Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Friday, August 12, 2011
Παγετώνες του Αυγούστου (13/8/2011)
Εδώ και μερικές εβδομάδες ξαναπροβάλλεται στην Αθήνα, 42 χρόνια από τη δημιουργία της, η ταινία του Αμερικανού σκηνοθέτη Ρόμπερτ Κράμερ «Ο πάγος». Είναι μια εμβληματική ταινία φαντασίας, ένα ιδεολογικοπολιτικό, μελλοντολογικό θρίλερ και ένα υποδειγματικό σχόλιο για τις περιπέτειες και τα αδιέξοδα της αμερικανικής νέας αριστεράς, την εποχή που ήταν στις δόξες της, με το πολύχρωμο movement σε πλήρη εξέλιξη, τους Μαύρους Πάνθηρες εν δράσει και το κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ στην κορύφωσή του. Ωστόσο, η ταινία δεν μιλάει ευθέως για όλα αυτά. Υπαινίσσεται ότι τα κινήματα αυτά έχουν ήδη ηττηθεί και αποτύχει στους ασαφείς στόχους τους και το πολιτικό καθεστώς στις ίδιες τις ΗΠΑ, και όχι μόνο, έχει εξελιχθεί από μια τυπική δημοκρατία σε μια στυγνή καταπιεστική δικτατορία, με πλήρη έλεγχο στα ΜΜΕ, στις δυνάμεις καταστολής, στην ίδια την καθημερινότητα των ανθρώπων.
Φυσικά, αυτή η δυσοίωνη πρόβλεψη της ταινίας, η επικράτηση ενός πολιτικού «παγετώνα» πάνω στις κοινωνίες, ήταν ήδη μια κυριολεξία την εποχή που γυρίστηκε η ταινία (1969) για δεκάδες χώρες σ’ όλο τον κόσμο όπου η αμερικανική ηγεμονία οργάνωνε πραξικοπήματα και στήριζε σκληρές δικτατορίες, ενώ και ο άλλος πόλος του Ψυχρού Πολέμου, ο σοβιετικός, τη συναγωνιζόταν σε αυταρχισμό και εξαγωγή (αντ)επανάστασης. Στον μύθο της ταινίας, όμως, ο «παγετώνας» έχει καλύψει την ίδια την αμερικανική κοινωνία και οι ριζοσπάστες, μέλη παράνομων επαναστατικών ομάδων, επιχειρούν να λιώσουν τον «πάγο» του καθεστώτος, αλλά κι αυτόν της σιωπηρής πλειοψηφίας, μυώντας την στις μεθόδους του αντάρτικου πόλεων.
Η ταινία είναι ενδεχομένως για μυημένους -ασπρόμαυρη, χωρίς εφέ, με πολλούς ερασιτέχνες-, ωστόσο μπορεί να τη δει κανείς και σαν ένα ντοκιμαντέρ για την επανάσταση που δεν έγινε ποτέ στις ΗΠΑ: ο ρεαλισμός της συχνά ξεγελάει. Από την άλλη πλευρά, κι αυτός είναι ο λόγος που αναφέρομαι σ’ αυτήν, έχει μια υπόρρητη ιδεολογική επικοινωνία με το σήμερα. Στην εποχή που η δυτικού τύπου δημοκρατία έχει γίνει, υποτίθεται, το βασικό πολιτικό ένδυμα των περισσότερων κοινωνιών, με τρανταχτές εξαιρέσεις την Κίνα, τις αραβικές και άλλες «πετρελαϊκές δημοκρατίες» της Ασίας και της Αφρικής, ένας πολιτικοοικονομικός «παγετώνας» σαρώνει τις κοινωνίες. Ο «παγετώνας» αυτού του Αυγούστου, με όλα τα του τα καταθλιπτικά συμπτώματα: την καταβαράθρωση των χρηματιστηριακών αγορών, την πολιτική αβουλία των κυβερνήσεων, τη μετατόπιση του πολιτικού κέντρου βάρους προς το δεξιότερο άκρο. Ο «παγετώνας» πιστοποιεί ένα πραγματικό πραξικόπημα εις βάρος της ανθρωπότητας, την επιβολή της πιο στυγνής απ’ όλες της δικτατορίες της Ιστορίας: της δικτατορίας του χρήματος.
Αυτός ο αφορισμός δεν έχει κάποια ηθικολογική διάσταση – το χρήμα στις πιο πρακτικές, αλλά και στις πιο δαιμονικές του εκδοχές συντροφεύει έτσι κι αλλιώς την ανθρώπινη ιστορία εδώ και χιλιετίες. Και το ίδιο ισχύει για την εποχή του καπιταλισμού και την πιο εξελιγμένη μορφή του χρήματος, του πιστωτικού. Εδώ και τώρα, όμως, με φόντο την παγκόσμια κρίση χρέους, συντελείται μια «γενετική» μετάλλαξη. Ίσως, μάλιστα, δεν πρόκειται καν γι’ αυτό, ίσως πρόκειται για τον γενετικό προορισμό του καπιταλισμού που φτάνει στο ιστορικό του όριο, στον επί πιστώσει θάνατό του. Το σύμπτωμα, πάντως, είναι πως οι χρηματοπιστωτικές αγορές, ρισκάροντας εκτεταμένες οικονομικές και κοινωνικές καταστροφές ακόμη και εις βάρος χωρών με αυτοκρατορική επιρροή, επιχειρούν να αποκτήσουν οριστικά και διά παντός τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής, σε όλες θεσμικές εκφράσεις της, εθνικές ή διακρατικές, δημοκρατικές ή ολιγαρχικές.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η αμερικανική. Το πραξικόπημα της Standard & Poor’s με την υποβάθμιση της αμερικανικής οικονομίας που προκάλεσε την υστερία των αγορών έχει τη σημασία του. Όχι γιατί οι ΗΠΑ δεν άξιζαν ενδεχομένως μια υποβάθμιση, όντας ο μεγαλύτερος μπαταχτσής του πλανήτη. Αλλά γιατί μαζί με τις απειλές των άλλων οίκων αξιολόγησης-φερεφώνων του έξυπνου χρήματος η υποβάθμιση επιχειρεί να κατοχυρώσει την οριστική στροφή της πολιτικής ηγεσίας στη σκληρή λιτότητα για τους φτωχότερους Αμερικανούς. Επιδιώκει τη θεσμική κατοχύρωσή της εν ονόματι του χρέους. Ο Ομπάμα, με τις αποφάσεις για την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση και την επιδότηση της κατανάλωσης των φτωχότερων νοικοκυριών, επιχειρούσε (ανεπιτυχώς, βεβαίως) μια δειλή διαφοροποίηση από τον νεοφιλελεύθερο μονόδρομο της Ευρώπης. Τώρα, οι αγορές επέβαλαν τον ενταφιασμό ακόμη κι αυτών των χλομών αποκλίσεων στο όνομα της μείωσης των ελλειμμάτων. Το Tea Party έπαιξε με ζήλο το παιχνίδι των χρηματοπιστωτικών δεινοσαύρων της Νέας Υόρκης που έχουν αντλήσει πακτωλούς δολαρίων από τα προγράμματα διάσωσης των τραπεζών, από την «ποσοτική χαλάρωση» του Μπερνάνκι ή από τα κονδύλια στήριξης της κατανάλωσης, των επενδύσεων και της απασχόλησης. Και θα κάνουν το ίδιο τώρα με τον διετή μηδενισμό των επιτοκίων, αντλώντας τζάμπα χρήμα από τις ΗΠΑ για να το αξιοποιήσουν επικερδώς οπουδήποτε άλλού. Αυτοί ακριβώς οι δεινόσαυροι θέλουν να έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στη διαχείριση της κρίσης χρέους, με τρόπο που να καταστήσει απόλυτη την εξουσία του χρήματος.
Το ίδιο ακριβώς παιχνίδι το έξυπνο χρήμα το έχει προ πολλού κερδίσει στη Γηραιά Ήπειρο. Σταθερός υποβολέας του νεοφιλελεύθερου μονολόγου που επικρατεί όχι μόνο κατά τη συγκυρία της κρίσης, αλλά από την ίδια τη γέννηση του ευρώ, σε κάθε φάση της κρίσης κερδίζει όλο και μεγαλύτερο ζωτικό χώρο από την πολιτική. Ο χρηματοπιστωτικός «παγετώνας» έχει καταλάβει πλέον κάθε χώρα της Ευρωζώνης και δεν επιτρέπει κοινωνικές θερμοκρασίες πάνω από το μηδέν. Οτιδήποτε θυμίζει κράτος, δημόσια περιουσία, κοινωνικό αγαθό, πρόνοια, δικαίωμα, παροχή, μισθολογική αύξηση μπαίνει στο εργαστήριο του Προκρούστη για «μεταρρύθμιση», Οι πιστωτές των κρατών δεν επηρεάζουν πια τις αποφάσεις μόνο μέσα από τα σκαμπανεβάσματα των αγορών. Βρίσκονται μέσα στα κονκλάβια των πολιτικών ηγεσιών, κρατικών ή κοινοτικών, άλλοτε εκπροσωπούμενοι από τους κεντρικούς τραπεζίτες κι άλλοτε απευθείας, με τα λόμπι τους. Όπως ακριβώς στην περίπτωση της υποτιθέμενης διαπραγμάτευσης για τη «συμμετοχή ιδιωτών» στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Η «Διεθνής» των τραπεζών δεν προτείνει απλώς. Συναποφασίζει το μείγμα πολιτικής που αντιστοιχεί σε κάθε μικρή δόση κρατικού χρέους που θα αναχρηματοδοτήσει. Διαθέτει ένα άτυπο βέτο σε κάθε απόφαση της Ευρωζώνης, που άλλωστε ανάγει σε πρωταρχικό της μέλημα την προστασία της «Πίστης».
Το χειρότερο είναι πως αυτό γίνεται πια σε πλανητική κλίμακα. Ο καπιταλισμός περνά σε μια «εποχή παγετώνων». Παγετώνων οικονομικών και κοινωνικών, από τους οποίους είναι δύσκολο να εξαιρεθεί μια χώρα. Κάθε εκδοχή χρήματος, από τα νομίσματα και τις μετοχές μέχρι τα εμπορεύματα, τους ναύλους, τις ενεργειακές πρώτες ύλες ή τα τρόφιμα, έχει πλέον αυτονομηθεί από τους υλικούς όρους παραγωγής του, τους πολιτικούς ή κοινωνικούς όρους διαμόρφωσης της προσφοράς, της ζήτησης και της τιμής του. Το κρατικό χρέος γίνεται σ’ αυτή τη φάση η κοίτη πάνω στην οποία κυλάει ταχύτερα από ποτέ ο παγετώνας της χρηματοπιστωτικής δικτατορίας. Πού το πάει; Τι θέλει από τις κοινωνίες και τις οικονομίες; Τι μέλλον τούς επιφυλάσσουν; Μια παγκόσμια διευθέτηση των ανισορροπιών που γεννούν οι κρίσεις με όρους της δικτατορίας του χρήματος; Έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων, σε νομισματική, εμπορική ή και θερμική εκδοχή; Μια εκτεταμένη καταστροφή του υπαρκτού καπιταλισμού για την «ανοικοδόμηση» στην πιο ολοκληρωτική εκδοχή του;
Όποιο σενάριο κι αν ισχύει, για τις κοινωνίες το μέλλον είναι εναλλακτικές μορφές υποβάθμισης και καταστροφής. Μια απροσδιόριστης διάρκειας εποχή παγετώνων. Και η μόνη εναλλακτική των κοινωνιών είναι ν’ ανατρέψουν τη δικτατορία του χρήματος. Η δημιουργία και οι ροές του πρέπει αφαιρεθούν από τις αγορές και τα «ιδρύματα» της Πίστης και να ανακτηθούν από το κράτος, την πολιτική εξουσία. Κι επειδή έχουμε το δεδομένο μιας πολιτικής εξουσίας υπόδουλης, εξαγορασμένης, εθελόδουλης ή απλώς αδύναμης μπροστά στη δικτατορία του χρήματος, αναδύεται η αναγκαιότητα της διπλής ανατροπής.
Πώς, θα μου πείτε. Απάντηση πλήρη δεν έχω. London calling, London burning; Προς το παρόν δεν είναι απάντηση, είναι σύμπτωμα. Δεν πρέπει να μας διαφύγει, ωστόσο, ότι ανοίγει ένα σπάνιο παράθυρο ευκαιρίας για τις κοινωνίες το γεγονός ότι οι πολιτικές ελίτ, σε πλανητική κλίμακα, πλησιάζουν το ναδίρ της ισχύος και της νομιμοποίησής τους. Στο άλλο, στο δεύτερο σκέλος της ανατροπής, της χρηματοπιστωτικής δικτατορίας, τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα. Βλέπετε, δεν αρκεί να διεκδικήσουν οι κοινωνίες κανόνες ρύθμισης. Δεν φτάνει ν’ ανεβάσουν τις πολιτικές και κοινωνικές θερμοκρασίες ώστε να λιώσει ένα μέρος του χρηματοπιστωτικού παγετώνα. Χρειάζεται να θυσιάσουν κι εκείνο το κομμάτι (τραπεζικής) Πίστης που έχουν μέσα τους, που τις μετατρέπει σε κοινωνίες ανήσυχων καταθετών, πανικόβλητων επενδυτών, υστερικών αγορών ή πρόθυμων καταναλωτών. Χρειάζεται να λιώσουν εκείνο το κομμάτι «πάγου» μέσα τους που τις ακινητοποιεί. Δύσκολη, επώδυνη, πολύπλοκη μα αναπόφευκτη περιπέτεια χειραφέτησης.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (13/8/2011)
Ο καπιταλισμός οδεύει επίσης προς ένα εσωτερικό όριο, καθώς η πορεία ανάπτυξής του είναι γραμμική, σωρευτική και μη αντιστρέψιμη, και όχι κυκλική και επαναλαμβανομένη όπως άλλες μορφές παραγωγής. Είναι η μοναδική κοινωνία που υπήρξε ποτέ η οποία εμπεριέχει στη βάση της μια δυναμική αντίφαση, και όχι μόνο έναν ανταγωνισμό: ο μετασχηματισμός της εργασίας σε αξία είναι προορισμένος ιστορικά να εξαντληθεί, εξαιτίας των τεχνολογιών που αντικαθιστούν την εργασία.
Τα υποκείμενα που ζουν σ’ αυτή την εποχή εξωτερικής και εσωτερικής κρίσης υφίστανται επίσης μια απορρύθμιση των φυσικών δομών οι οποίες καθόριζαν για πολύ καιρό αυτό που είναι ο άνθρωπος. Αυτά τα νέα απρόβλεπτα υποκείμενα βρίσκονται ταυτόχρονα στη θέση να διαχειριστούν απίστευτες δυνάμεις καταστροφής. Τελικά, η μείωση της δημιουργίας αξίας σ’ ολόκληρο τον κόσμο εμπεριέχει το γεγονός ότι, για πρώτη φορά, υπάρχουν- και μάλιστα παντού- πληθυσμοί σε περίσσευμα, πλεονάζοντες, οι οποίοι δεν χρησιμεύουν πια ούτε για εκμετάλλευση. Από την άποψη της αξιοποίησης της αξίας, είναι η ίδια η ανθρωπότητα που αρχίζει να γίνεται πια μια περιττή πολυτέλεια, μια δαπάνη που πρέπει να εξαλειφθεί, ένα «πλεόνασμα»…
Anselm Jappe, «Θάνατος επί πιστώσει» (Κείμενα για την εργασία και την κρίση, Εκδόσεις των Ξένων)
Saturday, August 6, 2011
Παράσιτα και ξενιστές (6/8/2011)
Γενικώς τον Πούτιν δεν τον έχω και σε μεγάλη εκτίμηση. Έκανε όμως αυτή την κίνηση, να αποκαλέσει παράσιτο της παγκόσμιας οικονομίας τις ΗΠΑ, και νομίζω πως, φραστικά τουλάχιστον, πέτυχε διάνα. Έστω κι αν δεν είμαι απολύτως σίγουρος ότι δίνει στον παρασιτισμό το σύνθετο περιεχόμενο που πραγματικά έχει στην αρχιτεκτονική του διεθνούς καπιταλισμού. Ο οποίος, σε τελική ανάλυση, εξελίσσεται σ’ ένα κατεξοχήν παρασιτικό σύστημα.
Ας αρχίσουμε με μερικές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Παράσιτο στη βιολογία ονομάζεται κάθε οργανισμός που ζει σε βάρος άλλου. Ο οργανισμός-θύμα χαρακτηρίζεται ξενιστής, με την έννοια ότι «φιλοξενεί» -ηθελημένα ή αθέλητα, αδιάφορο προς το παρόν- το παράσιτο που «κατσικώνεται» με το «έτσι θέλω» εντός του και τρέφεται από τον ξενιστή. Δηλαδή από τον βιολογικό του «πλούτο». Πολλάκις από το ίδιο του το αίμα. Η κοινωνικότητα των παρασίτων και των ξενιστών έχει πολύ ενδιαφέρον. Τα παράσιτα που φιλοξενούνται από τον ξενιστή εξωτερικά, π.χ. στο δέρμα του, αποκαλούνται εξωπαράσιτα. Όπως τα τσιμπούρια. Αυτά που ζουν εντός του, όπως π.χ. οι ταινίες στο πεπτικό σύστημα, χαρακτηρίζονται εσωπαράσιτα. Τα παράσιτα μπορεί να είναι μονοξενικά, αν παραμένουν περίπου εφ’ όρου ζωής τους σ’ έναν ξενιστή, ή πολυξενικά, όταν αλλάζουν τους ξενιστές σαν τα πουκάμισα. Μπορούν να είναι επίσης αβλαβή, στον βαθμό που δεν εμποδίζουν τη φυσιολογική εξέλιξη του ξενιστή, και επικίνδυνα όταν προκαλούν ακόμη και τον θάνατό του.
Αυτά τα ολίγα περί παρασιτολογίας. Η οποία μπορεί να δώσει ερεθίσματα για ενδιαφέρουσες αντιστίξεις με την κρίση που διαπερνά τον διεθνή καπιταλισμό και την παρασιτολογική της αιτιολόγηση. Ο Πούτιν, αίφνης, χαρακτηρίζει παράσιτο την αμερικανική οικονομία με την έννοια ότι ζει και αναπτύσσεται, και μάλιστα ως ηγεμονική δύναμη του κόσμου, απομυζώντας ρευστότητα απ’ όλον τον πλανήτη, χάρη στο νομισματικό της μονοπώλιο. Και ζει και αναπτύσσεται πράγματι πέραν των δυνάμεών της, πέραν του πραγματικού πλούτου που παράγει, όπως απέδειξε η «θεατρική» κρίση για το αμερικανικό χρέος που είχε τη γνωστή έκβαση: ο Ομπάμα έδωσε γη και ύδωρ στους υπερσυντηρητικούς Ρεπουμπλικανούς, θυσιάζοντας την αμερικανική φτωχολογιά που ζει από την κοινωνική πρόνοια προκειμένου να μη θίξει φορολογικά τα πραγματικά παράσιτα της αμερικανικής οικονομίας, τη χρηματοπιστωτική ολιγαρχία και τους πλουσιότερους Αμερικανούς, που κάθε ανάσα τους, κάθε χιλιόμετρο που διανύουν με τα οκτακύλινδρα «θηρία» τους, κοστίζει όσο η δαπάνη για την ημερήσια σίτιση μιας αφρικανικής οικογένειας.
Στον αντίποδα της «ρετσινιάς» για την παρασιτική αμερικανική ολιγαρχία, οι αυθεντικοί πολιτικοί εκπρόσωποί της που συνδυάζουν τον μεταμοντέρνο νεοφιλελευθερισμό της αγοράς με κάθε είδους ιδεολογικό σκοταδισμό, κυρίως το Τea Ρarty, χαρακτηρίζουν πεμπτουσία του παρασιτισμού την επιβίωση των «παριών» της αμερικανικής κοινωνίας -των ανέργων, των αστέγων, των νεόπτωχων, των «αποτυχημένων»- με δαπάνες του κράτους. Και απαιτούν τη χρήση δραστικών παρασιτοκτόνων, εν ολίγοις την περιστολή, αν όχι και κατάργηση, και του τελευταίου ίχνους κοινωνικής δαπάνης. Εκ πρώτης όψεως, στην Ευρώπη αυτή η θέση ακούγεται και αντιμετωπίζεται ως ακραία, «παρασιτική» και ξένη προς το κοινωνικό της μοντέλο. Ωστόσο, η «κοινωνική» Ευρώπη έχει στην πράξη προσχωρήσει με ζήλο στα αντι-παρασιτικά κελεύσματα του Τea Ρarty. Η μόνη σταθερή συνταγή θεραπείας για την κρίση χρέους που μέχρι στιγμής εφαρμόζει είναι η αθρόα χρήση «παρασιτοκτόνων» κατά των κοινωνικών δαπανών, των δημόσιων αγαθών και κάθε ισχνής παροχής για τα θύματα της κρίσης. Η ίδια η εργασία και το κόστος της αντιμετωπίζονται ως το κατεξοχήν παράσιτο στον «οργανισμό» της ανάπτυξης. Εξ ου και κάθε δέσμη μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης έχει ως αρχή και τέλος της τη λιτότητα και τελικά τη μείωση του μισθολογικού κόστους. Τι φρικτό, αλήθεια, για τη μηχανή της απληστίας, να εξαρτάται από τη μισθωτή εργασία!
Ξαναγυρίζοντας στον Πούτιν και τις περί αμερικανικού παρασιτισμού μπηχτές του, οφείλουμε πράγματι να αναγνωρίσουμε ότι επισημαίνει μια γεωπολιτική ανισορροπία. Η αμερικανική οικονομία είναι πράγματι ένα παράσιτο στην παγκόσμια καπιταλιστική μηχανή. Εδώ και πολλά χρόνια αντλεί την ισχύ της από τον πλούτο που παράγουν οι άλλοι. Ζει με τα λεφτά των άλλων, είναι ο μεγαλύτερος μπαταχτσής του κόσμου, συμβάλλοντας στο 25% του παγκόσμιου κρατικού χρέους. Ωστόσο, πολλά στοιχεία παρασιτισμού μπορεί κανείς να καταλογίσει και στους διαμαρτυρόμενους Ρώσους ή ακόμη και τους Κινέζους. Η ίδια η Ρωσία, για παράδειγμα, αντλεί την πλανητική της ισχύ κυρίως χάρη στην τύχη ότι «κάθεται» πάνω σε ανεξάντλητα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό για τα κλυδωνιζόμενα αραβικά καθεστώτα, κατεξοχήν παρασιτικά εις βάρος των ίδιων των εξεγερμένων αραβικών κοινωνιών, αλλά και μονίμως παρασιτιζόμενα από την αυξανόμενη δίψα των άλλων οικονομιών για «μαύρο χρυσό». Και η Κίνα, δικαίως διαμαρτυρόμενη για τον εις βάρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων της παρασιτισμό των ΗΠΑ, δεν παρασιτεί λιγότερο προσφέροντας ως φθηνή πρώτη ύλη στις πολυεθνικές της Δύσης το αναλώσιμο εργατικό δυναμικό της, καταδικασμένο στην ανέχεια και στην ανελευθερία.
Μια ανάλογη εικόνα παρασιτικής συνεξέλιξης -κατά τον ορισμό της βιολογίας για την κοινή ανάπτυξη ξενιστή και παρασίτου- προσφέρεται ως ερμηνεία για την κρίση χρέους που κλονίζει την Ευρωζώνη. Η γερμανική ηγεσία υποδύεται αρκετά πειστικά τον ρόλο του καρτερικού ξενιστή όλης της Ευρωζώνης που συντηρεί τα παράσιτα του νότου. Ανεμίζει με κάθε ευκαιρία στα μούτρα τους τα πλεονάσματά της, με τα οποία, υποτίθεται, χρηματοδοτεί τα σχέδια διάσωσης των σπάταλων, υπερχρεωμένων παρασίτων. Αντιμετωπίζει την ελληνική κοινωνία ως πλασμώδιο του Λαβεράν, το παράσιτο που προκαλεί την ελονοσία και το οποίο μπορεί να επιφέρει τον θάνατο της Ευρωζώνης, βλέπει την Ιρλανδία και την Πορτογαλία σαν εχινόκοκκους στο λεπτό της έντερο και την Ιταλία και την Ισπανία πλέον σαν ενοχλητικά τσιμπούρια στο δέρμα της. Παρ’ όλα αυτά, ο παρασιτικός της μύθος μπορεί εύκολα να ανατραπεί, ακόμη και ν’ αντιστραφεί εντελώς. Τι θα ήταν η γερμανική οικονομία χωρίς τη μεγάλη αγορά των 500 εκατομμυρίων καταναλωτών εις βάρος των οποίων παρασιτεί κατά τη δεκαετία του ευρώ; Πώς θα πετύχαινε τον εξαγωγικό, πλεονασματικό της μύθο αν οι παρασιτικοί της εταίροι δεν υπερδανείζονταν για να αγοράζουν τα αγαθά της; Πώς θα εξασφάλιζε τον παραγωγικό της άθλο αν δεν επέβαλε δεκαετή λιτότητα στους ίδιους τους Γερμανούς μισθωτούς, αυτόν τον ιδιότυπο φόρο του ξενιστή που θέλει να καταστήσει κανόνα σε όλο την Ε.Ε.; Πώς θα μετατρεπόταν σε χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ευρωζώνης αν οι τράπεζές της για χρόνια δεν παρασιτούσαν στα κρατικά ομόλογα των άλλων; Και πώς θα εξασφάλιζε την πιστωτική ασυλία του χαμηλού επιτοκίου του «ξενιστή» της Ευρωζώνης, αν δεν υπήρχαν τα «παράσιτα» της περιφέρειας να ανέχονται τα υψηλά spreads και τελικά να χρηματοδοτούν το χαμηλό κόστος δανεισμού του ηγεμόνα του ευρώ;
Είναι προφανές ότι σ’ αυτόν τον αλληλένδετο κόσμο, που φλερτάρει με την ολική καταστροφή ξενιστών και παρασίτων με φόντο την παγκόσμια κρίση χρέους, κάποιοι παρασιτούν εις βάρος άλλων. Το θέμα είναι να βρούμε ποιος είναι ποιος. Ποιος ο ξενιστής και ποιος το παράσιτο. Υπάρχουν πολλές παράλληλες και διασταυρούμενες παρασιτικές σχέσεις ανάμεσα σε κράτη, οικονομικές ζώνες, πολιτικές και οικονομικές ελίτ, τάξεις και κοινωνικά στρώματα. Αν, ωστόσο, συμφωνούμε όλοι ότι το σύμπτωμα που ταλαιπωρεί το εντερικό σύστημα του πλανήτη είναι η κρίση χρέους, κι αν στην κρίση αυτή υπάρχουν δυο πλευρές, τα κράτη-οφειλέτες (και τελικά οι κοινωνίες-οφειλέτες) και οι ιδιώτες πιστωτές (και σε τελευταία ανάλυση ο χρηματοπιστωτικός Λεβιάθαν), μπορούμε να διακρίνουμε εύκολα ποιος είναι ο ξενιστής και ποιο το παράσιτο σ’ αυτή τη θανατηφόρα σχέση. Αρκεί να θυμηθούμε πως η εκτίναξη του παγκόσμιου κρατικού χρέους, στην κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008, δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα της απόφασης των πολιτικών ελίτ (των οποίων ο παρασιτισμός είναι ένα αυτοτελές κεφάλαιο) να σώσουν τις τράπεζες με τουλάχιστον 10 τρισ. δολάρια από χρήματα των φορολογουμένων. Γνωρίζοντας το σύμπτωμα, αναγνωρίζοντας και την αιτία, η λύση είναι η λήψη του κατάλληλου καθαρτικού. Η χρηματοπιστωτική ταινία -αυθεντικό δείγμα Tenia solium, που φτάνει και τα οκτώ μέτρα, καταλαμβάνοντας σχεδόν όλο το μήκος του ανθρώπινου εντέρου- θα αποβληθεί διά της κλασικής, αφοδευτικής οδού. Προς το παρόν, ζούμε τον παραλογισμό. Ο παγκόσμιος καπιταλιστικός οργανισμός προσπαθεί ν’ απαλλαγεί από το σύμπτωμα με καθάρσιο που σκοτώνει τον ξενιστή και θεριεύει τα παράσιτα.
Ας αρχίσουμε με μερικές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Παράσιτο στη βιολογία ονομάζεται κάθε οργανισμός που ζει σε βάρος άλλου. Ο οργανισμός-θύμα χαρακτηρίζεται ξενιστής, με την έννοια ότι «φιλοξενεί» -ηθελημένα ή αθέλητα, αδιάφορο προς το παρόν- το παράσιτο που «κατσικώνεται» με το «έτσι θέλω» εντός του και τρέφεται από τον ξενιστή. Δηλαδή από τον βιολογικό του «πλούτο». Πολλάκις από το ίδιο του το αίμα. Η κοινωνικότητα των παρασίτων και των ξενιστών έχει πολύ ενδιαφέρον. Τα παράσιτα που φιλοξενούνται από τον ξενιστή εξωτερικά, π.χ. στο δέρμα του, αποκαλούνται εξωπαράσιτα. Όπως τα τσιμπούρια. Αυτά που ζουν εντός του, όπως π.χ. οι ταινίες στο πεπτικό σύστημα, χαρακτηρίζονται εσωπαράσιτα. Τα παράσιτα μπορεί να είναι μονοξενικά, αν παραμένουν περίπου εφ’ όρου ζωής τους σ’ έναν ξενιστή, ή πολυξενικά, όταν αλλάζουν τους ξενιστές σαν τα πουκάμισα. Μπορούν να είναι επίσης αβλαβή, στον βαθμό που δεν εμποδίζουν τη φυσιολογική εξέλιξη του ξενιστή, και επικίνδυνα όταν προκαλούν ακόμη και τον θάνατό του.
Αυτά τα ολίγα περί παρασιτολογίας. Η οποία μπορεί να δώσει ερεθίσματα για ενδιαφέρουσες αντιστίξεις με την κρίση που διαπερνά τον διεθνή καπιταλισμό και την παρασιτολογική της αιτιολόγηση. Ο Πούτιν, αίφνης, χαρακτηρίζει παράσιτο την αμερικανική οικονομία με την έννοια ότι ζει και αναπτύσσεται, και μάλιστα ως ηγεμονική δύναμη του κόσμου, απομυζώντας ρευστότητα απ’ όλον τον πλανήτη, χάρη στο νομισματικό της μονοπώλιο. Και ζει και αναπτύσσεται πράγματι πέραν των δυνάμεών της, πέραν του πραγματικού πλούτου που παράγει, όπως απέδειξε η «θεατρική» κρίση για το αμερικανικό χρέος που είχε τη γνωστή έκβαση: ο Ομπάμα έδωσε γη και ύδωρ στους υπερσυντηρητικούς Ρεπουμπλικανούς, θυσιάζοντας την αμερικανική φτωχολογιά που ζει από την κοινωνική πρόνοια προκειμένου να μη θίξει φορολογικά τα πραγματικά παράσιτα της αμερικανικής οικονομίας, τη χρηματοπιστωτική ολιγαρχία και τους πλουσιότερους Αμερικανούς, που κάθε ανάσα τους, κάθε χιλιόμετρο που διανύουν με τα οκτακύλινδρα «θηρία» τους, κοστίζει όσο η δαπάνη για την ημερήσια σίτιση μιας αφρικανικής οικογένειας.
Στον αντίποδα της «ρετσινιάς» για την παρασιτική αμερικανική ολιγαρχία, οι αυθεντικοί πολιτικοί εκπρόσωποί της που συνδυάζουν τον μεταμοντέρνο νεοφιλελευθερισμό της αγοράς με κάθε είδους ιδεολογικό σκοταδισμό, κυρίως το Τea Ρarty, χαρακτηρίζουν πεμπτουσία του παρασιτισμού την επιβίωση των «παριών» της αμερικανικής κοινωνίας -των ανέργων, των αστέγων, των νεόπτωχων, των «αποτυχημένων»- με δαπάνες του κράτους. Και απαιτούν τη χρήση δραστικών παρασιτοκτόνων, εν ολίγοις την περιστολή, αν όχι και κατάργηση, και του τελευταίου ίχνους κοινωνικής δαπάνης. Εκ πρώτης όψεως, στην Ευρώπη αυτή η θέση ακούγεται και αντιμετωπίζεται ως ακραία, «παρασιτική» και ξένη προς το κοινωνικό της μοντέλο. Ωστόσο, η «κοινωνική» Ευρώπη έχει στην πράξη προσχωρήσει με ζήλο στα αντι-παρασιτικά κελεύσματα του Τea Ρarty. Η μόνη σταθερή συνταγή θεραπείας για την κρίση χρέους που μέχρι στιγμής εφαρμόζει είναι η αθρόα χρήση «παρασιτοκτόνων» κατά των κοινωνικών δαπανών, των δημόσιων αγαθών και κάθε ισχνής παροχής για τα θύματα της κρίσης. Η ίδια η εργασία και το κόστος της αντιμετωπίζονται ως το κατεξοχήν παράσιτο στον «οργανισμό» της ανάπτυξης. Εξ ου και κάθε δέσμη μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης έχει ως αρχή και τέλος της τη λιτότητα και τελικά τη μείωση του μισθολογικού κόστους. Τι φρικτό, αλήθεια, για τη μηχανή της απληστίας, να εξαρτάται από τη μισθωτή εργασία!
Ξαναγυρίζοντας στον Πούτιν και τις περί αμερικανικού παρασιτισμού μπηχτές του, οφείλουμε πράγματι να αναγνωρίσουμε ότι επισημαίνει μια γεωπολιτική ανισορροπία. Η αμερικανική οικονομία είναι πράγματι ένα παράσιτο στην παγκόσμια καπιταλιστική μηχανή. Εδώ και πολλά χρόνια αντλεί την ισχύ της από τον πλούτο που παράγουν οι άλλοι. Ζει με τα λεφτά των άλλων, είναι ο μεγαλύτερος μπαταχτσής του κόσμου, συμβάλλοντας στο 25% του παγκόσμιου κρατικού χρέους. Ωστόσο, πολλά στοιχεία παρασιτισμού μπορεί κανείς να καταλογίσει και στους διαμαρτυρόμενους Ρώσους ή ακόμη και τους Κινέζους. Η ίδια η Ρωσία, για παράδειγμα, αντλεί την πλανητική της ισχύ κυρίως χάρη στην τύχη ότι «κάθεται» πάνω σε ανεξάντλητα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό για τα κλυδωνιζόμενα αραβικά καθεστώτα, κατεξοχήν παρασιτικά εις βάρος των ίδιων των εξεγερμένων αραβικών κοινωνιών, αλλά και μονίμως παρασιτιζόμενα από την αυξανόμενη δίψα των άλλων οικονομιών για «μαύρο χρυσό». Και η Κίνα, δικαίως διαμαρτυρόμενη για τον εις βάρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων της παρασιτισμό των ΗΠΑ, δεν παρασιτεί λιγότερο προσφέροντας ως φθηνή πρώτη ύλη στις πολυεθνικές της Δύσης το αναλώσιμο εργατικό δυναμικό της, καταδικασμένο στην ανέχεια και στην ανελευθερία.
Μια ανάλογη εικόνα παρασιτικής συνεξέλιξης -κατά τον ορισμό της βιολογίας για την κοινή ανάπτυξη ξενιστή και παρασίτου- προσφέρεται ως ερμηνεία για την κρίση χρέους που κλονίζει την Ευρωζώνη. Η γερμανική ηγεσία υποδύεται αρκετά πειστικά τον ρόλο του καρτερικού ξενιστή όλης της Ευρωζώνης που συντηρεί τα παράσιτα του νότου. Ανεμίζει με κάθε ευκαιρία στα μούτρα τους τα πλεονάσματά της, με τα οποία, υποτίθεται, χρηματοδοτεί τα σχέδια διάσωσης των σπάταλων, υπερχρεωμένων παρασίτων. Αντιμετωπίζει την ελληνική κοινωνία ως πλασμώδιο του Λαβεράν, το παράσιτο που προκαλεί την ελονοσία και το οποίο μπορεί να επιφέρει τον θάνατο της Ευρωζώνης, βλέπει την Ιρλανδία και την Πορτογαλία σαν εχινόκοκκους στο λεπτό της έντερο και την Ιταλία και την Ισπανία πλέον σαν ενοχλητικά τσιμπούρια στο δέρμα της. Παρ’ όλα αυτά, ο παρασιτικός της μύθος μπορεί εύκολα να ανατραπεί, ακόμη και ν’ αντιστραφεί εντελώς. Τι θα ήταν η γερμανική οικονομία χωρίς τη μεγάλη αγορά των 500 εκατομμυρίων καταναλωτών εις βάρος των οποίων παρασιτεί κατά τη δεκαετία του ευρώ; Πώς θα πετύχαινε τον εξαγωγικό, πλεονασματικό της μύθο αν οι παρασιτικοί της εταίροι δεν υπερδανείζονταν για να αγοράζουν τα αγαθά της; Πώς θα εξασφάλιζε τον παραγωγικό της άθλο αν δεν επέβαλε δεκαετή λιτότητα στους ίδιους τους Γερμανούς μισθωτούς, αυτόν τον ιδιότυπο φόρο του ξενιστή που θέλει να καταστήσει κανόνα σε όλο την Ε.Ε.; Πώς θα μετατρεπόταν σε χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ευρωζώνης αν οι τράπεζές της για χρόνια δεν παρασιτούσαν στα κρατικά ομόλογα των άλλων; Και πώς θα εξασφάλιζε την πιστωτική ασυλία του χαμηλού επιτοκίου του «ξενιστή» της Ευρωζώνης, αν δεν υπήρχαν τα «παράσιτα» της περιφέρειας να ανέχονται τα υψηλά spreads και τελικά να χρηματοδοτούν το χαμηλό κόστος δανεισμού του ηγεμόνα του ευρώ;
Είναι προφανές ότι σ’ αυτόν τον αλληλένδετο κόσμο, που φλερτάρει με την ολική καταστροφή ξενιστών και παρασίτων με φόντο την παγκόσμια κρίση χρέους, κάποιοι παρασιτούν εις βάρος άλλων. Το θέμα είναι να βρούμε ποιος είναι ποιος. Ποιος ο ξενιστής και ποιος το παράσιτο. Υπάρχουν πολλές παράλληλες και διασταυρούμενες παρασιτικές σχέσεις ανάμεσα σε κράτη, οικονομικές ζώνες, πολιτικές και οικονομικές ελίτ, τάξεις και κοινωνικά στρώματα. Αν, ωστόσο, συμφωνούμε όλοι ότι το σύμπτωμα που ταλαιπωρεί το εντερικό σύστημα του πλανήτη είναι η κρίση χρέους, κι αν στην κρίση αυτή υπάρχουν δυο πλευρές, τα κράτη-οφειλέτες (και τελικά οι κοινωνίες-οφειλέτες) και οι ιδιώτες πιστωτές (και σε τελευταία ανάλυση ο χρηματοπιστωτικός Λεβιάθαν), μπορούμε να διακρίνουμε εύκολα ποιος είναι ο ξενιστής και ποιο το παράσιτο σ’ αυτή τη θανατηφόρα σχέση. Αρκεί να θυμηθούμε πως η εκτίναξη του παγκόσμιου κρατικού χρέους, στην κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008, δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα της απόφασης των πολιτικών ελίτ (των οποίων ο παρασιτισμός είναι ένα αυτοτελές κεφάλαιο) να σώσουν τις τράπεζες με τουλάχιστον 10 τρισ. δολάρια από χρήματα των φορολογουμένων. Γνωρίζοντας το σύμπτωμα, αναγνωρίζοντας και την αιτία, η λύση είναι η λήψη του κατάλληλου καθαρτικού. Η χρηματοπιστωτική ταινία -αυθεντικό δείγμα Tenia solium, που φτάνει και τα οκτώ μέτρα, καταλαμβάνοντας σχεδόν όλο το μήκος του ανθρώπινου εντέρου- θα αποβληθεί διά της κλασικής, αφοδευτικής οδού. Προς το παρόν, ζούμε τον παραλογισμό. Ο παγκόσμιος καπιταλιστικός οργανισμός προσπαθεί ν’ απαλλαγεί από το σύμπτωμα με καθάρσιο που σκοτώνει τον ξενιστή και θεριεύει τα παράσιτα.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (6/8/2011)
…Η ομάδα της αστικής τάξης που κυβερνούσε και νομοθετούσε με τα κοινοβούλια είχε άμεσο συμφέρον στην καταχρέωση του κράτους. Το κρατικό έλλειμμα αυτό ήταν ίσα ίσα το καθαυτό αντικείμενο της κερδοσκοπίας της και η κύρια πηγή του πλουτισμού της. Κάθε χρόνο κι από ένα νέο έλλειμμα. Ύστερα από κάθε τέσσερα-πέντε χρόνια κι από ένα νέο δάνειο. Και κάθε νέο δάνειο πρόσφερε στη χρηματική αριστοκρατία μία καινούργια ευκαιρία να κατακλέβει το κράτος, που κρατιόταν τεχνικά στο χείλος της χρεοκοπίας – και που ήταν υποχρεωμένο να διαπραγματεύεται με τους τραπεζίτες κάτω από τους πιο δυσμενείς όρους. Κάθε νέο δάνειο της πρόσφερε μιαν ακόμη ευκαιρία να καταληστεύει με χρηματιστηριακές επιχειρήσεις το κοινό που τοποθετούσε τα κεφάλαιά του σε κρατικά ομόλογα και που στα μυστικά τους ήταν μπασμένες η κυβέρνηση και η πλειοψηφία της Βουλής.
Kαρλ Mαρξ, «Οι ταξικοί αγώνες στην Γαλλία 1848-1850»
Kαρλ Mαρξ, «Οι ταξικοί αγώνες στην Γαλλία 1848-1850»
Subscribe to:
Posts (Atom)