ΕφΣυν 26-28/10/2019
Η φτώχεια μπορεί επίσης να μυρίζει χαρτόνι για κουτιά πίτσας που συναρμολογούνται προς ένα λεπτό το κομμάτι... |
Αρκετά με τον Joker. Ινάφ και νισάφ' πια. Νομίζω ότι έχει απορροφήσει μεγαλύτερο από το μερίδιο του ενδιαφέροντός μας που δικαιοούνταν. Και πολύ παραπάνω από το ενδιαφέρον της τσέπης μας. Μια ταινία προϋπολογισμού 55 εκατ. δολαρίων λίαν συντόμως θα σπάσει το φράγμα του 1 δισ. δολαρίων σε ακαθάριστες εισπράξεις. Είκοσι φορές πάνω. Οχι απλώς καλά, πάγκαλα για την Warner. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του Joker είναι ότι, αφού επί δεκαετίες η εταιρεία έβγαλε τα κέρατά της από τους «θετικούς» ήρωες της αμερικανικής μυθολογίας, τον Superman, τον Batman κ.λπ., οι οποίοι σώζουν τον παράδεισο της καπιταλιστικής ευημερίας από κάθε είδους εξωγήινο ή γήινο κακό, τώρα αποφάσισε να βγάλει λεφτά από τον κατ’ εξοχήν «κακό» της. Ο οποίος, όμως, παρουσιάζεται ως επιτομή της σύγκρουσης πλούτου και φτώχειας, αποκρουστική πλην συμπαθής τερατογένεσή της, και –τελικά- ως τραγικός εκφραστής της αναπόδραστης εξέγερσης των αθλίων. Απ’ αυτήν την άποψη, η πραγματικά ευφυής παραγωγή της Warner είναι ο ορισμός του λενινιστικού αξιώματος, ότι «ο καπιταλιστής είναι διατεθειμένος να σου πουλήσει και το σκοινί που θα τον κρεμάσεις».
Δεν ήθελα ν' ασχοληθώ με τον Joker, αλλά είναι η καλύτερη αφορμή να σας παραπέμψω σε μια άλλη ταινία που μιλάει για το ίδιο ακριβώς θέμα μ’ έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Στα «Παράσιτα» του Νοτιοκορεάτη Μπον Τζουν Χο (ο φετινός «Χρυσός Φοίνικας» των Κανών - προβάλλεται ακόμη, κι αν σας άρεσε ο Joker πρέπει να τα δείτε) η σύγκρουση πλούτου και φτώχειας δεν συντελείται στην εξπρεσιονιστική καρικατούρα της Γκόθαμ Σίτι, αλλά στη σύγχρονη Ν. Κορέα, στον δράκο του ασιατικού καπιταλισμού, στην πιο ψηφιοποιημένη οικονομία του κόσμου, στη χώρα που οι κάτοικοί της κυκλοφορούν περισσότερο στα ευρυζωνικά δίκτυα και λιγότερο στους κανονικούς δρόμους. Μια οικογένεια λαθρόβιων και απόλυτα περιθωριοποιημένων πληβείων μπαίνει στην υπηρεσία μιας οικογένειας πλουσίων, στην απαστράπτουσα πολυτελή και αποστειρωμένη από κάθε ίχνος ασχήμιας και βρομιάς κατοικία της – έναν χώρο που επιβεβαιώνει την οξυδερκή παρατήρηση του Ανταμ Σμιθ, πως για τους περισσότερους πλούσιους η κυριότερη απόλαυση του πλούτου συνίσταται στην επίδειξή του.
Οι φτωχοδιάβολοι παρεισφρέουν ως «παράσιτα» στο βασίλειο των πλουσίων και υποδύονται επιδέξια τους ρόλους του δασκάλου, της ψυχολόγου, του οδηγού, της οικονόμου. Προηγουμένως έχουν εξουδετερώσει τους προκατόχους τους –ανθρώπους της τάξης τους–, εφαρμόζοντας πιστά το αξίωμα ο θάνατός σου η ζωή μου (ο κοινωνικός δαρβινισμός δεν αφήνει χώρο στην «πολυτέλεια» της ταξικής αλληλεγγύης).
Η προσαρμοστικότητα των «παρασίτων» στο στιλπνό περιβάλλον των πλουσίων είναι εκπληκτική. Κι όλα βαίνουν καλώς εναντίον των ανυποψίαστων πλουσίων, εκτός από ένα πράγμα: τα «παράσιτα» μυρίζουν. Οσο κι αν κρυφτούν κάτω από καθαρά κουστούμια, περιποιημένα ρούχα, καλούς τρόπους και ευφυή ψεύδη αντλημένα από το διαδίκτυο, μυρίζουν κάτι παράταιρο. Ακόμη και στην κορύφωση της κωμικο-τραγωδίας, την ώρα που η λαμπερή έπαυλη μετατρέπεται σε λουτρό αίματος, ο πλούσιος πρωταγωνιστής της ταινίας κλείνει με τα δάχτυλα την εξασκημένη μύτη του γεμάτος αποστροφή για την αποφορά του φτωχού συμπρωταγωνιστή του.
Μυρίζει η φτώχεια; Φυσικά και μυρίζει. Μυρίζει με χίλιους δυο τρόπους. Μυρίζει τη μούχλα των κακοσυντηρημένων σπιτιών που δεν τα βλέπει ο ήλιος. Μυρίζει την υγρασία των τοίχων και των εγκαταλειμμένων συστημάτων αποχέτευσης, μυρίζει την τσίκνα που ρουφάνε τα ρούχα, την κλεισούρα των στενόχωρων διαμερισμάτων και των πυκνοκατοικημένων πόλεων, τον συγχρωτισμό των σωμάτων στα δωμάτια των λίγων τετραγωνικών. Η φτώχεια μυρίζει την αδυναμία των ανθρώπων να τηρήσουν τους ελάχιστους κανόνες υγιεινής, μυρίζει τη φτηνή και κακή διατροφή που μετατρέπει τα στομάχια σε φορητούς βόθρους, μυρίζει στόματα παραδομένα στην τερηδόνα και στη σήψη, δέρματα εμποτισμένα από την έλλειψη φροντίδας.
Μπορεί αυτή η οσφρητική εκδοχή της φτώχειας να αφορά το πιο ακραίο τμήμα της, μπορεί το μεγαλύτερο μέρος της φτώχειας να είναι άοσμο, άγευστο, αθόρυβο και αόρατο, ωστόσο η παρατήρηση του Νοτιοκορέατη σκηνοθέτη των «Παράσιτων» είναι μια έξυπνη συμβολική συμπύκνωση της ανθρωπολογικής καταστροφής που προκαλεί η συντριπτική επικράτηση του καπιταλισμού των ακραίων αντιθέσεων. Η ύπαρξη της υγιούς, καθαρής, καλαίσθητης, σφριγηλής ολιγαρχίας του πλούτου, με τις εκλεπτυσμένες αισθήσεις, το καλό γούστο και την πολυτέλεια να είναι ανεκτική, γενναιόδωρη, συμπονετική, φιλάνθρωπη και πολιτικά ορθή, προϋποθέτει και συνεπάγεται ότι πολλοί κάτοικοι του πάτου της πυραμίδας μπορεί να χάσουν ακόμη και τις αισθήσεις και τις συναισθήσεις τους. Θα δυσκολεύονται να μυρίσουν την ίδια τους τη στέρηση, να δουν την εξαθλίωσή τους, να ακούσουν τις αιτίες που την προκαλούν. Θα επιβιώσουν –αναγκαστικά– όχι με τα εξωραϊσμένα αισθήματα της ανθρώπινης αλληλεγγύης, της καλοσύνης, της συνύπαρξης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά με τα αρχέγονα ένστικτα της επιβίωσης, του φθόνου, της εκδίκησης, της αρπαγής. Το κυριότερο επίτευγμα του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι ανοίγει πόρτα επιστροφής της ανθρωπότητας στην άγρια προϊστορία της.
Κι εδώ τα «Παράσιτα» δίνουν τη θέση τους στο «Joker» και στο ενδεχόμενο σίκουέλ του, για να δούμε πού μπορεί να καταλήξει μια εξέγερση της όζουσας φτώχειας κατά του ευωδιάζοντος πλούτου. Υποθέτω ότι το Χόλιγουντ θα φροντίσει για ένα εύπεπτο και μυρωδάτο χάπι εντ.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Κιμ Κι-τάεκ: Η κυρία Παρκ είναι πλούσια, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι καλή.
Κιμ Τσουνγκ-σουκ: Οχι «πλούσια, αλλά παρ’ όλα αυτά καλή». «Είναι καλή επειδή είναι πλούσια». Το καταλαβαίνεις; Αϊ στο διάολο, αν είχα όλα αυτά τα χρήματα θα ήμουν κι εγώ καλή. Κι ακόμη καλύτερη. Το χρήμα είναι σαν το ηλεκτρικό σίδερο. Ισιώνει όλες τις τσαλακωματιές.
Μπο Τζουν Χο, Τζιν Γουόν Χαν, «Παράσιτα» (Χρυσός Φοίνικας Φεστιβάλ Κανών 2019)