; Εκτός αν πίσω από την υπερσυγκέντρωση κρύβονται άλλες υψηλές, μπερλουσκονικές φιλοδοξίες. Θα δείξει. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Ο κ. Κ. αντάμωσε τον κ. Βιρ που έκανε πόλεμο στις εφημερίδες. Είμαι ένας μεγάλος εχθρός των εφημερίδων, είπε ο κ. Βιρ, δεν θέλω εφημερίδες. Ο κ. Κ. αποκρίθηκε: Εγώ είμαι ακόμη μεγαλύτερος εχθρός των εφημερίδων. Θέλω άλλες εφημερίδες.

Γράψτε μου σ’ ένα χαρτί, είπε ο κ. Κ. στον κ. Βιρ, τι ζητάτε για να μπορούν να εκδίδονται εφημερίδες. Γιατί οι εφημερίδες δεν θα πάψουν να εκδίδονται. Ζητήστε όμως το ελάχιστο. Αν για παράδειγμα ζητούσατε να τις εκδίδουν άνθρωποι που εξαγοράζονται, αυτό θα μου ήταν πιο ευχάριστο από το να ζητάτε αδέκαστους, γιατί αυτούς που εξαγοράζονται θα τους δωροδοκούσα για να βελτιώσουν τις εφημερίδες. Μα κι αν ακόμα ζητάτε αδέκαστους ας αρχίσουμε να ψάχνουμε μπας και τους βρούμε, κι αν πάλι δεν τους βρούμε ας δοκιμάσουμε να τους φτιάξουμε.

Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Ιστορίες του κ. Κόινερ»


Saturday, March 2, 2024

Μικραίνω σαν χώρα

Η Εφημερίδα των Συντακτών 3-4/3/2024



Πώς το ’φερε η κουβέντα και προ ημερών αρχίσανε στην εφημερίδα οι μεταξύ αστείου και σοβαρού αναπολήσεις περασμένων δεκαετιών και καθώς συνυπάρχουμε εκεί περίπου 2,5 γενιές ανθρώπων, η παιδική ηλικία των μεγαλύτερων εξ ημών σηκώνει τα αναμενόμενα αστεία, «πες μας τώρα και για τους Βαλκανικούς Πολέμους», «ήσουν και στο Εσκί Σεχίρ;», «στον Γράμμο κρύωνες;». Οχι, τόσο παλιός δεν είμαι, αλλά σε κάποιους η δεκαετία του 1960, που γεννήθηκα κι έζησα ως παιδί, είναι ήδη πολύ μακρινή και εξωτική, όχι μόνο λόγω του ταραχώδους ιστορικού φορτίου της, αλλά και λόγω του ριζικά διαφορετικού κοινωνικού τοπίου της. Και μια που στην έβδομη δεκαετία της ζωής η κοντινή μνήμη κονταίνει κι ασθενεί, αλλά η μακρινή ζωντανεύει και ρέει (δεν ξέρω τι βιολογία έχει αυτό), άρχισα κι εγώ, βοηθούντος του κατά τι μεγαλύτερου Τ., να ανακαλώ εικόνες της παιδικής μου Αθήνας.

 Μπάνιο στη σκάφη μια φορά τη βδομάδα, στο πλυσταριό, τουαλέτα τούρκικη, για κάποια χρόνια κοινόχρηστη, σκούπισμα με εφημερίδα, ψυγείο πάγου, παγοπώλης που άφηνε την παγοκολόνα στην πόρτα, γαλατάς που άφηνε τα γεμάτα μπουκάλια κι έπαιρνε τα άδεια από τα σκαλιά, ελλιπής παστερίωση και φύλαξη, σκουληκάκια στα έντερα και οδυνηρή φαγούρα, μαγείρεμα στην γκαζιέρα, το ψητό μια φορά τον μήνα στον φούρνο της γειτονιάς, γανωματήδες, καρεκλάδες, παπλωματάδες, τροχιστές μαχαιριών, μανάβηδες με γαϊδουράκι, ακόμη και μικρά κοπάδια πρόβατα μπορεί να βοσκούσαν μέχρι το 1967 σε μεγάλες αλάνες που δεν τις είχε προλάβει η καραμανλική αντιπαροχή στον Νέο Κόσμο και στο Δουργούτι, μια ανάσα από το κέντρο της Αθήνας, η οποία γινόταν ταχύτατα η μεγαλούπολη που εξωραΐζουν οι ταινίες του Φίνου ή του Καραγιάννη. Αν θέλει κανείς μια πιο ρεαλιστική κινηματογραφική εικόνα της αθηναϊκής περιφέρειας, καλύτερα να δει τη «Συνοικία το Ονειρο» του Αλεξανδράκη. 

 Παρ’ όλα αυτά, η επαρχία της Αθήνας ήταν ταυτόχρονα ένας μεγάλος, ραγδαία μεταβαλλόμενος και μεγεθυνόμενος κόσμος. Επαιρνες το λεωφορείο, όχι πολύ μακριά από το σπίτι, κι ήσουν σε λίγα λεπτά στο Ζάππειο, στη βουερή Πανεπιστημίου, στην Ομόνοια. Επαιρνες τον ηλεκτρικό και σε τρία τέταρτα ήσουν στο λιμάνι, κι από εκεί με πλοίο στο νησί σου ή στο χωριό σου, κάπου στον Αργολικό, γιατί οδικώς μπορεί να ήθελες κι επτά ώρες για μια διαδρομή 150 χιλιομέτρων, οι εργολάβοι μόλις άρχιζαν το οδικό έπος τους. Επαιρνες το λεωφορείο κάτω από την Ομόνοια και πήγαινες στα ΚΤΕΛ, που κουτσά- στραβά είχαν ένα δίκτυο που σε συνέδεε με τις βασικές πόλεις της Ελλάδας. Οι πιο μπρούκληδες είχαν την πολυτέλεια του «αγοραίου» που τους έπαιρνε από το σπίτι, λίγοι είχαν αυτοκίνητο και ελάχιστοι είχαν μπει σε αεροπλάνο της Ολυμπιακής. 

Πάντως, όλα αυτά σου έδιναν την αίσθηση μιας χώρας που μεγαλώνει, μεγαλώνει εν μέσω πολιτικής ταραχής, σκότους και φόβου, μεγαλώνει εν μέσω σκανδάλων και λεηλασίας, μεγαλώνει ταχύτατα και μέσα από τρομακτικές αντιφάσεις, αυτές που επέτρεπαν να συνυπάρχει στην ίδια πρωτεύουσα ο περιπλανώμενος μανάβης και ο οικοδομικός οργασμός που τη μεγέθυνε καθ’ ύψος, ώστε να χωρέσουν οι εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες που συνέρρεαν εδώ. Για ένα παιδί που στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 δεν ξεπέρασε το ενάμισι μέτρο, όλα φαίνονταν μεγάλα. Μεγάλωνα σαν χώρα. Οχι βάσει κάποιου πολιτικού σχεδίου, κάποιου μεγαλόπνοου αστικού οράματος -εκ των υστέρων χώνεψα πως το μόνο όραμα της εγχώριας ελίτ ήταν η αρπαχτή, εξ ου και πότε με τον αστυφύλαξ πότε με τον χωροφύλαξ, και με τη χούντα και με τη Μεταπολίτευση και με τη βοθρίλα και με την πράσινη μετάβαση-, αλλά με τον τρόπο που ένας οργανισμός χωρίς σαφή γενετικό προγραμματισμό επεκτείνεται σε όλες τις κατευθύνσεις: αριστερά και δεξιά, πάνω και κάτω, μπροστά και πίσω, ανατολικά και δυτικά, προς τα μέσα και προς τα έξω. 

Ετσι μεγάλωνε όλος ο κόσμος βέβαια, αλλά πού να το ξέρω εγώ, ο κόσμος όλος ήταν ο Νέος Κόσμος, η Αθήνα, ο Αργοσαρωνικός, η Αργολίδα, άντε να έφτανε μέχρι Πάτρα, αλλά αργότερα μεγάλωσε κι άλλο, έφτασε και Λάρισα και Γιάννενα και Θεσσαλονίκη, και μια δεκαετία μετά μέχρι Αλεξανδρούπολη, αλλά όχι με τρένο. Ο άλλος κόσμος, δυτικότερα της καθ’ ημάς Ανατολής, μεγάλωνε πολύ πιο ραγδαία. Μας τα λέγαν με δόσεις υπερβολής οι μετανάστες συγγενείς ή όσοι σπούδαζαν Γαλλία, Γερμανία ή Ιταλία, κυρίως στην τελευταία, που μάλλον μεγάλωνε βάσει σχεδίου, το οποίο στα παιδικά μου μάτια αποκαλύφθηκε με ένα δώρο από εκεί: ένα τρενάκι που κινούνταν με μπαταρία πάνω σε μια κυκλική τροχιά από ράγες που έπρεπε κάθε φορά να ενώνω με προσοχή -είχε μια αμαξοστοιχία με τρία βαγόνια- κι αυτό ήταν μια ιεροτελεστία, γιατί τα καλά κι ακριβά παιχνίδια απαιτούσαν σεβασμό. 

Αλλά εκείνο που εμένα με εντυπωσίαζε πιο πολύ ήταν η εικόνα στο κουτί, μια πανοραμική φωτογραφία κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού, μάλλον του Μιλάνου, με δεκάδες σιδηροδρομικές γραμμές και αμαξοστοιχίες να έρχονται και να φεύγουν. Κι εκεί άρχισα μάλλον να καταλαβαίνω πως ο τρόπος που μεγάλωνε η χώρα μου είχε μια θεμελιώδη αναπηρία που δεν θα της επέτρεπε ποτέ να μεγαλώσει πραγματικά. Γιατί όταν ρώτησα τον θείο που έφερε το δώρο «πού πάνε όλα αυτά τα τρένα;» μου είπε «παντού, Ρώμη, Νάπολη, Βενετία, πάνε στην Ελβετία, στη Γαλλία, στη Γερμανία», τα τρένα μεγάλωναν την Ιταλία και κάθε μια από αυτές τις χώρες στο μέγεθος της μισής Ευρώπης. Κι ακόμη τις μεγαλώνουν. 

 Ισως γι’ αυτό το έγκλημα των Τεμπών είναι το σημαντικότερο τεκμήριο ότι, αντιθέτως απ’ όσα πίστευα μικρός, αυτή η χώρα (ως συνεκδοχή αυτών που την κακοποιούν εδώ και δεκαετίες) πεθαίνει και μας πεθαίνει, μικραίνει και μας μικραίνει με όλους τους δυνατούς τρόπους. Μικραίνει στο μέγεθος των μικρών και μικρόνοων ηγετών της που αδυνατούν σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά να υλοποιήσουν έστω και το 50% του σιδηροδρομικού οράματος του Τρικούπη, θεωρώντας σημαντικότερο εκσυγχρονισμό το να βάλει POS ο πλανόδιος μανάβης και να επιδοτηθούν τα ηλεκτρικά ενοικιαζόμενα του Βασιλάκη, παρά να αποκτήσει η χώρα ένα πλήρες και ασφαλές σιδηροδρομικό δίκτυο που θα τη μεγάλωνε στο μέγεθος της Ευρώπης. Νόμιζα πως μεγάλωνα, αλλά εδώ και έξι δεκαετίες μικραίνω, σαπίζω και πεθαίνω σαν χώρα.



 ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

 Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ’φαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ. Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Οσο το σκέφτομαι, μου ’ρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ’μαι. Μια γυναίκα… δεν είναι σαν μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απ’ αυτά. Εγώ δεν θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δεν θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δεν μ’ αφήνει να το θέλω, δεν μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή. (… ) Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. 

 Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σαν χώρα»