ΕΦΣΥΝ, 31/8/2019
Το πρόβλημα με τις κρίσεις και τους -φαύλους, ομαλούς ή ανώμαλους- κύκλους τους είναι ότι τα θύματά τους, όσα τουλάχιστον παραμένουν ζωντανά, πλήττονται από το σύνδρομο της Ωραίας Κοιμωμένης. Ξυπνούν και δεν θυμούνται τίποτα. Δεν θυμούνται πώς ξεκίνησαν όλα. Ποιος τους σβούριξε τη ροπαλιά που τους έριξε ξερούς; Ποιος τους χτύπησε την παραμύθα στη φλέβα και τους βύθισε στον μεγάλο ύπνο;
Φέρ’ ειπείν: από αύριο υποτίθεται πως τελειώνουμε οριστικά με τα κάπιταλ κοντρόλ (οι κοινοί θνητοί έχουμε καθαρίσει προ έτους, αλλά ας πούμε πως έπεσε και το τελευταίο οχυρό). Η κυβέρνηση μας καλεί να ανοίξουμε σαμπάνιες. Ασφαλείς πληροφορίες αναφέρουν ότι σκέπτεται να καθιερώσει την ημερομηνία 1η Σεπτεμβρίου ως τρίτη εθνικοαπελευθερωτική επέτειο, μετά την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου, καθότι υπεράνω όλων πατρίς οι τράπεζες και έσχατα σύνορά της τα γκισέ, τα ATM και το e-banking.
Κάπιταλ κοντρόλ τέλος, λοιπόν, αλλά στο μεταξύ έχουμε ξεχάσει τα βασικά: ποιος τα επέβαλε, υπέρ ποιου και σε βάρος ποιου. Κι οφείλω να αναγνωρίσω στον Βαρουφάκη -που κατά τα λοιπά μπορούμε να του καταλογίζουμε πολλά, πέραν της επιχείρησης εξαφάνισης των «ν» από το αλφάβητο- ότι μας θύμισε το στοιχειώδες: ήταν η ΕΚΤ, το ευρωσύστημα, η δικτατορία Φρανκφούρτης-Βρυξελλών που επέβαλαν την τιμωρητική ασφυξία, τη νομισματική τρομοκρατία του ELA – και όχι του ΕΛΑ. Και δη όχι στις 29 Ιουνίου του 2015, αλλά πολύ νωρίτερα, από τον Γενάρη του ίδιου χρόνου. Στην πραγματικότητα ακόμη νωρίτερα, τουλάχιστον από το 2010, όταν έγιναν εμψυχωτές της τεράστιας φυγής κεφαλαίων από τις ελληνικές προς τις γερμανικές, τις γαλλικές και άλλες τράπεζες. Κι όταν επέβαλαν σε μας να γίνουμε ακούσιοι χορηγοί της εγχώριας τραπεζοκρατίας, φορολογικά υποζύγια της διάσωσής της με τις αλλεπάλληλες ανακεφαλαιοποιήσεις.
Αυτά τα στοιχειώδη φάνηκε να έχει κατανοήσει η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας το 2015, όταν με απροσδόκητη ψυχραιμία, χωρίς υστερίες και πανικούς, στήθηκε υπομονετικά στις ουρές για το κατά κεφαλήν 60άρι της μέρας, 24ωρα πριν πάει στην κάλπη και ρίξει με πείσμα «όχι» (η τύχη του οποίου είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία, ας μην την πιάσουμε τώρα). Κι η ψυχραιμία των πολλών προ του ολέθρου των κάπιταλ κοντρόλ, σημάδι πως μάλλον δεν μας ψέκασαν ή πως τα ψεκάσματα ήταν ληγμένα, ήρθε σε χτυπητή αντίθεση με το αθόρυβο, ακήρυχτο, ακατάγγελτο bank run, με το οποίο η κραταιά ελληνική ολιγαρχία, η περιούσια μεσαία τάξη και η παρασιτική γραφειοκρατία επί πέντε χρόνια στράγγιξαν, εξαφάνισαν και ξαπόστειλαν στο εξωτερικό καταθέσεις 150 δισ. ευρώ, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Αλλά αυτή η βασική ιστορία έχει ξεχαστεί, έχει εξαφανιστεί. Οπότε τελικά μάλλον μας ψεκάζουν.
Μας ψεκάζουν, δεν εξηγείται αλλιώς, γιατί από τη συλλογική μας μνήμη κοντεύει να εξαφανιστεί και η άλλη βασική αλήθεια: ότι δεν ήταν οι τράπεζες τα θύματα της κρίσης, αλλά η αιτία τους - μία από τις αιτίες τους, για να είμαστε ακριβείς. Οτι το 2007, όταν έσκασε η αμερικανική φούσκα των τοξικών ενυπόθηκων δανείων που με κανιβαλική χαρά είχαν αγοράσει όλες οι καθωσπρέπει τράπεζες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των ευρωζωνικών, όλες οι καθωσπρέπει κυβερνήσεις του κόσμου, νεοφιλελεύθερες ή σοσιαλφιλελεύθερες, έσπευσαν να σώσουν τις τράπεζες φιλοδωρώντας τες τουλάχιστον με 10 τρισ. δολάρια σε Ασία, Ευρώπη κι Αμερική. Μετέτρεψαν έτσι πρόθυμα, σε 2-3 χρόνια, το τραπεζικό χρέος σε δημόσιο, το οποίο πληρώσαμε και θα πληρώνουμε εμείς, τα παιδιά μας, τα εγγόνια, τα δισέγγονα, τα τρισέγγονά μας. Δεν είναι σχήμα λόγου, τουλάχιστον για τη μεταμνημονιακή Ελλάδα, αλλά η κυριολεξία που προκύπτει από τη λήξη του ελληνικού χρέους το 2060 ή τη λήξη του Υπερταμείου κάπου στα 2114 μ.Χ., όταν ο Αρης θα έχει εποικιστεί, η Σελήνη θα έχει γίνει Μύκονος του επόμενου αιώνα και η Ε.Ε. θα έχει συρρικνωθεί σε ασήμαντη υποσημείωση στα βιβλία της Ιστορίας.
Μας ψεκάζουν, και προφανώς εισπνέουμε το ψέκασμα αδιαμαρτύρητα. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι έχουμε ξεχάσει εντελώς ότι το τραπεζικό σύστημα, που ανυποψίαστοι διασώζουμε, στην ουσία δεν υπάρχει εδώ και χρόνια. Χελόου! Πίστη σημαίνει πίστωση, αλλά εδώ και οκτώ χρόνια είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν χορηγεί δάνεια. Σώζουμε κάτι που δεν υπάρχει. Ή υπάρχει μόνο για τον εαυτό του και τους ελάχιστους ακολούθους του. Το τραπεζικό σύστημα υπάρχει γιατί εμείς εξακολουθούμε να παίζουμε τον ρόλο των πιστωτών του. Ανεχόμαστε μια τεράστια πολιτική απάτη που κατάπιε ακόμη και τον πιο άγριο θυμό μας.
ΟΚ, καταλαβαίνω πως χάσαμε. Χάσαμε ποικιλοτρόπως. Αλλά δεν υπάρχει λόγος ούτε να ξεχάσουμε ούτε να το χάσουμε.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ο,τι δεν έκανε εκείνος, να ανατινάξει την τράπεζα, να αδειάσει ένα σαρανταπεντάρι στο στήθος ενός ξετσίπωτου υπουργού, θα το έκανε η ίδια, μα το Θεό, η Ευδοκία Χαιρετάκη το γένος Λιόδη θα γινόταν Κουφοντίνας. Ρώσικο κοκοράτο Μπαϊκάλ κάπου 490 ευρώ ή καραμπίνα χράπα-χράπα, μόνο 250, τα άκουγε αναγκαστικά κι αυτή και άλλες πελάτισσες στο κομμωτήριο, ο άντρας της Λούσυ στο ταμείο μιλούσε στο τηλέφωνο συνεχώς για ράτσες λαγόσκυλων, κολάρα γαβγίσματος, καρτεροντούφεκα, τιμές όπλων και ανταλλακτικών.
Ιωάννα Καρυστιάνη, «Το φαράγγι»
Αξεπέραστη περίπτωση εθελοντικής διάσωσης τράπεζας, στην ταινία του Φρανκ Κάπρα "Μια υπέροχη ζωή" (1946). Εκεί να δείτε ψεκασμένους... |
Το πρόβλημα με τις κρίσεις και τους -φαύλους, ομαλούς ή ανώμαλους- κύκλους τους είναι ότι τα θύματά τους, όσα τουλάχιστον παραμένουν ζωντανά, πλήττονται από το σύνδρομο της Ωραίας Κοιμωμένης. Ξυπνούν και δεν θυμούνται τίποτα. Δεν θυμούνται πώς ξεκίνησαν όλα. Ποιος τους σβούριξε τη ροπαλιά που τους έριξε ξερούς; Ποιος τους χτύπησε την παραμύθα στη φλέβα και τους βύθισε στον μεγάλο ύπνο;
Φέρ’ ειπείν: από αύριο υποτίθεται πως τελειώνουμε οριστικά με τα κάπιταλ κοντρόλ (οι κοινοί θνητοί έχουμε καθαρίσει προ έτους, αλλά ας πούμε πως έπεσε και το τελευταίο οχυρό). Η κυβέρνηση μας καλεί να ανοίξουμε σαμπάνιες. Ασφαλείς πληροφορίες αναφέρουν ότι σκέπτεται να καθιερώσει την ημερομηνία 1η Σεπτεμβρίου ως τρίτη εθνικοαπελευθερωτική επέτειο, μετά την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου, καθότι υπεράνω όλων πατρίς οι τράπεζες και έσχατα σύνορά της τα γκισέ, τα ATM και το e-banking.
Κάπιταλ κοντρόλ τέλος, λοιπόν, αλλά στο μεταξύ έχουμε ξεχάσει τα βασικά: ποιος τα επέβαλε, υπέρ ποιου και σε βάρος ποιου. Κι οφείλω να αναγνωρίσω στον Βαρουφάκη -που κατά τα λοιπά μπορούμε να του καταλογίζουμε πολλά, πέραν της επιχείρησης εξαφάνισης των «ν» από το αλφάβητο- ότι μας θύμισε το στοιχειώδες: ήταν η ΕΚΤ, το ευρωσύστημα, η δικτατορία Φρανκφούρτης-Βρυξελλών που επέβαλαν την τιμωρητική ασφυξία, τη νομισματική τρομοκρατία του ELA – και όχι του ΕΛΑ. Και δη όχι στις 29 Ιουνίου του 2015, αλλά πολύ νωρίτερα, από τον Γενάρη του ίδιου χρόνου. Στην πραγματικότητα ακόμη νωρίτερα, τουλάχιστον από το 2010, όταν έγιναν εμψυχωτές της τεράστιας φυγής κεφαλαίων από τις ελληνικές προς τις γερμανικές, τις γαλλικές και άλλες τράπεζες. Κι όταν επέβαλαν σε μας να γίνουμε ακούσιοι χορηγοί της εγχώριας τραπεζοκρατίας, φορολογικά υποζύγια της διάσωσής της με τις αλλεπάλληλες ανακεφαλαιοποιήσεις.
Αυτά τα στοιχειώδη φάνηκε να έχει κατανοήσει η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας το 2015, όταν με απροσδόκητη ψυχραιμία, χωρίς υστερίες και πανικούς, στήθηκε υπομονετικά στις ουρές για το κατά κεφαλήν 60άρι της μέρας, 24ωρα πριν πάει στην κάλπη και ρίξει με πείσμα «όχι» (η τύχη του οποίου είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία, ας μην την πιάσουμε τώρα). Κι η ψυχραιμία των πολλών προ του ολέθρου των κάπιταλ κοντρόλ, σημάδι πως μάλλον δεν μας ψέκασαν ή πως τα ψεκάσματα ήταν ληγμένα, ήρθε σε χτυπητή αντίθεση με το αθόρυβο, ακήρυχτο, ακατάγγελτο bank run, με το οποίο η κραταιά ελληνική ολιγαρχία, η περιούσια μεσαία τάξη και η παρασιτική γραφειοκρατία επί πέντε χρόνια στράγγιξαν, εξαφάνισαν και ξαπόστειλαν στο εξωτερικό καταθέσεις 150 δισ. ευρώ, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Αλλά αυτή η βασική ιστορία έχει ξεχαστεί, έχει εξαφανιστεί. Οπότε τελικά μάλλον μας ψεκάζουν.
Μας ψεκάζουν, δεν εξηγείται αλλιώς, γιατί από τη συλλογική μας μνήμη κοντεύει να εξαφανιστεί και η άλλη βασική αλήθεια: ότι δεν ήταν οι τράπεζες τα θύματα της κρίσης, αλλά η αιτία τους - μία από τις αιτίες τους, για να είμαστε ακριβείς. Οτι το 2007, όταν έσκασε η αμερικανική φούσκα των τοξικών ενυπόθηκων δανείων που με κανιβαλική χαρά είχαν αγοράσει όλες οι καθωσπρέπει τράπεζες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των ευρωζωνικών, όλες οι καθωσπρέπει κυβερνήσεις του κόσμου, νεοφιλελεύθερες ή σοσιαλφιλελεύθερες, έσπευσαν να σώσουν τις τράπεζες φιλοδωρώντας τες τουλάχιστον με 10 τρισ. δολάρια σε Ασία, Ευρώπη κι Αμερική. Μετέτρεψαν έτσι πρόθυμα, σε 2-3 χρόνια, το τραπεζικό χρέος σε δημόσιο, το οποίο πληρώσαμε και θα πληρώνουμε εμείς, τα παιδιά μας, τα εγγόνια, τα δισέγγονα, τα τρισέγγονά μας. Δεν είναι σχήμα λόγου, τουλάχιστον για τη μεταμνημονιακή Ελλάδα, αλλά η κυριολεξία που προκύπτει από τη λήξη του ελληνικού χρέους το 2060 ή τη λήξη του Υπερταμείου κάπου στα 2114 μ.Χ., όταν ο Αρης θα έχει εποικιστεί, η Σελήνη θα έχει γίνει Μύκονος του επόμενου αιώνα και η Ε.Ε. θα έχει συρρικνωθεί σε ασήμαντη υποσημείωση στα βιβλία της Ιστορίας.
Μας ψεκάζουν, και προφανώς εισπνέουμε το ψέκασμα αδιαμαρτύρητα. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι έχουμε ξεχάσει εντελώς ότι το τραπεζικό σύστημα, που ανυποψίαστοι διασώζουμε, στην ουσία δεν υπάρχει εδώ και χρόνια. Χελόου! Πίστη σημαίνει πίστωση, αλλά εδώ και οκτώ χρόνια είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν χορηγεί δάνεια. Σώζουμε κάτι που δεν υπάρχει. Ή υπάρχει μόνο για τον εαυτό του και τους ελάχιστους ακολούθους του. Το τραπεζικό σύστημα υπάρχει γιατί εμείς εξακολουθούμε να παίζουμε τον ρόλο των πιστωτών του. Ανεχόμαστε μια τεράστια πολιτική απάτη που κατάπιε ακόμη και τον πιο άγριο θυμό μας.
ΟΚ, καταλαβαίνω πως χάσαμε. Χάσαμε ποικιλοτρόπως. Αλλά δεν υπάρχει λόγος ούτε να ξεχάσουμε ούτε να το χάσουμε.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ο,τι δεν έκανε εκείνος, να ανατινάξει την τράπεζα, να αδειάσει ένα σαρανταπεντάρι στο στήθος ενός ξετσίπωτου υπουργού, θα το έκανε η ίδια, μα το Θεό, η Ευδοκία Χαιρετάκη το γένος Λιόδη θα γινόταν Κουφοντίνας. Ρώσικο κοκοράτο Μπαϊκάλ κάπου 490 ευρώ ή καραμπίνα χράπα-χράπα, μόνο 250, τα άκουγε αναγκαστικά κι αυτή και άλλες πελάτισσες στο κομμωτήριο, ο άντρας της Λούσυ στο ταμείο μιλούσε στο τηλέφωνο συνεχώς για ράτσες λαγόσκυλων, κολάρα γαβγίσματος, καρτεροντούφεκα, τιμές όπλων και ανταλλακτικών.
Ιωάννα Καρυστιάνη, «Το φαράγγι»