Προσπαθούμε να μαντέψουμε το μέλλον σχεδόν από τότε που υπάρχουμε ως είδος. Κατανοητό, αλλά και μάταιο. Επιμένουμε εδώ και χιλιετίες να κάνουμε πλούσιους όλους όσοι υπόσχονται να ανοίξουν έστω μια μικρή χαραμάδα στο άγνωστο: οιωνοσκόπους, ιερείς, μάντεις, αστρολόγους, χαρτορίχτρες, καφετζούδες, παραψυχολόγους. Για να είμαστε δίκαιοι, αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην πλευρά του ανορθολογισμού, όπου επικρατεί ο τσαρλατανισμός. Και το στρατόπεδο του ορθολογισμού μάς έχει δώσει ουκ ολίγες ευφάνταστες υποσχέσεις για τον διακτινισμό μας στο μέλλον. Ο Αϊνστάιν υποσχέθηκε ελεύθερες μετακινήσεις στον χωροχρόνο και ο Στίβεν Χόκινς θεαματικά σλάλομ στις σήραγγες του χρόνου. Γενικώς, η αφρόκρεμα της επιστημονικής κοινότητας ασχολείται με την πιθανότητα να προβλέψει το απρόβλεπτο.
Αλλά και της εφαρμοσμένης επιστήμης και γνώσης όλες οι προσπάθειες κατατείνουν στην πρόβλεψη και την επιτάχυνση του μέλλοντος. Κάθε προϊόν που βγαίνει από τα εργαστήρια της βιομηχανίας επαίρεται ότι ενσωματώνει ένα κομμάτι μέλλοντος, ότι μας απαλλάσσει από αναπηρίες και καταναγκασμούς του παρόντος. Από την άποψη αυτή, το μέλλον είναι η πιο επικερδής βιομηχανία του καιρού μας. Επικερδής ακόμη και γι’ αυτούς που υπόσχονται βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προβλέψεις για όλα: για τις επόμενες τεχνολογικές επαναστάσεις, για τα γυρίσματα του οικονομικού και επιχειρηματικού κύκλου, για τις αποδόσεις και τις υπεραξίες των επενδυτικών προϊόντων, για τη διαχείριση των ενεργειακών αποθεμάτων του πλανήτη, για τις αλλαγές στη γεωπολιτική αρχιτεκτονική του κόσμου μας, για τις υπερδυνάμεις της επόμενης εικοσαετίας, για την εξέλιξη των κοινωνιών και των κοινωνικών σχέσεων, για την επερχόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος, για το πότε θα επέλθει η εξάλειψη του ανθρώπινου είδους ή ο αποικισμός του Γαλαξία, για το ενδεχόμενο καταστροφής της Γης, για το σε πόσα δισεκατομμύρια χρόνια θα καταστραφεί το σύμπαν, κλείνοντας τον κύκλο της ύπαρξης που άνοιξε με ένα big bang.
Αν το καλοσκεφτείτε, οι περισσότεροι άνθρωποι ασχολούνται με το μέλλον. Ελάχιστος χώρος έχει μείνει για το παρόν, την πιο ασύλληπτη διάσταση του χρόνου. Είμαστε όλοι μελλοντολόγοι. Παρ’ όλα αυτά, το μέλλον στέκεται απέναντί μας ακίνητο, σκοτεινό, παγερά αδιάφορο για τις αγωνίες μας. Παρά την αίσθηση της ματαιότητας, ακόμη και οι πιο άκαμπτοι ορθολογιστές, αυτές της μέρες, στο γύρισμα του συμβατικού ανθρώπινου χρόνου, θα ρίξουμε κλεφτές ματιές σε αστρολογικές προβλέψεις, θα στήσουμε αυτί στις τηλεοπτικές μπαρούφες για τα τυχερά και τα άτυχα ζώδια της χρονιάς και θα ευχηθούμε να μην αποδειχθεί πραγματικά δίσεκτο το 2008. Ας το ομολογήσουμε: η ροπή μας στο μεταφυσικό είναι ακατανίκητη (και φυσιολογική, αν σκεφτούμε ότι η μόνη μας βεβαιότητα, εκτός από την ύπαρξή μας, είναι η επερχόμενη ανυπαρξία μας). Αγοράζουμε προσδοκίες. Θα πληρώναμε όσο όσο για να γίνουν οι ευχές μας πραγματικότητα. Είτε για να γίνουμε πλούσιοι. Είτε για να βεβαιωθούμε ότι θα έχουμε μετά θάνατον ζωή.
Σ’ αυτό το ψυχολογικό υπόβαθρο βασίζεται η διαχρονική απήχηση του καζαμία κάθε εποχής. Είτε εμφανίζεται σαν ανάλαφρη και απαστράπτουσα αστρολόγος. Είτε έχει το περισπούδαστο και γεμάτο βαριά επιστημοσύνη ύφος ενός μελλοντολόγου. Ο καζαμίας δίνει υπόσταση στους θεμελιώδεις φόβους και στις μεγάλες προσδοκίες μας. Απ’ την άποψη αυτή, νομιμοποιούμαι κι εγώ να εκθέσω τον μικρό καζαμία της ουτοπίας που ακολουθεί. Ένας ευχολογικός δωδεκάλογος για δώδεκα δημιουργικές καταστροφές που θα ήθελα να συμβούν τους δώδεκα μήνες του 2008 (αλλά και το 2009 να γίνουν, δεν με χαλάει).
Ιανουάριος: Στο Νταβός της Ελβετίας, η οικονομική και επιχειρηματική ηγεσία του πλανήτηκ που συναντάται στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ, αποκηρύσσει οριστικά τις νεοφιλελεύθερες φανφάρες, δηλώνει δέσμια του οικονομικού και επιχειρηματικού κύκλου, που επιστρέφει δριμύς και απειλητικός. Κηρύσσει πίστη στον κεϊνσιανισμό και ζητεί επιστροφή του κράτους στην οικονομία, για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο κατάρρευσης.
Φεβρουάριος: Η παγκόσμια πετρελαϊκή βιομηχανία παραπαίει, αντιμέτωπη με μια διεθνή συνωμοσία αποχής. Οι πολίτες του βορείου ημισφαιρίου, παρά τον δριμύ χειμώνα, χρησιμοποιούν όλο και λιγότερο πετρέλαιο θέρμανσης, προσαρμόζονται στις χαμηλές θερμοκρασίες και διανύουν όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις με τα πόδια, αφήνοντας τα αυτοκίνητα στα πάρκινγκ τους. Οι τιμές του πετρελαίου καταρρέουν στα 40 δολάρια το βαρέλι και οι μετοχές πετρελαϊκών και ναυτιλιακών εταιρειών εξελίσσονται σε penny stocks.
Μάρτιος: Ο Πούτιν αναλαμβάνει και τυπικά την πρωθυπουργία στη Ρωσία, αλλά αιφνιδιάζει τους πάντες με μιαν απροσδόκητη απόφαση: επανεθνικοποιεί όλες τις ενεργειακές βιομηχανίες της χώρας που είχαν αρπαχτεί από τους νέους ολιγάρχες, καταργεί την ατομική ιδιοκτησία σε όλους τους πλουτοπαραγωγικούς φυσικούς πόρους της Ρωσίας και μοιράζει μετοχές στον λαό, σε ένα νέο εγχείρημα λαϊκού καπιταλισμού.
Απρίλιος: Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας καλεί τους κοινωνικούς εταίρους των αναπτυγμένων χωρών να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για τη μείωση των ωρών εργασίας στις 6 κατ’ ανώτατο όριο την ημέρα και για την επιμήκυνση του δικαιώματος αδείας στους 2,5 μήνες τον χρόνο. Οι υπουργοί Απασχόλησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης χειροκροτούν πρώτοι την έκκληση, δηλώνοντας ότι αποτελεί μονόδρομο για το ιδεώδες της πλήρους απασχόλησης.
Μάιος: Έπειτα από πολύμηνο διάλογο με όλες τις πλευρές, η Ελλάδα γίνεται η χώρα που εφαρμόζει την πιο ρηξικέλευθη ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Μειώνει τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης στα 55 χρόνια για όλους, υπολογίζοντας ότι οι χιλιάδες θέσεις εργασίας που θα αποδεσμευτούν θα αποκαταστήσουν την ισορροπία εργαζομένων - συνταξιούχων στο σύστημα. Η μεταρρύθμιση προβλέπει, επίσης, τη δυνατότητα χρήσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος στην αρχή του εργασιακού βίου, με όριο ηλικίας τα 18 χρόνια.
Ιούνιος: Οι υπουργοί Οικονομίας, Ενέργειας και Εξωτερικών του G8 συνεδριάζουν όλο τον μήνα στην Ιαπωνία, προπαρασκευάζοντας τη σύνοδο κορυφής. Οι ανακοινώσεις τους, που παρέχονται διακριτικά και σε μικρές δόσεις, προκαλούν αναταραχές στις χρηματοοικονομικές αγορές. Μεταξύ άλλων, διαρρέουν διαπιστώσεις όπως ότι το πρόβλημα των οικονομιών δεν είναι η μεγέθυνση αλλά η διανομή του πλούτου και ότι η μισθωτή εργασία έχει αδικηθεί για δεκαετίες, καθώς της επιστρέφεται μικρό μέρος της παραγωγικότητας που πραγματικά επιτυγχάνει.
Ιούλιος: Σοκ προκαλεί στις διεθνείς αγορές η ανακοίνωση του G8 στην Ιαπωνία, ότι αποφασίζουν να διαγράψουν μέχρι τελευταίου σεντ τα χρέη των φτωχότερων χωρών. Οι πλουσιότερες βιομηχανικές χώρες του πλανήτη ομολογούν ένοχες για την άνιση ανάπτυξη και την ανέχεια στην οποία έχουν βυθίσει τους παρίες του κόσμου και δηλώνουν μετάνοια για την αποικιοκρατία, τη νεοαποικιοκρατία και την καταλήστευση των φυσικών τους πόρων.
Αύγουστος: Μήνας διακοπών. Τα διασημότερα τουριστικά θέρετρα και οι διεθνείς αλυσίδες ταξιδιών και ξενοδοχείων ανοίγουν τις πόρτες τους στους πληβείους, εντασσόμενες στα προγράμματα επιδοτούμενου κοινωνικού τουρισμού. Οι δικαιούχοι της ελληνικής Εργατικής Εστίας επιλέγονται για τα θέρετρα της Καραϊβικής.
Σεπτέμβριος: Η ελληνική κοινή γνώμη κεραυνοβολείται από την ανακοίνωση της διάλυσης του ΣΕΒ. «Δεν υπάρχει ελληνική βιομηχανία, είμαστε όλοι μεταπράτες», δηλώνει ο πρόεδρός του σ’ ένα ξέσπασμα ειλικρίνειας και προσθέτει: «Τα προϊόντα μας δεν έχουν ίχνος προστιθέμενης αξίας, ούτε ίχνος ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Χωρίς το κρατικό και το κοινοτικό χρήμα θα ήμασταν ανύπαρκτοι».
Οκτώβριος: Η μία μετά την άλλη οι διεθνείς αλυσίδες ταχυφαγείων ανακοινώνουν συρρίκνωση των καταστημάτων τους σε όλο τον κόσμο. Ο απρόσμενη διάδοση του κινήματος slow food κερδίζει επιχειρήσεις, αλλά και πόλεις, που αυτοανακηρύσσονται σε slow cities και καθιερώνουν υποχρεωτική μεσημβρινή σιέστα και γαστρονομική απόλαυση. Η «Βραδύτητα» του Κούντερα γίνεται παγκόσμιο best seller.
Νοέμβριος: Η Διεθνής των Τραπεζιτών συνεδριάζει στην Ελβετία σε κατάσταση πανικού. Έχει προηγηθεί μαζική απόσυρση των καταθέσεων εκατομμυρίων αποταμιευτών στον αναπτυγμένο κόσμο και ένα πρωτοφανές πάγωμα στα δάνεια. Ο κόσμος αρνείται πλέον να δανειστεί και επιδίδεται σε ασκήσεις εγκράτειας και αγοραστικής αποχής, προκαλώντας ταυτόχρονα πτώση των τιμών. Οι τραπεζίτες συνοδεύουν την ανακοίνωση σταδιακού μηδενισμού στα επιτόκια δανεισμού με την ομολογία ότι «το χρήμα δεν γεννάει χρήμα».
Δεκέμβριος: Δυσάρεστη έκπληξη περιμένει τους εκπροσώπους 191 χωρών, που συναντώνται στο Πόσναν της Πολωνίας για να συζητήσουν ένα νέο πρωτόκολλο για την προστασία του κλίματος. Βρίσκονται πολιορκημένοι από δεκάδες χιλιάδες πολίτες του κόσμου, που ξεφυτρώνουν από παντού. Η πολυήμερη πολιορκία των ηγετών λήγει μόνο όταν ο εκπρόσωπος του ΟΗΕ ανακοινώνει στους διαδηλωτές ότι υπογράφτηκε δεσμευτική συμφωνία για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Sunday, December 30, 2007
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (29/12/2007)
Ο άγιος Βασίλης μας μπορεί να χαρακτηριστεί ιδιόρρυθμος. Μαστορεύει, μαγειρεύει, αρμενίζει, χορεύει, γελάει αρκετά συχνά με τον εαυτό του και με την τρέλα που τον περιβάλλει. Είναι τσαντίλας με το άδικο, είναι ροκολατινοτζαζορεμπέτης, στέλνει κουφά e-mail στον Ζορό, τον Δον Κιχώτη, τον Χριστό, τον Μάρξ, τον Σούπερμαν, τον Ρομπέν των Δασών, τον Κάστρο, σε άγνωστα μουσικά σχήματα, σε εικαστικούς της arte povera, σε θιάσους δρόμου, σε άστεγους, μετανάστες, ταχυδακτυλουργούς και ζογκλέρ. Τα βράδια παίζει θέατρο δρόμου, ενώνεται με graffiti groups, ταΐζει και παίζει με τα αδέσποτα, κάνει αφάνταστες καλικαντζαριές στους γύρω Δήθεν που μας έχουν περικυκλώσει… Ο άγιος Βασίλης μας, όπως έχετε καταλάβει, δουλεύει καθημερινά εκτός διακοπών, που σαφέστατα κάνει ό,τι γουστάρει.
Ελένη Γύρα (από ένα εορταστικό φυλλάδιο της Εταιρείας Ψυχοκοινωνικής Αντιμετώπισης)
Ελένη Γύρα (από ένα εορταστικό φυλλάδιο της Εταιρείας Ψυχοκοινωνικής Αντιμετώπισης)
Sunday, December 23, 2007
Το αστέρι που δεν έγινε σταρ (22/12/2007)
«You can be a star!», είπε ο Γαλαξίας στον αστεροειδή Β666, που προοριζόταν αυτή τη χρονιά να λάμψει πάνω από τη Γη την παραμονή των Χριστουγέννων. Ο αστεροειδής, που εδώ και εκατομμύρια χρόνια κινούνταν στα απώτατα άκρα του ηλιακού συστήματος, δεν είχε καμιά όρεξη να εγκαταλείψει την ατέρμονη περιπλάνησή του στον Γαλαξία. Ο οποίος με τη σειρά του έπρεπε να τον πείσει να αναλάβει αυτόν τον ρόλο στην εξυπηρέτηση ενός γήινου εθίμου. Ελλείψει προθύμων, έριξε όλο του το βάρος σ’ αυτόν τον ακανόνιστο σαν πατάτα αστεροειδή, έναν πυριτικό βράχο με μάζα όχι μεγαλύτερη από ένα βουναλάκι σαν τον Λυκαβηττό. «Είσαι ο ξεχωριστός ανάμεσα στους 300.000 επίσημα καταγραμμένους του ηλιακού συστήματος», είπε ο Γαλαξίας σε μια ύστατη προσπάθεια να τον πείσει. «Και τι με νοιάζει αν είμαι καταγραμμένος;», απάντησε ο Β666. Και ο Γαλαξίας πέρασε από την πειθώ στον εξαναγκασμό.
Ο Β666 ξεκίνησε για την αποστολή του με την απορία γιατί επιλέχτηκε αυτός, ο εξορισμένος στα σύνορα του ηλιακού συστήματος, δύσμορφος σαν στραβοχυμένος λουκουμάς αστεροειδής, αντί για τους μεγάλους, ολοστρόγγυλους και λαμπερούς σαν μικρούς ήλιους που συνήθως αναλάμβαναν να ικανοποιήσουν την αχαλίνωτη ανθρώπινη φαντασία. Θα του λυνόταν κι αυτή η απορία, αργότερα.
Προορισμός του ήταν να αποτελέσει το υπέρλαμπρο άστρο των Χριστουγέννων του 2007 – παρ’ ότι δεν αποτελούσε ούτε το ένα εκατομμυριοστό του πιο μικρού άστρου στο Γαλαξία. Αλλά αυτός ήταν ο τίτλος που συνόδευε αυτή τη συμπαντική αγγαρεία. Αφού θα έμπαινε σε τροχιά γύρω από τον παράξενο πλανήτη, έπρεπε να φωτίσει κάτι ξεχωριστό, ένα γεγονός κοσμοϊστορικό για τους γήινους. Για τις ανάγκες της αποστολής έπρεπε να καταστρατηγήσει τους νόμους της βαρύτητας και τους κανόνες της νευτώνειας Φυσικής.
Ο αστεροειδής Β666 άρχισε την περιπλάνησή του, σε απόσταση ασφαλείας στην αρχή, γιατί δεν έπρεπε να αποκαλύψει όλη του τη λαμπρότητα πριν από τα μεσάνυχτα της Παραμονής. Αυτή η αναγκαστική του προσαρμογή στο ανθρώπινο timing τον έκανε να αισθάνεται ολίγον σαν βεγγαλικό που θα έσκαγε σε πάρτι γήινου celebrity ή σαν φωτεινή χριστουγεννιάτικη γιρλάντα, κινεζικής κατασκευής φυσικά.
Σε ελεύθερη τροχιά πάνω από τη Γη, προσπαθώντας να αποφύγει τα πανίσχυρα ηλεκτρονικά τηλεσκόπια των αστρονόμων που θα κήρυτταν συναγερμό για επερχόμενη καταστροφή του πλανήτη, άρχισε να τον «σκανάρει» σπιθαμή προς σπιθαμή. Έπειτα από αρκετά γήινα 24ωρα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα 6 δισεκατομμύρια κάτοικοι του γαλάζιου πλανήτη ήταν πολύ απορροφημένα σε πράξεις απληστίας, καταστροφής, ρουτίνας και απελπισίας.
Στην αρχή πίστεψε ότι το κυρίαρχο άγχος του ανθρώπινου είδους αυτό τον καιρό ήταν οι πηγές ενέργειας. Του ίδιου τού ήταν ακατανόητο, καθώς γνώριζε ότι το σύμπαν διέθετε αστείρευτή ενέργεια για να κινεί τρισεκατομμύρια σώματα μπροστά στα οποία η Γη ήταν ανύπαρκτο μέγεθος. Την ανάγκη φιλοτιμίαν ποιούμενος, όμως, ο αστεροειδής Β666 έψαξε ωκεανούς και ηπείρους. Κάπου στον Ειρηνικό, στ’ ανοικτά των λατινοαμερικανικών ακτών, εντόπισε ένα ερευνητικό σκάφος, το οποίο είχε μόλις βεβαιωθεί για ένα τεράστιο υποθαλάσσιο κοίτασμα πετρελαίου. Θα έδινε ενεργειακή αυτονομία στους γήινους τουλάχιστον για έναν ακόμη αιώνα. Αλλά ο Β666 αποφάσισε ότι αυτό δεν ήταν ΤΟ γεγονός που έψαχνε. Το κοίτασμα θα πρόσθετε απλώς κι άλλα δηλητηριώδη αέρια που έκοβαν την ανάσα του πλανήτη.
Οι γήινοι είχαν επίσης άγχος με τις τιμές. Ο Β666 δεν είχε, βέβαια, αντιληφθεί για ποιο λόγο οι άνθρωποι εφηύραν το χρήμα ως μέσο συναλλαγής στον μόνο πλανήτη του ηλιακού συστήματος που πρόσφερε σε αφθονία τα μέσα συντήρησής τους. Έβλεπε, όμως, πολλούς να μετρούν με περίσκεψη το περιεχόμενο των πορτοφολιών τους ή το υπόλοιπο των λογαριασμών τους μετά την απομάκρυνσή τους από τα ταμεία. Ακόμη κι όταν ψώνιζαν είδη διατροφής. Σκέφθηκε, λοιπόν, ότι θα ήταν καλό να φωτίσει την καθημερινότητα μιας φυλής στη Μελανησία που διατηρεί την ευρωστία της χωρίς χρηματικές συναλλαγές. Αγνοεί τι εστί πληθωρισμός για τον απλούστατο λόγο ότι όλα τα αγαθά συντήρησης δεν έχουν τιμή και διατίθενται ανάλογα με τις ανάγκες κάθε ατόμου ή νοικοκυριού. Αλλά κι αυτή την επιλογή την εγκατέλειψε τελικά ο Β666 όταν κατάλαβε ότι έτσι ήταν μέχρι πριν έναν αιώνα ολόκληρη η Μελανησία, πριν αλωθεί πλήρως από τις ιεραποστολές και τις εταιρείες εκμετάλλευσης φυσικών πόρων. Κι ότι ο λόγος που αυτή η φυλή διατηρούσε την οικονομική της ιδιαιτερότητα ήταν πως αποτελούσε τουριστική ατραξιόν.
Η επόμενη επιλογή του περιπλανώμενου αστεροειδούς ήταν πιο παραδοσιακή. Υπέθεσε ότι η Μέση Ανατολή ίσως έδινε ένα ακόμη κοσμοϊστορικό γεγονός, κρυμμένο πάλι σε μια ταπεινή στάνη. Κάτι που να δικαιολογούσε εκείνο το «πασέ» σύνθημα «και επί γης ειρήνη». Πέρασε πάνω από τα καθωσπρέπει διαμερίσματα των Εβραίων, τις συνοικίες των εποίκων, τις γειτονιές των Φιλισταίων, έπειτα μεγάλωσε την ακτίνα έρευνας σε όλη την περιοχή των λαών της Βίβλου, αλλά δεν εντόπισε τίποτα περισσότερο από μίσος, ανταγωνισμό, αδιέξοδες διαπραγματεύσεις, όπλα, θρησκευτικό φανατισμό, θάνατο σκορπισμένο παντού. Είτε με τη μορφή της απελπισμένης άμυνας είτε στην εκδοχή της βίαιης καταστολής.
Ο χρόνος περνούσε, οι επιλογές του αστεροειδούς της ιστορίας μας μειώνονταν δραματικά – παρ’ ότι του ήταν αδιάφορη η γαλαξιακή αποστολή, δεν γούσταρε καθόλου τη ρετσινιά του αποτυχημένου. Προσανατολίστηκε σε μικρότερα γεγονότα, συμβατά με τους πιο ανθεκτικούς ανθρώπινους μύθους. Έψαξε το κοριτσάκι με τα σπίρτα κι ανακάλυψε μ’ απογοήτευση ότι πουλούσε πια συλλεκτικούς αναπτήρες zippo και ηλεκτρονικούς, πετυχημένες απομιμήσεις όλων των γνωστών μαρκών. Ανακάλυψε επίσης ότι όλοι οι Εμπενίζερ Σκρουτζ της γης εξαγόραζαν πλέον τις τύψεις τους με μια νέα μορφή φιλανθρωπίας, βασισμένης στη φιλοσοφία «βοήθα τους φτωχούς να βοηθήσουν τους εαυτούς τους». Τους δάνειζαν χρήματα με κυμαινόμενο επιτόκιο ή τους παρείχαν τεχνογνωσία για ανάπτυξη της μικρής επιχειρηματικότητας. Όταν ήθελαν να είναι πιο «λαρτζ», γίνονταν δωρητές ή χορηγοί μη κυβερνητικών οργανώσεων, κερδίζοντας φυσικά την ανάλογη φοροαπαλλαγή. Ευτυχισμένους Πρίγκιπες δεν εντόπισε, όλα τα γλυπτά στα κέντρα των μητροπόλεων είχαν αντικατασταθεί από installations μεταμοντέρνων καλλιτεχνών, τις οποίες δεν πλησίαζαν πια τα πουλιά.
Η τελευταία ελπίδα του αστεροειδούς μας ήταν τα παιδιά. Αλλά, όπως διαπίστωσε βάσει της γήινης στατιστικής, από τα 250.000 που θα γεννιόνταν, το κρίσιμο εικοσιτετράωρο κανένα δεν ήταν προϊόν παρθενογένεσης. Το 5% θα πέθαιναν από πείνα ή αρρώστια τα πρώτα 24ωρα, άλλο ένα 10% θα είχαν την ίδια τύχη μέχρι τα 5 χρόνια τους. Το 20% θα μεγάλωναν περίπου στα πούπουλα, αλλά θα ήταν τόσο απορροφημένα από τη μόρφωση και τη μελλοντική τους καριέρα, ώστε σχεδόν δεν θα αντιλαμβάνονταν ότι υπήρχε κόσμος γύρω τους. Άλλο ένα 10% έθεταν σοβαρή υποψηφιότητα να πυκνώσουν τις τάξεις της τρομοκρατίας του μέλλοντος, μεγαλώνοντας μέσα σε ακατανόητη μιζέρια και αδικία. Αντίστοιχο ποσοστό θα διοχέτευαν τον θυμό τους για όσα θα τους συνέβαιναν στην εφηβική παραβατικότητα και στο κοινό έγκλημα. Ένα 30% των νεογέννητων παιδιών -άνισα κατανεμημένο σε Ανατολή, Δύση, Βορρά, Νότο- θα μεγάλωνε με την πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι πολύ ανταγωνιστικός και για να επιβιώσουν σ’ αυτόν δεν έπρεπε να επενδύουν σε τίποτε άλλο εκτός από τους εαυτούς τους. Ένα 10% ήταν προορισμένο σχεδόν εκ γενετής να γίνουν οι μάνατζερ, οι τεχνοκράτες και οι Κροίσοι του μέλλοντος – κάπου στο τέλος της εφηβείας τους η ευφυΐα και οι δεξιότητές τους θα ήταν ιδιοκτησία εταιρειών. Και τέλος, το 5% ήταν οι γόνοι των οικογενειών που ελέγχουν το 35% του παγκόσμιου πλούτου. Δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να ανησυχήσουν ούτε για τους άλλους ούτε για τους εαυτούς τους. Δεν είχαν και λόγους, άλλωστε.
Η αποστολή του αστεροειδούς οδηγούνταν με μαθηματική ακρίβεια σε αποτυχία, η τροχιά του πλέον πάνω από την Γη πήρε χαρακτηριστικά νευρικής κρίσης. Σε απόλυτη απελπισία ο Β666 κινούνταν πάνω-κάτω, από Βορρά προς Νότο, ύστερα από Ανατολή προς Δύση, έκανε απίστευτα άλματα από ήπειρο σε ήπειρο. Ήταν πια απίθανο να μην τον εντοπίσουν τα γήινα τηλεσκόπια και οι άγρυπνες διαστημικές υπηρεσίες. Και φυσικά, μ’ αυτή τη θεότρελη τροχιά και το εκτός γεωμετρίας σχήμα του, κανείς δεν τον συνδύασε με τη γοητευτική, γαλαξιακή αποστολή του. Ήταν μια πέτρινη, απειλητική πατάτα. «Fire!» ήταν η εντολή που δόθηκε ταυτόχρονα από τις διαστημικές υπηρεσίες των γήινων. Κι από τους απαστράπτοντες δορυφόρους με τους οποίους διασταυρωνόταν αδιάφορα ο Β666, εκτοξεύτηκαν φωτεινές ακτίνες που τον κονιορτοποίησαν σε δευτερόλεπτα. Έγινε αστρική σκόνη, χωρίς να βγάλει την παραμικρή λάμψη στο σκοτεινό στερέωμα τ’ ουρανού. Και φυσικά το γεγονός αποσιωπήθηκε, στερώντας από τον Β666 έστω και την μικρή πολυτέλεια της επιστημονικής καταγραφής.
Ο Β666 ξεκίνησε για την αποστολή του με την απορία γιατί επιλέχτηκε αυτός, ο εξορισμένος στα σύνορα του ηλιακού συστήματος, δύσμορφος σαν στραβοχυμένος λουκουμάς αστεροειδής, αντί για τους μεγάλους, ολοστρόγγυλους και λαμπερούς σαν μικρούς ήλιους που συνήθως αναλάμβαναν να ικανοποιήσουν την αχαλίνωτη ανθρώπινη φαντασία. Θα του λυνόταν κι αυτή η απορία, αργότερα.
Προορισμός του ήταν να αποτελέσει το υπέρλαμπρο άστρο των Χριστουγέννων του 2007 – παρ’ ότι δεν αποτελούσε ούτε το ένα εκατομμυριοστό του πιο μικρού άστρου στο Γαλαξία. Αλλά αυτός ήταν ο τίτλος που συνόδευε αυτή τη συμπαντική αγγαρεία. Αφού θα έμπαινε σε τροχιά γύρω από τον παράξενο πλανήτη, έπρεπε να φωτίσει κάτι ξεχωριστό, ένα γεγονός κοσμοϊστορικό για τους γήινους. Για τις ανάγκες της αποστολής έπρεπε να καταστρατηγήσει τους νόμους της βαρύτητας και τους κανόνες της νευτώνειας Φυσικής.
Ο αστεροειδής Β666 άρχισε την περιπλάνησή του, σε απόσταση ασφαλείας στην αρχή, γιατί δεν έπρεπε να αποκαλύψει όλη του τη λαμπρότητα πριν από τα μεσάνυχτα της Παραμονής. Αυτή η αναγκαστική του προσαρμογή στο ανθρώπινο timing τον έκανε να αισθάνεται ολίγον σαν βεγγαλικό που θα έσκαγε σε πάρτι γήινου celebrity ή σαν φωτεινή χριστουγεννιάτικη γιρλάντα, κινεζικής κατασκευής φυσικά.
Σε ελεύθερη τροχιά πάνω από τη Γη, προσπαθώντας να αποφύγει τα πανίσχυρα ηλεκτρονικά τηλεσκόπια των αστρονόμων που θα κήρυτταν συναγερμό για επερχόμενη καταστροφή του πλανήτη, άρχισε να τον «σκανάρει» σπιθαμή προς σπιθαμή. Έπειτα από αρκετά γήινα 24ωρα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα 6 δισεκατομμύρια κάτοικοι του γαλάζιου πλανήτη ήταν πολύ απορροφημένα σε πράξεις απληστίας, καταστροφής, ρουτίνας και απελπισίας.
Στην αρχή πίστεψε ότι το κυρίαρχο άγχος του ανθρώπινου είδους αυτό τον καιρό ήταν οι πηγές ενέργειας. Του ίδιου τού ήταν ακατανόητο, καθώς γνώριζε ότι το σύμπαν διέθετε αστείρευτή ενέργεια για να κινεί τρισεκατομμύρια σώματα μπροστά στα οποία η Γη ήταν ανύπαρκτο μέγεθος. Την ανάγκη φιλοτιμίαν ποιούμενος, όμως, ο αστεροειδής Β666 έψαξε ωκεανούς και ηπείρους. Κάπου στον Ειρηνικό, στ’ ανοικτά των λατινοαμερικανικών ακτών, εντόπισε ένα ερευνητικό σκάφος, το οποίο είχε μόλις βεβαιωθεί για ένα τεράστιο υποθαλάσσιο κοίτασμα πετρελαίου. Θα έδινε ενεργειακή αυτονομία στους γήινους τουλάχιστον για έναν ακόμη αιώνα. Αλλά ο Β666 αποφάσισε ότι αυτό δεν ήταν ΤΟ γεγονός που έψαχνε. Το κοίτασμα θα πρόσθετε απλώς κι άλλα δηλητηριώδη αέρια που έκοβαν την ανάσα του πλανήτη.
Οι γήινοι είχαν επίσης άγχος με τις τιμές. Ο Β666 δεν είχε, βέβαια, αντιληφθεί για ποιο λόγο οι άνθρωποι εφηύραν το χρήμα ως μέσο συναλλαγής στον μόνο πλανήτη του ηλιακού συστήματος που πρόσφερε σε αφθονία τα μέσα συντήρησής τους. Έβλεπε, όμως, πολλούς να μετρούν με περίσκεψη το περιεχόμενο των πορτοφολιών τους ή το υπόλοιπο των λογαριασμών τους μετά την απομάκρυνσή τους από τα ταμεία. Ακόμη κι όταν ψώνιζαν είδη διατροφής. Σκέφθηκε, λοιπόν, ότι θα ήταν καλό να φωτίσει την καθημερινότητα μιας φυλής στη Μελανησία που διατηρεί την ευρωστία της χωρίς χρηματικές συναλλαγές. Αγνοεί τι εστί πληθωρισμός για τον απλούστατο λόγο ότι όλα τα αγαθά συντήρησης δεν έχουν τιμή και διατίθενται ανάλογα με τις ανάγκες κάθε ατόμου ή νοικοκυριού. Αλλά κι αυτή την επιλογή την εγκατέλειψε τελικά ο Β666 όταν κατάλαβε ότι έτσι ήταν μέχρι πριν έναν αιώνα ολόκληρη η Μελανησία, πριν αλωθεί πλήρως από τις ιεραποστολές και τις εταιρείες εκμετάλλευσης φυσικών πόρων. Κι ότι ο λόγος που αυτή η φυλή διατηρούσε την οικονομική της ιδιαιτερότητα ήταν πως αποτελούσε τουριστική ατραξιόν.
Η επόμενη επιλογή του περιπλανώμενου αστεροειδούς ήταν πιο παραδοσιακή. Υπέθεσε ότι η Μέση Ανατολή ίσως έδινε ένα ακόμη κοσμοϊστορικό γεγονός, κρυμμένο πάλι σε μια ταπεινή στάνη. Κάτι που να δικαιολογούσε εκείνο το «πασέ» σύνθημα «και επί γης ειρήνη». Πέρασε πάνω από τα καθωσπρέπει διαμερίσματα των Εβραίων, τις συνοικίες των εποίκων, τις γειτονιές των Φιλισταίων, έπειτα μεγάλωσε την ακτίνα έρευνας σε όλη την περιοχή των λαών της Βίβλου, αλλά δεν εντόπισε τίποτα περισσότερο από μίσος, ανταγωνισμό, αδιέξοδες διαπραγματεύσεις, όπλα, θρησκευτικό φανατισμό, θάνατο σκορπισμένο παντού. Είτε με τη μορφή της απελπισμένης άμυνας είτε στην εκδοχή της βίαιης καταστολής.
Ο χρόνος περνούσε, οι επιλογές του αστεροειδούς της ιστορίας μας μειώνονταν δραματικά – παρ’ ότι του ήταν αδιάφορη η γαλαξιακή αποστολή, δεν γούσταρε καθόλου τη ρετσινιά του αποτυχημένου. Προσανατολίστηκε σε μικρότερα γεγονότα, συμβατά με τους πιο ανθεκτικούς ανθρώπινους μύθους. Έψαξε το κοριτσάκι με τα σπίρτα κι ανακάλυψε μ’ απογοήτευση ότι πουλούσε πια συλλεκτικούς αναπτήρες zippo και ηλεκτρονικούς, πετυχημένες απομιμήσεις όλων των γνωστών μαρκών. Ανακάλυψε επίσης ότι όλοι οι Εμπενίζερ Σκρουτζ της γης εξαγόραζαν πλέον τις τύψεις τους με μια νέα μορφή φιλανθρωπίας, βασισμένης στη φιλοσοφία «βοήθα τους φτωχούς να βοηθήσουν τους εαυτούς τους». Τους δάνειζαν χρήματα με κυμαινόμενο επιτόκιο ή τους παρείχαν τεχνογνωσία για ανάπτυξη της μικρής επιχειρηματικότητας. Όταν ήθελαν να είναι πιο «λαρτζ», γίνονταν δωρητές ή χορηγοί μη κυβερνητικών οργανώσεων, κερδίζοντας φυσικά την ανάλογη φοροαπαλλαγή. Ευτυχισμένους Πρίγκιπες δεν εντόπισε, όλα τα γλυπτά στα κέντρα των μητροπόλεων είχαν αντικατασταθεί από installations μεταμοντέρνων καλλιτεχνών, τις οποίες δεν πλησίαζαν πια τα πουλιά.
Η τελευταία ελπίδα του αστεροειδούς μας ήταν τα παιδιά. Αλλά, όπως διαπίστωσε βάσει της γήινης στατιστικής, από τα 250.000 που θα γεννιόνταν, το κρίσιμο εικοσιτετράωρο κανένα δεν ήταν προϊόν παρθενογένεσης. Το 5% θα πέθαιναν από πείνα ή αρρώστια τα πρώτα 24ωρα, άλλο ένα 10% θα είχαν την ίδια τύχη μέχρι τα 5 χρόνια τους. Το 20% θα μεγάλωναν περίπου στα πούπουλα, αλλά θα ήταν τόσο απορροφημένα από τη μόρφωση και τη μελλοντική τους καριέρα, ώστε σχεδόν δεν θα αντιλαμβάνονταν ότι υπήρχε κόσμος γύρω τους. Άλλο ένα 10% έθεταν σοβαρή υποψηφιότητα να πυκνώσουν τις τάξεις της τρομοκρατίας του μέλλοντος, μεγαλώνοντας μέσα σε ακατανόητη μιζέρια και αδικία. Αντίστοιχο ποσοστό θα διοχέτευαν τον θυμό τους για όσα θα τους συνέβαιναν στην εφηβική παραβατικότητα και στο κοινό έγκλημα. Ένα 30% των νεογέννητων παιδιών -άνισα κατανεμημένο σε Ανατολή, Δύση, Βορρά, Νότο- θα μεγάλωνε με την πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι πολύ ανταγωνιστικός και για να επιβιώσουν σ’ αυτόν δεν έπρεπε να επενδύουν σε τίποτε άλλο εκτός από τους εαυτούς τους. Ένα 10% ήταν προορισμένο σχεδόν εκ γενετής να γίνουν οι μάνατζερ, οι τεχνοκράτες και οι Κροίσοι του μέλλοντος – κάπου στο τέλος της εφηβείας τους η ευφυΐα και οι δεξιότητές τους θα ήταν ιδιοκτησία εταιρειών. Και τέλος, το 5% ήταν οι γόνοι των οικογενειών που ελέγχουν το 35% του παγκόσμιου πλούτου. Δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να ανησυχήσουν ούτε για τους άλλους ούτε για τους εαυτούς τους. Δεν είχαν και λόγους, άλλωστε.
Η αποστολή του αστεροειδούς οδηγούνταν με μαθηματική ακρίβεια σε αποτυχία, η τροχιά του πλέον πάνω από την Γη πήρε χαρακτηριστικά νευρικής κρίσης. Σε απόλυτη απελπισία ο Β666 κινούνταν πάνω-κάτω, από Βορρά προς Νότο, ύστερα από Ανατολή προς Δύση, έκανε απίστευτα άλματα από ήπειρο σε ήπειρο. Ήταν πια απίθανο να μην τον εντοπίσουν τα γήινα τηλεσκόπια και οι άγρυπνες διαστημικές υπηρεσίες. Και φυσικά, μ’ αυτή τη θεότρελη τροχιά και το εκτός γεωμετρίας σχήμα του, κανείς δεν τον συνδύασε με τη γοητευτική, γαλαξιακή αποστολή του. Ήταν μια πέτρινη, απειλητική πατάτα. «Fire!» ήταν η εντολή που δόθηκε ταυτόχρονα από τις διαστημικές υπηρεσίες των γήινων. Κι από τους απαστράπτοντες δορυφόρους με τους οποίους διασταυρωνόταν αδιάφορα ο Β666, εκτοξεύτηκαν φωτεινές ακτίνες που τον κονιορτοποίησαν σε δευτερόλεπτα. Έγινε αστρική σκόνη, χωρίς να βγάλει την παραμικρή λάμψη στο σκοτεινό στερέωμα τ’ ουρανού. Και φυσικά το γεγονός αποσιωπήθηκε, στερώντας από τον Β666 έστω και την μικρή πολυτέλεια της επιστημονικής καταγραφής.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (22/12/2007)
«Είναι φανερό πως πέρασες όλη τη ζωή σου στην εξοχή», αποκρίθηκε η Ρουκέτα, «αλλιώς θα ’πρεπε να ξέρεις ποια είμαι. Όμως σε συγχωρώ για την άγνοιά σου. Θα ’ταν άδικο να περιμένω άλλους ανθρώπους να είναι το ίδιο διακεκριμένοι με μένα. Χωρίς αμφιβολία, θα έμενες έκπληκτη αν σου έλεγα πως μπορώ να πετάξω στον ουρανό κι ύστερα να κατέβω μέσα σε μια χρυσή βροχή».
«Δεν το νομίζω και τόσο σπουδαίο», είπε η πάπια, «αφού δεν βλέπω σε τι θα χρησίμευε αυτό. Τώρα, αν όργωνες ας πούμε τα χωράφια όπως το βόδι, ή αν έσερνες ένα κάρο σαν άλογο ή αν φύλαγες τα πρόβατα τουλάχιστον σαν μαντρόσκυλο, θα ’λεγα πως κάτι ήσουνα».
«Φτωχό μου πλάσμα», φώναξε η Ρουκέτα με τρομαχτικό τόνο στη φωνή της, «βλέπω πως ανήκεις στια κατώτερες τάξεις. Ένα πρόσωπο της δικής μου θέσης ποτέ δεν είναι χρήσιμο. Εμείς έχουμε ορισμένα προσόντα κι αυτό είναι αρκετό. Εγώ προσωπικά δεν συμπαθώ καθόλου την εργατικότητα κανενός είδους, κι ακόμη χειρότερα αυτές που ανέφερες. Αλήθεια, πάντα είχα τη γνώμη πως η σκληρή δουλειά είναι μονάχα για τους απόκληρους της κοινωνίας».
Όσκαρ Ουάιλντ, «Μια διακεκριμένη ρουκέτα»
«Δεν το νομίζω και τόσο σπουδαίο», είπε η πάπια, «αφού δεν βλέπω σε τι θα χρησίμευε αυτό. Τώρα, αν όργωνες ας πούμε τα χωράφια όπως το βόδι, ή αν έσερνες ένα κάρο σαν άλογο ή αν φύλαγες τα πρόβατα τουλάχιστον σαν μαντρόσκυλο, θα ’λεγα πως κάτι ήσουνα».
«Φτωχό μου πλάσμα», φώναξε η Ρουκέτα με τρομαχτικό τόνο στη φωνή της, «βλέπω πως ανήκεις στια κατώτερες τάξεις. Ένα πρόσωπο της δικής μου θέσης ποτέ δεν είναι χρήσιμο. Εμείς έχουμε ορισμένα προσόντα κι αυτό είναι αρκετό. Εγώ προσωπικά δεν συμπαθώ καθόλου την εργατικότητα κανενός είδους, κι ακόμη χειρότερα αυτές που ανέφερες. Αλήθεια, πάντα είχα τη γνώμη πως η σκληρή δουλειά είναι μονάχα για τους απόκληρους της κοινωνίας».
Όσκαρ Ουάιλντ, «Μια διακεκριμένη ρουκέτα»
Monday, December 17, 2007
Σημειώσεις για μια πορεία (15/12/2007)
Σκούριασαν, φαίνεται, τα επαναστατικά και συνδικαλιστικά μου ανακλαστικά. Με ξάφνιασε η πλημμυρίδα στο κέντρο της Αθήνας για το ασφαλιστικό την περασμένη Τετάρτη. Και καθώς πέρασε με καθυστέρηση σχεδόν μιας μέρας από τον παραμορφωτικό φακό της τηλοψίας, έμεινε το ζωντανό της αποτύπωμα να κλέβει την παράσταση. Χαλαρή και πολύχρωμη σε συγκρότηση, εντυπωσιακή σε όγκο, πλαδαρή και αντιφατική σε συνθήματα, μάλλον θα καταγραφεί σαν μια από τις επιβλητικότερες κοινωνικές αντιδράσεις των τελευταίων δεκαετιών. Αρκεί να διαψεύσει τη ρουτίνα της συνδικαλιστικής επετηρίδας που ορίζει στα συνδικάτα να κλείνουν με αγωνιστικά προσχήματα τον απεργιακό ισολογισμό της χρονιάς, πριν ο κόσμος σκορπίσει στις αγορές των Χριστουγέννων, στα χαρτοπαικτικά καρέ και στα επιτραπέζια λαϊκο-ποπ ξεφαντώματα στου Τερζή ή στης Κοκκίνου.
Οι εκτιμήσεις λένε πως η πορεία μπορεί να ήταν και διπλάσια από την αντίστοιχη πριν δέκα χρόνια, στην ασφαλιστική «εξέγερση» κατά του νομοσχεδίου Γιαννίτση. Οπότε, ίσως επιβεβαιωθεί με κάποιο τρόπο η φιλολογία περί του ομωνύμου συνδρόμου που απειλεί τον κ. Μαγγίνα. Αν και ο υπουργός Απασχόλησης απειλείται προς το παρόν από άλλο σύνδρομο. Ινδικό. Κάμα Σούτρα. Και ενδέχεται, αν η αόρατη μεταρρύθμισή του τυλιχτεί σε μια κόλλα χαρτί, την επιτυχία να την πιστωθεί τελικά όχι αυτό το ενδιαφέρον σκίρτημα της κοινωνίας του καναπέ, αλλά τα εκδοτικά λαγωνικά που έχουν αναλάβει εργολαβικά να αποδομήσουν ηθικά το πρόσωπο και όχι απαραίτητα την πολιτική του. Είναι κι αυτό ένα σύμπτωμα της εποχής. Ως νεοέλληνες έχουμε εναποθέσει στα πρωτοσέλιδα, στα δελτία των 8 και στις κρυφές κάμερες τις πολιτικές διορθώσεις και αποκαθηλώσεις. Ετσι, η πολιτική εξουσία βρίσκει στα Μέσα το άλλοθι μιας υποχώρησης στα- έστω και κουρασμένα- κινήματα.
Αλλά, μερικές φορές, τα κινήματα έχουν αξία καθεαυτά. Για τρεισήμισι ώρες περνούσε η πορεία μπροστά από τη βουλή. Νωρίτερα, η κυκλοφορία στους δρόμους θύμιζε Κυριακή ή αργία. Συνωστισμός στο μετρό, κόσμος που κατέβαινε στο κέντρο και όχι απαραίτητα για ψώνια. Η σύνθεση των διαδηλωτών ενδιαφέρουσα. Ανάμεσά τους και άνθρωποι που δεν έχουν και την καλύτερη γνώμη για την «κακή συνήθεια» να διακόπτεται η κυκλοφορία. Ή άνθρωποι που έχουν χρόνια να βρεθούν στο δρόμο. Επαγγελματίες χωρίς τις στολές και τα αξεσουάρ του επαγγέλματος και άλλοι με πλήρη εξάρτυση. Μηχανικοί που άφησαν τους χαρτοφύλακές τους στα γραφεία. Δικηγόροι, χωρίς τα κοστούμια και τα ταγέρ, ή με τις γραβάτες στην τσέπη. Ιπτάμενοι της Ολυμπιακής με τις στολές και τα πηλίκιά τους. Δημοσιογράφοι και τεχνικοί των ΜΜΕ με σφυρίχτρες. Αναρχικοί με το πανό τους και το αντισυνδικαλιστικό τους αντίλογο- όχι απαραίτητα με μολότοφ. Συνταξιούχοι που δεν έχουν λόγους ν’ ανησυχούν πια, αλλά κάποιο ένστικτο αλληλεγγύης τους ώθησε στην ταλαιπωρία. Γιατροί χωρίς ακουστικά και λευκές στολές. Εργαζόμενοι των ιδιωτικών εταιρειών κινητής τηλεφωνίας. Επαγγελματίες συνδικαλιστές που αντιμετώπιζαν μάλλον με έκπληξη το γεγονός ότι, κάτω από τα συνήθως μοναχικά πανό τους, υπήρχαν και οι άνθρωποι που εκπροσωπούν. Μπλοκ της νεολαίας ΠΑΣΟΚ μ’ ένα τεράστιο πανό με το σύνθημα «όχι στην ανασφάλιστη εργασία» (λέγε με Λαύριο). Τα γνωστά, αλλά πάντα ακατάληπτα, εξωκοινοβουλευτικά αρχικά. Και νέοι, αρκετοί νέοι της γενιάς των 700 ευρώ. Εκλεισε η πορεία τον κύκλο της στο Σύνταγμα, έφυγα κι εγώ προς Βασιλίσσης Σοφίας, πάνω στην ώρα άλλαζε κι η φρουρά στον Αγνωστο Στρατιώτη, ένας από τους Εύζωνες σκόρπιζε στο πεζοδρόμιο μαύρες χοντρές κλωστές σε κάθε θορυβώδες βήμα μου. Από την κάλτσα του ήταν, απ’ το τσαρούχι του; Θα σας γελάσω…Απλώς το προσθέτω ως detail που συμπληρώνει το φωτορεπορτάζ.
Αυτή είναι, βέβαια, η μακροσκοπική, πανοραμική εικόνα της κινητοποίησης που με ξάφνιασε ευχάριστα. Αν ζουμάρουμε στις λεπτομέρειες, αν μπούμε στο μικρόκοσμο αυτής της οιονεί κοινωνικής αντιπολίτευσης, τα πράγματα αλλάζουν. Ενδεχομένως να ανακαλύψουμε, αντί της κοινωνικής αντιπολίτευσης, μια κοινωνία που αντιπολιτεύεται μαζοχιστικά, σχεδόν αυτιστικά τον εαυτό της. Ιδού μερικές υποσημειώσεις, στο περιθώριο της γενικής εντύπωσης για την πορεία της Τετάρτης.
Πρώτον. Η γενική αντίδραση στην άνευ σχεδίου κυβερνητική επιδρομή καλύπτει μια πανσπερμία μικρο-αντιστάσεων, που δεν βρίσκονται πάντα στην πλευρά της προόδου. Ενδεχομένως να αναδύουν ένα βαθύτατο συντηρητισμό, τον οποίο μάλιστα κολακεύουν τα συνδικάτα. Το σύνθημα «κάτω τα χέρια από τα ταμεία», αίφνης, τι σημαίνει; Ότι κάθε κλάδος υπερασπίζεται το «μαγαζάκι» του, κάθε επαγγελματική ομάδα ετοιμάζεται να στήσει οδοφράγματα και να αναδείξει «Γαβριάδες» υπέρ των ασφαλιστικών μικροπρονομίων της και ότι, τελικά, καθένας περιχαρακώνεται στη συντεχνία του. Συντεχνία έναντι όλων. Εναντι των άλλων κλάδων αλλά και έναντι των άλλων γενιών. Από εκεί προκύπτει και το παράδοξο των δημοσκοπήσεων. Η κοινωνία εμφανίζεται θετική σε μια γενική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά απορρίπτει τις κυβερνητικές ακριτομυθίες για αλλαγές εντός κάθε κοινωνικής ομάδας και κλάδου.
Δεύτερον. Η υπεράσπιση του ασφαλιστικού κατακερματισμού –κάθε κλάδος και ταμείο, κάθε ομάδα και επικουρικό- αποτελεί το καλύτερο υπέδαφος για την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης και υποθάλπει τον κατακερματισμό της εργασίας. Η ενοποίηση του ασφαλιστικού παζλ μπορεί να είναι και καλό πράγμα, ανεξάρτητα από τις ληστρικές κυβερνητικές προθέσεις. Αντίθετα, ένα γενικό σύνθημα του τύπου «η συγχώνευση των ταμείων είναι καταστροφή», χωρίς διευκρινίσεις και όρους, είναι βαθύτατα αντιδραστικό καθώς νομιμοποιεί αποκλεισμούς και διαιρέσεις, καταλύει την αλληλεγγύη εντός της κοινωνικής ομάδας και καθαγιάζει την εργασιακή ζούγκλα, με εργαζόμενους που δουλεύουν δίπλα- δίπλα, κάνουν την ίδια δουλειά και στο ίδιο ωράριο αλλά αμείβονται και ασφαλίζονται άνισα.
Τρίτον. Η διατήρηση δεκάδων ταμείων και εκατοντάδων διαφορετικών ασφαλιστικών «συμβολαίων» για κάθε κοινωνική ομάδα, κατηγορία και γενιά, εξαφανίζει το ένα και μοναδικό «συμβόλαιο» που θα έπρεπε να δεσμεύει κράτος και κεφάλαιο απέναντι στην εξ ορισμού αδύναμη εργασία. Μια αντίθεση που, παρά την «κοινωνικοποίηση» του καπιταλισμού της αγοράς, παραμένει ενεργή, εξαφανίζεται πίσω από δεκάδες υπαρκτές μεν αλλά δευτερεύουσες αντιθέσεις, ανάμεσα σε ρετιρέ, ισόγεια και υπόγεια της εργασίας. Το κεφάλαιο μένει στην ταράτσα, κρυμμένο, καλά προστατευμένο σ’ αυτή την ατέρμονα διαπραγμάτευση για τη μεταρρύθμιση των ασφαλιστικών συστημάτων στην οποία προσέρχονται το κράτος ως εξαντλημένος φιλάνθρωπος και η εργασία ως συνένοχος μιας λεηλασίας εις βάρος των φορολογουμένων. Το γεγονός ότι προηγήθηκαν δεκαετίες καταλήστευσης εισφορών και κοινωνικών πόρων εν ονόματι της «ανάπτυξης» προκαλώντας τη χρηματοδοτική κρίση του συστήματος πριν καν ξεμυτίσει η δημογραφική, με κάποιο μαγικό τρόπο έχει χαθεί από την εικόνα. Η αλήθεια, όμως, είναι αυτή: τα χρόνια που επιχειρηματικές ηγεσίες των χωρών της κεντρικής Ευρώπης επένδυαν στα δικά τους «κοινωνικά συμβόλαια» καταβάλλοντας ένα διόλου ευκαταφρόνητο τίμημα για το κράτος πρόνοιας που όλοι ζηλεύουμε, οι εγχώριοι συνάδελφοί τους περί άλλα τύρβαζαν. Εστηναν γλέντια με τα αποθεματικά των ασφαλιστικών οργανισμών, τους κοινωνικούς και κοινοτικούς πόρους και άφηναν το κράτος να κάνει τη βρομοδουλειά του «κοινωνικού εταίρου». Και τα συνδικάτα προσέφεραν τη συνένοχη σιωπή τους.
Ισως γι’ αυτό έχει αξία η τοποθέτηση του προέδρου του ΣΕΒ, την παραμονή της απεργίας, την οποία παραθέτω αυτούσια στη «θυγατρική» στήλη «Θεωρίες για την υπεραξία». Διαβάστε την με προσοχή. Πέρα από την αίσθηση που αναδύει ότι ο μεγαλύτερος εργοδοτικός φορέας της χώρας σχεδόν επικροτεί την απεργία, υπογραμμίζει ότι ταυτόχρονα δεν θεωρεί εαυτόν μέρος του προβλήματος, αλλά μόνον μέρος της λύσης του. Και ρίχνει όλα του τα (πάντα ευγενή) πυρά στην αμήχανη κυβέρνηση.
Θα μπορούσε κανείς να προσυπογράψει την ανακοίνωση αυτή, ακόμη κι αν είναι αναρχοσυνδικαλιστής. Και ν’ απαιτήσει να γίνει πράγματι ο διάλογος για το ασφαλιστικό υπόθεση των «δυνάμεων της εργασίας», όπως λέει ο πρόεδρος του ΣΕΒ. Μόνον που θα πρέπει η πλευρά που εκπροσωπεί να μην προσέλθει στο διάλογο ως Πόντιος Πιλάτος, αλλά ως συνένοχος του προβλήματος.
Οι εκτιμήσεις λένε πως η πορεία μπορεί να ήταν και διπλάσια από την αντίστοιχη πριν δέκα χρόνια, στην ασφαλιστική «εξέγερση» κατά του νομοσχεδίου Γιαννίτση. Οπότε, ίσως επιβεβαιωθεί με κάποιο τρόπο η φιλολογία περί του ομωνύμου συνδρόμου που απειλεί τον κ. Μαγγίνα. Αν και ο υπουργός Απασχόλησης απειλείται προς το παρόν από άλλο σύνδρομο. Ινδικό. Κάμα Σούτρα. Και ενδέχεται, αν η αόρατη μεταρρύθμισή του τυλιχτεί σε μια κόλλα χαρτί, την επιτυχία να την πιστωθεί τελικά όχι αυτό το ενδιαφέρον σκίρτημα της κοινωνίας του καναπέ, αλλά τα εκδοτικά λαγωνικά που έχουν αναλάβει εργολαβικά να αποδομήσουν ηθικά το πρόσωπο και όχι απαραίτητα την πολιτική του. Είναι κι αυτό ένα σύμπτωμα της εποχής. Ως νεοέλληνες έχουμε εναποθέσει στα πρωτοσέλιδα, στα δελτία των 8 και στις κρυφές κάμερες τις πολιτικές διορθώσεις και αποκαθηλώσεις. Ετσι, η πολιτική εξουσία βρίσκει στα Μέσα το άλλοθι μιας υποχώρησης στα- έστω και κουρασμένα- κινήματα.
Αλλά, μερικές φορές, τα κινήματα έχουν αξία καθεαυτά. Για τρεισήμισι ώρες περνούσε η πορεία μπροστά από τη βουλή. Νωρίτερα, η κυκλοφορία στους δρόμους θύμιζε Κυριακή ή αργία. Συνωστισμός στο μετρό, κόσμος που κατέβαινε στο κέντρο και όχι απαραίτητα για ψώνια. Η σύνθεση των διαδηλωτών ενδιαφέρουσα. Ανάμεσά τους και άνθρωποι που δεν έχουν και την καλύτερη γνώμη για την «κακή συνήθεια» να διακόπτεται η κυκλοφορία. Ή άνθρωποι που έχουν χρόνια να βρεθούν στο δρόμο. Επαγγελματίες χωρίς τις στολές και τα αξεσουάρ του επαγγέλματος και άλλοι με πλήρη εξάρτυση. Μηχανικοί που άφησαν τους χαρτοφύλακές τους στα γραφεία. Δικηγόροι, χωρίς τα κοστούμια και τα ταγέρ, ή με τις γραβάτες στην τσέπη. Ιπτάμενοι της Ολυμπιακής με τις στολές και τα πηλίκιά τους. Δημοσιογράφοι και τεχνικοί των ΜΜΕ με σφυρίχτρες. Αναρχικοί με το πανό τους και το αντισυνδικαλιστικό τους αντίλογο- όχι απαραίτητα με μολότοφ. Συνταξιούχοι που δεν έχουν λόγους ν’ ανησυχούν πια, αλλά κάποιο ένστικτο αλληλεγγύης τους ώθησε στην ταλαιπωρία. Γιατροί χωρίς ακουστικά και λευκές στολές. Εργαζόμενοι των ιδιωτικών εταιρειών κινητής τηλεφωνίας. Επαγγελματίες συνδικαλιστές που αντιμετώπιζαν μάλλον με έκπληξη το γεγονός ότι, κάτω από τα συνήθως μοναχικά πανό τους, υπήρχαν και οι άνθρωποι που εκπροσωπούν. Μπλοκ της νεολαίας ΠΑΣΟΚ μ’ ένα τεράστιο πανό με το σύνθημα «όχι στην ανασφάλιστη εργασία» (λέγε με Λαύριο). Τα γνωστά, αλλά πάντα ακατάληπτα, εξωκοινοβουλευτικά αρχικά. Και νέοι, αρκετοί νέοι της γενιάς των 700 ευρώ. Εκλεισε η πορεία τον κύκλο της στο Σύνταγμα, έφυγα κι εγώ προς Βασιλίσσης Σοφίας, πάνω στην ώρα άλλαζε κι η φρουρά στον Αγνωστο Στρατιώτη, ένας από τους Εύζωνες σκόρπιζε στο πεζοδρόμιο μαύρες χοντρές κλωστές σε κάθε θορυβώδες βήμα μου. Από την κάλτσα του ήταν, απ’ το τσαρούχι του; Θα σας γελάσω…Απλώς το προσθέτω ως detail που συμπληρώνει το φωτορεπορτάζ.
Αυτή είναι, βέβαια, η μακροσκοπική, πανοραμική εικόνα της κινητοποίησης που με ξάφνιασε ευχάριστα. Αν ζουμάρουμε στις λεπτομέρειες, αν μπούμε στο μικρόκοσμο αυτής της οιονεί κοινωνικής αντιπολίτευσης, τα πράγματα αλλάζουν. Ενδεχομένως να ανακαλύψουμε, αντί της κοινωνικής αντιπολίτευσης, μια κοινωνία που αντιπολιτεύεται μαζοχιστικά, σχεδόν αυτιστικά τον εαυτό της. Ιδού μερικές υποσημειώσεις, στο περιθώριο της γενικής εντύπωσης για την πορεία της Τετάρτης.
Πρώτον. Η γενική αντίδραση στην άνευ σχεδίου κυβερνητική επιδρομή καλύπτει μια πανσπερμία μικρο-αντιστάσεων, που δεν βρίσκονται πάντα στην πλευρά της προόδου. Ενδεχομένως να αναδύουν ένα βαθύτατο συντηρητισμό, τον οποίο μάλιστα κολακεύουν τα συνδικάτα. Το σύνθημα «κάτω τα χέρια από τα ταμεία», αίφνης, τι σημαίνει; Ότι κάθε κλάδος υπερασπίζεται το «μαγαζάκι» του, κάθε επαγγελματική ομάδα ετοιμάζεται να στήσει οδοφράγματα και να αναδείξει «Γαβριάδες» υπέρ των ασφαλιστικών μικροπρονομίων της και ότι, τελικά, καθένας περιχαρακώνεται στη συντεχνία του. Συντεχνία έναντι όλων. Εναντι των άλλων κλάδων αλλά και έναντι των άλλων γενιών. Από εκεί προκύπτει και το παράδοξο των δημοσκοπήσεων. Η κοινωνία εμφανίζεται θετική σε μια γενική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά απορρίπτει τις κυβερνητικές ακριτομυθίες για αλλαγές εντός κάθε κοινωνικής ομάδας και κλάδου.
Δεύτερον. Η υπεράσπιση του ασφαλιστικού κατακερματισμού –κάθε κλάδος και ταμείο, κάθε ομάδα και επικουρικό- αποτελεί το καλύτερο υπέδαφος για την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης και υποθάλπει τον κατακερματισμό της εργασίας. Η ενοποίηση του ασφαλιστικού παζλ μπορεί να είναι και καλό πράγμα, ανεξάρτητα από τις ληστρικές κυβερνητικές προθέσεις. Αντίθετα, ένα γενικό σύνθημα του τύπου «η συγχώνευση των ταμείων είναι καταστροφή», χωρίς διευκρινίσεις και όρους, είναι βαθύτατα αντιδραστικό καθώς νομιμοποιεί αποκλεισμούς και διαιρέσεις, καταλύει την αλληλεγγύη εντός της κοινωνικής ομάδας και καθαγιάζει την εργασιακή ζούγκλα, με εργαζόμενους που δουλεύουν δίπλα- δίπλα, κάνουν την ίδια δουλειά και στο ίδιο ωράριο αλλά αμείβονται και ασφαλίζονται άνισα.
Τρίτον. Η διατήρηση δεκάδων ταμείων και εκατοντάδων διαφορετικών ασφαλιστικών «συμβολαίων» για κάθε κοινωνική ομάδα, κατηγορία και γενιά, εξαφανίζει το ένα και μοναδικό «συμβόλαιο» που θα έπρεπε να δεσμεύει κράτος και κεφάλαιο απέναντι στην εξ ορισμού αδύναμη εργασία. Μια αντίθεση που, παρά την «κοινωνικοποίηση» του καπιταλισμού της αγοράς, παραμένει ενεργή, εξαφανίζεται πίσω από δεκάδες υπαρκτές μεν αλλά δευτερεύουσες αντιθέσεις, ανάμεσα σε ρετιρέ, ισόγεια και υπόγεια της εργασίας. Το κεφάλαιο μένει στην ταράτσα, κρυμμένο, καλά προστατευμένο σ’ αυτή την ατέρμονα διαπραγμάτευση για τη μεταρρύθμιση των ασφαλιστικών συστημάτων στην οποία προσέρχονται το κράτος ως εξαντλημένος φιλάνθρωπος και η εργασία ως συνένοχος μιας λεηλασίας εις βάρος των φορολογουμένων. Το γεγονός ότι προηγήθηκαν δεκαετίες καταλήστευσης εισφορών και κοινωνικών πόρων εν ονόματι της «ανάπτυξης» προκαλώντας τη χρηματοδοτική κρίση του συστήματος πριν καν ξεμυτίσει η δημογραφική, με κάποιο μαγικό τρόπο έχει χαθεί από την εικόνα. Η αλήθεια, όμως, είναι αυτή: τα χρόνια που επιχειρηματικές ηγεσίες των χωρών της κεντρικής Ευρώπης επένδυαν στα δικά τους «κοινωνικά συμβόλαια» καταβάλλοντας ένα διόλου ευκαταφρόνητο τίμημα για το κράτος πρόνοιας που όλοι ζηλεύουμε, οι εγχώριοι συνάδελφοί τους περί άλλα τύρβαζαν. Εστηναν γλέντια με τα αποθεματικά των ασφαλιστικών οργανισμών, τους κοινωνικούς και κοινοτικούς πόρους και άφηναν το κράτος να κάνει τη βρομοδουλειά του «κοινωνικού εταίρου». Και τα συνδικάτα προσέφεραν τη συνένοχη σιωπή τους.
Ισως γι’ αυτό έχει αξία η τοποθέτηση του προέδρου του ΣΕΒ, την παραμονή της απεργίας, την οποία παραθέτω αυτούσια στη «θυγατρική» στήλη «Θεωρίες για την υπεραξία». Διαβάστε την με προσοχή. Πέρα από την αίσθηση που αναδύει ότι ο μεγαλύτερος εργοδοτικός φορέας της χώρας σχεδόν επικροτεί την απεργία, υπογραμμίζει ότι ταυτόχρονα δεν θεωρεί εαυτόν μέρος του προβλήματος, αλλά μόνον μέρος της λύσης του. Και ρίχνει όλα του τα (πάντα ευγενή) πυρά στην αμήχανη κυβέρνηση.
Θα μπορούσε κανείς να προσυπογράψει την ανακοίνωση αυτή, ακόμη κι αν είναι αναρχοσυνδικαλιστής. Και ν’ απαιτήσει να γίνει πράγματι ο διάλογος για το ασφαλιστικό υπόθεση των «δυνάμεων της εργασίας», όπως λέει ο πρόεδρος του ΣΕΒ. Μόνον που θα πρέπει η πλευρά που εκπροσωπεί να μην προσέλθει στο διάλογο ως Πόντιος Πιλάτος, αλλά ως συνένοχος του προβλήματος.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (15/12/2007)
«Ο ΣΕΒ συμμερίζεται την εύλογη κοινωνική ανησυχία και ανασφάλεια που εκφράζει η αυριανή γενική απεργία. Οι δυνάμεις της εργασίας –εργοδότες και εργαζόμενοι– έχουν κάθε λόγο να αξιώνουν μία ολοκληρωμένη και βιώσιμη λύση του Ασφαλιστικού. Έχουν κάθε λόγο να αντιτίθενται στην επιβολή αποσπασματικών μέτρων, τα οποία «μπαλώνουν» συγκυριακά και στην ουσία μεταθέτουν το πρόβλημα διογκώνοντάς το.
Αξιώνουμε, ακόμη, έναν ουσιαστικό και όχι προσχηματικό διάλογο, στον οποίο να προσέλθουν όλοι με ανοιχτά χαρτιά. Η μέχρι σήμερα διαδικασία διαλόγου καλλιέργησε, δυστυχώς, τη δυσπιστία και έδωσε άλλοθι στην υπεκφυγή.
Ο ΣΕΒ θεωρεί ότι η αυριανή απεργία αναδεικνύει την ανάγκη για κοινές πρωτοβουλίες και δράσεις των κοινωνικών εταίρων, με στόχο ένα ασφαλιστικό σύστημα, το οποίο να αποτελεί πυλώνα κοινωνικής ασφάλειας, σιγουριάς και δικαιοσύνης».
Δήλωση του προέδρου του ΣΕΒ Δ. Δασκαλόπουλου, 11/12/2007
Αξιώνουμε, ακόμη, έναν ουσιαστικό και όχι προσχηματικό διάλογο, στον οποίο να προσέλθουν όλοι με ανοιχτά χαρτιά. Η μέχρι σήμερα διαδικασία διαλόγου καλλιέργησε, δυστυχώς, τη δυσπιστία και έδωσε άλλοθι στην υπεκφυγή.
Ο ΣΕΒ θεωρεί ότι η αυριανή απεργία αναδεικνύει την ανάγκη για κοινές πρωτοβουλίες και δράσεις των κοινωνικών εταίρων, με στόχο ένα ασφαλιστικό σύστημα, το οποίο να αποτελεί πυλώνα κοινωνικής ασφάλειας, σιγουριάς και δικαιοσύνης».
Δήλωση του προέδρου του ΣΕΒ Δ. Δασκαλόπουλου, 11/12/2007
Monday, December 10, 2007
Χρήσιμα αντικείμενα, για τα σκουπίδια (8/12/2007)
Αναρωτιέμαι συχνά τι πρέπει να απαντήσω στην κόρη μου όταν μου θέσει το ερώτημα: «Τι να γίνω όταν μεγαλώσω;» Προς το παρόν, διανύει την περίοδο της αθωότητας. Θέλει να γίνει τοπ μόντελ ή τραγουδίστρια ή παρουσιάστρια τηλεόρασης ή γιατρός χωρίς σύνορα ή γενετίστρια που θα βρει το ελιξίριο της νιότης ή κομμώτρια ή βομβίστρια του αντιεξουσιαστικού πεδίου. Της έχω εξηγήσει ότι αυτό δεν είναι επάγγελμα, αλλά δεν δίνει σημασία. Όλα αυτά, ανάλογα με τα φεγγάρια της. Κάποια στιγμή το ερώτημα θα τεθεί πιο στέρεα και θα απαιτεί απαντήσεις πέρα από τις παρορμήσεις των οκτώ χρόνων της. Γιατί, αναζητώντας το επάγγελμα του μέλλοντος το 2007, πρέπει να πιθανολογήσει κανείς ποιες από τις σημερινές παραδοσιακές ή μοδάτες κι ακριβοπληρωμένες εξειδικεύσεις θα έχουν επιβιώσει το 2027. Οι μελλοντολόγοι της απασχόλησης υπολογίζουν ότι ο κύκλος ακμής (ή και ζωής) ενός επαγγέλματος θα γίνεται όλο και πιο σύντομος, όσο ο αρχέγονος καταμερισμός εργασίας εξελίσσεται σε εξουθενωτικό κατακερματισμό της.
Υπάρχουν πάντως ορισμένα επαγγέλματα που αποκτούν μιαν ιδιαίτερη αντοχή στο χρόνο. Αίφνης, σκέφτομαι το επάγγελμα του παλιατζή ή του ρακοσυλλέκτη. Μάλλον βιαστήκαμε να τα κατατάξουμε στα επαγγέλματα που χάνονται, όπως για παράδειγμα ο παπουτσής, ο γανωτζής, ο πεταλωτής, ο χαλκιάς και άλλες τέχνες που κοσμούσαν τα αναγνωστικά των παιδικών μας χρόνων. Έχω την υποψία ότι ο παλιατζής είναι το επάγγελμα του μέλλοντος. Δεν είμαι σίγουρος αν θα χειραγωγήσω την κόρη μου προς αυτό (η γονεϊκή μου ματαιοδοξία, προς το παρόν, δεν το αντέχει), αλλά αυτή είναι μια ρεαλιστική διαπίστωση με βάση το ρυθμό που παράγουμε, καταναλώνουμε και απορρίπτουμε τα αντικείμενα της κατανάλωσής μας.
Ενδεχομένως, ο παλιατζής του μέλλοντος δεν θα έρχεται με το τρίκυκλο ή το ημιφορτηγό στα σοκάκια της γειτονιάς μας. Δεν θα διαλαλεί τις υπηρεσίες του από το φορητό του μεγάφωνο, εναλλάσσοντας τη φωνή του με στροφές από το τελευταίας εσοδείας λαϊκο-πόπ σουξεδάκι. Θα καταφθάνει σαν τεράστιο φορτηγό που θα παραλαμβάνει από τους ειδικούς κάδους τα στοιβαγμένα χαρτιά, πλαστικά, γυαλιά ή αλουμίνια. Θα έρχεται με ειδικό όχημα που θα φορτώνει τις άχρηστες ηλεκτρικές συσκευές ή τα «τελειωμένα» αυτοκίνητα. Το ραντεβού για την παραλαβή των λαφύρων της κατανάλωσής σας θα είναι απαραίτητο. Και ο παλιατζής θα φορά ολοκάθαρη φόρμα εργασίας, θα έχει γνώσεις χημικού μηχανικού ή ανάλογες (ενδεχομένως και το αντίστοιχο πτυχίο) και θα δίνει εντολές από το κομπιούτερ του για την αξιολόγηση κάθε αντικειμένου. Αλλωστε, αυτό που περιγράφω εδώ ως εικόνα του μέλλοντός μας, σε ορισμένες χώρες είναι εν μέρει παρόν.
Βρέθηκα προ ημερών σε ένα κατάστημα κινητής τηλεφωνίας. Εκατοντάδες κινητά τηλέφωνα και αξεσουάρ αραδιασμένα στις προθήκες του. Χωρισμένα σε κατηγορίες, με χαρακτηριστικά που περιγράφονταν με ακατάληπτες –για μένα- ορολογίες. Η ερώτηση που έκανε ο μέσος υποψήφιος αγοραστής ήταν πότε κυκλοφόρησε κάθε μοντέλο. Απ’ όσο κατάλαβα, το παλαιότερο ήταν μόλις δύο ετών. Το νεότερο, μόλις δύο εβδομάδων. Ουσιαστικά, κάθε κινητό τηλέφωνο προανήγγελλε ήδη από τα «στοιχεία ταυτότητάς» του τον επερχόμενο θάνατό του, την ημερομηνία λήξης του. Ο κύκλος ζωής του δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο. Αλλωστε, και οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας προσυπογράφουν τη «θανατική καταδίκη» κάθε προϊόντος τους πολύ πριν τα «φτύσει» πραγματικά με τις πολιτικές επιδότησης συσκευής. «Εξ άλλου σε ένα χρόνο θα έχετε πάλι δικαίωμα αναβάθμισης….», λένε χωρίς προσχήματα οι πωλητές. Σε μια γωνιά του καταστήματος υπάρχει ειδικό stand ανακύκλωσης συσκευών και αξεσουάρ. Κινητά, φορτιστές, μπαταρίες, χαντς φρι, μπλου τουθ βρίσκονται κατά δεκάδες συσσωρευμένα εκεί αν και δεν έχει έρθει η ώρα του «φυσικού θανάτου» τους. Προηγείται ο «κοινωνικός» τους θάνατος χάρη στον ακόρεστο μηχανισμό δημιουργίας αγαθών με ρυθμό που υπερβαίνει το ρυθμό δημιουργίας των αναγκών. Ακόμη κι οι διαφημιστές των προϊόντων έχουν παραιτηθεί από τη διαφήμιση της διάρκειας ζωής ενός προϊόντος. Κανείς δεν ισχυρίζεται πια ότι το ψυγείο, η τηλεόραση ή το αυτοκίνητο που πουλάει είναι «για μια ζωή». Αυτά που κάποτε αποκαλούσαμε «διαρκή καταναλωτικά αγαθά» έχασαν το βασικό χαρακτηριστικό τους. Δεν το αποκλείω διόλου στο εγγύς μέλλον το after sale service που διαφημίζουν προς το παρόν οι κατασκευαστές ως τελευταία λέξη του marketing να αντικατασταθεί από το after using recycling και ο ανταγωνισμός τους να μεταφερθεί από το πεδίο της παραγωγής και της κατανάλωσης, στο πεδίο της διαχείρισης των απορριμμάτων.
Προς το παρόν, αντιμετωπίζουμε τη διαχείριση των απορριμμάτων και την ανακύκλωση με τα αθώα μάτια της οικολογίας και της προστασίας του περιβάλλοντος. Τα αντιμετωπίζουμε μόνο ως παρενέργειες της κατανάλωσης και είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε το μερίδιο συνενοχής που μας αναλογεί. Είμαστε έτοιμοι να την εξαγοράσουμε με πράξεις ευαισθησίας. Φυσικά, υπάρχει αυτή η συνενοχή. Κανείς δεν μας βάζει το πιστόλι στον κρόταφο για ν’ αλλάζουμε κινητό κάθε χρόνο, αυτοκίνητο κάθε πέντε χρόνια και ακίνητο κάθε είκοσι. Αλλά αυτής της δικής μας συνενοχής, προηγείται μια άλλη ισχυρότερη ενοχή. Η κατασκευαστική βιομηχανία έχει πλέον ανάγκη τη βιομηχανία της καταστροφής (και ανακύκλωσης) των προϊόντων της. Καθώς ο επιχειρηματικός κύκλος μικραίνει, στενεύουν και τα όρια ζωής κάθε αγαθού. Ο ανταγωνισμός εκμηδενίζει την ανταλλακτική του αξία πριν μειωθεί η αξία χρήσης του. Το κινητό που πετιέται με άνεση (και ίσως με ένα αίσθημα οικολογικής ορθότητας) στα σταντ της ανακύκλωσης μπορεί να έχει μιαν αξία χρήσης για πολλά χρόνια ακόμη. Θα ήταν πολύτιμο, μάλιστα, στις παρθένες ακόμη αγορές της ψηφιακής εποχής, στην Αφρική ή στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας. Αλλά ακόμη και ο καταναλωτής της ανεπτυγμένης Δύσης δεν έχει προλάβει να αξιοποιήσει, μέχρι να το πετάξει, το 100% των δυνατοτήτων του. Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, η βιομηχανία των ψηφιακών (και όχι μόνον αυτών) προϊόντων έχει ανάγκη κάποιον που θα νομιμοποιεί τη σύντμηση του κύκλου ζωής κάθε αγαθού, τον «βίαιο» θάνατό του. Κι αυτό το συνεργό τον βρίσκει στο «πρόσωπο» του παλιατζή. Που φυσικά, μπορεί να έχει τη μορφή του γραφικού επαγγελματία, αλλά μπορεί να πάρει και τη διάσταση της γιγάντιας βιομηχανίας ανακύκλωσης.
Το μέλλον είναι γραμμένο στα σκουπίδια μας, λοιπόν. Στη διαχείρισή τους συναντώνται οι ανάγκες και οι ανησυχίες πολλών: της κατασκευαστικής βιομηχανίας που θα ανταγωνίζεται όλο και περισσότερο για ταχύτερη κυκλοφορία των προϊόντων της αλλά και για φθηνότερες πρώτες ύλες. Των περιβαλλοντικών οργανώσεων που αγωνιούν για το οικολογικό ολοκαύτωμα και την εξάντληση των πόρων του πλανήτη. Των καταναλωτών που θυσιάζουν τα τελευταία αποθέματα εισοδήματος σε θνησιγενή αγαθά. Και των γονιών που, επιτέλους, βρίσκουν μια ορατή διέξοδο για το επαγγελματικό μέλλον των παιδιών τους.
Εγώ, τουλάχιστον, το σκέφτομαι σοβαρά για την κόρη μου. Υποθέτω ότι θα έχει τις αντιρρήσεις της, αλλά κάποια πιο «πρεστιζάτη» ονομασία θα βρεθεί συν τω χρόνω για τα επαγγέλματα του μέλλοντος, τους παλιατζήδες και τους ρακοσυλλέκτες.
Υπάρχουν πάντως ορισμένα επαγγέλματα που αποκτούν μιαν ιδιαίτερη αντοχή στο χρόνο. Αίφνης, σκέφτομαι το επάγγελμα του παλιατζή ή του ρακοσυλλέκτη. Μάλλον βιαστήκαμε να τα κατατάξουμε στα επαγγέλματα που χάνονται, όπως για παράδειγμα ο παπουτσής, ο γανωτζής, ο πεταλωτής, ο χαλκιάς και άλλες τέχνες που κοσμούσαν τα αναγνωστικά των παιδικών μας χρόνων. Έχω την υποψία ότι ο παλιατζής είναι το επάγγελμα του μέλλοντος. Δεν είμαι σίγουρος αν θα χειραγωγήσω την κόρη μου προς αυτό (η γονεϊκή μου ματαιοδοξία, προς το παρόν, δεν το αντέχει), αλλά αυτή είναι μια ρεαλιστική διαπίστωση με βάση το ρυθμό που παράγουμε, καταναλώνουμε και απορρίπτουμε τα αντικείμενα της κατανάλωσής μας.
Ενδεχομένως, ο παλιατζής του μέλλοντος δεν θα έρχεται με το τρίκυκλο ή το ημιφορτηγό στα σοκάκια της γειτονιάς μας. Δεν θα διαλαλεί τις υπηρεσίες του από το φορητό του μεγάφωνο, εναλλάσσοντας τη φωνή του με στροφές από το τελευταίας εσοδείας λαϊκο-πόπ σουξεδάκι. Θα καταφθάνει σαν τεράστιο φορτηγό που θα παραλαμβάνει από τους ειδικούς κάδους τα στοιβαγμένα χαρτιά, πλαστικά, γυαλιά ή αλουμίνια. Θα έρχεται με ειδικό όχημα που θα φορτώνει τις άχρηστες ηλεκτρικές συσκευές ή τα «τελειωμένα» αυτοκίνητα. Το ραντεβού για την παραλαβή των λαφύρων της κατανάλωσής σας θα είναι απαραίτητο. Και ο παλιατζής θα φορά ολοκάθαρη φόρμα εργασίας, θα έχει γνώσεις χημικού μηχανικού ή ανάλογες (ενδεχομένως και το αντίστοιχο πτυχίο) και θα δίνει εντολές από το κομπιούτερ του για την αξιολόγηση κάθε αντικειμένου. Αλλωστε, αυτό που περιγράφω εδώ ως εικόνα του μέλλοντός μας, σε ορισμένες χώρες είναι εν μέρει παρόν.
Βρέθηκα προ ημερών σε ένα κατάστημα κινητής τηλεφωνίας. Εκατοντάδες κινητά τηλέφωνα και αξεσουάρ αραδιασμένα στις προθήκες του. Χωρισμένα σε κατηγορίες, με χαρακτηριστικά που περιγράφονταν με ακατάληπτες –για μένα- ορολογίες. Η ερώτηση που έκανε ο μέσος υποψήφιος αγοραστής ήταν πότε κυκλοφόρησε κάθε μοντέλο. Απ’ όσο κατάλαβα, το παλαιότερο ήταν μόλις δύο ετών. Το νεότερο, μόλις δύο εβδομάδων. Ουσιαστικά, κάθε κινητό τηλέφωνο προανήγγελλε ήδη από τα «στοιχεία ταυτότητάς» του τον επερχόμενο θάνατό του, την ημερομηνία λήξης του. Ο κύκλος ζωής του δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο. Αλλωστε, και οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας προσυπογράφουν τη «θανατική καταδίκη» κάθε προϊόντος τους πολύ πριν τα «φτύσει» πραγματικά με τις πολιτικές επιδότησης συσκευής. «Εξ άλλου σε ένα χρόνο θα έχετε πάλι δικαίωμα αναβάθμισης….», λένε χωρίς προσχήματα οι πωλητές. Σε μια γωνιά του καταστήματος υπάρχει ειδικό stand ανακύκλωσης συσκευών και αξεσουάρ. Κινητά, φορτιστές, μπαταρίες, χαντς φρι, μπλου τουθ βρίσκονται κατά δεκάδες συσσωρευμένα εκεί αν και δεν έχει έρθει η ώρα του «φυσικού θανάτου» τους. Προηγείται ο «κοινωνικός» τους θάνατος χάρη στον ακόρεστο μηχανισμό δημιουργίας αγαθών με ρυθμό που υπερβαίνει το ρυθμό δημιουργίας των αναγκών. Ακόμη κι οι διαφημιστές των προϊόντων έχουν παραιτηθεί από τη διαφήμιση της διάρκειας ζωής ενός προϊόντος. Κανείς δεν ισχυρίζεται πια ότι το ψυγείο, η τηλεόραση ή το αυτοκίνητο που πουλάει είναι «για μια ζωή». Αυτά που κάποτε αποκαλούσαμε «διαρκή καταναλωτικά αγαθά» έχασαν το βασικό χαρακτηριστικό τους. Δεν το αποκλείω διόλου στο εγγύς μέλλον το after sale service που διαφημίζουν προς το παρόν οι κατασκευαστές ως τελευταία λέξη του marketing να αντικατασταθεί από το after using recycling και ο ανταγωνισμός τους να μεταφερθεί από το πεδίο της παραγωγής και της κατανάλωσης, στο πεδίο της διαχείρισης των απορριμμάτων.
Προς το παρόν, αντιμετωπίζουμε τη διαχείριση των απορριμμάτων και την ανακύκλωση με τα αθώα μάτια της οικολογίας και της προστασίας του περιβάλλοντος. Τα αντιμετωπίζουμε μόνο ως παρενέργειες της κατανάλωσης και είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε το μερίδιο συνενοχής που μας αναλογεί. Είμαστε έτοιμοι να την εξαγοράσουμε με πράξεις ευαισθησίας. Φυσικά, υπάρχει αυτή η συνενοχή. Κανείς δεν μας βάζει το πιστόλι στον κρόταφο για ν’ αλλάζουμε κινητό κάθε χρόνο, αυτοκίνητο κάθε πέντε χρόνια και ακίνητο κάθε είκοσι. Αλλά αυτής της δικής μας συνενοχής, προηγείται μια άλλη ισχυρότερη ενοχή. Η κατασκευαστική βιομηχανία έχει πλέον ανάγκη τη βιομηχανία της καταστροφής (και ανακύκλωσης) των προϊόντων της. Καθώς ο επιχειρηματικός κύκλος μικραίνει, στενεύουν και τα όρια ζωής κάθε αγαθού. Ο ανταγωνισμός εκμηδενίζει την ανταλλακτική του αξία πριν μειωθεί η αξία χρήσης του. Το κινητό που πετιέται με άνεση (και ίσως με ένα αίσθημα οικολογικής ορθότητας) στα σταντ της ανακύκλωσης μπορεί να έχει μιαν αξία χρήσης για πολλά χρόνια ακόμη. Θα ήταν πολύτιμο, μάλιστα, στις παρθένες ακόμη αγορές της ψηφιακής εποχής, στην Αφρική ή στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας. Αλλά ακόμη και ο καταναλωτής της ανεπτυγμένης Δύσης δεν έχει προλάβει να αξιοποιήσει, μέχρι να το πετάξει, το 100% των δυνατοτήτων του. Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, η βιομηχανία των ψηφιακών (και όχι μόνον αυτών) προϊόντων έχει ανάγκη κάποιον που θα νομιμοποιεί τη σύντμηση του κύκλου ζωής κάθε αγαθού, τον «βίαιο» θάνατό του. Κι αυτό το συνεργό τον βρίσκει στο «πρόσωπο» του παλιατζή. Που φυσικά, μπορεί να έχει τη μορφή του γραφικού επαγγελματία, αλλά μπορεί να πάρει και τη διάσταση της γιγάντιας βιομηχανίας ανακύκλωσης.
Το μέλλον είναι γραμμένο στα σκουπίδια μας, λοιπόν. Στη διαχείρισή τους συναντώνται οι ανάγκες και οι ανησυχίες πολλών: της κατασκευαστικής βιομηχανίας που θα ανταγωνίζεται όλο και περισσότερο για ταχύτερη κυκλοφορία των προϊόντων της αλλά και για φθηνότερες πρώτες ύλες. Των περιβαλλοντικών οργανώσεων που αγωνιούν για το οικολογικό ολοκαύτωμα και την εξάντληση των πόρων του πλανήτη. Των καταναλωτών που θυσιάζουν τα τελευταία αποθέματα εισοδήματος σε θνησιγενή αγαθά. Και των γονιών που, επιτέλους, βρίσκουν μια ορατή διέξοδο για το επαγγελματικό μέλλον των παιδιών τους.
Εγώ, τουλάχιστον, το σκέφτομαι σοβαρά για την κόρη μου. Υποθέτω ότι θα έχει τις αντιρρήσεις της, αλλά κάποια πιο «πρεστιζάτη» ονομασία θα βρεθεί συν τω χρόνω για τα επαγγέλματα του μέλλοντος, τους παλιατζήδες και τους ρακοσυλλέκτες.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (8/12/2007)
…Στο ντους χρησιμοποιώ κατ’ αρχάς ένα υδατενεργό καθαριστικό τζελ και στη συνέχεια ένα καθαριστικό σώματος από μέλι και αμύγδαλο, ενώ στο πρόσωπο ένα απολεπιστικό καθαριστικό τζελ. Το σαμπουάν Βιτάλ Σασούν είναι ιδιαίτερα καλό για την απομάκρυνση των στρωμάτων στεγνωμένου ιδρώτα, των αλάτων, των λιπών, των ρύπων που μεταφέρονται από τον αέρα και της βρομιάς, τα οποία βαραίνουν τα μαλλιά και τα κολλάνε στο κεφάλι, πράγμα που σε κάνει να φαίνεσαι μεγαλύτερος. …Το σαββατοκύριακο προτιμώ να χρησιμοποιώ το σαμπουάν Γκρεν Νάτσουραλ Ρηβαϊταλάζινγκ, το κοντίσιονέρ του και το συμπλήρωμα θρεπτικών ουσιών Νιούτριεντ Κόμπλεξ. Πρόκεται για ενώσεις οι οποίες περιέχουν D- πανθενόλη που είναι παράγοντας βιταμινών Β, πολυσορβικό οξύ 8(0) που είναι καθαριστικό για το δέρμα του κεφαλιού και φυσικά βότανα. Το σαββατοκύριακο σχεδιάζω να πάω στο Μπλούμινγκντέϊλ’ς και ακολουθώντας τη συμβουλή της Εβελυν να αγοράσω ένα Γιουροπήαν Σάπλεμεντ και σαμπουάν της Φολτέν για τα αδύνατα μαλλιά…Επίσης, το Βίβατζεν Χαιρ Ενρίτσμεντ, που εμποδίζει την επικάθιση μετάλλων και παρατείνει τον κύκλο ζωής των μαλλιών…
Μπρετ Ηστον Ελλις, «Αμερικανική Ψύχωση»
Μπρετ Ηστον Ελλις, «Αμερικανική Ψύχωση»
Monday, December 3, 2007
Αναμνήσεις από το ασφαλιστικό μας μέλλον (1/12/2007)
Κανονικά, θα έπρεπε να το γιορτάζω σήμερα. Και να είμαι το πρώτο θέμα στις ειδήσεις. Είμαι ο πρώτος άνθρωπος που συμπληρώνει έναν αιώνα ζωής -δεν έχω τη ματαιοδοξία και για δεύτερον- και εξακολουθεί να εισπράττει τη σύνταξή του, μετά τη μεταρρύθμιση του σωτηρίου έτους 2008 και τις άλλες 12 που ακολούθησαν μέχρι το 2018. Εν έτει 2060 μ.Χ. (και 42 μ.Μ.- μετά Μεταρρύθμιση), οι αιωνόβιοι κάτοικοι είμαστε κάτι αρκετά συχνό σ’ αυτή τη χώρα και σ’ όλη τη Γηραιά Ήπειρο. Αλλά αισθανόμαστε ως αποδιοπομπαίοι τράγοι. Κι εγώ αισθάνομαι τύψεις, βαθύτατες τύψεις που τολμώ να ζω. Το βλέπω στα βλέμματα των παιδιών μου -που δουλεύουν ακόμη, αν και έχουν πατήσει τα 70- και πολύ περισσότερο των εγγονιών μου. Υπάρχει κάτι το επικριτικό στο ύφος τους, «πώς αντέχεις να ζεις ακόμη;» και μια σαφής υποσημείωση, ότι εγώ κι όλη μου η γενιά φταίμε που έχουν δεκαετίες εργάσιμου βίου ακόμη μπροστά τους. Για τα δισέγγονά μου, δεν το συζητώ. Τα περισσότερα δεν τα ’χω δει παρά μία φορά. Υποθέτω ότι δεν έχουν καμιά διάθεση να με γνωρίσουν. Μια φορά μόνο, πριν πέντε χρόνια, μου είχαν στείλει δώρα – τα άνοιξα με απίστευτη χαρά που εξατμίστηκε μόλις τα είδα: μια αμπούλα υδροκυανίου, μία επικίνδυνα κοφτερή λεπίδα, ένα χάπι βιάγκρα τριακονταπλάσιας δόσης κι ένα ψηφιακό παιχνίδι που είναι της μόδας: «Kill Granddad»!
Αλλιώς το φανταζόμουν αυτό το ρεκόρ επιβίωσης. Σαν μια ιστορική συνάντηση γενεών. Εγώ, τα παιδιά μου, τα εγγόνια και τα δισέγγονά μου, ίσως και τα τρισέγγονα, πάνω στο γενναιόδωρο τραπέζι της αλληλεγγύης. Το φανταζόμουν κυρίως σαν γιορτή, έναν θρίαμβο του πολιτισμού που, από γενιά σε γενιά, αποσπά όλο και μεγαλύτερο έδαφος από τον ζωτικό χώρο του θανάτου. Αλλά, όσο αυξάνει ο ζωτικός χώρος της ζωής τόσο περισσότερο βλέπω την κοινωνία να βυθίζεται στο πένθος. Παραλογισμός.
Οι προϊστορικοί άνθρωποι ζούσαν το πολύ 30 χρόνια. Από τα υπολείμματα των κοινοβίων τους έχουμε μάθει ότι, παρά την τρομακτική στενότητα πόρων, τα νεότερα μέλη κάθε κοινότητας αποχαιρετούσαν με οδύνη τα γηραιότερα που πέθαιναν. Αν σκέπτονταν αποκλειστικά το οικονομικό βάρος που συνεπαγόταν ένας υπερήλικας, θα έπρεπε να χαίρονται. Αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Προφανώς, χιλιάδες χρόνια πριν εφευρεθεί το κράτος πρόνοιας, προϋπήρχε η αξία της αλληλεγγύης, έστω και στο στενό πλαίσιο ενός ολιγάριθμου κοινοβίου. Υποθέτω πως οι Σπαρτιάτες είναι μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις της ιστορίας όπου η αλληλεγγύη ίσχυσε μόνον αντίστροφα: το άτομο όφειλε να θυσιαστεί στον Καιάδα για να μην επιβαρύνει με το αντιπαραγωγικό βάρος της ηλικίας ή της αναπηρίας του το κοινωνικό σύνολο. Τώρα, κι εγώ κι όλοι οι συνομήλικοί μου νιώθουμε τα βλέμματα των νεοτέρων να μας παροτρύνουν να πέσουμε σ’ έναν Καιάδα που, ευτυχώς, δεν έχει δημιουργηθεί.
Για να πω την αλήθεια, κανείς από μας τους αιωνόβιους δεν έχει την παραμικρή διάθεση για κάτι τέτοιο. Το αντίθετο. Η επιστήμη μάς έχει δώσει τη δυνατότητα να απολαμβάνουμε αρκετά πράγματα ακόμη, παρά το βαθύ γήρας. Χρώματα, γεύσεις, αρώματα. Ακόμη κι εκείνο το μπλε χάπι που κάποτε παίρναμε κρυφά από τα φαρμακεία έχει εξελιχθεί τόσο που επιτρέπει ακόμη και σ’ εμένα… Ξέρετε… Μια φορά τον μήνα, βέβαια, όχι παραπάνω.
Αυτή είναι και η σχιζοφρένεια του πολιτισμού μας. Όλα τα μεγάλα και μικρά θαύματα της βιοτεχνολογίας για τα οποία δούλεψε και η δική μου γενιά κατέληξαν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη και ποιοτικότερη ζωή – μικρές δόσεις αθανασίας, θα μπορούσε να πει κανείς. Αλλά, την ίδια στιγμή, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, δημόσια και ιδιωτικά, δυσφορούσαν γι’ αυτές τις κατακτήσεις, έβλεπαν την παράταση του μέσου όρου ζωής σαν την επερχόμενη ολοκληρωτική καταστροφή. Εγώ, για παράδειγμα, εισπράττω σύνταξη εδώ και 40 χρόνια. Προηγουμένως δούλεψα άλλα 40 χρόνια, πλήρωσα τις εισφορές που μου αναλογούσαν. Και εισέφερα στο σύστημα και εις είδος: έκανα δύο παιδιά, τα οποία μόρφωσα και κατέστησα παραγωγικούς πολίτες, τα παιδιά μου έκαναν άλλα τέσσερα παιδιά κι αυτά με τη σειρά τους άλλα οκτώ. Άρα, στη διάρκεια του ασφαλιστικού μου βίου -εργασιακού και συνταξιουχικού- εισέφερα με 14 εργασιακές και ασφαλιστικές «μονάδες». Κι αυτό, κινούμενος εντός των μέσων όρων γεννητικότητας. Υπάρχουν αυτοί που έχουν εισφέρει και πάνω από τους μέσους όρους. Και υπάρχουν κι αυτοί που στο μεταξύ έχουν πεθάνει. Κι αυτοί εισέφεραν στο σύστημα με το έλλειμμα ζωής τους, αλλά κανείς δεν τους το αναγνωρίζει. Λοξοκοιτάζουν όλοι εμάς τους ζωντανούς.
Έτσι, κατάντησε η κοινωνία σχεδόν να γιορτάζει τους θανάτους και να θρηνολογεί στα δυο σημαντικότερα γεγονότα της ζωής ενός ανθρώπου: στη γέννησή του (θρηνούν προκαταβολικά για τα 45 χρόνια εργασίας και τα 35 χρόνια εκπαίδευσης και διά βίου κατάρτισης που τον περιμένουν) και στα εκατοστά του γενέθλια (εκεί θρηνούν όχι τον ίδιο, αλλά τους απογόνους του). Εγώ ως θρήνο για τα δικά μου γενέθλια εκλαμβάνω το γεγονός ότι το εικονοτηλέφωνο δεν χτύπησε σήμερα ούτε μια φορά, κανείς δεν μου έστειλε ευχετήριο e-mail, ούτε έλαβα έστω μια θετική τηλεσκέψη – τη νέα μόδα των ψηφιακών επικοινωνιών. Το αντίθετο μάλιστα: το μυαλό μου κατέκλυσαν αρνητικά ραδιοκύματα απ’ όλο το σόι. Στο στιλ: «Καλή ψυχή κωλόγερε».
Δεν βοήθησε, βλέπετε, ούτε ο αποικισμός της Σελήνης -μια πηδησιά τόπος κι αυτός, τι να σου κάνει- και για τον αποικισμό του Άρη δεν υπάρχει ιδιαίτερη προσφορά. Το πρόγραμμα γαιοποίησης δεν πάει και τόσο καλά. Κι εν τω μεταξύ, στη Γη αναπτύσσονται περίεργα έθιμα. Για παράδειγμα, τα ασφαλιστικά ταμεία πριμοδοτούν με μείωση εισφορών τις οικογένειες των υπέργηρων συνταξιούχων που αυτοκτονούν. Φυσικά, μεσολαβεί μια διαδικασία ζύμωσης εντός της οικογένειας και κανείς δεν ξέρει πόσοι ανάμεσα στους αυτόχειρες είναι θύματα καθαρών ψυχολογικών δολοφονιών. Επίσης, οι εταιρείες ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων καλύπτουν τα έξοδα κηδείας των συνταξιούχων που πεθαίνουν σε ηλικία κάτω του μέσου όρου ζωής βάσει συντελεστή. Ένας που πεθαίνει, για παράδειγμα, στα 75 κηδεύεται δωρεάν, ένας στα 90 έχει έκπτωση 10%-20%. Εγώ δεν δικαιούμαι πια καμιά έκπτωση. Σκασίλα μου κιόλας… Από τις νέες ασφαλιστικές δοξασίες προέκυψε και η μεγαλύτερη ανατροπή στα ταφικά έθιμα από τη νεολιθική εποχή. Ενώ όλοι οι άλλοι θάβονται ή καίγονται κανονικά, οι άνω των 90 πετάγονται σε χώρους «υγειονομικής ταφής», βορά των ορνέων, των γερακιών και άλλων αρπακτικών των οποίων ο πληθυσμός έχει αυξηθεί εντυπωσιακά, προς ικανοποίηση των οικολόγων. Σκασίλα μου πάλι.
Ωστόσο, δεν τους αδικώ. Αυτή η αντιστροφή στη σχέση ζωής και θανάτου, με την υπερπροσφορά της πρώτης να αντισταθμίζεται από μια τρομακτική ζήτηση του δεύτερου, είναι το τίμημα που πληρώνει η γενιά μου για τον τρόπο που πουλήσαμε τους αγέννητους και τους ανυποψίαστους νέους. Τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Με πόση ευκολία δεχτήκαμε τότε, σαράντα χρόνια πριν, αυτή την ανιστόρητη συναλλαγή! Γλιτώσαμε δυο τρία συντάξιμα χρόνια εμείς και φορτώσαμε μια δεκαετία στους απογόνους μας. Κατά κάποιον τρόπο εμείς κηρύξαμε πρώτοι τον πόλεμο των γενεών, θυσιάζοντας την αλληλεγγύη της τάξης στην ιδιοτελή αλληλεγγύη της γενιάς. Αντί της κατανομής του χρήματος, διαπραγματευτήκαμε την κατανομή του χρόνου. Καθαρή βλακεία!
Τελικά, θα γιορτάσω τα εκατοστά μου γενέθλια στο ΚΑΠΗ. Έχουμε κανονίσει virtual όργιο, τούρτα, μπουφέ Ανταρκτικής -τελευταία λέξη της μόδας- και φυσικά περιμένω την έκπληξη των φίλων (που δεν είναι έκπληξη): birthday girl. Μια εβδομηντάρα θεά που το ’χει ρίξει στο στριπ τιζ για να συμπληρώσει τα ένσημα της σύνταξης.
Αλλιώς το φανταζόμουν αυτό το ρεκόρ επιβίωσης. Σαν μια ιστορική συνάντηση γενεών. Εγώ, τα παιδιά μου, τα εγγόνια και τα δισέγγονά μου, ίσως και τα τρισέγγονα, πάνω στο γενναιόδωρο τραπέζι της αλληλεγγύης. Το φανταζόμουν κυρίως σαν γιορτή, έναν θρίαμβο του πολιτισμού που, από γενιά σε γενιά, αποσπά όλο και μεγαλύτερο έδαφος από τον ζωτικό χώρο του θανάτου. Αλλά, όσο αυξάνει ο ζωτικός χώρος της ζωής τόσο περισσότερο βλέπω την κοινωνία να βυθίζεται στο πένθος. Παραλογισμός.
Οι προϊστορικοί άνθρωποι ζούσαν το πολύ 30 χρόνια. Από τα υπολείμματα των κοινοβίων τους έχουμε μάθει ότι, παρά την τρομακτική στενότητα πόρων, τα νεότερα μέλη κάθε κοινότητας αποχαιρετούσαν με οδύνη τα γηραιότερα που πέθαιναν. Αν σκέπτονταν αποκλειστικά το οικονομικό βάρος που συνεπαγόταν ένας υπερήλικας, θα έπρεπε να χαίρονται. Αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Προφανώς, χιλιάδες χρόνια πριν εφευρεθεί το κράτος πρόνοιας, προϋπήρχε η αξία της αλληλεγγύης, έστω και στο στενό πλαίσιο ενός ολιγάριθμου κοινοβίου. Υποθέτω πως οι Σπαρτιάτες είναι μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις της ιστορίας όπου η αλληλεγγύη ίσχυσε μόνον αντίστροφα: το άτομο όφειλε να θυσιαστεί στον Καιάδα για να μην επιβαρύνει με το αντιπαραγωγικό βάρος της ηλικίας ή της αναπηρίας του το κοινωνικό σύνολο. Τώρα, κι εγώ κι όλοι οι συνομήλικοί μου νιώθουμε τα βλέμματα των νεοτέρων να μας παροτρύνουν να πέσουμε σ’ έναν Καιάδα που, ευτυχώς, δεν έχει δημιουργηθεί.
Για να πω την αλήθεια, κανείς από μας τους αιωνόβιους δεν έχει την παραμικρή διάθεση για κάτι τέτοιο. Το αντίθετο. Η επιστήμη μάς έχει δώσει τη δυνατότητα να απολαμβάνουμε αρκετά πράγματα ακόμη, παρά το βαθύ γήρας. Χρώματα, γεύσεις, αρώματα. Ακόμη κι εκείνο το μπλε χάπι που κάποτε παίρναμε κρυφά από τα φαρμακεία έχει εξελιχθεί τόσο που επιτρέπει ακόμη και σ’ εμένα… Ξέρετε… Μια φορά τον μήνα, βέβαια, όχι παραπάνω.
Αυτή είναι και η σχιζοφρένεια του πολιτισμού μας. Όλα τα μεγάλα και μικρά θαύματα της βιοτεχνολογίας για τα οποία δούλεψε και η δική μου γενιά κατέληξαν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη και ποιοτικότερη ζωή – μικρές δόσεις αθανασίας, θα μπορούσε να πει κανείς. Αλλά, την ίδια στιγμή, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, δημόσια και ιδιωτικά, δυσφορούσαν γι’ αυτές τις κατακτήσεις, έβλεπαν την παράταση του μέσου όρου ζωής σαν την επερχόμενη ολοκληρωτική καταστροφή. Εγώ, για παράδειγμα, εισπράττω σύνταξη εδώ και 40 χρόνια. Προηγουμένως δούλεψα άλλα 40 χρόνια, πλήρωσα τις εισφορές που μου αναλογούσαν. Και εισέφερα στο σύστημα και εις είδος: έκανα δύο παιδιά, τα οποία μόρφωσα και κατέστησα παραγωγικούς πολίτες, τα παιδιά μου έκαναν άλλα τέσσερα παιδιά κι αυτά με τη σειρά τους άλλα οκτώ. Άρα, στη διάρκεια του ασφαλιστικού μου βίου -εργασιακού και συνταξιουχικού- εισέφερα με 14 εργασιακές και ασφαλιστικές «μονάδες». Κι αυτό, κινούμενος εντός των μέσων όρων γεννητικότητας. Υπάρχουν αυτοί που έχουν εισφέρει και πάνω από τους μέσους όρους. Και υπάρχουν κι αυτοί που στο μεταξύ έχουν πεθάνει. Κι αυτοί εισέφεραν στο σύστημα με το έλλειμμα ζωής τους, αλλά κανείς δεν τους το αναγνωρίζει. Λοξοκοιτάζουν όλοι εμάς τους ζωντανούς.
Έτσι, κατάντησε η κοινωνία σχεδόν να γιορτάζει τους θανάτους και να θρηνολογεί στα δυο σημαντικότερα γεγονότα της ζωής ενός ανθρώπου: στη γέννησή του (θρηνούν προκαταβολικά για τα 45 χρόνια εργασίας και τα 35 χρόνια εκπαίδευσης και διά βίου κατάρτισης που τον περιμένουν) και στα εκατοστά του γενέθλια (εκεί θρηνούν όχι τον ίδιο, αλλά τους απογόνους του). Εγώ ως θρήνο για τα δικά μου γενέθλια εκλαμβάνω το γεγονός ότι το εικονοτηλέφωνο δεν χτύπησε σήμερα ούτε μια φορά, κανείς δεν μου έστειλε ευχετήριο e-mail, ούτε έλαβα έστω μια θετική τηλεσκέψη – τη νέα μόδα των ψηφιακών επικοινωνιών. Το αντίθετο μάλιστα: το μυαλό μου κατέκλυσαν αρνητικά ραδιοκύματα απ’ όλο το σόι. Στο στιλ: «Καλή ψυχή κωλόγερε».
Δεν βοήθησε, βλέπετε, ούτε ο αποικισμός της Σελήνης -μια πηδησιά τόπος κι αυτός, τι να σου κάνει- και για τον αποικισμό του Άρη δεν υπάρχει ιδιαίτερη προσφορά. Το πρόγραμμα γαιοποίησης δεν πάει και τόσο καλά. Κι εν τω μεταξύ, στη Γη αναπτύσσονται περίεργα έθιμα. Για παράδειγμα, τα ασφαλιστικά ταμεία πριμοδοτούν με μείωση εισφορών τις οικογένειες των υπέργηρων συνταξιούχων που αυτοκτονούν. Φυσικά, μεσολαβεί μια διαδικασία ζύμωσης εντός της οικογένειας και κανείς δεν ξέρει πόσοι ανάμεσα στους αυτόχειρες είναι θύματα καθαρών ψυχολογικών δολοφονιών. Επίσης, οι εταιρείες ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων καλύπτουν τα έξοδα κηδείας των συνταξιούχων που πεθαίνουν σε ηλικία κάτω του μέσου όρου ζωής βάσει συντελεστή. Ένας που πεθαίνει, για παράδειγμα, στα 75 κηδεύεται δωρεάν, ένας στα 90 έχει έκπτωση 10%-20%. Εγώ δεν δικαιούμαι πια καμιά έκπτωση. Σκασίλα μου κιόλας… Από τις νέες ασφαλιστικές δοξασίες προέκυψε και η μεγαλύτερη ανατροπή στα ταφικά έθιμα από τη νεολιθική εποχή. Ενώ όλοι οι άλλοι θάβονται ή καίγονται κανονικά, οι άνω των 90 πετάγονται σε χώρους «υγειονομικής ταφής», βορά των ορνέων, των γερακιών και άλλων αρπακτικών των οποίων ο πληθυσμός έχει αυξηθεί εντυπωσιακά, προς ικανοποίηση των οικολόγων. Σκασίλα μου πάλι.
Ωστόσο, δεν τους αδικώ. Αυτή η αντιστροφή στη σχέση ζωής και θανάτου, με την υπερπροσφορά της πρώτης να αντισταθμίζεται από μια τρομακτική ζήτηση του δεύτερου, είναι το τίμημα που πληρώνει η γενιά μου για τον τρόπο που πουλήσαμε τους αγέννητους και τους ανυποψίαστους νέους. Τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Με πόση ευκολία δεχτήκαμε τότε, σαράντα χρόνια πριν, αυτή την ανιστόρητη συναλλαγή! Γλιτώσαμε δυο τρία συντάξιμα χρόνια εμείς και φορτώσαμε μια δεκαετία στους απογόνους μας. Κατά κάποιον τρόπο εμείς κηρύξαμε πρώτοι τον πόλεμο των γενεών, θυσιάζοντας την αλληλεγγύη της τάξης στην ιδιοτελή αλληλεγγύη της γενιάς. Αντί της κατανομής του χρήματος, διαπραγματευτήκαμε την κατανομή του χρόνου. Καθαρή βλακεία!
Τελικά, θα γιορτάσω τα εκατοστά μου γενέθλια στο ΚΑΠΗ. Έχουμε κανονίσει virtual όργιο, τούρτα, μπουφέ Ανταρκτικής -τελευταία λέξη της μόδας- και φυσικά περιμένω την έκπληξη των φίλων (που δεν είναι έκπληξη): birthday girl. Μια εβδομηντάρα θεά που το ’χει ρίξει στο στριπ τιζ για να συμπληρώσει τα ένσημα της σύνταξης.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (1/12/2007)
…Τότε, όμως, συνέβη κάτι απρόοπτο. Απρόοπτο και απρόβλεπτο: είχε ζήσει γύρω στα τρία τέταρτα του αιώνα, και η παραγωγική, ενεργή ζωή του είχε φύγει. Ούτε ασκούσε πια τη σαγήνη του παραγωγικού αρσενικού, ούτε ήταν ικανός να λοχεύσει τις χαρές του αρσενικού, και προσπαθούσε να μην τις λαχταράει και πολύ. Όταν ζούσε μόνος του, για πολύ λίγο είχε νιώσει ότι το ελλείπον συστατικό θα επέστρεφε με κάποιον τρόπο για να τον ξανακάνει απαραβίαστο και να του επαναεπιβεβαιώσει τη μαστοριά του. Ότι η από λάθος λαβωμένη δικαιοδοσία του θα επανορθωνόταν. Ότι θα μπορούσε να τα ξαναπιάσει όλα από το σημείο όπου είχε σταματήσει, μόλις πριν από λίγα χρόνια. Τώρα, όμως, φαινόταν πως, όπως κάθε ηλικιωμένος, είχε μπει στη διαδικασία να φυραίνει και να φυραίνει, και θα ’ταν αναγκασμένος να ζήσει τις άσκοπες μέρες του ως το τέλος χωρίς να ’χει αλλάξει το παραμικρό – τις άσκοπες μέρες, τις αβέβαιες νύχτες, την αδυναμία της εξοικείωσης με τη σωματική κατάπτωση, την τερματική θλίψη, το να μην έχεις να περιμένεις τίποτα. Έτσι τελειώνει, σκέφτηκε, κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορούσες να το ξέρεις.
Φίλιπ Ροθ, «Καθένας»
Φίλιπ Ροθ, «Καθένας»
Monday, November 26, 2007
Η γραμμή της ζωής, στα τρία (24/11/2007)
Η γραμμή της ζωής στην παλάμη μας, είναι μία καμπύλη. Κατά τους χειρομάντες μας αποκαλύπτει την πεπρωμένη διάρκεια ζωής. Σε άλλους, φτάνει μέχρι τη ρίζα του καρπού, την απαρχή της κερκίδας. Αλλων, διακόπτεται απότομα κάπου στο μέσον της σαρκώδους βάσης που αποκαλείται θέναρ. Για τους πρώτους, η καμπύλη υπόσχεται ότι θα είναι κορακοζώητοι. ΟΙ δεύτεροι θα πρέπει να έχουν το νου τους.
Αυτά κατά τους χειρομάντες. Ο μέσος άνθρωπος, πάντως, φαντάζεται τη ζωή του όχι σαν μια δυσοίωνη ρυτίδα, αλλά σαν μια ευθεία γραμμή που αντιστοιχεί σε μια μέση διάρκεια ζωής, ανάλογη με το λεγόμενο προσδόκιμο επιβιώσεως. Οι πιο αισιόδοξοι της δίνουν μια τιμή που υπερβαίνει τα 80 χρόνια, οι πιο ρεαλιστές αντιλαμβάνονται ότι κάπου ανάμεσα στα 74 και τα 79 βρίσκεται η μερίδα ζωής που δικαιούνται, τουλάχιστον αν ζουν στην Ευρώπη ή στην Ελλάδα. Αν, λοιπόν, στο ξεκίνημα της ζωής σας, σας ανέθεταν να διαχειριστείτε αυτή τη νοητή γραμμή, πώς θα τη χωρίζατε; Δεν υπάρχουν και πολλές εναλλακτικές λύσεις.
Υποθέτω ότι ο μέσος νεοέλληνας του 2007 θεωρεί επαρκές να διαθέσει την πρώτη εικοσιπενταετία της ζωής του στην προετοιμασία της κοινωνικής ένταξης. Ν’ αποκτήσει γνώσεις, δεξιότητες, ένα στοιχειώδες σχέδιο ζωής. Η 25ετία αυτή είναι περίπου ανελαστική με βάση τα δεδομένα των εκπαιδευτικών συστημάτων, της αγοράς εργασίας, του κοινωνικού μοντέλου. Θεωρητικά, λοιπόν, το 25ο έτος της ζωής είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης του εργασιακού βίου ο οποίος είναι η επόμενη, λεόντεια και πιο παραγωγική μερίδα ζωής που αντιστοιχεί στο μέσο άνθρωπο. Αλλά, κι αυτή η πρώτη 25ετία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια παραγωγική «μαύρη τρύπα». Το αντίθετο. Στην πραγματικότητα τα βρέφη, τα νήπια, τα παιδιά, οι μαθητές, οι φοιτητές, οι ειδικευόμενοι, οι περιπλανώμενοι άνεργοι νέοι προσφέρουν κοινωνική εργασία. Εισφέρουν στις κοινωνίες ένα πολύτιμο αγαθό χωρίς το οποίο θα βυθίζονταν σε παρακμή και αργό θάνατο. Τις ανανεώνουν, πλουτίζουν τις κουλτούρες τους, τροφοδοτούν με νέα μέλη όλες τις τάξεις και τα στρώματα, από τη βάση έως τις φυσικές ηγεσίες τους, είναι οι βασικοί αποδέκτες των μικρών και μεγάλων τεχνολογικών και πολιτιστικών επαναστάσεων που διατηρούν ζωντανά τα παραγωγικά ανακλαστικά των κοινωνιών. Απ’ την άποψη αυτή, η πρώτη παραγωγική εικοσιπενταετία της ζωής των ανθρώπων θα έπρεπε να είναι αμειβόμενη και ασφαλισμένη. Και είναι, αλλά στα εγχώρια δεδομένα, είναι τρομακτικά υποαμειβόμενη για τη μεγάλη πλειοψηφία των νέων. Και ανασφάλιστη. Το κενό το καλύπτει η οικογενειακή κοινωνική πρόνοια.
Ας διατρέξουμε και το υπόλοιπο της γραμμής της ζωής. Ακολουθεί, λοιπόν, το διάστημα του εργασιακού βίου. Πόσο πρέπει να του διαθέσουμε; Τα ασφαλιστικά μας δεδομένα προβλέπουν κατά μέσο όρο 30-35 χρόνια, με αποκλίσεις προς τα κάτω και προς τα πάνω για μεγάλες κατηγορίες πληθυσμού. Θεωρητικά, ο μέσος άνθρωπος θα προτιμούσε να είναι δραστήριος για πάντα, μέχρι ξαφνικά, απροειδοποίητα, γλυκά να τον αγγίξει ο θάνατος. Η εργασία, όπως και η ιδιοκτησία, μας θυμίζει ότι υπάρχουμε. Το βλέπουμε στους ανθρώπους που διανύουν την τρίτη ηλικία, στους γονείς και στους παππούδες μας. Παρ’ ότι είναι συνταξιούχοι, συνεχίζουν, όσο τους επιτρέπει η σωματική τους ικμάδα, τις δραστηριότητες που έχουν μάθει καλά.Ή, τουλάχιστον μια αξιοπρεπή προσομοίωσή τους. Απόμαχοι οικοδόμοι που βρίσκουν πάντα ένα μερεμέτι που θα γεμίσει τη μέρα τους, αγρότες που καταπονούνται στο ολίγων τετραγωνικών μποστάνι τους, κτηνοτρόφοι που διαθέτουν στα 2-3 ζωντανά τους το χρόνο που άλλοτε διέθεταν στα πολυπληθή κοπάδια τους, δάσκαλοι που διοχετεύουν τα παιδαγωγικά τους αποθέματα στα εγγόνια ή στα γειτονόπουλα, γιατροί, δικηγόροι, επιστήμονες και επώνυμοι κορακοζώητοι πολιτικοί που δίνουν τη γνώση και τη γνώμη τους σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα από τότε που πήραν σύνταξη. Πολλές φορές με ωράρια που είναι αδιανόητα για έναν οικονομικά ενεργό άνθρωπο. Εν όλιγοις, ο μέσος άνθρωπος συμπεριφέρεται σαν να μην θέλει να σταματήσει ποτέ να είναι παραγωγικός. Πέστε, τώρα, στους ίδιους ανθρώπους ότι η εργασία που προσφέρουν ανιδιοτελώς, πέρα από παραγωγικούς καταναγκασμούς, χωρίς αμοιβή και ασφάλιση θα ενταχθεί στον καθ’ εαυτό εργασιακό τους βίο, αμειβόμενη και ασφαλισμένη, παρατείνοντας την συμβατική 35ετία κατά 5-10 χρόνια. Θα σας δαγκώσουν. Θα ξεσηκωθούν κι οι πέτρες. Δεν υπάρχει καμιά γεροντική παραξενιά σ’ αυτό. Αντίθετα, υπάρχει μια απόλυτα νεανική καχυποψία απέναντι σε οποιονδήποτε τρίτο- το κράτος, τους αναλογιστές, τους ασφαλιστικούς φορείς, τους εργοδότες, τους επαγγελματίες συνδικαλιστές- τολμήσει να ανατρέψει τις βασικές προβλέψεις του μικρού σχεδίου που έχει καθένας μας για τη ζωή του. Έστω κι αν στην πραγματικότητα σπάνια αυτό το σχέδιο υλοποιείται στις λεπτομέρειές του είτε γιατί το ανατρέπει ένα απρόοπτο τέλος, είτε γιατί συνήθως ο οπτιμισμός του σχεδίου διαψεύδεται από τον πεσιμισμό της πραγματικότητας.
Ετσι, περνάμε στην τρίτη μεγάλη φέτα από τη γραμμή της ζωής, αυτήν που υποτίθεται καλείται να «ασφαλίσει» το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Από το κατά συνθήκη προσδόκιμο επιβιώσεως ο μέσος άνθρωπος οραματίζεται να αναλογεί στη φέτα αυτή τουλάχιστον μια δεκαπενταετία. Είναι το πιο σύντομο κομμάτι του βίου του. Αντιστοιχεί μόλις στο 20%-25%. Και, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να συρρικνωθεί απογοητευτικά, αφού τρίτη ηλικία είναι τόσο εκτεθειμένη στους βιολογικούς καταναγκασμούς. Αλλά θα έπρεπε να είναι απαλλαγμένο από κοινωνικούς καταναγκασμούς. Αν στη νεότητά του ο άνθρωπος προετοιμάζεται (και τελικά «εργάζεται») χάριν της κοινωνίας, αν στην ωριμότητά του παράγει πλούτο τον οποίο «μοιράζεται» θέλει-δεν θέλει με το κοινωνικό σύνολο (κατά κανόνα με ένα ληστρικό σύστημα διανομής), στην τρίτη φάση της ζωής του υπάρχει χάριν του εαυτού του (και εργάζεται, τεμπελιάζει, καταναλώνει, απολαμβάνει ή μοιράζεται κατά βούληση). Είναι για τον ίδιο λόγο άλλωστε που οι περισσότεροι επώνυμοι κι ανώνυμοι της οικονομικής, πνευματικής και πολιτικής ελίτ, οι οποίοι ουδέποτε είχαν αγωνίες για τα συντάξιμα χρόνια τους, τα όρια ηλικίας και το ύψος της σύνταξής τους, παραμένουν ενεργοί μέχρι βαθέως γήρατος, διαψεύδοντας ιατρικά προγνωστικά και δημογραφικές στατιστικές, αντλώντας απόλαυση από τη μόνη διάσταση που είχε η ζωή γι’ αυτούς: την άσκηση εξουσίας. Αλλά, όλη η ζωή, χωρίς φέτες και διαστήματα, χωρίς κοινωνικούς καταναγκασμούς και προθεσμίες.
Αυτό το ψυχολογικό υπόστρωμα αδυνατούν να κατανοήσουν οι επίδοξοι μεταρρυθμιστές των ασφαλιστικών συστημάτων, οι αναλογιστές, αυτοί που πανικοβάλουν τις κοινωνίες για τη δημογραφική καταστροφή που μας απειλεί, αυτοί που από την ασφάλεια των επαύλεών τους κατακεραυνώνουν τα «ρετιρέ» της εργασίας (επ’ ευκαιρία, δεν τους έχει πει κανείς ότι τα ρετιρέ του χρυσού αιώνα της αντιπαροχής είναι πλέον σε απόλυτη παρακμή; Εξ όσων γνωρίζω, αγοράζονται πλέον μόνο από οικονομικούς μετανάστες). Αδυνατούν να κατανοήσουν ότι τη δύση της ζωής του ο μέσος άνθρωπος δεν έχει την πολυτέλεια να τη διαπραγματευτεί και να τη μοιραστεί με κανένα. Τη θέλει σε ένα πλαίσιο όσο πιο ασφαλές γίνεται- ασφαλές οικονομικά, χρονικά, κοινωνικά. Αλλιώς, τι άλλο νόημα έχει η Κοινωνική Ασφάλεια; Υ.Γ. Μια και ξεκίνησα με χειρομαντεία, επιτρέψτε μου να μαντέψω τι εξέλιξη θα έχει η σύγκρουση της κυβέρνησης με τα «ρετιρέ» της επαγγελματικής μου συντεχνίας. Σε κανα-δυο εβδομάδες βλέπω το σχέδιο ενοποίησης στο «ταμείο επιστημόνων» να αποσύρεται διακριτικά. Κι έπειτα, θα πέσει ασφαλιστική σιγή. Λέτε η όλη υπόθεση να είναι μια κουτοπόνηρη κίνηση μαζικής εξαγοράς των δημοσιογράφων;
Αυτά κατά τους χειρομάντες. Ο μέσος άνθρωπος, πάντως, φαντάζεται τη ζωή του όχι σαν μια δυσοίωνη ρυτίδα, αλλά σαν μια ευθεία γραμμή που αντιστοιχεί σε μια μέση διάρκεια ζωής, ανάλογη με το λεγόμενο προσδόκιμο επιβιώσεως. Οι πιο αισιόδοξοι της δίνουν μια τιμή που υπερβαίνει τα 80 χρόνια, οι πιο ρεαλιστές αντιλαμβάνονται ότι κάπου ανάμεσα στα 74 και τα 79 βρίσκεται η μερίδα ζωής που δικαιούνται, τουλάχιστον αν ζουν στην Ευρώπη ή στην Ελλάδα. Αν, λοιπόν, στο ξεκίνημα της ζωής σας, σας ανέθεταν να διαχειριστείτε αυτή τη νοητή γραμμή, πώς θα τη χωρίζατε; Δεν υπάρχουν και πολλές εναλλακτικές λύσεις.
Υποθέτω ότι ο μέσος νεοέλληνας του 2007 θεωρεί επαρκές να διαθέσει την πρώτη εικοσιπενταετία της ζωής του στην προετοιμασία της κοινωνικής ένταξης. Ν’ αποκτήσει γνώσεις, δεξιότητες, ένα στοιχειώδες σχέδιο ζωής. Η 25ετία αυτή είναι περίπου ανελαστική με βάση τα δεδομένα των εκπαιδευτικών συστημάτων, της αγοράς εργασίας, του κοινωνικού μοντέλου. Θεωρητικά, λοιπόν, το 25ο έτος της ζωής είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης του εργασιακού βίου ο οποίος είναι η επόμενη, λεόντεια και πιο παραγωγική μερίδα ζωής που αντιστοιχεί στο μέσο άνθρωπο. Αλλά, κι αυτή η πρώτη 25ετία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια παραγωγική «μαύρη τρύπα». Το αντίθετο. Στην πραγματικότητα τα βρέφη, τα νήπια, τα παιδιά, οι μαθητές, οι φοιτητές, οι ειδικευόμενοι, οι περιπλανώμενοι άνεργοι νέοι προσφέρουν κοινωνική εργασία. Εισφέρουν στις κοινωνίες ένα πολύτιμο αγαθό χωρίς το οποίο θα βυθίζονταν σε παρακμή και αργό θάνατο. Τις ανανεώνουν, πλουτίζουν τις κουλτούρες τους, τροφοδοτούν με νέα μέλη όλες τις τάξεις και τα στρώματα, από τη βάση έως τις φυσικές ηγεσίες τους, είναι οι βασικοί αποδέκτες των μικρών και μεγάλων τεχνολογικών και πολιτιστικών επαναστάσεων που διατηρούν ζωντανά τα παραγωγικά ανακλαστικά των κοινωνιών. Απ’ την άποψη αυτή, η πρώτη παραγωγική εικοσιπενταετία της ζωής των ανθρώπων θα έπρεπε να είναι αμειβόμενη και ασφαλισμένη. Και είναι, αλλά στα εγχώρια δεδομένα, είναι τρομακτικά υποαμειβόμενη για τη μεγάλη πλειοψηφία των νέων. Και ανασφάλιστη. Το κενό το καλύπτει η οικογενειακή κοινωνική πρόνοια.
Ας διατρέξουμε και το υπόλοιπο της γραμμής της ζωής. Ακολουθεί, λοιπόν, το διάστημα του εργασιακού βίου. Πόσο πρέπει να του διαθέσουμε; Τα ασφαλιστικά μας δεδομένα προβλέπουν κατά μέσο όρο 30-35 χρόνια, με αποκλίσεις προς τα κάτω και προς τα πάνω για μεγάλες κατηγορίες πληθυσμού. Θεωρητικά, ο μέσος άνθρωπος θα προτιμούσε να είναι δραστήριος για πάντα, μέχρι ξαφνικά, απροειδοποίητα, γλυκά να τον αγγίξει ο θάνατος. Η εργασία, όπως και η ιδιοκτησία, μας θυμίζει ότι υπάρχουμε. Το βλέπουμε στους ανθρώπους που διανύουν την τρίτη ηλικία, στους γονείς και στους παππούδες μας. Παρ’ ότι είναι συνταξιούχοι, συνεχίζουν, όσο τους επιτρέπει η σωματική τους ικμάδα, τις δραστηριότητες που έχουν μάθει καλά.Ή, τουλάχιστον μια αξιοπρεπή προσομοίωσή τους. Απόμαχοι οικοδόμοι που βρίσκουν πάντα ένα μερεμέτι που θα γεμίσει τη μέρα τους, αγρότες που καταπονούνται στο ολίγων τετραγωνικών μποστάνι τους, κτηνοτρόφοι που διαθέτουν στα 2-3 ζωντανά τους το χρόνο που άλλοτε διέθεταν στα πολυπληθή κοπάδια τους, δάσκαλοι που διοχετεύουν τα παιδαγωγικά τους αποθέματα στα εγγόνια ή στα γειτονόπουλα, γιατροί, δικηγόροι, επιστήμονες και επώνυμοι κορακοζώητοι πολιτικοί που δίνουν τη γνώση και τη γνώμη τους σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα από τότε που πήραν σύνταξη. Πολλές φορές με ωράρια που είναι αδιανόητα για έναν οικονομικά ενεργό άνθρωπο. Εν όλιγοις, ο μέσος άνθρωπος συμπεριφέρεται σαν να μην θέλει να σταματήσει ποτέ να είναι παραγωγικός. Πέστε, τώρα, στους ίδιους ανθρώπους ότι η εργασία που προσφέρουν ανιδιοτελώς, πέρα από παραγωγικούς καταναγκασμούς, χωρίς αμοιβή και ασφάλιση θα ενταχθεί στον καθ’ εαυτό εργασιακό τους βίο, αμειβόμενη και ασφαλισμένη, παρατείνοντας την συμβατική 35ετία κατά 5-10 χρόνια. Θα σας δαγκώσουν. Θα ξεσηκωθούν κι οι πέτρες. Δεν υπάρχει καμιά γεροντική παραξενιά σ’ αυτό. Αντίθετα, υπάρχει μια απόλυτα νεανική καχυποψία απέναντι σε οποιονδήποτε τρίτο- το κράτος, τους αναλογιστές, τους ασφαλιστικούς φορείς, τους εργοδότες, τους επαγγελματίες συνδικαλιστές- τολμήσει να ανατρέψει τις βασικές προβλέψεις του μικρού σχεδίου που έχει καθένας μας για τη ζωή του. Έστω κι αν στην πραγματικότητα σπάνια αυτό το σχέδιο υλοποιείται στις λεπτομέρειές του είτε γιατί το ανατρέπει ένα απρόοπτο τέλος, είτε γιατί συνήθως ο οπτιμισμός του σχεδίου διαψεύδεται από τον πεσιμισμό της πραγματικότητας.
Ετσι, περνάμε στην τρίτη μεγάλη φέτα από τη γραμμή της ζωής, αυτήν που υποτίθεται καλείται να «ασφαλίσει» το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Από το κατά συνθήκη προσδόκιμο επιβιώσεως ο μέσος άνθρωπος οραματίζεται να αναλογεί στη φέτα αυτή τουλάχιστον μια δεκαπενταετία. Είναι το πιο σύντομο κομμάτι του βίου του. Αντιστοιχεί μόλις στο 20%-25%. Και, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να συρρικνωθεί απογοητευτικά, αφού τρίτη ηλικία είναι τόσο εκτεθειμένη στους βιολογικούς καταναγκασμούς. Αλλά θα έπρεπε να είναι απαλλαγμένο από κοινωνικούς καταναγκασμούς. Αν στη νεότητά του ο άνθρωπος προετοιμάζεται (και τελικά «εργάζεται») χάριν της κοινωνίας, αν στην ωριμότητά του παράγει πλούτο τον οποίο «μοιράζεται» θέλει-δεν θέλει με το κοινωνικό σύνολο (κατά κανόνα με ένα ληστρικό σύστημα διανομής), στην τρίτη φάση της ζωής του υπάρχει χάριν του εαυτού του (και εργάζεται, τεμπελιάζει, καταναλώνει, απολαμβάνει ή μοιράζεται κατά βούληση). Είναι για τον ίδιο λόγο άλλωστε που οι περισσότεροι επώνυμοι κι ανώνυμοι της οικονομικής, πνευματικής και πολιτικής ελίτ, οι οποίοι ουδέποτε είχαν αγωνίες για τα συντάξιμα χρόνια τους, τα όρια ηλικίας και το ύψος της σύνταξής τους, παραμένουν ενεργοί μέχρι βαθέως γήρατος, διαψεύδοντας ιατρικά προγνωστικά και δημογραφικές στατιστικές, αντλώντας απόλαυση από τη μόνη διάσταση που είχε η ζωή γι’ αυτούς: την άσκηση εξουσίας. Αλλά, όλη η ζωή, χωρίς φέτες και διαστήματα, χωρίς κοινωνικούς καταναγκασμούς και προθεσμίες.
Αυτό το ψυχολογικό υπόστρωμα αδυνατούν να κατανοήσουν οι επίδοξοι μεταρρυθμιστές των ασφαλιστικών συστημάτων, οι αναλογιστές, αυτοί που πανικοβάλουν τις κοινωνίες για τη δημογραφική καταστροφή που μας απειλεί, αυτοί που από την ασφάλεια των επαύλεών τους κατακεραυνώνουν τα «ρετιρέ» της εργασίας (επ’ ευκαιρία, δεν τους έχει πει κανείς ότι τα ρετιρέ του χρυσού αιώνα της αντιπαροχής είναι πλέον σε απόλυτη παρακμή; Εξ όσων γνωρίζω, αγοράζονται πλέον μόνο από οικονομικούς μετανάστες). Αδυνατούν να κατανοήσουν ότι τη δύση της ζωής του ο μέσος άνθρωπος δεν έχει την πολυτέλεια να τη διαπραγματευτεί και να τη μοιραστεί με κανένα. Τη θέλει σε ένα πλαίσιο όσο πιο ασφαλές γίνεται- ασφαλές οικονομικά, χρονικά, κοινωνικά. Αλλιώς, τι άλλο νόημα έχει η Κοινωνική Ασφάλεια; Υ.Γ. Μια και ξεκίνησα με χειρομαντεία, επιτρέψτε μου να μαντέψω τι εξέλιξη θα έχει η σύγκρουση της κυβέρνησης με τα «ρετιρέ» της επαγγελματικής μου συντεχνίας. Σε κανα-δυο εβδομάδες βλέπω το σχέδιο ενοποίησης στο «ταμείο επιστημόνων» να αποσύρεται διακριτικά. Κι έπειτα, θα πέσει ασφαλιστική σιγή. Λέτε η όλη υπόθεση να είναι μια κουτοπόνηρη κίνηση μαζικής εξαγοράς των δημοσιογράφων;
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (24/11/2007)
Μάλιστα, κύριε Γκρέυ, οι θεοί φάνηκαν πολύ καλοί απέναντί σας. Αλλά, ό,τι δίνουν οι θεοί, το παίρνουν γρήγορα πίσω. Μονάχα λίγα χρόνια σας μένουν για να ζήσετε πραγματικά, ολοκληρωτικά, τέλεια. Όταν τα νιάτα σας θα ’χουν φύγει, θα έχουν πάρει μαζί τους και την ομορφιά σας, και τότε θ’ ανακαλύψετε ξαφνικά πως δεν σας απόμειναν περιθώρια θριάμβων, ή θα είσαστε υποχρεωμένος να ικανοποιείστε μ’ εκείνους τους ασήμαντους θριάμβους, που η ανάμνηση του παρελθόντος σας θα τους κάνει να φαίνονται πιο πικροί κι από ήττες. Ο κάθε μήνας που περνάει σας φέρνει κοντά σε κάτι φοβερό. Ο χρόνος σας ζηλεύει και πολεμάει τα κρίνα και τα τριαντάφυλλα της νιότης σας. Θα καταντήσετε χλομός, με μάγουλα βαθουλωμένα και σβησμένα μάτια. Θα υποφέρετε τρομερά…Α! ζήστε τα νιάτα σας τώρα που τα ‘χετε. Μη σκορπάτε το χρυσάφι των ημερών σας, δίνοντας πίστη στα λεγόμενα ανιαρών ανθρώπων, προσπαθώντας να βελτιώσετε τη θέση των απελπισμένων, πετώντας τη ζωή σας στους αμαθείς, τους κοινούς και τους χυδαίους. Πρόκειται γι’ αρρωστημένους στόχους, για ψεύτικα ιδανικά του καιρού μας. Ζήστε!
Οσκαρ Ουάιλντ, «Το πορτρέτο του Ντόεριαν Γκρέυ»
Οσκαρ Ουάιλντ, «Το πορτρέτο του Ντόεριαν Γκρέυ»
Monday, November 19, 2007
Το μέτριο, το λίγο και το τίποτα (17/11/2007)
Εδώ και μήνες το ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο πλημμυρίζει από μηνύματα. Δεκάδες μηνύματα κάθε μέρα. Μηνύματα αγνώστων που ακούνε σε περίεργα ονόματα, όπως Σάρον Τέιτ, Ντέιβιντ Χιουμ, Άνταμ Σμιθ (αναγνωρίσιμα μεν, αλλά δεν έχω το προνόμιο της επικοινωνίας με το υπερπέραν) ή ονόματα που κάτι θυμίζουν, όπως Κρις Πανταζής, Ναόμι Κίντμαν ή Χίλαρι Γουότς. Στην αρχή άνοιγα τα μηνύματα αυτά με αυτάρεσκη ευχαρίστηση και με την ψευδαίσθηση ότι η δημοφιλία μου έχει ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα. Με τον καιρό, κατάλαβα ότι όλοι αυτοί οι άγνωστοι «θαυμαστές» πρόσθεταν επίπονη δουλειά ξεκαθαρίσματος των (λίγων) χρήσιμων μηνυμάτων του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τα (άφθονα) σκουπίδια. Έμαθα κι εγώ τι εστί spam.
Όλοι οι απρόσκλητοι επιστολογράφοι αρχίζουν τα μηνύματά τους, πάντα στα αγγλικά, πάνω-κάτω ως εξής: «Θέλετε ν’ αλλάξετε τη ζωή σας;», ή «Μήπως δεν είστε αρκετά ευτυχισμένος;». Οι απαντήσεις που δίνουν μπορούν στατιστικά να χωριστούν ως εξής: 30% υπόσχονται χρήμα, πολύ χρήμα και 70% σεξ, καλύτερο και αχαλίνωτο σεξ. Στην πρώτη κατηγορία, τα μηνύματα προσφέρουν επενδυτικές ευκαιρίες. Αν, για παράδειγμα, διαθέσεις 100 ευρώ, μπορείς σε λίγους μήνες να τα εκατονταπλασιάσεις με τοποθετήσεις σε περίεργα ομόλογα και μετοχές, ή βοηθώντας να σωθεί η αμύθητη περιουσία ενός εγκλωβισμένου σε μια αφρικανική χώρα με αυταρχικό καθεστώς ή σε κατάσταση εμφυλίου. Στα μηνύματα αυτά, που αναδύουν έντονα οσμή απάτης, δεν δίνω καμία σημασία.
Με απασχολούν έντονα, όμως, τα μηνύματα της δεύτερης κατηγορίας, που υπόσχονται απογείωση της σεξουαλικής ζωής μου. Τα μισά προσφέρουν βιάγκρα και παρεμφερή μαντζούνια σε εξαιρετικές τιμές – και σ’ αυτά δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία. Τα άλλα μισά, όμως; Επίμονα, βασανιστικά, πιεστικά μού προτείνουν μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων που υπόσχονται μεγέθυνση πέους. Εκεί φυτεύεται το σπέρμα της αμφιβολίας. Γιατί πιστεύουν αυτοί οι τύποι ότι μπορεί να μ’ ενδιαφέρει κάτι τέτοιο; Γιατί τόσο συστηματικά, καθημερινά, μου προτείνουν φυτικά εκχυλίσματα, ειδικά επιθέματα, χάπια ή συσκευές που, με εγγύηση επιστροφής χρημάτων, εξασφαλίζουν μεγέθυνση πέους έως και 40%; Τι ξέρουν που δεν ξέρω; Τι έχουν αντιληφθεί που δεν έχω αντιληφθεί εγώ;
Τις ανησυχίες για το μέγεθος τις έχω αφήσει πίσω μου αρκετές δεκαετίες, κάπου στα μέσα της εφηβείας, αλλά αυτά τα ηλίθια μηνύματα αποσταθεροποίησαν την υψηλή αυτοεκτίμησή μου ως προς αυτό. Ρώτησα ακόμη και τη γυναίκα μου (με κοίταξε λοξά, «πώς σου ’ρθε αυτό;»), τελικά με καθησύχασε ότι το μέγεθος το έβρισκε ιδεώδες, κι έτσι δεν υπέκυψα στον πειρασμό να πάρω και το υποδεκάμετρο (Θεέ μου! Πόσο χαμηλά έπεσα). Εξάλλου, υπάρχουν οι παλιές παρηγορητικές φιλοσοφίες που υπογραμμίζουν ότι το μέγεθος δεν είναι το παν, όπως και οι περί μέτρου αντιλήψεις των αρχαίων ημών προγόνων οι οποίοι, παρ’ ότι εμφορούνταν από πανηδονισμό και επαίρονταν ότι είναι sex machines, αγωνίες για το μέγεθος δεν είχαν, όπως προδίδουν τα αποκαλυπτικά γλυπτά που μας παρέδωσαν. Ακόμη κι οι θεοί απεικονίζονταν όχι ιδιαίτερα προικισμένοι…
Ωστόσο, το μικρόβιο έχει εισχωρήσει, τα spam επιμένουν και μαζί με τους ανώνυμους ψηφιακούς επιστολογράφους επιμένουν και οι «θεμελιώδεις αντιλήψεις» της κοινωνικοπολιτικής μας καθημερινότητας, έξω από τα όρια των σεξουαλικών μας εμμονών, ότι η ποσότητα μετράει και αδιαφορεί επιδεικτικά για την ποιότητα. Αίφνης, έχει τη σημασία του με ποιο μέγεθος έχασε ο υπέρβαρος Βενιζέλος από τον λεπτό Παπανδρέου σε μιαν αναμέτρηση που κατά τ’ άλλα ασχολείτο με την ποιότητα.
Υπάρχει, βεβαίως, η καθησυχαστική αντίληψη της διαλεκτικής για μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα, αλλά αυτή ενδεχομένως αφορά καταστάσεις πέρα από τον βιολογικό κύκλο ενός μέσου ανθρώπου που γεννιέται και πεθαίνει με συγκεκριμένα μεγέθη, εκτός αν παραδώσει εαυτόν στα χέρια ενός Μένγκελε…
Πιο ανησυχητική είναι η λατρεία του μεγέθους στο πεδίο της οικονομίας. Το φετίχ της ανάπτυξης έχει καταστεί μονόδρομος για όλες τις εθνικές οικονομίες, όλους τους επιχειρηματικούς ομίλους, κάθε οικονομική μονάδα, ακόμη και το μεμονωμένο νοικοκυριό. Είναι αντικείμενο της ψυχανάλυσης, βεβαίως, να διερευνήσει τη σχέση σεξ και οικονομίας, στύσης και ανάπτυξης, οργασμού και υπεραξίας. Οι ψυχολόγοι βάθους λένε ότι τα αρχέγονα ερωτικά ορμέμφυτα είναι η μόνη άμυνα στην ιδέα (και βεβαιότητα) του θανάτου, αλλά αυτό δεν συναρτάται με το μέγεθος του πέους ή οποιουδήποτε άλλου μέρους του σώματος (αν κινείται, τουλάχιστον, στους μέσους όρους). Αντίστοιχα, η αναπαραγωγική ισχύς μιας οικονομίας αποδεικνύεται από την ικανότητά της να εξασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο ευημερίας στα μέλη της και, θεωρητικά, η παγκόσμια οικονομία και πολλές από τις εθνικές, διαθέτουν πλούτο επαρκή για να εξασφαλίσουν στην πλειοψηφία αυτό το μέρισμα ευημερίας. Αλλά, εδώ υπεισέρχεται το πρόβλημα της κατανομής. Κι επειδή ο οικονομικός μας πολιτισμός αδυνατεί (ή απλώς αρνείται) να λύσει το πρόβλημα της κατανομής, δίνει τη μόνη εναπομένουσα απάντηση: μεγέθυνση. Ακριβώς όπως τα spam για penis enlargement με ματζούνια, επιθέματα και μαγικές συσκευές.
Μεγέθυνση, λοιπόν. Ακούγεται από τα επισημότερα χείλη, είναι η μανιέρα κάθε υπουργού Οικονομίας (μόνον οι κεντρικοί τραπεζίτες, συχνά, εκφράζουν τις αντιρρήσεις τους, φοβούνται την υπερθέρμανση των οικονομιών και βάζουν φρένο στον αναπτυξιακό τους οργασμό. Ποιος ξέρει γιατί. Ίσως έχουν ανατομικά κόμπλεξ). Είναι, επίσης, η μανιέρα κάθε πρωθυπουργού που κλίνει με αυταρέσκεια την «ανάπτυξη» σε όλες τις πτώσεις. Μόλις προ ημερών, ο κ. Καραμανλής, συμμετέχοντας σε εκδήλωση για τη βράβευση επιχειρηματιών με επιδόσεις μεγέθυνσης (οικονομικής, εννοείται), κάλεσε σε μια ευρεία «κοινωνική συμμαχία ενάντια στο μέτριο και το λίγο». Δεν γνωρίζω ποιο είναι το ψυχολογικό υπόστρωμα αυτής της καθολικής απέχθειας για το «μέτριο και στο λίγο», οφείλω όμως να υπενθυμίσω ότι ακόμη κι αν το λίγο είναι κάτι ανεπιθύμητο, το μέτριο συνάδει με τις αντιλήψεις των προγόνων μας: «μέτρον άριστον». Και κανείς δεν μπορεί να τους μεμφθεί ότι μειονέκτησαν σε ανάπτυξη, ευημερία και ακμή.
Είναι αλήθεια ότι ο Καραμανλής, όπως και κάθε ηγέτης οικονομίας του αναπτυγμένου και του αναπτυσσόμενου κόσμου, θα βρει πολλούς πρόθυμους για ένταξη στη «συμμαχία ενάντια στο μέτριο και το λίγο». Άπληστους μικροαστούς, ακόρεστους αεριτζήδες, λούμπεν μεγαλοαστούς. Καθωσπρέπει επενδυτές με μεγάλη όρεξη, επιχειρηματικούς ομίλους με επεκτατικά οράματα, μικρομάγαζα που θέλουν να εξελιχθούν σε αλυσίδες, εθνικούς πρωταθλητές που επιδιώκουν να γίνουν υπερεθνικοί γίγαντες. Αλλά και φτωχοδιάβολους που θέλουν το λίγο που τους αντιστοιχεί να γίνει μέτριο, μικρομεσαίους που φλέγονται να γίνουν γιγαντοτεράστιοι. Πού να τολμήσει κανείς να ψελλίσει σ’ όλους αυτούς ότι το μέγεθος δεν είναι το παν;
Μπορεί, ωστόσο, να τους προειδοποιήσει για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι άλλοι κυνηγοί της υπερμεγέθυνσης και της υπερανάπτυξης, στο πεδίο της libido πλέον. Καλά τα μαντζούνια, αλλά πάντα ελλοχεύουν οι κίνδυνοι του πριαπισμού και της ελεφαντίασης. Και οι δύο είναι σοβαρές παθήσεις που μετατρέπουν την απόλαυση σε φρικτή οδύνη. Στην οικονομία, πριαπισμός και ελεφαντίαση μπορεί να λέγονται αλλιώς: φούσκα, υπερθέρμανση και τελικά κραχ. Μετά το λίγο, το μέτριο, το πολύ και το τεράστιο μπορεί να ακολουθήσει το τίποτα.
Όλοι οι απρόσκλητοι επιστολογράφοι αρχίζουν τα μηνύματά τους, πάντα στα αγγλικά, πάνω-κάτω ως εξής: «Θέλετε ν’ αλλάξετε τη ζωή σας;», ή «Μήπως δεν είστε αρκετά ευτυχισμένος;». Οι απαντήσεις που δίνουν μπορούν στατιστικά να χωριστούν ως εξής: 30% υπόσχονται χρήμα, πολύ χρήμα και 70% σεξ, καλύτερο και αχαλίνωτο σεξ. Στην πρώτη κατηγορία, τα μηνύματα προσφέρουν επενδυτικές ευκαιρίες. Αν, για παράδειγμα, διαθέσεις 100 ευρώ, μπορείς σε λίγους μήνες να τα εκατονταπλασιάσεις με τοποθετήσεις σε περίεργα ομόλογα και μετοχές, ή βοηθώντας να σωθεί η αμύθητη περιουσία ενός εγκλωβισμένου σε μια αφρικανική χώρα με αυταρχικό καθεστώς ή σε κατάσταση εμφυλίου. Στα μηνύματα αυτά, που αναδύουν έντονα οσμή απάτης, δεν δίνω καμία σημασία.
Με απασχολούν έντονα, όμως, τα μηνύματα της δεύτερης κατηγορίας, που υπόσχονται απογείωση της σεξουαλικής ζωής μου. Τα μισά προσφέρουν βιάγκρα και παρεμφερή μαντζούνια σε εξαιρετικές τιμές – και σ’ αυτά δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία. Τα άλλα μισά, όμως; Επίμονα, βασανιστικά, πιεστικά μού προτείνουν μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων που υπόσχονται μεγέθυνση πέους. Εκεί φυτεύεται το σπέρμα της αμφιβολίας. Γιατί πιστεύουν αυτοί οι τύποι ότι μπορεί να μ’ ενδιαφέρει κάτι τέτοιο; Γιατί τόσο συστηματικά, καθημερινά, μου προτείνουν φυτικά εκχυλίσματα, ειδικά επιθέματα, χάπια ή συσκευές που, με εγγύηση επιστροφής χρημάτων, εξασφαλίζουν μεγέθυνση πέους έως και 40%; Τι ξέρουν που δεν ξέρω; Τι έχουν αντιληφθεί που δεν έχω αντιληφθεί εγώ;
Τις ανησυχίες για το μέγεθος τις έχω αφήσει πίσω μου αρκετές δεκαετίες, κάπου στα μέσα της εφηβείας, αλλά αυτά τα ηλίθια μηνύματα αποσταθεροποίησαν την υψηλή αυτοεκτίμησή μου ως προς αυτό. Ρώτησα ακόμη και τη γυναίκα μου (με κοίταξε λοξά, «πώς σου ’ρθε αυτό;»), τελικά με καθησύχασε ότι το μέγεθος το έβρισκε ιδεώδες, κι έτσι δεν υπέκυψα στον πειρασμό να πάρω και το υποδεκάμετρο (Θεέ μου! Πόσο χαμηλά έπεσα). Εξάλλου, υπάρχουν οι παλιές παρηγορητικές φιλοσοφίες που υπογραμμίζουν ότι το μέγεθος δεν είναι το παν, όπως και οι περί μέτρου αντιλήψεις των αρχαίων ημών προγόνων οι οποίοι, παρ’ ότι εμφορούνταν από πανηδονισμό και επαίρονταν ότι είναι sex machines, αγωνίες για το μέγεθος δεν είχαν, όπως προδίδουν τα αποκαλυπτικά γλυπτά που μας παρέδωσαν. Ακόμη κι οι θεοί απεικονίζονταν όχι ιδιαίτερα προικισμένοι…
Ωστόσο, το μικρόβιο έχει εισχωρήσει, τα spam επιμένουν και μαζί με τους ανώνυμους ψηφιακούς επιστολογράφους επιμένουν και οι «θεμελιώδεις αντιλήψεις» της κοινωνικοπολιτικής μας καθημερινότητας, έξω από τα όρια των σεξουαλικών μας εμμονών, ότι η ποσότητα μετράει και αδιαφορεί επιδεικτικά για την ποιότητα. Αίφνης, έχει τη σημασία του με ποιο μέγεθος έχασε ο υπέρβαρος Βενιζέλος από τον λεπτό Παπανδρέου σε μιαν αναμέτρηση που κατά τ’ άλλα ασχολείτο με την ποιότητα.
Υπάρχει, βεβαίως, η καθησυχαστική αντίληψη της διαλεκτικής για μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα, αλλά αυτή ενδεχομένως αφορά καταστάσεις πέρα από τον βιολογικό κύκλο ενός μέσου ανθρώπου που γεννιέται και πεθαίνει με συγκεκριμένα μεγέθη, εκτός αν παραδώσει εαυτόν στα χέρια ενός Μένγκελε…
Πιο ανησυχητική είναι η λατρεία του μεγέθους στο πεδίο της οικονομίας. Το φετίχ της ανάπτυξης έχει καταστεί μονόδρομος για όλες τις εθνικές οικονομίες, όλους τους επιχειρηματικούς ομίλους, κάθε οικονομική μονάδα, ακόμη και το μεμονωμένο νοικοκυριό. Είναι αντικείμενο της ψυχανάλυσης, βεβαίως, να διερευνήσει τη σχέση σεξ και οικονομίας, στύσης και ανάπτυξης, οργασμού και υπεραξίας. Οι ψυχολόγοι βάθους λένε ότι τα αρχέγονα ερωτικά ορμέμφυτα είναι η μόνη άμυνα στην ιδέα (και βεβαιότητα) του θανάτου, αλλά αυτό δεν συναρτάται με το μέγεθος του πέους ή οποιουδήποτε άλλου μέρους του σώματος (αν κινείται, τουλάχιστον, στους μέσους όρους). Αντίστοιχα, η αναπαραγωγική ισχύς μιας οικονομίας αποδεικνύεται από την ικανότητά της να εξασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο ευημερίας στα μέλη της και, θεωρητικά, η παγκόσμια οικονομία και πολλές από τις εθνικές, διαθέτουν πλούτο επαρκή για να εξασφαλίσουν στην πλειοψηφία αυτό το μέρισμα ευημερίας. Αλλά, εδώ υπεισέρχεται το πρόβλημα της κατανομής. Κι επειδή ο οικονομικός μας πολιτισμός αδυνατεί (ή απλώς αρνείται) να λύσει το πρόβλημα της κατανομής, δίνει τη μόνη εναπομένουσα απάντηση: μεγέθυνση. Ακριβώς όπως τα spam για penis enlargement με ματζούνια, επιθέματα και μαγικές συσκευές.
Μεγέθυνση, λοιπόν. Ακούγεται από τα επισημότερα χείλη, είναι η μανιέρα κάθε υπουργού Οικονομίας (μόνον οι κεντρικοί τραπεζίτες, συχνά, εκφράζουν τις αντιρρήσεις τους, φοβούνται την υπερθέρμανση των οικονομιών και βάζουν φρένο στον αναπτυξιακό τους οργασμό. Ποιος ξέρει γιατί. Ίσως έχουν ανατομικά κόμπλεξ). Είναι, επίσης, η μανιέρα κάθε πρωθυπουργού που κλίνει με αυταρέσκεια την «ανάπτυξη» σε όλες τις πτώσεις. Μόλις προ ημερών, ο κ. Καραμανλής, συμμετέχοντας σε εκδήλωση για τη βράβευση επιχειρηματιών με επιδόσεις μεγέθυνσης (οικονομικής, εννοείται), κάλεσε σε μια ευρεία «κοινωνική συμμαχία ενάντια στο μέτριο και το λίγο». Δεν γνωρίζω ποιο είναι το ψυχολογικό υπόστρωμα αυτής της καθολικής απέχθειας για το «μέτριο και στο λίγο», οφείλω όμως να υπενθυμίσω ότι ακόμη κι αν το λίγο είναι κάτι ανεπιθύμητο, το μέτριο συνάδει με τις αντιλήψεις των προγόνων μας: «μέτρον άριστον». Και κανείς δεν μπορεί να τους μεμφθεί ότι μειονέκτησαν σε ανάπτυξη, ευημερία και ακμή.
Είναι αλήθεια ότι ο Καραμανλής, όπως και κάθε ηγέτης οικονομίας του αναπτυγμένου και του αναπτυσσόμενου κόσμου, θα βρει πολλούς πρόθυμους για ένταξη στη «συμμαχία ενάντια στο μέτριο και το λίγο». Άπληστους μικροαστούς, ακόρεστους αεριτζήδες, λούμπεν μεγαλοαστούς. Καθωσπρέπει επενδυτές με μεγάλη όρεξη, επιχειρηματικούς ομίλους με επεκτατικά οράματα, μικρομάγαζα που θέλουν να εξελιχθούν σε αλυσίδες, εθνικούς πρωταθλητές που επιδιώκουν να γίνουν υπερεθνικοί γίγαντες. Αλλά και φτωχοδιάβολους που θέλουν το λίγο που τους αντιστοιχεί να γίνει μέτριο, μικρομεσαίους που φλέγονται να γίνουν γιγαντοτεράστιοι. Πού να τολμήσει κανείς να ψελλίσει σ’ όλους αυτούς ότι το μέγεθος δεν είναι το παν;
Μπορεί, ωστόσο, να τους προειδοποιήσει για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι άλλοι κυνηγοί της υπερμεγέθυνσης και της υπερανάπτυξης, στο πεδίο της libido πλέον. Καλά τα μαντζούνια, αλλά πάντα ελλοχεύουν οι κίνδυνοι του πριαπισμού και της ελεφαντίασης. Και οι δύο είναι σοβαρές παθήσεις που μετατρέπουν την απόλαυση σε φρικτή οδύνη. Στην οικονομία, πριαπισμός και ελεφαντίαση μπορεί να λέγονται αλλιώς: φούσκα, υπερθέρμανση και τελικά κραχ. Μετά το λίγο, το μέτριο, το πολύ και το τεράστιο μπορεί να ακολουθήσει το τίποτα.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (17/11/2007)
…Η ικανότητα τού να είσαι «αποδεκτικός», «παθητικός» είναι προϋπόθεση ελευθερίας: είναι η ικανότητα να βλέπεις τα πράγματα με το δικό τους δικαίωμα, να δοκιμάζεις τη χαρά που περικλείεται σ’ αυτά, την ερωτική ενέργεια της φύσης – μια ενέργεια που πρέπει να απελευθερωθεί. Και η φύση περιμένει την επανάσταση! Αυτή η αποδεκτικότητα είναι η ίδια το έδαφος της δημιουργίας: αντιτίθεται, όχι στην παραγωγικότητα, αλλά στην καταστροφική παραγωγικότητα.
Η τελευταία έχει καταστεί ένα καταφάνερο χαρακτηριστικό της κυριαρχίας του αρσενικού. Εφόσον η «αρσενική αρχή» έχει γίνει κυρίαρχη διανοητική και φυσική δύναμη, μια ελεύθερη κοινωνία θα ήταν η «οριστική άρνηση» αυτής της αρχής – θα ήταν μια θηλυκή κοινωνία… Διακυβεύεται μάλλον η επικράτηση του Έρωτα πάνω στην επιθετικότητα ανδρών και γυναικών…
Χέρμπερτ Μαρκούζε, «Αντεπανάσταση και Εξέγερση»
Η τελευταία έχει καταστεί ένα καταφάνερο χαρακτηριστικό της κυριαρχίας του αρσενικού. Εφόσον η «αρσενική αρχή» έχει γίνει κυρίαρχη διανοητική και φυσική δύναμη, μια ελεύθερη κοινωνία θα ήταν η «οριστική άρνηση» αυτής της αρχής – θα ήταν μια θηλυκή κοινωνία… Διακυβεύεται μάλλον η επικράτηση του Έρωτα πάνω στην επιθετικότητα ανδρών και γυναικών…
Χέρμπερτ Μαρκούζε, «Αντεπανάσταση και Εξέγερση»
Monday, November 12, 2007
Οκτωβριανή νεκρανάσταση (10/11/2007)
Η ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις. Προορισμός της είναι να καταγράφει αποτελέσματα και ενδεχομένως να εικάζει αιτίες. Αλλά, το να «ξαναγράφεις» την ιστορία, κάνοντας μερικές ευφάνταστες υποθέσεις, έχει τη γοητεία του. Είναι ένα είδος παρελθοντολογίας, κατ’ αναλογία προς την επιστημονικά αποδεκτή μελλοντολογία. Ενας ευφάνταστος Βρετανός ιστορικός αναρωτήθηκε τι θα είχε συμβεί αν τη νύχτα της 6ης Νοεμβρίου 1917 ο Λένιν είχε συλληφθεί από αστυνομικούς που τον πέρασαν για μεθυσμένο αλήτη. Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ενδεχομένως, δεν θα είχε συμβεί η «έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα» και οι μπολσεβίκοι θα αναγκάζονταν να συνδιαχειριστούν με άλλους επαναστάτες την εκρηκτική κατάσταση που επικρατούσε στην έτσι κι αλλιώς επαναστατημένη Ρωσία. Θα πρέπει να σκεφτούμε, όμως, κι άλλες συμπτώσεις, εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες που συνθέτουν αυτό που σήμερα είναι ιστορικό δεδομένο. Τι θα είχε συμβεί αν κάθε μια τους είχε μια διαφορετική πλοκή; Αν ο Τρότσκι είχε μείνει στη Νέα Υόρκη, αν ο Στάλιν είχε πεθάνει από αρρώστια στη Σιβηρία, αν... αν…
Πρέπει πάντως να το ομολογήσουμε. Ο κομμουνισμός που προέκυψε στον 20ο αιώνα ως το πιο κοντινό στην ουτοπία, είναι προϊόν μιας ιστορικής σύμπτωσης. Όχι αυτής που περιγράφει ο Βρετανός ιστορικός. Αλλά της πολύ σημαντικότερης: έγινε εξουσία σε λάθος πλευρά του πλανήτη. Μπορούμε να φανταστούμε μια πολύ διαφορετική ισορροπία του κόσμου, αν λίγο μετά τη νίκη των μπολσεβίκων στη Ρωσία, επικρατούσε και η επανάσταση στη Γερμανία, το 1918. Εκεί, θα μπορούσε ευθέως να τεθεί το ερώτημα: μετά τον καπιταλισμό τι; Και μετά την κοινοβουλευτική δημοκρατία, τι άλλο; Η Γερμανία και φυσικά η Γαλλία και η Αγγλία (του Μαρξ ο μεγάλος καημός) ήσαν τα πιο ολοκληρωμένα οικονομικά και κοινωνικά εργαστήρια της ιστορίας. Στη Ρωσία, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής έπρεπε να εφευρεθούν πριν καταργηθούν. Το πρώτο συντελέστηκε με επιτυχία, σε μια ιδιότροπη εκδοχή κρατικού-κομματικού καπιταλισμού. Το δεύτερο, παρέμεινε σε εκκρεμότητα για 80 και πλέον χρόνια. Και στην Κίνα, η εκκρεμότητα αυτή λύνεται οριστικά, καθώς ο καπιταλισμός εισάγεται σε γερές, αλλά ελεγχόμενες δόσεις στο σώμα του 25% του πληθυσμού της γης, υπό τη διεύθυνση ενός Κομμουνιστικού Κόμματος. Μοιάζει σαν η ιστορία να μας κάνει πλάκα.
Εμένα πάντως με γοητεύει μια άλλη ιστορική υπόθεση. Τι θα είχε συμβεί, αν η Οκτωβριανή επανάσταση είχε πετύχει; Γιατί, είναι βέβαιο ότι απέτυχε. Και δεν απέτυχε το 1989, όταν κατέρρεε το Τείχος, δεν απέτυχε όταν ο Γκορμπατσόφ πειραματιζόταν με την περεστρόικα, δεν απέτυχε στις δεκαετίες ’60 και ’70 του Ψυχρού Πολέμου, δεν απέτυχε όταν ο Χρουτσόφ αποκαθήλωσε την προσωπολατρεία του Στάλιν. Δεν απέτυχε όταν ο «πατερούλης» μετέτρεψε την απόλυτη εξουσία του σε τυραννία εναντίον πιστών και απίστων, δεν απέτυχε στη διάρκεια του αντιναζιστικού πολέμου, δεν απέτυχε στο μεσοπόλεμο με τις δίκες της Μόσχας και την εξόντωση της τελευταίας φουρνιάς αυτουργών της επανάστασης, δεν απέτυχε όταν ο Λένιν πειραματιζόταν με τον «σοσιαλισμό της αγοράς» και τη Νέα Οικονομική Πολιτική, δεν απέτυχε όταν πνιγόταν στο αίμα η εξέγερση της Κροστάνδης και καταπνιγόταν κάθε αντιπολίτευση στην πολιτική των μπολσεβίκων. Απέτυχε πολύ νωρίς, σχεδόν στην εκδήλωσή της, όταν στον πυρήνα των μπολσεβίκων άρχισε να υπερτροφεί το σαράκι της εξουσίας.
Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, η ματιά μου πέφτει στη βιβλιοθήκη. Σε μια γωνιά είναι οι μπλε τόμοι των Απάντων του
Λένιν- εγώ δεν τους έχω πετάξει, παρότι δεν ήταν πάντα ανώδυνες και ευχάριστες οι μελετητικές βουτιές στις σελίδες τους, άλλοτε από κομματικό καθήκον κι άλλοτε από παρόρμηση, την εποχή των άγριων νιάτων. Δεν το θεωρώ κουσούρι για τη βιβλιοθήκη μου. Ο Λένιν είναι, λοιπόν, ένας γρίφος. Με τον Στάλιν- του οποίου επίσης μερικοί τόμοι δεν έχουν πεταχτεί, αλλά δεν βρίσκονται και φάτσα-κάρτα- υποτίθεται ότι η ιστορία έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της. Αλλά, ο Λένιν; Απέτυχε ή απλώς ηττήθηκε, μαζί με όλο το οικοδόμημα του αν-ύπαρκτου σοσιαλισμού; Διότι, εδώ έχει γίνει μια ιστορική παρεξήγηση: ο σοσιαλισμός και πολύ περισσότερο ο κομμουνισμός έκλεισαν τη σύντομη ιστορική τους τροχιά στην πρώτη πενταετία- το πολύ δεκαετία- της Οκτωβριανής επανάστασης, του μεγαλύτερου πολιτικού εγχειρήματος των τελευταίων 200 χρόνων. Αυτό που συμβατικά αποκαλείται «κομμουνισμός» ως υπόσταση των σοβιετικών ή μαοϊκων καθεστώτων, στα υπόλοιπα εβδομήντα χρόνια ζωής του δεν ήταν παρά κρατικός καπιταλισμός, και μάλιστα σε μια από τις πιο ληστρικές, εκμεταλλευτικές, αντιπαραγωγικές εκδοχές του. Και πολιτικά, ιδεολογικά μια από τις πιο σκιώδεις, αστυνομικές και καταπιεστικές εκφράσεις του.
Τι θα συνέβαινε, λοιπόν, αν η Οκτωβριανή επανάσταση δεν είχε αποτύχει; Δηλαδή, τι θα είχε συμβεί αν δεν είχαν επικρατήσει οι μεγάλες παρεξηγήσεις γύρω από τέσσερις έννοιες: κόμμα, εξουσία, ιδιοκτησία, πλούτος; Γιατί, η συμβολή των μπολσεβίκων στην γενικευμένη, ιστορική ήττα του πολύχρωμου διεθνούς αντικαπιταλιστικού ρεύματος ήταν ακριβώς αυτή: Υπερεκτίμησαν την πρωτοπορία, λάτρεψαν την εξουσία, παρεξήγησαν την ιδιοκτησία και κατέστειλαν την επιθυμία της ευημερίας.
Πρώτα το κόμμα. Οι «κακές γλώσσες» της ιστορίας λένε ότι ο Λένιν, για τη διαμόρφωση της πολιτικής του πρωτοπορίας, του περίφημου «κόμματος νέου τύπου», κόπιαρε τη δομή της Ανώνυμης Εταιρείας, της τελευταίας εκείνη την εποχή εκδοχής της καπιταλιστικής επιχείρησης. Ηγεμονία της πλειοψηφίας, δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, αποκλεισμός της μειοψηφούσας άποψης και μέρισμα για τους «πιστούς μετόχους» στην εσωκομματική και πολιτική εξουσία. Ποιος ν’ ακούσει την Ροζα Λούξεμπουργκ που ωρυόταν πως «ελευθερία μόνον για τους οπαδούς της κυβέρνησης και τα μέλη του κόμματος, όσο πολυάριθμα κι αν είναι αυτά, δεν είναι ελευθερία». Παραδόξως, το λενινιστικό κομματικό μοντέλο το λάτρεψε σχεδόν κάθε κόμμα εξουσίας έκτοτε.
Επειτα η εξουσία. Η έννοια «σοσιαλιστική ή προλεταριακή εξουσία» είχε νόημα μόνο ως μια σταδιακά αυτοκαταργούμενη εξουσία. Στον αντίποδα αυτής της προσδοκίας, που θα συσπείρωνε όλα τα θύματα κάθε μορφής εξουσίας, το «σοσιαλιστικό» κράτος εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο ογκώδεις, καταθλιπτικούς, γραφειοκρατικούς, καταπιεστικούς μηχανισμούς που έχει γνωρίσει η ιστορία των πολιτικών συστημάτων. Οι μπολσεβίκοι απεμπόλησαν αυτοκτονικά και τα τελευταία ίχνη αντεξουσιασμού τους.
Μετά, η ιδιοκτησία. Η άλλη μεγάλη παρεξήγηση. Οι μπολσεβίκοι δεν πήραν είδηση ότι την ώρα που καταργούσαν απλώς το νομικό κέλυφος της ιδιοκτησίας, ο καπιταλισμός την ακύρωνε διαχέοντάς την στα ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας. Καθιστούσε τους προλετάριους μικροϊδιοκτήτες, μικρομετόχους και τελικά ανυποψίαστους συνενόχους στην αναπαραγωγή και στην ηγεμονία του πιο ανθεκτικού οικονομικού συστήματος της ιστορίας. Ο μέσος καπιταλιστής έπαψε να νοιάζεται αν η πλειοψηφία τωμ μετοχών του βρισκόταν στα χέρια χιλιάδων και εκατομμυρίων αγνώστων του. Του αρκούσε το μάνατζμεντ. Στο σοβιετικό σοσιαλισμό, αντίθετα, οφείλεται το επίτευγμα του αποκλεισμού των προλετάριων από κάθε μορφής ιδιοκτησίας αλλά και από κάθε μορφή ελέγχου. Σε ποιον ανήκε πραγματικά η ιδιοκτησία του κράτους- συλλογικού καπιταλιστή, αποδείχθηκε από την ευκολία με την οποία τα αγαπημένα παιδιά της κομματικής γραφειοκρατίας μεταλλάχτηκαν εν μια νυκτί σε ολιγάρχες και απαλλοτριωτές του κοινωνικού πλούτου.
Τέλος, ο πλούτος. Ο ανύπαρκτος σοσιαλισμός, δανείστηκε κατά ένα παράδοξο τρόπο την ηθική του ασκητικού χριστιανισμού, της απάρνησης της ατομικής ευημερίας. Αποθέωσε τη σημασία του «συλλογικού πλούτου», λάτρεψε την αντίληψη της εθνικής ανάπτυξης, αλλά άφησε επί της ουσίας άθικτο το πρόβλημα της διανομής του πλούτου, της υπεραξίας που αφειδώς χρηματοδοτούσε την ευημερία της νομενκλατούρας, τον κρατικό γιγαντισμό και τους πιο αντικοινωνικούς και αντιπαραγωγικούς τομείς της οικονομίας: από τους εξοπλισμούς μέχρι τις μυστικές υπηρεσίες.
Επίλογος. Ας ελπίσουμε ότι δεν έχει γραφτεί ο επίλογος της ιστορίας. Δεν μας χωράει ο τόπος χωρίς ουτοπία. Κάποια γενιά (τα παιδιά μας; Τα εγγόνια μας;) χωρίς ενοχές και συνενοχές θ’ αναλάβει να ξελασπώσει το μέλλον.
Πρέπει πάντως να το ομολογήσουμε. Ο κομμουνισμός που προέκυψε στον 20ο αιώνα ως το πιο κοντινό στην ουτοπία, είναι προϊόν μιας ιστορικής σύμπτωσης. Όχι αυτής που περιγράφει ο Βρετανός ιστορικός. Αλλά της πολύ σημαντικότερης: έγινε εξουσία σε λάθος πλευρά του πλανήτη. Μπορούμε να φανταστούμε μια πολύ διαφορετική ισορροπία του κόσμου, αν λίγο μετά τη νίκη των μπολσεβίκων στη Ρωσία, επικρατούσε και η επανάσταση στη Γερμανία, το 1918. Εκεί, θα μπορούσε ευθέως να τεθεί το ερώτημα: μετά τον καπιταλισμό τι; Και μετά την κοινοβουλευτική δημοκρατία, τι άλλο; Η Γερμανία και φυσικά η Γαλλία και η Αγγλία (του Μαρξ ο μεγάλος καημός) ήσαν τα πιο ολοκληρωμένα οικονομικά και κοινωνικά εργαστήρια της ιστορίας. Στη Ρωσία, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής έπρεπε να εφευρεθούν πριν καταργηθούν. Το πρώτο συντελέστηκε με επιτυχία, σε μια ιδιότροπη εκδοχή κρατικού-κομματικού καπιταλισμού. Το δεύτερο, παρέμεινε σε εκκρεμότητα για 80 και πλέον χρόνια. Και στην Κίνα, η εκκρεμότητα αυτή λύνεται οριστικά, καθώς ο καπιταλισμός εισάγεται σε γερές, αλλά ελεγχόμενες δόσεις στο σώμα του 25% του πληθυσμού της γης, υπό τη διεύθυνση ενός Κομμουνιστικού Κόμματος. Μοιάζει σαν η ιστορία να μας κάνει πλάκα.
Εμένα πάντως με γοητεύει μια άλλη ιστορική υπόθεση. Τι θα είχε συμβεί, αν η Οκτωβριανή επανάσταση είχε πετύχει; Γιατί, είναι βέβαιο ότι απέτυχε. Και δεν απέτυχε το 1989, όταν κατέρρεε το Τείχος, δεν απέτυχε όταν ο Γκορμπατσόφ πειραματιζόταν με την περεστρόικα, δεν απέτυχε στις δεκαετίες ’60 και ’70 του Ψυχρού Πολέμου, δεν απέτυχε όταν ο Χρουτσόφ αποκαθήλωσε την προσωπολατρεία του Στάλιν. Δεν απέτυχε όταν ο «πατερούλης» μετέτρεψε την απόλυτη εξουσία του σε τυραννία εναντίον πιστών και απίστων, δεν απέτυχε στη διάρκεια του αντιναζιστικού πολέμου, δεν απέτυχε στο μεσοπόλεμο με τις δίκες της Μόσχας και την εξόντωση της τελευταίας φουρνιάς αυτουργών της επανάστασης, δεν απέτυχε όταν ο Λένιν πειραματιζόταν με τον «σοσιαλισμό της αγοράς» και τη Νέα Οικονομική Πολιτική, δεν απέτυχε όταν πνιγόταν στο αίμα η εξέγερση της Κροστάνδης και καταπνιγόταν κάθε αντιπολίτευση στην πολιτική των μπολσεβίκων. Απέτυχε πολύ νωρίς, σχεδόν στην εκδήλωσή της, όταν στον πυρήνα των μπολσεβίκων άρχισε να υπερτροφεί το σαράκι της εξουσίας.
Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, η ματιά μου πέφτει στη βιβλιοθήκη. Σε μια γωνιά είναι οι μπλε τόμοι των Απάντων του
Λένιν- εγώ δεν τους έχω πετάξει, παρότι δεν ήταν πάντα ανώδυνες και ευχάριστες οι μελετητικές βουτιές στις σελίδες τους, άλλοτε από κομματικό καθήκον κι άλλοτε από παρόρμηση, την εποχή των άγριων νιάτων. Δεν το θεωρώ κουσούρι για τη βιβλιοθήκη μου. Ο Λένιν είναι, λοιπόν, ένας γρίφος. Με τον Στάλιν- του οποίου επίσης μερικοί τόμοι δεν έχουν πεταχτεί, αλλά δεν βρίσκονται και φάτσα-κάρτα- υποτίθεται ότι η ιστορία έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της. Αλλά, ο Λένιν; Απέτυχε ή απλώς ηττήθηκε, μαζί με όλο το οικοδόμημα του αν-ύπαρκτου σοσιαλισμού; Διότι, εδώ έχει γίνει μια ιστορική παρεξήγηση: ο σοσιαλισμός και πολύ περισσότερο ο κομμουνισμός έκλεισαν τη σύντομη ιστορική τους τροχιά στην πρώτη πενταετία- το πολύ δεκαετία- της Οκτωβριανής επανάστασης, του μεγαλύτερου πολιτικού εγχειρήματος των τελευταίων 200 χρόνων. Αυτό που συμβατικά αποκαλείται «κομμουνισμός» ως υπόσταση των σοβιετικών ή μαοϊκων καθεστώτων, στα υπόλοιπα εβδομήντα χρόνια ζωής του δεν ήταν παρά κρατικός καπιταλισμός, και μάλιστα σε μια από τις πιο ληστρικές, εκμεταλλευτικές, αντιπαραγωγικές εκδοχές του. Και πολιτικά, ιδεολογικά μια από τις πιο σκιώδεις, αστυνομικές και καταπιεστικές εκφράσεις του.
Τι θα συνέβαινε, λοιπόν, αν η Οκτωβριανή επανάσταση δεν είχε αποτύχει; Δηλαδή, τι θα είχε συμβεί αν δεν είχαν επικρατήσει οι μεγάλες παρεξηγήσεις γύρω από τέσσερις έννοιες: κόμμα, εξουσία, ιδιοκτησία, πλούτος; Γιατί, η συμβολή των μπολσεβίκων στην γενικευμένη, ιστορική ήττα του πολύχρωμου διεθνούς αντικαπιταλιστικού ρεύματος ήταν ακριβώς αυτή: Υπερεκτίμησαν την πρωτοπορία, λάτρεψαν την εξουσία, παρεξήγησαν την ιδιοκτησία και κατέστειλαν την επιθυμία της ευημερίας.
Πρώτα το κόμμα. Οι «κακές γλώσσες» της ιστορίας λένε ότι ο Λένιν, για τη διαμόρφωση της πολιτικής του πρωτοπορίας, του περίφημου «κόμματος νέου τύπου», κόπιαρε τη δομή της Ανώνυμης Εταιρείας, της τελευταίας εκείνη την εποχή εκδοχής της καπιταλιστικής επιχείρησης. Ηγεμονία της πλειοψηφίας, δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, αποκλεισμός της μειοψηφούσας άποψης και μέρισμα για τους «πιστούς μετόχους» στην εσωκομματική και πολιτική εξουσία. Ποιος ν’ ακούσει την Ροζα Λούξεμπουργκ που ωρυόταν πως «ελευθερία μόνον για τους οπαδούς της κυβέρνησης και τα μέλη του κόμματος, όσο πολυάριθμα κι αν είναι αυτά, δεν είναι ελευθερία». Παραδόξως, το λενινιστικό κομματικό μοντέλο το λάτρεψε σχεδόν κάθε κόμμα εξουσίας έκτοτε.
Επειτα η εξουσία. Η έννοια «σοσιαλιστική ή προλεταριακή εξουσία» είχε νόημα μόνο ως μια σταδιακά αυτοκαταργούμενη εξουσία. Στον αντίποδα αυτής της προσδοκίας, που θα συσπείρωνε όλα τα θύματα κάθε μορφής εξουσίας, το «σοσιαλιστικό» κράτος εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο ογκώδεις, καταθλιπτικούς, γραφειοκρατικούς, καταπιεστικούς μηχανισμούς που έχει γνωρίσει η ιστορία των πολιτικών συστημάτων. Οι μπολσεβίκοι απεμπόλησαν αυτοκτονικά και τα τελευταία ίχνη αντεξουσιασμού τους.
Μετά, η ιδιοκτησία. Η άλλη μεγάλη παρεξήγηση. Οι μπολσεβίκοι δεν πήραν είδηση ότι την ώρα που καταργούσαν απλώς το νομικό κέλυφος της ιδιοκτησίας, ο καπιταλισμός την ακύρωνε διαχέοντάς την στα ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας. Καθιστούσε τους προλετάριους μικροϊδιοκτήτες, μικρομετόχους και τελικά ανυποψίαστους συνενόχους στην αναπαραγωγή και στην ηγεμονία του πιο ανθεκτικού οικονομικού συστήματος της ιστορίας. Ο μέσος καπιταλιστής έπαψε να νοιάζεται αν η πλειοψηφία τωμ μετοχών του βρισκόταν στα χέρια χιλιάδων και εκατομμυρίων αγνώστων του. Του αρκούσε το μάνατζμεντ. Στο σοβιετικό σοσιαλισμό, αντίθετα, οφείλεται το επίτευγμα του αποκλεισμού των προλετάριων από κάθε μορφής ιδιοκτησίας αλλά και από κάθε μορφή ελέγχου. Σε ποιον ανήκε πραγματικά η ιδιοκτησία του κράτους- συλλογικού καπιταλιστή, αποδείχθηκε από την ευκολία με την οποία τα αγαπημένα παιδιά της κομματικής γραφειοκρατίας μεταλλάχτηκαν εν μια νυκτί σε ολιγάρχες και απαλλοτριωτές του κοινωνικού πλούτου.
Τέλος, ο πλούτος. Ο ανύπαρκτος σοσιαλισμός, δανείστηκε κατά ένα παράδοξο τρόπο την ηθική του ασκητικού χριστιανισμού, της απάρνησης της ατομικής ευημερίας. Αποθέωσε τη σημασία του «συλλογικού πλούτου», λάτρεψε την αντίληψη της εθνικής ανάπτυξης, αλλά άφησε επί της ουσίας άθικτο το πρόβλημα της διανομής του πλούτου, της υπεραξίας που αφειδώς χρηματοδοτούσε την ευημερία της νομενκλατούρας, τον κρατικό γιγαντισμό και τους πιο αντικοινωνικούς και αντιπαραγωγικούς τομείς της οικονομίας: από τους εξοπλισμούς μέχρι τις μυστικές υπηρεσίες.
Επίλογος. Ας ελπίσουμε ότι δεν έχει γραφτεί ο επίλογος της ιστορίας. Δεν μας χωράει ο τόπος χωρίς ουτοπία. Κάποια γενιά (τα παιδιά μας; Τα εγγόνια μας;) χωρίς ενοχές και συνενοχές θ’ αναλάβει να ξελασπώσει το μέλλον.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (10/11/2007)
...Το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας στη γη καταργείται για πάντα. Η γη δεν μπορεί να πουλιέται, ούτε ν’ αγοράζεται, ούτε να νοικιάζεται ή να υποθηκεύεται, ούτε να απαλλοτριώνεται με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Όλη η γη: η γη που ανήκει στο κράτος, στην αυτοκρατορική οικογένεια, στο στέμμα, στα μοναστήρια, στην εκκλησία, η παραχωρημένη γη, η γη που μεταβιβάζεται κληρονομικά, η γη που ανήκει στην ατομική ιδιοκτησία, στο δημόσιο και στους αγρότες κτλ απαλλοτριώνεται χωρίς αποζημίωση, μετατρέπεται σε παλλαϊκή περιουσία και περνάει στη χρήση όλων αυτών που τη δουλεύουν.
Στα πρόσωπα που ζημιώνονται από την ανατροπή των περιουσιακών τους σχέσεων αναγνωρίζεται μονάχα το δικαίωμα να παίρνουν βοήθημα από το δημόσιο για όσο χρονικό διάστημα χρειάζεται να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες ζωής.
Β. Ι. Λένιν, «»Εισήγηση για το ζήτημα της γης, 8 Νοέμβρη 1917
Στα πρόσωπα που ζημιώνονται από την ανατροπή των περιουσιακών τους σχέσεων αναγνωρίζεται μονάχα το δικαίωμα να παίρνουν βοήθημα από το δημόσιο για όσο χρονικό διάστημα χρειάζεται να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες ζωής.
Β. Ι. Λένιν, «»Εισήγηση για το ζήτημα της γης, 8 Νοέμβρη 1917
Monday, November 5, 2007
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (3/11.2007)
…Στο Λονδίνο, ο καφές ξεφορτώθηκε και καβουρδίστηκε σε υψηλή θερμοκρασία για 13 λεπτά. Πακεταρίστηκε σε συσκευασία με τέσσερις στρώσεις (πολυαιθυλένιο, νάιλον, αλουμίνιο και πολυεστέρα) και στάλθηκε με φορτηγά στην Ελλάδα. Τα τρία στρώματα πλαστικών της συσκευασίας είχαν κατασκευαστεί με πετρέλαιο προερχόμενο από τη Σαουδική Αραβία που μταφέρθηκε με τάνκερ από τη Λουιζιάνα των ΗΠΑ και από εκεί τα πλαστικά εξήχθησαν στη Βρετανία. Το εργοστάσιο πλαστικών της Λουιζιάνα είναι εγκατεστημένο σε μια περιοχή γνωστή και ως «διάδρομος του καρκίνου» και οι περίοικοι κατηγορούν τις βιομηχανίες πως επέλεξαν μια περιοχή όπου διαμένουν κυρίως φτωχοί μαύροι για να αποθέσουν τα τοξικά τους απόβλητα…Το καβούρδισμα του καφέ έγινε με το κάψιμο πετρελαίου της Βόρειας Θάλασσας. Η διύλιση του πετρελαίου έγινε σ’ ένα διυλιστήριο γνωστής πετρελαϊκής εταιρείας (απ’ αυτήν φουλάρει βενζίνη ο κ. Πράσινος). Οι περίοικοι του διυλιστηρίου αυτού διαμαρτύρονται συχνά για τη ρύπανση που προκαλεί και διατείνονται πως οι αναθυμιάσεις του ευθύνονται για τα αυξημένα κρούσματα καρκίνου στην περιοχή…
«Ένα οικολογικό παραμύθι», από την ιστοσελίδα της Greenpeace
«Ένα οικολογικό παραμύθι», από την ιστοσελίδα της Greenpeace
Τέλος πετρελαϊκής εποχής (3/11/2007
Το πετρέλαιο άρχισε να με απασχολεί στο τέλος της εφηβείας μου. Αν θυμάμαι καλά, δεν με είχε κλονίσει τόσο η ίδια η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μόλις ξέσπασε η ιρανική επανάσταση, όσο η τουρκική συμμετοχή στο διαγωνισμό της Γιουβίζιον, όπου η μελαχρινή αοιδός Άιντα Πεκάν τραγουδούσε το μιξο-φρυξο-λύδιο άσμα «Αman Petrol». Μεγάλο σουξέ τότε, το 1980, λόγω επικαιρότητας. Για την επίδοσή του τραγουδιού στο διαγωνισμό δεν θυμάμαι κάτι. Ηταν ακόμη μια πετρελαϊκά αθώα εποχή για τους νεοέλληνες. Οι περισσότεροι δεν διέθεταν αυτοκίνητο, τα καλοριφέρ στις πολυκατοικίες έκαιγαν με αυστηρό ωράριο, οι σόμπες πετρελαίου ζέσταιναν ακόμη αρκετά σπίτια και στα χωριά τα κούτσουρα ήταν η κύρια καύσιμη ύλη για τις στόφες, πριν ξαναγίνουν μόδα τα τζάκια στα μικροαστικά διαμερίσματα των πόλεων. Ακόμη και οι υπουργοί Οικονομίας (Συντονισμού τότε) της χώρας όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα (η οποία, σημειωτέον, δεν είναι καλό καύσιμο), ακόμη και οι διοικητές της ΔΕΗ που χρησιμοποιούσε το πετρέλαιο σαν θαλασσινό νερό, αντιμετώπιζαν τις πετρελαϊκές κρίσεις σαν ένα πρόβλημα εντελώς εξωτικό.
Στο μεταξύ ωριμάσαμε- σιτέψαμε μάλιστα- αποκτήσαμε δύο-τρία αυτοκίνητα ανά οικογένεια, έχουμε αυτόνομη θέρμανση στα σπίτια μας (η «αυτονομία» αυτή είναι ίσως ο σαρκαστικότερος, καθημερινός ευφημισμός της ενεργειακής μας εξάρτησης) και ανακαλύψαμε, εντελώς καθυστερημένα, ότι το καύσιμο του οικονομικού μας πολιτισμού έχει εισχωρήσει σε κάθε συναλλαγή, σε κάθε αθώα ή πονηρή μας απόλαυση. Εγινε ταυτόχρονα το μέσο που συνδέει μια δραστηριότητα ρουτίνας- το γύρισμα του κλειδιού στο αυτοκίνητο, το άναμμα της κουζίνας, το πάτημα του διακόπτη του ασανσέρ- με γεγονότα κοσμοϊστορικά: τον πόλεμο στο Ιράκ, τη γέννηση νέων εθνών και κρατών, γενοκτονίες, γεωπολιτικά εγκλήματα, διπλωματικές αλητείες.
Ακόμη κι αν όλα αυτά μας φαίνονται πολύ συνωμοτικά για να τα εντάξουμε στο παζλ του πετρελαϊκού γρίφου, υπάρχει το πολύ πιο απτό επιχείρημα: ο τρόπος που το καύσιμο της ζωής μας καίει τον ατομικό και συλλογικό πλούτο αλλά και το οξυγόνο που αναπνέουμε.
Υπάρχει μια σχιζοφρενική αντίφαση σ΄αυτές τις δύο τελευταίες διαστάσεις της πετρελαϊκής οικονομίας. Απ’ τη μια πλευρά, όλοι γνωρίζουν και αναγνωρίζουν –ακόμη και η αμερικανική Γερουσία, που ουδείς μπορεί να της καταλογίσει αντιπετρελαϊκά αισθήματα- ότι η βιομηχανία εξόρυξης, διύλισης και μεταφοράς του πετρελαίου, μαζί με όλα τα επενδυτικά κεφάλαια που τζογάρουν στο καύσιμο του πολιτισμού μας, έχουν μετατραπεί στο πιο ληστρικό, επιθετικό και αδίστακτο τμήμα του καπιταλισμού-καζίνο. Και μετατρέπουν σε υπεραξίες την αγωνία για τα πετρελαϊκά αποθέματα. Την ίδια στιγμή, ελάχιστοι πια σ’ αυτό τον πλανήτη δεν έχουν πειστεί ότι το πετρέλαιο και όλα τα παράγωγά του συνδέονται με το ισχυρότερο ενδεχόμενο περιβαλλοντικής καταστροφής, τουλάχιστον από την άποψη της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους. Αλλά, η αγωνία για τις δραματικές αλλαγές στο κλίμα της γης καθόλου δεν συνάδει με την αγωνία για τα πετρελαϊκά αποθέματα. Είναι δυο αλληλοαναιρούμενες αγωνίες. Πρέπει να αποφασίσουμε ποια είναι η σημαντικότερη.
Με όρους οικολογίας βάθους, έχουμε φτάσει στο σημείο μηδέν. Καταναλώνουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος έναν πόρο που δημιουργήθηκε στο υπέδαφος της γης πριν από 400 εκατομμύρια χρόνια. Δισεκατομμύρια τόνοι μικρών και μεγάλων οργανισμών, από πανύψηλα δένδρα μέχρι απειροελάχιστες αμοιβάδες αποσυντέθηκαν κάτω από στρώματα αλατούχου ύδατος για να συνθέσουν το ορυκτό που ρυθμίζει τη ζωή μας. Εχουμε καταφέρει, στα μόλις 150 χρόνια συστηματικής εξόρυξης, να σπαταλήσουμε τουλάχιστον το ένα τρίτο της ποσότητας πετρελαίου που έκρυβαν τα υπόγεια «πηγάδια»: ένα τρισεκατομμύριο βαρέλια. Ισως άλλα δύο τρισεκατομμύρια περιμένουν την άντλησή τους, αλλά το πιθανότερο είναι ότι ένα μικρό μέρος τους θα γίνει τελικά καύσιμο, λόγω ασύμφορης ή τεχνικά αδύνατης εξόρυξης. Αλλά, αν καταφέρουμε και κάψουμε έστω τα μισά τις επόμενες δεκαετίες, θα έχουμε επιτύχει ένα πραγματικό ολοκαύτωμα στην ατμόσφαιρα του πλανήτη. Θα μπορούσε να πει κανείς την κοινοτοπία περί εκδίκησης της φύσης, αλλά είναι πολύ μεταφυσικό για να το υποστηρίξω. Αρκούμαι στην οικονομία της φύσης, που έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία δημιουργικής καταστροφής.
Από κάθε άποψη, λοιπόν, έχει έρθει το τέλος της πετρελαϊκής οικονομίας. Είτε μέσω μιας τελικής ενεργειακής κρίσης που θα καταστρέψει εθνικές οικονομίες και θα βυθίσει στη φτώχεια έθνη και κοινωνίες. Είτε μέσω της περιβαλλοντικής κρίσης, που θα παραγάγει περίπου τα ίδια αποτελέσματα. Παραδόξως, από άποψη χρονοδιαγραμμάτων αυτές οι δύο κρίσεις περίπου ταυτίζονται. Είναι υπόθεση των επόμενων δύο-τριών δεκαετιών. Τότε υπολογίζεται ότι τα τελευταία κοιτάσματα πετρελαίου θα έχουν στερέψει. Τότε, επίσης, υπολογίζεται ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη θα είναι μια εφιαλτική καθημερινότητα.
Η μία λύση είναι να αφήσουμε τα δύο φαινόμενα να εξελιχθούν και να συμπέσουν- αν εξαιρέσει κανείς τη «λεπτομέρεια» της τύχης του ανθρώπινου είδους, το «σύνδρομο» θα αποτελέσει ένα νέο ξεκίνημα για τον ατυχή πλανήτη, που ίσως δώσει την ευκαιρία σε ένα άλλο είδος να τον κυριαρχήσει. Ενδεχομένως στις εξαιρετικά ανθεκτικές κατσαρίδες. Η άλλη λύση είναι να διακόψουμε εδώ και τώρα, στην κορύφωσή της, την «καμπύλη καμπάνας» που, όπως λένε οι ειδικοί της τεχνικής ανάλυσης, ακολουθεί η προσφορά πετρελαίου. Τα περαιτέρω θα είναι αποτέλεσμα της ηλίθιας ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης πετρελαίου- διότι υπάρχει ισορροπία και αποδεικνύει κι αυτή ότι ο περίφημος νόμος που καθορίζει τις τιμές των αγαθών έζησε και πέθανε στον αγνό, εγχειριδιακό καπιταλισμό του Ανταμ Σμιθ. Αφού ο ΟΠΕΚ ανταποκρίνεται με αύξηση της παραγωγής του σε κάθε πίεση των μεγάλων οικονομιών, σε κάθε φόβο για αύξηση της ζήτησης, για βαρύ χειμώνα, για γεωπολιτική αστάθεια, για τυφώνες, τότε γιατί οι traders αγοράζουν σαν τρελοί όλο και ακριβότερα τα πετρελαϊκά συμβόλαια; Προφανώς, όχι από αγωνία για τις ενεργειακές ανάγκες μας.
Είναι δεδομένο ότι στην πλευρά της προσφοράς γίνεται κάθε τι νοητό και αδιανόητο για να εξασφαλιστεί αδιάκοπη ροή καυσίμου μέχρι το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου μας και τον καυστήρα του καλοριφέρ μας. Γίνονται πόλεμοι, αντιτρομοκρατικές εκστρατείες, εμφύλιοι, γενοκτονίες, αφανίζονται οι τελευταίες παρθένες περιοχές του πλανήτη, οι τελευταίοι αρχέγονοι πληθυσμοί που διασώζουν το μυστικό της συμφιλίωσης με τη φύση. Όλα για τις άπληστες ενεργειακές μας ανάγκες.
Μένει να γίνει, λοιπόν, κάτι στην πλευρά της ζήτησης. Μια μικρή επανάσταση, ακήρυχτη κι αθόρυβη, που θα δώσει ένα όσο το δυνατόν ήσυχο τέλος στην πετρελαϊκή εποχή. Ξεχάστε την τιμή του πετρελαίου. Σκεφτείτε απλώς με τι μπορεί να το αντικαταστήσουμε. Λάδι φάλαινας; Σπαρματσέτα; Καυσόξυλα; Υδρογόνο; Ηλιακούς συλλέκτες; Ανεμογεννήτριες; Ισως, αλλά καμιά τεχνολογικά εναλλακτική λύση δεν εξασφαλίζει ότι και ο νέος ενεργειακός πόρος δεν θα γίνει χρηματιστηριακό προϊόν για να μας βάλει σε νέο φαύλο κύκλο. Είναι πολλά τα λεφτά, φίλε μου. Η πετρελαϊκή βιομηχανία γεννήθηκε σε μιαν ανύποπτη εποχή, στο Titusville της Πενσυλβάνια, όχι τόσο χάρη στην εύρεση μιας πρόσφορης τεχνικής εξόρυξης, όσο χάρη στο γεγονός η τιμή του ορυκτού διακυμάνθηκε μέσα σε ελάχιστους μήνες από τα δέκα δολάρια μέχρι τα δέκα σεντς και αντίστροφα. Η οσμή του κέρδους κι όχι του πετρελαίου κινητοποίησε τα μεγάλα αρπακτικά, από τον φιλάνθρωπο Ροκφέλερ μέχρι τον φιλότεχνο Ρότσιλντ. Δεν ήταν το καύσιμο που διαμόρφωσε την τιμή του. Ηταν η τιμή που έκανε το καύσιμο τόσο απαραίτητο σε κάθε αμερικανό και ευρωπαίο πριν ένα αιώνα, σε κάθε κάτοικο του πλανήτη σήμερα. Να είστε σίγουροι, λοιπόν, ότι ο καπιταλισμός-καζίνο μπορεί να κάνει το ίδιο με τον αέρα, το θαλασσινό νερό ή τις ακτίνες του ήλιου.
Τι μένει, λοιπόν, σαν εναλλακτική λύση στα χέρια της αδύναμης πλευράς της ζήτησης, δηλαδή σε μας; Η λύση της ενεργειακής αποχής. Μια παγκόσμια συνωμοσία εγκράτειας για ένα- δύο χρόνια θα βύθιζε το πετρέλαιο στο επίπεδο της «δίκαιης τιμής»- οι ειδικοί την ορίζουν περίπου στα 45 δολάρια. Και θα ωθούσε τους κερδοσκόπους της ενέργειας να αναζητήσουν την επόμενη φιλοσοφική λίθο. Χρειάζεται να αντιπαρατάξει κανείς στο μονόδρομο της ταχύτητας την απόλαυση της βραδύτητας.
Χρειάζεται επίσης μια ισχυρή δόση ηθικής σ’ αυτή την εξέγερση της ζήτησης. Και μια ανεκτή δόση στέρησης. Την αντέχουμε; Ή θα λιποθυμήσουμε στο πρώτο χιλιόμετρο βαδίσματος που θα κάνουμε, αφήνοντας το αυτοκίνητο στο γκαράζ;
Στο μεταξύ ωριμάσαμε- σιτέψαμε μάλιστα- αποκτήσαμε δύο-τρία αυτοκίνητα ανά οικογένεια, έχουμε αυτόνομη θέρμανση στα σπίτια μας (η «αυτονομία» αυτή είναι ίσως ο σαρκαστικότερος, καθημερινός ευφημισμός της ενεργειακής μας εξάρτησης) και ανακαλύψαμε, εντελώς καθυστερημένα, ότι το καύσιμο του οικονομικού μας πολιτισμού έχει εισχωρήσει σε κάθε συναλλαγή, σε κάθε αθώα ή πονηρή μας απόλαυση. Εγινε ταυτόχρονα το μέσο που συνδέει μια δραστηριότητα ρουτίνας- το γύρισμα του κλειδιού στο αυτοκίνητο, το άναμμα της κουζίνας, το πάτημα του διακόπτη του ασανσέρ- με γεγονότα κοσμοϊστορικά: τον πόλεμο στο Ιράκ, τη γέννηση νέων εθνών και κρατών, γενοκτονίες, γεωπολιτικά εγκλήματα, διπλωματικές αλητείες.
Ακόμη κι αν όλα αυτά μας φαίνονται πολύ συνωμοτικά για να τα εντάξουμε στο παζλ του πετρελαϊκού γρίφου, υπάρχει το πολύ πιο απτό επιχείρημα: ο τρόπος που το καύσιμο της ζωής μας καίει τον ατομικό και συλλογικό πλούτο αλλά και το οξυγόνο που αναπνέουμε.
Υπάρχει μια σχιζοφρενική αντίφαση σ΄αυτές τις δύο τελευταίες διαστάσεις της πετρελαϊκής οικονομίας. Απ’ τη μια πλευρά, όλοι γνωρίζουν και αναγνωρίζουν –ακόμη και η αμερικανική Γερουσία, που ουδείς μπορεί να της καταλογίσει αντιπετρελαϊκά αισθήματα- ότι η βιομηχανία εξόρυξης, διύλισης και μεταφοράς του πετρελαίου, μαζί με όλα τα επενδυτικά κεφάλαια που τζογάρουν στο καύσιμο του πολιτισμού μας, έχουν μετατραπεί στο πιο ληστρικό, επιθετικό και αδίστακτο τμήμα του καπιταλισμού-καζίνο. Και μετατρέπουν σε υπεραξίες την αγωνία για τα πετρελαϊκά αποθέματα. Την ίδια στιγμή, ελάχιστοι πια σ’ αυτό τον πλανήτη δεν έχουν πειστεί ότι το πετρέλαιο και όλα τα παράγωγά του συνδέονται με το ισχυρότερο ενδεχόμενο περιβαλλοντικής καταστροφής, τουλάχιστον από την άποψη της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους. Αλλά, η αγωνία για τις δραματικές αλλαγές στο κλίμα της γης καθόλου δεν συνάδει με την αγωνία για τα πετρελαϊκά αποθέματα. Είναι δυο αλληλοαναιρούμενες αγωνίες. Πρέπει να αποφασίσουμε ποια είναι η σημαντικότερη.
Με όρους οικολογίας βάθους, έχουμε φτάσει στο σημείο μηδέν. Καταναλώνουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος έναν πόρο που δημιουργήθηκε στο υπέδαφος της γης πριν από 400 εκατομμύρια χρόνια. Δισεκατομμύρια τόνοι μικρών και μεγάλων οργανισμών, από πανύψηλα δένδρα μέχρι απειροελάχιστες αμοιβάδες αποσυντέθηκαν κάτω από στρώματα αλατούχου ύδατος για να συνθέσουν το ορυκτό που ρυθμίζει τη ζωή μας. Εχουμε καταφέρει, στα μόλις 150 χρόνια συστηματικής εξόρυξης, να σπαταλήσουμε τουλάχιστον το ένα τρίτο της ποσότητας πετρελαίου που έκρυβαν τα υπόγεια «πηγάδια»: ένα τρισεκατομμύριο βαρέλια. Ισως άλλα δύο τρισεκατομμύρια περιμένουν την άντλησή τους, αλλά το πιθανότερο είναι ότι ένα μικρό μέρος τους θα γίνει τελικά καύσιμο, λόγω ασύμφορης ή τεχνικά αδύνατης εξόρυξης. Αλλά, αν καταφέρουμε και κάψουμε έστω τα μισά τις επόμενες δεκαετίες, θα έχουμε επιτύχει ένα πραγματικό ολοκαύτωμα στην ατμόσφαιρα του πλανήτη. Θα μπορούσε να πει κανείς την κοινοτοπία περί εκδίκησης της φύσης, αλλά είναι πολύ μεταφυσικό για να το υποστηρίξω. Αρκούμαι στην οικονομία της φύσης, που έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία δημιουργικής καταστροφής.
Από κάθε άποψη, λοιπόν, έχει έρθει το τέλος της πετρελαϊκής οικονομίας. Είτε μέσω μιας τελικής ενεργειακής κρίσης που θα καταστρέψει εθνικές οικονομίες και θα βυθίσει στη φτώχεια έθνη και κοινωνίες. Είτε μέσω της περιβαλλοντικής κρίσης, που θα παραγάγει περίπου τα ίδια αποτελέσματα. Παραδόξως, από άποψη χρονοδιαγραμμάτων αυτές οι δύο κρίσεις περίπου ταυτίζονται. Είναι υπόθεση των επόμενων δύο-τριών δεκαετιών. Τότε υπολογίζεται ότι τα τελευταία κοιτάσματα πετρελαίου θα έχουν στερέψει. Τότε, επίσης, υπολογίζεται ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη θα είναι μια εφιαλτική καθημερινότητα.
Η μία λύση είναι να αφήσουμε τα δύο φαινόμενα να εξελιχθούν και να συμπέσουν- αν εξαιρέσει κανείς τη «λεπτομέρεια» της τύχης του ανθρώπινου είδους, το «σύνδρομο» θα αποτελέσει ένα νέο ξεκίνημα για τον ατυχή πλανήτη, που ίσως δώσει την ευκαιρία σε ένα άλλο είδος να τον κυριαρχήσει. Ενδεχομένως στις εξαιρετικά ανθεκτικές κατσαρίδες. Η άλλη λύση είναι να διακόψουμε εδώ και τώρα, στην κορύφωσή της, την «καμπύλη καμπάνας» που, όπως λένε οι ειδικοί της τεχνικής ανάλυσης, ακολουθεί η προσφορά πετρελαίου. Τα περαιτέρω θα είναι αποτέλεσμα της ηλίθιας ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης πετρελαίου- διότι υπάρχει ισορροπία και αποδεικνύει κι αυτή ότι ο περίφημος νόμος που καθορίζει τις τιμές των αγαθών έζησε και πέθανε στον αγνό, εγχειριδιακό καπιταλισμό του Ανταμ Σμιθ. Αφού ο ΟΠΕΚ ανταποκρίνεται με αύξηση της παραγωγής του σε κάθε πίεση των μεγάλων οικονομιών, σε κάθε φόβο για αύξηση της ζήτησης, για βαρύ χειμώνα, για γεωπολιτική αστάθεια, για τυφώνες, τότε γιατί οι traders αγοράζουν σαν τρελοί όλο και ακριβότερα τα πετρελαϊκά συμβόλαια; Προφανώς, όχι από αγωνία για τις ενεργειακές ανάγκες μας.
Είναι δεδομένο ότι στην πλευρά της προσφοράς γίνεται κάθε τι νοητό και αδιανόητο για να εξασφαλιστεί αδιάκοπη ροή καυσίμου μέχρι το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου μας και τον καυστήρα του καλοριφέρ μας. Γίνονται πόλεμοι, αντιτρομοκρατικές εκστρατείες, εμφύλιοι, γενοκτονίες, αφανίζονται οι τελευταίες παρθένες περιοχές του πλανήτη, οι τελευταίοι αρχέγονοι πληθυσμοί που διασώζουν το μυστικό της συμφιλίωσης με τη φύση. Όλα για τις άπληστες ενεργειακές μας ανάγκες.
Μένει να γίνει, λοιπόν, κάτι στην πλευρά της ζήτησης. Μια μικρή επανάσταση, ακήρυχτη κι αθόρυβη, που θα δώσει ένα όσο το δυνατόν ήσυχο τέλος στην πετρελαϊκή εποχή. Ξεχάστε την τιμή του πετρελαίου. Σκεφτείτε απλώς με τι μπορεί να το αντικαταστήσουμε. Λάδι φάλαινας; Σπαρματσέτα; Καυσόξυλα; Υδρογόνο; Ηλιακούς συλλέκτες; Ανεμογεννήτριες; Ισως, αλλά καμιά τεχνολογικά εναλλακτική λύση δεν εξασφαλίζει ότι και ο νέος ενεργειακός πόρος δεν θα γίνει χρηματιστηριακό προϊόν για να μας βάλει σε νέο φαύλο κύκλο. Είναι πολλά τα λεφτά, φίλε μου. Η πετρελαϊκή βιομηχανία γεννήθηκε σε μιαν ανύποπτη εποχή, στο Titusville της Πενσυλβάνια, όχι τόσο χάρη στην εύρεση μιας πρόσφορης τεχνικής εξόρυξης, όσο χάρη στο γεγονός η τιμή του ορυκτού διακυμάνθηκε μέσα σε ελάχιστους μήνες από τα δέκα δολάρια μέχρι τα δέκα σεντς και αντίστροφα. Η οσμή του κέρδους κι όχι του πετρελαίου κινητοποίησε τα μεγάλα αρπακτικά, από τον φιλάνθρωπο Ροκφέλερ μέχρι τον φιλότεχνο Ρότσιλντ. Δεν ήταν το καύσιμο που διαμόρφωσε την τιμή του. Ηταν η τιμή που έκανε το καύσιμο τόσο απαραίτητο σε κάθε αμερικανό και ευρωπαίο πριν ένα αιώνα, σε κάθε κάτοικο του πλανήτη σήμερα. Να είστε σίγουροι, λοιπόν, ότι ο καπιταλισμός-καζίνο μπορεί να κάνει το ίδιο με τον αέρα, το θαλασσινό νερό ή τις ακτίνες του ήλιου.
Τι μένει, λοιπόν, σαν εναλλακτική λύση στα χέρια της αδύναμης πλευράς της ζήτησης, δηλαδή σε μας; Η λύση της ενεργειακής αποχής. Μια παγκόσμια συνωμοσία εγκράτειας για ένα- δύο χρόνια θα βύθιζε το πετρέλαιο στο επίπεδο της «δίκαιης τιμής»- οι ειδικοί την ορίζουν περίπου στα 45 δολάρια. Και θα ωθούσε τους κερδοσκόπους της ενέργειας να αναζητήσουν την επόμενη φιλοσοφική λίθο. Χρειάζεται να αντιπαρατάξει κανείς στο μονόδρομο της ταχύτητας την απόλαυση της βραδύτητας.
Χρειάζεται επίσης μια ισχυρή δόση ηθικής σ’ αυτή την εξέγερση της ζήτησης. Και μια ανεκτή δόση στέρησης. Την αντέχουμε; Ή θα λιποθυμήσουμε στο πρώτο χιλιόμετρο βαδίσματος που θα κάνουμε, αφήνοντας το αυτοκίνητο στο γκαράζ;
Monday, October 29, 2007
Εμείς οι νεκροζώντανοι (26/10/2007)
Με τα μυστήρια του οργανισμού δεν έχω πολυασχοληθεί, αλλά κάτι έχω ακούσει και διαβάσει για τον ρόλο του ηλιακού φωτός στην έκλυση σεροτονίνης, που με τη σειρά της ευθύνεται για την καλή ή κακή μας διάθεση. Κάποιο ρόλο θα παίζει, λοιπόν, στις σκανδιναβικές χώρες κι όσες βρίσκονται στα όρια του Αρκτικού Κύκλου η έλλειψη ηλιοφάνειας το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Κρατήστε αυτή την παρατήρηση, αν τυχόν δείτε την ταινία του Σουηδού Ρόι Αντερσον «Εσείς οι ζωντανοί». Στην οποία όλα διαδραματίζονται στην ατμόσφαιρα ενός νεφοσκεπούς, βροχερού, ομιχλώδους, αδιαπέραστου από το φως σκανδιναβικού τοπίου.
Η στήλη δεν είναι, βεβαίως, χώρος κινηματογραφικής κριτικής. Δεν ξέρω καν τι είναι αυτή η στήλη, είναι όμως σίγουρα χώρος έκφρασης προσωπικών εμμονών. Και μία από τις εμμονές αυτές είναι ο Σουηδός σκηνοθέτης Ρόι Άντερσον και το περίεργο σύμπαν του. Πριν από έξι χρόνια, όταν είχε προβληθεί η ταινία του «Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο», πάλι είχα παραβιάσει τα πολιτικοοικονομικά σύνορα του οικονομικού ενθέτου που με φιλοξενούσε τότε, για να εκτραπώ στο πεδίο του κινηματογραφικού στοχασμού. Η νέα του ταινία, «Εσείς οι ζωντανοί», ενδεχομένως δεν με απογείωσε όπως η προηγούμενη, πάλι όμως κτύπησε με δύναμη, σε μια άχαρη συγχορδία, όλες τις ξεκούρδιστες χορδές της φιλήσυχης καθημερινότητάς μας. Η μελαγχολία της ανθρώπινης ύπαρξης -λέει ο Άντερσον- δεν είναι ανάγκη να αναζητείται πάντα στο επίπεδο των υψηλών αφαιρέσεων και των φιλοσοφικών γενικεύσεων. Η μίζερη καθημερινότητά μας περιέχει επαρκή στοιχεία για τη σχιζοφρένεια του κοινωνικού και οικονομικού μας πολιτισμού. Έτσι, προτείνει ένα μελαγχολικό αντι-μανιφέστο της κοινοτοπίας (του κοινοτοπισμού, trivialism, όπως λέει ο ίδιος), διατυπωμένο σε λίγες σκηνές με ήρωες ανθρώπους σαν εμάς, με πρόσωπα άσπρα σαν το χαρτί, λες και δεν ρέει αίμα στις φλέβες τους, νεκροζώντανους.
Μην αναζητήσετε μια ιστορία, μια υπόθεση, μια πλοκή. Μικρές, λιτές σκηνές, αστείοι διάλογοι, παγεροί μονόλογοι και μερικά όνειρα συνθέτουν την ιλαροτραγωδία της καθημερινότητας. Άνθρωποι που πάνε στη δουλειά τους κουβαλώντας τα προβλήματα του σπιτιού κι αντίστροφα. Άνθρωποι που περιμένουν στις στάσεις των λεωφορείων, που καβγαδίζουν, που παρατηρούν με δέος μια καταιγίδα, που κλαίνε γιατί αντάλλαξαν βαριές κουβέντες, που μονολογούν ότι «κανείς δεν τους καταλαβαίνει». Εξομολογούνται τον πόνο τους όχι σ’ αυτούς που τον προκάλεσαν, αλλά σε τρίτους, κατά κανόνα άσχετους και σίγουρα όχι πρόθυμους ν’ ακούσουν. Η δασκάλα στους μαθητές της, ο εμποροϋπάλληλος στους πελάτες του, η αλκοολική στους θαμώνες του μπαρ, άλλοι απλώς στον καμεραμάν και τελικά στο κοινό. Θα σας φανούν καρικατούρες, θα γελάσετε εις βάρος τους, αλλά πρέπει να έχετε το σθένος να αναγνωρίσετε ανάμεσά τους και τους εαυτούς σας. Επίσης, χρειάζεται σθένος για να δείτε την ταινία – ενδεχομένως στους περισσότερους από σας να μην αρέσει.
Ο κ. Άντερσον απαιτεί την υπομονή όσων είναι εκπαιδευμένοι στην κλασική αφηγηματική δομή, στη δράση, στις στιλπνές εικόνες, στις συναισθηματικές εξάρσεις. Προτιμά να μας ρίξει «κοντρ λα μουτρ» τα μικρά κινηματογραφικά του ανέκδοτα, αυθαίρετα διατεταγμένα, απρόβλεπτα και παράδοξα, όπως περίπου η καθημερινότητά μας. Διηγηθείτε κι εσείς, με λεπτομέρειες, μια μέρα από τη ζωή σας, βάλτε τις εικόνες τη μία δίπλα στην άλλη και θα διαπιστώσετε ότι είστε ήρωας μιας παράδοξης, σουρεαλιστικής, συχνά γελοίας και απίστευτα κοινότοπης, περιπέτειας. Αλλά, μήπως σ’ αυτή την κοινοτοπία, σ’ αυτά τα α-νόητα επεισόδια κρύβεται η φιλοσοφία μας για τη ζωή; «Ολόκληρη τη φιλοσοφία την κλείνω σ’ ένα ρέψιμο», έλεγε ο συμπατριώτης του Άντερσον, ο μακαρίτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει ότι ο ίδιος είχε απέχθεια στη φιλοσοφία. Ειδικά αυτός, που περιέκλεισε στο σελουλόιντ περίπου όλη τη φιλοσοφία – από τον Πλάτωνα μέχρι τον Σαρτρ. Το ρέψιμο κι όλα τα εκκρίματα, οι εκλύσεις και οι εξατμίσεις του ανθρώπινου οργανισμού ενδεχομένως λένε περισσότερα για τη στάση του απέναντι στη ζωή από τις ετικέτες και τις βαρύγδουπες διακηρύξεις. Τόσο απλά.
Να όμως πώς εκτυλίσσεται το ιλαροτραγικό αντι-μανιφέστο του κ. Άντερσον, που μας υπενθυμίζει την υποχρέωσή μας να κρατηθούμε στη ζωή αντί να παραδοθούμε στον αργό θάνατο της καθημερινότητας: Ένας διευθύνων σύμβουλος επιχείρησης πέφτει ξερός -από εγκεφαλικό ή έμφραγμα- την ώρα που ανακοινώνει στα στελέχη της ότι οι μέτοχοι είναι δυσαρεστημένοι γιατί η μετοχή της εταιρείας κατρακυλάει. Ένας τεχνίτης οδηγείται στην ηλεκτρική καρέκλα για το υπέρτατο έγκλημα: φθορά ξένης περιουσίας. Οι δικαστές, πίνοντας μπίρα, δεν έχουν καμιά αμφιβολία ότι του αξίζει η εσχάτη των ποινών. Ένας καχεκτικός υπάλληλος, την ώρα που πηδάει (ή τον πηδάει η ευτραφής του σύζυγος), υπολογίζει με απελπισία τις ζημιές που έχει υποστεί το επενδυτικό του χαρτοφυλάκιο, τις απώλειες στον καταθετικό του λογαριασμό και τη χασούρα στο συνταξιοδοτικό του πρόγραμμα. Ένας επιχειρηματίας, που μόλις έχει πουλήσει ένα προϊόν, γλεντάει με φαΐ και ποτό την επιτυχία του, δηλώνει με αυταρέσκεια ότι «το χρήμα είναι το παν, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες» (το έλεγαν; Μάλλον έχει παρεξηγηθεί ο Δημοσθένης) και διακηρύσσει ότι «στον πόλεμο και στη δουλειά δεν μπορείς να είσαι καλός». Ένα λεπτό μετά, ανακαλύπτει ότι η «μπάζα» από τη δουλειά έχει κάνει φτερά μαζί με το πορτοφόλι του. Ο κλέφτης που σούφρωσε το πορτοφόλι, προφανώς, ήταν ο πρώτος που πείστηκε από τις διακηρύξεις του θύματός του και σπεύδει να γλεντήσει τη δική του «μπάζα» ράβοντας ένα κοστούμι. Ένας ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής εξομολογείται στην κάμερα ότι, στα 27 χρόνια που κάνει αυτήν τη δουλειά, οι άνθρωποι που του ζητούν να τους κάνει ευτυχισμένους είναι εγωκεντρικοί, μικρόψυχοι και τελικά κακοί. Κι έτσι, σταμάτησε την ψυχοθεραπεία και τους φορτώνει με χάπια. Πολλά και δυνατά χάπια.
Αυτό συμβαίνει, τελικά, με την ευτυχία. Τεμπέλα καθώς είναι, «ζει ξάπλα μόνο στα λεξικά», που λέει κι η δική μας Κική Δημουλά. Και κανείς δεν κάνει κάτι να την αφυπνίσει. Όπως ακριβώς και οι «νεκροζώντανοι» ήρωες του Άντερσον, την αναζητούμε στο ασήμαντο (ζούμε στο βασίλειο της ασημαντότητας, είχε δίκιο ο Καστοριάδης). Την αντιμετωπίζουμε ως ατομικό αγαθό, ενώ είναι κατεξοχήν συλλογικό. Αν δεν είσαι έτοιμος να τη μοιραστείς, αν δεν αντλήσεις χαρά από τη χαρά του άλλου, μετατρέπεται εύκολα, σχεδόν αυτόματα, σε δυστυχία. Αυτό είναι το παράδοξο της ζωής: η ευτυχία πολλαπλασιάζεται μόνο διά της διαίρεσής της. Αλλά ο πολιτισμός μας το θεωρεί αυτό βαρύτατο αμάρτημα. Το έδειξε ο πανούργος Σουηδός σκηνοθέτης στην προηγούμενη ταινία του με μια εμβληματική σκηνή: Όλη η πνευματική ηγεσία της κοινωνίας δικάζει τη μικρή Άννα γιατί υπέπεσε στο ατόπημα να μοιραστεί την τούρτα των γενεθλίων της με περισσότερα παιδιά απ’ όσα επέτρεπε το μέγεθός της. Και σε μια λαμπρή δημόσια τελετή, με μπάντες, χορωδίες, κρατικούς αξιωματούχους, επισήμους, ιεράρχες, τη ρίχνει στον γκρεμό.
Στο νεφοσκεπές σύμπαν του Άντερσον, το φως είναι λιγοστό, τόσο ώστε να μην υπάρχει σκιά να κρυφτεί κανείς. Μόνο στο τέλος της ταινίας «Εσείς οι ζωντανοί», τα «ζόμπι» με τα πάλλευκα πρόσωπα σηκώνουν τα βλέμματά τους στον ουρανό, καθώς μικρές λωρίδες φωτός τρυπώνουν μέσα από τα σύννεφα που αραιώνουν σιγά σιγά. Αλλά αποκαλύπτουν, εκτός από τον ήλιο, έναν σχηματισμό βομβαρδιστικών που πετούν πάνω από τη Στοκχόλμη. Για να τους αφανίσουν; Ή για να τους αφυπνίσουν;
Η στήλη δεν είναι, βεβαίως, χώρος κινηματογραφικής κριτικής. Δεν ξέρω καν τι είναι αυτή η στήλη, είναι όμως σίγουρα χώρος έκφρασης προσωπικών εμμονών. Και μία από τις εμμονές αυτές είναι ο Σουηδός σκηνοθέτης Ρόι Άντερσον και το περίεργο σύμπαν του. Πριν από έξι χρόνια, όταν είχε προβληθεί η ταινία του «Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο», πάλι είχα παραβιάσει τα πολιτικοοικονομικά σύνορα του οικονομικού ενθέτου που με φιλοξενούσε τότε, για να εκτραπώ στο πεδίο του κινηματογραφικού στοχασμού. Η νέα του ταινία, «Εσείς οι ζωντανοί», ενδεχομένως δεν με απογείωσε όπως η προηγούμενη, πάλι όμως κτύπησε με δύναμη, σε μια άχαρη συγχορδία, όλες τις ξεκούρδιστες χορδές της φιλήσυχης καθημερινότητάς μας. Η μελαγχολία της ανθρώπινης ύπαρξης -λέει ο Άντερσον- δεν είναι ανάγκη να αναζητείται πάντα στο επίπεδο των υψηλών αφαιρέσεων και των φιλοσοφικών γενικεύσεων. Η μίζερη καθημερινότητά μας περιέχει επαρκή στοιχεία για τη σχιζοφρένεια του κοινωνικού και οικονομικού μας πολιτισμού. Έτσι, προτείνει ένα μελαγχολικό αντι-μανιφέστο της κοινοτοπίας (του κοινοτοπισμού, trivialism, όπως λέει ο ίδιος), διατυπωμένο σε λίγες σκηνές με ήρωες ανθρώπους σαν εμάς, με πρόσωπα άσπρα σαν το χαρτί, λες και δεν ρέει αίμα στις φλέβες τους, νεκροζώντανους.
Μην αναζητήσετε μια ιστορία, μια υπόθεση, μια πλοκή. Μικρές, λιτές σκηνές, αστείοι διάλογοι, παγεροί μονόλογοι και μερικά όνειρα συνθέτουν την ιλαροτραγωδία της καθημερινότητας. Άνθρωποι που πάνε στη δουλειά τους κουβαλώντας τα προβλήματα του σπιτιού κι αντίστροφα. Άνθρωποι που περιμένουν στις στάσεις των λεωφορείων, που καβγαδίζουν, που παρατηρούν με δέος μια καταιγίδα, που κλαίνε γιατί αντάλλαξαν βαριές κουβέντες, που μονολογούν ότι «κανείς δεν τους καταλαβαίνει». Εξομολογούνται τον πόνο τους όχι σ’ αυτούς που τον προκάλεσαν, αλλά σε τρίτους, κατά κανόνα άσχετους και σίγουρα όχι πρόθυμους ν’ ακούσουν. Η δασκάλα στους μαθητές της, ο εμποροϋπάλληλος στους πελάτες του, η αλκοολική στους θαμώνες του μπαρ, άλλοι απλώς στον καμεραμάν και τελικά στο κοινό. Θα σας φανούν καρικατούρες, θα γελάσετε εις βάρος τους, αλλά πρέπει να έχετε το σθένος να αναγνωρίσετε ανάμεσά τους και τους εαυτούς σας. Επίσης, χρειάζεται σθένος για να δείτε την ταινία – ενδεχομένως στους περισσότερους από σας να μην αρέσει.
Ο κ. Άντερσον απαιτεί την υπομονή όσων είναι εκπαιδευμένοι στην κλασική αφηγηματική δομή, στη δράση, στις στιλπνές εικόνες, στις συναισθηματικές εξάρσεις. Προτιμά να μας ρίξει «κοντρ λα μουτρ» τα μικρά κινηματογραφικά του ανέκδοτα, αυθαίρετα διατεταγμένα, απρόβλεπτα και παράδοξα, όπως περίπου η καθημερινότητά μας. Διηγηθείτε κι εσείς, με λεπτομέρειες, μια μέρα από τη ζωή σας, βάλτε τις εικόνες τη μία δίπλα στην άλλη και θα διαπιστώσετε ότι είστε ήρωας μιας παράδοξης, σουρεαλιστικής, συχνά γελοίας και απίστευτα κοινότοπης, περιπέτειας. Αλλά, μήπως σ’ αυτή την κοινοτοπία, σ’ αυτά τα α-νόητα επεισόδια κρύβεται η φιλοσοφία μας για τη ζωή; «Ολόκληρη τη φιλοσοφία την κλείνω σ’ ένα ρέψιμο», έλεγε ο συμπατριώτης του Άντερσον, ο μακαρίτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει ότι ο ίδιος είχε απέχθεια στη φιλοσοφία. Ειδικά αυτός, που περιέκλεισε στο σελουλόιντ περίπου όλη τη φιλοσοφία – από τον Πλάτωνα μέχρι τον Σαρτρ. Το ρέψιμο κι όλα τα εκκρίματα, οι εκλύσεις και οι εξατμίσεις του ανθρώπινου οργανισμού ενδεχομένως λένε περισσότερα για τη στάση του απέναντι στη ζωή από τις ετικέτες και τις βαρύγδουπες διακηρύξεις. Τόσο απλά.
Να όμως πώς εκτυλίσσεται το ιλαροτραγικό αντι-μανιφέστο του κ. Άντερσον, που μας υπενθυμίζει την υποχρέωσή μας να κρατηθούμε στη ζωή αντί να παραδοθούμε στον αργό θάνατο της καθημερινότητας: Ένας διευθύνων σύμβουλος επιχείρησης πέφτει ξερός -από εγκεφαλικό ή έμφραγμα- την ώρα που ανακοινώνει στα στελέχη της ότι οι μέτοχοι είναι δυσαρεστημένοι γιατί η μετοχή της εταιρείας κατρακυλάει. Ένας τεχνίτης οδηγείται στην ηλεκτρική καρέκλα για το υπέρτατο έγκλημα: φθορά ξένης περιουσίας. Οι δικαστές, πίνοντας μπίρα, δεν έχουν καμιά αμφιβολία ότι του αξίζει η εσχάτη των ποινών. Ένας καχεκτικός υπάλληλος, την ώρα που πηδάει (ή τον πηδάει η ευτραφής του σύζυγος), υπολογίζει με απελπισία τις ζημιές που έχει υποστεί το επενδυτικό του χαρτοφυλάκιο, τις απώλειες στον καταθετικό του λογαριασμό και τη χασούρα στο συνταξιοδοτικό του πρόγραμμα. Ένας επιχειρηματίας, που μόλις έχει πουλήσει ένα προϊόν, γλεντάει με φαΐ και ποτό την επιτυχία του, δηλώνει με αυταρέσκεια ότι «το χρήμα είναι το παν, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες» (το έλεγαν; Μάλλον έχει παρεξηγηθεί ο Δημοσθένης) και διακηρύσσει ότι «στον πόλεμο και στη δουλειά δεν μπορείς να είσαι καλός». Ένα λεπτό μετά, ανακαλύπτει ότι η «μπάζα» από τη δουλειά έχει κάνει φτερά μαζί με το πορτοφόλι του. Ο κλέφτης που σούφρωσε το πορτοφόλι, προφανώς, ήταν ο πρώτος που πείστηκε από τις διακηρύξεις του θύματός του και σπεύδει να γλεντήσει τη δική του «μπάζα» ράβοντας ένα κοστούμι. Ένας ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής εξομολογείται στην κάμερα ότι, στα 27 χρόνια που κάνει αυτήν τη δουλειά, οι άνθρωποι που του ζητούν να τους κάνει ευτυχισμένους είναι εγωκεντρικοί, μικρόψυχοι και τελικά κακοί. Κι έτσι, σταμάτησε την ψυχοθεραπεία και τους φορτώνει με χάπια. Πολλά και δυνατά χάπια.
Αυτό συμβαίνει, τελικά, με την ευτυχία. Τεμπέλα καθώς είναι, «ζει ξάπλα μόνο στα λεξικά», που λέει κι η δική μας Κική Δημουλά. Και κανείς δεν κάνει κάτι να την αφυπνίσει. Όπως ακριβώς και οι «νεκροζώντανοι» ήρωες του Άντερσον, την αναζητούμε στο ασήμαντο (ζούμε στο βασίλειο της ασημαντότητας, είχε δίκιο ο Καστοριάδης). Την αντιμετωπίζουμε ως ατομικό αγαθό, ενώ είναι κατεξοχήν συλλογικό. Αν δεν είσαι έτοιμος να τη μοιραστείς, αν δεν αντλήσεις χαρά από τη χαρά του άλλου, μετατρέπεται εύκολα, σχεδόν αυτόματα, σε δυστυχία. Αυτό είναι το παράδοξο της ζωής: η ευτυχία πολλαπλασιάζεται μόνο διά της διαίρεσής της. Αλλά ο πολιτισμός μας το θεωρεί αυτό βαρύτατο αμάρτημα. Το έδειξε ο πανούργος Σουηδός σκηνοθέτης στην προηγούμενη ταινία του με μια εμβληματική σκηνή: Όλη η πνευματική ηγεσία της κοινωνίας δικάζει τη μικρή Άννα γιατί υπέπεσε στο ατόπημα να μοιραστεί την τούρτα των γενεθλίων της με περισσότερα παιδιά απ’ όσα επέτρεπε το μέγεθός της. Και σε μια λαμπρή δημόσια τελετή, με μπάντες, χορωδίες, κρατικούς αξιωματούχους, επισήμους, ιεράρχες, τη ρίχνει στον γκρεμό.
Στο νεφοσκεπές σύμπαν του Άντερσον, το φως είναι λιγοστό, τόσο ώστε να μην υπάρχει σκιά να κρυφτεί κανείς. Μόνο στο τέλος της ταινίας «Εσείς οι ζωντανοί», τα «ζόμπι» με τα πάλλευκα πρόσωπα σηκώνουν τα βλέμματά τους στον ουρανό, καθώς μικρές λωρίδες φωτός τρυπώνουν μέσα από τα σύννεφα που αραιώνουν σιγά σιγά. Αλλά αποκαλύπτουν, εκτός από τον ήλιο, έναν σχηματισμό βομβαρδιστικών που πετούν πάνω από τη Στοκχόλμη. Για να τους αφανίσουν; Ή για να τους αφυπνίσουν;
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (26/10/2007)
ΧΑΜ: …Εζήτησα πληροφορίας δια την κατάστασιν εις το Κοβ, εις την αντίπερα όχθην των Στενών. Ούτε πουλί πετάμενο. Εντάξει. Και θέλετε να με κάνετε να πιστέψω ότι αφήσατε εκεί το παιδί σας, ολομόναχο, και επιπλέον εν ζωή; Ελάτε τώρα! (Παύση). Την ημέρα εκείνην, ως ενθυμούμαι, ο άνεμος ήτο ιδιαιτέρως σφοδρός, εκατό εις το ανεμόμετρον. Εξερίζωνε τα ξερά πεύκα και τα παρέσυρε… μακράν. (Τόνος κανονικός). Λιγουλάκι αδύνατο αυτό. (Τόνος αφηγητή). Μα τι θέλετε στο κάτω κάτω από μένα, πρέπει ν’ ανάψω το δένδρο μου. (Παύση). Για να μην τα πολυλογούμε, στο τέλος κατάλαβα πως ήθελε ψωμί για το παιδί του. Ψωμί! Ένας συνηθισμένος ψωμοζήτης. Ψωμί; Μα δεν διαθέτω ψωμί, με πειράζει στο στομάχι. Εντάξει. Τότε στάρι; (Παύση. Τόνος κανονικός). Θα τα καταφέρουμε. (Τόνος αφηγητή). Η αλήθεια είναι πως έχω στάρι, στις αποθήκες μου. Για σκεφτείτε, όμως, για σκεφτείτε. Σας δίνω στάρι, ένα κιλό, το πηγαίνετε στο παιδί σας και του ετοιμάζετε -εάν ευρίσκεται ακόμη εν ζωή- ένα ωραίο χυλό (ο Ναγκ αντιδρά), ενάμισυ ωραίο χυλό, να στυλωθεί. Ξαναβρίσκει τα χρώματά του – ίσως. Κι έπειτα; (Παύση). Φουρκίστηκα. Μα για σκεφτείτε λίγο, για σκεφτείτε, στη γη βρισκόσαστε, σωτηρία δεν υπάρχει!
Σάμουελ Μπεκετ, «Το τέλος του παιχνιδιού»
Σάμουελ Μπεκετ, «Το τέλος του παιχνιδιού»
Monday, October 22, 2007
Ιππίας ιππεύς ιππογέρανος (20/10/2007)
…Ουφ. Ξεμούδιασα λιγάκι. Δεν είναι λίγο να στέκεσαι μαρμαρωμένος- κυριολεκτικά- 2.500 χρόνια στο ίδιο μέρος. Σταθείτε. Θα το υπολογίσω με ακρίβεια. Είναι 2.438 χρόνια και 6 μήνες – πρέπει να ήταν Μάιος, είχε απίστευτη ζέστη, όταν ο Φειδίας έδωσε το τελικό ΟΚ για τα γλυπτά της ζωφόρου. Ξέρετε, εμείς καθυστερήσαμε πέντε χρόνια σε σχέση με τα εγκαίνια του Παρθενώνα. Για φανταστείτε, λοιπόν, να στέκεσαι ασάλευτος, εκτεθειμένος στο κρύο, στους καύσωνες, στη σκόνη, στα καυσαέρια 2.438 χρόνια. Εξ όσων θυμάμαι, οι μόνες κινήσεις που έκανα τα χρόνια αυτά ήταν μερικές ανεπαίσθητες ταλαντώσεις από τους σεισμούς -δεν ξέρω πόσους, αμέτρητους, αλλά δεν έχει σημασία-, μια τρομακτική δόνηση από τον βομβαρδισμό του Μοροζίνι κι ύστερα, εκείνη τη φοβερή ταλαιπωρία με τα πελέκια και τα πριόνια του Έλγιν. Ανατριχιάζω μόνο που το σκέπτομαι. Παρά τρίχα τη γλίτωσα.
Τώρα, ξεμούδιασα, λιγάκι. Ξέρετε, το πεντελικό το μάρμαρο είναι σκληρό υλικό, δεν είναι σαν το παριανό που σου επιτρέπει, έστω, μια ψευδαίσθηση κίνησης. Πώς ένιωσα; Ιππογέρανος, που θα ’λεγε κι ο Αριστοφάνης. Βέβαια, για άλλους γερανούς μιλούσε ο ποιητής, αλλά δεν έχει σημασία. Θα μας έκανε φοβερή πλάκα, αν ζούσε τώρα και μας έβλεπε εγκιβωτισμένους και αιωρούμενους. Δεν είμαι κλειστοφοβικός ούτε υψοφοβικός, αλλά για να πω την αλήθεια, δεν αισθάνθηκα και πολύ άνετα αιωρούμενος στα 60 μέτρα πάνω από το έδαφος, μεταξύ Ακρόπολης και Μουσείου. Μπορεί η τεχνολογία της εποχής μου να ήταν πρωτόγονη, αλλά ήταν αξιόπιστη. Μ’ εσάς, για να πω την αλήθεια, κρατάω τις επιφυλάξεις μου. Τέλος πάντων, τέλος καλό, όλα καλά. Με άφησαν απαλά, σχεδόν τρυφερά στο έδαφος.
Τι αγένεια! Ξέχασα να σας συστηθώ. Ιππίας, Ιππεύς. Το πρώτο είναι το όνομα, το δεύτερο η τάξη. Αυτή τη στιγμή δεν είμαι παρά ένα κομμάτι μάρμαρο. Στην εποχή μου ήμουν ένας ζωηρός νέος, που πέρασα τα τριάντα χρόνια μου ανάμεσα στην αγορά, στα εργαστήρια του Φειδία ως μοντέλο (έλεγαν ότι ήμουν κούκλος), στα γυμναστήρια, στα ιπποδρόμια (όχι αλογομούρης, βέβαια) και στον πόλεμο. Τα ξέρετε αυτά. Και ως ιππεύς αντιλαμβάνεστε ότι ήμουν ένας εκλεκτός εκπρόσωπος της μεσαίας αριστοκρατίας. Μεσοχωρίτης κι εγώ, καλή ώρα σαν κι εσάς.
Μ’ αρέσει το Μουσείο, φαντάζομαι ότι θα βολευτώ εδώ. Έχει διαφάνεια και ταιριάζει στην κουλτούρα της εποχής μου. Στα χρόνια μου το γυαλί ήταν κάτι σπάνιο, αλλά η διαφάνεια καθόλου. Δεν καταλαβαίνω, βέβαια, πολλά από την αρχιτεκτονική σας, τα υλικά μου είναι ολότελα ξένα, παράξενα, αλλά τουλάχιστον αυτό το κτίριο έχει ένα χαρακτήρα. Καμιά σχέση με τα εκτρώματα που αντίκριζα από τον Βράχο. Πώς το λέτε εσείς το σύστημα; Αντιπαροχή; Να το χαίρεστε!
Τα είδα όλα από κει πάνω. Πώς έγινε έτσι η Αθήνα; Το λέω πραγματικά με θλίψη. Όση θλίψη μπορεί να περικλείει ένα κομμάτι μάρμαρο. Σας βλέπω να περιφέρεστε κατά εκατομμύρια μέσα στα αυτοκίνητά σας, νευρικοί και ταλαιπωρημένοι, σας βλέπω μελαγχολικούς μέσα στα γραφεία σας, άλλοτε θορυβώδεις στις διασκεδάσεις σας και τα βράδια σιωπηλούς στα σαλόνια σας, μπροστά στην τηλεόραση. Πόσο μελαγχολική είναι η δημοκρατία σας! – κάποιος το είπε αυτό, μου διαφεύγει το όνομα, πρέπει να είναι βάρβαρος. Η δική μας δημοκρατία ήταν χαρούμενη, σχεδόν διονυσιακή. Δεν ξέρω καν αν αυτό που αποκαλείτε εσείς δημοκρατία είχε σχέση μ’ αυτό που ζήσαμε εμείς. Εγώ, για παράδειγμα, που δεν ήμουν δα και κανένας πολιτικοποιημένος, το διασκέδαζα αφάνταστα να μαζευόμαστε στην Πνύκα, να μπλοκάρουμε νομοσχέδια, να εξοστρακίζουμε πολιτικούς ακριβώς τη στιγμή που ένιωθαν ακατανίκητοι. Είχε μεγάλη πλάκα να βλέπεις τις φάτσες τους! Γιατί, βλέπετε, κι εμείς δεν είχαμε τίποτε διαμάντια πολιτικούς. Ίσα ίσα, υπήρχαν πολλά κουμάσια, λαμόγια που λέτε κι εσείς, ανάμεσά τους. Αλλά τη διαφορά την κάναμε εμείς. Ο Δήμος. Ξέρετε τι είναι να μαζεύονται 20.000-25.000 άτομα κάθε μήνα και ν’ αποφασίζουν για τα πάντα; Τρομερή δύναμη! Άσε δε τη Βουλή – ευτυχώς δεν κληρώθηκα ποτέ, μου φαινόταν απίστευτη ταλαιπωρία.
Δεν λέω, είχαμε τις αβάντες μας. Είχαμε τους δούλους που έκαναν τις βρομοδουλειές, τις γυναίκες να μαζεύουν το σπίτι, τους παιδονόμους να μας μαζεύουν τα παιδιά, τους μετοίκους να οργώνουν τα χωράφια, να δουλεύουν στις βιοτεχνίες, να μεταφέρουν όλο τον παραγωγικό πλούτο από και προς την Αθήνα. Αλλά κι εσείς δεν νομίζω ότι υστερείτε σ’ αυτό. Έχετε ένα σωρό ξένους να σας κάνουν τις χοντροδουλειές… Ω, δεν μπορώ ν’ ακούω δικαιολογίες. «Η Ελλάδα είναι μια μικρή και φτωχή χώρα» κ.λπ. Αυτά είναι πολύ «πασέ». Τα λέγατε και πριν από σαράντα χρόνια. Κι επιτέλους, αποφασίστε αν είστε οι κατατρεγμένοι της γης ή ο ομφαλός της. Εμείς πάντως είχαμε αποφασίσει σαφώς το δεύτερο. Είμαστε κοσμοπολίτες, ίσως και λίγο ιμπεριαλιστές και ζήσαμε κι εμείς τη δική μας παγκοσμιοποίηση. Για σκεφτείτε το. Όλη η Μεσόγειος μια αγορά. Τα πιθάρια με τα λάδια μας φτάναν στην Αίγυπτο, στην Ερυθρά, στη Μεσοποταμία. Εντάξει, η δική σας παγκοσμιοποίηση είναι πολύ πιο άγρια, αλλά κάθε εποχή έχει τις μορφές της και τις διαστάσεις της. Στο κάτω κάτω εμείς ήμασταν 500.000 μαζί με τους δούλους και σήμερα εσείς είστε 5 εκατομμύρια, για να μιλήσω μόνο για την Αθήνα. Ποιοι είναι δούλοι, ποιοι πολίτες ανάμεσά σας, δεν μπορώ να το διακρίνω με βεβαιότητα. Βλέπω μόνο ότι η σχέση σας με την πολιτική είναι πολύ χαλαρή.
Δεν μπορώ να σας καταλάβω. Πώς αφήνετε την εξουσία να αισθάνεται τόσο ισχυρή, τόσο αδιάφορη για τη δική σας ισχύ; Έμαθα και μια καινούργια λέξη από σας: «νταβατζήδες», έτσι δεν λέτε τους προαγωγούς; Σε μας οι εταίρες με τους κροκωτούς τους μανδύες ήταν απολύτως ελεύθερες και αυτοδιάθετες. Αλλά υποθέτω ότι τη λέξη δεν τη χρησιμοποιείτε πια για τις εταίρες. Λοιπόν, πού είναι το πρόβλημα; Ότι δεν έχετε βρει μια ισορροπία ανάμεσα στην αγορά και τη δημοκρατία σας; Εμείς δεν είχαμε τέτοιο πρόβλημα. Μπορεί να μην καταφέραμε να εξαλείψουμε το χάσμα πλουσίων και φτωχών, αλλά φροντίζαμε να μην συγκεντρωθεί ποτέ η πολιτική ισχύς στα χέρια των πρώτων. Και για σχεδόν δύο αιώνες νομίζω πως καλά τα πήγαμε. Έπειτα, ήρθαν οι Μακεδόνες. Ας όψονται.
Λοιπόν, αυτό είναι το πρώτο μυστικό. Δεν επιτρέψαμε ποτέ η οικονομική δύναμη να ταυτιστεί με την πολιτική. Οκέι, η οικονομική ισχύς δική τους, η πολιτική δική μας (τώρα, μιλάω σε πρώτο πληθυντικό, αλλά εγώ και η οικογένειά μου, ως Ιππείς και Μεσοχωρίτες, δεν είμαι σίγουρος πότε ήμασταν στην πλευρά των πλούσιων και πότε των φτωχών. Πότε πάνω, πότε κάτω. Κάτι σε κοινωνικό κέντρο, που λέτε κι εσείς). Αλλ’ αυτό απαιτούσε και κάποιο κόπο. Δεν ήταν απλό να έρχεσαι από την άλλη άκρη της Αττικής, πότε με άλογο, πότε με τα πόδια, μια για τη συνέλευση, μια για τη Βουλή, μια για την Ηλιαία. Εσείς έχετε κάθε μέσο, όλη την τεχνολογία για να κάνετε την άμεση δημοκρατία παιχνίδι. Έχετε την ψηφιακή σας τεχνολογία, δεν έχω καταλάβει πώς ακριβώς λειτουργεί. Σας αρκεί το πάτημα ενός κουμπιού για να παίρνετε μιαν απόφαση κάθε εβδομάδα, κι ας είστε εκατομμύρια. Κι όμως, αρκείστε σε μια ψηφοφορία κάθε τέσσερα χρόνια. Και μυστική. Γιατί μυστική; Από ποιον θέλετε να κρυφτείτε; Και πώς εμπιστεύεστε να σας εκπροσωπούν οι ίδιοι άνθρωποι για τέσσερα ολόκληρα χρόνια; Φλύκταινες βγάζω. Να φοβάστε τους εκπροσώπους και τους διαμεσολαβητές. Κανείς δεν μπορεί να σας εκπροσωπήσει καλύτερα από τους εαυτούς σας. Η αδύναμη και φοβισμένη εξουσία είναι πάντα καλύτερη από την ισχυρή και αναιδή. Και μη μου πείτε ότι πληρώσαμε την ανοικτή και άμεση δημοκρατία μας με περιορισμένη ισχύ της πόλης μας. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η Αθήνα ήταν η οικονομική υπερδύναμη της Μεσογείου στα χρόνια μου;
Τώρα, θα επιστρέψω στη μαρμάρινη σιωπή μου. Ωραία είναι εδώ στο Μουσείο. Έχει πολύ φως, καθαρή ατμόσφαιρα, κι ας είναι τεχνητή. Ήμουν πολύ αυστηρός μαζί σας; Μη με παρεξηγείτε. Ίσως είναι το νεαρόν της ηλικίας, η πολλή δίψα για ζωή που δεν πρόλαβε να εκτονωθεί. Πέθανα στα 24, δυο χρόνια αφότου θαύμασα τον εαυτό μου σαν γλυπτό στη δυτική ζωφόρο του Παρθενώνα. Ήταν στην πολιορκία του Αρχίδαμου. Τι απίστευτη βλακεία, και για μας και για τους Σπαρτιάτες…
Τώρα, ξεμούδιασα, λιγάκι. Ξέρετε, το πεντελικό το μάρμαρο είναι σκληρό υλικό, δεν είναι σαν το παριανό που σου επιτρέπει, έστω, μια ψευδαίσθηση κίνησης. Πώς ένιωσα; Ιππογέρανος, που θα ’λεγε κι ο Αριστοφάνης. Βέβαια, για άλλους γερανούς μιλούσε ο ποιητής, αλλά δεν έχει σημασία. Θα μας έκανε φοβερή πλάκα, αν ζούσε τώρα και μας έβλεπε εγκιβωτισμένους και αιωρούμενους. Δεν είμαι κλειστοφοβικός ούτε υψοφοβικός, αλλά για να πω την αλήθεια, δεν αισθάνθηκα και πολύ άνετα αιωρούμενος στα 60 μέτρα πάνω από το έδαφος, μεταξύ Ακρόπολης και Μουσείου. Μπορεί η τεχνολογία της εποχής μου να ήταν πρωτόγονη, αλλά ήταν αξιόπιστη. Μ’ εσάς, για να πω την αλήθεια, κρατάω τις επιφυλάξεις μου. Τέλος πάντων, τέλος καλό, όλα καλά. Με άφησαν απαλά, σχεδόν τρυφερά στο έδαφος.
Τι αγένεια! Ξέχασα να σας συστηθώ. Ιππίας, Ιππεύς. Το πρώτο είναι το όνομα, το δεύτερο η τάξη. Αυτή τη στιγμή δεν είμαι παρά ένα κομμάτι μάρμαρο. Στην εποχή μου ήμουν ένας ζωηρός νέος, που πέρασα τα τριάντα χρόνια μου ανάμεσα στην αγορά, στα εργαστήρια του Φειδία ως μοντέλο (έλεγαν ότι ήμουν κούκλος), στα γυμναστήρια, στα ιπποδρόμια (όχι αλογομούρης, βέβαια) και στον πόλεμο. Τα ξέρετε αυτά. Και ως ιππεύς αντιλαμβάνεστε ότι ήμουν ένας εκλεκτός εκπρόσωπος της μεσαίας αριστοκρατίας. Μεσοχωρίτης κι εγώ, καλή ώρα σαν κι εσάς.
Μ’ αρέσει το Μουσείο, φαντάζομαι ότι θα βολευτώ εδώ. Έχει διαφάνεια και ταιριάζει στην κουλτούρα της εποχής μου. Στα χρόνια μου το γυαλί ήταν κάτι σπάνιο, αλλά η διαφάνεια καθόλου. Δεν καταλαβαίνω, βέβαια, πολλά από την αρχιτεκτονική σας, τα υλικά μου είναι ολότελα ξένα, παράξενα, αλλά τουλάχιστον αυτό το κτίριο έχει ένα χαρακτήρα. Καμιά σχέση με τα εκτρώματα που αντίκριζα από τον Βράχο. Πώς το λέτε εσείς το σύστημα; Αντιπαροχή; Να το χαίρεστε!
Τα είδα όλα από κει πάνω. Πώς έγινε έτσι η Αθήνα; Το λέω πραγματικά με θλίψη. Όση θλίψη μπορεί να περικλείει ένα κομμάτι μάρμαρο. Σας βλέπω να περιφέρεστε κατά εκατομμύρια μέσα στα αυτοκίνητά σας, νευρικοί και ταλαιπωρημένοι, σας βλέπω μελαγχολικούς μέσα στα γραφεία σας, άλλοτε θορυβώδεις στις διασκεδάσεις σας και τα βράδια σιωπηλούς στα σαλόνια σας, μπροστά στην τηλεόραση. Πόσο μελαγχολική είναι η δημοκρατία σας! – κάποιος το είπε αυτό, μου διαφεύγει το όνομα, πρέπει να είναι βάρβαρος. Η δική μας δημοκρατία ήταν χαρούμενη, σχεδόν διονυσιακή. Δεν ξέρω καν αν αυτό που αποκαλείτε εσείς δημοκρατία είχε σχέση μ’ αυτό που ζήσαμε εμείς. Εγώ, για παράδειγμα, που δεν ήμουν δα και κανένας πολιτικοποιημένος, το διασκέδαζα αφάνταστα να μαζευόμαστε στην Πνύκα, να μπλοκάρουμε νομοσχέδια, να εξοστρακίζουμε πολιτικούς ακριβώς τη στιγμή που ένιωθαν ακατανίκητοι. Είχε μεγάλη πλάκα να βλέπεις τις φάτσες τους! Γιατί, βλέπετε, κι εμείς δεν είχαμε τίποτε διαμάντια πολιτικούς. Ίσα ίσα, υπήρχαν πολλά κουμάσια, λαμόγια που λέτε κι εσείς, ανάμεσά τους. Αλλά τη διαφορά την κάναμε εμείς. Ο Δήμος. Ξέρετε τι είναι να μαζεύονται 20.000-25.000 άτομα κάθε μήνα και ν’ αποφασίζουν για τα πάντα; Τρομερή δύναμη! Άσε δε τη Βουλή – ευτυχώς δεν κληρώθηκα ποτέ, μου φαινόταν απίστευτη ταλαιπωρία.
Δεν λέω, είχαμε τις αβάντες μας. Είχαμε τους δούλους που έκαναν τις βρομοδουλειές, τις γυναίκες να μαζεύουν το σπίτι, τους παιδονόμους να μας μαζεύουν τα παιδιά, τους μετοίκους να οργώνουν τα χωράφια, να δουλεύουν στις βιοτεχνίες, να μεταφέρουν όλο τον παραγωγικό πλούτο από και προς την Αθήνα. Αλλά κι εσείς δεν νομίζω ότι υστερείτε σ’ αυτό. Έχετε ένα σωρό ξένους να σας κάνουν τις χοντροδουλειές… Ω, δεν μπορώ ν’ ακούω δικαιολογίες. «Η Ελλάδα είναι μια μικρή και φτωχή χώρα» κ.λπ. Αυτά είναι πολύ «πασέ». Τα λέγατε και πριν από σαράντα χρόνια. Κι επιτέλους, αποφασίστε αν είστε οι κατατρεγμένοι της γης ή ο ομφαλός της. Εμείς πάντως είχαμε αποφασίσει σαφώς το δεύτερο. Είμαστε κοσμοπολίτες, ίσως και λίγο ιμπεριαλιστές και ζήσαμε κι εμείς τη δική μας παγκοσμιοποίηση. Για σκεφτείτε το. Όλη η Μεσόγειος μια αγορά. Τα πιθάρια με τα λάδια μας φτάναν στην Αίγυπτο, στην Ερυθρά, στη Μεσοποταμία. Εντάξει, η δική σας παγκοσμιοποίηση είναι πολύ πιο άγρια, αλλά κάθε εποχή έχει τις μορφές της και τις διαστάσεις της. Στο κάτω κάτω εμείς ήμασταν 500.000 μαζί με τους δούλους και σήμερα εσείς είστε 5 εκατομμύρια, για να μιλήσω μόνο για την Αθήνα. Ποιοι είναι δούλοι, ποιοι πολίτες ανάμεσά σας, δεν μπορώ να το διακρίνω με βεβαιότητα. Βλέπω μόνο ότι η σχέση σας με την πολιτική είναι πολύ χαλαρή.
Δεν μπορώ να σας καταλάβω. Πώς αφήνετε την εξουσία να αισθάνεται τόσο ισχυρή, τόσο αδιάφορη για τη δική σας ισχύ; Έμαθα και μια καινούργια λέξη από σας: «νταβατζήδες», έτσι δεν λέτε τους προαγωγούς; Σε μας οι εταίρες με τους κροκωτούς τους μανδύες ήταν απολύτως ελεύθερες και αυτοδιάθετες. Αλλά υποθέτω ότι τη λέξη δεν τη χρησιμοποιείτε πια για τις εταίρες. Λοιπόν, πού είναι το πρόβλημα; Ότι δεν έχετε βρει μια ισορροπία ανάμεσα στην αγορά και τη δημοκρατία σας; Εμείς δεν είχαμε τέτοιο πρόβλημα. Μπορεί να μην καταφέραμε να εξαλείψουμε το χάσμα πλουσίων και φτωχών, αλλά φροντίζαμε να μην συγκεντρωθεί ποτέ η πολιτική ισχύς στα χέρια των πρώτων. Και για σχεδόν δύο αιώνες νομίζω πως καλά τα πήγαμε. Έπειτα, ήρθαν οι Μακεδόνες. Ας όψονται.
Λοιπόν, αυτό είναι το πρώτο μυστικό. Δεν επιτρέψαμε ποτέ η οικονομική δύναμη να ταυτιστεί με την πολιτική. Οκέι, η οικονομική ισχύς δική τους, η πολιτική δική μας (τώρα, μιλάω σε πρώτο πληθυντικό, αλλά εγώ και η οικογένειά μου, ως Ιππείς και Μεσοχωρίτες, δεν είμαι σίγουρος πότε ήμασταν στην πλευρά των πλούσιων και πότε των φτωχών. Πότε πάνω, πότε κάτω. Κάτι σε κοινωνικό κέντρο, που λέτε κι εσείς). Αλλ’ αυτό απαιτούσε και κάποιο κόπο. Δεν ήταν απλό να έρχεσαι από την άλλη άκρη της Αττικής, πότε με άλογο, πότε με τα πόδια, μια για τη συνέλευση, μια για τη Βουλή, μια για την Ηλιαία. Εσείς έχετε κάθε μέσο, όλη την τεχνολογία για να κάνετε την άμεση δημοκρατία παιχνίδι. Έχετε την ψηφιακή σας τεχνολογία, δεν έχω καταλάβει πώς ακριβώς λειτουργεί. Σας αρκεί το πάτημα ενός κουμπιού για να παίρνετε μιαν απόφαση κάθε εβδομάδα, κι ας είστε εκατομμύρια. Κι όμως, αρκείστε σε μια ψηφοφορία κάθε τέσσερα χρόνια. Και μυστική. Γιατί μυστική; Από ποιον θέλετε να κρυφτείτε; Και πώς εμπιστεύεστε να σας εκπροσωπούν οι ίδιοι άνθρωποι για τέσσερα ολόκληρα χρόνια; Φλύκταινες βγάζω. Να φοβάστε τους εκπροσώπους και τους διαμεσολαβητές. Κανείς δεν μπορεί να σας εκπροσωπήσει καλύτερα από τους εαυτούς σας. Η αδύναμη και φοβισμένη εξουσία είναι πάντα καλύτερη από την ισχυρή και αναιδή. Και μη μου πείτε ότι πληρώσαμε την ανοικτή και άμεση δημοκρατία μας με περιορισμένη ισχύ της πόλης μας. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η Αθήνα ήταν η οικονομική υπερδύναμη της Μεσογείου στα χρόνια μου;
Τώρα, θα επιστρέψω στη μαρμάρινη σιωπή μου. Ωραία είναι εδώ στο Μουσείο. Έχει πολύ φως, καθαρή ατμόσφαιρα, κι ας είναι τεχνητή. Ήμουν πολύ αυστηρός μαζί σας; Μη με παρεξηγείτε. Ίσως είναι το νεαρόν της ηλικίας, η πολλή δίψα για ζωή που δεν πρόλαβε να εκτονωθεί. Πέθανα στα 24, δυο χρόνια αφότου θαύμασα τον εαυτό μου σαν γλυπτό στη δυτική ζωφόρο του Παρθενώνα. Ήταν στην πολιορκία του Αρχίδαμου. Τι απίστευτη βλακεία, και για μας και για τους Σπαρτιάτες…
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (20/10/2007)
Αγοράκριτος:
Στην καρδιά μου αν δεν σ’ έχω κι αν δε σ’ αγαπώ,
να με ρίξουνε, Δήμε, κομμάτια
στο τσουκάλι, να γίνω βραστός. Κι αν σ’ αυτό
που σου λέω δεν πιστεύεις, να κάμουν
σκορδαλιά στο τραπέζι μου αυτό, και μαζί
με τυρί να με ξύσουνε μέσα
κι ως τον Κεραμεικό να με πάνε συρτό,
με αχαμνά περαστά στο τσιγκέλι.
Παφλαγόνας:
Την αγάπη που εγώ ’χω για σένανε ποιος
άλλος, Δήμε, πολίτης την έχει;
Στο δημόσιο ταμείο, τότε που ήμουν εγώ
βουλευτής, πολύ μάζεψα χρήμα,
βασανίζοντας τούτους, εκείνους εκεί
πνίγοντάς τους, απ’ άλλους ζητώντας.
Για ιδιώτες εμέ δεν μου καιόταν καρφί,
φτάνει ευχάριστος να ’μουν σ’ εσένα.
Αγοράκριτος:
Τι μεγάλο κατόρθωμα! Δήμε, κι εγώ
τέτοιο πράμα μπορώ να σου κάνω.
Θα πηγαίνω να κλέβω τα ξένα ψωμιά
και μ’ αυτά θα σου κάνω τραπέζι.
Αριστοφάνη, «Ιππής» (Μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου)
Στην καρδιά μου αν δεν σ’ έχω κι αν δε σ’ αγαπώ,
να με ρίξουνε, Δήμε, κομμάτια
στο τσουκάλι, να γίνω βραστός. Κι αν σ’ αυτό
που σου λέω δεν πιστεύεις, να κάμουν
σκορδαλιά στο τραπέζι μου αυτό, και μαζί
με τυρί να με ξύσουνε μέσα
κι ως τον Κεραμεικό να με πάνε συρτό,
με αχαμνά περαστά στο τσιγκέλι.
Παφλαγόνας:
Την αγάπη που εγώ ’χω για σένανε ποιος
άλλος, Δήμε, πολίτης την έχει;
Στο δημόσιο ταμείο, τότε που ήμουν εγώ
βουλευτής, πολύ μάζεψα χρήμα,
βασανίζοντας τούτους, εκείνους εκεί
πνίγοντάς τους, απ’ άλλους ζητώντας.
Για ιδιώτες εμέ δεν μου καιόταν καρφί,
φτάνει ευχάριστος να ’μουν σ’ εσένα.
Αγοράκριτος:
Τι μεγάλο κατόρθωμα! Δήμε, κι εγώ
τέτοιο πράμα μπορώ να σου κάνω.
Θα πηγαίνω να κλέβω τα ξένα ψωμιά
και μ’ αυτά θα σου κάνω τραπέζι.
Αριστοφάνη, «Ιππής» (Μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου)
Monday, October 15, 2007
Πάλη γενεών, ληστείες τραπεζών (13/10/2007)
Το σκέφτηκα από δώ, το σκέφτηκα από κει, αλλά όπως κι αν το ‘βλεπες το πράγμα έκανε «τζιζ». Σαν ένα τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες, κοφτερές σαν μαχαίρι. Στη ζωή, όπως και στη γεωμετρία, τα περισσότερα τρίγωνα, υψενικά ή όχι, είναι έτσι. Αδύνατο να τα πιάσεις χωρίς να κοπείς. Ας κοπώ λοιπόν. Αρκετές δόσεις υποκρισίας και αυτολογοκρισίας έχουμε καταναλώσει.
Το δικό μας τρίγωνο τι έχει; Εχει τον πολιτικό, την τράπεζα και τον ληστή. Ο πολιτικός είχε τους υπερασπιστές του. Η τράπεζα δεν τους χρειάστηκε καν. Ο ληστής; Δεν δικαιούται κι αυτός την υπεράσπισή του; Θα γεράσει στη φυλακή, δεν λέω, αυτό μάλλον δεν παλεύεται, το ποινικό μας δίκαιο δεν αφήνει παράθυρα ιδεολογικής επιείκειας στους δράστες. Αλλά, δεν υποχρεούμαστε τουλάχιστον ν’ ακούσουμε τη λογική του αντιεξουσιαστικού ηθικού κώδικα; Είναι κι αυτός μια πραγματικότητα, όσες γιάφκες αναρχικών κι αν αποκαλύψει η ΕΛ.ΑΣ., θα υπάρξουν κι άλλοι, κι άλλοι που δεν βρίσκουν διέξοδο στο πολιτικό σύστημα, που θα ασφυκτιούν στην παραγωγική ομαλότητα του οικονομικού μας πολιτισμού, που θα γοητευτούν από τα έκνομα (που θα ‘λεγε κι ο Πολύδωρας), τα επικίνδυνα (που θα ‘λεγε κι ο Καβάφης).
Υπάρχει, βεβαίως, κι ένα δεύτερο τρίγωνο, εξ ίσου κοφτερό στις ακμές του. Γονιός, παιδί, κοινωνία. Γοητευτική και η ψυχαναλυτική προσέγγιση του περιστατικού, αλλά ουδείς δικαιούται να τυποποιήσει το φαινόμενο του χάσματος των γενιών, στο απλοϊκό (αν όχι χυδαίο) υπονοούμενο ότι τα παιδιά των αριστερών πολιτικών είναι προορισμένα να πάνε αριστερότερα, άρα εκτός πολιτικού πλαισίου. Και των δεξιών τα παιδιά; Τι θα γίνουν; Νεοναζί; Μπούρδες. Αντί να ενοχοποιήσουμε ψυχιατρικά τη σκέψη και τη συμπεριφορά των εφήβων και των νέων, ας θυμηθούμε τους εαυτούς μας στην ηλικία τους. Πόσες φορές ισορροπήσαμε στα άκρα; «Η ζωή είναι άνοστη χωρίς άκρα και φαλάκρα». Μόνο που τα άκρα μας αφορούν ως νέους και η φαλάκρα ως μεσήλικες. Όπως λέει κι η φίλη μου η Αριάδνη στα παιδιά της, «χαίρομαι που διαφωνείτε μαζί μου γιατί μέσα από τις αντιθέσεις μας διαμορφώνετε χαρακτήρα». Τα παιδιά εκμαίνονται, η Αριάδνη πάντα ψύχραιμη, αλλά έτσι πορεύεται η οικογένεια από καταβολής της. Το είπε άλλωστε με αφοπλιστική ειλικρίνεια κι ο Αλαβάνος: «Είναι πιο δύσκολο να είσαι γονιός από το να είσαι πολιτικό στέλεχος». Αυτή η φράση καθιστά άχρηστα όλα τα ηλίθια υπονοούμενα περί προστατευτικής αυτολοκρισίας (περί τον Ν. Βούτση) κι όλα τα κραυγαλέα συμπεράσματα για το αριστερό εκκολαπτήριο της ακρότητας.
Αλλά για τον πόλεμο των γενεών, την επικίνδυνη σχέση «πατέρες και παιδιά» τα έχουν πει άλλοι – ο Τουργκένιεφ, αίφνης, έξοχα στο ομότιτλο μυθιστόρημά του. Η σχέση μπορεί να κυμανθεί από τη νοσηρή αγάπη μέχρι τον εξοντωτικό πόλεμο. Γνωστά αυτά, ας τα αφήσουμε στη δικαιοδοσία των ψυχιάτρων και των ψυχαναλυτών κι ας επικεντρωθούμε στο άλλο τρίγωνο που έμεινε στο απυρόβλητο: πολιτική- τράπεζα- ληστής.
Τα αντι-τραπεζικά μου αισθήματα δεν τα έχω κρύψει ποτέ, κι ας έχω λογαριασμό και πιστωτική κάρτα (ή μήπως τα αισθήματά μου προέρχονται ακριβώς απ’ αυτά;), κι ας φιλοξενούμαι σε έντυπα όπου-μεταξύ άλλων- οι τραπεζίτες επικοινωνούν τα προϊόντα τους και τα ιδεολογήματά τους. Εγραψα πριν μερικά χρόνια ότι στη φράση «ληστείες τραπεζών», πέρα από το αστυνομικό φαινόμενο, περιλαμβάνεται κι ένα διπλό συντακτικό φαινόμενο. Η λέξη «τραπεζών» μπορεί να εκληφθεί ως γενική αντικειμενική (οι τράπεζες ληστεύονται), αλλά και ως γενική υποκειμενική (οι τράπεζες ληστεύουν). Ελάχιστοι άνθρωποι αμφιβάλλουν σήμερα ότι και τα δυο αποτελούν πραγματικότητες της καθημερινότητάς μας. Και οι μεν τράπεζες εξουδετερώνουν τις ζημίες τους από ληστείες ασφαλίζοντας τα χρήματά τους. Αλλά για το αντίστροφο φαινόμενο, τη ληστεία στην οποία δράστης είναι η τράπεζα, δεν υπάρχει θεσμοθετημένη προστασία. Και κυρίως, δεν υπάρχει ηθική απαξίωση. Ολοι μνημονεύουν τα λόγια του Μάκυ, από την «Οπερα της Πεντάρας» του Μπρεχτ λίγο πριν πάει στην κρεμάλα: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;» Ελάχιστοι έχουν τολμήσει να αμφισβητήσουν αυτή την αξιωματική αλήθεια, αλλά κανείς δεν εισηγήθηκε να ενσωματωθεί στον ηθικό κώδικα του νομικού μας πολιτισμού.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια μικρή πρόοδος στο πεδίο αυτό. Ακόμη και η υπεράνω ταξικής υποψίας δικαιοσύνη, δυσκολεύεται να αντιληφθεί τον ηθικό κώδικα των τραπεζών που εννοούν να δανείζονται από μας με 3% αλλά θεωρούν απολύτως δίκαιο να μας δανείζουν με 10% έως 18%. Η ηθική και ποινική νομιμοποίηση αυτής της ληστείας κάμπτεται πια ακόμη και στα δικαστήρια. Τον τελευταίο χρόνο, οι αμερικανικές τράπεζες αναγκάζονται να επιστρέψουν εκατομμύρια δολάρια σε πελάτες- θύματά τους έπειτα από ένα καταιγισμό δικαστικών αποφάσεων. Ακόμη και τα ελληνικά δικαστήρια, δειλά-δειλά το τελευταίο διάστημα, εγκαταλείπουν την παραδοσιακή τους απάθεια για τα όρια ελευθερίας των τραπεζών και περιγράφουν αχνά μια ληστρική σχέση τους με τους πελάτες.
Αλλά, ακόμη κι αν υπάρχει κοινωνική απαξίωση στη συμπεριφορά των τραπεζών, δεν υπάρχει η ηθική απαξίωση που κυριαρχεί στην πλευρά των ληστών. Ο ληστής είναι ένας εξ ορισμού εχθρός της κοινωνίας, κάτι που είναι αδιανόητο για την τράπεζα. Ποιο είναι το κριτήριο; Υποτίθεται ότι η ληστεία είναι ένα έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας, κατά της περιουσίας, αγαθών απαραβίαστων στον οικονομικό μας πολιτισμό. Δεν αντιλέγω, αλλά αφού το παραβιαζόμενο αγαθό είναι ένα μέγεθος απολύτως μετρήσιμο και αποτιμώμενο σε χρήμα, γιατί να μη βάλουμε τα δύο «εγκλήματα» στη ζυγαριά να δούμε το βαρύτερο; Ποια είναι η μεγαλύτερη ζημιά; Να απαλλοτριώσεις 20.000 ευρώ ή να απαλλοτριώνεις καθημερινά εκατομμύρια ευρώ, από εκατομμύρια ανθρώπους, εν αγνοία τους και χωρίς να τους δίνεις ευκαιρία αντίστασης;
Θα μου πείτε: «Υπερασπίζεσαι το κοινό έγκλημα;» Όχι, βέβαια. Αν ήταν έτσι δεν θα καθόμουν να φλυαρώ γραπτώς, θα είχα πάρει ένα όπλο και θα έπαιρνα σβάρνα τα τραπεζικά γκισέ για «εισπράξεις». Αλλά, κάποια ευκαιρία υπεράσπισης πρέπει να δώσουμε και στην «κοινή» ληστεία αφού ανεχόμαστε τη γενικευμένη και νομιμοποιημένη «ληστεία». Δεν είναι μόνο ότι πολύ μεγαλοφυείς άνθρωποι ανά τους αιώνες, από τον Αριστοτέλη και τον Μωάμεθ μέχρι τον Σέξπιρ και τον Ανταμ Σμιθ δεν δίστασαν να εκφράσουν την απέχθειά τους για το τοκογλυφικό κεφάλαιο και τον παρασιτισμό του. Είναι και το γεγονός ότι ο οικονομικός μας πολιτισμός, παράγοντας αδιάκοπα ακραίο πλούτο κι ακραία φτώχεια, γεννά εξίσου αδιάκοπα επαρκή ιδεολογικά κίνητρα για παρορμητική «απονομή της δικαιοσύνης». Και ο 23χρονος «αναρχικός ληστής γιος πολιτικού στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ» (όπως γράφουν με δεοντολογικό σαδισμό τα «σουπεράκια» στις τηλεοπτικές οθόνες), είχε και ιδεολογικά κίνητρα. Μπορεί να είναι αδιάφορα για την ποινική δικαιοσύνη. Αλλά εμένα δεν μου είναι καθόλου αδιάφορα. Ιδιαίτερα όσο η πολιτική (η τρίτη θλιβερή ακμή του τριγώνου) είναι τόσο τρομακτικά αναποτελεσματική ή συνένοχη. Μήπως είναι ένα πρόσχημα, μια ιδεολογική πατίνα, μήπως είναι πολιτικά αβαθής και αφελής αυτού του είδους η αυτόκλητη δικαιοσύνη; Πιθανώς. Αλλά πόσο λιγότερο προσχηματική είναι η ιδεολογική επιχειρηματολογία της «έντοκης απαλλοτρίωσης» ότι τα ευαγή πιστωτικά ιδρύματα ενεργούν στο όνομα της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, αγαθών και προσώπων, στο όνομα της ελευθερίας των συναλλαγών; Πράγματι, είμαστε ελεύθεροι να μην δανειστούμε, να μη πάρουμε πιστωτικές κάρτες. Αλλά αν κάναμε απόλυτη χρήση αυτής της ελευθερίας θα κατέρρεε όχι μόνο το πιστωτικό σύστημα αλλά ολόκληρη η οικονομική δομή. Το ρισκάρουν;
Ισως γι’ αυτό ο Φερνάντο Πεσσόα, 90 χρόνια πριν, συνέθεσε τις δυο όψεις του νομίσματος, την ελευθερία που διεκδικεί ο αναρχικός ληστής και την ελευθερία που επικαλείται ο τραπεζίτης σε ένα και μόνο πρόσωπο: Τον «Αναρχικό Τραπεζίτη», που υποστήριζε πως ο μόνος τρόπος για να υποτάξει την τυραννία του χρήματος είναι να πλουτίσει ο ίδιος. «…Εκείνοι είναι μυστικιστές αναρχικοί, ενώ εγώ είμαι επιστήμονας αναρχικός, αυτοί είναι αναρχικοί που σκύβουν, ενώ εγώ είμαι ένας αναρχικός που αγωνίζεται κι ελευθερώνεται», λέει ο ήρωας του Πεσσόα.
Μάλλον δεν θα πρόσθετα πολλά αν επικαλούμουν και τον φιλόσοφο της διαστροφής, τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, που πρότεινε στους Γάλλους επαναστάτες να αποποινικοποιήσουν την κλοπή ως αποτελεσματικό μέσο αναδιανομής του πλούτου. Ας μην το βαρύνουμε κι άλλο ιδεολογικά το μικρό αυτό δράμα. Ηθελα απλώς να πω ότι, αφού οι «αναρχικοί τραπεζίτες» είναι εντελώς υποστατοί, ηθικά δικαιωμένοι, πρακτικά νομιμοποιημένοι στα άτυπα «εγκλήματά» τους που ονομάζονται τραπεζικά προϊόντα, θα ήταν άδικο να στερήσουμε από τον «αναρχικό ληστή» το δικαίωμα να υπερασπίσει, έστω ηθικά και ιδεολογικά, το δικό έγκλημα. Δεν θα ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία παραδοξότητα του οικονομικού μας πολιτισμού.
Το δικό μας τρίγωνο τι έχει; Εχει τον πολιτικό, την τράπεζα και τον ληστή. Ο πολιτικός είχε τους υπερασπιστές του. Η τράπεζα δεν τους χρειάστηκε καν. Ο ληστής; Δεν δικαιούται κι αυτός την υπεράσπισή του; Θα γεράσει στη φυλακή, δεν λέω, αυτό μάλλον δεν παλεύεται, το ποινικό μας δίκαιο δεν αφήνει παράθυρα ιδεολογικής επιείκειας στους δράστες. Αλλά, δεν υποχρεούμαστε τουλάχιστον ν’ ακούσουμε τη λογική του αντιεξουσιαστικού ηθικού κώδικα; Είναι κι αυτός μια πραγματικότητα, όσες γιάφκες αναρχικών κι αν αποκαλύψει η ΕΛ.ΑΣ., θα υπάρξουν κι άλλοι, κι άλλοι που δεν βρίσκουν διέξοδο στο πολιτικό σύστημα, που θα ασφυκτιούν στην παραγωγική ομαλότητα του οικονομικού μας πολιτισμού, που θα γοητευτούν από τα έκνομα (που θα ‘λεγε κι ο Πολύδωρας), τα επικίνδυνα (που θα ‘λεγε κι ο Καβάφης).
Υπάρχει, βεβαίως, κι ένα δεύτερο τρίγωνο, εξ ίσου κοφτερό στις ακμές του. Γονιός, παιδί, κοινωνία. Γοητευτική και η ψυχαναλυτική προσέγγιση του περιστατικού, αλλά ουδείς δικαιούται να τυποποιήσει το φαινόμενο του χάσματος των γενιών, στο απλοϊκό (αν όχι χυδαίο) υπονοούμενο ότι τα παιδιά των αριστερών πολιτικών είναι προορισμένα να πάνε αριστερότερα, άρα εκτός πολιτικού πλαισίου. Και των δεξιών τα παιδιά; Τι θα γίνουν; Νεοναζί; Μπούρδες. Αντί να ενοχοποιήσουμε ψυχιατρικά τη σκέψη και τη συμπεριφορά των εφήβων και των νέων, ας θυμηθούμε τους εαυτούς μας στην ηλικία τους. Πόσες φορές ισορροπήσαμε στα άκρα; «Η ζωή είναι άνοστη χωρίς άκρα και φαλάκρα». Μόνο που τα άκρα μας αφορούν ως νέους και η φαλάκρα ως μεσήλικες. Όπως λέει κι η φίλη μου η Αριάδνη στα παιδιά της, «χαίρομαι που διαφωνείτε μαζί μου γιατί μέσα από τις αντιθέσεις μας διαμορφώνετε χαρακτήρα». Τα παιδιά εκμαίνονται, η Αριάδνη πάντα ψύχραιμη, αλλά έτσι πορεύεται η οικογένεια από καταβολής της. Το είπε άλλωστε με αφοπλιστική ειλικρίνεια κι ο Αλαβάνος: «Είναι πιο δύσκολο να είσαι γονιός από το να είσαι πολιτικό στέλεχος». Αυτή η φράση καθιστά άχρηστα όλα τα ηλίθια υπονοούμενα περί προστατευτικής αυτολοκρισίας (περί τον Ν. Βούτση) κι όλα τα κραυγαλέα συμπεράσματα για το αριστερό εκκολαπτήριο της ακρότητας.
Αλλά για τον πόλεμο των γενεών, την επικίνδυνη σχέση «πατέρες και παιδιά» τα έχουν πει άλλοι – ο Τουργκένιεφ, αίφνης, έξοχα στο ομότιτλο μυθιστόρημά του. Η σχέση μπορεί να κυμανθεί από τη νοσηρή αγάπη μέχρι τον εξοντωτικό πόλεμο. Γνωστά αυτά, ας τα αφήσουμε στη δικαιοδοσία των ψυχιάτρων και των ψυχαναλυτών κι ας επικεντρωθούμε στο άλλο τρίγωνο που έμεινε στο απυρόβλητο: πολιτική- τράπεζα- ληστής.
Τα αντι-τραπεζικά μου αισθήματα δεν τα έχω κρύψει ποτέ, κι ας έχω λογαριασμό και πιστωτική κάρτα (ή μήπως τα αισθήματά μου προέρχονται ακριβώς απ’ αυτά;), κι ας φιλοξενούμαι σε έντυπα όπου-μεταξύ άλλων- οι τραπεζίτες επικοινωνούν τα προϊόντα τους και τα ιδεολογήματά τους. Εγραψα πριν μερικά χρόνια ότι στη φράση «ληστείες τραπεζών», πέρα από το αστυνομικό φαινόμενο, περιλαμβάνεται κι ένα διπλό συντακτικό φαινόμενο. Η λέξη «τραπεζών» μπορεί να εκληφθεί ως γενική αντικειμενική (οι τράπεζες ληστεύονται), αλλά και ως γενική υποκειμενική (οι τράπεζες ληστεύουν). Ελάχιστοι άνθρωποι αμφιβάλλουν σήμερα ότι και τα δυο αποτελούν πραγματικότητες της καθημερινότητάς μας. Και οι μεν τράπεζες εξουδετερώνουν τις ζημίες τους από ληστείες ασφαλίζοντας τα χρήματά τους. Αλλά για το αντίστροφο φαινόμενο, τη ληστεία στην οποία δράστης είναι η τράπεζα, δεν υπάρχει θεσμοθετημένη προστασία. Και κυρίως, δεν υπάρχει ηθική απαξίωση. Ολοι μνημονεύουν τα λόγια του Μάκυ, από την «Οπερα της Πεντάρας» του Μπρεχτ λίγο πριν πάει στην κρεμάλα: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;» Ελάχιστοι έχουν τολμήσει να αμφισβητήσουν αυτή την αξιωματική αλήθεια, αλλά κανείς δεν εισηγήθηκε να ενσωματωθεί στον ηθικό κώδικα του νομικού μας πολιτισμού.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια μικρή πρόοδος στο πεδίο αυτό. Ακόμη και η υπεράνω ταξικής υποψίας δικαιοσύνη, δυσκολεύεται να αντιληφθεί τον ηθικό κώδικα των τραπεζών που εννοούν να δανείζονται από μας με 3% αλλά θεωρούν απολύτως δίκαιο να μας δανείζουν με 10% έως 18%. Η ηθική και ποινική νομιμοποίηση αυτής της ληστείας κάμπτεται πια ακόμη και στα δικαστήρια. Τον τελευταίο χρόνο, οι αμερικανικές τράπεζες αναγκάζονται να επιστρέψουν εκατομμύρια δολάρια σε πελάτες- θύματά τους έπειτα από ένα καταιγισμό δικαστικών αποφάσεων. Ακόμη και τα ελληνικά δικαστήρια, δειλά-δειλά το τελευταίο διάστημα, εγκαταλείπουν την παραδοσιακή τους απάθεια για τα όρια ελευθερίας των τραπεζών και περιγράφουν αχνά μια ληστρική σχέση τους με τους πελάτες.
Αλλά, ακόμη κι αν υπάρχει κοινωνική απαξίωση στη συμπεριφορά των τραπεζών, δεν υπάρχει η ηθική απαξίωση που κυριαρχεί στην πλευρά των ληστών. Ο ληστής είναι ένας εξ ορισμού εχθρός της κοινωνίας, κάτι που είναι αδιανόητο για την τράπεζα. Ποιο είναι το κριτήριο; Υποτίθεται ότι η ληστεία είναι ένα έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας, κατά της περιουσίας, αγαθών απαραβίαστων στον οικονομικό μας πολιτισμό. Δεν αντιλέγω, αλλά αφού το παραβιαζόμενο αγαθό είναι ένα μέγεθος απολύτως μετρήσιμο και αποτιμώμενο σε χρήμα, γιατί να μη βάλουμε τα δύο «εγκλήματα» στη ζυγαριά να δούμε το βαρύτερο; Ποια είναι η μεγαλύτερη ζημιά; Να απαλλοτριώσεις 20.000 ευρώ ή να απαλλοτριώνεις καθημερινά εκατομμύρια ευρώ, από εκατομμύρια ανθρώπους, εν αγνοία τους και χωρίς να τους δίνεις ευκαιρία αντίστασης;
Θα μου πείτε: «Υπερασπίζεσαι το κοινό έγκλημα;» Όχι, βέβαια. Αν ήταν έτσι δεν θα καθόμουν να φλυαρώ γραπτώς, θα είχα πάρει ένα όπλο και θα έπαιρνα σβάρνα τα τραπεζικά γκισέ για «εισπράξεις». Αλλά, κάποια ευκαιρία υπεράσπισης πρέπει να δώσουμε και στην «κοινή» ληστεία αφού ανεχόμαστε τη γενικευμένη και νομιμοποιημένη «ληστεία». Δεν είναι μόνο ότι πολύ μεγαλοφυείς άνθρωποι ανά τους αιώνες, από τον Αριστοτέλη και τον Μωάμεθ μέχρι τον Σέξπιρ και τον Ανταμ Σμιθ δεν δίστασαν να εκφράσουν την απέχθειά τους για το τοκογλυφικό κεφάλαιο και τον παρασιτισμό του. Είναι και το γεγονός ότι ο οικονομικός μας πολιτισμός, παράγοντας αδιάκοπα ακραίο πλούτο κι ακραία φτώχεια, γεννά εξίσου αδιάκοπα επαρκή ιδεολογικά κίνητρα για παρορμητική «απονομή της δικαιοσύνης». Και ο 23χρονος «αναρχικός ληστής γιος πολιτικού στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ» (όπως γράφουν με δεοντολογικό σαδισμό τα «σουπεράκια» στις τηλεοπτικές οθόνες), είχε και ιδεολογικά κίνητρα. Μπορεί να είναι αδιάφορα για την ποινική δικαιοσύνη. Αλλά εμένα δεν μου είναι καθόλου αδιάφορα. Ιδιαίτερα όσο η πολιτική (η τρίτη θλιβερή ακμή του τριγώνου) είναι τόσο τρομακτικά αναποτελεσματική ή συνένοχη. Μήπως είναι ένα πρόσχημα, μια ιδεολογική πατίνα, μήπως είναι πολιτικά αβαθής και αφελής αυτού του είδους η αυτόκλητη δικαιοσύνη; Πιθανώς. Αλλά πόσο λιγότερο προσχηματική είναι η ιδεολογική επιχειρηματολογία της «έντοκης απαλλοτρίωσης» ότι τα ευαγή πιστωτικά ιδρύματα ενεργούν στο όνομα της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, αγαθών και προσώπων, στο όνομα της ελευθερίας των συναλλαγών; Πράγματι, είμαστε ελεύθεροι να μην δανειστούμε, να μη πάρουμε πιστωτικές κάρτες. Αλλά αν κάναμε απόλυτη χρήση αυτής της ελευθερίας θα κατέρρεε όχι μόνο το πιστωτικό σύστημα αλλά ολόκληρη η οικονομική δομή. Το ρισκάρουν;
Ισως γι’ αυτό ο Φερνάντο Πεσσόα, 90 χρόνια πριν, συνέθεσε τις δυο όψεις του νομίσματος, την ελευθερία που διεκδικεί ο αναρχικός ληστής και την ελευθερία που επικαλείται ο τραπεζίτης σε ένα και μόνο πρόσωπο: Τον «Αναρχικό Τραπεζίτη», που υποστήριζε πως ο μόνος τρόπος για να υποτάξει την τυραννία του χρήματος είναι να πλουτίσει ο ίδιος. «…Εκείνοι είναι μυστικιστές αναρχικοί, ενώ εγώ είμαι επιστήμονας αναρχικός, αυτοί είναι αναρχικοί που σκύβουν, ενώ εγώ είμαι ένας αναρχικός που αγωνίζεται κι ελευθερώνεται», λέει ο ήρωας του Πεσσόα.
Μάλλον δεν θα πρόσθετα πολλά αν επικαλούμουν και τον φιλόσοφο της διαστροφής, τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, που πρότεινε στους Γάλλους επαναστάτες να αποποινικοποιήσουν την κλοπή ως αποτελεσματικό μέσο αναδιανομής του πλούτου. Ας μην το βαρύνουμε κι άλλο ιδεολογικά το μικρό αυτό δράμα. Ηθελα απλώς να πω ότι, αφού οι «αναρχικοί τραπεζίτες» είναι εντελώς υποστατοί, ηθικά δικαιωμένοι, πρακτικά νομιμοποιημένοι στα άτυπα «εγκλήματά» τους που ονομάζονται τραπεζικά προϊόντα, θα ήταν άδικο να στερήσουμε από τον «αναρχικό ληστή» το δικαίωμα να υπερασπίσει, έστω ηθικά και ιδεολογικά, το δικό έγκλημα. Δεν θα ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία παραδοξότητα του οικονομικού μας πολιτισμού.
Subscribe to:
Posts (Atom)