Saturday, March 2, 2024

Μικραίνω σαν χώρα

Η Εφημερίδα των Συντακτών 3-4/3/2024



Πώς το ’φερε η κουβέντα και προ ημερών αρχίσανε στην εφημερίδα οι μεταξύ αστείου και σοβαρού αναπολήσεις περασμένων δεκαετιών και καθώς συνυπάρχουμε εκεί περίπου 2,5 γενιές ανθρώπων, η παιδική ηλικία των μεγαλύτερων εξ ημών σηκώνει τα αναμενόμενα αστεία, «πες μας τώρα και για τους Βαλκανικούς Πολέμους», «ήσουν και στο Εσκί Σεχίρ;», «στον Γράμμο κρύωνες;». Οχι, τόσο παλιός δεν είμαι, αλλά σε κάποιους η δεκαετία του 1960, που γεννήθηκα κι έζησα ως παιδί, είναι ήδη πολύ μακρινή και εξωτική, όχι μόνο λόγω του ταραχώδους ιστορικού φορτίου της, αλλά και λόγω του ριζικά διαφορετικού κοινωνικού τοπίου της. Και μια που στην έβδομη δεκαετία της ζωής η κοντινή μνήμη κονταίνει κι ασθενεί, αλλά η μακρινή ζωντανεύει και ρέει (δεν ξέρω τι βιολογία έχει αυτό), άρχισα κι εγώ, βοηθούντος του κατά τι μεγαλύτερου Τ., να ανακαλώ εικόνες της παιδικής μου Αθήνας.

 Μπάνιο στη σκάφη μια φορά τη βδομάδα, στο πλυσταριό, τουαλέτα τούρκικη, για κάποια χρόνια κοινόχρηστη, σκούπισμα με εφημερίδα, ψυγείο πάγου, παγοπώλης που άφηνε την παγοκολόνα στην πόρτα, γαλατάς που άφηνε τα γεμάτα μπουκάλια κι έπαιρνε τα άδεια από τα σκαλιά, ελλιπής παστερίωση και φύλαξη, σκουληκάκια στα έντερα και οδυνηρή φαγούρα, μαγείρεμα στην γκαζιέρα, το ψητό μια φορά τον μήνα στον φούρνο της γειτονιάς, γανωματήδες, καρεκλάδες, παπλωματάδες, τροχιστές μαχαιριών, μανάβηδες με γαϊδουράκι, ακόμη και μικρά κοπάδια πρόβατα μπορεί να βοσκούσαν μέχρι το 1967 σε μεγάλες αλάνες που δεν τις είχε προλάβει η καραμανλική αντιπαροχή στον Νέο Κόσμο και στο Δουργούτι, μια ανάσα από το κέντρο της Αθήνας, η οποία γινόταν ταχύτατα η μεγαλούπολη που εξωραΐζουν οι ταινίες του Φίνου ή του Καραγιάννη. Αν θέλει κανείς μια πιο ρεαλιστική κινηματογραφική εικόνα της αθηναϊκής περιφέρειας, καλύτερα να δει τη «Συνοικία το Ονειρο» του Αλεξανδράκη. 

 Παρ’ όλα αυτά, η επαρχία της Αθήνας ήταν ταυτόχρονα ένας μεγάλος, ραγδαία μεταβαλλόμενος και μεγεθυνόμενος κόσμος. Επαιρνες το λεωφορείο, όχι πολύ μακριά από το σπίτι, κι ήσουν σε λίγα λεπτά στο Ζάππειο, στη βουερή Πανεπιστημίου, στην Ομόνοια. Επαιρνες τον ηλεκτρικό και σε τρία τέταρτα ήσουν στο λιμάνι, κι από εκεί με πλοίο στο νησί σου ή στο χωριό σου, κάπου στον Αργολικό, γιατί οδικώς μπορεί να ήθελες κι επτά ώρες για μια διαδρομή 150 χιλιομέτρων, οι εργολάβοι μόλις άρχιζαν το οδικό έπος τους. Επαιρνες το λεωφορείο κάτω από την Ομόνοια και πήγαινες στα ΚΤΕΛ, που κουτσά- στραβά είχαν ένα δίκτυο που σε συνέδεε με τις βασικές πόλεις της Ελλάδας. Οι πιο μπρούκληδες είχαν την πολυτέλεια του «αγοραίου» που τους έπαιρνε από το σπίτι, λίγοι είχαν αυτοκίνητο και ελάχιστοι είχαν μπει σε αεροπλάνο της Ολυμπιακής. 

Πάντως, όλα αυτά σου έδιναν την αίσθηση μιας χώρας που μεγαλώνει, μεγαλώνει εν μέσω πολιτικής ταραχής, σκότους και φόβου, μεγαλώνει εν μέσω σκανδάλων και λεηλασίας, μεγαλώνει ταχύτατα και μέσα από τρομακτικές αντιφάσεις, αυτές που επέτρεπαν να συνυπάρχει στην ίδια πρωτεύουσα ο περιπλανώμενος μανάβης και ο οικοδομικός οργασμός που τη μεγέθυνε καθ’ ύψος, ώστε να χωρέσουν οι εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες που συνέρρεαν εδώ. Για ένα παιδί που στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 δεν ξεπέρασε το ενάμισι μέτρο, όλα φαίνονταν μεγάλα. Μεγάλωνα σαν χώρα. Οχι βάσει κάποιου πολιτικού σχεδίου, κάποιου μεγαλόπνοου αστικού οράματος -εκ των υστέρων χώνεψα πως το μόνο όραμα της εγχώριας ελίτ ήταν η αρπαχτή, εξ ου και πότε με τον αστυφύλαξ πότε με τον χωροφύλαξ, και με τη χούντα και με τη Μεταπολίτευση και με τη βοθρίλα και με την πράσινη μετάβαση-, αλλά με τον τρόπο που ένας οργανισμός χωρίς σαφή γενετικό προγραμματισμό επεκτείνεται σε όλες τις κατευθύνσεις: αριστερά και δεξιά, πάνω και κάτω, μπροστά και πίσω, ανατολικά και δυτικά, προς τα μέσα και προς τα έξω. 

Ετσι μεγάλωνε όλος ο κόσμος βέβαια, αλλά πού να το ξέρω εγώ, ο κόσμος όλος ήταν ο Νέος Κόσμος, η Αθήνα, ο Αργοσαρωνικός, η Αργολίδα, άντε να έφτανε μέχρι Πάτρα, αλλά αργότερα μεγάλωσε κι άλλο, έφτασε και Λάρισα και Γιάννενα και Θεσσαλονίκη, και μια δεκαετία μετά μέχρι Αλεξανδρούπολη, αλλά όχι με τρένο. Ο άλλος κόσμος, δυτικότερα της καθ’ ημάς Ανατολής, μεγάλωνε πολύ πιο ραγδαία. Μας τα λέγαν με δόσεις υπερβολής οι μετανάστες συγγενείς ή όσοι σπούδαζαν Γαλλία, Γερμανία ή Ιταλία, κυρίως στην τελευταία, που μάλλον μεγάλωνε βάσει σχεδίου, το οποίο στα παιδικά μου μάτια αποκαλύφθηκε με ένα δώρο από εκεί: ένα τρενάκι που κινούνταν με μπαταρία πάνω σε μια κυκλική τροχιά από ράγες που έπρεπε κάθε φορά να ενώνω με προσοχή -είχε μια αμαξοστοιχία με τρία βαγόνια- κι αυτό ήταν μια ιεροτελεστία, γιατί τα καλά κι ακριβά παιχνίδια απαιτούσαν σεβασμό. 

Αλλά εκείνο που εμένα με εντυπωσίαζε πιο πολύ ήταν η εικόνα στο κουτί, μια πανοραμική φωτογραφία κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού, μάλλον του Μιλάνου, με δεκάδες σιδηροδρομικές γραμμές και αμαξοστοιχίες να έρχονται και να φεύγουν. Κι εκεί άρχισα μάλλον να καταλαβαίνω πως ο τρόπος που μεγάλωνε η χώρα μου είχε μια θεμελιώδη αναπηρία που δεν θα της επέτρεπε ποτέ να μεγαλώσει πραγματικά. Γιατί όταν ρώτησα τον θείο που έφερε το δώρο «πού πάνε όλα αυτά τα τρένα;» μου είπε «παντού, Ρώμη, Νάπολη, Βενετία, πάνε στην Ελβετία, στη Γαλλία, στη Γερμανία», τα τρένα μεγάλωναν την Ιταλία και κάθε μια από αυτές τις χώρες στο μέγεθος της μισής Ευρώπης. Κι ακόμη τις μεγαλώνουν. 

 Ισως γι’ αυτό το έγκλημα των Τεμπών είναι το σημαντικότερο τεκμήριο ότι, αντιθέτως απ’ όσα πίστευα μικρός, αυτή η χώρα (ως συνεκδοχή αυτών που την κακοποιούν εδώ και δεκαετίες) πεθαίνει και μας πεθαίνει, μικραίνει και μας μικραίνει με όλους τους δυνατούς τρόπους. Μικραίνει στο μέγεθος των μικρών και μικρόνοων ηγετών της που αδυνατούν σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά να υλοποιήσουν έστω και το 50% του σιδηροδρομικού οράματος του Τρικούπη, θεωρώντας σημαντικότερο εκσυγχρονισμό το να βάλει POS ο πλανόδιος μανάβης και να επιδοτηθούν τα ηλεκτρικά ενοικιαζόμενα του Βασιλάκη, παρά να αποκτήσει η χώρα ένα πλήρες και ασφαλές σιδηροδρομικό δίκτυο που θα τη μεγάλωνε στο μέγεθος της Ευρώπης. Νόμιζα πως μεγάλωνα, αλλά εδώ και έξι δεκαετίες μικραίνω, σαπίζω και πεθαίνω σαν χώρα.



 ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

 Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ’φαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ. Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Οσο το σκέφτομαι, μου ’ρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ’μαι. Μια γυναίκα… δεν είναι σαν μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απ’ αυτά. Εγώ δεν θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δεν θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δεν μ’ αφήνει να το θέλω, δεν μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή. (… ) Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. 

 Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σαν χώρα»

No comments:

Post a Comment