Πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν ακόμη σχετικά νέος στη δημοσιογραφία,
ο διευθυντής της εφημερίδας που δούλευα με επέπληξε μια μέρα, με αστική
ευγένεια είναι αλήθεια, για το γεγονός
ότι είχε διαφύγει της προσοχής μου συντακτικό λάθος σε τίτλο κειμένου. Παρ’ ότι
ήμουν αρκετά καλός γνώστης και χρήστης της ελληνικής, δεν υπήρξα ποτέ φανατικός
καθαρολόγος, είτε της λαϊκότροπης είτε της λογίας εκδοχής. Και σε κάθε
περίπτωση δεν ήμουν πιστός στους κανόνες των γλωσσικών εγχειριδίων, για τον
απλούστατο λόγο ότι, όπως όλοι της γενιάς μου, έζησα την ραγδαία μετάβαση από
την κυριαρχία της απλής καθαρεύουσας του επίσημου λόγου στον θρίαμβο της απλής
δημοτικής, που καθιστούσε «ορθά» και απολύτως αποδεκτά χιλιάδες «λάθη» της
παλαιάς γλώσσας.
«Μετά από…». Αυτό ήταν το λάθος που προκάλεσε την παρατήρηση του
διευθυντή μου. «Κλασικό λάθος, δυο προθέσεις, η μια μετά την άλλη δεν πάνε
ποτέ», είπε για να τεκμηριώσει την παρατήρηση. Ακριβής παρατήρηση, σύμφωνα με
τους κανόνες της αρχαΐζουσας, της απλής καθαρεύουσας ή της λόγιας δημοτικής που
επιχείρησαν να επιβάλουν οι εφημερίδες τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά τόσο
ασύμβατη με τη ζωντανή πραγματικότητα της γλώσσας. Στα περισσότερα επίσημα
κείμενα, στα σχολικά βιβλία, στα δικόγραφα, τις δικαστικές αποφάσεις, τα ΦΕΚ ή
τα επίσημα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το λάθος «μετά από» είναι πια το νέο
σωστό. Η πλειοψηφία των «ασυντάκτων» επέβαλε τον νέο κανόνα της στους
καθαρολόγους της συντακτικής ακαμψίας. Οι γλώσσες είναι ζωντανοί οργανισμοί
γιατί τις μιλούν ζωντανοί άνθρωποι, κι αν αυτοί συμφωνήσουν ότι με το «λάθος»
τους εννοούν το ίδιο «σωστό» πράγμα, τότε το λάθος γίνεται σωστό. Εκ των
πραγμάτων, το λάθος είναι ο πρόγονος του σωστού.
Μού ξανασυνέβη αυτό πρόσφατα, όταν αναζητούσα την οδό «Πεύκων» στο
Ηράκλειο, αλλά όλοι όσους ρώτησα να με προσανατολίσουν με διόρθωναν, άλλος
αυστηρά, άλλος αυθόρμητα: «Πευκών»! Τα πεύκα των πεύκων, ή τα πεύκα των πευκών;
Με έκανε να αναρωτιέμαι η βεβαιότητα με την οποία με διόρθωναν, έκλινα όσα
δευτερόκλιτα ουδέτερα μου έρχονταν στο μυαλό, «τα δένδρα των δένδρων, όχι των
δενδρών, τα δώρα των δώρων, όχι των δωρών, δεν μπορεί να κάνω λάθος», αλλά ο αταλάντευτος
τονισμός των κατοίκων με κάνει να πιστεύω ότι, τελικά, ο οδογράφος του εγγύς
μέλλοντος θα προσαρμοστεί και θα κατεβάσει τον τόνο. Ή το πολύ πολύ θα κρύψει
την πάλη ανάμεσα στο «λάθος» και το «σωστό» πίσω από έξι κεφαλαία γράμματα:
ΠΕΥΚΩΝ. Κι όλοι θα ‘ναι ευχαριστημένοι.
***
Η γλώσσα είναι ένα σχετικά ανώδυνο πεδίο αυτού του κανόνα, ότι το σωστό
είναι πρόγονος του λάθους. Κανείς δεν έπαθε τίποτα επειδή μια πρόθεση
χρησιμοποιείται πια σαν σύνδεσμος, κανείς δεν έπαθε τίποτα επειδή ένας τόνος
κατεβαίνει ή ανεβαίνει λάθος, κανείς δεν διανοήθηκε ποτέ να διορθώσει τη λάθος
προστακτική «επέστρεφε» στο ποίημα του Καβάφη, κι αν αποφάσιζε κανείς να
διορθώσει ριζικά όλες τις παραφθορές στις λέξεις που γεννούν νέες λέξεις, στο
τέλος θα κατέληγε σε ένα ιδίωμα που δεν θα καταλάβαινε κανείς. Ο κανόνας είναι
απλούστατος: ανεξαρτήτως τόνου, ορθογραφίας, σύνταξης όλοι ή οι περισσότεροι να
εννοούμε το ίδιο πράγμα και με το σωστό και με το λάθος που κυριαρχεί ως σωστό.
Τα πράγματα δυσκολεύουν όταν βγούμε πέρα από το λεκτικό σύμπαν, όταν
περάσουμε στο πεδίο της χειροπιαστής πραγματικότητας, αυτής που ρυθμίζει τις
ζωές μας και καθορίζει την επιβίωσή μας σε ένα περιβάλλον εξ ορισμού
επικίνδυνο, ενίοτε και εχθρικό προς τη φύση μας. Ένας πυρήνας αδιαπραγμάτευτης
ορθότητας πρέπει να υπάρχει, δεν μπορεί. Ίσως είναι ανεκτό να γίνει «λάθος» το
«ορθό» «ου μοιχεύσεις», ίσως υπό συγκεκριμένες συνθήκες το «ου κλέψεις» είναι
λάθος, αφού εξαρτάται από το ποιος κλέβει ποιον- έτσι κι αλλιώς είναι «σωστό» ο
πλούσιος να κλέβει τον φτωχό, πώς αλλιώς θα υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, είναι
«σωστό» το κράτος να κλέβει τους πάντες, αλλιώς πώς θα υπήρχε κράτος-. Αλλά
όταν φτάνεις στο «ου φονεύσεις» τα πράγματα αλλάζουν, ο «σωστός» φόνος είναι η
απόκλιση –άμυνα, πόλεμος-, το ου φονεύσεις δεν θα γίνει ποτέ «λάθος», εκτός αν
αποφασίσουμε ή αποφασίσουν άλλοι για μας να αφανιστούμε ως είδος.
***
Αυτά φαίνονται κι ακούγονται αυτονόητα, υποτίθεται ότι όλοι μας έχουμε
εμπεδωμένο έναν αδιαπραγμάτευτο πυρήνα ορθότητας, η ίδια η κοινωνική δομή, όσο
εκμεταλλευτική και καταπιεστική κι αν είναι, το ίδιο το σύστημα διακυβέρνησης,
όσο αυταρχικό, ψευδοδημοκρατικό ή απάνθρωπο κι αν είναι, έχουν τον δικό τους
πυρήνα ορθολογισμού, έστω ως κώδικα αυτοσυντήρησης, που δεν τους επιτρέπει να
βαφτίζουν κάθε τι «λάθος» σε «σωστό» κι αντίστροφα.
Κι όμως, πολλά συνηγορούν ότι το καπιταλιστικό μας σύμπαν γοργά
εγκαταλείπει κι αυτόν τον ελάχιστο πυρήνα ορθολογισμού. Η Δύση, με το δεξιό
αλλά και με το αριστερό προφίλ της, παρακολουθεί με αποτροπιασμό και
συντάσσεται με σπάνια ομοθυμία στη εξόντωση του ανορθολογικού Ισλαμικού Κράτους
στη Συρία, που ισοπεδώνει κάθε κώδικα σωστού και λάθους. Αλλά την ίδια στιγμή
σαρώνει στο έδαφός της ό,τι έχει απομείνει από την παράδοση Διαφωτισμού και
Ορθολογισμού που τη γέννησε. Υποτίθεται ότι ο ανταγωνισμός- ανάμεσα σε έθνη,
κράτη, πολιτισμούς, τάξεις, άτομα- αναγνωρίστηκε ως πηγή φθοράς και
αυτοκαταστροφής και το «σωστό» ήταν η αυστηρή οριοθέτησή του. Τώρα, η
ανταγωνιστικότητα προβάλλεται ως όρος ύπαρξης και αναπαραγωγής υπερεθνικών
ενώσεων, κρατών, τάξεων και ατόμων. Ναι, ακόμη και τάξεων, αφού η κυρίαρχη
οικονομική ελίτ έχει κάνει τα πάντα για να «καταργήσει» την πάλη των τάξεων,
αλλά ταυτόχρονα έχει κηρύξει έναν ανελέητο πόλεμο εξόντωσης των υποτελών
τάξεων.
Το χειρότερο σύμπτωμα αυτής της αλλαγής είναι η ευκολία προσαρμογής των
υποτελών στρωμάτων στη νέα κλίμακα «ορθού και λάθους» που επιβάλλει η
οικονομική και πολιτική ελίτ του κόσμου. Ανεπαισθήτως, προσχωρούμε στο «λάθος»
που γίνεται «σωστό». Μεσολάβησαν χιλιετίες για να αποκτήσουν οι κοινωνίες και
να θεσπίσουν τα κράτη μιαν ελάχιστη αλληλεγγύη γενεών- δεν θανατώνουμε τους
γέρους στον Καιάδα, δεν εγκαταλείπουμε τους ανάπηρους, δεν απομονώνουμε τους
παραβάτες, δεν εκθέτουμε τα παιδιά σε κίνδυνο-. Αυτό το ελάχιστο, που
ονομάστηκε βαρύγδουπα «κοινωνικό κράτος», αντιμετωπίζεται σήμερα σαν ένα
παράλογο εμπόδιο της «προόδου», ένα εμπόδιο που πρέπει να απαλειφθεί ή να
εκμηδενιστεί ως κόστος.
Μεσολάβησαν αιώνες μέχρι να εξοικειωθεί το «σύστημα» με την ιδέα ότι
υπάρχει ένα απαραβίαστο όριο στο πόση φτώχεια ή πείνα αντέχουν τα ανδράποδα της
μισθωτής εργασίας, για να μπορούν να ξαναπάνε την άλλη μέρα στη δουλειά, ή
πόσες ώρες δουλειάς σηκώνουν τα χέρια και το μυαλό τους. Κι όμως, τώρα, αυτό το
«απαραβίαστο όριο» εξαφανίζεται ραγδαία από το νομοθετικό εποικοδόμημα των
καπιταλιστικών κοινωνιών. Μεσολάβησαν ποταμοί αίματος και αιώνες κοινωνικών συγκρούσεων μέχρι να συμβιβαστούν οι ιθύνουσες τάξεις με την ιδέα ότι κάποιας μορφής κοινωνική διαπραγμάτευση είναι αναπόφευκτη, ένας βαθμός αναδιανομής του πλούτου, έστω για να κλείνουν στόματα και να εξασφαλίζεται ταξική ειρήνη, είναι αναγκαίος. Τώρα, δεν υπάρχει όριο στο πόσο πλούτο χρειάζεται να συσσωρεύσει το 0,1% της ανθρωπότητας που ζει εις βάρος του 99,9%. Η απληστία είναι η μόνη πηγή πλούτου, η εργασία ένα περιττό βάρος.
Δεν είναι κάτι πρωτοφανές για τα ιερατεία της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας η προσχώρηση στον (αυτό)καταστροφικό ανορθολογισμό. Πρωτοφανής είναι η ταχύτητα και βιαιότητα με την οποία διεισδύει στα μυαλά των υποτελών. Ό,τι ήταν κραυγαλέα λάθος πριν από είκοσι χρόνια, σήμερα έχει γίνει το αυτονόητα σωστό. Ό,τι ήταν οπισθοδρόμηση χαρακτηρίζεται πρόοδος. Ο αδιανόητος αποκεφαλισμός ξεκίνησε από το ανώδυνο λεκτικό παιχνίδι, κατέλαβε κάθε περιοχή νοήματος και τώρα επιβάλλει μια καθημερινότητα βαναυσότητας και καχεξίας. Οικονομικής και διανοητικής. Δεν υπάρχει καμιά αντίφαση πια ανάμεσα στις λέξεις κι αυτό που νοηματοδοτούν. Το λάθος κατακλύζει την ενδοχώρα του σωστού.